Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Από τα πηγάδια της μνήμης πόσα βγαίνουν!



"Όσο περνούν τα χρόνια και επέρχεται το βαθύ γήρας, τόσο πιο έντονα αισθάνομαι ότι εντός μου υπάρχουν δύο πηγάδια μνήμης: το ένα, θα το ονόμαζα της «Ζωής». Περιέχει σκηνές, έντονες εικόνες και ακούσματα. Ξάφνου, όπως μια στιγμιαία αναλαμπή μες το σκοτάδι,, αναδύονται από τα έγκατα του πηγαδιού αυτού, ως εάν το σύνορο ανάμεσα στο παιδί και τη γραία να μην υπήρχε, διαυγή και ατόφια θαμμένα θραύσματα από εικόνες και ακούσματα. 12 χρονών: στην πλατεία Αγάμων. Το φοβερό συναίσθημα της ωμής βίας: δύο άντρες κρεμασμένοι από τους φανοστάτες.14 χρονών, εκεί, στην ίδια πλατεία, το πρωτοφανέρωτο συναίσθημα του επαναστατικού ενθουσιασμού: οι αντάρτες μας με τα φυσεκλίκια τους, καλπάζουν πάνω στα άλογα, έρχονται, λευτερώθηκε η Αθήνα μας…

Κι ακόμα, ένα παράδειγμα από τα κοιτάσματα της πεζής καθημερινότητας: στα καλά καθούμενα, καθώς κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση μασουλώντας ένα σύκο, αρχίζω νοερά να απαγγέλω: «ανεβαίνω στη συκιά και πατώ στην καρυδιά και φωνάζω κούι-κούι και κανένας δεν μ’ ακούει. Κι ώσπου να φτάσει η μάνα μου και η σκύλα η αδελφή μου, επρόφτασεν ο χάροντας και πήρε την ψυχή μου»! «Πότε ήταν; Ήταν εκείνη τη φορά, ή μια άλλη φορά;». Φύρδην-μίγδην, εκεί, στο αταξινόμητο αρχείο της μνήμης και της λήθης, το «άκουσμα» αυτό, παρέμενε ανέπαφο!..."

Έτσι ξεκίνησε η Τζίνα Πολίτη την ομιλία της στην εκδήλωση που έγινε τον Νοέμβριο στην Αθήνα για την παρουσίαση του συλλογικού έργου "Ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης και η μεταπολεμική αριστερή διανόηση" (επιμέλεια Κώστα Βούλγαρη και Γιάννη Παππά, εκδόσεις Διαπολιτισμός 2016). Τα πηγάδια της μνήμης ήταν ο τίτλος της ομιλίας και σκαλίζοντας τη μνήμη της, ξεκινώντας από το If του Αναγνωστάκη πέρασε από το Άν του Κίπλινγκ για να φτάσει στην παρωδία του Βάρναλη και να καταλήξει στο Γιατρό Ινεότη του Χειμωνά! Έτσι, μέσα από ένα ντόμινο ανάγνωσης (όπως έχω ονοματίσει αυτές τις διακειμενικές δρασκελιές), μας φέρνει με τον όμορφο λόγο της στον κόσμο της μνήμης και του πολιτισμού της η πολύ καλή φιλόλογος (που ο λόγος της πάντα μου αρέσει και τη διαβάζω κι ας μην είμαι φιλόλογος η ίδια). 

Στο βιβλίο, το κείμενό της έχει τον τίτλο "Αναζητώντας το κλειδί", κι εκεί παίζει με το κλειδί για να φτιάξει ακόμη ένα ντόμινο. Και από το ποίημα Εκεί του Αναγνωστάκη

"Εκεί θα τα βρεις .

Κάποιο κλειδί
Που θα πάρεις
Μονάχα εσύ θα το πάρεις
Και θα σπρώξεις την πόρτα
....
Θ΄αφήσεις να κυλίσει στον υπόνομο
Βαθιά-βαθιά μες στα πυκνά νερά"


έρχεται στον Μίλτο Σαχτούρη και στη συλλογή του "Με το πρόσωπο στον τοίχο"

"Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, 
αλλά ο καλλίτερος τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας"

και φτάνει στην "Ιστορία των Μεταμορφώσεων" του Γιάννη Πάνου

"Κλείδωσα το κιβώτιο και το έσπρωξα βαθιά κάτω από τα ξύλα του κρεβατιού. Ύστερα, άφησα το κλειδί να γλιστρήσει σε μια σχισμή του τοίχου ανάμεσα στις πέτρες που το κατάπιαν ως τα θεμέλια... Πέρασε ποτέ από το νου σου πως ίσως κατά βάθος να ήμουν ποιητής;"

(Κι εγώ, συνεχίζοντας εκεί που το άφησε, θα θυμηθώ την Remington του Γιάννη Πάνου).

Αλλά, ας γυρίσουμε στο ίδιο το βιβλίο. Περιέχει 14 κείμενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τα οποία έχουν πολύ ενδιαφέρον, αναφερόμενα σε στοιχεία από τη ζωή και την προσωπικότητα του ποιητή. Ξεχωρίζω, πέρα από το κείμενο της Τζίνας Πολίτη, χωρίς να υποβαθμίζω και τα υπόλοιπα, το κείμενο της Άντειας Φραντζή με τίτλο "Ο θείος Λένον και ο Ανώνυμος: σημειώσεις στο περιθώριο". Επίσης, πολύ ενδιαφέρον είναι το επίμετρο από τον Κώστα Χριστόπουλο "Ιδεολογία και αισθητική στους αριστερούς καλλιτέχνες" με αναφορά στο παράδειγμα του χαράκτη Τάσσου, αλλά και με πολλές αναφορές σε έννοιες όπως πατριωτικιή αριστερά, μεσσιανισμός, Ρωμιοσύνη, ελληνικότητα και σε πρόσωπα όπως Σβορώνος, Αυγέρης, Γληνός, Ζντάνοφ, Λεοντάρης, Κόντογλου κ.ά. 

Παραθέτω παρακάτω τα ποιήματα τα οποία ανασκάλισε από τα πηγάδια της μνήμης της η Τζίνα Πολίτη στην ομιλία της, ξεκινώντας από το If του Μανόλη Αναγνωστάκη.

If...

                                         του Μανόλη Αναγνωστάκη

Αν — λέω αν…Αν όλα δε συνέβαιναν τόσο νωρίςΗ αποβολή σου απ’ το Γυμνάσιο στην Ε΄ τάξη,Μετά ΧαϊδάριΑϊ-ΣτράτηςΜακρονήσιΙτζεδίν,
Αν στα 42 σου δεν ήσουν με σπονδυλαρθρίτιδαΎστερα από τα είκοσι χρόνια της φυλακήςΜε δύο διαγραφές στην πλάτη σου, μια δήλωσηΑποκηρύξεως όταν σ’ απομονώσαν στο ΨυχιατρείοΑν —σήμερα λογιστής σ’ ένα κατάστημα εδωδίμων—
Άχρηστος πια για όλους, στυμμένο λεμόνι,Ξοφλημένη περίπτωση, με ιδέες από καιρό ξεπερασμένες,Αν — λέω αν…Με λίγη καλή θέληση ερχόνταν όλα κάπως διαφορετικάΉ από μια τυχαία σύμπτωση, όπως σε τόσους και τόσους
Συμμαθητές, φίλους, συντρόφους — δε λέω αβρόχοις ποσίΑλλά αν…
(Φτάνει. Μ’ αυτά δε γράφονται τα ποιήματα. Μην επιμένεις.Άλλον αέρα θέλουν για ν’ αρέσουν, άλλη «μετουσίωση».
Το παραρίξαμε στη θεματογραφία).

Άν μπορείς...

                                                         του Κίπλινγκ

Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να 'χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να 'σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν' αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ' το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,

αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν' ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν' αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,

αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ' αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ' την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν' αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν' αντέξεις σ' αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα 'χεις
άλλο εξόν απ' τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,

αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ' άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα 'ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και —περισσότερο ακόμα— θε να 'σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.




Αν μπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ' όσα ψέματα σου λεν με πιότερ' απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.

Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι' αληθινό - να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·
αν λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά κι εσύ ξαναμολάς καινούριον.

Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το 'χεις·
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν' αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός!» εσύ φωνάζεις «πίσω!»

Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ' εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα 'ναι τούτ' η Γης μ' όλα τα κάλλη που 'χει
κι έξοχος θα 'σαι Κύριος, αλλ' Ανθρωπος δε θα'σαι!


Και ας μου επιτραπεί να σκαλίσω ακόμη παραπέρα, αναζητώντας εγώ στον Καβάφη λίγα λόγια:



Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική. 


Από τα πηγάδια της μνήμης μας πόσα βγαίνουν...

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Ένα όμορφο παιχνίδι μνήμης η έκθεση στα Χανιά με κινηματογραφικές αφίσες από τη συλλογή του Λεωνίδα Κακάρογλου




Μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση πραγματοποιείται αυτό τον καιρό στα Χανιά, στη Δημοτική Πινακοθήκη της πόλης. Πρόκειται για πρωτότυπες κινηματογραφικές αφίσες 1950-2000 από την πλούσια συλλογή του Λεωνίδα Κακάρογλου. Ο Κακάρογλου, πέρα από καλός ποιητής, είναι λάτρης και γνώστης των κινηματογραφικών πραγμάτων και συλλέκτης αφισών που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υλικό για ένα μουσείο στην πόλη μας. (Για να περιγράψω καλύτερα τις ιδιότητες του Λεωνίδα, θα πρέπει να πω ότι είναι πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, ενώ εκ παραλλήλου ασχολείται συστηματικά με τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο).





Η συλλογή του είναι πολύ μεγάλη, ήδη εκτίθεται σημαντικός αριθμός αφισών στους τρεις ορόφους της Πινακοθήκης (κτίριο-στολίδι για την πόλη και χώρος σημαντικών καλλιτεχνικών δρώμενων). Όπως λέει ο ίδιο στο συνοδευτικό φυλλάδιο της έκθεσης:

"Απ' ότι έμεινε από παλιές συναντήσεις, από ερειπωμένους κινηματογράφους, από ανήλιαγες αποθήκες, από παλαιοπωλεία κινηματογραφικών ενθυμίων, τις μάζεψα, τις έκρυψα όπως παιδιά τ' αγαπημένα τους παιχνίδια και τώρα που ο χρόνος το ζήτησε, μερικές απ' αυτές ντυμένες στα καλά τους με φώτα και μουσικές σας τις παρουσιάζω".

Χρόνος διάφανος ο τίτλος της έκθεσης, ο χρόνος περνάει διάφανος μέσα από τις εικόνες που μας δίνουν οι αφίσες και μας φέρνουν μνήμες. Δύσκολο αυτό το παιχνίδι με τη μνήμη, το πιο δύσκολο λέει ο Λεωνίδας.

Έτσι ορίζει και τις εποχές, με τις μνήμες από αγαπημένες του ταινίες:

Χειμώνας: Η νύχτα μου στης Μωντ.
Άνοιξη: Τζόνι Γκιταρ
Καλοκαίρι: Τρελός Πιερό
Φθινόπωρο: Αντρέι Ρουμπλιώφ

Εξάλλου, ο χρόνος και η μνήμη διαπερνά όλο το έργο του Λεωνίδα Κακάρογλου. Γι' αυτό και οι αφίσες έρχονται "την ανάσα τους να προσθέσουν στη σιωπή που τη μνήμη μας αδιάκοπα πολιορκεί..."

Και λέει σ' ένα ποίημα:

Βουβή ταινία η μνήμη
Μιλιές που δεν ακούγονται
Λόγια που χάνονται στη σιωπή
Κι ένα γκρίζο φως που όλα τα σκεπάζει

Κάπου κάπου μια μουσική παράταιρη
Διακόπτει τη γαλήνη

("Βουβή ταινία", από την ποιητική συλλογή "Η συνήθεια των ημερολογίων", Πλέθρον 1995).

Ας απολαύσουμε, λοιπόν, τις εικόνες από μερικές αφίσες της έκθεσης κι ας δοκιμάσουμε το παιχνίδι με τη μνήμη. Εικόνες από τις ταινίες και εικόνες από τη ζωή μας όταν βλέπαμε τις ταινίες. 

Έχω κιόλας μπροστά μου εικόνες από την ταινία "Όταν πετούν οι γερανοί" που είχα δει, φοιτήτρια νομίζω, στην Αλκυονίδα. Αλλά και παλιότερες εικόνες έρχονται και μου ορίζουν τις μνήμες από τους κινηματογράφους της παιδικής μου ηλικίας στη γενέτειρα πόλη. Μου 'ρχονται εικόνες από το θερινό Ρεξ που ανεβαίναμε με μια σκάλα στην ταράτσα του διπλανού οικήματος όταν δεν προλαβαίναμε τα κανονικά καθίσματα. Ή μου 'ρχονται εικόνες από το Αστέρι (και οι δύο δεν υπάρχουν πια στα Χανιά), να σπρωχνόμαστε (μαζί και η γιαγιά μας και ο μπαμπάς όλο νεύρα) για να μπούμε μέσα  και να δούμε τον Ξανθόπουλο ή τη Βουγιουκλάκη ή την Τουρκάλα Χούλια Κοτσγίγιτ!!! 

Είναι σαν να σπάνε τη σιωπή οι εικόνες, σαν ν' ανοίγουν ρωγμές στη σιγαλιά της μνήμης μας. Τί όμορφα!






















Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

4 Δεκέμβρη του 1947 εκτελέστηκε η "καλή και πλούσια σε γνώση Κρητικιά λαογράφος" Μαρία Λιουδάκη


Η φωτισμένη δασκάλα και λαογράφος Μαρία Λιουδάκη (Πηγή φωτογραφίας)

Ήταν σαν σήμερα, το 1947, που εκτελέστηκαν στο Ηράκλειο της Κρήτης η δασκάλα από τη Λατσίδα Μεραμπέλου (χωριό κοντά στη Νεάπολη Λασιθίου) Μαρία Λιουδάκη και η φίλη της, Μαρία Δρανδάκη, μοδίστρα στο επάγγελμα, από την Ιεράπετρα. Οι δυο γυναίκες είχαν αντιστασιακή δράση και είχαν οργανώσει μαζί με άλλες το γυναικείο τμήμα του ΕΑΜ στην Ιεράπετρα. Ομάδες των Μπαντουβάδων, που κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ήταν ο φόβος και ο τρόμος στην Ανατολική Κρήτη, τις συνέλαβαν, τις κατέσφαξαν και σκόρπισαν τα πτώματά τους, που βρέθηκαν και αναγνωρίστηκαν μήνες αργότερα. Ήταν 53 χρονών η Λιουδάκη και 33 η Δρανδάκη.

Η αδελφή της Μαρίας Λιουδάκη, η Χαρά Λιουδάκη, ήταν η αρραβωνιαστικιά του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, του γενναίου αγωνιστή, ενός από τους 200 εκτελεσμένους της Καισαριανής, που δεν δέχτηκε την "προσφορά" να γλυτώσει από την εκτέλεση στη θέση ενός άλλου (γιατί τους ήταν χρήσιμος ως διερμηνέας).[1]

Ένα από τα γράμματα που είχε αφήσει ο Σουκατζίδης πριν από την εκτέλεση ήταν για τη Μαρία:

“Δίδα Μαρία Λιουδάκη. Ιεράπετρα Κρήτης.

Αδελφούλα μου, πάω για εκτέλεση. Σε λάτρευα πολύ, όσο λάτρευα και τη γυναίκα μου. Δεν μπόρεσα να σας κάνω ευτυχισμένες. Λίγη αγάπη στον μπαμπά όσο θα ζει. Γειά σου, γειά σου λατρευτή μου αδελφούλα. Ναπολέων 1-5-44”.

Ποιος θα το 'λεγε πως σε λίγα χρόνια θα είχε την ίδια τύχη και μάλιστα, με πολύ φριχτό τρόπο και από χέρια ελληνικά...

Η Μαρία Λιουδάκη ήταν σπουδαία επιστημόνισσα. Ήταν δασκάλα και μια από τις σημαντικότερες λαογράφους μας.[2] Είχε βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών για τη συλλογή της "Μαντινάδες Κρήτης"[3], είχε γράψει τα παραμύθια "Στου παππού τα γόνατα", "Στης γιαγιάς την αγκαλιά", "Γύρω στο μαγκάλι", ενώ έχει αφήσει πολύ πλούσιο ερευνητικό έργο, σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο ακόμη στο σύνολό του. [4] 

Στην Ανέμη, την ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, απ' όπου αντλούμε θησαυρούς, βρήκα δυο εκδόσεις των μαντινάδων της. Είναι και οι δύο του 1933, έχουν το ίδιο περιεχόμενο και διαφέρουν μόνο στο εξώφυλλο, η μία αποκαλείται λαϊκή έκδοση και η άλλη δεύτερη έκδοση.

"Άφτω και σβύνω και κεντώ, φοβούμαι και τρομάσω,
αποκοτώ κι αγγίζω σου, φεύγω και πάλι αράσω"


"Απάνω στα βουνά δα βγω, με λάφια να κοιμούμαι,
και το δικό σου το κορμί να μην το συλλογούμαι"

Στον πρόλογο η Λιουδάκη αναφέρεται σε όσους τη βοήθησαν στο έργο συλλογής των μαντινάδων με διάφορους τρόπους. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στο νεαρό Ναπολέοντα Σουκατζίδη (ήταν γεννημένος το 1909) για τον οποίο γράφει:

"Ιδιαίτερα ευχαριστώ το ευγενέστατο και φιλοπρόοδο παιδάκι κ Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που δούλεψε ακούραστα στη συλλογή των μαντινάδων. Οι περισσότερες από τούτες είναι από τις χιλιάδες που βρήκε εκείνος..."

Η έκδοση του 1933 κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Αλικιώτη. Το 1936 οι Μαντινάδες εκδόθηκαν  από τον Ελευθερουδάκη. Στη Νέα Εστία (τεύχος 236, Οκτ. 1936) διαβάζουμε άρθρο του Εμμανουήλ Κριαρά, στο οποίο, αφού αναφέρεται στην έκδοση του 1933, παρουσιάζει τη νέα έκδοση "Λαογραφικά Κρήτης. Τόμος Α' Μαντινάδες. Συλλογή και ταξινόμηση Μαρίας Λιουδάκι", διατυπώνοντας ορισμένες παρατηρήσεις, κυρίως γλωσσικού περιεχομένου, αλλά και εκθειάζοντας τη συλλέκτρια Λιουδάκη "για την επιμέλεια και την ευσυνειδησία που επέδειξε στην πραγμάτωση του σκοπού της".

"Κάνε νανά να κοιμηθής, να γοργομεγαλώσης, να βγάλης κλώνους και κλαδιά τον κόσμο να γεμώσης"
Νανούρισμα από τη συλλογή της Μαρίας Λιουδάκη
Ξεφυλλίζω από τη βιβλιοθήκη μου το μικρό, 45 σελίδων, βιβλιαράκι με τίτλο "Νανουρίσματα, Ταχταρίσματα, παιχνιδάκια" που κυκλοφόρησε το 1953 από τη Νεοελληνική Βιβλιοθήκη (ιδρυτής και διευθυντής της οποίας ήταν ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης). Γράφει στην αρχή η Φάνη Σαρεγιάννη που είχε και την επιμέλεια της ανθολόγησης:

"Εδώ πρέπει να τονιστή ξεχωριστά η συμβολή της Μαρίας Λιουδάκη με το πλούσιο χειρόγραφο υλικό της από την Κρήτη, που μου το έδωσαν η ίδια και ο Μ. Τριανταφυλλίδης".

Προφανώς, αυτά γράφτηκαν πριν από το 1947. Και πραγματικά, η Λιουδάκη είχε συνεργαστεί στενά με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του '20, και  είχε σίγουρα επηρεαστεί από τις προοδευτικές του ιδέες τόσο στα γλωσσικά όσο και γενικότερα στα εκπαιδευτικά ζητήματα. [5] Μάλιστα στις Μαντινάδες γράφει στον Πρόλογο:

"Την έμπνευση της συλλογής αυτής και την κατανόηση της σημασίας μια τέθιας εργασίας τη χρωστώ στον ευγενέστατο, καλό κι αγαπημένο μου καθηγητή, κ. Μανόλη Τριανταφυλλίδη, γλωσσολόγο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Άρχισα τη συλλογή το 1925, τότε που πρωτογνώρισα τον καλό μου καθηγητή..."

Ο Τριναταφυλλίδης είχε λαογραφικά ενδιαφέροντα, πληροφορία που τη βρίσκω αρχικά στο βιβλίο του Γιώργου Αλισανδράτου "Μανόλης Α.Τριανταφυλλίδης: 1883-1959: Σελίδες από τη ζωή και το έργο του" (Μουσείο Μπενάκη, 2010), με παραπομπή στον καθηγητή Λαογραφίας Δημήτριο Λουκάτο.



Συγκεκριμένα, στο αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας για τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη  (τεύχος 7776, 1 Νοεμβρίου 1959), ο Δημ. Λουκάτος σε άρθρο με τίτλο "Λαογραφικές ώρες με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη" γράφει για τα λαογραφικά ενδιαφέροντα του Τριανταφυλλίδη και για τις συγκεντρώσεις στο σπίτι του της Πατριάρχου Ιωακείμ με πνευματικές κυρίες που καμιά τους δεν ήταν γλωσσολόγος, αλλά όλες τους "έκαναν ή έγραφαν λαογραφία και πάνω σ' αυτή συζητούσαν". Ανάμεσα σ' αυτές ήταν οι Πηνελόπη Δέλτα, Ευδοκία Αθανασούλα, Φωτεινή Τζωρτζάκη, Αγγελική Χατζημιχάλη, Φάνη Σαρεγιάννη κ.ά. συνδεδεμένες με τη Νεοελληνική Βιβλιοθήκη που ανέφερα παραπάνω. Και συνεχίζει:

"Αλλά και τα έξω από τη "Βιβλιοθήκη" του παιδικό - λαογραφικά βιβλία, τα γραμμένα από φίλες και οπαδές του, είχαν πάντα τη σφραγίδα της δικής του αρχικής έμπνευσης και καθοδήγησης. Σημειώνω τα δυο καλά βιβλία της αλησμόνητης Μαρίας Λιουδάκη "Στης γιαγιάς τα γόνατα" (1932)  και "Στου παπού τα γόνατα" (1947), που βγήκαν με τη συζήτηση, την κριτική και την φιλική παρακολούθηση των χειρογράφων τους από τον Τριανταφυλλίδη."

Και αφού κάνει αναφορά στην ιδιαίτερη φιλία του με την Αγγελική Χατζημιχάλη και την Μέλπω Μερλιέ, συμπληρώνει:

"Αλλά και τη Μαρία Λιουδάκη, την καλή και πλούσια σε γνώση Κρητικιά λαογράφο, την έβλεπε σπίτι του σαν κρητικό θησαυρό, χαιρόταν την κουβέντα και την παρουσία της, κι άκουε τις περιγραφές της, σαν να πεζοπορούσε μαζί της στα χωριά και να έμπαινε στα σπίτια της Κρήτης."

Αν διαβάσει κανείς τα βιογραφικά στοιχεία της Λιουδάκη [6], μαζί με το πλούσιο και πολυσχιδές επιστημονικό έργο της, θα βρει κυνηγητά, διώξεις, αποπομπές και τελικά ένα φριχτό τέλος. Γιατί; Γιατί ήταν φίλη με τον Σουκατζίδη, γιατί ήταν αριστερή και γιατί ήταν εαμίτισσα; Ενοχλούσε ο τολμηρός της λόγος, η ευθύτητα, η εντιμότητα, ίσως και η επιστημοσύνη της, η αγάπη της στα παιδιά και στο λαϊκό πολιτισμό;

Και τι ειρωνεία! Στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο της Αθήνας, στα παιδιά που νοσηλεύονταν εκεί την περίοδο 1945-48, τότε δηλαδή που η Λιουδάκη κυνηγήθηκε, βασανίστηκε και κατακρεουργήθηκε, διάβαζαν, για να τα γλυκαίνουν, τα παραμύθια της. Αυτό γράφει η Λιλή Αλεβιζάτου στον πρόλογο του βιβλίου που επιμελήθηκε με τίτλο "Από τα παιδιά του πολέμου στον κόσμο των παραμυθιών - Ζωγραφιές από τον παιδικό θάλαμο, Ιπποκράτειο νοσοκομείο 1945-1948" (Εστία, 2007) και στο οποίο περιέχονται παραμύθια της Λιουδάκη μαζί με ζωγραφιές των παιδιών. [7] 


-------------------------------------------------------
Σημειώσεις

[1] Βλέπε περισσότερες πληροφορίες εδώ, καθώς επίσης και σε άρθρο της Ηρακλειώτικης εφημερίδας "Πατρίς" του 2001 με τίτλο "Οι αδελφές Μαρία και Χαρά Λιουδάκη τιμώνται μετά θάνατο από το Δήμο Νεάπολης".

[2] Ο Μανώλης Μιλτ. Παπαδάκης έχει γράψει γι' αυτήν το βιβλίο "Μαρία Λιουδάκι: η ιέρεια της παιδείας", Μορφωτική Στέγη Ιεράπετρας, 1992.

[3] Έχει εκδοθεί επανειλημμένα. Επίσης, ενδεικτικά να αναφέρω ότι πληροφορίες για τη συμβολή της π.χ. στην ερωτική μαντινάδα μας δίνει ο Λενακάκης εδώ, ενώ περιπαικτικές μαντινάδες της δημοσιεύει ο Αλκμάν εδώ

[4] Μια ιδέα για το πλούσιο και σημαντικό έργο της Λιουδάκη μας δίνει και η Αικατερίνη Πολυμέρου - Καμηλάκη, τέως Διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, σε ομιλία της στο Α' συνέδριο για την Κίσαμο, τον Οκτώβριο 2016, όπου έκανε αναφορά στη Μαρία Λιουδάκη και στην επιτόπια λαογραφική έρευνα για τη Δυτική Κρήτη και ιδιαίτερα για τα Εννιά Χωριά της Κισάμου που είχε πραγματοποιήσει το 1938. Επίσης, να αναφέρω το Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη μνήμη της τον Οκτώβριο του 2011 στην Ιεράπετρα με θέμα "Ο λαϊκός αινιγματικός λόγος στην Κρήτη”, ενώ εισήγηση θα υπάρχει και στο Συνέδριο που διοοργανώνει τον Φεβρουάριο 2017 ο δήμος Αγίου Νικολάου με θέμα "Γνωριμία με τους συγγραφείς του Δήμου Αγίου Νικολάου και το έργο τους".

[5]  Εκείνη την εποχή υπήρχε ένταση στο εκπαιδευτικό και στο γλωσσικό ζήτημα με αποκορύφωμα τις διώξεις εκπαιδευτικών όπως Δελμούζος, Ιμβριώτη κ.ά. (Μαρασλειακά).

[6] Βλέπε π.χ. το σχετικό λήμμα στη βικιπαίδεια, αλλά και με περισσότερες λεπτομέρειες άρθρο της Μαρίας Ζορμπά-Ροβυθάκη, καθώς και δημοσιεύματα στο Ριζοσπάστη και αλλού.

[7] Οι ζωγραφιές αυτές έχουν δωρηθεί στο Μουσείο Ελληνικής Παιδικής Τέχνης.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Ο Μίκης Θεοδωράκης για το Φιρκά στα Χανιά





"[…] Τρεις μέρες περπατούσανε να φτάσουνε στα Χανιά. Μπαίνουν στο φρούριο, το Φιρκά, ανοίγουν τη μεγάλη πόρτα της φυλακής και τους σπρώχνουν στο σκοτάδι. Παλιό βενετσιάνικο κάστρο, στην είσοδο του λιμανιού, με τοίχους φαρδιούς όσο ένα σπίτι, με πολεμίστρες και πύργους, είχε τη φυλακή πέντε μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. […] Σ’ αυτό το φρούριο- φυλακή κλείστηκαν ο ένας μετά τον άλλον όλες οι γενιές των Θεοδωράκηδων και τελευταίος ο παππούς μου, ο Μιχαήλ. Εγώ , πιο τυχερός, υπηρέτησα φαντάρος στα 1951. […]

[…] Ο λογαχός κ. Σαραντινάκης με τοποθέτησε στο Γραφείο Κινήσεως, όπου, εκτός από μένα υπηρετούσε ο δεκανεύς Γιώργος απ’ το Ναύπλιο. Η δουλειά μας ήταν να προμηθεύουμε τους σοφέρ με καύσιμα, να περνάμε τις ποσότητες στα δελτία Κινήσεως και να κρατάμε βιβλίο. Στην αρχή, εγκαταστάθηκα μέσα στο σημαιοστάσιο, και αργότερα, μαζί με το Γιώργο, σ’ ένα δωματιάκι που χτίσανε στο βάθος της ταράτσας ειδικά για μας. Έτσι, όλη την ημέρα βρισκόμουν πάνω απ’ τη θάλασσα. Αριστερά, στο βάθος, το νησάκι Θοδωρού, απέναντι απ’ το χωριό μου. Μπροστά μου το Κρητικό Πέλαγο. Δεξιά ο Φάρος και ακόμα πιο δεξιά το λιμάνι. Όταν αγρίευε η θάλασσα, ο αφρός των κυμάτων μας έλουζε. Σκουπίζαμε την υγρασία απ’ τα πρόσωπα μας και με τη γλώσσα γλείφαμε το αλάτι…Όταν δεν είχαμε δουλειά, καθόμουν μπροστά στις λευκές νότες, προσπαθώντας να συνεχίσω την σύνθεση της “ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ” …Με τις μοτοσικλέτες και τα τζιπ πηγαίναμε συχνά στη Σούδα, στο Μάλεμε και στο Ακρωτήρι για δουλειές. Τις περισσότερες ώρες τις περνάγαμε έξω απ’ το Φρούριο, στην προκυμαία.



Μερικοί ψάρευαν, άλλοι έπιναν μπίρες στα καφενεία κι όταν το βραδάκι άρχιζε ο περίπατος , ντυνόμαστε, χτενιζόμαστε και μπαίναμε και μείς στη σουλάτσα πάνω κάτω πειράζοντας τα κορίτσια, που τα τραβούσε σα μαγνήτης η στολή. Δε λέω. Ήμαστε νέοι, ανέμελοι, γελαστοί. Όμως η στολή είναι το κάτι άλλο… Ποτέ δεν είδα γυναίκες να λιώνουν έτσι, παρά τότε που φόραγα το χακί…Ίσως να τραβούσε το γεγονός ότι ήμαστε ανώνυμοι. Ένα νούμερο… Άρα ελεύθεροι. Άρα ακίνδυνοι, υπεράνω υποψίας για τα ήθη και έθιμα της επαρχιακής πόλης. Άλλωστε, αυτό το γεγονός της ανωνυμίας, του νούμερου έδινε και σε μας ένα διαφορετικό αέρα, που ίσως να ήταν αυτός που γοήτευε και αιχμαλώτιζε τα κορίτσια. Σ’ αυτούς τους περιπάτους, εκείνο που έμεινε ήταν τα σπινθιροβόλα βλέμματα. Η ομορφιά των ματιών . Το κρυφό γέλιο στα ηδονικά χείλη…"


Σαν σήμερα, κάθε χρόνο, γίνονται γιορτές στα Χανιά, κάτω από το Φρούριο Φιρκά στο παλιό λιμάνι, απέναντι από το Φάρο, γιατί εκεί, 1 Δεκεμβρίου 1913, υψώθηκε η ελληνική σημαία και πραγματοποιήθηκε η Ένωση, η ένωση της Κρήτης με τη "Μητέρα Ελλάδα" όπως λέγαμε στο σχολείο. Ο Φιρκάς έχει λοιπόν για μας τους Κρητικούς, και ιδίως τους Χανιώτες, μια ξεχωριστή σημασία, ένα δέος, αλλά και μια ξεχωριστή ομορφιά. 

Για τη μέρα, προτίμησα να παραθέσω ένα κείμενο με αναφορά στο Φιρκά, γραμμένο από το Μίκη Θεοδωράκη. Ήταν στρατώνας και φυλακή και εκεί, το 1951, ο Μίκης Θεοδωράκης στάλθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του μετά την εξορία του στη Μακρόνησο. Εκεί (ξανα)έγραψε μάλιστα και την Πρώτη Συμφωνία του, που τις παρτιτούρες της είχε χάσει κατά την εξορία του στη Μακρόνησο το 1948 (βλ. περισσότερα εδώ).

Το κείμενο προέρχεται από την αυτοβιογραφία του Μίκη «Οι Δρόμοι τον Αρχάγγελου». Για την αποψινή ανάρτηση, το αντέγραψα από το Λεύκωμα με τίτλο "Τα Χανιά στη Λογοτεχνία: 750 χρόνια από την ανοικοδόμησή τους" (ημερολόγιο 2002, επιμέλεια: Αγγελική Καραθανάση, Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Χανίων, Δήμος Χανίων, 2002 - ήταν μια πολύ καλή έκδοση, μέρος του λευκώματος μπορεί κανείς να δει στον ιστότοπο του Δήμου Χανίων).