Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Το δέντρο των Χριστουγέννων

 


 μικρό δεντράκι

σιωπηλό χριστουγεννιάτικο μικρό δεντράκι

είσαι τόσο μικρό

μοιάζεις περισσότερο με λουλούδι

ποιος σε βρήκε στο πράσινο δάσος

........................................................

Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο του E.E. Cummings (Νεφέλη 2011, σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού) έχει αναφερθεί ως το ωραιότερο ποίημα για τα Χριστούγεννα. Σίγουρα, πάντως, είναι ένα όμορφο τρυφερό κείμενο.
 

δες τις πούλιες

που όλο τον χρόνο κοιμούνται

σ' ένα σκοτεινό κουτί

..........................................

 Η εικονογράφηση του Paolo Ghezzi το κάνει ακόμη πιο όμορφο. Ένα όμορφο βιβλίο για παιδιά. 

Ο τίτλος του ποιήματος στο πρωτότυπο είναι little tree:

little tree
little silent Christmas tree
you are so little
you are more like a flower

who found you in the green forest
and were you very sorry to come away?
see          i will comfort you
because you smell so sweetly

i will kiss your cool bark
and hug you safe and tight
just as your mother would,
only don't be afraid

look          the spangles
that sleep all the year in a dark box
dreaming of being taken out and allowed to shine,
the balls the chains red and gold the fluffy threads,

put up your little arms
and i'll give them all to you to hold
every finger shall have its ring
and there won't be a single place dark or unhappy

then when you're quite dressed
you'll stand in the window for everyone to see
and how they'll stare!
oh but you'll be very proud

and my little sister and i will take hands
and looking up at our beautiful tree
we'll dance and sing
"Noel Noel"

 

The Christmas tree (Albert Chevallier Tayler)

 
Το φετινό δικό μας δεντράκι


Και το δεντράκι που μου 'στειλε ο εγγονός μου

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Χριστουγεννιάτικο τσάι της αλληλεγγύης

[…] Απόψε, παραμονή Χριστουγέννων, η μονοτονία της "υποδοχής" των ξένων έσπασε. "Γεννάει, μωρέ", φώναξε δυνατά η κυρά-Χαϊδεμένη ή Χάιδω ή Χαδούλα, όπως την έλεγε ο γιατρός. Κάτι τα μάτια της, κάτι που ήταν η μάνα της Μικέλας, κάτι οι δικές του ενοχές για πράγματα παλιά, της οικογένειάς του, κάτι τα χέρια της, αεικίνητα, σβέλτα κι ας ήταν γερασμένα. "Γεννάει η δόλια, δεν μ' ακούτε;" Η μελαψή όμορφη γυναίκα, κρυμμένη στη μαντίλα της, γύρω στα είκοσι, στη γωνιά της τάξης. [...] Και πάνω στη συνθετική κουβέρτα είχε ανοίξει η ξένη τα πόδια της και βογκούσε. Πλησίαζε δώδεκα όταν της πήραν το μικρό αγόρι από την κοιλιά. Η κυρά Χαδούλα, η Μικέλα του φαρμακοποιού κι ο αγροτικός γιατρός, με μεθοδικές ήρεμες κινήσεις, συντονισμένες στην εντέλεια, λες και βρίσκονταν στο πιο τακτοποιημένο χειρουργείο, ξεγέννησαν την ξένη, καθάρισαν τον μικρούλη από τα υγρά της ζωής και του θανάτου, ένα βήμα απόσταση όλα.

 

Το απόσπασμα είναι από το μικρό βιβλιαράκι με τίτλο "Χριστουγεννιάτικο τσάι της αλληλεγγύης (Te natalizio - di solidarietà = Te navideno solidario)" της Νίκης Τρουλλινού. Κυκλοφόρησε το 2018 εκτός εμπορίου και περιέχει το κείμενο στα ελληνικά, στα ιταλικά (μεταφρασμένο από τη Λήδα Παναγιώτου), στα ισπανικά (από τον Ευρυβιάδη Σοφό και επιμέλεια από Eusebi Ayensa Prat) και στα αραβικά (από τον Hassan Hesham).

 

Σηκώθηκε, παραμονή Χριστουγέννων, βαρύθυμος και μελαγχολικός. Δεν του άρεσαν ποτέ οι Άγιες Ημέρες. Ίσως κάποτε. Τότε που ήταν μικρός με την οικογένεια όλη εν ζωή ακόμη, να περιμένει πώς και πώς τη μέρα που τέλειωνε το σχολείο. Κι ύστερα η αδημονία για τα κάλαντα.  Πόσοι θα πάνε μαζί  και ποιοι, το τρίγωνο ποιος θα το κρατεί,  αφού ένα μόνο τρίγωνο είχαν στην παρέα, τι εισπράξεις θα κάνουνε, αν η μάνα θα θέλει να κρατήσει τίποτα δεκάρες για τον γαλατά, αν θα τους αφήσουνε να βγούνε μετά βόλτα στα μαγαζάκια της πόλης. Εκείνη την μπάλα την είχε βάλει στο μάτι από καιρό. [...]


 […]Ο γιατρός, Ρόδη τον λένε, έβαλε τον βραστήρα να φτιάξει τσάι από ένα πανέμορφο κουτί… «Christmas tea» γράφει πάνω στο μέταλλο, με στολίδια κόκκινα και φύλλα ελάτου, πράσινο τσάι με κομμάτια ξεραμένων φρούτων, μοσχομύρισε σπίτι και ιατρείο. Γεμίζει δυο φλιτζάνια, μια γ’ αυτόν και μια για τη λεχώνα, και προχωρεί στο διάδρομο. “Τσάι της αλληλεγγύης θα το λέμε τώρα πια” ψιθύρισε[…]».

Καλά Χριστούγεννα!

Και του χρόνου καλύτερα!

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Χειμερινό ηλιοστάσιο: μια παγανιστική δοξασία από τον Χρυσόστομο Τσαπραϊλη

 

Στο χειμερινό ηλιοστάσιο του 1913, πέντε παιδιά με ξεσκισμένα φουστανάκια χώθηκαν στους θάμνους από νωρίς, πριν νυχτώσει, και χλεύαζαν τον Ήλιο και του πέταγαν ποδαράκια από πουλιά και κόκαλα σπασμένα και άλλα, πιο μιαρά πράγματα που είχαν μαζέψει χορεύοντας γύρω από τα πηγάδια και τα καμένα σπαρτά. Κι ο Ήλιος τα είδε, και λίγο πριν ξεψυχήσει, τα κοίταξε με το βαθύ μίσος των καταδικασμένων. Τα παιδιά απέκτησαν κάτω απ' τη γλώσσα τους μία μικρή πληγή, από την οποία θα στράγγιζε κι από λίγο κάθε πρωί μιλιά τους, και τα πόδια τους θα ήταν κουτσά όσο τα έβλεπε η μέρα. Έπεσε ο Ήλιος όμως και τα παιδιά δεν κατάλαβαν τι τα καρτερούσε, γιατί τη νύχτα δεν τα έπιανε η κατάρα. Ούτε αντιλήφθηκαν τις ογκώδεις καμπούρες που ανάβλυσαν από το έδαφος λίγο παραπέρα κι άρχισαν να σέρνονται τραβώντας προς τον Βορρά. Η προσοχή τους ήταν ολάκερη στραμμένη στο δέντρο.

Κάθισαν να ακούσουν τα κοράκια να δοξάζουν τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου. Κι έτσι έκαναν τα πτηνά, παίνεψαν τις χάρες του νυχτερινού στερεώματος, που πάντα προσφέρει πολύτιμη προστασία στα δόλια έργα των ανθρώπων.

Κάθισαν να δουν τα κοράκια να προσκυνάνε τις πομπές των σερνάμενων μαζών που πέρναγαν από δίπλα. Και πράγματι τα πουλιά προσκύνησαν τους βαθύσκιωτους όγκους που η κίνησή τους ήταν χειρότερη από τους σπασμούς των κρεμασμένων, κι άφηναν ίχνος παγωμένο πάνω στο χώμα και σημάδι φλεγόμενο μέσα στις ψυχές.

Κάθισαν φοβισμένα και μάζεψαν κουράγιο για να αποκαλυφθούν και να συζητήσουν με τα κοράκια για την επόμενη χρονιά. Αυτά όμως δεν έβγαλαν από το ράμφος τους μιλιά για τα μελλούμενα γιατί είχαν δει πώς φέρθηκαν τα αγόρια στον Ήλιο.

Έτσι, δίχως να αφήσουν τα παιδιά να ρίξουν την πατροπαράδοτη ματιά στον επόμενο χρόνο, τα πουλιά πέταξαν μακριά, προς την κορυφή της οροσειράς, ενώ ένας κεραυνός έπεσε και έσκισε στα δυο το δέντρο.

Τα παιδιά γύρισαν στα σπίτια τους από τις πίσω στράτες και ξάπλωσα να κοιμηθούν με την ενοχή και την αγωνία να τρυπάει τα κεφάλια τους. Ούτε που τόλμησαν να πουν στους γονείς τους τίποτα - άφησαν για το πρωί την ομολογία. Όταν όμως ξύπνησαν με τον νεογέννητο Ήλιο πάνω απ' τα κεφάλια τους, η πληγή κάτω απ' τη γλώσσα δεν τα άφηνε να αρθρώσουν λέξη. Το βάδισμά τους ήταν σαν του κουτσού, και μόνο με μπαστούνι κατέβαιναν στο ρέμα. Έφυγαν απ' το χωριό και κρύφτηκαν σε αλεπουδότρυπες και ποτέ ξανά δεν χόρεψαν στο φως του Ήλιου. Σαν έρθει το σούρουπο, μπορεί να τα δει κανείς πλάι σε βάραθρα και πηγάδια και σπηλιές, να φοράνε τα σκισμένα φουστανάκια τους και να χορεύουν μανιασμένα υπό τον ήχο των ψιθύρων του Κάτω Κόσμου. Έτσι ευλογούν κάθε χρόνο τον ερχομό του χειμερινού ηλιοστασίου και το θάνατο του Ήλιου..

Απόψε θα έχουμε τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου κι ο Ήλιος βρέθηκε ήδη στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Η λαϊκή φαντασία έχει αφηγηθεί ιστορίες και ιστορίες για τη μέρα τούτη, τα παγανά ξεκινούν το ταξίδι τους για τη γη μέχρι των Φώτων κι εμείς αναζητούμε το παραμύθι για να μας βγάλει από τον φόβο του παρόντος.

Μια τέτοια ιστορία μας αφηγείται ο Χρυσόστομος Τσαπραϊλης στις Παγανιστικές δοξασίες της Θεσσαλικής επαρχίας (Αντίποδες, 2017). Θεσσαλός ο ίδιος, Λαρισαίος που ζει στην Καρδίτσα, έδωσε στο βιβλίο αυτό "τρομακτικές", "φοβιστικές", μακρινές ιστορίες σαν αυτές που αφηγούνται οι γέροι στα χωριά στα καφενεία ή τα βράδια γύρω απ' το μαγκάλι. Αξίζει πραγματικά το βιβλίο τούτο. Είμαι σίγουρη ότι και το νέο του, που φέτος κυκλοφόρησε πάλι από τους Αντίποδες, το Γυναίκες που επιστρέφουν θα είναι το ίδιο ενδιαφέρον.

Παρένθεση:

Ας μου επιτραπεί ένα ξεστράτημα του νου. Πέρσι τέτοια μέρα, ο Περικλής Κοροβέσης έγραφε στην Εφημερίδα των Συντακτών άρθρο με τίτλο "Παγανιστικά Χριστούγεννα ή επιστροφή στις ρίζες;". Άρχιζε έτσι:

Στη φυλακή, για να περάσουν οι ατέλειωτες ώρες, ακούγαμε και λέγαμε ιστορίες από τις ζωές μας. Είχαμε έναν παπά μαζί μας που δεν ξέραμε γιατί τον είχαν φέρει. Και ήρθε η σειρά του να μιλήσει για κάποιον κρατούμενο από τα παλιά. Μας άρεσαν αυτές οι ιστορίες.

Αθώος ή ένοχος, δεν έχει καμιά σημασία. Ο νόμος μετράει. Και πρέπει να δουλεύει, έστω και αν αδικεί. Ο νόμος λειτουργεί πάντα για τους άλλους που πρέπει να συμμορφωθούν. Δικός σας, είπε στους φρουρούς. Και το γλέντι άρχισε. Κνούτοι με σιδερένιες μπάλες και λεπίδες όργωναν το ισχνό κορμί.

[..] Το όνομά του, ρωτήσαμε. Και ο παπάς είπε: Ιησούς, Ιησούς Ναζωραίος.

Έκανε τότε, λέει, μια ανίερη σκέψη: Είναι αυτά τα Χριστούγεννα μια παγανιστική γιορτή της κατανάλωσης, κάτι σαν «Βlack Friday», που θα μπορούσαμε να το λέγαμε «Ηappy white days»; Μήπως δεν έχουν καμία σχέση με τον χριστιανισμό; 

 Κι αφού περιηγήθηκε στις ιστορίες, αληθινές και μύθους, για τα Χριστούγεννα, κατέληγε:

Μπερδεμένα πράγματα. Μήπως ο χριστιανισμός είναι κάτι πιο απλό; Ας ακούσουμε τον φανταστικό παπά της φυλακής: «Χριστέ μου, το παράδειγμά σου ακολούθησαν κι άλλοι. Ανέβηκαν τον δικό τους σταυρό σε σκοτεινά μπουντρούμια, με αλυσίδες σε χέρια και πόδια, με βγαλμένα τα νύχια και τα δόντια, κρεμασμένοι ανάποδα από το ταβάνι, μέχρι να ξεψυχήσουν. Όμως κανείς δεν τους θυμάται. Και ήταν δικοί σου μαθητές. Χριστέ μου, φοβάμαι πως σε λίγο θα έχουν ξεχάσει και σένα».

Επιστροφή:

Πριν από λίγο με πήρε τηλέφωνο ο εγγονός μου: Γιαγιά, μόλις είδα το άστρο της Βηθλεέμ! 

Η αλήθεια είναι πως απόψε ο Δίας με τον Κρόνο ήρθαν πολύ κοντά και λάμπουν λέει σαν ένα μεγάλο αστέρι, κάτι που γίνεται κάθε εξήντα χρόνια! Λέτε να είναι τ' αστέρι της Βηθλεέμ;

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Τα βιβλιοπωλεία άνοιξαν!

 

 

Τα βιβλιοπωλεία άνοιξαν, ευτυχώς. Και υπάρχουν πολλά και καλά νέα βιβλία. Και παλιότερα βέβαια που αξίζει ν' αναζητήσουμε.

Αλλά και οι βιβλιοθήκες; Κάποιες αποτολμούν να έχουν υπηρεσίες δανεισμού στη διάρκεια της καραντίνας, με προφυλάξεις βέβαια και για το προσωπικό τους και για τους χρήστες. Κάτι σαν το περίφημο "κλικ αγουέη", και μέχρι εκεί, και μόνο αν οι ίδιες το θελήσουν ή καλύτερα το αποτολμήσουν. (Όχι μόνο στη χώρα μας βέβαια, σ' όλο τον κόσμο οι ίδιοι προβληματισμοί, θα επανέλθω σε άλλη ανάρτηση).

Επιστρέφω όμως στα βιβλιοπωλεία, μια βόλτα με το "6" μπορεί να μας φέρει στο βιβλιοχαρτοπωλείο της μικρής γειτονιάς μας ή στο ψαγμένο βιβλιοπωλείο λίγο πιο πέρα, ας μην τα προσπεράσουμε. Μόνο μην ξεχάσουμε ν' αλλάξουμε κωδικό ...

Τι μου 'ρθε τώρα. Ο Οργανισμός Βιβλίου! Το νομοσχέδιο είχε ήδη περάσει από δημόσια διαβούλευση την Άνοιξη του 2019, αργά, πολύ αργά, να τα λέμε κι αυτά, μα είχε φτάσει, κι ύστερα η νέα Υπουργός Πολιτισμού είπε θα το αλλάξει, πρωτότυπο κι αυτό, ε καλά...

Καλά διαβάσματα. Εγώ, μόλις τελείωσα τον Γατόπαρδο και ψάχνω με ποιο απ' τις καινούριες αγορές θα ξεκινήσω....

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Της Πικρίας χώρας τα παραμύθκια εν έχουν τέλος: η συγκλονιστική γραφή της Κωνστάντιας Σωτηρίου


 

 - Ήταν, λαλεί, κάποτε θκυό αδέλφκια.

- Αδέλφκια που τα αλήθκεια αλήθκεια.

- Αδέλφκια μα εμαλλώσαν.

....................................................

Έτσι θα μπορούσε ν' αρχίσει το παραμύθι για έναν τόπο όπου ζούσαν δυο αδέρφια κι όπου πέθανε το ένα κι ύστερα το άλλο κι όπου ...

Εμάς στο χωριό τις χήρες τις είχανε αυστηρά, θυμάσαι, Σπασούλα, που στο χωριό τις χήρες της είχανε αυστηρά; Σαν πέθανε ο άντρας τους και η ζωή τους μαζί του έσβηνε, σαν πεθάνει ο άντρας τους να υπάρχουνε τελειώνανε. Έβαζαν το πένθος όλη τους τη ζωή. Που δεν ήταν ζωή. Κουβαλούσαν κομμάτι από θάνατο, έλεγε η γιαγιά μου. Κουβαλούμε κομμάτι από θάνατο σαν πεθάνει ο άντρας μας. Θυμάσαι, Σπασούλα, τη γιαγιά μου που κουβαλούσε κομμάτι τον θάνατο; Πέθανε ο παππούς όταν η γιαγιά ήτανε κοπέλα. Είκοσι  χρονών η γιαγιά, σκότωσαν τον άντρα της οι αγωνιστές, ότι είχε σχέσεις με τους Εγγλέζους. Τον σκότωσαν με πέτρες. Τον έστησαν κάτω από ένα δέντρο και ερχόταν ένας ένας στο χωριό να ρίξει μία πέτρα. Δεν θυμάμαι τώρα το δέντρο. Νομίζω ήτανε ελιά. Πέρασε όλο το χωριό, έριξε μία πέτρα, έριξε όλο το χωριό στον παππού μια πέτρα, ειδοποίησαν τη γιαγιά ότι ο άντρας της πέθανε, άρχισε να κουβαλά η γιαγιά μια ζωή κομμάτι τον θάνατο. Έπρεπε να βάλει τα μαύρα. Γύρισε στο σπίτι τους καθρέφτες και σαράντα μέρες δεν σκούπισε. Μπάνιο πενήντα μέρες δεν έκανε. Κατσαρόλα να ψήσει φαΐ δεν έβαλε. Τα μαλλιά της τα έκοψε να τα πάρει ο παππούς μαζί του στον Άδη. Σαν πέρασαν οι μέρες, έβαψε όλα τα ρούχα της μαύρα και άρχισε να φορά δύο μαντίλια. Γιατί φορούσε η γιαγιά, Σπασούλα, δύο μαντίλια; Γιατί φορούσε η γιαγιά δύο μαύρα μαντίλια; Επειδή σαν κουβαλάς κομμάτι τον θάνατο, ένα μαντίλι του πένθους δεν μπορεί να το σηκώσει. Γι' αυτό. 

Η Σπασούλα, πούναι τώρα στο φέρετρο και την μοιρολογάνε οι φιλενάδες της, είχε ράψει ένα ωραίο φόρεμα για τη νιόπαντρη που θα 'ρχότανε ο Γιωργάκης, ο άντρας της, ήτανε στα Άδανα  της Τουρκίας, στο στρατόπεδο, έτσι της είχαν πει, δεν κατάφερε να γυρίσει πίσω με τις ανταλλαγές, αλλά εκείνη τον περίμενε, γιαυτό είπε να ράψει εκείνο το φόρεμα το βυσσινί, με το διπλό ντεκολτέ, να μην είναι με τα γκρίζα και η Σπασούλα περίμενε το γιό της, της είχαν προλάβει κάτι πελάτισσες ότι οργανώνεται με τις νέες Εόκες «και να του πει να προσέχει να μην το φάει το κεφάλι του και τελικά αυτοί θα μας φέρουνε τους Τούρκους».

 Η Σπασούλα τους Τούρκους καθόλου δεν τους ήθελε. 

"Ήρθανε, πήραν τα σπίτια μας, μας σκότωσαν, μας έκαναν πρόσφυγες" έλεγε Και ούτε που τους κάναμε και εμείς κακά παραδεχότανε. "Αυτά που μας κάνανε αυτοί πολύ χειρότερα ήταν" έλεγε. Είχε και το θέμα με τον γιο της, που τους κατηγορούσαν ότι έφεραν τους Τούρκους με αυτά που κάνανε, αλλά δεν το παραδεχότανε. Αυτοί θα κάνανε ό,τι κάνανε, αιτίες πολλές είχανε, αφορμή ψάχνανε, έλεγε και τους Τούρκους καθόλου δεν ήθελε, να τους δει δεν μπόραγε. Μέχρι που πήγαμε σε εκείνη την εκδήλωση και την κηδεία. Ήτανε τότε που εμείς βρήκαμε τον Γιωργάκη μας και τον θάψαμε αλλά της Σπασούλας τον γιο της καθόλου δεν βρήκανε.

Και ποιοί είναι θαμμένοι στους  ομαδικούς τάφους; Σηκώθηκε μια Τουρκάλα και μίλησε. Κάτω, λέει, ήτανε θαμμένοι οι Τούρκοι που σκότωναν οι Έλληνες το εξήντα τρία. Κι από πάνω οι Έλληνες που σκότωναν οι Τούρκοι το εβδομήντα τέσσερα.

Πηγάδια βρίσκανε και ξέρες, μας είπε η Τουρκάλα, τόπους που είχαν τρύπες και κοιλώματα, που γέμιζαν παλιά νερό. Ρίχναμε εμείς τους δικούς τους στα πηγάδια μας, έριχναν μετά κι αυτοί τους δικούς μας στον ίδιο τόπο, φύρδην μίγδην τα κόκαλα, κάτω οι Τούρκοι, πάνω οι Έλληνες, ύστερα έρχονταν βροχές, τα πηγάδια γεμίζανε, τα κόκαλα ανακατεύονταν, γι' αυτό θέλανε τώρα τις επιτροπές να κάνουνε ταυτοποίηση, κανένας δεν ήξερε ποιος ήταν ποιος. Κάτσαμε κι εμείς να σκεφτόμαστε ένα πηγάδι γεμάτο κόκαλα ελληνικά και τούρκικα, ανάκατα μέσα στις ξέρες και τα πηγάδια, και στεναχωρηθήκαμε. Είδαμε και την Τουρκάλα που έκλαιγε, σφιχτήκαμε.

Είναι, νομίζω, το πιο συνταρακτικό βιβλίο που διάβασα τη χρονιά που φεύγει, το "Πικρία Χώρα" της Κωνστάντιας Σωτηρίου (Πατάκης, 2019). Η συγγραφέας μιλά με τόλμη για ένα θέμα δύσκολο, πονεμένο, για το Κυπριακό, τους αγνοούμενους και τους σκοτωμένους του, κι από τις δυο πλευρές, όπου η γυναίκα, η μάνα, το παιδί βιώνουν τον ίδιο πόνο της απώλειας σ' όποια μεριά κι αν βρίσκονται. Κι όπου, τελικά, καταλήγουν στον ίδιο λάκκο τα κόκαλά των σκοτωμένων τους και ανακατεύονται και "φίλοι, γινήκανε μαμά, φίλοι γινήκανε".

Η γραφή της είναι πολύ ιδιαίτερη, με συμβολισμούς, με γλώσσα ποιητική και όμορφη, με αφηγηματικό τρόπο παραμυθιού και με ιστορίες παράλληλες ή μήπως ίδιες με άλλο τρόπο καμωμένες. Η ιστορία του Καρλίτο και της Μαρίνας και η ιστορία της Σπασούλας και των φιλενάδων της, η ιστορία της Κύπρου με λόγια "κανονικά" και με λόγια στην κυπριακή διάλεκτο. Συγκλονιστικές αράδες ζωντανεύουν σκηνές σαν από αρχαία τραγωδία.

- Αφήκαν τες μόνες του να κλαίουν.

- Έτσι είν' δαμαί τα δικά μας παραμύθκια.

- Έτσι έν' τα παραμύθκια.

- Της γλυκείας χώρας!

- Της πικρίας χώρας.

- Εν έχουν καλόν τέλος.

- Εν έχουν τέλος.