Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Πεδία μάχης αφύλακτα, του Άρη Μαραγκόπουλου




Είχα εδώ και μήνες την εκκρεμότητα να γράψω κάτι για το τελευταίο βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου "Πεδία μάχης αφύλακτα" (Τόπος, 2014), το οποίο, όταν το διάβασα, πριν ένα χρόνο μόλις κυκλοφόρησε, μου είχε αφήσει μια πολύ καλή εντύπωση, μια εντύπωση ότι είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί. Μερικές φορές, ο συγγραφέας γίνεται σκληρός, γίνεται αυστηρός, δείχνει να βλέπει μόνο αρνητικές πλευρές στα πράγματα που συζητά, έτσι ώστε να θέλεις να του πεις «ε όχι και τόσο πια». Κι όμως, στην καμιά φορά υπερβολή του στις διαπιστώσεις που κάνει, καταθέτει αλήθειες που ... μπορεί να μας καίνε, αλλά είναι αλήθειες. Και είναι αλήθειες που τις είχε καταθέσει πριν από 10 και 15 χρόνια! Και το πολύ σημαντικό είναι ότι δείχνει έναν άνθρωπο που έχει μελετήσει βαθειά αυτά που συζητά, οπωσδήποτε έναν αναγνώστη που διαβάζει και παρακολουθεί τι γίνεται στον κόσμο (φυσικά, ο Α.Μ. δεν είναι μόνο ένας απλός αναγνώστης, είναι γνωστές οι διαδρομές και οι παρεμβάσεις του στα εκδοτικά, συγγραφικά και κοινωνικά πράγματα, τονίζω όμως και την ιδιότητα του αναγνώστη, γιατί δίνω ιδιαίτερη σημασία όταν κάποιος θέλει να παρεμβαίνει δημόσια).

Το βιβλίο του είναι ένα εγχειρίδιο σπουδών επικοινωνίας και πολιτισμού, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη βιβλιογραφική καταγραφή. Δεν είμαι ειδικός στα δύο αυτά πεδία, έχω όμως γνώση γύρω από τα ζητήματα πληροφορίας και βιβλιοθηκών που άπτονται σε κάποια σημεία αυτών των πεδίων και που αναφέρονται και στο βιβλίο του Μαραγκόπουλου.

Αλλά τι είναι αυτό το βιβλίο; Όπως λέει στον υπότιτλο, είναι «θέσεις για την κουλτούρα και τον πολιτισμό». Χωρίζεται σε τρία μέρη με τους παρακάτω τίτλους, που είναι ενδιεκτικοί του περιεχομένου τους :1) 1998-2014: Χρονικό μιας εν προόδω παρακμής 2) Το μέλλον, τώρα 3) Οι διανοούμενοι ως μικρή χώρα.

Τώρα που διαβάζουμε ή ξαναδιαβάζουμε αυτά τα κείμενα, με την απόσταση του χρόνου και με τις συνθήκες τις οποίες βιώνουμε, μπορούμε να ερμηνεύουμε καλύτερα συμπεριφορές και πολιτικές που αναδείχτηκαν και μας οδήγησαν στη σημερινή «βάρβαρη εποχή» όπως την ονομάζει ο ίδιος, αλλά νομίζω και να οδηγηθούμε σε έναν αναστοχασμό και μια αυτογνωσία ο καθένας μας για τη στάση μας στα πράγματα.

Το 1998 έγραφε για τον «εθισμό στον φόβο», που γεννήθηκε στην περίοδο της Κατοχής, οξύνθηκε στον εμφύλιο και διογκώθηκε στη δεκαετία του ’50, που επιμαρτυρεί την υποβάθμιση της συλλογικής (εθνικής) παιδείας και που πλέον η μηχανή του φόβου «έχει αλώσει ολοκληρωτικά συνειδήσεις και κατευθύνει συλλογικές συμπεριφορές». Κι έτσι, λέει, δημιουργείται η «φοβισμένη χώρα»,  που αποστρέφεται «κάθε διαφορετική γνώση που μπορεί να διευρύνει την ελευθερία της». Σαν παραδείγματα φέρνει π.χ. τη λογοτεχνία και τους ξένους πρόσφυγες.

Ο εθισμός είναι έννοια που τη χρησιμοποιεί συχνά, εθιζόμαστε, γράφει, «πιο πολύ στο γυαλιστερό εφήμερο, κάθε ημέρα γινόμαστε οι ίδιοι πιο εφήμεροι». Ενώ πιο πρόσφατα (το 2008) έγραφε ότι, όντας πνιγμένοι στο ρεπορτάζ και στη δημοσιογραφική αληθοφάνεια, χάνουμε από τα μάτια μας την Επιθυμία. «Την Επιθυμία για την Ουτοπία ενός άλλου κόσμου. Την επιθυμία γενικώς. Συνηθίζει κανείς στην ασχήμια ίοπως συνηθίζει στην οικολογική καταστροφή, όπως συνηθίζει στην πολιτική διαφθορά, όπως ένα κουρασμένο ζευγάρι συνηθίζειο να απέχει από τον έρωτα...». (Μου θυμίζει εδώ ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο ενός αμερικάνου δημοσιογράφου που έγραφε ότι χρησιμοποιώντας πια τα παιδιά το Ίντερνετ για τις σχολικές τους εργασίες αντί να χρησιμοποιούν τις έντυπες εγκυκλοπαίδειες, βρίσκουν τα πάντα και γρήγορα, δεν μένει τίποτα που δεν μπορούν να βρουν άμεσα και μένει μόνο ως έλλειμμα η περιέργεια και η επιθυμία να ψάξουν κι άλλο, κάποια άλλη φορά, κάπου αλλού.).

Αν και «μια φρικτά φοβισμένη κοινωνία, μια εν τέλει αδύναμη να αντισταθεί σε οτιδήποτε κοινωνία» ίσως σε ένα βαθμό να μην ισχύει τώρα, όμως, ίσως θα έπρεπε νωρίτερα να έχουμε δεί αυτό που έγραφε στην Αυγή το 1999: «Ας γίνουμε όλοι καθηγητές του μέλλοντός μας!». Για να μην ισχύει αυτό που λίγο μετά έγραφε: «Συναινώ, άρα υπάρχω»!!!

Είναι ενδιαφέρουσα η διαπίστωση για το περιττό και το άχρηστο που ο κόσμος της παγκοσμιοποίησης θέλει να προσδώσει στον άνθρωπο σήμερα, που θέλει να τον κάνει έναν άνθρωπο χωρίς ιδιότητες, χωρίς δημιουργικό στοχασμό («όταν ξεπερνάει τα όρια της αναγκαίας τεχνογνωσίας για τη διαχείριση των πληροφοριών»), όπου είναι περιττός ο ελεύθερος χρόνος (συμπληρώνω εγώ: πάρτε τη λειτουργία των καταστημάτων και τις Κυριακές, πάρτε τα ωράρια στις μεγάλες εταιρείες, πάρτε τη φιλολογία για τους άχρηστους υπαλλήλους), είναι περιττός ο έρωτας («όταν δεν αναπαράγει την εικόνα του ζευγαριού των διαφημίσεων»), όπου χάνεται ο ορίζοντας των δικαιωμάτων και των ελάχιστων αναγκών (δείτε τι γίνεται αυτό τον καιρό με τις απαιτήσεις των «δανειστών» μας) κτλ. (να παραπέμψω με την ευκαιρία στον «άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» του Μούζιλ, αλλά και στο «η χρησιμότητα τουάχρηστου» του Nuccio Ordine που κυκλοφόρησε το 2013 στα ελληνικά και έχει ενδιαφέρον).


Ο Angelos Novus του Paul Klee συμβόλιζε για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν τον Άγγελο της Ιστορίας του Μεσοπολέμου, για τον Άρη Μαραγκόπουλο συμβολίζει το ίδιο παραστατικά και την ψηφιακή εποχή
Κάνει συχνά λόγο για την τηλεόραση και τα άλλα μέσα επικοινωνίας και για το ρόλο τους στη διαμόρφωση χαρακτήρων,  συμπεριφορών, στάσεων ζωής και αξιών. Και για την πολιτιστική πολιτική που χρειάζεται ως αντίβαρο στο μεγαλαδελφισμό και στον ωχαδερφισμό. Και για την κυρίαρχη ελληνική κουλτούρα που χαρακτηρίζεται από τον παρεμβατικό ρόλο της Εκκλησίας, τις πελατειακές σχέσεις στην πολιτική, την υποκατάσταση της αξιοκρατίας με κριτήρια μικροπολιτικά, τις εθνικιστικές εξάρσεις, τον ελληνοκεντρισμό ως αξιακό κριτήριο, τις μικροαστικές συμπεριφορές στην καθημερινότητα, τον αριστερό λαϊκισμό κτλ. κτλ. Και για τη λογοτεχνία και την οικονομική δυναμική  της παραλογοτεχνίας. Μια παρατήρηση που έχω να κάνω εδώ είναι ότι, αν και συμφωνώ με τη γενική διαπίστωση, διαφωνώ με τις κρίσεις του συγγραφέα για τις αναγνώστριες αυτών των «ευπώλητων» βιβλίων και νομίζω ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο, ζήτημα παιδείας, κουλτούρας και πολιτισμού που εξάλλου ο ίδιος πολύ καλά αναλύει. (Με την ευκαιρία, πάντως, ενδιαφέρον δοκίμιο για το φαινόμενο της παραλογοτεχνίας είναι το βιβλίο της Εύας Στάμου «Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας» (Gutenberg, 2014).

Και για την Εθνική Βιβλιοθήκη γράφει και για τις βιβλιοθήκες στην Ελλάδα και για την ανάγκη δημιουργίας δικτύου δανειστικών βιβλιοθηκών. Θα είχα να σημειώσω ότι υπάρχουν βέβαια κάποιες εξελίξεις σήμερα κι επίσης θα έλεγα ότι ακόμη προέχει η καλλιέργεια της χρήσης των βιβλιοθηκών, γιατί υπάρχουν βιβλιοθήκες στη χώρα μας, παρά τα όποια προβλήματα, και δεν είναι αυτονόητη η χρήση τους. Εξάλλου και ο ίδιος κάνει λόγο για πολιτισμική βαρβαρότητα όταν τα περισσότερα σχολεία στερούνται ζωντανές βιβλιοθήκες ώστε τα παιδιά να εξοικειώνονται με το εξωσχολικό βιβλίο (εδώ βέβαια είναι καθοριστικός ο ρόλος των εκπαιδευτικών) και όταν οι δήμοι διαθέτουν τα κονδύλια για βιβλιοθήκες σε άλλα έργα ή εκδηλώσεις (θέλω να πιστεύω ότι δεν γίνεται πάντα έτσι, όσο για τις εκδηλώσεις, πραγματικά είναι υπό συζήτηση αυτός ο υπερκαταναλωτισμός εξωστρέφειας σε σχέση με την ίδια τη βιβλιοθήκη και το ρόλο της, χωρίς βέβαια να είμαι ενάντια σ’ αυτές).

Γράφει για το διανοούμενο, που ρόλος του είναι «να αντισταθεί στο ακατάσχετο ρεύμα χρηματισμού της ανθρώπινης ζωής, να διασώσει τη Μνήμη, να υπερασπιστεί την παγκόσμια πατρίδα των ανθρωπιστικών ιδεών, να χτυπήσει το ρατσισμό, το φασισμό, τον ιμπεριαλισμό... να δικεδικήσει περισσότερη ελευθερία...».

Γράφει για τον πολιτισμό, την «πολιτιστική εξίσωση», το αμερικάνικο όνειρο, τον μιμητισμό, την κυριαρχία «της μιας εικόνας, της μιας γλώσσας και του ενός εικονικού/αγοραίου πολιτισμού», παραπέμποντας μάλιστα σε δηλώσεις του γνωστού Μπρεζίνσκι στις οποίες έκανε λόγο για τον πολιτισμό των μαζών και την πολιτική δύναμη του μιμητισμού που αυξάνουν σημαντικά τον αμερικάνικο ρόλο. Και για την τέχνη γράφει, για το έργο τέχνης, την αναπαραγωγή του και τον δημιουργό του.

Γράφει για τον κυβερνοχώρο και για τον φυσικό χρόνο και χώρο που δεν έχει σημασία για το Διαδίκτυο και για την αξία όπως ορίζεται στο Φέισμπουκ και τα άλλα κοινωνικά δίκτυα με τα like. Αναφέρεται στην εμπορευματοποίηση του φυσικού κόσμου μέσα από τον ψηφιακό («το ψηφιακό μέσο είναι το μήνυμα») και στο ρόλο της πληροφορίας που, όπως η γη και το κεφάλαιο, αποτελεί μορφή ιδιοκτησίας που μονοπωλείται.
Μάλιστα, συγκρίνοντας την τηλεόραση με το Διαδίκτυο, σημειώνει ότι αυτό, ακόμη περισσότερο, πέτυχε να εντάξει την προσωπική ζωή στη σφαίρα της αγοράς, με την ψευδαίσθηση μάλιστα της οικειοθελούς ατομικής συμμετοχής. Παραπέμπει στο πραγματικά πολύ αξιόλογο βιβλίο των Nicholas Christakis και James Fowler "Συνδεδεμένοι: η εκπληκτική δύναμη των κοινωνικών δικτύων και πώς αυτά διαμορφώνουν τη ζωή μας" (το οποίο, κατά τη γνώμη μου, απαντά πολύ πειστικά στο φαινόμενο των «φίλων» του Φέισμπουκ).




Θα σταθώ ιδιαίτερα στην αναφορά που κάνει για τον ιστορικό της πληροφορίας και των επικοινωνιών Daniel Schiller και στο βιβλίο του "Digital Capitalism: Networking the Global Market System" (The MIT Press, 2000).  Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, στο οποίο ο παλαίμαχος πλέον  καθηγητής Επιστήμης της Πληροφορίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις συζητά και πλευρές της παγκόσμιας δικτύωσης και του Ίντερνετ άλλες από τις καθιερωμένες, χρησιμοποιώντας τον όρο «ψηφιακός καπιταλισμός». [Χαίρομαι ιδιαίτερα για τις αναφορές στον Schiller γιατί αυτό το βιβλίο το είχα διαβάσει ήδη από τότε που κυκλοφόρησε, ενώ του ίδιου έχω και τα "Theorizing Communication: A History" και “How to Think About Information”. Είναι πολυγραφότατος και παρεμβατικός και μπορεί κανείς να βρει πολλές ομιλίες του και άρθρα του, ενώ και στο ένθετο της Le Monde Diplomatique στην Αυγή της Κυριακής 3/3/2013 είχε δημοσιευτεί το άρθρο του «Ποιος θα ελέγξει το Διαδίκτυο;» (είχε ξαναμπεί σε πρόσφατο φύλλο).] 

Επειδή όμως είναι πάρα πολλά και χρήσιμα αυτά που μας μεταφέρει για προβληματισμό και αναστοχασμό ο Άρης Μαραγκόπουλος, θα σταματήσω με κάποια αποσπάσματα από ερωτήματα που θέτει στο κείμενο με τίτλο «Υπάρχει χρεία διανοουμένων;» και θα έλεγα, επειδή είχαν γραφτεί μέχρι τον Απρίλιο του 2014, ότι βοηθούν να τα βάζουμε αυτά τα ερωτήματα συνεχώς, για το παρελθόν και για το παρόν (θέλοντας να πιστεύω ότι υπάρχει κάποια θετική αναλαμπή):

·        Είδατε ποτέ κανέναν πολιτικό να συζητάει ουσιαστικά με διανοουμένους εν όψει των οποιωνδήποτε αποφάσεών του;
·    Προσέξατε μήπως κάποια μεταπολιτευτική κυβέρνηση να έκανε το παραμικρό για να έχουμε μια λειτουργική, σύγχρονη κλπ. Εθνική βΙβλιοθήκη, που να ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τις δημόσιες βιβλιοθήκες αυτής της χώρας;
·  Αντιληφθήκατε μήπως να έχουν γίνει σοβαρές αλλαγές στους αρχαιολογικούς τόπους και τα αντίστοιχα μουσεία της χώρας...;
·         Διαπιστώσατε μήπως να λειτουργούν κανονικά οι σχολικές βιβλιοθήκες...;
·   Σας είναι άραγε γνωστή η κατάσταση του ενός σχολικού, γυμνασιακού, πανεπιστημιακού κλπ εγχειριδίου;
·         Γνωρίζετε καλά το επίπεδο της δημόσιας παιδείας;
·         Σας λέει τίποτε η λέξη «παπαγαλία»;


Έγραφε ο Άρης Μαραγκόπουλος το 1999 στην Αυγή: «Σε δέκα χρόνια, αν δεν αντισταθούμε σήμερα, τώρα, ακόμα και ο μολυσμένος αέρας θα μας έχουν πείσει ότι είναι πεντακάθαρος».!!!!!

Επίκαιρο παρά ποτέ!

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Πότε μια πανσέληνος θα λούσει πάλι την Παλμύρα;




"Στο κέντρο της ερήμου, τέσσερεις νύχτες μακριά από τον Ευφράτη κι άλλες τέσσερεις ή πέντε μακριά από την όαση της Δαμασκού, βρίσκεται η μονάκριβη όαση με τις φοινικιές, τις ελιές και τις ροδιές. Την ονόμασαν Ταντμόρ, δηλαδή χουρμαδιά. Και δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα, οι Ρωμαίοι την είπαν κι αυτοί Παλμύρα, δηλαδή φοινικούπολη.
Οι άνθρωποί της ήταν ολιγαρκείς και αυτάρκεις, όπως τα άγρια θηρία που ζούσαν στις λόχμες γύρω....

Οι Παλμυρινοί λάτρευαν το θεό Ήλιο που τους τυραννούσε, τη θεά Σελήνη που τους ανακούφιζε και τους καθοδηγούσε, μελετούσαν τα άστρα και τους σεληνιακούς κύκλους, μετρούσαν και κατέγραφαν τις σκιές, τα μεγέθη και τις εποχιακές μετακινήσεις τους. Μύριζαν στον ξηρό αέρα την ύπαρξη του νερού που είχε μαζέψει γούβες-γούβες η γη και θα το κρατούσε μερικές ώρες, δυο-τρεις μέρες ίσως, πριν το ρουφήξει στα έγκατά της, και οδηγούσαν κατά κει τα κοπάδια τους...."

Παρακολουθώντας ως παθητική αναγνώστρια και θεατής τις καταστροφές στην Παλμύρα αυτές τις μέρες, θυμήθηκα πως είχα στη βιβλιοθήκη μου από παλιά ένα βιβλιαράκι της Μαριάννας Κορομηλά με κάποιες ιστορίες παραμυθένιες, με αναφορές στον αστερισμό του Καρκίνου και στην Παλμύρα. Θυμάμαι ότι μου είχε αφήσει μια γλύκα η ανάγνωσή του (εξάλλου, ήμουν σταθερή ακροάτρια των εκπομπών της, διαβάζω τα γραφτά της και θεωρώ εξαιρετικό το "Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα").

Πράγματι, είχα διαβάσει το βιβλίο τον Μάιο του 1993, έχει τον τίτλο "Τέσσερεις Ιστορίες για μια χαμένη πανσέληνο" και είχε εκδοθεί το 1989 για λογαριασμό της πολιτιστικής εταιρείας "Πανόραμα". Το βιβλίο περιέχει τέσσερεις ιστορίες, παραμύθια όπως τα ονομάζει η ίδια η συγγραφέας, τα οποία "γράφτηκαν παραμονές Δεκαπενταύγουστου του 1989, χίλια τριακόσια πενήντα τρία χρόνια μετά την ήττα των βυζαντινών στρατευμάτων στον ποταμό Γιάρμουκ και την αποχώρηση του αυτοκράτορα Ηράκλειου από την Αντιόχεια, εκείνον τον αναπόφευκτο Αύγουστο του 636".



Η πρώτη ιστορία έχει τον τίτλο "Στον αστερισμό του Καρκίνου: Σιωπές αγαπημένες της σελήνης εν γη ερήμω, ξηρά και ανύδρω" και είναι αφιερωμένη στους συνταξιδιώτες της της Παλμύρας στα 1984, 1985 και 1986. Το παραμύθι αναφέρεται στην "όμορφη και αδίστακτη" βασίλισσα της Παλμύρας Ζηνοβία.

"...Την έλεγαν Μπατ Ζαμπάι. Ανήκε στα μεγάλα αρχαιοαραβικά γένη που κατοίκησαν την όαση με τις φοινικιές και τα λιόδεντρα, κι ανέπετυξαν το διαμετακομιστικό εμπόριο στους δρόμους του μεταξιού και των μυρωδικών. Έμεινε γνωστή στην ιστορία σαν βασίλισσα Ζηνοβία. Η εφήμερη βασιλεία της κράτησε από την σελήνη στον αστερισμό του Καρκίνου, τον Ιούλιο του 267, μέχρι τη σεκλήνη στον αστερισμό του Λέοντα, τον Αύγουστο του 272. Μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια, με τα καμώματα και την αυθάδειά της, κατόρθωσε να τινάξει το κράτος της στον αέρα..."

Κι όταν οι Ρωμαίοι με τον Αυρηλιανό απειλούσαν την Παλμύρα,

"Ακόμα ένα φεγγάρι, έλεγαν οι αστρολόγοι του ιερού του Μπελ. Άλλη μια πανσέληνος θα λούσει την Παλμύρα, έλεγαν και οι Ασσύριοι του παλατιού, μα κανείς δεν τολμούσε να ολοκληρώσει τη φράση κι άφηναν τη βασίλισσα να πιστεύει πως όλα ήταν ζήτημα λίγων ημερών κι ότι σύντομα ο στρατός της θα κατατρόπωνε τους Ρωμαίους.
Κι ήταν πια κατακαλόκαιρο, τέλη Ιουλίου του 272, μια άγρια νύχτα, αφέγγαρη, όταν έφτασε η είδηση πως ο στρατός ήταν ανοιχτός για το ιππικό του Αυρηλιανού. Το τέλος της βασιλείας της Ζηνοβίας πλησίαζε... Αρχές Αυγούστου, δυο μέρες πριν από την πανσέληνο στον αστερισμό του Λέοντα, η Παλμύρα παραδόθηκε... 

... Αυτοί οι ανυπόταχτοι Παλμυρινοί, μόλις έφυγε ο μεγάλος όγκος του αυτοκρατορικού στρατού κι έμειναν μόνοι με τη ρωμαϊκή φρουρά να τους θυμίζει την υποταγή τους, ξεσηκώθηκαν, έσφαξαν τη φρουρά κι έγιναν ξανά κύριοι της όασης και της ερήμου. Κι έλουζε η πανσέληνος τη φοινικούπολη κι ασήμιζαν τα λιόδεντρα κοντά στην αλμυρή λίμνη..."


"Ξένε, εσύ που θα φτάσεις κάποτε στη Συρία και θα μπεις σε μουσεία, θα περιηγηθείς αρχαιολογικούς χώρους και μεσαιωνικά μνημεία, ναούς, εκκλησίες και τζαμιά, θα περπατήσεις τις αγορές και θα χαζέψεις στα παμπάλαια σουκ, θα ανέβεις βουνά, θα διαβείς την έρημο, θα φτάσεις ως τις όχθες του Ευφράτη, μην αρκεστείς στα βιβλία και μη σταματήσεις απλά και μόνο στα πράγματα που βλέπεις. Βάλε τις αισθήσεις σου να δουλέψουν κι άφησέ τις να σε κυριεύσουν. Η διαλεκτική σχέση με τον πολιτισμό της Μέσης Ανατολής μπορεί να κερδηθεί μόνο με την καρδιά και με την ψυχή..."

Τι θα δεις αλήθεια απ' αυτά σήμερα, πέρα από σκοτωμούς, καταστροφές, μανία, μίσος, φανατισμό, μισαλλοδοξία,  και πρόσωπα θλιμμένα στο δρόμο της προσφυγιάς! 

... Λέιλα, λέιλ και γιαλέιλι, που θα πει στα αραβικά νύχτα....

_______________________________
Ψάχνοντας στην Βιβλιονετ για το βιβλίο, βρήκα πως φέτος κυκλοφόρησε από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης η ιστορία αυτή σε ξεχωριστή έκδοση, στο πλαίσιο Έκθεσης στη Θεσσαλονίκη με τίτλο "Χαίρε, ω φιλτάτη Συρία! Φωτογραφίες του Θεόφιλου Προδρόμου από έναν κόσμο οριστικά χαμένο". Πολύ ενδιαφέρον!


Την αραβική νύχτα την τραγούδησαν Άλκης Αλκαίος, Μάριος Τόκας, Δημήτρης Μητροπάνος 

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Μεταμορφώσεις των Αθηνών: Φωτογραφικό οδοιπορικό από τον 19ο στον 20ο αιώνα



Ποιος μπορεί να φανταστεί μπουγάδα στην Καλλιρρόης;



Και ότι λίγο παραπάνω, στο Μετς υπήρχε ανεμόμυλος;




Και σε τι παράγκες ζούσαν οι πρόσφυγες του '22 στην περιοχή Βρυσακίου, κοντά στο Μοναστηράκι;



Αυτά και πολλά άλλα παρουσιάζονται στην έκθεση που γίνεται αυτό τον καιρό στο Μουσείο Ηρακλειδών στο Θησείο. Σε έναν καινούριο (από το γνωστό της οδού Ηρακλειδών) χώρο στην Αποστόλου Παύλου, ένα καταπληκτικό νεοκλασικό σπίτι, στο οποίο, όταν πάτε, μην παραλείψετε να κοιτάξετε ψηλά στα ταβάνια. Η έκθεση είναι επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Χάρη Γιακουμή, ενώ ο ίδιος μαζί με τον Τάσο Ανδρέου υπογράφουν τον εξαιρετικό τόμο "Μεταμορφώσεις των Αθηνών. Φωτογραφικό οδοιπορικό από τον 19ο στον 20ό αιώνα". Να συμπληρώσουμε επίσης τη συμβολή του Νίκου Βατόπουλου στην παρουσίαση σύγχρονων φωτογραφιών της πόλης. Είναι μια έκθεση που αξίζει να δει κανείς.





Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου...


Μια ολοκόκκινη ζωή ξεφυτρώνει μέσ' από τις πέτρες της Σφακιανής γης. Ήταν ένα προσκύνημα με τη φίλη μου τη Νανά το περσινό καλοκαίρι στην Αράδενα, το γενέθλιο τόπο του ενός παππού μου. 

Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου
κι αν έρθουν και δικοί μας.
Να μη τους πεις κι απόθανα
να τους βαροκαρδίσεις.

Στρώσε τους τάβλα να γευτούν,
κλίνη να κοιμηθούνε.
Στρώσε τους παραπέζουλα
Να βάλουν τ' άρματά τους
Και σαν ξυπνήσουν το πρωί
και σ' αποχαιρετούνε,
πες του τος πως απόθανα.


Στη μνήμη του Σφακιανού λεβέντη με το πιο γλυκό χαμόγελο που αποχαιρετήσαμε σήμερα το μεσημέρι. Καλό σου ταξίδι Βαγγέλη Γουμενάκη!


Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Ο έφηβος Μανώλης Κριαράς στα Χανιά και ο… “Αυγερινός”: ένα ενδιαφέρον άρθρο από τον Γ. Πιτσιτάκη

Το εξώφυλλο του 1ου τεύχους του «Αυγερινού» (1 Αυγούστου 1924)


Γράφει ο Γιώργος Γ. Πιτσιτάκης*


Ο Σύλλογος Νεανικής Δημοσιογραφίας «Τύπος και Ουσία» μετά την ανακοίνωση των διακρίσεων του «1ου Παγκρήτιου Διαγωνισμού Νεανικής Δημοσιογραφίας», στην εκδήλωση που θα γίνει για τα Χανιά στις 25 Απριλίου 2015 (5 μ.μ.) στο Μουσείο Τυπογραφίας, εκτός από τα βραβεία και τους επαίνους στους διακριθέντες, θα δώσει στους μαθητές και στις μαθήτριες της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που συμμετείχαν, ένα μικρό βιβλίο που περιέχει το πρώτο εφηβικό διήγημα του μεγάλου Δασκάλου και κορυφαίου δημοτικιστή Μανώλη Κριαρά, γραμμένο σχεδόν έναν αιώνα πριν. Η καλαίσθητη αυτή έκδοση είναι ευγενική χορηγία των Χανιώτικων Νέων. Με το γεγονός αυτό μας δίνεται η ευκαιρία να γράψουμε «λίγα λόγια» για τα παιδικά, εφηβικά και νεανικά χρόνια του Κριαρά στα Χανιά και τη σχέση του με το περιοδικό «Αυγερινός».
Το 1914 η οικογένεια του 8χρονου Μανώλη Κριαρά μετοίκησε από τον Αδάμαντα της Μήλου στα Χανιά και εγκαταστάθηκε στον Τοπανά στην Παλιά Πόλη. Φοίτησε στις τέσσερις τελευταίες τάξεις του εκεί Δημοτικού Σχολείου με δασκάλους τους Μιχ. Αρπακουλάκη και Παντελή Βαβουλέ. Το 1915 μετακομίζουν στην Καινούργια (Νέα) Χώρα. Τούτο, μου το επιβεβαίωσε ο ίδιος με χειρόγραφη επιστολή του την 19 Φεβρουαρίου 2014, απαντώντας σε δική μου επιστολή που είχα το «θράσος» να του απευθύνω αναζητώντας διευκρινίσεις και απαντήσεις σε ερωτήματα και απορίες που είχαν σχέση με την έρευνά μου για τον «Αυγερινό». Το 1918 εγγράφεται στο μοναδικό Γυμνάσιο των Χανίων δίπλα στη Δημοτική Αγορά. Επιμελής μαθητής, με την παρότρυνση και τη φροντίδα της μητέρας του έμαθε και γαλλικά. Ταυτόχρονα τα καλοκαίρια εργαζόταν.
Στην αυτοβιογραφία του γράφει: «[…] Πριν εγγραφώ στο Γυμνάσιο ο πατέρας μου είχε φύγει για λόγους επαγγελματικούς στον Πειραιά… Επειδή τα οικονομικά της οικογένειας το απαιτούσαν, πρόθυμα αναλαμβάνω από το καλοκαίρι του 1918 εργασία σε συμβολαιογραφείο των Χανίων (σ.σ. του Γαλάνη) για να συμβάλω, έστω και σε ελάχιστο βαθμό, στα οικονομικά της οικογένειας. Την εργασία μου σε συμβολαιογραφείο θα την εξακολουθήσω κατά τη διάρκεια όλων των χρόνων της φοίτησής μου στο γυμνάσιο ακόμη και το πρώτο καλοκαίρι μετά την εγγραφή μου στο αθηναϊκό πανεπιστήμιο […]». (1)


1924: Ο Μανώλης Κριαράς καθιστός δεξιά με τους φίλους του, τον Τσιγαλίδη (όρθιος αριστερά) και τους γιους του αγαπημένου του καθηγητή Ιωάννη Μοσχόπουλου τον Κώστα (όρθιος δεξιά) και τον Δημητρό (καθιστός αριστερά).
Στην τρίτη Γυμνασίου ο Κριαράς μαζί με άλλους συμμαθητές του και την καθοδήγηση του εικοσάχρονου καλλιεργημένου πνευματικά και φιλότεχνου κουρέα Αντώνιου Μάλμου (1901-1971) (2), ίδρυσαν έναν πνευματικό όμιλο που τον ονόμασαν «Εγκυκλοπαιδικό Κύκλο των νέων». Αρχηγός ήταν ο Αντώνιος Μάλμος, πρόεδρος ο Ρούσος Κτιστάκης αργότερα σημαντικός δημοσιογράφος και γραμματέας ο Μανώλης Κριαράς.
Κατά τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο είχε σπουδαίους καθηγητές όπως: στα αρχαία ελληνικά τον Εμμανουήλ Γενεράλι που τον «μύησε ενωρίς σε πολλά μυστικά του αρχαίου ελληνικού λόγου και των αρχαίων γραμμάτων», στα μαθηματικά τον Ανδρέα Κνιθάκη, στα φυσικά τον Κωνσταντίνο Σαμιωτάκη, στην ψυχολογία τον Μιχαήλ Αλεξανδρόπουλο και στα φιλολογικά τον Ιωάννη Μοσχόπουλο από τη Μικρά Ασία που πριν δίδασκε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης ο οποίος άνοιγε τους πνευματικούς ορίζοντες των μαθητών μυώντας τους με απλό τρόπο στη λογοτεχνία και την πνευματική ζωή και όπως γράφει ο Κριαράς: «[…] Είναι βέβαιο ότι ο δημοτικισμός μερικών από μας τους μαθητές του οφείλεται, σε μεγάλη μοίρα, στη διδασκαλία του[…]» (3).

Από αριστερά ο Μαν. Κριαράς ΤΟ 1924, με το φίλο του Φωκίωνα Φραντζεσκάκη, αργότερα καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Ακαδημαϊκού. 

 Παράλληλα διάβαζε λογοτεχνία και ποικίλα κοινωνικά και πολιτικά βιβλία, που έπαιξαν το ρόλο τους στην πρώτη πνευματική του διαμόρφωση. Στο μέσον της μαθητικής του ζωής πηγαίνει στο νεοϊδρυθέν 2ο Γυμνάσιο που στεγάστηκε «σε άθλιο παλαιό τουρκικό σχολικό κτίριο στη συνοικία Καστέλι των Χανιών», με γυμνασιάρχη τον Εμμ. Γενεράλι, απ’ όπου αποφοίτησε. Στην έρευνά μας για τα νεανικά-μαθητικά έντυπα στην Κρήτη από την περίοδο της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καταγεγραμμένα ή μη, και φτάνοντας στη δεκαετία 1920-1930, ανασύραμε το νεανικό – λογοτεχνικό περιοδικό «Αυγερινός» που άρχισε να κυκλοφορεί στα Χανιά τον Αύγουστο του 1924. Από τον Απρίλη του 1924, φερέλπιδες νέοι των Χανίων με πνευματικές και λογοτεχνικές ανησυχίες, που ίδρυσαν τον «Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο», είχαν αποφασίσει να εκδώσουν τον «Αυγερινό» (4).
Υπεύθυνος – «εισηγητής επί της ύλης» και «νονός» του περιοδικού, ήταν ο 18χρονος τελειόφοιτος μαθητής του Γυμνασίου, Μανώλης Κριαράς ο οποίος στα τρία πρώτα τεύχη δημοσίευσε σε συνέχειες το διήγημά του «Τέτοια Ζωή!…». Είναι πολύ πιθανόν να είναι το πρώτο του διήγημα που είδε το φως της δημοσιότητας. Ίσως υπάρχουν κι άλλα της νιότης αδημοσίευτα. Ο καθηγητής του Ιωάννης Μοσχόπουλος, επαινούσε τις εκθέσεις του και ο ίδιος γράφει: «[…] Όταν αργότερα έμαθε ότι γράφω και… διηγήματα, στη δημοτική πια, ζήτησε να του τα δώσω να τα κοιτάξει. Δεν το τόλμησα […]». (5)
Σ’ αυτό το πρώτο του διήγημα, ο νεαρός Κριαράς επιβεβαιώνει την κρίση των δασκάλων του ότι «κατέχει πολύ καλά τη γλώσσα». Αποτυπώνει με επιτυχία στον καμβά του την εκτεταμένη φτώχεια των λαϊκών στρωμάτων, την κοινωνική αδικία, τις ταξικές ανισότητες και όλη την περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα. Κεντά με τέχνη τους χαρακτήρες των ηρώων του και τους ίδιους τους τοποθετεί κατάλληλα στο χώρο και στο χρόνο. Τα παραπάνω δεν είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής φαντασίας ενός νέου, αλλά πατούν στέρεα πάνω στο έδαφος της άθλιας για το λαό κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας της Ελλάδας και της Κρήτης των αρχών του 20ού αιώνα.
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εθνικός Διχασμός, η αποτυχημένη, επαίσχυντη «εκστρατεία» της Ελλάδας στην Κριμαία, η Μικρασιατική καταστροφή και η έλευση περισσότερων του ενός εκατομμυρίου προσφύγων, είναι τα κορυφαία γεγονότα μεταξύ του 1910 και των αρχών της δεκαετίας του 1920. Τα δάνεια από τους συμμάχους, οι βαριές φορολογίες, ο πληθωρισμός, η μεγάλη πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, με αποκορύφωμα το 1922 με ένα μέτρο απελπισίας, τη διχοτόμηση των χαρτονομισμάτων όπου «…το μισό θεωρήθηκε αναγκαστικό δάνειο, ενώ το άλλο μισό συνέχισε να κυκλοφορεί στο ήμισυ της ονομαστικής του αξίας» (6), έπληξαν τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα τα οποία ζούσαν μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία. «[…] Τα εργατικά στρώματα θα θεωρηθούν ως δυνάμει απειλή του κοινωνικού καθεστώτος και ως δυνητικοί εχθροί του κράτους […]». (7) Εξάλλου, ο ίδιος ο Κριαράς ως έφηβος, είχε ανάλογα οικογενειακά και προσωπικά βιώματα.

Η χειρόγραφη απαντητική επιστολή του υπεραιωνόβιου Νέστορα των ελληνικών γραμμάτων Εμμ. Κριαρά, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του. 

Τα βιώματα αυτά, ταυτόχρονα με τα διαβάσματά του, τον οδήγησαν να κατανοήσει, να συνειδητοποιήσει και να καθορίσει, κατά κάποιο τρόπο πολύ νωρίς, με ωριμότητα, τη θέση και τη στάση του απέναντι στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Θέση και στάση ενός προοδευτικού με σοσιαλιστικές τάσεις νέου, απόλυτα ρεαλιστική, η οποία καταγράφεται προς στο τέλος του διηγήματος με τη φράση: «[…] Θα ’ρχότανε όμως μια μέρα. Θα ’ρχότανε με τον καιρό, άμα θα ωρίμαζε στα κεφάλια των όμοιων του η ιδέα της ισότητας, άμα θα νοιώθανε οι ταλαίπωροι πως έχουν κι αυτοί δικαιώματα στη ζωή, σαν τους … άλλους…[…]».
Το διήγημα «Τέτοια ζωή!…» αποτελεί δείγμα γραφής ενός εφήβου που στις αρχές του εικοστού αιώνα μετουσίωσε σε πεζό λόγο τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του, όπως ένας άλλος θα μπορούσε να γράψει ποίηση ή ένας τρίτος να εκφραστεί με τις καλές τέχνες, το οποίο φέρνουμε στο φως ξανά μετά από ενενήντα χρόνια για τους νέους των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα και όχι μόνο.

*δάσκαλος – ιστορικός ερευνητής
Σημειώσεις: 
(1) Εμμ. Κριαράς, Μακράς ζωής αγωνίσματα, σελ. 27, έκδ. «Οι φίλοι του περιοδικού ΑΝΤΙ», Αθήνα 2009.
(2) Βλ. http://el.wikipedia.org
(3) Εμμ. Κριαράς, όπ. παρ., σελ. 31.
(4) Αρκετοί από τη μεγάλη συντροφιά των νέων του «Κρητικού Φιλολογικού Συλλόγου» και του «Αυγερινού», μεγαλώνοντας εξελίχθηκαν σε σημαντικές προσωπικότητες της πνευματικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου και της χώρας, που υπηρέτησαν την επιστήμη τους και τον ελληνικό λαό και κάποιοι έδωσαν τη ζωή τους για μια λεύτερη πατρίδα. Εκτός από τον Μανώλη Κριαρά, αναφέρουμε ενδεικτικά: α) Καψωμένος Στέλιος (1907-1978): Φιλόλογος – γλωσσολόγος, καθηγητής Α.Π.Θ. Ένα χρόνο πριν τον Αυγερινό, τον Αύγουστο του 1923 είχε εκδώσει μαζί με το Ρούσο Κτιστάκη το νεανικό-λογοτεχνικό περιοδικό «Λογοτεχνικές Σελίδες». β) Τωμαδάκης Νίκος (1907-1993): Φιλόλογος – βυζαντινολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου Αθηνών. γ) Κτιστάκης Βαγγέλης (1908-1944): Διδάκτορας νομικών σπουδών στη Γερμανία, ήταν προπολεμικά η ψυχή του αντιφασιστικού αγώνα στα Χανιά και ευρύτερα, γραμματέας Κρήτης του ΚΚΕ και μεγαλομάρτυρας της Αντίστασης καθώς εκτελέστηκε με απάνθρωπο τρόπο από τους Γερμανούς κατακτητές στο κολαστήριο της Αγιάς στις 16 Ιούνη του 1944. δ) Σπυριδάκης Γιώργος (1908-1980): Σπούδασε στη Γαλλία φιλοσοφία, έγραψε ποίηση, δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόνης και υπήρξε μορφωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι. ε) Καλδής Πολυδεύκης (1908-2007): Δικηγόρος με σπουδές στο Παρίσι. στ) Γκανή Ιούλιος: Από την εβραϊκή κοινότητα των Χανίων, φίλος του θεάτρου που στα χρόνια της Κατοχής μαζί με τους άλλους ομοεθνείς του θανατώθηκε στο Άουσβιτς στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί. ζ) Κορνάρος Παναγιώτης (1908-1944): Από το Σφακοπηγάδι Κισάμου. Αγωνιστής δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Τον φυλάκισε ο δικτάτορας Μεταξάς την 4η Αυγούστου. Την Πρωτομαγιά του 1944 εκτελέστηκε μαζί με άλλους 200 πατριώτες κομμουνιστές από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
(5) Εμμ. Κριαράς, όπ. παρ., σελ. 32.
(6) Κώστας Κωστής, Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος – 21ος αιώνας, σελ. 572-573, έκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2013.
(7) Κώστας Κωστής, όπ. παρ. σελ. 580.
_____________________________________________
Αντιγράφω το παραπάνω πολύ ενδιαφέρον άρθρο από τα χθεσινά Χανιώτικα Νέα (http://www.haniotika-nea.gr/o-efivos-manolis-kriaras-sta-chania-ke-o-avgerinos/), γραμμένο από τον εξαίρετο μελετητή Γιώργο Πιτσιτάκη (Νιοχωρίτη και συμμαθητή μου στο δημοτικό), γιατί δίνει σημαντικά στοιχεία για το μεγάλο δάσκαλο και υπερασπιστή της δημοτικής γλώσσας Εμμανουήλ Κριαρά. Για το δάσκαλο, που έφυγε τον περασμένο Αύγουστο, είχαμε αναρτήσει εδώ, αναδημοσιευμένο από το Ορόγραμμα Σεπτ.-Οκτ. 2014, ενώ το 10ο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας που γίνεται το Νοέμβριο 2015 στην Αθήνα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.
Τις λεζάντες των φωτογραφιών μου τις έστειλε ο συγγραφέας. Επίσης, μου έστειλε ένα κείμενο για τον Εμμ. Κριαρά που είχε δημοσιεύσει στο Β' τεύχος του περιοδικού Λόγου και Τέχνης "Κεδρισός" των Χανίων, συνοδευόμενο από το πρώτο διήγημα του δασκάλου.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Σμύρνα και νάρδο στην Ανάσταση!

Νάρδο έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες τη λεβάντα, το φυτό που χρησιμοποιούσαν για καλλωπισμό και αρωματισμό (Πηγή φωτογραφίας εδώ)


«Ακου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ' τα χείλη των παιδιών
απ' την άγνοια των χελιδονιών
απ' τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ' τ' αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
.......................................
Χριστέ μου
τι θα 'τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;».

                  (Γιάννης Ρίτσος, από την Εαρινή Συμφωνία)


Σμύρνα ή μύρο που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι για τις ταριχεύσεις και για την καταπολέμηση των ψύλλων, οι Κινέζοι για τα πρηξίματα των ποδιών, οι Έλληνες για τις αντιμικροβιακές, επουλωτικές και πολλές άλλες ιδιότητες... (Πηγή φωτογραφίοας εδώ)

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Και τι δεν έχει το πιθάρι της πεζογράφου Μάρως Δούκα!



Τελικά, τι μπορεί να περιέχει το πιθάρι του συγγραφέα; Ή, έχει πιθάρι ο συγγραφέας;  Σε αυτό θέλει να απαντήσει η Μάρω Δούκα στο βιβλίο της "Ο πεζογράφος και το πιθάρι του" (εκδόσεις Πατάκη 2013, ενώ είχε αρχικά εκδοθεί το 1992 από τις εκδόσεις Καστανιώτη ).

Είναι κείμενα που έγραψε η συγγραφέας τη δεκαετία 1981-1991. Αυτοβιογραφικά, συχνά εξομολογητικά, με πλήθος από πρόσωπα να περνούν από μπροστά της, κι από μπροστά μας μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Χατζής, Ταχτσής, Τσίρκας, Νιάρχος, Αξιώτη, Μαρωνίτης, Ιωάννου, Ρίτσος, Χάκκας, Παπαδιαμάντης, Αλεξάνδρου, Χειμωνάς, Λαμπρόπουλος, Καλλιανέση και πάλι Καλλιανέση. Κρίσεις για πρόσωπα που γνώρισε, στιγμές μαζί τους, με λόγο τρυφερό, ανθρώπινο, συχνά και αυτοκριτικό. Κείμενα επίσης για την Αριστερά, που δεν θα μπορούσαν να λείψουν, ήταν και κείνα τα χρόνια τόσο καθοριστικά για την Αριστερά στην Ελλάδα και για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση σε όλο τον κόσμο. Όπως δεν χάνει και την ευκαιρία να θυμηθεί παλιότερες σελίδες από την ιστορία με την αφορμή της ημερομηνίας ενός θανάτου, μιας συνάντησης.

Γράφει και είναι σα να μας συστήνεται. Ας ξεχωρίσω μερικά σημεία από τις προσωπικές της εξομολογήσεις. 

Γράφει τον Ιούλιο του 1981 για το Δημήτρη Χατζή, "το δικό μας και αγαπημένο διηγηματογράφο", που στη διάρκεια της δικτατορίας το "διάβασες Χατζή;" ήταν "σύνθημα και παρασύνθημα τις νύχτες που πετούσαμε προκηρύξεις" και του οποίου τα βιβλία (θα συμπληρώσω εγώ) "Το τέλος της μικρής μας πόλης", "Το διπλό βιβλίο" και "Μαργαρίτα Περδικάρη" ήταν από τα αγαπημένα μας αναγνώσματα στα φοιτητικά χρόνια της δεκαετίας του 70:

"...Ο λυρικός και ρομαντικός της κοινωνίας που μας έθρεψε, ο εκφραστής της Ελλάδας που χάθηκε, ο Ηπειρώτης της γενιάς που ανέβηκε στα Βουνά. Ο απτόητος εξόριστος, ο αδιάφθορος επαναπατρισμένος.... Ο δάσκαλος της γλωσσικής λιτότητας και της οικονομίας της μορφής, ο εγκρατής του πάθους, ο επίμονος της καλοσύνης..."

Όμορφα λόγια έχει να πει για τη Τζένη Μαστοράκη, τη σπουδαία ποιήτρια και μεταφράστρια, για την οποία μάλιστα έγραψε στο περιοδικό "το Δέντρο" το 1982 το διήγημα "Ουδέποτε φοβήθηκα τον Άλλαν Πόε". Ενώ, για τη μετάφρασή της στο έργο του Σάλιντζερ "Ο Φύλακας στη σίκαλη", τα ελληνικά της, γράφει, "είναι τα δραστικότερα ελληνικά που διάβασα ποτέ". (Εδώ, έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι η Μαστοράκη έχει ξαναμεταφράσει το ίδιο έργο δίνοντάς του, παραδόξως για μένα, νέο ελληνικό τίτλο "Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης").


Για τον Γιώργο Ιωάννου "που τον αγαπούσε από μακριά", έχει συχνές αναφορές. Θυμάται τότε το 1980 που μαζί και με τον Ταχτσή και τον Κοντό πήγαν στα διακστήρια ως μάρτυρες υπεράσπισης του Ηλία Πετρόπουλου (υποθέτω θα ήταν για το βιβλίο του τελευταίου "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη" για το οποίο δικάστηκε όντως).

Και για τον Κώστα Ταχτσή έχει κάτι να μας πει. Πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1988, πριν προλάβει να του πάει μια γλάστρα με φόινικα στο καινούριο του σπίτι στον Κολωνό. Και γράφει ταυτόχρονα για τον Άρη Αλεξάνδρου. "Ο ένας περιπατητής, ο άλλος αναχωρητής, μοναχικοί και οι δύο, με ένα μυθιστόρημα-άθλο ο καθένας, Τρίτο στεφάνι και Κιβώτιο".

Εμβληματικό έργο το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου:  "Η ιστορία θα μας προσπερνά, μα το Κιβώτιο θα έχει διά παντός ορίσει τον παραλογισμό της". Και γράφει παρακάτω για το ίδιο:

"Είναι ο κομματικός μηχανισμός που ενθαρρύνει και καλλιεργεί παρόμοιες κακώσεις και εκτροπές ή μήπως αυτή και μόνη η συμμετοχή, αυτή και μόνη η εκτίναξη προς τα έξω αποτελεί δοκιμασία των αξιών που οροθετούν την ανθρώπινη ύπαρξη;"

Για την Μέλπω Αξιώτη, της οποίας τα Άπαντα είχε επιμεληθεί στον Κέδρο (έργο για το οποίο κάνει αυτοκριτική γιατί ξέχασε λέει να συμπεριλάβει τα ποιήματά της, αλλά και την Κάδμω, το αριστούργημά της), γράφει: "Οι εμπειρίες, τα βιώματα, οι ιδέες της, οι αναμνήσεις έγιναν ένα σώμα". Εντυπωσιάζεται από τις πρώτες λέξεις στο μυθιστόρημα της Αξιώτη "Δύσκολες νύχτες": "Σήμερα περιμένω ένα σουβριάλι. Ασημένιο". Μην ψάξετε σε λεξικά, δεν θα βρείτε το σουβριάλι πουθενά. Είναι απ' αυτά που, όπως λέει η Μάρω Δούκα "θα μπορούσαν ν' αποτελέσουν το στίχο για τα μυθικά ζητούμενα της παιδικής μας ηλικίας που συντηρούν αμείωτη και πεισματική της ανάγκης μας του ονείρου και του θάμβους". 

Εξαιρετικό και το κείμενο του Νίκου Ξυδάκη για την Μυκονιάτισσα Μέλπω Αξιώτη στο ιστολόγιό του, "η σκοτεινή τρυγόνα, ο «κάβουρας», είναι η ψηλή ξερακιανή κυρία με τα φλογισμένα μάτια και τη μυτόγκα που ξεκρεμνούσε, το ολιγομίλητο ξωτικό με πανωφόρι κατακαλόκαιρα, είναι το ασημένιο σουβριάλι το ιδρυτικό"
"...Σήμερα θέλω λοιπόν ένα σουβριάλι. Να μην ξέρω αν είναι μεγάλο, αν είναι γυαλιστερό, να πάω στο σπίτι να το περιμένω όλη τη μέρα, έτσι —όχι, καλύτερο θα ήταν έτσι... να ιδρώνουν τα χέρια μου από την αγωνία, να περιμένω καρφωμένη ακούνητη δίπλα στο τζάμι του παραθύρου που βλέπει πέρα, απέναντι, μακριά, για να μη μου ξεφύγει ο άνθρωπος που θα 'ρχεται και θα το φέρνει, κι όλοι θα παραμερίζουνε να περνά, να το φέρνει, και ν' ανεβαίνει τη σκάλα, ν' ανοίγει την πόρτα της καμάρας που κάθομαι και περιμένω και να μου το δίνει στα χέρια, ποτέ να μην είναι ακριβώς εκείνο που επερίμενα και τότε μόνο να το πιάνω μόνο για μια στιγμή κι αμέσως να το εγκαταλείπω χάμω, για να μην το ξαναγγίξω πια ποτέ..." (απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Δύσκολες νύχτες")

Καυστική στο άρθρο της "Αλλιώς, αλλιώς, αηδόνα μου" στο αφιέρωμα του περιοδικού "η λέξη" με θέμα "Διανοούμενοι και δικτατορία". Στηλιτεύει, βγάζει την πίκρα της και την αγανάκτησή της για τα μπουζούκια και τ' αλάτια και πιπέρια  αλλά και την αγωνία της για το σήμερα (το εκείνο "σήμερα" του 1987, που όμως μας γεννά πολλές σκέψεις για το σημερινό "σήμερα" του 2015), "αυτό που διαφθείρει τις αξίες και απορροφά τις ιδεολογίες για να τις αποβάλει αναφομοίωτες"! Και αναρωτιέται "πόσο οι αγωνιστικές αναφορές μας σ' εκείνα τα χρόνια συμβάλλουν σε μια ουσιαστική αυτογνωσία και σε μια ακριβοδίκαιη αξιολόγηση". Και σαν καμπανάκι χωρίς ακροατές μου φαίνονται σήμερα οι προβληματισμοί της για την πλειοψηφία που κινούμενη "μέσα στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής λογικής αδιαφορεί για οτιδήποτε δεν έχει άμεση σχέση με τη βολή, την αγρανάπαυση και τα ερμάριά της". (Ίσως τέτοια κείμενα, διαβάζοντάς τα τώρα, μετά από 20-30 χρόνια από τότε που γράφτηκαν, να μπορούν να συμβάλουν σε κάποια αυτογνωσία, έστω και καθυστερημένα ...)


Μπορεί κανείς να ξεφυλλίσει ολόκληρο το τεύχος από τη σελίδα του ΕΚΕΒΙ με τα ψηφιοποιημένα περιοδικά

Σπαραχτικά και γεμάτα αγάπη τα κείμενα για τη Νανά Καλλιανέση, την εκδότρια του Κέδρου. Ήταν Μακρονησιώτισσα, μαζί με την Παϊζη και την Καραγιώργη. "Αριστερός είναι να είσαι άνθρωπος, τίποτε άλλο", έλεγε. Και διηγείται τη ζωή της με το Νίκο Καλλιανέση, "τον πιο τίμιο πλωτάρχη του ελληνικού ναυτικού".

Το άρθρο στην ΚΟΜΕΠ "Για τον Κρόνο και τα παιδιά του" (1990) έχει δυστυχώς τόσες αλήθειες για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό και για το πώς το Κόμμα αντιμετώπιζε την τέχνη. Αναφέρεται και με πικρία στον Κώστα Χιωτάκη, όταν "αυτός ο γλυκύτατος άνθρωπος, ο γιατρός Χιωτάκης από τα Χανιά, ο αριστερός, ο αγωνσιτής, που γιατροπόρευε τους φτωχούς στην πόλη που μεγάλωσα" έγραψε για το πρώτο της μυθιστόρημα "να απαλλάξουμε την ελληνική λογοτεχνία από τη σκουριά" (νομίζω κι ο ίδιος θα είχε μετανιώσει αργότερα γι' αυτό, για τον Χιωτάκη έχω γράψει εδώ).

Εξίσου εμβληματικό (και με ... πολλά στοιχεία επικαιρότητας) είναι το κείμενο που είχε δημοσιεύσει στο Ριζοσπάστη στις 30 Οκτωβρίου 1989 όταν υπέγραψε υπέρ του Συνασπισμού, γιατί φάνηκε η θέληση της Αριστεράς "να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στις συμπληγάδες, δικό της δρόμο, ούτε παγόνι, ούτε στρουθοκάμηλος, ούτε αποδημητικό προς τα εκεί που θα τη βόλευε, αλλά εδώ, κοιτάζοντας μπροστά."

Αλλά το κείμενο με το οποίο συστήνεται πραγματικά η Μάρω Δούκα είναι το ομώνυμο της συλλογής: "Ο συγγραφέας και το πιθάρι του. Ο πεζογράφος δηλαδή και το καβούκι του ή ο πεζογράφος και οι αυταπάτες του". Για τη λογοτεχνία, δηλαδή την τέχνη του λόγου. Για τον πεζογράφο. Μα ποιος είναι ο Έλληνας πεζογράφος αναρωτιέται. "Μήπως είναι ο παράμερος ολιγαρκής παρατηρητής μάρτυρας μιας κοινωνίας παραπαίουσας;"

Για τον Κερκυραίο Κωνσταντίνο Θεοτόκη τον κορυφαίο. Για τον Μακρυγιάννη που τα Απομνημονεύματά του ξεφυλλίζει μια φορά τον χρόνο. Για τον Καραγάτση,  τον Ξενόπουλο και τον Καζαντζάκη, τους τρεις παραμυθάδες, "παρηγορητές" της εφηβείας της. "Από τα δεκατρία ως τα δεκαοχτώ μεγάλωνα με τα βιβλία τους. Απογεύματα αμέτρητα στη Βιβλιοθήκη του Δήμου στα Χανιά". (Τι σύμπτωση, κι εγώ στα γυμνασιακά μου χρόνια, απογεύματα αμέτρητα στη Βιβλιοθήκη του Δήμου στα Χανιά. Διάβαζα για τα μαθήματα, είχαμε ησυχία, ο βιβλιοθηκάριος ήταν πολύ αυστηρός, δεν ανεχόταν κανένα ψίθυρο. Εκεί πρωτοδιάβασα Καζαντζάκη.)

Για τον Κοσμά Πολίτη και τον Σκαρίμπα. Για το Βασίλη Βασιλικό, το Μένη Κουμανταρέα, το Στρατή Τσίρκα, το Μάριο Χάκκα. Για τον Παπαδιαμάντη και το Βιζυηνό. Για τη Μέλπω Αξιώτη, στην οποία απολάμβανε τη λάμψη του πεζού λόγου, την αρχόντισσα της Μυκόνου που λίγοι τη συμπαθούσαν μα ο Ρίτσος τη συμβούελευε: "Μην τους ακούς... είναι σπουδαία".

Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο και το Γιώργο Χειμωνά. Και τελειώνει με το Γιάννη Μπεράτη, που με το βιβλίο του "Το πλατύ ποτάμι" έμαθε "για τον πλάγιο λόγο, για την περισυλλογή και τη νηφαλιότητα".

Νομίζω δεν έχω διαβάσει άλλον έλληνα λογοτέχνη να γράφει τόσα για άλλους έλληνες λογοτέχνες. Είναι κάτι που έχω εκτιμήσει σε ξένους, όπως στον Βίλα-Μάτας, στον Κούντερα, στον Καλβίνο κ.ά. Η αξία του πεζογράφου, λέει η Μάρω Δούκα, "θα κρίνεται πάντα από την ικανότητά του να ενδιαφέρεται για όλα γύρω του και όλα να επιμένει να τα ξαναδεί". Και καταλήγει:

"Ο πίθος των Δαναϊδων, αλλά και ο πίθος του Διογένη. Ο ένας σύμβολο καταδίκης, ο άλλος τρόπος ζωής".