Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Κώστας Μουντάκης, ο Κρητικός Τραγουδιστής

   

Ο πραματευτής
 
Κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλολόγια ένα σωρό
Πήρα δρόμους και σοκάκια την αγάπη μου να βρω
 
Σε μια γειτονιά, είχα μια αγαπητικιά
Δέκα χρόνια πάνε τώρα που δεν την ξανάδα πια
 
Μαντηλάκια, τσιμπιδάκια, ψιλικά πολλών λογιών
Τον πλανόδιο θα κάνω μήπως και την ξαναδώ
 
Χώρες και χωριά σαν τα έρημα πουλιά
θα γυρίζω να φωνάζω τη δική μου καταντιά
 
Μιας αγάπης το χατίρι μ’ έκανε τραγουδιστή
και ζητιάνο και διαβάτη και φτωχό πραματευτή
 
Πέστε μου κυρές, παντρεμένες, γριές και νιές
η δικιά μου αγάπη πού ’ναι, και χαλάλι οι πραματειές
 
Ο πραματευτής

Το τραγούδι του πραματευτή ήταν το αγαπημένο της μάνας μου. Ποιος ξέρει γιατί, πάντως μέχρι σχεδόν τα τελευταία της όσο είχε δυνάμεις, ήταν η καλύτερη πελάτισσα στους πλανόδιους εμπόρους που περνάνε ακόμη από τις συνοικιακές γειτονιές της πόλης μας κι απ' τα χωριά, σαν τους παλιούς πραματευτάδες. Και τι δεν είχε αγοράσει, προίκες για τις κόρες και το γιο, προίκες για τα εγγόνια, σεντόνια για όλα τα σπίτια, κουβαρίστρες, τσιμπιδάκια, ψιλικά πολλώ λογιώ...
 
Αδριάντας του Κώστα Μουντάκη στο Ρέθυμνο (Pavlos 1988, https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Kostas_Mountakis_statue_at_Rethymno.jpg)

Αυτή την εμπειρία του πραματευτή είχε κι ο Κώστας Μουντάκης ως βοηθός σ' έναν πλανόδιο μικροπωλητή και την κατέγραψε για να δώσει ένα από τα ομορφότερα κρητικά λαϊκά τραγούδια. Ο Κώστας Μουντάκης, ο σπουδαίος Κρητικός λυράρης και τραγουδιστής, μ' ένα ιδιαίτερο μέταλλο φωνής, γεννήθηκε στο χωριό Αλφά του Ρεθύμνου από φτωχή πολυμελή οικογένεια. Την πρώτη του λύρα την απέκτησε το 1943, αφού έδωσε ένα αρνί και πέντε οκάδες τυρί (https://www.candiadoc.gr/2020/01/31/me-ena-arni-ke-5-okades-tyri-apektise).
 
Έφυγε σαν σήμερα πριν από 30 χρόνια, 31 Ιανουαρίου του 1991. Είχε γεννηθεί το 1926, ίδια χρονιά με τον πατέρα μου. Εκείνος αγαπούσε τ' αγρίμια κι αγριμάκια μου, πάλι από τη φωνή του Μουντάκη.

Αγρίμια κι αγριμάκια μου,
λάφια μου μερωμένα,
πέστε μου πού `ναι οι τόποι σας,
πού `ναι τα χειμαδιά σας;

Γκρεμνά `ναι εμάς οι τόποι μας,
λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας.
 


Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

Η ξένη στην Αθήνα του 1854


 

Και επάνω εις όλα τα κακά - ποιος θα το πιστέψη; - εβασίλευε από τότε πολυκέφαλο θεριό το ρουσφέτι. Ήταν αλήθεια αβάφτιστο τότε, αλλά ζωντανό, θεριωμένο, Δράκος όνομα και πράμμα.

Το παραπάνω απόσπασμα δεν αφορά το σήμερα (αν και θα μπορούσε), ούτε καν το 1893 (τότε που γράφτηκε), αλλά το 1854. Ήταν η χρονιά που η Αθήνα υπέφερε από την επιδημία της χολέρας. Δεκαετίες  μετά, το 1893, ο Εμμανουήλ Λυκούδης ανέτρεξε σ' εκείνα τα χρόνια, ξεφύλλισε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής και μετέφερε την φριχτή εικόνα μιας Αθήνας που υπέφερε, ενός κόσμου που ξεκληρίστηκε από τη χολέρα. Αυτή ήταν Η ξένη του 1854, που περιγράφει ο Λυκούδης (Πατάκης 2020) και που, όπως αναφέρει ο Σπύρος Τσακνιάς στο εισαγωγικό σημείωμα, ο Νικόλαος Δραγούμης την είχε παραλληλίσει με την επιδημία και τον λοιμό του Πελοποννησιακού πολέμου!
Οι εικόνες που περιγράφει ο Λυκούδης είναι συγκλονιστικές, μερικές φορές θυμίζουν εποχές πολέμου, θυμίζουν εικόνες από την Αθήνα της Κατοχής με τους πεθαμένους να κείτονται στους δρόμους ή να τους μεταφέρουν με τα κάρα, εικόνες
Και μέσα σ' όλα αυτά, ο Λυκούδης βρίσκει την ευκαιρία να σχολιάσει καταστάσεις όπως παραπάνω με το ρουσφέτι ή την εκμετάλλευση που βιώνουν ανήμπορα μικρά παιδιά ("έρημα κλωσσόπουλα" τα λέει), όπου "έλυναν του Ελέους οι Αδελφές δέματα με μαύρα φουστανάκια που είχαν μαζί τους ραμμένα, τα έντυναν και έπιτα άλλα στην αγκαλιά, άλλα από χέρι τα εμάζευαν στο άσυλό τους". Κι εδώ κάνει λόγο για τον προσηλυτισμό αυτών των ομάδων, προφανώς ήταν οι διάφορες ιεραποστολές που έδρασαν στη χώρα από τη δεκαετία του '30.* Γράφει ο Λυκούδης:
Πολύ κακό ο προσηλυτισμός. Αλλ' ο μεγάλος, ελεύθερος, νοιώθει, κρίνει και εκλέγει. Το να μαθαίνη όμως κανείς το μικρό ορφανό, που βρέθηκε στα χέρια του, να λέη το Πάτερ ημών και το Παναγία Παρθένε σε γλώσσα ξένη, σε θρησκεία ξένη, που δεν είναι του πατέρα και της μάννας που το γέννησαν, είναι κάτι τι όπου δεν αφήνει να φυτρώση στην καρδιά, της ευεργεσίας ο σπόρος, η ευγνωμοσύνη.
Δεν θα μεταφέρω τις φριχτές εικόνες που περιγράφει ο συγγραφέας. Θα σταθώ μόνο στις περιγραφές που κάνει για την "κραιπάλη", τους χορούς και τα τραγούδια που επιλέγουν κάποιοι άνθρωποι να αντιδράσουν στο κακό, "εγωιστικές ψυχές που οι μεγάλες γενικές συμφορές τις κάνουν άγριες από δειλία, φρενιασμένες από τον τρόμο για τον εαυτό τους". Κι όμως, νά πώς μιλά για μια μερίδα νέων, λόγια που θα 'ταν καλό να φτάσουν και σε σημερινούς ξερόλες και μάγους τους κακού:
Και στο δρόμο εγύριζε έξω από την πόλι στις Κολόνες μια συντροφιά, ένα βράδυ σεληνοφώτιστο γλυκό, όπου μέσα σ' ένα άρωμα απροσδιόριστο, που αναδίναν τα χορτάρια, έκρυβε το φαρμάκι της αρρώστιας, σαν τη μυρουδιά κάποιων λουλουδιών που σκοτώνουν.
Ήσαν πέντ' έξι παληκάρια· μπορείς να πης παιδιά. Και σιγά σιγά με την κιθάρα είχαν στήσει εκεί γλυκό τραγούδι. Των παιδιών αυτών η ευθυμία δεν μου φάνηκε ούτε βρισιά της δυστυχίας ούτε δειλία. Δεν ημπορώ να νοιώσω νεότητα χωρίς χαρά. Είναι η δύναμίς της, είναι η ευμορφία της νιότης η χαρά.
Πώς ενέσκηψε όμως η επιδημία στην Αθήνα κείνη τη χρονιά και τι σχέση έχει με τον Κριμαϊκό πόλεμο; Πολύ ενδιαφέρον και κατατοπιστικό είναι το εισαγωγικό σημείωμα του Σπύρου Τσακνιά. Μια εκδοχή είναι ότι τη χολέρα την έφερε το καράβι που κατέπλευσε στον Πειραιά με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πρεσβευτή τότε στο Παρίσι. Μαινόταν ο Κριμαϊκός πόλεμος, η χώρα στο έλεος του μεγαλοϊδεατισμού του Όθωνα και της Αμαλίας από τη μια (που είχαν πάρει το μέρος της Ρωσίας και επιζητούσαν πόλεμο με την Τουρκία), των Άγγλων και των Γάλλων από την άλλη, που ήταν με το μέρος της Τουρκίας και κατέπνιγαν κάθε προσπάθεια αντίστασης. Έτσι, ο Μαυροκορδάτος κλήθηκε να σχηματίσει Κυβέρνηση ουδετερότητας, το "Υπουργείον της Κατοχής" κτλ. κτλ. Φαίνεται ότι τότε οι Γάλλοι και οι Άγγλοι που επέβαιναν  στο καράβι αρνήθηκαν να δεχτούν την προβλεπόμενη υγειονομική κάθαρση. Ο Σταύρος Μαλαγκονιάρης αναφέρει στο εκτενές άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών με τίτλο "Η χολέρα του 1854: Χιλιάδες νεκροί, πανικός φυγή και αισχροκέρδεια" (28/3/2020) ότι ο Νικόλαος Δραγούμης γράφει (Ν. Δραγούμης, «Ιστορικαί Αναμνήσεις», Τόμος Β', Αθήνα 1879, σελ. 238):
«Βεβαίως, αν οι ξένοι επέτρεπον την υγειονομικήν κάθαρσιν, θ’ απεκρούετο το νόσημα, διότι και πρότερον, δις ή τρις μετακομισθέν εις τινας λιμένας της Ελλάδος, απεσοβήθη διά του τρόπου τούτου».
Σε κάθε περίπτωση, το 1854 ήταν μια εφιαλτική χρονιά για τους Αθηναίους. Όπως θα γραφτούν ιστορίες για τη χρονιά του 2020, που ήταν θα λένε τότε, εφιαλτική για όλο τον κόσμο. Ή μήπως θα λένε για τις χρονιές ...
--------------------------------------------------------------------
* Πρόσφατα υπήρχε σχετικό άρθρο του Σταύρου Μαλαγκονιάρη στην Εφημερίδα των Συντακτών με τίτλο "Η πρώτη αμερικανική επέμβαση στην Ελλάδα με φρεγάτες στον Πειραιά" (15/11/2020) που αναφερόταν στις ιεραποστολές και ειδικότερα στη δίωξη και καταδίκη για προσηλυτισμό του Αμερικανού προτεστάντη ιεραπόστολου και προξένου της στην Αθήνα, Ιωνά Κινγκ. Πολύ ενδιαφέρον είναι το βιβλίο της Αγγελικής Καραθανάση "Η Αμερικανική Σχολή Κρήτης (1837-1843): Από το κίνημα του τσαγιού στον πρώτο πόλεμο του οπίου" (Γρηγόρη, 2018) που αναφέρεται στη δράση ιεραποστολικών ομάδων στα Χανιά αλλά δίνει και πολλές πληροφορίες για άλλες ομάδες της Αθήνας όπως π.χ. τις αποστολές των Χιλ που δημιούργησαν και τις ομώνυμες σχολές που υπάρχουν μέχρι σήμερα κ.ά.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

Εξορίες γλώσσας και ναζισμός ή η γλώσσα μετά το ΄Αουσβιτς

Η λέξη "Ολοκαύτωμα" είναι ακατάλληλη και ηχεί παράταιρα για να ονομάσει ένα τέτοιο γεγονός.  Η φράση "όλα - ή όλοι - καμένα" σημαίνει κάτι που βρίσκεται πλησιέστερα στη θυσία, δηλαδή σε μια εξαγνιστική πράξη, κάτι που είναι ακριβώς σχιζοφρενικό σε σχέση με τη ναζιστική πράξη την οποία περιγράφει. Και για να συμπληρωθεί αυτή η σχιζοφρένεια, η λέξη που μοιάζει να είναι εγγύτερα για να ονομάσει την ακατονόμαστη και εκτός της ανθρώπινης διάστασης πράξη είναι εκείνη που προέρχεται από τη γλώσσα των θυμάτων της, "Σοά", που θα πεί "εξόντωση".
 
Τα τερατώδη αποτελέσματα του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, τόσο στη δομή της γλώσσας όσο και στην εξορία της, αναλύει εξαντλητικά ο Κώστας Νασίκας, ψυχαναλυτής που ζει και διδάσκει στη Γαλλία, στο βιβλίο του Εξορίες γλώσσας (μτφρ. από τα Γαλλικά Τερέζα Βεκιαρέλλη, Γαβριηλίδης 2016).

Στο βιβλίο του ο συγγραφέας καταδεικνύει με πολλές αναλύσεις, αναφορές και παραδείγματα πώς η γλώσσα συμπιέζεται και διαμορφώνεται και πώς εντέλει εξορίζεται στο καταπιεστικό ναζιστικό καθεστώς και πώς οι άνθρωποι βιώνουν αντίστοιχα αυτές τις δυστοπίες.

Κάνει εκτεταμένες αναφορές στον Πάουλ Τσέλαν, στον οποίο αφιερώνει μάλιστα τη μελέτη αυτή, έναν ποιητή που, όπως πολλοί άλλοι αλλά ίσως περισσότερο τραγικά αυτός, βίωσε αυτή την εξορία της γλώσσας και τελικά δεν την άντεξε. Παραπέμπει επίσης συχνά στον επίσης τραγικό Πρίμο Λέβι, στον Ίμρε Κέρτες, στον Ζέμπαλντ, στον Άπελφελντ, στον ΄Άγκαμπεν, στον Αντόρνο, στη Χάνα Άρεντ και την περίιπτωση του Άιχμαν και σε πολλά άλλα πρόσωπα, στα έργα τους, στον τρόπο που αντιμετώπισαν το συγκεκριμένο ζήτημα χρήσης της γλώσσας "μετά το Άουσβιτς"και στη σχέση μεταξύ τους. 

Σε θεωρητικό επίπεδο αναφέρεται στις ψυχαναλυτικές έννοιες που τον ενδιαφέρουν όπως αυτές της μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης, σε έννοιες όπως η αμφιβολία, η ενοχή και η ντροπή, στη γλωσσολογία και τον πατέρα της γλωσσολογίας τον Σωσσύρ, στη μνήμη, στη λογοτεχνία, στην ποίηση, στην "αντίσταση εντός της γλώσσας", αλλά και στην  "εχθρότητα προς την ποίηση της μετά το Άουσβιτς εποχής". 

Είναι συγκλονιστικά αυτά που καταθέτει ο συγγραφέας για το πώς βίωσαν οι άνθρωποι τον βιασμό της μητρικής τους γλώσσας από το ναζισμό, πώς αρνούνται δεσμούς με τη γλώσσα τους όταν έχει υποστεί αυτό τον βιασμό ή αντίθετα πώς χρησιμοποιούν τη μητρική  για να μην μείνει στους Ναζί ή πώς κρύβουν τη μητρική γλώσσα φοβούμενοι έναν τέτοιο βιασμό.

Πολλά μπορεί κανείς να μεταφέρει από το βιβλίο, γεμάτο σημειώσεις το δικό μου αντίτυπο, διαβασμένο από το '17 βέβαια, απλά εδώ μεταφέρω μόνο το γενικό κλίμα, τις θεματικές του, πραγματικά αξίζει  να δει κανείς κι αυτή την πλευρά των αποτελεσμάτων από τη ναζιστική θηριωδία.

Ο Βικτόρ Κλεμπερέρ είναι ο πολύτιμος μάρτυρας και ο αντιστασιακός αυτής της γλώσσας, ο οποίος αντιλήφθηκε πολύ νωρίς την τύχη που της επιφύλασσε το ναζιστικό σύστημα· ήταν ίδια με την τύχη που επιφύλασσε σε όλους όσους δεν κατάφερνε να αφομοιώσει ο ναζισμός ή σε εκείνους που τους αντιστέκονταν: η εξορία στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και στη συνέχεια, προοδευτικά, η εξόντωση. Η ευαισθησία του ως καθηγητή λογοτεχνίας, το "σημάδεμά" του ως Εβραίου και ο γάμος του με γυναίκα της άριας φυλής, που στάθηκε στο πλάι του, φαίνεται να υπήρξαν οι καθοριστικοί παράγοντες για την τοποθέτησή του σε αυτή την άκρως επικίνδυνη θέση, τη θέση του μάρτυρα της προοδευτικής εξορίας της γερμανικής γλώσσας εντός της ναζιστικής γλώσσας. Θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τη δική του αλλά και της γυναίκας του, καταχώρισε στις σημειώσεις του, τις οποίες έκρυβε επισταμένως, την προοδευτική υποδούλωση των λέξεων, κι έπειτα ολόκληρης της γλώσσας, στο ναζιστικό σύστημα...

Έτσι αρχίζει το βιβλίο του Νασίκα. Ο Βίκτορ Κλέμπερερ, γερμανός φιλόλογος, από Εβραίους γονείς, δημοκράτης κυνηγημένος από τους Ναζί, κυκλοφόρησε  το 1947 βιβλίο για τη γλώσσα του Γ' Ράιχ (πρωτότυπος τίτλος "LTI – Lingua Tertii Imperii: Notizbuch eines Philologen". * Πώς στη ναζιστική Γερμανία η γλώσσα της εποχής εμποτίζεται από τη ναζιστική ιδεολογία και θηριωδία. Αποκαλυπτικό. 

Αυτό ήταν το θέμα της εικαστικής εγκατάστασης "Ο Κήπος του Φιλόλογου" της εικαστικού Ελένης Παπαϊωάννου που παρουσίασε το 2018 στον Κήπο του Επιγραφικού Μουσείου στην Αθήνα. Επιλέγει αποσπάσματα από το βιβλίο και μας καλεί να μελετήσουμε και να ερμηνεύσουμε τον ρόλο της γλώσσας μέσα ή έξω από τον αρχικό κόσμο της. όπως στην παραπάνω εικόνα που λέει: Η επιμονή είναι αρετή.

Άραγε, αναρωτιέται ο Νασίκας, οι λέξεις που είναι ξεκομμένες από την πραγματικότητα την οποία ονόμαζαν, εξακολουθούν να είναι λέξεις;

Και ο Τσέλαν **

Μία λέξη - ξέρεις;
ένα πτώμα.
Ας το πλύνουμε,
ας το χτενίσουμε,
ας γυρίσουμε το μάτι του
προς τη φορά του ουρανού
 
Ας είναι αυτή η ανάρτηση αφιερωμένη στη μνήμη για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, της Σοά.  

----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Παραπομπές και Σημειώσεις

* Για "τον Κλέμπερερ και τη γλώσσα του Τρίτου Ράιχ είχε γράψει ο Γεράσιμος Βώκος άρθρο στο Βήμα (24/11/2008). Επίσης, πολύ ενδιαφέρον έχει το άρθρο με τίτλο "Ενα πολύτιμο κόκκινο βιβλιαράκι" της Μικέλας Χαρτουλάρη στην Εφημερίδα των Συντακτών, στο οποίο παρουσιάζει το LTI-Λεξικό της Ελληνικής Στρατιωτικής Χούντας,  παραπέμποντας στο βιβλίο του Κλέμπερερ. (Στοιχεία καταλόγου για το ελληνικό λεξικό: LTI – Lingua Tertii Imperii. Editor D. G. Andújar. Wörterbuch der griechischen Militärjunta / Glossary of the Greek Military Junta. Τρίγλωσση έκδοση (ελληνικά – γερμανικά – αγγλικά). Σελ. 190. Documenta 14 at Parko Eleftherias / Documenta und Museum, Kassel, 2016.)

 ** Το αντέγραψα από το βιβλίο του Νασίκα (σελ. 63). Παραπέμπει στο βιβλίο Paul Celan: Ποιητής, επιζών, Εβραίος του J. Felstiner (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, Νεφέλη 2008).

Σημείωση: Η εισαγωγή του Μπερνάρ Γκολς που υπάρχει στο βιβλίο έχει δημοσιευτεί ολόκληρη στο ηλεκτρονικό περιοδικό ο αναγνώστης.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Ποιήματα από και για τους φίλους και τις φίλες μου

Παρακάτω μερικά ποιήματα που κατά καιρούς έστειλα ή μου έστειλαν φίλοι μου:


από τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου

 
... Άφις τσι μήνες να διαβού, το χρόνο να περάσει,

τ’ άγρια θεριά μερώνουσι με τον καιρό στα δάση·
με τον καιρό τα δύσκολα και τα βαρά αλαφραίνου,
οι ανάγκες, πάθη κι αρρωστιές γιατρεύγουνται και γιαίνου·
με τον καιρό οι ανεμικές κ’ οι ταραχές σκολάζου
και τα ζεστά κρυαίνουσι, τα μαργωμένα βράζου·
με τον καιρόν οι συννεφιές παύγουσι κ’ οι αντάρες
κ’ ευκές μεγάλες γίνουνται με τον καιρό οι κατάρες...



του Τάσου Λειβαδίτη

από το ποίημα «Φυσάει»


"Λοιπόν τι κάνουμε εδώ

και πότε θαλλάξει ο κόσμος
όμως απόψε βιάζομαι να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της νακουμπήσω μια μικρή ανεμώνη
α ωραίο νασαι μοναχός

νασαστε δυό, ναμαστε όλοι"


Ο αιώνιος διάλογος


Κι ο άντρας είπε: πεινώ.

Κι η γυναίκα του έβαλε ψωμί στο τραπέζι.
Κι ο άντρας απόφαγε.
Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δεν σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη και όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους.
Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε σαν πηγή τον μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του.
Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Κι ο άντρας είπε: θα ΄θελα να ΄μαι θεός.
Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε.
Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια μέρα καινούργια ξημέρωσε.



Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος

Η πόρτα έτριξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι.

Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή.
Χιόνιζε.
Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε απ' το παράθυρο.
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει το λίγο φαΐ που' χε απομείνει.
Όταν πλάγιασαν ο άντρας της χούφτωσε τα στήθεια.
Ήθελε να ξεχάσει.
Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει.
Μα ήταν νέα ακόμα.
Τελείωσαν
Χωρίς κάν να φιληθούν.

Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά μές στο σκοτάδι

κι αποκοιμήθηκε .
Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας στην άκρη της κάμαρας, απόμερα έκλαψε. Έξω, όλο χιόνιζε.



του Μανόλη Αναγνωστάκη

Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!

Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.

Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;

Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!

Τὸ σκάκι

Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη
Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...


Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος...

Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους

Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα
Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση
Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων
Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;
Ξέρει νὰ σφίγγει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε
Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;
(κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα
βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους μεγάλωσαν
πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας
διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)
Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ
Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα
Καὶ μία στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα
Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις
Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις
Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου
Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μίαν ἐπικαιρότητα
Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις
Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.
Μὰ ποιὸς θὰ ῾ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;



Ερήμωνε, της Ζέφης Δαράκη


Να επιμείνουμε στο ακαθόριστο του προορισμού μας

Πρόκειται να κάνουμε ένα πρωινό περίπατο

πρόκειται να μιλήσουμε για ανύπαρκτα γεγονότα, αόριστες πράξεις.
Πρόκειται για πρόσωπα που φανταστήκαμε για λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Πρόκειται να υπερασπιστούμε την πιο ανυπεράσπιστη σιωπή,
να συναντήσουμε τα μάτια που ξενίτεψαν τον ουρανό
να φιληθούμε με όσους μπόρεσαν να μας αγαπήσουν.
Πρόκειται να επιμείνουμε στο ακαθόριστο του προορισμού μας.



Παλιό σπίτι, του Γιώργη Μανουσάκη


Τα χόρτα θρασομάνησαν με το χειμώνα

στον κήπο και στο πλακόστρωτο
τ’ αντικρινού παλιού σπιτιού.
Τα κάγκελα γέρνουν να πέσουν.
Κάθε τόσο ξεκολλούν απ’ το γείσωμα
κομμάτια του σουβά.
Όλα είναι μουσκεμένα κι ετοιμόρροπα
σα να ’χουν μαλακώσει απ’ τη βροχή.
Χτες είδα μια στιγμή

στης πόρτας το άνοιγμα
εκείνην που επιμένει να το κατοικεί.
Των τοίχων οι ρωγμές διακλαδίζουνταν
στο πρόσωπό της, τα βρύα
είχαν απλωθεί στα χέρια της.
Ίσως και να ’ναι ο τελευταίος χειμώνας

που στέκουντ’ όρθιοι χτίσμα κι άνθρωπος.
Μα εκεί που πονεμένος αναστεκόμουν
ά'σου κι ανακορμίζεται η Κόρη!
Κι ευτύς το σπίτι στεριώνει
οι ρωγμές σάν να κλείνουνε πάλι
( μα και τα βρύα, άνθη πώς γίνηκαν?)
Είναι που ξάφνου φανήκαν οι άνθρωποι

(πως το νικήσαν το Κακό ακούστηκε)
και με τα χέρια πιασμένοι ολόγυρα,
το περιδένουν το χάσμα και το σώζουν
την Κόρην γηθοσύνης ρυόμενοι,

Εστιάς γάρ ην πολυσέβαστος!



του Γιάννη Ρίτσου

Απροσάρμοστοι


Τέτοια ζωή μας μέλλονταν, να γράφουμεν επιστολές

που να μη στέλνουμε από μιαν αξήγητη δειλία
μονάχα να τις δένουμε σε κορδελίτσες παρδαλές
και να το βρίσκουμε και τούτο ασήμαντη ασχολία.

Να πάλλεται βαθιά η καρδιά, που άξια είτανε για τα καλά,

κι όμως να ζούμε πάντοτε στη σκοτισμένη αφάνεια·
οι ταπεινοί πατώντας μας να δείχνουν μέτωπο ψηλά
και τα δικά μας άπρεπα να φέρουνε στεφάνια.

Το πρόσωπο μας να φορεί φρίκης γκριμάτσα τραγική,

φιλάρεσκα ν' αφήνουμε να λεν πως μας πηγαίνει
να βλέπουμε να φεύγει η ζωή μακριά μας ξένη, βιαστική
και να περνάμε, αθόρυβα μισώντας, μισημένοι.

Το κάθε τι, και πιο πολύ τ' όνειρο, να μας τυραγνά

τα βλέμματα των διαβατών στα μάτια μας λεκέδες.
Περήφανοι να δείχνουμε κι όμως τα χέρια μας τ' αγνά
να κράτησαν και να κρατούν ακόμα μενεξέδες.

Να λαχταρούμε σαν παιδάκια ευαίσθητα κι ασθενικά

-δικαίωση και παρηγοριά της ζωής μας - την αγάπη
κι αν κάποτε τη βρήκαμε να μας προσμένει μυστικά
όμως το χέρι ν' απλωθεί ζητώντας την εντράπη.

Τα μέτρια ν' αποφεύγουμε μ' αδιάλλαχτην αποστροφή,

αμετανόητοι κυνηγοί του Ωραίου και του Απολύτου
νάναι μας έπαθλο η πληγή, τι μάταιο γνώση μας σοφή
η χρυσή σμίλη δημιουργού, κασμάς του καταλύτου.

Να ξεκινάμε τις αυγές και πάνω μας μαύροι οιωνοί

οι αμφιβολίες να μας κρατούν στην ίδια πάλι θέση
κ' εμείς μ' αηδία να φτύνουμε τον εαυτό μας που θρηνεί
και να φοράμε κόκκινο της ανταρσίας το φέσι.

Τότε να ονειρευόμαστε μιαν αλλαγή κ' ευθύς ξανά

να σκύβουμε, σκλάβοι χλωμοί, σε ιερή λατρεία του πόνου,
τις ήττες ν' ανεμίζουμε φλάμπουρα νίκης φωτεινά
κι αξιοπρεπώς να παίρνουμε το λάχτισμα και του όνου.

Καχύποπτοι και μίζεροι μέσα στα φρούρια της σιωπής

να κλειδωνόμαστε άβουλοι, να κάνουμ' έτσι χάζι
τον κόσμον εξετάζοντας πίσω απ' τον κύκλο μιας οπής
και, θαρραλέοι, σκιά μικρού πουλιού να μας τρομάζει.

Δειλοί και στην αγάπη μας μα και στο μίσος πιο δειλοί

κι ανίσχυροι κι ασάλευτοι να ζούμε ανάμεσα τους,
να μας πληγώνουν και τα δυο και να μετράμε σιωπηλοί
στα παγωμένα δάχτυλα τους ίδιους μας θανάτους.

Εχθρούς να υποψιαζόμαστε παντού κ' οι ολόφωτοι ουρανοί

να ισκιώνονται απ' τον ίσκιο μας και, φεύγοντας κινδύνους,
να ζούμε μόνοι πλέκοντας για τους εχθρούς δημίου σκοινί
και να κρεμάμε εμείς εμάς αθώους αντί για κείνους.

από τη Ρωμιοσύνη
..............................

Τράβηξαν ὁλόισια στὴν αὐγὴ μὲ τὴν ἀκαταδεξιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πεινάει,
μέσα στ᾿ ἀσάλευτα μάτια τους εἶχε πήξει ἕνα ἄστρο
στὸν ὦμο τους κουβάλαγαν τὸ λαβωμένο καλοκαῖρι.
.................................................................................
Δέντρο τὸ δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τὸν κόσμο,
μ᾿ ἀγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τὸν ὕπνο.
Φέρναν τὴ ζωὴ στὰ δυὸ στεγνά τους χέρια σὰν ποτάμι.
Σὲ κάθε βῆμα κέρδιζαν μία ὀργιὰ οὐρανὸ - γιὰ νὰ τὸν δώσουν.
Πάνου στὰ καραούλια πέτρωναν σὰν τὰ καψαλιασμένα δέντρα,
κι ὅταν χορεῦαν στὴν πλατεῖα,
μέσα στὰ σπίτια τρέμαν τὰ ταβάνια καὶ κουδούνιζαν τὰ γυαλικὰ στὰ ράφια.
Ἄ, τί τραγούδι τράνταξε τὰ κορφοβούνια -
ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους κράταγαν τὸ σκουτέλι τοῦ φεγγαριοῦ καὶ δειπνοῦσαν,
καὶ σπάγαν τὸ ἂχ μέσα στὰ φυλλοκάρδια τους
σὰ νάσπαγαν μία ψείρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ χοντρά τους νύχια.
.............................. .......................................................
Θάναι δύσκολο τώρα νὰ βροῦμε μία γλῶσσα πιὸ τῆς κερασιᾶς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπομεῖναν στὰ χωράφια ἢ ἀπάνου στὰ βουνὰ ἢ κάτου ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, δὲν ξεχνᾶνε -
θάναι δύσκολο νὰ ξεχάσουμε τὰ χέρια τους
θάναι δύσκολο τὰ χέρια πούβγαλαν κάλους στὴ σκανδάλη νὰ ρωτήσουν μία μαργαρίτα
νὰ ποῦν εὐχαριστῶ πάνου στὸ γόνατό τους, πάνου στὸ βιβλίο ἢ μὲς στὸ μποῦστο τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Θὰ χρειαστεῖ καιρός. Καὶ πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ὥσπου νὰ βροῦν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ δίκιο τους.
..................................................................................... 

 

Και βέβαια δεν τελειώνει ο κατάλογος. Αλλά, θα δεν θα παραλείψω να παραθέσω ένα ποίημα - από τα πολλά - που μου έχει στείλει η φίλη μου η Στέλλα. Πρόκειται για το ποίημα του Ρεϋμὸν Κενώ  "Γιὰ μιὰ ποιητικὴ τέχνη" σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.

 
Ἂχ θεούλη μου, τί ὡραῖα ποὺ θὰ’ ταν νὰ’ γραφα ἕνα ποιηματάκι
Μπά! Νὰ ἕνα ποὺ περνάει τώρα δὰ ἀπὸ μπροστά μου
Ψὶτ ψὶτ ψὶτ
Ἔλα ἐδῶ χρυσό μου νὰ σὲ ἐμπλέξω
Στὸ ἴδιο περιδέραιο μὲ τ’ ἄλλα μου ποιήματα
Ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ ἐμπήξω
Στὸ οἰκοδόμημα τῶν Ἁπάντων μου
Ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ ἐμπαταδώσω
Καὶ νὰ σὲ ἐνομοιοκαταλήξω
Καὶ νὰ σὲ ἐρρυθμολογήσω
Καὶ νὰ σὲ ἐλλυρικοποιήσω
Καὶ νὰ σὲ ἐμπηγασεύσω
Καὶ νὰ σὲ ἐνστιχώσω
Καὶ νὰ σὲ ἐμπεζολογήσω
 
Νὰ πάρει ἡ εὐχὴ
Τὴν κοπάνησε


Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Ο Νίκος Σαραντάκος για το ζορμπαλίκι του Εικοσιένα

"Στέριωσε και γερά τειχιά, έβαλε τόπια στα μπεντένια και το κατάστησε άπαρτο κάστρο", γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης αφηγούμενος την ιστορία του Αλή Πασά. Δεν έβαλαν βέβαια τόπια στον περίβολο για να παίξουν μπάλα, μα βλήματα στις επάλξεις, ήτανε πολεμίστρες τα μπεντένια κι όχι τοιχάκια που χτίζουμε γύρω γύρω στις αυλές ή πάνω τους καθόμαστε, όπως τα λέμε ακόμη στην Κρήτη.  Και  σχολίαζε ο Τριανταφυλλίδης: "... οι αγωνισταί του Εικοσιένα δεν ήξευραν επάλξεις αλλά μπεντένια, την λέξιν μαζί με το πράγμα".

Τις ωραίες αυτές πληροφορίες τις αντλώ από το τελευταίο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου "Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων: ανιχνεύοντας το 1821 μέσα από τις λέξεις του" (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2020).

Το βιβλίο είναι ένα λεξικό 300 λημμάτων με λέξεις που άντλησε από διάφορες πηγές της εποχής, όπως δημοτικά τραγούδια, απομνημονεύματα και ημερολόγια αγωνιστών, αρχεία και διάφορες συλλογές εγγράφων, εφημερίδες αλλά και μεταγενέστερη ιστοριογραφία και λογοτεχνία. Σκοπός του, όπως γράφει στον Πρόλογο, ήταν να ανιχνεύσουμε το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις του. Και πραγματικά, με τις ερμηνείες και την ετυμολογία κάθε λέξης, με τα πολλά και εύστοχα παραθέματα από κείμενα όπου απαντά η λέξη (τα υπολογίζει ο ίδιος γύρω στα 1000) και με τα δικά του συμπληρωματικά σχόλια σε κάθε λήμμα, έχουμε ένα βιβλίο που ευχάριστα διαβάζεται και που ξύνει τις μνήμες μας από παλιότερα διαβάσματα κι ακούσματα, για να πάμε παραπέρα, και πάλι ανιχνεύοντας...

Ας επιστρέψω στο λεξικό κι ας δω κάποια λήμματα. Σήμερα ξέρουμε το χαρτζιλίκι, τότε  είχανε το χάρτζι, λέξη τούρκικης προέλευσης που θα πει δαπάνη στρατολογίας. Γράφει ο Σαραντάκος:

Πράγματι, τα χάρτζια ήταν πηγή πλουτισμού για τον καπετάνιο αφού μπορούσε να να στρατολογήσει λιγότερους απ' όσους είχε προπληρωθεί· γι' αυτό επιδίωκαν την αύξησή τους. Κι έτσι ο Κίτσιος παρακαλεί τον Μαυροκορδάτο: "Από αυτά τα 300 χάρτζια, παρακαλώ αβγατίστε και τον αντιστράτηγον Γεωργάκην Βάγιαν".

Και πάνω κει σκέφτηκα τα καπάκια του Παπαγιώργη, τις μυστικές συμφωνίες με τους Τούρκους για ανακωχή. Γράφει και γι' αυτά ο Νίκος, για τις ... καλές και τις κακές πλευρές τους:

Ο Περραιβός καταγράφει αίτημα των Τσάμηδων οπλαρχηγών προς τον Χουρσίτ: "ελπίζομεν να εξολοθρεύσομεν αυτούς τους απάτας Γκιαούρηδες· σε παρακαλούμεν όμως να βάλεις κανένα προσωρινόν καπάκι μ' αυτούς τους κιαφίρηδες Σουλιώτας  και κακούς γείτονές μας· διότι, οπόταν ημείς μακρυνθώμεν απ' εδώ, αυτοί δύνανται έπειτα να σκλαβώσουν τας γυναίακς μας και παιδιά μας.

Οι λέξεις του βιβλίου είναι τουρκικής, ιταλικής, λατινικής, βενετικής, αραβικής προέλευσης (άλλο ένα δείγμα του πώς η γλώσσα επικοινωνεί και επικοινωνείται, ή καλύτερα πώς οι άνθρωποι επικοινωνούν μέσω της γλώσσας). Πολλές από αυτές τις λέξεις απαντούν σε λογοτεχνικά έργα (και μεταγενέστερων χρόνων), αρκετές καταγράφονται και σήμερα σε γενικά λεξικά (πάντως κάποιες χρησιμοποιούνται και σήμερα σε τοπικά ιδιώματα, όπως π.χ. στην Κρήτη). Πολλές σημερινές λέξεις (χαρτζιλίκι) αλλά και επώνυμα (Χαζιράκης, Κεχαγιάς, Κιαφίρης, Ζορμπάς) έχουν καταγωγή από λέξεις εκείνης της εποχής.

Ο Πρόλογος έχει σημαντικές πληροφορίες, τόσο για τον τρόπο που δούλεψε και την παρουσίαση του βιβλίου, όσο και κυρίως για τις παρατηρήσεις, γλωσσικές και άλλες, που κάνει γύρω από το θέμα του. Επίσης, αξίζει να ανατρέξει κανείς στις πηγές που χρησιμοποίησε (μέτρησα 77 αναφορές), καθώς και στο τελευταίο μικρό κεφάλαιο με τις ονομασίες τοπωνυμίων τότε και τώρα, π.χ. το Αγρίνιο ήταν Βραχώρι και η Αμφιλοχία Καρβασαράς (και να συμπληρώσω Άργος Αμφιλοχικόν για να θυμηθώ τον Βικέλα στο Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν).

Όλα τα βιβλία του Σαραντάκου για τη γλώσσα είναι ιδιαίτερα, γράφει για τους μύθους γύρω από τη γλώσσα, για τις λέξεις που χάνονται, για τις οπωροφόρες λέξεις, για τη γλώσσα όταν έχει κέφια, για τα λόγια του αέρα, για τη γλώσσα μετ' εμποδίων, για τις λέξεις που γράφουν τη δική τους ιστορία... Όλα αποτέλεσμα πολλής και συστηματικής δουλειάς, δείγματα ενός ανθρώπου με πλατιά μόρφωση, με πλούσιο γνωσιακό κεφάλαιο  και με ικανότητα βέβαια να το αξιοποιεί και να παράγει εξαιρετικά ενδιαφέροντα, πρωτότυπα και χρήσιμα έργα και εργαλεία. 

Δεν θα μπορούσε λοιπόν η πρώτη μου ανάρτηση για τα 200 χρόνια να μην ξεκινά με ζορμπαλίκι, νταηλίκι σα να λέμε με την καλή έννοια, αυτό φοβόνταν κι οι Τούρκοι:

Σε σύσκεψη Οθωμανών στην Τριπολιτσά στο ξεκίνημα του Εικοσιένα, ο "φιλησυχότατος" Μουσταφά μπέης τόνισε ότι δεν είναι δίκαιο να αποφασιστεί να φονευτούν όλοι οι ραγιάδες παρά μόνο εάν "φανεί ζορμπαλίκι από όλους τους ραγιάδες"...

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Με λένε Αλίκη και είμαι καλά: Χλόη Κουτσουμπέλη

 

Alice and the White Rabbit, Lewis Carroll, 1864. Ink on Paper 


 Η Αλίκη ανακάμπτει 

Με λένε Αλίκη και είμαι καλά.
Κάθε πρωί ξυπνώ με χαρά,
παίρνω μια ασπιρίνη
για το αφόρητο ράγισμα
που χωρίζει σε ημισφαίρια το κρανίο.
[Το άλλο όνομά μου είναι Χάμπτι Ντάμπτι
και όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά
παλεύουν να με συναρμολογήσουν ξανά,
μετά από κείνο το φοβερό πέσιμο απ' τον φράχτη.]
Έχω ερωτευτεί τον Καπελά.
Κάθε μέρα μου χαρίζει ένα καπέλο,
το σημερινό είναι μαύρο και ψηλό,
χασμουριέται συνέχεια
από μια τρύπα στον πάτο.
Τι είναι αυτό που γυαλίζει τα πόμολα, ρωτάει,
που στραγγίζει τα φακελάκια του τσαγιού,
που σφίγγει τη γραβάτα του συζύγου κόμπο.
Τι κάνει τικ τακ μέσα στο στόμα του κροκόδειλου
πόσες καρδιές έχει μία Ντάμα Κούπα όταν κλαίει.
Τι είναι αυτό που σε κρατάει ζωντανή;
Η Κάμπια τινάζει τα στρώματα στο απέναντι μπαλκόνι.
Τα λουλούδια μπλα μπλα.
Η Άνοιξη σφαιρική.
Η γη επίπεδη.
Βαρέθηκα τις εποχές, λέει η Αλίκη.
Ένας λαγός με μεγάλες δρασκελιές
διασχίζει τη μέρα της.
Υποτίθεται ότι είσαι ποίημα; τον ρωτάει.
Έχουν και τα θαύματα τα όρια τους, απαντάει αυτός,
καθώς επιβιβάζεται σ΄ένα τρένο βιαστικός. 
 

 

Το ποίημα "Η Αλίκη ανακάμπτει" είναι από τη συλλογή "Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ" της Χλόης Κουτσουμπέλη (Πόλις, 2018).

Εσωτερικοί μονόλογοι, ξεσπάσματα βιωμάτων ή αυτοβιογραφικά σημειώματα; Μνήμες, τραύματα και αγάπες; Ο πατέρας, η μητέρα, οι αγαπημένοι, ο Βερν ο Λιούις και ο Κάφκα οι τρεις εραστές, η Αλίκη η Αντιγόνη ο Φιλέας Φογκ και οι άλλοι ήρωες της παιδικής ηλικίας, ο Βαρδάρης, όλη η γεωγραφία της ύπαρξης σε ποιητικά σημειώματα. Σαν το σημείωμα της φανταστικής, επινοημένης οδού Ντεσπερέ.

Θεσσαλονικιά η Χλόη Κουτσουμπέλη, έβαλε στον τίτλο της συλλογής το όνομα του Γάλλου στρατηγού του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Ντ' Εσπερέ (Louis Félix Marie François Franchet d’Espèrey), που ήταν ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο το 1918 και που αγαπούσε τη Θεσσαλονίκη ξεχωριστά.  

Παίζει με τις λέξεις η ποιήτρια. Είτε απελπισμένα (ντεσπερέ, από το γαλλ. désespérés) είναι τα σημειώματα ή λυτρωτικά που μοιράζει ο συμπαθής κύριος Ντ' Εσπερέ, συγγνώμη η Χλόη Κουτσουμπέλη, τα ποιήματά της είναι μια κατάθεση ψυχής, βιωμάτων, απώλειας, μνήμης και αποκατάστασης, λύτρωσης.

Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,
είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Χίλια καλώς σε βρήκαμε καινούριε χρόνε!

 


 Ταχιά ταχιά’να αρχιχρονιά
ταχιά’ ν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά’ ν’ απού περπάτησε
ο Κύριος στον κόσμο
Και εβγήκε και χαιρέτησε
ούλους τους ζευγολάτες.
Και ο πρώτος που τα’ απάντησε
ήταν ο Άης Βασίλης
Πολλά τα έτη Βασιλειό,
καλόν ζευγάριν έχεις.
Καλό το λες αφέντη μου καλό
και ευλογημένο,
Η χάρη σου το βλόγησε
με το δεξί σου χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό
με το μαλαματένιο.
Πες μου να ζήσεις Βασιλειό
πόσα μουζούρια σπέρνεις;
Σπέρνω κριθάρι δώδεκα,
σταράκι δέκα πέντε
ταή και ρόβι δεκαοχτώ
κι από νωρίς στο στάβλο.

Είπαμε δα τ‘ αφέντη μας
να πούμε τση κυράς μας
Κυρά μαρμαροτράχηλη
και φεγγαρομαγούλα
οπού τον έχεις τον υγιό,
τον μοσχοκανακάρη
λούζεις τον και χτενίζεις τον
και στο σχολειό τον πέμπεις
κι ο δάσκαλος τον έδειρε
μ” ένα χρυσό βιτσάλι
και η κυρά δασκάλισσα
μ’ ένα μαργαριτάρι.

Είπαμε δα και στη κυράς
ας πούμε και τση βάγιας
Νάψε βαγίτσα το κερί
νάψε και το ντουμπλέρι
και κάτσε και ντουχούντιζε
ίντα θα μας εφέρεις
απάκι γή λουκάνικο
γη από πλευρά κομμάτι
γη από τον πόρο του βουγιού
να πιούμε μια γεμάτη.

Κι αν είναι με το θέλημα,
άσπρη μου περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας
να πούμε καλησπέρα

Επά που καλαντρίσαμε
καλά μας επλερώσαν
Καλά να ‘ναι τα έχη τους
και τα πονομάτά τους
και αν έχουν και αρσενικό παιδί
στη σέλα καβαλάρη
να σιέται να λυγίζεται
να πέφτει το λογάδι
να το μαζώνει η μάνα του,
να’χει χαρά μεγάλη.

Πάλι κι αν είναι θηλυκό
μια καλή να κάνει
Που δεν τον φτάνει τον υγιό
Άντρα να τον επάρει.

Ξύπνησ' αφέντη ξύπνησε, να φάμε και να πιούμε!

Χίλια καλώς σας βρήκαμε!

Καλή καλύτερη χρονιά!!!

 

Σημείωση:

Τα κάλαντα στις δύο εικόνες είναι όπως τα κατέγραψε ο Αντώνης Γιανναράκης από τους Λάκκους Χανίων στο βιβλίο του Άσματα Κρητικά που κυκλοφόρησε το 1876 στη Λειψία (περιέχεται στην ψηφιακή Βιβλιοθήκη Ανέμη του Πανεπιστημίου Κρήτης). Τα κάλαντα στη σύγχρονη εκδοχή τους είναι αντιγραμμένα από τον ιστότοπο Candiadoc. Στο βίντεο ακούγονται σε μια παλιά ηχογράφηση ο σπουδαίος Κρητικός λυράρης και τραγουδιστής Κώστας Μουντάκης και η Καίτη Ρουκουνάκη.

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Άγιος Βασίλης έρχεται

 

 
Ζώνεται το φθαρμένο ράσο του,
βάζει τα ξυλοπάπουτσά του,
φορεί το καλογερικό σκουφί του,
κάνει τον σταυρό του δυτικά,
παίρνει το μαγικό ραβδί του...
Εκεί στα βάθη της Μικράς Ασίας,
όπου η παλιά πολιτεία της Καισάρειας,
ετοιμάζεται, όπως κάνει αιώνες τώρα,
να ΄ρθει κι εφέτος την Πρωτοχρονιά
να μας επισκεφθεί ο παλιός Άγιος Βασίλης.
 
Τι κι αν έχει πεθάνει -
πάνε δεκάδες χρόνια τώρα -
και ο τελευταίος ζευγολάτης
που τον περίμενε πώς και πώς
για να ευλογήσει το αλέτρι του.
Τι κι αν τα παιδιά, αντί γι' αυτόν,
περιμένουν τον άγιο της κατανάλωσης
μ' όλα τα κάθε λογής δώρα του.
Τι κι αν βρει κλειστές, κατάκλειστες, τις πόρτες.
 
Όλο και κάποιος ξεχασμένος βοσκός
θα με περιμένει στο μαντρί του,
όπως ο Γιάννης ο Ευλογημένος,
σκέφτεται ο δικός μας, ο παλιός, Άγιος Βασίλης...

Το παραπάνω ποίημα είναι από την τελευταία συλλογή του Νιππιανού δασκάλου, ποιητή, δημοσιογράφου και φίλου Βαγγέλη Κακατσάκη Τα χελιδόνια του μοναχού (Κοινωφελές Ίδρυμα "Αγία Σοφία" και Πυξίδα της πόλης,  2020). Είναι μια συλλογή με εικόνες και βιώματα του ίδιου του δημιουργού από τον γενέθλιο τόπο, με συναπαντήματα, με γιασεμιά και κρίνους, με γλάρους και σπουργίτια, με πετάγματα κορυδαλλών, με βαρσάμους και βασιλικούς, με το άρωμα του αροσμαρή, με μνήμες και αφιερώσεις, με τη σοφή αιωνόβια ελιά του κήπου του που "όπως χαίρεται μια μάνα για τα παιδιά της, έτσι χαίρεται και η ελιά για τους δεκατρείς βασιλικούς"...


Και ζευγολάτης και οδοιπόρος ο  Άγιος Βασίλης της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, γράφει ο δάσκαλος. Να τον υποδέχεται στο μαντρί του ο Γιάννης ο Ευλογημένος τον θέλει ο Φώτης Κόντογλου στο διήγημά του "Το Βλογημένο μαντρί". Είναι ένα τρυφερό διήγημα, γραμμένο σε όμορφη γλώσσα. Παραθέτω εδώ την αρχή και το τέλος του*: 

Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.

Ἀφοῦ βολόδειρε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ χῶρες πολλὲς κι ἀπὸ χιλιάδες χωριὰ καὶ πολιτεῖες, ἔφταξε στὰ ἑλληνικὰ τὰ μέρη, πού ῾ναι φτωχὸς κόσμος. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χωριὰ πρόκρινε τὰ πιὸ φτωχά, καὶ τράβηξε κατὰ κεῖ, ἀνάμεσα στὰ ξερὰ βουνὰ ποὺ βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.

Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολὺ ἄγρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἀκουγότανε, ἐξὸν ἀπὸ κανένα τσακάλι ποὺ γάβγιζε.

Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπάγκιο ποὺ ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ῾να μικρὸ βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρὶ κολλημένο στὰ βράχια. Ἄνοιξε τὴν αὐλόπορτα ποὺ ἤτανε κανωμένη ἀπὸ ἄγρια ρουπάκια καὶ μπῆκε στὴ μάντρα. Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ πιάσανε καὶ γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νὰ τὸν σκίσουνε· μά, σὰν πήγανε κοντά του, σκύψανε τὰ κεφάλια τους καὶ σερνόντανε στὰ ποδάρια του, γλείφανε τὰ χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καὶ κουνούσανε παρακαλεστικὰ τὶς οὐρές τους.

Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:

«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».

Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ᾿ ἀρχοντικό μας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».

Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.

Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε μὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνασπάστηκε καὶ τό ῾βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καὶ τὴ γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ μωρό τους μέσα στὴν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε:

«Κόπιασε, παπποῦ, νὰ ξεκουραστεῖς».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ βλόγησε τὸ καλύβι κι εἶπε:

«Βλογημένοι νά ῾σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο τὸ σπιτικό σας! Τὰ πρόβατά σας νὰ πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν καὶ ὡς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζί σας!».

Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι καὶ ξελόχισε ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σὲ μία γωνιὰ τὸ ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τὸ μπαλωμένο τὸ ράσο του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. Τὸν βάλανε κι ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ῾βαλε καὶ μία μαξιλάρα ν᾿ ἀκουμπήσει.

Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καὶ ξανάπε μέσα στὸ στόμα του:

«Βλογημένο νά ῾ναι τοῦτο τὸ καλύβι!».

Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιὰ νὰ φέρει τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στὴ φωτιά.

........................................................................................................................................................

Καθίσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα - Μάρκος ὁ Βουβός, ποὺ τὸν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.

Καί, σὰν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα κι εἶπε:

«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».

Κι ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τὸ δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο καὶ δὲν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλὰ εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!».

Πετάγεται ὁ Γιάννης καὶ τοῦ λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τὸν Ἅη-Βασίλη!».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἀλήθεια, τὸν ξέχασα!».

Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε:

«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».

Ὕστερα ἔκοψε πολλὰ κομμάτια, καὶ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ μογιλάλου», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».

Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:

«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἔκοψα, εὐλογημένε!».

Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!

Ἔστρωσε ἡ γυναίκα, γιὰ νὰ κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νὰ κάνουνε τὴν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τὶς ἀπαλάμες του κι εἶπε τὴν δική του τὴν εὐχή, ποὺ τὴ λέγει ὁ παπᾶς στὴ λειτουργία:

«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου...».

Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ κι ἑτοιμαζόντανε νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης :

«Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστεν ἁμαρτωλοὶ καὶ κακορίζικοι, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε!».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τὶς ἀπαλάμες του καὶ ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ ἀλλιώτικα:

«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».

Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.

 

 Πώς τον περιμένουμε κι εμείς απόψε! Θα τον αναγνωρίσουμε άραγε;

 ................................................................................................................ 

Σημειώσεις:

Η εικόνα με τον Άη Βασίλη είναι έργο του Έλληνα εικονογράφου Νικόλα Ανδρικόπουλου με τίτλο Santa reading to his Friends (Ο Άη Βασίλης διαβάζοντας στους φίλους του). Είναι χριστουγεννιάτικη κάρτα της Unicef μάλλον του 1997 (δυστυχώς ο αποστολέας δεν έχει χρονολογία, αλλά υποθέτω ότι είναι 1997 ή 1998) σε υποστήριξη του προγράμματος 2000 για μείωση της μόλυνσης από τον ιό της πολυομυελίτιδας που χτυπά πάνω από 100.000 παιδιά κάθε χρόνο (όπως σημειώνεται στο πίσω μέρος της κάρτας).

* Ολόκληρο το διήγημα μπορεί να το βρει κανείς και στο διαδίκτυο, εγώ το αντέγραψα από εδώ.