Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Κράτησα τη ζωή μου... Στη μνήμη της Αννούλας




"...Μέναμε στην αρχή, στο προάστιο Vitry με την οικογένεια του τραγουδιστή Αντώνη Καλογιάννη. Μετά νοικιάσαμε ένα διαμέρισμα στο προάστιο Villejuif. Τέλος, πήγαμε σ' ένα πολύ ωραίο διαμέρισμα στο δήμο του Ivry-sur-Seine, σε μικρή απόσταση με το μετρό από το κέντρο του Παρισιού. Το οικοδομικό συγκρότημα που βρισκόταν το διαμέρισμά μας είχε κτίσει ο Renaudie, ένας πολύ καλός αρχιτέκτονας. Τα σπίτια είναι από μπετόν γκρίζο, άβαφο και μοιάζουν σαν δαντέλες..." *

Μου 'χε μιλήσει για τον Καλογιάννη η Άννα. Και χθες βράδυ που έβλεπα μια πρόσφατη εκπομπή της Έλενας Κατρίτση από τη σειρά Προσωπικά με τον Αντώνη Καλογιάννη (δείτε την, αξίζει, ο Καλογιάννης είναι αυθεντικός), όταν προς το τέλος τον ρώτησε η δημοσιογράφος τι θάθελε να κρατήσει, είπε το "Κράτησα τη ζωή μου". Είναι το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη "Επιφάνια, 1937", που το τραγούδησε ο ίδιος αξεπέραστα πάνω στη μουσική του παντοτινού Μίκη Θεοδωράκη. Ένιωσα ότι ταιριάζει στην Αννούλα, τη Σολωμίτσα μας (είχα γράψει εδώ και εδώ και εδώ).

Αντιγράφω το ποίημα από τη σελίδα του ΕΚΕΒΙ (φάκελο "Ταξιδεύοντας με το Γιώργο Σεφέρη" στο πρόγραμμα του ... πάλαι ποτέ "προγράμματος εμψύχωσης σχολικών βιβλιοθηκών" - και με την ευκαιρία, τι γίνεται με το ΕΚΕΒΙ και με την περίφημη πολιτική βιβλίου;;;) 

Επιφάνια, 1937

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγ-
γαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλ-
λιά σου
χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδε-
βαράν.

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους' βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου. στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά. μελανιασμένες λαγκαδιές. ο χιονι-
σμένος
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι
δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη
σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ. ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα
χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των
νερών
κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλει-
στά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες
που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που
σ' αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτε-
ρά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο
γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν
εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τούς πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή. κράτησα τη ζωή μου.

Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.


----------------------------------------------------


* Το απόσπασμα είναι από το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Άννας Σολωμού "Μια ζωή μέσα από καταιγίδες".

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Μπερλίν, της Άντζη Σαλταμπάση: αναζητώντας τις μνήμες μιας πόλης


Περιεργαζόμενη το βιβλίο πριν ξεκινήσω την ανάγνωση, διάβασα για το εξώφυλλο: "Μνημείο της Nelly Sachs στο Βερολίνο". Πάλι η Νέλλυ Ζακς μπροστά μου, τον τελευταίο καιρό βρέθηκε πολλές φορές στα διαβάσματά μου. Γερμανίδα ποιήτρια, γεννημένη στο Βερολίνο από Εβραίους γονείς, πρόλαβε να φύγει το 1940 στη Σουηδία· πιστή φίλη του ποιητή Πάουλ Τσέλαν, πληγωμένες υπάρξεις και οι δύο, χτυπημένες από την "τραυματισμένη πραγματικότητα" της φρίκης του ναζισμού. Έτσι περιγράφει τη συνάντηση των δύο ποιητών ο Κώστας Νασίκας στο εξαιρετικό βιβλίο του "Εξορίες γλώσσας". Ποιήματά της βρήκα πως υπάρχουν στο βιβλίο "Τέσσερις νομπελίστες ποιητές: Nelly Sachs, Jaroslav Seifert, Günter Grass, Elfriede Jelinek", Λεξίτυπον 2007 (σε μετάφραση και ανθολόγηση από Σωτήρη Γυφτάκη). Δεν το έχω ξεφυλλίσει, βρήκα όμως ποιήματά της στην ανθολογία της Μαρίας Λαϊνά "Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα: Επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις" (Ελληνικά γράμματα, 2007, με μια παρατήρηση ότι δίνονται τα ονόματα των μεταφραστών, όχι όμως και η πηγή δημοσίευσης των μεταφράσεων). Το μνημείο που φωτογράφισε η Σαλταμπάση για το εξώφυλλο του βιβλίου της είναι το μνημείο του Ολοκαυτώματος και βρίσκεται στο πάρκο Koppenplatz του Βερολίνου, πολύ κοντά στην πλατεία Rosenthaler.

Αλλά νομίζω ξεστράτισα, αφορμή το βιβλίο της Άντζη Σαλταμπάση Μπερλίν (Πόλις, 2017). Τη Σαλταμπάση την έχω συναντήσει ως μεταφράστρια πριν από λίγα χρόνια, αρχικά στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο "Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933" του Χάινριχ Βίνκλερ. Τώρα, μας συστήνεται και ως συγγραφέας η ίδια, με μια πρωτοπρόσωπη αφηγηματική περιήγηση στην πόλη του Βερολίνου, στους χώρους και στην ιστορία του, με έμφαση στον όλεθρο του Ολοκαυτώματος και στις μικροϊστορίες των Εβραίων που κάποτε έζησαν σ' αυτή την πόλη.

Η συγγραφέας, ως δημοσιογράφος, αναζητεί και παρακολουθεί τις τύχες απλών ανθρώπων που ζούσαν στο Βερολίνο από τη δεκαετία του '30 ή και παλιότερα και που είτε χάθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης ή κάποιοι πρόλαβαν να ξεφύγουν και βρέθηκαν στην Αμερική, στο Ισραήλ ή αλλού.

"Νεκρές και σχεδόν νεκρές" γυναίκες στο Ράβενσμπρουκ
Θέμα της η μνήμη· αυτή που καταγράφεται και στο σπαρακτικά αποκαλυπτικό, μνημειώδες εννιάωρο ντοκιμαντέρ του Κώντ Λανζμάν Σοά, που σκηνές του θυμάται καθώς το πούλμαν τους πηγαίνει για επίσκεψη στο γυναικείο στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ. Και τι ειρωνεία, εκεί δίπλα στο στρατόπεδο σχεδίαζαν να χτίσουν ένα πολυκατάστημα· ειρωνεία ή μάλλον κυνισμός θα έλεγα καλύτερα. Ευτυχώς για τον σεβασμό στη μνήμη, τη συλλογική και την ατομική, για την κοινωνική μνήμη, το σούπερ μάρκετ δεν έγινε, μάλλον δεν λειτούργησε ποτέ σ' εκείνη τη θέση, όπως μας πληροφορεί και φυλλάδιο της πόλης (η συγγραφέας, πάντως, μας πληροφορεί πως έγινε τελικά στην άλλη άκρη της πόλης, δίπλα στο νεκροταφείο, εκεί που, όπως είπε ένας φύλακας του νεκροταφείου, έκαιγαν τα πτώματα πριν το στρατόπεδο αποκτήσει τους δικούς του φούρνους!). 

Ψάχνει τι απέγιναν οι Εβραίοι της πόλης, αλλά και ποια ήταν η στάση των υπόλοιπων κατοίκων της, των Γερμανών, των φίλων, των γειτόνων· άλλοι δεν μιλάνε, άλλοι δεν γνωρίζουν, άλλοι δεν έμαθαν ποτέ και άλλοι ξέχασαν. Επισκέπτεται σπίτια που κάποτε έζησαν εβραϊκές οικογένειες μαζί με τη φίλη της την Γκαμπριέλε· η φίλη της ανήκει σε μια πρωτοβουλία Γερμανών που προσπαθούν να ζωντανέψουν, να καλλιεργήσουν και να διατηρήσουν τη συλλογική μνήμη, τοποθετώντας τις Stolpersteine (στόλπερστάινε) μπροστά από τέτοια σπίτια. Λίθους μνήμης τα λέει ή πέτρες που σκοντάφτεις πάνω τους, κι έτσι αναγκάζεσαι να μάθεις για την ιστορία του συγκεκριμένου σπιτιού, την ιστορία κάποιων ανθρώπων που έζησαν εκεί και, βέβαια, για το Ολοκαύτωμα, τη Σοά, τον μαζικό αφανισμό εκατομμυρίων ανθρώπων που σχεδίασαν και πραγματοποίησαν οι ναζί στα μέσα του 20ου αιώνα.

Λίθοι μνήμης έχουν τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης, μια πόλη 
απ' όπου πολλές χιλιάδες Εβραίων κατοίκων της εξοντώθηκαν από τους Ναζί
Ψάχνει και συζητά με ιδιαίτερη ευαισθησία για τους Εβραίους, για τους Εβραίους της Γερμανίας τη νοιάζει περισσότερο σε τούτο το βιβλίο, μα και για τους Εβραίους της Ελλάδας έχει την πίκρα της. Κι όταν τη ρωτούν πώς γίνεται να είναι ο άντρας της Έλληνας Εβραίος, και τη ρωτούν αν είναι "κανονικός ή αφομοιωμένος" κι αν υπάρχουν Εβραίοι στην Ελλάδα, γράφει:

Ε ναι, ναι, υπήρχαν κάποτε, μετά έμειναν ελάχιστοι, έτσι ήθελα να απαντήσω, αλλά δεν το έκανα και πώς μπορούσα άλλωστε, ποιος μπορεί να μιλήσει τόσο σκληρά και να πει ότι φυσικά και υπήρχαν πολλοί Εβραίοι στην Ελλάδα, αλλά οι περισσότεροι έγιναν στάχτη. Όσο δε για το αφομοιωμένος, φυσικά είχαν δίκιο, αφομοιωμένοι είναι οι Εβραίοι στην Ελλάδα, κρυμμένοι για να μην ερεθίζουν τα αντισημιτικά αισθήματα. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία...

Την κατατρώει η Γερμανία και οι σύγχρονοι Γερμανοί· πώς προσλαμβάνουν εκείνο το τραύμα, είναι αλήθεια τραύμα γι' αυτούς το Ολοκαύτωμα; Μερικοί ρίχνουν την ευθύνη στους ίδιους τους Εβραίους. "Θα ήθελα να μπορώ κι εγώ να κάνω αυτό το σχόλιο", της είπε Γερμανός φίλος, πολιτικοποιημένος σοσιαλδημοκράτης και ειρηνιστής, όταν εκείνη του είπε χαριτωμένα για έναν Εβραίο φίλο της που άνοιξε μαγαζί και ότι νιώθει χαρούμενος γιατί ξύπνησε μέσα του ο Εβραίος έμπορος. Αυτός νομίζει πως οι Εβραίοι δεν τους επιτρέπουν να μιλούν ελεύθερα. Δεν ήταν πάντα καλές οι συμπεριφορές απέναντι στους Εβραίους, της είπαν κάποιοι απόγονοι εβραϊκών οικογενειών του Βερολίνου· ας ήταν Εβραίοι Γερμανοί, πάλι σαν εβραιόπουλα ξεχώριζαν τα παιδιά στο σχολείο και ήταν ανεπιθύμητα.

Πολλές οι ιστορίες για παιδιά που εξοντώθηκαν και άλλες τόσες σημερινές προσπάθειες μαθητών σε γερμανικά σχολεία να ανακαλύψουν την ιστορία του σχολείου τους εκείνη τη ζοφερή εποχή και να ξεθάψουν μνήμες παιδιών που φοιτούσαν τότε. Συγκινητική η ιστορία των έντεκα Εβραιόπουλων από το γυμνάσιο Χέρμαν Έλερ στο Στέγκλιτς.

 Άλλοι νιώθουν οι ίδιοι ενοχές, άλλοι αρνούνται ότι γνώριζαν ή ότι γειτόνεψαν με Εβραίους.

Τα αισθήματα μιας ξένης στη Γερμανία είναι ανάκατα, αγαπά την πόλη, αναγνωρίζει τα χαρίσματα των ανθρώπων της, αλλά άλλο τόσο τους δίνει, με παρρησία θα έλεγα, χαρακτηρισμούς κάθε άλλο παρά κολακευτικούς πάντα. Κι εμείς, επηρεασμένοι μάλιστα από τις τρέχουσες καταστάσεις της κρίσης και από τις συμπεριφορές κάποιων επώνυμων ανθρώπων αλλά και μέσων ενημέρωσης από τη χώρα αυτή, κάποιες φορές νιώθουμε και δικαιωμένοι για τυχόν αντιδράσεις μας. Βέβαια, δεν είμαι από αυτούς που θα συμφωνούσαν για τη συνολική καταδίκη του γερμανικού λαού, του οποίου εκτιμώ και αναγνωρίζω αρετές και ικανότητες, όμως δεν μπορώ και να μην παραδεχτώ πως κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς που έδωσε νιώθω να ταιριάζουν στα γενικά χαρακτηριστικά τους (όπως τα αντιλαμβάνομαι, φυσικά).

Όταν μάλιστα χρησιμοποιεί το παράδειγμα της συμπεριφοράς αστυνομικών απέναντι σε κατοίκους που δείχνουν "ξένοι", ακόμη κι αν έχουν γερμανική υπηκοότητα, μ' εκείνο το ανατριχιαστικό ερώτημα "Geboren?" και με την κατάταξη στην κατηγορία "Migrationshintergrund", όχι όμως αν έχουν γεννηθεί π.χ. στην Ολλανδία (όπου θεωρούνται και πάλι "άριοι", συμπεραίνει η συγγραφέας), τότε σκέφτομαι τα δικά μας, και τους μπαρμπάδες μου που είχαν μεταναστεύσει αρχές δεκαετίας του '60 στη Γερμανία και όλους αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους που φτάνουν στη χώρα μας αναζητώντας μια καλύτερη ζωή... Αλλά, όπως τόσο καλά το είχε πει η Ανέτ Βιβιορκά που την αναφέρει η συγγραφέας, "το Άουσβιτς είναι μια μετωνυμία για όλα" (είχα κάνει αναφορά εδώ).

Το βιβλίο τελειώνει με μια εκδρομή στο Νησί των Παγωνιών, τον μικρό παράδεισο που θυμίζει τις παραστάσεις έργων του Ρακίνα, αλλά και την τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων του '36, τότε που το ζεύγος Γκέμπελς υποδεχόταν τον κόσμο, την ίδια ώρα που "κρατούμενοι ξεχέρσωναν το δάσος Ζάξενχάουζεν για το μελλοντικό στρατόπεδο, και εξακόσιοι Σίντι και Ρομά κλείνονταν σε ένα Τσιγκόινερ Λαγκερ στα ανατολικά της πόλης" και με μια αναφορά στην Έβδομη Σφραγίδα του Μπέργκμαν, όπου "ο ιππότης Αντόνιους Μπλοκ...". (Και τι σύμπτωση: για τους Ολυμπιακούς του '36 είχα σχόλιο από τον Χάρη Κουρή σε πρόσφατη ανάρτηση σχετικά με τη γλώσσα και την ορολογία στη λογοτεχνία).

Η συνέχεια στο βιβλίο, η μνήμη και οι μνήμες, οι ατομικές και οι συλλογικές, η κοινωνική μνήμη, αυτό είναι το θέμα του, μακάρι να μην ήταν (είναι) και το ζητούμενο της εποχής μας.. 

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

Περπατούρα




Τσικ Τσικ, ξεκινάει η μοναχική πορεία, μοναδική ως προς τον ήχο και το ρυθμό.

Ξέρω σε πόσα λεπτά και δευτερόλεπτα θα διανύσει τη σταθερή, την αμετάβλητη απόσταση απ’ το κρεβάτι της στο γραφείο μου, όπου κάθομαι εν πλήρει απραξία.

..............................................................................................................................

Το σύρσιμο της παντόφλας, την κλίση του σώματος και του στόματος το σχήμα, τα ΄χω φωτογραφίσει από καιρό με προπτική τα μάτια και τ΄αυτιά μου: η νυχτικιά πέφτει προς τα μπρος, φουσκώνει σαν κοιλιά εγκυμονούσα, μια κοιλιά που κρέμεται προς τα κάτω μ΄όλες τις σάρκες της, έτοιμη να χυθεί στο πάτωμα με νερά και αίματα.

Τσικ τσικ, και πρέπει γρήγορα να εγκατασταθώ σε κείνο το παλιό όνειρο, να κλείσω πόρτες και παράθυρα, να αμπαρωθώ από μέσα, να επικαλεστώ όλα τα υποτιθέμενα «αύριο θα ΄ναι καλύτερα», να επιστρατεύσω τα ερωτικά μου φαντάσματα.Πρέπει όλα αυτά να ενεργήσουν αυτόματα, να ΄ναι εν εγρηγόρσει, ώστε να συμβάλουν στη σωτηρία μου. Γιατί εκείνη, ακόμα πριν ξεκινήσει, ξέρω ότι ετοιμάζεται, πιάνεται γερά απ΄τις χειρολαβές, στερεώνεται, βεβαιώνεται, ισορροπεί, ενώ εγώ παραπαίω στο χείλος της αβύσσου.

Κι έρχεται κατά πάνω μου αργά αργά, προχωρεί ως το άνοιγμα της πόρτας, σχίζει με το μαχαίρι τα άδυτά μου, η Φραγκογιαννού.

Λέει πως πρέπει να την κοιτάξω, δεν το λέει, εγώ τ΄ακούω μέσα στο άγριο τσικ τσικ όπου αναπτύσσεται, θεριεύει η επιταγή, η απαίτηση, μ΄εκείνο το ανυπερθέτως που με τσακίζει.

Ποιο είναι αυτό το αλλόκοτο πρόσωπο με τ΄άσπρα νεκρά μαλλιά, το σκαμμένο δέρμα – μαζεύω με το παιδικό μου φτυαράκι τις ατέλειωτες τρίχες, μικρά σγουρά φιδάκια σ΄όλο το σπίτι, κι από πάνω μου τινάζω μακριά τη λιπαρότητα της πιτυρίδας της.

Κοντά στα ενενήντα κι ακόμα επιμένουν να μακραίνουν τα μαλλιά της, αγριεμένα σαν τη γριά Φροσσάρ, τα νύχια της μεγαλώνουν επικίνδυνα, ανάγκη επιτακτική να πάρω ψαλίδι, πετσέτα και νερό, οφείλω να μετρήσω, να υπολογίσω επακριώς το μάκρος, το σωστό κόψιμο, να φορέσω γυαλιά, ν’ ανοίξω με δυο δάχτυλα το ψαλίδι – το ψαλίδι, τα δυο δάχτυλα, τα μαλλιά, τα γυαλιά, τα μυαλά, ως πού να κόψω, πόσο μακριά, κοντά, μέτρια, βαθιά, πόσο βαθιά, σύρριζα να κόψω... να κόψω...

Ποια είναι αυτή που την πλένω, την χτενίζω, την ντύνω, την ξεντύνω. Αυτή δεν είναι το μικρό μου παιδί, το εγγόνι, το δισεγγονάκι μου, δεν είναι το ανάπηρο της γειτονιάς μας.

Να διώξω, πώς να διώξω, να τη διώξω εκείνη την πικρή, την τόσο δική της μυρωδιά που μου τρώει τα χέρια και τα χείλια.

Τα σεντόνια της κάθε πρωί έξω ν’ ανεμίζουν, άσπρο ψυχρό πανί, ώρες και ώρες να γλείφει το άρρωστο χρώμα τους ο αέρας, ο ήλιος – αιμοβόρα ζώα ...

Μια μέρα μου λέει: «Θα πεθάνω και τότε μόνο θα με σκέφτεσαι με μια ήρεμη δικαιοσύνη. Καθώς θα τριγυρνάς στο σούπερ μάρκετ, καθώς θα σέρνεσαι ως το πάρκο και την παλιά παραλία, μόνη και γριά, τότε θα μ’αγαπάς πέρα ως πέρα, κόρη μου. Τώρα δεν μπορείς, γιατί είμαι στο έλεός σου και στο έλεος της αμείλικτης πραγματικότητάς σου».

Τρομάζω, όταν νιώθω ότι διεισδύει στην αμηχανία μου, φοβάμαι ότι διακρίνει καθαρά την προσπάθειά μου να μη φανερώσω το πάθος που καίει τα σωθικά μου μ’ ένα βαθύ ερωτηματικό: μητέρα, γιατί αντέστρεψες τους ρόλους;

.................................................................................................................................

Κι ας περπατάει εκείνη, κι ας πηγαίνει μ’ ένα τσικ τσικ που μέρα με τη μέρα πριονίζει τις φρένες μου, δεν λαδώνονται, επειδή καμιά επέμβαση δεν χωρεί στο σύστημα που σπάει τα νεύρα και λιγοστεύει την ανθρώπινη αντοχή.


Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το διήγημα "Περπατούρα" της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου και περιέχεται στη συλλογή "Στο δωμάτιο" (Νεφέλη, 1999). Καθημερινές ιστορίες, με ανθρωπιά, ευαισθησία και πολλή αλήθεια: "Η ξένη", "Στην εκκλησία", "Φυγή", κ.ά. Ξεχώρισα την Περπατούρα γιατί σήμερα η μάνα μου κλείνει τα ενενήντα!