Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Το βιβλίο, του Τζον Έιγκαρντ, που διηγείται όμορφα την ιστορία της ζωής του




Αν θέλουμε να φτιάξουμε μια λίστα διαβασμάτων για το καλοκαίρι (παρά τις επιφυλάξεις μου για διακρίσεις τύπου "βιβλία για το καλοκαίρι"), και μάλιστα αν απευθυνόμαστε σε παιδιά και έφηβους, θα πρότεινα και το βιβλίο του Τζον Έιγκαρντ (John Agard) Το βιβλίο: "Με λένε βιβλίο και θα σου πω την ιστορία της ζωής μου..." (εκδ. Πατάκη 2016 σε μετάφραση Γιάννη Δούκα και Βασιλικής Πέτσα και με εικονογράφηση του Νιλ Πάκερ).

Ο συγγραφέας, πιο σωστά το ίδιο το βιβλίο, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του σαν παραμύθι, ξεκινώντας από την πολύ παλιά εποχή που οι άνθρωποι τραγουδούσαν κι έλεγαν ιστορίες δίπλα στη φωτιά. 

Έψαλλαν και χόρευαν για να τιμήσουν τις εποχές. Και οι γεροντότεροι μετέφεραν τις παραδόσεις στους νεότερους από στόμα σε στόμα. Με τη δύναμη της μνήμης...

Τότε ακόμη δεν είχε γεννηθεί η γραφή. Μέχρι που ήρθαν οι Σουμέριοι και οι Αιγύπτιοι που έγραψαν, καλύτερα σχεδίασαν, πάνω σε πήλινες πινακίδες. Πριν από την "κανονική" γραφή, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν άλλους τρόπους επικοινωνίας, όπως πραγματικά αντικείμενα, πραγματικά ζώα κτλ., με αποτέλεσμα βέβαια συχνά να παρερμηνεύονται οι συμβολισμοί των μηνυμάτων που αντάλλασσαν.




Μας δίνει το παράδειγμα του μηνύματος που έστειλαν οι Σκύθες στο Δαρείο όταν αυτός εισέβαλε στη χώρα τους. Το δέμα που μετέφερε το μήνυμά τους περιείχε έναν βάτραχο, ένα ποντίκι, ένα πουλί και τρία βέλη (αναφέρεται στον Ηρόδοτο, Ιστορίαι Δ), η ερμηνεία όμως που δόθηκε από τον παραλήπτη ήταν άλλη από το μήνυμα που έστελναν οι αποστολείς. 

Περιγράφει τα διάφορα εργαλεία και τις τεχνικές γραφής που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν, με ευχάριστο και ανάλαφρο λόγο και με πλούσια εικονογράφηση να συνοδεύει το κείμενο. Όπως η παραπάνω εικόνα που περιέχεται στο κεφάλαιο "Λόγια φτερωτά" και αναφέρεται στη χρήση γραφίδων από φτερά διάφορων πουλιών. Πρέπει, βέβαια, να επισημάνω ότι αυτή την ευχαρίστηση την απολαμβάνω ως αναγνώστρια του ελληνικού κειμένου, και σε αυτό έχει συμβάλει οπωσδήποτε και η καλή μετάφραση, έτσι και στα ελληνικά διαβάζουμε ένα βιβλίο με όμορφο, ευχάριστο, χαλαρό κείμενο, χωρίς να χάνεται η αξία του πλούσιου περιεχομένου του.



Πώς θα σου φαινόταν η ιδέα να είσαι μοναχός του Μεσαίωνα και, για ν' αποκτήσεις στυλό, να πρέπει να μαδήσεις πουλιά;

Και μας πληροφορεί ότι "τα φτερά κύκνου θεωρούνταν πολύτιμα για την ποιότητά τους, τα φτερά γαλοπούλας για την ανθεκτικότητά τους και τα φτερά κουρούνας για τη λεπτή μύτη της γραφίδας τους."

Μιλά για τους μοναχούς του Μεσαίωνα που αντέγραφαν και κλείδωναν τα βιβλία (που έτσι τα διέσωζαν κιόλας, βέβαια), για τον Γουτεμβέργιο και την τυπογραφία, για την παλαιά μορφή των βιβλίων σε μορφή κώδικα (codex), για την εξέλιξη στο δέσιμο των βιβλίων, για το κείμενο στο οπισθόφυλλο και την προέλευση της αγγλικής λέξης blurb (στα ελληνικά σημαίνει κάτι σαν διαφήμιση ή εγκώμιο για κάτι ή κάποιον, στα βιβλία είναι το κείμενο στο οπισθόφυλλο που δίνει πληροφορίες για το περιεχόμενο και για το συγγραφέα του και το λέμε συνήθως κείμενο οπισθόφυλλου, μια σχετική συζήτηση είχε γίνει προ ετών στη λεξιλογία).

Μας μιλά πολύ για τις βιβλιοθήκες, τους "οίκους μνήμης", τα "θεραπευτήρια ψυχής", τους "ωκεανούς πολύτιμων λίθων", επικαλούμενος χαρακτηρισμούς που έχουν δώσει διάφοροι αρχαίοι λαοί. Μιλά για τους Σουμέριους, τους Ασσύριους, τους Αιγύπτιους, τους Έλληνες, τους Ινδούς, τους Κινέζους, τους Ρωμαίους. Αναθυμάται την εποχή που στις βιβλιοθήκες υπήρχε η πινακίδα "Δεν επιτρέπονται παιδιά και σκύλοι", τώρα που ... έχουν αλλάξει οι καιροί:

Τώρα οι βιβλιοθήκες είναι για όλους και πραγματικά μου φτιάχνει τη διάθεση να δίνω χαρά στους ηλικιωμένους που έρχονται για να διαβάσουν ή να ζεσταθούν και να βρουν συντροφιά. Είχαν απόλυτο δίκιο οι αρχαίοι Έλληνες, όταν αποκαλούσαν τη βιβλιοθήκη "φαρμακείο της ψυχής".

(Πραγματικά, "ψυχής άκος" ονόμαζαν τις βιβλιοθήκες οι πρόγονοί μας, κι έτσι την είχαν οραματιστεί οι πιο κοντινοί πρόγονοί μας, στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν έφτιαξαν τη βιβλιοθήκη στις Μηλιές Πηλίου και κόσμησαν την επιγραφή της εισόδου με τα ίδια αυτά λόγια. Όσοι έχουμε πάει στις Μηλιές, ασφαλώς και την έχουμε δει από κοντά, όσοι δεν έχουν πάει, να μια καλή ευκαιρία!).

Μιλά για όλες τις περιόδους της ζωής του και τις αλλαγές που γνώρισε, μη παραλείποντας ν' αναφερθεί και στον κύριο Μπράιγ που γέμισε τις σελίδες του με μικρές ανάγλυφες κουκκίδες φτιάχνοντας ένα σύστημα για να διαβάζουν οι τυφλοί. Μιλά και για την εποχή που δακτυλογραφούσαν στη γραφομηχανή και οι συγγραφείς 'ακουγαν τις λέξεις τους "να χορεύουν κλακέτες επάνω στη λευκή σελίδα". Και φτάνει στη σημερινή εποχή που το βρίσκει να τσακώνεται με το ηλεκτρονικό βιβλίο που δεν ξέρει τι θα πει "χώνω τη μύτη μου σ' ένα βιβλίο", που δεν ξέρει από μυρωδιές

Και μίλησα στο eBook για τη ρωμαϊκή εποχή, όταν η περγαμηνή μου μύριζε ζαφορά, και τη βικτωριανή εποχή, όταν το χαρτί μου μύριζε αποξηραμένη λεβάντα και ροδοπέταλα.

Και τότε, το ηλεκτρονικό βιβλίο ζήτησε να διακόψουν για λίγο, γιατί η μπαταρία του χρειαζόταν φόρτιση, κι έπειτα έπρεπε να το "μπουτάρουν".

Τελειώνοντας την αφήγηση της ιστορίας του το βιβλίο, δεν παραλείπει να ευχαριστήσει όλους αυτούς που το φτιάχνουν και το φροντίζουν: αναγνώστες, βιβλιοδέτες, βιβλιοθηκάριους, βιβλιοπώλες, βιβλιόφιλους, γραφίστες, εικονογράφους, επιμελητές, κριτικούς, μεταφραστές, συγγραφείς, τυπογράφους.






Αναζήτησα στο Διαδίκτυο στοιχεία για τον συγγραφέα. Ο Τζον Έιγκαρντ (John Agard) είναι Αφρο-Γουιανέζος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Ζει στην Αγγλία, αλλά γεννήθηκε το 1949 στη Βρετανική Γουιάνα, ένα κράτος της νότιας Αμερικής δίπλα στη Βραζιλία, τη Βενεζουέλα και το Σουρινάμ. Ονομαζόταν έτσι μέχρι το 1966 ως αποικία των Άγγλων, ενώ από το 1970 αποτελεί το κράτος της Γουιάνας, ανεξάρτητο αλλά μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.

Διάσημο στην Αγγλία είναι το ποίημά του "Half-caste", που θα πει μιγάς, το άτομο που έχει μικτή προέλευση, και είναι όρος που χρησιμοποιείται με αρνητική σημασία, με χλευασμό, όπως θα λέγαμε στα ελληνικά "μπάσταρδος". Σημειώνεται ότι ο πατέρας του Έιγκαρντ ήταν μαύρος από την Καραϊβική και η μητέρα του Πορτογαλέζα, ήταν δηλαδή κι ο ίδιος "half-caste". Το ποίημα περιλαμβάνεται στην Ανθολογία της αγγλικής λογοτεχνίας που διδάσκεται στους μαθητές 14-16 ετών στα γυμνάσια της Αγγλίας. Με πολλές εργασίες και αναλύσεις που βρίσκουμε και στο διαδίκτυο, βλέπουμε ότι στόχος είναι τα παιδιά να διδάσκονται, να αναλύουν και να προβληματίζονται για αυτό "θέλει να πει ο ποιητής" και τελικά να οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι πρέπει να υπάρχει προσοχή στη χρήση της γλώσσας, ώστε να μην στιγματίζονται αλλά ούτε και να προσβάλλονται και να νιώθουν άσχημα οι άθρωποι εξαιτίας της καταγωγής τους.

Παραθέτω μερικούς στίχους από το ποίημα του Έιγκαρντ, το οποίο είναι γραμμένο με ειρωνικό ύφος και σε αγγλικά με ιδιαίτερα ιδιωματικά στοιχεία:

Excuse me
standing on one leg
I’m half-caste.
Explain yuself 
wha yu mean
when yu say half-caste
yu mean when Picasso
mix red an green
is a half-caste canvas?
explain yuself
wha yu mean
when yu say half-caste
yu mean when light an shadow
mix in de sky
is a half-caste weather?
well in dat case
england weather
nearly always half-caste
in fact some o dem cloud
half-caste till dem overcast
so spiteful dem don’t want de sun pass
ah rass?
explain yuself
wha yu mean
when yu say half-caste
yu mean tchaikovsky
sit down at dah piano
an mix a black key
wid a white key
is a half-caste symphony?
............................. 
an when I sleep at night
I close half-a-eye
consequently when I dream
I dream half-a-dream
an when moon begin to glow
I half-caste human being
cast half-a-shadow
but yu must come back tomorrow
wid de whole of yu eye
an de whole of yu ear
an de whole of yu mind.
an I will tell yu 
de other half
of my story.

Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

Ο Παίκτης του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι σε κόμικς



Μεγάλωσα διαβάζοντας Κλασσικά Εικονογραφημένα, το ίδιο και τα παιδιά μου, πλάι στο Μίκυ Μάους, τον Τιραμόλα και τον Ποπάυ. Με τα Κλασσικά μάλιστα, μου δόθηκε η ευκαιρία να έχω μια πρώτη γνωριμία με σπουδαίους συγγραφείς και μεγάλα έργα, για τα οποία τότε δεν ήξερα τίποτε. Διάβασα Ουγκώ, Σέξπηρ, Βερν, Στήβενσον, Μέλβιλ, Δουμά, κι ούτε ήξερα ότι κάποια ήταν μεταφρασμένα από το Βασίλη Ρώτα και τη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη!

Αυτά θυμήθηκα διαβάζοντας τον Παίκτη του Ντοστογιέφσκι, όπως τον διασκεύασαν σε κόμικ οι Στεφάν Μικέλ (για το κείμενο) και Λοϊκ Γκοντάρ (για το σχέδιο και το χρώμα) και εκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά από την Polaris, σε μετάφραση Κωστή Σωχωρίτη.



Η ιστορία του Αλεξέι Ιβάνοβιτς μεταφέρεται με τη λεπτομέρεια και την ένταση που επιτρέπουν η εικόνα και το χρώμα. Μεταφέρονται, με πιστότητα νομίζω, ο έρωτας του Αλεξέι για μια γυναίκα, το πάθος του για τον τζόγο και  οι συνέπειες στη ζωή του, τα ανθρώπινα συναισθήματα και η απληστία όπως κορυφώνονται πάνω στο τραπέζι του τζόγου, η άνοδος και η κάθοδος των ανθρώπων όταν τους κυριεύει το πάθος. 




Ένα γύρισμα του τροχού κι όλα αλλάζουν!

Με πόση απληστία κοιτάζω τις μικρές στοίβες από χρυσά νομίσματα... 
... Σαν μικρούς καιόμενους σωρούς, πυρωμένα κάρβουνα...


Η ανάγνωση κυλά όμορφα, οι εικόνες περνούν σα σκηνές από κινηματογραφική ταινία με όλες τις λεπτομέρειες που χρειάζονται για να δώσουν το περίγραμμα της εποχής, του τόπου, της κατάστασης, των αισθημάτων που κυριαρχούν κάθε φορά, ενώ οι εναλλαγές στα χρώματα συμπληρώνουν την περιγραφή με την ένταση ή την ηρεμία που απαιτείται. Είναι ένα βιβλίο που θα το συνιστούσα για ανάγνωση, και μάλιστα σε νέους, και βέβαια σε όσους αγαπούν περισσότερη εικόνα και λιγότερο κείμενο (αλλά όχι μόνο).

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σημείωση
Με την ευκαιρία, αφού αναφέρθηκα στα Κλασσικά Εικογραφημένα, θα παραπέμψω σε μια σελίδα με τα εξώφυλλα όλων των τευχών, καθώς και σε μια παλιότερη συνέντευξη του σκιτσογράφου Soloup για τα ελληνικά κόμικς (είχα παρουσιάσει στο ιστολόγιο το βιβλίο του "Αϊβαλί").

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Το κάλπικο ζύγι, του Γιόζεφ Ροτ: τέλος μιας εποχής και αρχή μιας νέας εξορίας...



"... το τοπίο που σκιαγραφεί ο Ροτ, εκείνο των τελευταίων ετών της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, δεν είναι παρά μια νέα Εξορία. Σαν μια Βαβυλώνα όπου αντηχούν οι σλαβικοί και βιβλικοί απόηχοι, φέρνοντας στο νου διάφορες παραδόσεις όπως και μια ατμόσφαιρα έσχατων ημερών, η Γαλικία είναι αιώνια, όμως και τοποθετημένη στον χρόνο, μεθόριος γη στα μετατοπιζόμενα σύνορα μεγάλων αυτοκρατοριών..."

Αυτό αναφέρει η Ariel Sion σε κείμενο που έγραψε για το αφιέρωμα στον Γιόζεφ Ροτ από το Cahier de l’Herne και δημοσιεύεται ως επίμετρο στην ελληνική έκδοση (σε μετάφραση του Γιάννη Σιδέρη). Όχι τυχαία, τον αποκαλεί αυτοκράτορα της νοσταλγίας ο γνωστός Νοτιοαφρικανός συγγραφέας Τζον Κούτσι  σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στο New York Review of Books το 2002. 

Και πράγμαται, το βιβλίο του Γιόζεφ Ροτ «Το κάλπικο ζύγι – Η ιστορία ενός επιθεωρητή επί των μέτρων και σταθμών» (εκδ. Άγρα, 2017 σε μετάφραση Ηλιάνας Αγγελή) είναι θάλεγε κανείς μια τελευταία, νοσταλγική, παρουσίαση του γενέθλιου τόπου όπως τον γνώριζε, της Γαλικίας, στα "μετατοπιζόμενα" όρια Πολωνίας με Ουκρανία.

Το βιβλίο αναφέρεται στην ιστορία του Άνζελμ Άιμπενσυτς, υπαξιωματικός που παραιτήθηκε από το στρατό γιατί του το ζήτησε η γυναίκα του (που δεν την αγαπούσε πάντως, έτσι τουλάχιστον έδειχνε) κι έγινε επιθεωρητής μέτρων και σταθμών. Δηλαδή, έλεγχε τα ζύγια των εμπόρων, γιατί όλο και κάποια πονηριά έκαναν για να βγαίνει όπως ήθελαν η ζύγιση, αλλά ποιος το καταλάβαινε (πόσες φορές δεν σκεφτόμαστε το ίδιο, ας πούμε σε ζυγαριές μικρεμπόρων με τα παλιά ζύγια, αλλά και σε μεγαλύτερες, τις πλάστιγγες, τις θυμάστε;).

... Όσο για τα μέτρα και τα σταθμά, οι ντόπιοι είχαν χρόνια να τα δουν στα μάτια τους, και μονάχα οι παλαιότεροι τα θυμούνταν ακόμα. Μονάχα ζυγαριές υπήρχαν. Ζυγαριές και τίποτε άλλο. Οι έμποροι μετρούσαν τα υφάσματα με τον πήχη του χεριού· άλλωστε, όλος ο κόσμος ξέρει ότι το αντρικό χέρι, από την κλειστή γροθιά ως τον αγκώνα, είναι ίσο με έναν πήχη, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Επιπλέον, όλος ο κόσμος ξέρει ότι ένα ασημένιο κηροπήγιο ζυγίζει μισό κιλό και είκοσι γραμμάρια, ενώ ένα μπρούτζινο κηροπήγιο ζυγίζει πάνω-κάτω ένα κιλό...


Χάρτης του Βασιλείου της Γαλικίας Ανατολικής Ευρώπης το 1914 (Πηγή)

Ο επιθεωρητής μετατίθεται στο Ζλότογκραντ, μια φανταστική ως προς την ονομασία περιφέρεια της Γαλικίας (ήταν κομμάτι σημερινής Πολωνίας και Ουκρανίας περιλαμβάνοντας Κρακοβία, Λβοφ κ.ά.), κάπου προς το τέλος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Είναι άνθρωπος έντιμος, ηθικός, αδιάφθορος, αδέκαστος, αυστηρός, τυπικός στη δουλειά του. Έτσι ήταν τουλάχιστον στην αρχή. Μέχρι που επισκέφτηκε το καπηλειό στο Σβάμπυ και γνώρισε την όμορφη τσιγγάνα Ευφημία, ερωμένη του κάπελα (κακοποιού, διακινητή φυγάδων από τη Ρωσία).

Ο Ρότ περιγράφει τη σιγά-σιγά μετάλλαξη του Επιθεωρητή και παράλληλα τη ζωή των ανθρώπων στο χωριό και στην περιοχή, με τη φτώχεια, με τα κάλπικα ζύγια και τα άλλα κόλπα στις εμπορικές συναλλαγές, με τη χαρτοπαιξία, με τα αδιέξοδα και μια αίσθηση εγκατάλειψης και ανίας, με τους μικρο- και μεγαλο-απατεώνες, με τους λιποτάκτες από τη Ρωσία, με τη χολέρα και τα κόλπα των φυλακισμένων κακοποιών που επιστράτευσαν για να μαζεύουν τους νεκρούς, με το σπάσιμο των πάγων που σηματοδοτούν τον ερχομό της άνοιξης και της ελπίδας στα πρόσωπα των ανθρώπων. Και οι Εβραίοι της περιοχής. Ο συγγραφέας τους αντιμετωπίζει με συμπάθεια (Εβραίος ο ίδιος), δυσκολεύεται ν' αποδεχτεί ο Επιθεωρητής την τιμωρία που αναγκαστικά τους επιβάλλεται όταν τους βρίσκουν κάλπικα ζύγια.

Όμορφες περιγραφές της φύσης, οι εναλλαγές, τα πουλιά, τα δέντρα, οι πάγοι που σπάνε, κι όταν σπάνε νωρίς ξεσπά η χολέρα, κι όταν παγώσει πάλι το κακό εξαφανίζεται...

... Ξάφνου, μες στη νύχτα, προτού ακόμα το καμπαναριό σημάνει μεσάνυχτα, ο Άιμπενσυτς άκουσε τον πάγο να σπάζει με εκκωφαντικό κρότο. Παρόλο που, όπως είπαμε, ήταν νύχτα, οι σταλακτίτες στις στέγες των σπιτιών άρχισαν μεμιάς να λιώνουν και να στάζουν βαριά στο ξύλινο πεζοδρόμιο. Σαν νυχτοπόρος αδελφός του ήλιου, ένας γλυκός και απαλός νοτιάς τους έκανε να λιώσουν. Σε όλα τα χωριατόσπιτα τα παραθυρόφυλλα άνοιξαν διάπλατα· οι άνθρωποι φάνηκαν στα παράθυρα, ενώ πολλοί ξεχύθηκαν μάλιστα από τα σπίτια τους. Παγερά, λαμπερά και αιώνια, τα αστέρια κρέμονταν χρυσαφιά και ασημάνια στον αχνογάλανο ουρανό, μοιάζοντας να αφουγκράζονται από ψηλά το τρίξιμο και τη βοή από το σπάσιμο των πάγων...

Και η ανατομία της ψυχής των ανθρώπων, και οι αντιθέσεις, το καλό με το κακό, το ηθικό με το ανήθικο, το δίκαιο με το άδικο, το νόμιμο με το μη νόμιμο, που κάποτε όλα μπερδεύονται, ποιο το ένα ποιο το άλλο. Η Σιόν αναφέρει ότι ο μισός Δεκάλογος παραβιάζεται στο Κάλπικο ζύγι: υπάρχει φόνος, μοιχεία, κλοπή, ψευδομαρτυρία, επιθυμία για τη γυναίκα και τα αγαθά του άλλου.

Ας μην πω άλλα για το βιβλίο και τον συγγραφέα. Η αφήγηση κυλά τόσο όμορφα, που αξίζει κανείς να το διαβάσει και ν' απολαύσει τις λεπτομέρειες της αφήγησης, αλλά και τις ομορφιές του κειμένου.

Κι εδώ, νιώθω την ανάγκη να υπογραμμίσω ότι οι ομορφιές αυτές δεν ξεπηδάνε μόνο από τον συγγραφέα Γιόζεφ Ροτ, αλλά και από την εξαιρετική μετάφραση της Ηλιάνας Αγγελή. Φαίνεται και στα παραπάνω αποσπάσματα που παρέθεσα, αλλά πραγματικά ήταν απόλαυση το διάβασμα, όχι μόνο για τις ξεχωριστές λέξεις που διάλεγε η μεταφράστρια (π.χ. αλογολάτης), αλλά και για τη συνολική διατύπωση των προτάσεων που μερικές φορές ένιωθες μια ποιητική χροιά στα κείμενά της.

Όσο για τη συνολική εικόνα της έκδοσης, η Άγρα αποτελεί εγγύηση αισθητικής και ποιότητας περιεχομένου. Αν και θεωρώ γενικά υπερβολή την εμμονή στο πολυτονικό, εδώ εκτιμώ αυτή την ιερή προσήλωση που ακολουθεί πιστά, βλέποντάς την ως συμβολή στην ιστορική διατήρηση και συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και γραφής (πού αλλού θα δούμε βαρείες, περισπωμένες, ψιλές και δασείες;). Και βέβαια, οι πολύτιμες πληροφορίες για τον συγγραφέα, το Επίμετρο, οι φωτογραφίες, η Εισαγωγή αποτελούν χρησιμότατα βοηθήματα πλάι στο κυρίως κείμενο. Ας μου επιτραπεί και μια παρατήρηση σχετικά με τα κεφαλαία. Εάν δεν γνωρίζει ο αναγνώστης ότι π.χ. η μεταφράστρια ονομάζεται Αγγελή και όχι Αγγέλη (που επίσης υπάρχει ως επώνυμο), δεν υπάρχει πουθενά στο βιβλίο αυτή η πληροφορία. Και ενώ δεν έχω λόγο να παρέμβω στη μορφή εξωφύλλου κτλ. που επιλέγει κάθε εκδότης, θα ήθελα να επισημάνω ότι σε όλες τις ελληνικές εκδόσεις λείπει η εμφάνιση της τυποποιημένης εγγραφής του βιβλίου, όπως γίνεται σε εκδόσεις άλλων χωρών και που στην Ελλάδα καταρτίζεται από την Εθνική Βιβλιοθήκη ή/και την Biblionet.

Σε κάθε περίπτωση, το Κάλπικο ζύγι είναι η εικόνα ενός κόσμου τότε που έφευγε, μα μήπως και η εικόνα ενός κόσμου που όλο και κάπου συναντάμε και σήμερα;

Ο Ροτ με τη γυναίκα του Φρήντλ το 1925 στη Νότια Γαλλία. Η Φρήντλ το 1928 τρελάθηκε,
νοσηλεύτηκε σε διάφορα ιδρύματα και το 1940 υποβλήθηκε σε ευθανασία από τους Ναζί  (Πηγή)

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Η ζωή είναι γλώσσα και λέξεις: Οι ξένες λέξεις, του Βασίλη Αλεξάκη



Έχει νόημα να μάθει κανείς μια ξένη, μικρή και άγνωστη γλώσσα; Ο Βασίλης Αλεξάκης τόλμησε, δοκίμασε, έμαθε μια τέτοια γλώσσα και μας το διηγείται στο βιβλίο του Οι ξένες λέξεις (Εξάντας, 2003). Ο Αλεξάκης περιγράφει όχι μόνο πώς έμαθε την ξένη γλώσσα, αλλά κύρια πώς, μέσα από μια ξένη γλώσσα, μαθαίνει κανείς για τον τόπο και τους ανθρώπους που την ομιλούν. Και δεν μαθαίνει μια γνωστή "μεγάλη" ξένη γλώσσα, αλλά μια γλώσσα σπάνια, τη γλώσσα σάνγκο της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας. Είναι γλώσσα από αυτές που ομιλούνται όλο και λιγότερο, που εξαφανίζονται, από μια χώρα με πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα που χρονίζουν παρά τις υποτιθέμενες συμφωνίες ειρήνης (ήδη τις τελευταίες ημέρες ακούσαμε για δεκάδες νεκρούς από συγκρούσεις μεταξύ αντιμαχόμενων ομάδων μέσα στη χώρα).

Έτσι, μαζί με τον Αλεξάκη, δίνεται η ευκαιρία και σε μένα την αναγνώστρια, σε κάθε αναγώστη, να μάθουμε για τη μακρινή αυτή αφρικανική χώρα, για την πρωτεύουσα Μπάγκι, για τον ποταμό που τη διαρρέει Ουμπάγκι, για τη γλώσσα σάνγκο, για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, για την πολιτική ζωή, για την ιστορία, για τους Γάλλους αποικιοκράτες. Και για τη γλώσσα, για την τοπική γλώσσα που δεν επιτρέπεται όμως στα παιδιά ούτε να τη μαθαίνουν, μα ούτε καν να τη μιλούν. Ο δάσκαλος του λέει:

«Την περίοδο της αποικιοκρατίας οι δάσκαλοι τιμωρούσαν τα παιδιά που μιλούσαν σάνγκο στο σχολείο κρεμώντας τους ένα κόκκαλο στο λαιμό. Η παράδοση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τα τελευταία χρόνια. Η πολιτική ηγεσία παραμένει πεπεισμένη ότι η Κεντρική Αφρική έχει ανάγκη τα γαλλικά για να μπορέσει να αναπτυχθεί. Περνάμε στους μαθητές την άποψη ότι η μητρική τους γλώσσα ανήκει στο παρελθόν».

Πρωταγωνιστής στο βιβλίο του Αλεξάκη είναι ο συγγραφέας Νικολαίδης, που ήρθε στο Παρίσι από την Ελλάδα κι έμεινε τελικά μόνιμα, γυρνώντας πίσω μόνο σαν επισκέπτης. Με την ευκαιρία, αναφέρεται και στα συμβόλαια που υπογράφουν οι συγγραφείς με εκδοτικούς οίκους μέσω των ατζέντηδων και στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν με αυστηρές προθεσμίες κτλ., με αντάλλαγμα μηνιαία αντιμισθία. (Αντίστοιχα, το ίδιο βρήκα και στον ήρωα της Μαλακατέ στο τελευταίο της βιβλίο, το Σχέδιο). Το βιβλίο δείχνει αυτοβιογραφικό, κι έτσι το νιώθεις από τις πρώτες σελίδες, κι ας δίνει άλλο όνομα στον ήρωα, Νικολαϊδης.

Μαθαίνει με τη βοήθεια λεξικού. Και βρίσκει έναν δάσκαλο για βοήθεια. Πηγαίνει στο Μπάγκι, μένει δυο βδομάδες, συναντά ανθρώπους, μαθαίνει πώς ζουν, βλέπει από κοντά την επίδραση των Γάλλων. Γνώρισε και τον τελευταίο Έλληνα στη χώρα, Σκαρβέλης από τη Μυτιλήνη.

Στο βιβλίο περιγράφει χαρακτηριστικά της γλώσσας σάνγκο, π.χ. η άρνηση (δεν) μπαίνει στο τέλος της πρότασης (πεπε), υπάρχουν επιδράσεις από τα γαλλικά, η μόνη ελληνική λέξη είναι η λέξη πολιτική, έχει τονισμούς με βαρεία, οξεία, μεσαία, και ανάλογα με τον τονισμό αλλάζει ο ήχος της λέξης και αλλάζει η σημασία, για τον πληθυντικό βάζουν ένα α στην αρχή τις λέξης κτλ. Μπαμπα λένε όταν απευθύνονται σε άντρα για την εκδήλωση συμπάθειας, ευγνωμοσύνης, ευχαρίστησης.

Οι τόνοι δεν είναι λιγότερο σημαντικοί από τα φωνήεντα, του λέει ο δάσκαλος. «Η διαφορά ύψους ανάμεσα σε δύο βαθμίδες δεν είναι προκαθορισμένη, όπως στη μουσική... Οι τόνοι παράγουν κάποια μελωδία...». Κι όταν δεν έχουν καλή γνώση των τόνων οι άνθρωποι, συνεχίζει ο δάσκαλος, «η γλώσσα γίνεται όλο και πιο πεζή, όλο και πιο ανιαρή, χάνει σιγά-σιγά το κέφι της».

Κι ο Αλεξάκης ενθουσιάζεται με τις λέξεις που έχουν μουσική, όπως η λέξη πουπουλενγκε που αποδίδει τη γυναίκα με αρνητική σημασία, τη ζωηρή, την τσούλα (αντίστοιχη ίσως της γαλλικής petasse και της αγγλικής bitch).

Στα σάνγκο χρησιμοποιούν όργανα του σώματος για να εκφραστούν – αντί μ’ αρέσεις, λένε αρέσεις στα μάτια μου (μο νζερε να λε τι μπι), βοηθώ λένε δίνω το χέρι, αγκαλιάζω λένε κρατάω επάνω στο σώμα μου, συλλογίζομαι λένε ψαύω την καρδιά μου!!!

Κάποιες λέξεις δεν υπάρχουν, όπως ας πούμε το χιόνι. Και τη Χιονάτη, αλήθεια, πώς να την πουν, πώς να διηγηθούν το παραμύθι στα παιδιά, αναρωτιέται ο συγγραφέας, αναρωτιέμαι κι εγώ, μα πάλι, αυτοί έχουν άλλα παραμύθια, πολλά παραμύθια... (Αξίζει εδώ ν' αναφερθώ εδώ σε ένα ορολογικό ζήτημα που συναντήσαμε στην τυποποίηση. Στις ομάδες των ιθαγενών του Καναδά, το χιόνι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής τους ζωής και για το λόγο αυτό έχουν ενδιαφέρον για την ιδιαίτερη φύση του χιονιού και τις αλλαγές του, ενώ έχουν επίσης αναπτύξει ένα πολύ ειδικό ορολόγιο για τους διάφορους τύπους χιονιού. Αντίθετα, για μια τροπική χώρα, όπου δεν υπάρχει χιόνι, οι ιδιαίτερες μορφές χιονιού δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον και δεν υπάρχει ονομασία όχι για τις ιδιαίτερες μορφές αλλά συχνά ούτε καν για την έννοια χιόνι. Εξάλλου, και στην ελληνική δεν υπάρχουν αντιστοιχίες στις διάφορες αυτές μορφές χιονιού. Αυτό είναι και ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα των ζητημάτων εναρμόνισης και ισοδυναμίας εννοιών και όρων ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες.)

Έχει ενδιαφέρον όταν ερωτάται ο δάσκαλος πώς δημιουργούν ένα νέο όρο:

Αφήνω να με οδηγήσει η εξέλιξη της γλώσσας. Απλά επιταχύνω την πορεία της. Η λέξη σεντα, «επιστήμη», συναντάται σε πολλές σύνθετες λέξεις. Αυτό μου επέτρεψε να προσθέσω τους όρους σεντα-μπε, «καρδιολογία», σεντα-νγκου, «υδρολογία, σεντα-νγκου-Νζαπα, «βροχομετρία», σεντα-Νζαπα, «θεολογία». Δουλεύω σε συνεργασία με δημοσιογράφους και πανεπιστημιακούς του Μπαγκί, οι οποίοι υποβάλλουν τους νεολογισμούς στην έγκριση του κοινού τους.

Δείχνει εύκολη γλώσσα να μάθεις να τη διαβάζεις, ίσως και να την ομιλείς, όχι βέβαια να την καταλαβαίνεις όταν τη μιλούν οι άλλοι. Πάντως, στο τέλος είχα αρχίσει κι εγώ να καταλαβαίνω κάποιες φράσεις.

Όσο για τις διατροφικές συνήθειες, αγαπημένο κρέας είναι το κρέας του ιπποπόταμου, ενώ του έδωσαν να δοκιμάσει και πύθωνα. Το ψάρι καπιτάνι είναι το αγαπημένο τους ψάρι. (Στο λεξικό της γλώσσας σάνγκο του Daniel Weston, διαβάζω ότι kapitani είναι είδος πέρκας, capitaine στα γαλλικά.)

Και να πώς περιγράφει τη ζωή στην πόλη, το Μπαγκί, τη φτώχεια των κατοίκων της:

Δεν σου περνάει συνήθως απ’ το μυαλό, όταν έχεις στην κατοχή σου τέσσερις πασσάλους μήκους ενάμισι με δύο μέτρων, μερικές τάβλες και χαρτόνια περιτυλίγματος, ότι είσαι ιδιοκτήτης ενός σπιτιού. Κι όμως αυτή είναι η πραγματικότητα. Κατά μήκος των δρόμων του Μπαγκί πολλές οικογένειες, χιλιάδες οικογένειες σίγουρα, μένουν σε υπόστεγα τόσο ευτελή. Την πρόσοψή τους καλύπτει έναα πανί ή ένα πλαστικό. Είναι σπίτια που δεν σου επιτρέπουν να κάνεις μεγάλα όνειρα. Χρησιμεύουν μόνο για κοιτώνες. Οι κάτοικοί τους ζουν στο ύπαιθρο. Πλένονται στο δρόμο, μαγειρεύουν στο δρόμο, τρώνε στο δρόμο...

Όλα γραμμένα στα γαλλικά, πουθενά σάνγκο δεν βλέπει. Ο Σάμι, ένας ντόπιος συγγραφέας που κάποτε ήταν και υπουργός, του λέει:

Κανείς μας δεν έμαθε ποτέ να γράφει τη γλώσσα μας. Δεν υπάρχουν σχολικά βιβλία στα σάνγκο, οι δάσκαλοί μας δεν έχουν εκπαιδευτεί για να τα διδάσκουν... οι πολιτικοί μας δεν είναι διατεθειμένοι να τα υποστηρίξουν... Απαγορεύοντας τη διδασκαλία των σάνγκο περιορίζουν την ελευθερία του λόγου... Σύμφωνα με ένα πείραμα που είχα κάνει όταν ήμουν στο Υπουργείο, τα παιδιά που διδάσκονται τα σάνγκο παράλληλα με τα γαλλικά γίνονται καλύτερα στα γαλλικά από αυτά που δεν μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα...



Στην ομιλία που έκανε στο Πνευματικό Κέντρο, ένας φοιτητής τον κορόιδεψε:

Μιλάτε για τις γλώσσες με θαυμαστή ψυχραιμία. Ξεχνάτε ότι τα γαλλικά υπήρξαν το όργανο της υποδούλωσής μας; Ότι δεν έπαψε ποτέ αυτή η γλώσσα να μας δασκαλεύει ότι ο πολιτισμός μας δεν άξιζε σπουδαία πράγματα, ότι ήμασταν υπανάπτυκτοι; Κι ότι κατάφερε να μας πείσει, εφόσον εξακολουθούμε να διαιωνίζουμε τις απόψεις της; Δεν πάνε πολλά χρόνια που τελείωσα το σχολείο για να έχω ξεχάσει την τιμωρία που μου επέβαλαν όταν με έπιασαν να μιλάω σάνγκο στην αυλή. Δεν μου έδεσαν κανένα κόκαλο στο λαιμό, όπως συνηθιζόταν παλιότερα, με υποχρέωσαν όμως να γράψω χίλιες φορές «Δεν θα ξαναμιλήσω σάνγκο». Δεν μπορώ ν’ αγαπήσω μια γλώσσα που με αναγκάζει να σιωπώ.

Κι όταν η γυναίκα του Γάλλου πρέσβη ρώτησε αν είναι αληθινή γλώσσα τα σάνγκο, πήρε την απάντηση από τον συγγραφέα:

Μπορεί να μην είναι αληθινή γλώσσα, κυρία μου, αλλά τη χρησιμοποιούμε εδώ και τόσο καιρό που δεν μας απασχολεί πια αυτό το θέμα.

Εκφράζει την αγωνία, τον πόνο των ντόπιων που χάνεται η γλώσσα τους, θέλουν να πάρουν πρωτοβουλίες, να γράψουν κάτι στη γλώσσα τους. Γιατί, λέει ο συγγραφέας, «οι λαοί που έχασαν τη γλώσσα τους είναι ανίκανοι να προστατέψουν τον εαυτό τους».

Ας μεταφέρω εδώ λίγα σάνγκο, ξεκινώντας από το κοντορο-βα που θα πει αποικία, κατά λέξη "χώρα υπηρεσίας".

Και λίγα ακόμη:

σινγκιλι μινγκι   →   ευχαριστώ
γκουε νζονι   →   πήγαινε καλά (να είσαι καλά)
μπι γιε μο μινγκι   →   σαγαπώ πολύ
μο νζερε να λε τι μπι   →   αρέσεις στα μάτια μου (μου αρέσεις)
μπε τι μπι α γιεκε τι μο   →   η καρδιά μου σου ανήκει
ντολι     →  ελέφαντας 
αντολι    →   ελέφαντες
μπε    →  καρδιά
μπεαφρικα    →  κεντροαφρικανική δημοκρατία
νγκου τι νζαπα    →   βροχή
κεκερεκε    →   αύριο
γκι    →   μόνο
γκιριρι    →   άλλοτε
λο    →  αυτός
πεπε    →   δεν
αουε πεπε    →   δεν τελείωσε
μπασαμπαρα    →   επτά

Και τώρα να συστηθούμε κύριε Αλεξάκη:

μπι κατερινα   →   εγώ Κατερίνα
μο βασιλης   →   εσύ  Βασίλης

Διαβάζοντας το βιβλίο του Αλεξάκη, δεν μπορώ να μη σκεφτώ και άλλα γραφτά για τη γλώσσα και τις λέξεις, λίγα για την ώρα, απλές αναφορές για γλώσσες.

Για τις γλώσσες που σβήνουν, όπως τα αρβανίτικα που δοκίμασε να μιλήσει στη γλώσσα των γονιών του ο νέος (και γι' αυτό ακόμη πιο σπουδαίο το εγχείρημά του) Δημοσθένης Παπαμάρκος στο Γκιακ, θέλοντας να κρατήσει λίγα στοιχεία όχι μόνο της ίδιας γλώσσας αλλά του πολιτιστικού και ιστορικού στοιχείου που κουβαλάει.

Ή καλύτερα, για γλώσσες που απαγορεύονται, απαγορεύεται το ομιλείν, όπως επιγράφει το βιβλίο του ο Σλοβένος συγγραφέας Μπόρις Πάχορ, αναφερόμενος στις απαγορεύσεις των Σλοβένων της Τεργέστης από τους Ιταλούς.

Όπως έγινε και με τα γκρέκο ή γκρεκάνικα της Καλαβρίας και των άλλων περιοχών της Κάτω Ιταλίας για τα οποία η φίλη γλωσσολόγος Μαριάννα Κατσογιάννου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, έκανε μια ωραία τοποθέτηση στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, με την ανάρτηση Οι Ποτέμκιν της Μεγάλης Ελλάδας (της Μαριάννας Κατσογιάννου).

Σε πρόσφατη ανάρτηση του ηλεκτρονικού περιοδικού Νέον Πλανόδιον, διαβάζω το άρθρο "Η μετανάστρια γλώσσα" της Χιλιανής ποιήτριας και εικαστικού Σεσίλια Βικούνια (σε μετάφραση από την Έλενα Σταγκουράκη, το αγγλικό κείμενο εδώ) με αφορμή τη συμμετοχή της στη documenta 14 στην Αθήνα. Παρότι δεν συμφωνώ με την ετυμολογία που χρησιμοποιεί για τη λέξη immigrant, αλλά την αποδέχομαι ως αφορμή ποιητικής ερμηνείας ενός κοινωνικού φαινομένου, ξεχωρίζω τις αναφορές της στη γλώσσα και τις λέξεις για να ερμηνεύσει αισθήματα, φαινόμενα και καταστάσεις. Η ζωή είναι γλώσσα, λέει και παραπέμπει στον Οκτάβιο Παζ:

Δεν βλέπω με τα μάτια:
Μάτια μου, οι λέξεις.


Έργο της Cecilia Vicuña (Πηγή εδώ)

Αυτό δοκίμασε και ο Βασίλης Αλεξάκης μαθαίνοντας τη γλώσσα σάνγκο. Η ζωή είναι γλώσσα και λέξεις. Ή, πάλι όπως το είπε ο Οκτάβιο Παζ:

Άνθρωπος, δέντρο μεστό εικόνων, μες στις
λέξεις που είναι άνθη που είναι καρποί που είναι πράξεις.

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Ο Άγγελος Σικελιανός και τα παιχνίδια με τις λέξεις στην ποίησή του



Χνούδια και πούπουλα, μικρά φτερά, ξυλάκια, φύλλα,
όσα σωρεύει το πουλί στου δάσου τη μαυρίλα

και πηγαινόρχεται αστραπή, στη γη ν' αδράξει κάτου
μια λαμπερή αλογότριχα, λίγο μαλλί προβάτου!

Έτσι αρχίζει το "Μήτηρ Θεού" του Άγγελου Σικελιανού, το "δυσκολότερο ποίημα στην ελληνική γλώσσα", όπως είχε πει ο Γιώργος Σεφέρης, το "μεγαλύτερο (με τις δυο σημασίες) ή ωραιότερο ποίημα", όπως έγραφε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στον Πρόλογο της Ανθολογίας που επιμελήθηκε και κυκλοφόρησε ο Ίκαρος το 1998. Αναλύοντας την άποψή του για το ποίημα και τις δυσκολίες του, ο Λορεντζάτος αναφέρεται στη γλώσσα και πώς αυτή μεταφέρει, αν μεταφέρει, όχι μόνο το γράμμα αλλά και το πνεύμα της ποίησης όταν μεταφράζεται, δίνοντας μάλιστα και ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μετάφραση των παραπάνω στίχων στα γαλλικά από έκδοση του 1944 (που είχε γίνει με τη βοήθεια του Τάκη Παπατσώνη). 

Flocons, duvets, graines ailées, brindilles, petites feuilles,
tout le butin de l' oiseau sillonant comme l
' éclair

l' obscurité de la forêt pour dérober, rasant le sol,
un brin brillant de cheval, un brin, de laine de brebis.

Γράφει:

Η μετάφραση αυτή αποτελεί μια απόδειξη πως ο Σικελιανός, όπως και ο Σολωμός, δε μεταφράζονται. Μπορείς να μεταφράσεις το γράμμα, αλλά όχι το πνεύμα της γλώσσας τους. Τόσο ταυτισμένοι βρίσκονται με το πνεύμα της γλώσσας της ελληνικής. Κάθε γλώσσα, σε ορισμένες κορυφαίες στιγμές της, εκφράζει ένα πνεύμα αποκλειστικά δικό της, που καμιά άλλη γλώσσα δεν μπορεί να το αντικαταστήσει. Καμιά μεταφραστική δεινότητα δεν μπορεί να μεταφέρει τότε, μαζί με το γράμμα ή τις λέξεις, και το πνεύμα της γλώσσας αυτής σε άλλη γλώσσα. Κάθε γλώσσα είναι, από την άποψη αυτή, ένας κόσμος χωριστός...

Δυο κόσμοι χωριστοί για τον Λορεντζάτο οι στίχοι του Σικελιανού και οι μεταφρασμένοι στην άλλη γλώσσα, τόσο μάλιστα που "όσο κοντύτερα πηγαίνομε στο γράμμα, τόσο χάνομε το πνεύμα". Παιχνίδια παράξενα μας παίζουν οι λέξεις, λέει. 

Αλλά, ας αφήσουμε την ανάλυση αυτή κι ας χαρούμε το ίδιο το ποίημα, που το νόημα του "δε μαθαίνεται με νήμα λογικό, μαθαίνεται με την αγάπη και το δόσιμο, σιγά σιγά, με τα χρόνια, ωσότου η αρχή του, το Χνούδια και πούπουλα, αφομοιωθεί, μια μέρα, και γίνει αυτοματισμός..."

...................
Και ιδές... Ανθοί αναπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια
στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια·

στα χρυσοπράσινα έλατα αν ο ήλιος, σε μια στάλα,
φλόγα γαλάζια ανάβρυζε, πήδαε πυρρή διχάλα,

και μια ακοίμητη δροσιά κινούσαν, να με ζώνει,
τ' άγια φαράγγια που κρατούν ολοχρονίς το χιόνι·
..........................
Τ' άσωτου γύρα μου καημού κι αν αργοσβηέται η μνήμη,
σαν η σελήνη που απ' αυγής, αχνόθωρον ασήμι,

μες στη γαλάζιαν άβυσσο της μέρας απομένει
από τον κόσμο ακοίταχτη κι απολησμονημένη,

μικρούλα πνοή, τον πρώτο αφρό στα πέλαα που σηκώενι,
πλατιά ανοιγμένα τα φτερά μεσούρανα μου ορθώνει!
..........................

Παιχνίδια με τις λέξεις. Με τα γράμματα και με τα νοήματα. Πλούτος και αφθονία λέξεων. Όπως το βλησίδι, ακριβώς έτσι το ορίζει ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος στο γλωσσάρι που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου. Λέει ο ποιητής:

Εδώ φωλιάζει δύναμη κρυμμένη, Θεού βλησίδι·
εδώ, όρθιος ύμνος, ο άνθρωπος βιγλίζει στο στασίδι!

Ο Σαραντάκος περιλαμβάνει το βλησίδι στις "Λέξεις που χάνονται", ενώ παραπέμπει σε αποσπάσματα που το έχει συναντήσει από κείμενα των Μακρυγιάννη, Καρκαβίτσα και Βλαχογιάννη. Η αλήθεια είναι ότι δεν το βρήκα στα λεξικά Μπαμπινιώτη και Κοινής Νεοελληνικής (Τριανταφυλλίδη), ενώ περιέχεται στα λεξικά Δημητράκου και Πάπυρου και ορίζεται ως θησαυρός, πλούτος, κόσμημα, αφιέρωμα. Η γραφή του είναι με ήτα, βλησίδι, προερχόμενο από το βάλλω, στον Πάπυρο αναφέρεται και ο τύπος με ύψιλον, βλυσίδι, ως υποκοριστικό του αρχαίου βλύσις (ανάβλυση), χωρίς όμως να επικρατεί.

Το λήμμα για το βλησίδι στο Λεξικό Δημητράκου

Παιχνίδια με τις λέξεις στην ποίηση του μεγάλου Άγγελου Σικελιανού. Εκείνου, που στις 28 Φλεβάρη του 43 αναφώνησε πάνω από το φέρετρο του άλλου μεγάλου Κωστή Παλαμά "Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!"

Ο Άγγελος Σικελιανός πέθανε στις 19 Ιουνίου 1951. 

Γλυκό μου εσύ μνημόσυνο, πένθος χαρμόσυνό μου,
την ώρα τούτη, ά, πώς κρατώ σφιχτά τον ουρανό μου!


Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

10 Ιουνίου 1944 στα μαρτυρικά χωριά Δίστομο, Οραντούρ και Μαρσουλά





Ήταν 10 Ιουνίου 1944 ημέρα Σάββατο όταν στο χωριό Δίστομο οι Γερμανοί σκότωσαν 228 κατοίκους του, 53 παιδιά κάτω των 16, 58 άντρες και 117 γυναίκες, ενώ συνολικά στην περιοχή τα θύματα έφτασαν τους 600, αφού η θηριωδία τους δεν είχε σταματημό.


Τα πεντάχρονα δίδυμα αδελφάκια Barbe ήταν ανάμεσα στα θύματα
της ναζιστικής θηριωδίας στο χωριό Μαρσουλά της νότιας Γαλλίας

Ήταν 10 Ιουνίου 1944 ημέρα Σάββατο όταν στο χωριό Marsulas (Μαρσουλά) της νότιας Γαλλίας οι Γερμανοί σκότωσαν 27 αθώους κατοίκους του, 11 παιδιά, 6 γυναίκες και 10 άντρες.



Σε δέκα επιμνημόσυνες πλάκες καταγράφονται όλα τα ονόματα και οι ηλικίες των θυμάτων.
Επιπλέον χωριστές πλάκες με τα ονόματα των Εβραίων και των προσφύγων από Αλσατία και αλλού.

Και ήταν 10 Ιουνίου 1944 ημέρα Σάββατο, λίγες ώρες αργότερα μετά τη σφαγή στο Μαρσουλά, όταν στο χωριό Oradour-sur-Glane (Οραντούρ), 280 χιλιόμετρα μακριά, κοντά στη Λιμόζ, οι Γερμανοί εκτέλεσαν 642 ανθρώπους, άντρες γυναίκες και παιδιά!

Τρεις οι μαζικές εκτελέσεις αθώων ανθρώπων από τους Γερμανούς Ναζί την ίδια μέρα σε διαφορετικά σημεία της Ευρώπης. Τρία τα μαρτυρικά χωριά, ένα ελληνικό και δύο γαλλικά,  που έζησαν, μέσα στην ίδια μέρα, φριχτά εγκλήματα πολέμου. Ειδεχθή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας!

Αιωνία τους η μνήμη! 

Η μνήμη πάλι,  η μνήμη και οι μνήμες. 

Λέμε συχνά ότι δεν έχουμε μνήμη ή ότι έχουμε κοντή μνήμη. 

Ο καθηγητής Χάγκεν Φλάισερ γράφει για τους πολέμους της μνήμης ("Οι πόλεμοι της μνήμης: Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία", Νεφέλη 2008) και συνδέει την εξόντωση της μνήμης με την εξόντωση της αξιοπρέπειας εκατομμυρίων θυμάτων, "με πρόθεση να προλειάνει το έδαφος για ενδεχόμενη «βελτιωμένη» επανάληψη των φασιστικών εγκλημάτων".

Η Ποθητή Χαντζαρούλα, σε κείμενο που δημοσιεύει στο περιοδικό Χρόνος (τ. 9, Ιαν. 2014) με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Αυτό που συνέβη μπορεί να ξανασυμβεί: Γιατί έχει σημασία να σκεφτόμαστε τον φασισμό ιστορικά;", μας παραπέμπει στον Πρίμο Λέβι και στο βιβλίο του "Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν" (Άγρα, 2000), "εμποτισμένο στη μνήμη και ταυτόχρονα με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον", με το οποίο θέλει να μας πει ότι "η συμπεριφορά μας πρέπει να καθορίζεται όχι μόνο από τη γνώση του φρικτού παρελθόντος αλλά και από τη γνώση ότι αυτές οι δυνατότητες είναι πολύ πιο κοντά μας από όσο φανταζόμαστε".

Μήπως αυτές οι δυνατότητες είναι πράγματι πολύ πιο κοντά μας από όσο φανταζόμαστε; 
Όταν μιλάμε για το αυγό του φιδιού, αλήθεια ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε;

Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

Ενοχή μα κι ελπίδα δίχως τέλος: Στα βαθιά, η νέα ποιητική συλλογή της Αιμιλίας Παπαβασιλείου



Όσο ελπίζω δρω.
Απελπισμένη γράφω.

Με αυτό το μότο ξεκινά την τελευταία ποιητική της συλλογή Στα βαθιά (Γαβριηλίδης, 2017) η Αιμιλία Παπαβασιλείου. Το πρώτο ποίημα το ονομάζει "Χειμώνας στην πόλη" και το αφιερώνει στη μνήμη του Χανιώτη ποιητή Γιώργη Μανουσάκη που έφυγε μέσα στο καταχείμωνο, Φεβρουάριο του 2008:

Χειμώνας και αγωνίζεσαι
το βάρος τ' ουρανού να αντέξεις
και των κυμάτων τη σφοδρή επέλαση.
........................................

Και τι όμορφα που περιγράφει την πόλη το χειμώνα, την πόλη της, την πόλη μας, τα Χανιά

Σαν πλοίο τρικάταρτο
με το φάρο, το μιναρέ και το καμπαναριό σου...

Ακολουθεί το ποίημα Η Καταιγίδα"

Περαστικό μπουρίνι, σκέφτηκαν πολλοί.

Όμως, τα ποιήματα  της Αιμιλίας δεν είναι περιγραφές της πόλης και των φυσικών φαινομένων της· οι εικόνες της είναι περιγραφές συναισθημάτων, καταστάσεων, είναι αγωνίες, θραύσματα από βεβαιότητες που έγιναν αυταπάτες, είναι διαψεύσεις ονείρων κι εξομολογήσεις για τη "δίχως τέλος ενοχή". 

Τυφλοί και ανυποψίαστοι
μες στη ραστώνη του καλοκαιριού
δεν είδαμε τα σύννεφα...

Λόγος μεταφορικός, υπαινικτικός, επικαλούμενος κάποτε την ήττα· κι όταν μια σταλιά ελπίδας δείχνει να ξεπροβάλει, αυτή ήταν ψεύτικη, απάτη των ματιών, μια αυταπάτη...

Να τώρα, κάτι άρχισε να φαίνεται
αυτό εκεί που πρασινίζει,
εκείνο εκεί...
Τι κρίμα, ήταν μια πράσινη κλωστή, μια αυταπάτη.

Η ποίησή της θυμίζει τον Τάσο Λειβαδίτη κι ακόμη περισσότερο τον Μανόλη Αναγνωστάκη, οι παραπάνω στίχοι μου 'φεραν στο νου το ποίημα του τελευταίου "Στ' αστεία παίζαμε"  (Στ' αστεία παίζαμε!/.../Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας/Κλέφτες!/Στα ψέματα παίζαμε!)

Διαβάζω την απογοήτευση στα ποιήματα της Αιμιλίας, στα βαθιά μέσα της σα να έχει φωλιάσει η στενοχώρια, ο προβληματισμός για το μάταιο, το άδικο, το απατηλό. Στενοχώρια φέρνουν και σε μας οι στίχοι της όταν λέει

Αγιάτρευτες απώλειες και αποχωρισμοί,
Πένθη βαριά που πνίγονται μέσα σε άλλα πένθη
.......................................
"Δεν χάσαμε" σου λέγανε.
"λάθος δεν κάναμε ποτέ..."

Το δεύτερο μότο στη μέση της συλλογής δείχνει σα να θέλει να ξανασκεφτεί, να δει και την άλλη όψη των πραγμάτων, ν' ανασυντάξει όσα μπερδεμένα σκοτίζουν το νου και την καρδιά της.

Όσο ελπίζω δρω.
Απελπισμένη γράφω.
Με τη γραφή ανασυντάσσομαι.

Ψάχνει τον αντίλογο

Πόσες φορές έχει σημάνει συναγερμός.
Πόσες φορές γκρεμίστηκε και φτιάχτηκε ο κόσμος.

Ομορφιά, επιμονή, οργή, ευθύνη, έρωτας, ποίηση, ιστορία, ζωή· κι ελπίδα δίχως τέλος κι έτσι τελειώνει 

Όσο ελπίζω δρω.
Απελπισμένη γράφω.
Με τη γραφή ανασυντάσσομαι.

Όσο ελπίζω, γράφω.


Ξεχωριστά και ιδιαίτερα παρών ο πατέρας της κι εδώ:

Εσένα σκέφτομαι, πατέρα, που έλεγες
"Φοβόμουν αλλά έπρεπε,
δεν είναι ζωή η ανυποληψία"...

και οι πληγές, ο τρόμος, το κακό, η μετριότητα, ο φόβος, οι κλέφτες που έμπαιναν στο σπίτι και ο πατέρας έκλαιγε

Κεφάλι χωρίς συνέχεια,
αυθύπαρκτο και ζωντανό.
Όπως του Άρη και της Κλάδου...

Κάθε ποίημα και αφορμή για κουβέντες και αναστοχασμούς

μέσα στο μίξερ των ιδεών
στις συμπληγάδες της συνεννόησης

Ευτυχώς Αιμιλία, αγαπημένη μου Έμμυ, 
ευτυχώς, λέω γω, και συνεχίζω,
που η ελπίδα δεν έχει τέλος, 
προπαντός.

Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Το Σχέδιο, της Κατερίνας Μαλακατέ




Παρακολουθώ την Κατερίνα Μαλακατέ μέσα από το ιστολόγιό της Διαβάζοντας, ένα κατεξοχήν βιβλιοφιλικό και ενημερωτικό γύρω από τη λογοτεχνία ιστολόγιο. Έτσι, αφού διάβασα το τελευταίο βιβλίο της, το Σχέδιο (Μελάνι, 2016), θεώρησα ενδιαφέρον να μοιραστώ λίγα σημεία που ξεχώρισα και σκέψεις που γεννήθηκαν τελειώνοντάς το. Δεν αποτελεί κριτική το κείμενό μου, εξάλλου δεν κάνω κριτική, δεν ξέρω να κάνω κριτική, παρουσίαση κάνω ως αναγνώστρια, επισημαίνοντας κάποια σημεία ή απλά μεταφέροντας εικόνες και, γιατί όχι, ιδέες ανάγνωσης.

Το Σχέδιο διαβάζεται, έχει ροή, έχει υπόθεση, έχει φαντασία, επινοεί φανταστικές καταστάσεις, μερικές φορές θα έλεγα περισσότερο από όσο εγώ προσωπικά θα ήθελα να βρω διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό έργο. Αλλά αυτό είναι θέμα γούστου. Το ίδιο ένιωσα όταν διάβασα την Άκρα ταπείνωση της Ρέας Γαλανάκη, που τόσο μου αρέσει ως συγγραφέας. (Θεώρησα τότε υπερβολική έως ακραία την ιστορία των δύο ηλικιωμένων γυναικών να είναι χαμένες ένα ολόκληρο μήνα στο κέντρο της Αθήνας. Κι όμως, η γραφή εξακολουθούσε να είναι το ίδιο πλούσια, στιβαρή, «γαλανακική»!). Το ίδιο ένιωσα όταν πριν από αρκετά χρόνια διάβαζα τη Δυνατότητα ενός νησιού του Μισέλ Ουελμπέκ. (Τι μας περιγράφει τώρα τη ζωή όπως θα είναι μετά από δεκαετίες, φουλ στην τεχνολογία, σκεφτόμουν τότε, και να σκεφτεί κανείς πως σπούδασα μηχανικός, εφάρμοσα και χρησιμοποιώ τις νέες τεχνολογίες στην πράξη από την αρχή, δηλαδή εδώ και δεκαετίες, μήπως τελικά δικό μου είναι το πρόβλημα;). 

Τι είναι το Σχέδιο της Μαλακατέ; Είναι ψυχολογικό και πολιτικό θρίλερ, μυθιστόρημα που κινείται στη χώρα του φανταστικού ή μυθιστόρημα που εντάσσεται στη λογοτεχνία της κρίσης; Είναι όλα αυτά θα έλεγα, αλλά, τελικά, έχει σημασία ο χαρακτηρισμός; Ας αφήσουμε τους θεωρητικούς να το κατατάξουν όπως νομίζουν. 

Δύο είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές. Ο Χάρης, πολύ γνωστός συγγραφέας που μεταναστεύει στο Παρίσι (μου θύμισε εικόνες για τις σχέσεις συγγραφέων με εκδότες και ατζέντηδες, όπως τις περιγράφει και ο Βασίλης Αλεξάκης στις Ξένες Λέξεις) και ο Χρήστος ο πατέρας του Χάρη, συνταξιούχος καθηγητής που μετά τη σύνταξη φεύγει στο χωριό. Βασικό πρόσωπο και η κόρη του Χάρη, η Ευγενία, ίσως το πλέον εμβληματικό πρόσωπο του έργου, εκπροσωπεί τον νέο άνθρωπο, με τα αδιέξοδα, τις ανασφάλειες μαζί με βεβαιότητες, τους φόβους, τους αποκλεισμούς, τις αντιστάσεις, τις προσδοκίες, τις εκρήξεις, τα όνειρα, τις αυταπάτες (ας μη μας φοβίζουν οι λέξεις). Κι από κοντά τα άλλα πρόσωπα, η Κάτια, η Ξανθή, η Βιβιέν και άλλα, είναι αρκετά τα πρόσωπα που περνούν στο έργο, όλα έχουν ρόλο, έχουν τη θέση τους στην ιστορία και τελικά στο Σχέδιο. 

Και ποιο είναι αυτό το Σχέδιο; Ας μην το αποκαλύψω. Ένα σημείο μόνο θα αναφέρω, την πρόσκληση στους διανοούμενους να σώσουν την Ελλάδα από τη φασιστική χούντα που έχει εγκατασταθεί στη χώρα με επικεφαλής τον Κυβερνήτη, τον Ένα, τον αόρατο και χωρίς όνομα. Άραγε θα έλθουν οι διανοούμενοι από το εξωτερικό; Άραγε θα μπορέσουν οι διανοούμενοι να σώσουν τη φτωχή Ελλάδα; Μέσα από τη φανταστική αλλά πλούσια σε περιεχόμενο πλοκή που επιλέγει η Μαλακατέ, αναρωτιέμαι κι εγώ: άραγε, μπορούν οι διανοούμενοι να σώσουν τη φτωχή Ελλάδα;

Και όχι μόνο αυτό. Το βιβλίο της Μαλακατέ είναι παράξενο ως προς την ιδέα του Σχεδίου που το εντάσσει όντως στη λογοτεχνία του φανταστικού (όσο μπορώ να το κρίνω), μέσα όμως από την πλούσια πλοκή και τις λεπτομερείς περιγραφές περνάνε και πολλά άλλα ζητήματα, οι ανθρώπινες σχέσεις, η οικογένεια, η κρίση, οι άστεγοι και οι αποκλεισμένοι από το σύστημα, η ζωή στην πόλη και η ζωή στο χωριό, το Παρίσι, η Πελοπόννησος (μήπως τόπος με ιδιαίτερες μνήμες για τη συγγραφέα;). 

Στα κεφάλαια εναλλάσσονται οι δύο πρωταγωνιστές, ο Χάρης και ο Χρήστος ο παππούς της Ευγενίας, κάθε κεφάλαιο αρχίζει από κει που έμεινε το προηγούμενο, είναι κάτι που το περιμένεις να γίνει έτσι, σου αρέσει. Είναι μια τεχνική που βρίσκω και σε άλλα μυθιστορήματα και που αφήνει τον αναγνώστη σε διαρκές ενδιαφέρον για τη συνέχεια και την εξέλιξη της ιστορίας (θυμάμαι π.χ. το Παγοδρόμιο του Μπολάνιο, αλλά και το Θυμάμαι της  δικής μας Βασιλικής Πέτσα).

Καλή ανάγνωση λοιπόν!

Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά, του Λάκη Παπαστάθη



Χείμαρρος ο λόγος του Λάκη Παπστάθη στη συζήτηση που έγινε μια βραδιά του Μαρτίου στη Βιβλιοθήκη του Αετοπούλειου στο Δήμο Χαλανδρίου. Με αφορμή το εξαιρετικό βιβλίο του "Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά" (Πόλις, 2014), μας μίλησε και για τί δεν μας μίλησε. Χωρίς σταματημό οι διηγήσεις του. Έγραφε για τη Λαμπέτη στο βιβλίο, ζητούσες να πει δυο λόγια, άρχιζε και δεν τελείωνε, το ίδιο για τον Ελύτη, για το Βιζυηνό, για το Μόραλη, για το Θεόφιλο, για το Στέρη. Ο Γεράσιμος Στέρης είναι για τη ζωγραφική ό,τι ο Ελύτης για τα γράμματα, είπε, και πώς ζωγράφιζε τη θάλασσα, έλεγε με άπειρο θαυμασμό και σ' έβαζε και σένα στον όμορφο κόσμο του Έλληνα ζωγράφου.

Το βιβλίο περιέχει μια σειρά από μικρές ιστορίες. Μαθήματα δραματικής αφήγησης, μαθήματα σκηνοθεσίας ή μαθήματα ζωής; Όλα μαζί, γεμάτα ομορφιά, ευαισθησία, ανθρωπιά, ιστορική συνείδηση, αγάπη, γνώση. Θαρρείς είναι μαθήματα για τους μαθητές του της δραματικής σχολής, που όμως δεν είναι ή μπορεί και να είναι μαθήματα για μαθητές όποιας δραματικής σχολής, αλλά και για όλους μας. Στο τέλος κάθε ιστορίας, δίνει ασκήσεις για τους υποτιθέμενους μαθητές, παίξτε το έτσι, πώς νομίζετε ότι, γιατί άραγε έτσι, φανταστείτε ότι κτλ...

Και ποια ιστορία να ξεχωρίσω; Την ιστορία "Η διαδρομή μιας μελωδίας", όπου περιγράφει πώς γεννήθηκε το ζεμπέκικο της Ευδοκίας στην ταινία του δασκάλου του Αλέξη Δαμιανού; Την ιστορία "Η πλάτη στον κινηματογράφο", που φέρνεις διαβάζοντάς το εικόνες οπού δεν βλέπεις πρόσωπο, μόνο πλάτη. Και τόσες άλλες ιστορίες, και μπαίνεις στον κόσμο του κι αγαπάς κι εσύ το σινεμά, έτσι, χωρίς λόγια, μόνο με τις εικόνες που σου περιγράφει στις ιστορίες του ο δάσκαλος.


Αξίζει να διαβαστεί και το βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη "Ο νεοελληνικός διχασμός και το μυστήριο της τέχνης: Ξαναβλέποντας δύο ταινίες του Λάκη Παπαστάθη". Σε δύο πολύ ενδιαφέροντα κείμενα, με αναφορά στις ταινίες "Τον καιρό των Ελλήνων" και "Θεόφιλος", ο Κιουρτσάκης αναλύει τις αντιλήψεις και τη ματιά του Παπαστάθη για το διχασμό που βιώνουν οι Έλληνες στο διάβα της ιστορίας τους.

Και μην ξεχάσουμε. Ο Λάκης Παπαστάθης είναι ο εμπνευστής της σπουδαίας σειράς της δημόσιας τηλεόρασης Παρασκήνιο. Ποιος λέει πως, αν θέλουμε, δεν παράγουμε Πολιτισμό;


Γεράσιμος Στέρης, Ακρογιάλι πριν 1963 (Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη)

Γεράσιμος Στέρης, Ελληνικό λαϊκό τραγούδι, πριν 1944 (Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη)

Γεράσιμος Στέρης, Ομηρικό ακρογιάλι π. 1930 (Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη)

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Σκούρο γκρι σχεδόν μαύρο, της Ελένης Γιαννακάκη: για τις μανάδες και τα γηρατειά


Ένας μακρύς μονόλογος το βιβλίο όλο. Ο μονόλογος μιας ηλικωμένης γυναίκας, της Δήμητρας, που έχει άνοια και που βρίσκεται σε οίκο ευγηρίας, σε "ίδρυμα".

Αυτό είναι το τελευταίο βιβλίο της Ελένης Γιαννακάκη με τον χαρακτηριστικό, ταιριαστό τίτλο "Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο"  (Πατάκης, 2016). Μέσα από το λόγο της Δήμητρας που ρέει ακατάπαυστα, χωρίς σταματημό, περνά η ζωή της όλη και η ζωή της μάνας της και η ζωή της οικογένειάς της και η ζωή στη γειτονιά που γεννήθηκε στην Κοκκινιά και η ζωή της Ελλάδας με το μοίρασμα των αθρώπων, εγώ από δω εσύ από κει, εγώ αριστερός εσύ δεξιός, εγώ γραμματιζούμενος εσύ αμόρφωτος, εγώ νέος εσύ γριά...

Έχει άνοια η Δήμητρα, δεν καλοθυμάται, κυρίως ξεχνά τα κοντινά, πάει να πει κάτι και η λέξη μένει στη μέση. Τα παλιά πώς τα θυμάται όμως... Και συνεχίζει την κουβέντα, την ιστόρηση της ζωής της, πώς ήταν η μάνα της κι ο πατέρας της, πώς βρεθήκανε και ταιριάξανε, πώς ήταν οι κολλημένες αντιλήψεις στους παλιούς (μόνο;), αυτή από δεξιά οικογένεια, τρόπος του λέγειν δεξιός ο πατέρας της, ένα μάλαμα ήταν, έτσι τον θυμάται, και που έφυγε άδικα των αδίκων. Και παρότι από δεξιά οικογένεια έκανε μαθήματα στα παιδιά των αριστερών της γειτονιάς, μαθηματικός σπούδασε η Δήμητρα, και χωρίς χρήματα παρακαλώ τα μαθήματα. Και τα 'φερε η τύχη κι αγάπησε και παντρεύτηκε τον αριστερό, Άγγελος ήταν τ' όνομά του, άγγελος όνομα και πράμα, άγγελος με αξιοπρέπεια και τσαγανό, κρίμα που έφυγε νωρίς ο Άγγελος. Και η γειτονιά στην Κοκκινιά, εκεί της καθόταν, την άφησε τη γειτονιά, δεν την άντεχε. Και τα παιδιά της, ο Απόστολος, η Μαρία, έρχεται η Μαρία καμιά φορά και την βλέπει, να τώρα την περιμένει ...

Η Μαρία, Να με πάρει από δω. Μόνο αυτή! Δεν έχω άλλονε κανένα...

- Μαρία πού είσαι; Δε σε βλέπω, Μαρία... Πού μ' αφήνεις, παιδί μου, πού;

Ξεχνά η Δήμητρα. Έχει κενά.

Η μνήμη, αχ αυτή η μνήμη! Ευχή και κατάρα! Παράδεισος και κόλαση μαζί! ... 
Ορίστε, πάλι δε θυμάμαι, αχ, γιατί; γιατί δε θυμάμαι; Κι ούτε θυμάμαι πια τι έλεγα μόλις πριν, από πού ξεκίνησα...

Χωρίς διακοπές ο μονόλογος της Δήμητρας. Χωρίς παραγράφους το κείμενο της Γιαννακάκη. Ή μάλλον, αλλάζει παραγράφους όταν έχει διαλόγους, δηλαδή όταν κάτι διακόπτει τη ροή της αφήγησής της και την αναγκάζει να παρέμβει, να παραπονεθεί, να ζητήσει κάτι. Πάλι, μόνο οι κουβέντες της Δήμητρας στους διαλόγους, πρωταγωνίστρια και μοναδική ηρωίδα.

- Μη, πιο σιγά, πονάω, πιο σιγά... όχι άλλο, όχι αυτό το σφουγγάρι... πονάει... Με γδέρνετε ... Θα ματώσω...

...................

- Κοπέλα; Καλέ κοπέλααα; ... Δεσποινίιις;

...................

- Ναι, ναι, να πάμε σιγά σιγά, τόση ώρα κάθομαι, κουράστηκα...


Σε ίδρυμα για ηλικιωμένους η Δήμητρα. Δεν της αρέσει, όχι ότι δεν έχει πού να πάει, αλλά τι να κάνει, δεν τ' ομολογεί σε  κανένα...

... όσο κι αν με πειράζει που το λέω, στον εαυτό μου βέβαια μόνο το λέω κι όχι παραέξω, πού να το πω και να μην ντραπώ;, να ρεζιλέψω τα παιδιά μου; ποπόοο! Ε, τι να γίνει, δε μας θέλουνε πια, αυτό είν' όλο. Δε μας θέλουνε τα παιδιά μας!
...
Έχω απομείνει όμως κι εγώ σαν βάρος που κανείς τους δε θέλει να σηκώσει. Είμαστε βάρος ασήκωτο πια...

Πολύ γριά πια η Δήμητρα. Δεν είναι δα κι εκατό. Μα πόσο είναι δε θυμάται πια. Σε λίγο δε θα ξέρει ποια είναι κι από πού έρχεται.

Αχ, κακό πράγμα τα γηρατειά, κακό γι΄άλλους πιο πολύ και γι' άλλους πιο λίγο. Τουλάχιστον να μπορούσα να περπατήσω καλύτερα... Αχ, που μ' άρεσε να βλέπω και να ζω πράγματα όσο μπορούσα.... Και πόσο μου άρεσε να ταξιδεύω... να βλέπω τοπία και πράγματα, να μαθαίνω, φτερά είχα στα πόδια μου...

Κι όλο θυμάται τη δική της μάνα, που τη γηροκόμησε όμως, αλλά της φώναζε πολύ, κι αυτή η καημένη κάθε τόσο

άνθρωπος είμαι κι εγώ, και δώστου άνθρωπος είμαι κι εγώ!

Δύσκολο το θέμα στο βιβλίο της Γιαννακάκη, βασανιστικό, οι περιγραφές της τόσο αληθινές, διπλανές, κοντινές, μέσα σου, μιλούν για τη γειτόνισσα που θυμάσαι στην καλή χαρά και τώρα νάναι αλλαγμένη από το βάρος των δεκαετιών, βλέπεις στη Δήμητρα τη μάνα σου που τη νίκησε ο πολυχρόνης, έτσι έλεγε πριν ξεχάσει τις λέξεις, βλέπεις τον εαυτό σου, την αδελφή σου, τη φίλη σου, την κόρη σου, κάνεις προβολές και σα να τρομάζεις. 

Η Γιαννακάκη δεν το 'γραψε για να μας τρομάξει βέβαια, έτσι νομίζω, δεν ξέρω αν ήταν προσωπική ανάγκη και βίωμά της, όμως νιώθω περισσότερο πως είναι μια έκφραση αυτού του φόβου για τα γηρατειά και μια ευκαιρία να τον δούμε κατάματα, δεν είμαστε δα και ... οι Πήτερ Παν. Και όχι μόνο αυτό. Τα λόγια της είναι ας πούμε και μια ευκαιρία να δούμε τη μεριά των ανθρώπων όταν γεράσουν, όταν γίνονται ανήμποροι και εξαρτημένοι.

Ανήμπορη κι εξαρτημένη η Δήμητρα, πώς να συμφιλιωθεί όμως και με τα γερασμένα χέρια;

Σιχαίνοµαι τα γερασµένα χέρια. Τα χέρια πιο πολύ από άλλα µέρη του σώµατος. Φυσικά και το πρόσωπο, δε λέω ... 
Αλλά µε τα χέρια είναι αλλιώς. Γιατί τα χέρια είναι κάτι σαν... πώς να το πω;, σαν... σαν τις κεραίες, σαν γέφυρες είναι που σε φέρνουνε πιο κοντά µε όλα γύρω σου, ανθρώπους και πράγµατα. Να, τα χέρια σ’ αγγίζουνε, σε χαιρετούν, σ’ αγκαλιάζουν, σε χαϊδεύουνε ή και σε δέρνουν. Τα χέρια σού µιλούνε ακόµη κι όταν το στόµα είναι κλειστό.

Πώς θυμάμαι εκείνη την άλλη ηλικιωμένη του Μιχάλη Γκανά στο Γυναικών, που θέλει να χαϊδέψει τα χέρια της, μα ντρέπεται γριά γυναίκα, αλλά και την Καλοβασίλαινα στο "Τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας" της Νίκης Τρουλλινού με τα σημάδια του χρόνου στα κότσια των κοκάλων στις άκρες...

Α ρε μαμά, ακούω στο Δεύτερο πρόγραμμα τη φωνή του Παπακωνσταντίνου* να τραγουδά για τη μαμά, μέρα της μητέρας λέει σήμερα:

Έβαζες ψεύτικες φωνές, 
γελούσες κι έκανες πως κλαις 
κι εγώ παιδί 
Α ρε μαμά 
Πίσω μου τρέχεις μια ζωή 
με ένα πιάτο και μια ευχή
.....................................

----------------------------------------------------
* και τι ωραία έντυσε με ελληνικούς στίχους ο Οδυσσέας Ιωάννου το τραγούδι του Σαρλ Αζναβούρ La mamma...