Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Ένα όνειρο ονείρων για τον Αντόνιο Ταμπούκι, τον αγαπητό και στον ουρανό

Το πορτραίτο του Antonio Tabucchi έγινε από τον Valerio Adami 
ειδικά για την ελληνική έκδοση του βιβλίου "Δύο ελληνικά διηγήματα" (Άγρα, 2000)
Ποιος θα διηγηθεί το όνειρο του Αντόνιο Ταμπούκι, όπως τόσο ονειρεμένα μας διηγήθηκε ο ίδιος τα όνειρα των Δαίδαλου, Οβίδιου, Ραμπελαί, Καραβάτζο, Γκόγια, Κολόντι, Στήβενσον, Ρεμπώ, Τσέχωφ, Ντεμπυσσύ, Τουλούζ-Λωτρέκ,Πεσσόα, Μαγιακόφσκι, Λόρκα, Φρόϋντ και άλλων. Και ποιος θα μας ταξιδέψει όμορφα όπως αυτός; 

"Το ταξίδι είναι μια ξεχωριστή διάσταση της ζωής μας, που οι λογαριασμοί της έχουν να κάνουν με το χρόνο. Τα ταξίδι είναι μια ανακωχή ανάμεσα σε μας και το χρόνο..." (από τη διάλεξη στο Megaron Plus, 19/5/2011)

Πρωτογνώρισα τον Αντόνιο Ταμπούκι μέσα από τα γραπτά του το 1997 με ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω συναντήσει στα αναγνωστικά μου ταξίδια, το "Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα". Είναι ένα βιβλίο-καταγγελία στη λογοκρισία και στο φασισμό του σαλαζαρικού καθεστώτος στην Πορτογαλία στη δεκαετία του '30, αλλά και μεταφορικά ένα βιβλίο-καταγγελία στο μπερλουσκονικό κράτος της πατρίδας του, αλλα και σε κάθε αντίστοιχο. Έκτοτε, παρακολουθώ στενά ό,τι γράφει κι ό,τι λέει, μάλλον ό,τι έγραφε κι ό,τι έλεγε μέχρι τις 25 του Μάρτη που έληξε η ανακωχή με το δικό του χρόνο... Τι κρίμα και πόσο νωρίς! Θα μας λείψει, θα μου λείψει η προσμονή μιας νέας του δημιουργίας.

Να φταίει που ήταν ένας βαθειά πολιτικοποιημένος άνθρωπος, με τη δική του κριτική και ειλικρινή στάση απέναντι σε ό,τι του άρεσε και δεν του άρεσε;
Να φταίει που αγαπούσε τα ταξίδια, τα πραγματικά και τα φανταστικά, και τα περιέγραφε έτσι που σ' έκανε να ταξιδεύεις κι εσύ μαζί;
Να φταίει που αγαπούσε τον Πεσσόα και είχε συμβάλει στην αποκάλυψη του θησαυρού που έκρυβε το σεντούκι με τα ετερώνυμα;
Να φταίει που αγαπούσε την Ελλάδα και ιδιαίτερα τη γενέθλια πόλη μου τα Χανιά;

Καθένα από μόνο του κι όλα μαζί ήταν στοιχεία που ξεχώρισαν στο έργο του Αντόνιο Ταμπούκι.

Έπαιζε στα κείμενά του με το χρόνο και με τον τόπο, με τις αναμνήσεις και με τη μνήμη. Τα ταξίδια και οι αναφορές του στο χώρο και στο χρόνο ήταν ταξίδια και αναφορές αυτογνωσίας και λύτρωσηςόπως το γέρο από το Βουκουρέστι που λέει στο γιό του:

"... Ξέρεις, γιέ μου, έχεις τη διάθεση να αφηγηθείς τις αναμνήσεις σου στους άλλους, εκείνοι ακούνε την αφήγησή σου και πιθανώς να καταλαβαίνουν ακόμα και την πιο μικρή λεπτομέρεια, αλλά εκείνη η ανάμνηση παραμένει δική σου και μόνο δική σου, δεν μετατρέπεται σε ανάμνηση κανενός άλλου μόνο επειδή την αφηγήθηκες σε άλλους, μπορείς να αφηγηθείς τις αναμνήσεις σου αλλά όχι να τις μεταδώσεις..."

Κι όταν ο γιός θέλει να του δώσουν κάποιο βοήθημα για τη μνήμη του ( ένα "ελαφρύ ψυχοφάρμακο"), ο γέρος αντιστέκεται:

"... Βοήθεια, μα βεβαίως βοήθεια, αυτοί έχουν την απαίτηση  να σου λουστράρουν τη μνήμη σαν καθρέφτη, αυτό είναι το θέμα, να σ' την κάνουν έτσι ώστε να λειτουργεί όχι όπως θέλει αυτή, αλλά όπως θέλουν εκείνοι, ώστε να μην υπακούει πλέον στον εαυτό της, στη φύση της, που δεν είναι μια γεωμετρική φόρμα, τη μνήμη δεν μπορείς να την απεικονίσεις με ένα ωραίο γεωμετρικό σχέδιο, κάθε στιγμή παίρνει τη μορφή που εκείνη θέλει, ανάλογα με το χρόνο, ανάλογα με χίλια πράγματα..."

(από την ιστορία "το Βουκουρέστι δεν άλλαξε καθόλου", μια από τις 9 ιστορίες του εξαιρετικού "Ο χρόνος γερνάει γρήγορα", εκδ. Άγρα, 2009).


Όριζε το διανοούμενο ως κάποιον που λειτουργία του "δεν είναι τόσο να δημιουργεί κρίσεις, όσο να βάζει σε κρίση οτιδήποτε ή οποιουσδήποτε δεν βρίσκονται σε κρίση αλλά είναι εξαιρετικά πεισμένοι για την ορθότητα της θέσης τους". Έτσι έγραφε στο βιβλίο "Η Γαστρίτιδα του Πλάτωνα" (Άγρα, 1998), στο οποίο ασχολείται συνολικά με το ρόλο των διανοουμένων, παραβάλλοντας, συμφωνώντας και αντικρούοντας απόψεις άλλων στοχαστών.

Δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη παρουσίαση του Ταμπούκι από τον σημαντικό μελετητή της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας, μεταφραστή και φίλο του, Ανταίο Χρυσοστομίδη. Στην ομιλία του στο Μέγαρο το Μάιο 2011 (μεγάλο μέρος της δημοσιεύτηκε στην Αυγή 29/5/2011), αλλά και στη συνομιλία μαζί του για την εκπομπή "Κεραίες της εποχής μας", μας έδωσε την ευκαιρία να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο την ανθρώπινη αλλά και βαθειά πολιτική προσωπικότητα του Ιταλού συγγραφέα. Και βέβαια δεν παραλείπουμε τις μεταφράσεις και όλη την επιμέλεια των έργων του που κάνει από τις εκδόσεις Άγρα.

Έγραψε ο Αντόνιο Ταμπούκι: "Ο Παζολίνι πέθανε νέος όπως όλοι όσοι είναι αγαπητοί στον ουρανό" (από τη "Γαστρίτιδα του Πλάτωνα", σελ.41). Είμαστε σίγουροι ότι και ο Αντόνιο Ταμπούκι είναι το ίδιο αγαπητός (και) στον ουρανό! 

Να ξαναδιαβάσω τον Αντιχρονισμό, την τελευταία ιστορία του στο "Ο χρόνος γερνάει γρήγορα" και να απολαύσω τις διαδρομές από τα Χανιά στην Εθνική για το Ηράκλειο μέσα από τη Γεωργιούπολη και μετά να γυρίσω πίσω να πάρω το δρόμο προς τις Μουρνιές, ν΄ανεβώ στο Φουρνέ και να ψάξω το φανταστικό Μοναστήρι. Ή μήπως υπάρχει; Ποιος θα μας το πεί τώρα αγαπητέ μας Αντόνιο Ταμπούκι; 

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

"Η ζωή στη Βιβλιοθήκη": ένα αφιέρωμα του περιοδικού "Το δέντρο"


 


Με ένα ενδιαφέρον αφιέρωμα στις Βιβλιοθήκες κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του περιοδικού "Το Δέντρο" (τ. 185-186, Μάρτιος 2012). Περιέχονται κείμενα "για τον τόπο της ανάγνωσης", όπως είναι και ο υπότιτλος του αφιερώματος και όπως αποκαλεί τη Βιβλιοθήκη ο Γιώργος Ξενάριος. Μάλιστα, για να περιγράψει την ιδιαίτερη σχέση του συγγραφέα με τη Βιβλιοθήκη, γράφει: "... η Βιβλιοθήκη είναι η πιο παράδοξη ταυτότητα: η εαυτού ετερότητα". Και παρακάτω: "... Μέρος του εαυτού του αρχικά, γίνεται, την αμέσως επόμενη στιγμή, το όλον που τον περιέχει. Εγώ ένας άλλος." Άξια διερεύνησης η ανάλυση της σχέσης αυτής, όπου "ο συγγραφέας περιδιαβάζει στους διαδρόμους της Βιβλιοθήκης μέσα σ' ένα δάσος από λογής ταυτότητες και ετερότητες". 

Αντικείμενο του αφιερώματος είναι ακριβώς αυτό, η σχέση των συγγραφέων με τις βιβλιοθήκες, τις δικές τους, τις προσωπικές ή τις δημόσιες, τις κοινόχρηστες όπως τις ονομάζει ο Χάρης Ψαρράς (ομολογώ δεν είχα συναντήσει άλλη φορά αυτό το χαρακτηρισμό).

Στο αφιέρωμα περιέχονται κείμενα ελλήνων και ξένων συγγραφέων, οι οποίοι αφηγούνται τη σχέση τη δική τους αλλά περισσότερο άλλων συγγραφέων με τις βιβλιοθήκες - τις προσωπικές τους ή τις δημόσιες, καθώς και κείμενα με ιστορικά στοιχεία για τις βιβλιοθήκες και την εξέλιξή τους. Μέσα από τις αφηγήσεις αυτές διαβάζουμε, συχνά με συγκίνηση, για το μεράκι των ανθρώπων αυτών για τα βιβλία και τη γνώση, για τις δυσκολίες που συνάντησαν στη ζωή τους, αλλά και τη σοφία με την οποία την αντιμετώπιζαν. Μικρά προσωπικά, συχνά οικογενειακά, στιγμιότυπα, με σεβασμό και αγάπη για τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρονται.

Η Άννα Βενέζη κάνει το άνοιγμα με την αναφορά στη βιβλιοθήκη του πατέρα της Ηλία Βενέζη, δηλαδή στις δύο βιβλιοθήκες των σπιτιών που έμεναν, μέχρι το 1957 και μετά το 1957, και οι δύο φτιαγμένες "από ξανθό δρύινο ξύλο χωρίς σκαλίσματα" με ντουλαπάκια στο κάτω μέρος, όπου υπήρχαν τα "κανονικά" βιβλία, αυτά δηλαδή που μπορούσε και η μικρή Άννα να διαβάσει, αλλά και τα "πονηρά", τα καταχωνιασμένα πίσω από αυτά - και ... αναφέρει ως παράδειγμα "το Kama Sutra γαλλιστί, με κάτι ακαταλαβίστικα σχέδια - σίγουρα δώρο του Καστανάκη".

Γλαφυρό έως και συγκινητικό το κείμενο του Κώστα Βρεττάκου, όπου μέσα από την αναφορά των βιβλίων που διάβασε παιδί και των βιβλιοθηκών που κατά καιρούς έφτιαχναν στα σπίτια που έμεναν, μας αφηγείται την ιστορία και τα βάσανα των γονιών του, τα κυνηγητά γιατί ήταν αριστεροί, αλλά και την τύχη τελικά των βιβλίων του πατέρα του - που ευτυχώς πρέπει να πούμε φυλάσσονται με πολύ φροντίδα στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Σπάρτης και πρέπει να εκτιμήσουμε ιδιαίτερα την επιθυμία του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου να δοθούν τα βιβλία του στη Βιβλιοθήκη του γενέθλιου τόπου του (βλ. και εδώ). Γράφει ο Κώστας Βρεττάκος για τις δύσκολες μέρες στη δεκαετία του '40:

"... Ο μπάρμπα Βασίλης Ρώτας μάς χάρισε κάποτε τον Μόγλη του Κίπλινγκ και η  Λουκία Μαγγιόρου τη μαγευτική σειρά των βιβλίων του Ιουλίου Βέρν που τόσο αναπολούσαμε. Μέχρι το 1950 τα βιβλία που κυκλοφορούσαν ήταν ελάχιστα. Εξ ανάγκης διαβάζαμε τα πάντα που βρίσκαμε μπροστά μας. Μου έρχονται στο μυαλό τίτλοι όπως Η βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα, του Δημήτρη Μπάτση. Τι καταλάβαινα; Υποθέτω τίποτα. Θυμάμαι ακόμα το εξώφυλλο του βιβλίου" (εκπληκτικό, ανέφερα και τις προάλλες το Δημήτρη Μπάτση!)

Ο ποιητής Δημήτρης Δασκαλόπουλος απεχθάνεται τις μεγάλες δημόσιες βιβλιοθήκες γιατί "σου προκαλούν ένα παφλάζον, τρομακτικό κύμα αυθεντίας, καθώς τα βιβλία κοιτούν απειλητικά από τα ράφια μέσα από την αιώνια σιωπή τους" (πράγματι, μου θυμίζει πώς ένιωσα πριν χρόνια όταν βρέθηκα στη Νέα Υόρκη και είπα να επισκεφθώ την περίφημη Δημόσια Βιβλιοθήκη της). Αλλά δεν του αρέσει που το δεκαδικό σύστημα ταξινόμησης δημιουργεί "αυστηρή, περίπου στρατιωτικής πειθαρχίας παράταξη" και που "δεν έχεις άμεση πρόσβαση προς τα ράφια που σε ενδιαφέρουν". Συμφωνώ απόλυτα με το δεύτερο και δυσανασχετώ όταν ως επισκέπτης σε μια βιβλιοθήκη, ακόμα και σε δημοτική, δεν μου επιτρέπεται να ψάξω μόνη στα ράφια. Για το πρώτο όμως, ως άνθρωπος των βιβλιοθηκών έχω  ... λιγότερο ποιητικά επιχειρήματα για να μη συμφωνήσω. Παρ' όλ' αυτά, ως βιβλιόφιλος (έως βιβλιομανής, για να θυμηθώ τον J. Bonnet στο "Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα"), με περισσή ικανοποίηση διάβασα την τελευταία παράγραφο του κειμένου του:

"Αν με τρομάζουν οι πλούσιες δημόσιες βιβλιοθήκες, με ενοχλούν εξίσου οι απολύτως τακτοποιημένες ιδιωτικές, όπου τίποτε δεν περισσεύει και δεν εξέχει από τα ράφια τους. Όπου τα βιβλία κατατάσσονται ανάλογα με το ύψος και όχι με το θέμα τους, με αποτέλεσμα να σου προσφέρουν μια αίσθηση χειρουργικής αίθουσας και να μεταμορφώνουν έτσι τα βιβλία σε νυστέρια. Μόνον μια βιβλιοθήκη που ξεχειλίζει ακατάστατα από παντού είναι χάρμα οφθαλμών".

Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μιλάει για τη μεγάλη βιβλιοθήκη του πατέρα του Ανδρέα, αυτή στο σαλόνι που ήταν ελεύθερης χρήσης, αλλά και του γραφείου με περιορισμένη πρόσβαση για τον ίδιο. Μετά το θάνατο του Ανδρέα Εμπειρίκου το 1975, περιεργαζόμενος τη Βιβλιοθήκη, γράφει, "έβλεπα να παρελαύνει μπροστά στα μάτια μου όλη η ζωή του πατέρα μου, από τα ενδιαφέροντά του μέχρι τους τόπους όπου αγόραζε το καθένα". Τα βιβλία έφεραν ιδιόχειρη ένδειξη αγοράς - όνομα αγοραστή, ημερομηνία και τόπο αγοράς.

Ο καθηγητής Φάνης Ι. Κακριδής θυμάται την εποχή που κυνηγήθηκε ο πατέρας του καθηγητής Ιωάννης Κακριδής από τό κατεστημένο του Πανεπιστημίου Αθηνών γιατί τόλμησε να τυπώσει βιβλίο στο μονοτονικό (η περίφημη δίκη των τόνων ή της περισπωμένης στη δεκαετία του 40, έχω κάνει αναφορά εδώ). Κάνει αναφορά στα βιβλία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του σπιτιού, που τα παιδικά τα έχει δωρίσει στο εργαστήρι παιδικής λογοτεχνίας του Παιδαγωγικού τμήματος του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Ρόδο. Και θυμάται τον πατέρα του να απαγγέλει με στόμφο στίχους από την Οδύσσεια του Καζαντζάκη που ο ίδιος του δώρισε την Πρωτοχρονιά του 1940:

"Ήλιε μεγάλε ανατολίτη μου, χρυσό σκουφί του νού μου,
αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω
όσο να ζεις, όσο να ζώ κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας"

Και τελειώνει με την αλληγορία που έχει το "Παραμύθι χωρίς όνομα" της Πηνελόπης Δέλτα, να γίνεται επίκαιρο σήμερα "με τους Αστόχαστους να μας κυβερνούν ... με τη Γνώση και τη Φρόνηση να ζούν ακόμα αποκλεισμένες στο δάσος".

Ο Γκαζμέντ Καπλάνι μας μεταφέρει την εμπειρία του από τα παιδικά του χρόνια στην Αλβανία και τις εναλλαγές στην πατρική βιβλιοθήκη ανάλογα με τις αλλαγές στα γούστα των κυβερνώντων, αλλά και μια ενδιαφέρουσα συνομιλία με τον Ραμίζ Αλία, όπου φαίνεται πώς σκέφτονται όσοι έχουν εξουσία.

Ιδιαίτερο το κείμενο του Β. Καραγιάννη που ήταν και για χρόνια διευθυντής της Δημοτικής βιβλιοθήκης Κοζάνης, φέρνει όμοια συγκίνηση σε όσους βρέθηκαν σε αντίστοιχη θέση σε κάποια βιβλιοθήκη και την αγάπησαν και την φρόντισαν.

Η Έρη Ρίτσου μιλά για τις βιβλιοθήκες των γονιών της, στα σπίτια της Αθήνας και της Σάμου. 

Η Εύα Μπέη μας μεταδίδει μια περίεργη συγκίνηση περιγράφοντας την ιδιάζουσα σχέση του ποιητή Νίκου Καρούζου με τη γνώση. Δεν είχε βιβλιοθήκη αν και γεννήθηκε σε σπίτι με βιβλιοθήκη, όμως ήταν ένας σοφός. "Οταν θέλεις ν' ανασύρεις κάτι, να μπορείς να το βρίσκεις από πολλούς διαφορετικούς δρόμους. Έτσι, με τον καιρό δημιουργείται ένα πυκνό πλέγμα που δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω".

Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος σε ένα κείμενο-ποταμό για όλα τα περί βιβλιοθηκών θέματα, ανάμεσα στα άλλα αναφέρει και τους στίχους από ποίημα του Μπόρχες:

"Βραδύς μέσα στον ίσκιο μου με δίγνωμο ραβδί
το κούφιο ανιχνεύω ημίφως ήδη
εγώ, που τον Παράδεισο εν είδει
Βιβλιοθήκης πάντα τον έχω φανταστεί".

Η Πόλυ Χατζημανωλάκη αναφέρεται στην τέχνη της ανασύστασης βιβλιοθηκών, όπως περιγράφεται από την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ στα "Αδριανού Απομνημονεύματα". Ο Αδριανός έστηνε βιβλιοθήκες παντού όπου πήγαινε. "Στήνοντας βιβλιοθήκες, σημαίνει πως κατασκευάζουμε δημόσιες σιταποθήκες, πως συγκεντρώνουμε προμήθειες για να καταπολεμήσουμε το χειμώνα του πνεύματος".

Ο εκδότης Γιώργος Δαρδανός μέσα από τις προσωπικές του διαδρομές αφηγείται την "πονεμένη" ιστορία των σχολικών βιβλιοθηκών και αναρωτιέται τι έγιναν τα χρήματα που προορίζονταν για αυτές;

Υπάρχουν και άλλα ακόμη κείμενα όχι λιγότερο ενδιαφέροντα. Πολλές αναφορές και αντιστοιχίσεις γίνονται στις βιβλιοθήκες όπως τις περιγράφει ο Ίταλο Καλβίνο στο "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης" και ο  Μπόρχες στη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ. Είναι εξαιρετικό το αφήγημα "Η ανταλλαγή" του Ρέι Μπράντμπερι, όπου διηγείται τη συνάντηση ενός λοχαγού με τη βιβλιοθηκάριο στην τοπική βιβλιοθήκη, ξανά μετά από είκοσι χρόνια, και ψάχνει τις παλιές καρτέλες να βρεί τι δανειζόταν τότε, γιατί "οι βιβλιοθηκάριοι αποθηκεύουν τα πάντα, ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα έρθει με το επόμενο τρένο".
 
Γίνονται αναφορές στους βιβλιοθηκάριους και στο ρόλο τους, δεν υπάρχει όμως βιβλιοθηκάριος που ο ίδιος να μιλάει για τις βιβλιοθήκες τις οποίες υπηρετεί, για το ρόλο τους μέσα στο χρόνο και για το ρόλο που καλούνται να παίξουν τώρα στη νέα εποχή που το χαρτί φεύγει ή το χαρτί επιμένει (θυμίζω εκείνο το ιστορικό πια άρθρο Crawford,W., Paper persists: Why pysical library collections still matter, Online, vol. 22, no 1, p. 42-44, 46-48, Feb 1998). 

Νομίζω ότι αν και σκοπός του αφιερώματος φαίνεται να είναι κύρια η σχέση των συγγραφέων με τις βιβλιοθήκες γενικά, προσωπικές ή δημόσιες (και πολύ ενδιαφέρον όντως θέμα), και ενώ έχει αρκετά κείμενα ελλήνων και ξένων συγγραφέων  οι οποίοι μιλούν και για τους βιβλιοθηκάριους (σωστά σημειώνει ένας εξ αυτών ότι δεν νοείται βιβλιοθήκη, όσο συγχρονη και να είναι, χωρίς βιβλιοθηκάριο), είναι παράλειψη που δεν υπογράφει κανένας βιβλιοθηκάριος (ή βιβλιοθηκονόμος κατά τη σημερινή κατονομασία).

Σε κάθε περίπτωση, το αφιέρωμα είναι εξαιρετικό, αξίζει να διαβαστεί από τον καθένα και από τους ανθρώπους των βιβλιοθηκών οπωσδήποτε. Και ... να μια καλή ευκαιρία, ένα έναυσμα, να βρεθεί ένας τρόπος να διηγηθούν και οι βιβλιοθηκάριοι τις δικές τους ιστορίες από τον τόπο της ανάγνωσης, τις βιβλιοθήκες. Όλοι έχουμε τέτοιες εμπειρίες. Εμπρός λοιπόν.