Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Ερρίκου Χάινε ποίηση και μεταφράσεις



Διαβάζοντας πρόσφατα μια αναφορά σε στίχους του Χάινε (που, δυστυχώς, δεν θυμάμαι ούτε τους στίχους ούτε την πηγή), θέλησα να ξαναδώ από τη βιβλιοθήκη μου μια ανθολογία ποιημάτων του (εκδόσεις Σοκόλη, 2007). Η ανθολόγηση και η επιμέλεια έχουν γίνει από το Νάσο Βαγενά, ο οποίος, όπως πάντα πρέπει να πω, κάνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική εισαγωγή τόσο για τον Χάινε ως ποιητή και ως προσωπικότητα που έζησε το πρώτο μισό του 19ου αιώνα (1797-1856), αλλά και για τις πολλές ελληνικές μεταφράσεις του που από μόνες τους αποτελούν μια ξεχωριστή ποίηση.

Έχει ενδιαφέρον μάλιστα να διαβάσει κανείς τις μεταφράσεις των ίδιων ποιημάτων από διαφορετικούς ποιητές και οπωσδήποτε αυτό μπορεί ν' αποτελεί άσκηση στο θέμα μετάφραση ποίησης. Δεν είμαι ειδική, αναγνώστρια είμαι, επομένως σταματώ και απλά παραθέτω κάποια από τα ποιήματα.


Το αμαρτολούλουδο

Που σκοτωθεί μονάχος του
στην ερημιά τον θάβουν.
Κι ούτε παπάδες παν μπροστά,
ούτε κεριά του ανάβουν.

Κι εκεί μακριά στον τάφο του,
στο ερημικό του χώμα,
βγαίνει το αμαρτολούλουδο
με το γαλάζιο χρώμα.

Στις ερημιές εβρέθηκα
μια νύχτα του Γενάρη
κι είδα το αμαρτολούλουδο
που εσειόταν στο φεγγάρι.

Παύλος Γνευτός (1862-1956)



Η Λιτανεία


Στο παραθύρι η μάνα και στο κρεβάτι ο γιος,
"Σήκω", του λέει, "Γουλιέλμε, να ιδείς περνά ο Σταυρός".

"Δε βλέπω, δεν ακούω, μητέρα, είμαι βαριά,
ξέρω νεκρή τη Γκραίτχεν και μου πονεί η καρδιά".

"Το κομπολόι σου πάρε, στο Αϊτόκαστρο να πας,
κι η Δέσποινα σου γιαίνει τον πόνο της καρδιάς".
...........................................................................

Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923)


Λιτανεία στον Άη Μαθιά Κέρκυρας, παραμονή της Αγίας Παρασκευής καλοκαίρι του 2013

Βαλτάσαρ

Ήταν η νύχτα μαύρη, μεσάνυχτα σχεδόν·
σε μια βουβή ησυχία κοιμάται η Βαβυλών.

Μόνο ψηλά, στις σάλες του βασιλιά, οι πυρσοί
σκορπούν γενναία το φως τους, γλεντούν οι αυλικοί.

Εκεί ψηλά στου θρόνου το δώμα το χρυσό,
δείπνο ο Βαλτάσαρ δίνει λαμπρό, βασιλικό.
………………………………………………….

Και δες, ποιος να πιστέψει, στον τοίχο τον λευκό
σαν αστραπή προβάλλει χέρι ανθρώπινο.

Χέρι που γράφει επάνω στον τοίχο τον λευκό
γράμματα φλογισμένα χέρι αερικό.

Ο βασιλιάς σαν το 'δε του θόλωσε η ματιά,
λυγούν τα γόνατά του, η όψη του ωχριά.

Ξέπνοοι μένουν γύρω οι άρχοντες στη σειρά,
κι όλοι αποσβολωμένο δεν βγάζουνε μιλιά.

Προστάζουν να 'ρθουν μάγοι, εξηγητές, ιερείς,
όμως κανείς δεν βγάζει το νόημα της γραφής.

Την ίδια εκείνη νύχτα, τη νύχτα τη βουβή,
σκοτώσαν τον Βαλτάσαρ οι δούλοι του οι πιστοί.



Κώστας Κουτσουρέλης (1967-)


Belshazzar's Feast. Πίνακας του Rembrandt που απεικονίζει το μύθο του βασιλιά της Βαβυλώνας Βαλτάσαρ. 

Βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.


Διατρέχοντας την ανθολογία, βρίσκουμε ίδια ποιήματα μεταφρασμένα από διαφορετικούς ποιητές. Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αποδίδονται σε κάθε περίπτωση και βέβαια μας δίνεται η ευκαιρία να σκεφτούμε ζητήματα γύρω από τη μετάφραση στην ποίηση, 

Επτά φορές βρίσκουμε το ποίημα για τη Λορελάη, την πεντάμορφη κοπελιά που παίρνει το μυαλό του ναύτη. Και να πώς την τραγουδά ο Βιζυηνός:


Λορελάη
.................................................
Ψυχρό φυσά τ' αγέρι και βραδιάζει,
ο Ρήνος σιγανά κατρακυλά·
στις φωταυγιές του ήλιου, που πλαγιάζει,
του όρους η κορφή σπιθοβολά.

Θαυμάσια αυτού στην κορφή την ίδια
κάθεται η πιο ωραία κοπελιά·
αστράφτουν τα χρυσά της τα στολίδια,
χτενίζει τα χρυσά της τα μαλλιά.
.......................................................
Φοβούμαι πως το κύμα θε να φάει
και ναύτη και βαρκούλα τώρα δα:
Άχ, όλ' αυτά τα κάμνει η Λορελάη
με το γλυκό σκοπό που τραγουδά.

Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)

Ο Νάσος Βαγενάς λέει πως υπάρχουν τουλάχιστον δεκαπέντε μεταφράσεις της Λορελάης στη γλώσσα μας!

Όμως, ο Χάινε δεν ήταν ο ρομαντικός ποιητής χωρίς πολιτικές ευαισθησίες και παρεμβάσεις. Επηρεασμένος από την κατάσταση στην Ευρώπη μετά τη Γαλλική επανάσταση και από τα κινήματα αντίστασης του 19ου αιώνα, δεν μένει αμέτοχος. Δεν  είναι τυχαίο που τραγουδά για τους ανυφαντάδες (και τις ανυφαντούδες βέβαια):


Οι ανυφαντάδες
                                                                       
Στο κατσουφιασμένο μάτι δάκρυο κανένα,
στον αργαλειό του κάθουνται και τρίζουνε τα δόντια:
«Ω Γερμανία, υφαίνουμε το σάβανό σου
υφαίνουμε ενός την τρίδιπλη κατάρα -
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Κατάρα στο είδωλο που το παρακαλάμε
χειμώνα που πουντιάζουμε και γιόμα που πεινάμε.
Ελπίσαμε και καρτερέσαμε του κάκου
μα μας εμπαίζει,  μας γελάει, μας κοροϊδεύει -
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Κατάρα και στο βασιλιά, το βασιλιά των πλούσιων,
που η δυστυχία μας δεν μπορεί να 'ν' τονέ συγκινήσει,
που ως και το γρόσι το στερνό από μας αρπάζει,
και σαν σκυλιά να μας σκοτώνουν μας αφήνει -
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Κατάρα και στην ψεύτική μας την πατρίδα
όπου προδεύει μοναχά το αίσχος κι η ατιμία,
που πρόωρα έσπασε κάθε λουλούδι,
που το σαράκι δυναμώνει η μούχλα κι η σαπίλα -
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Πετάει η σαϊτούλα, τρίζει ο αργαλειός
υφαίνουμε εμείς με προσοχήν, όλο το ημερονύχτι -
το σάβανό σου υφαίνουμε, ω παλαιά Γερμανία,
υφαίνουμε εντός την τρίδιπλη κατάρα
υφαίνουμε, υφαίνουμε!».

Γιάννης Καμπύσης (1872-1901)


Το βρίσκουμε και παρακάτω με τον τίτλο Υφαντές. Και να πώς τελειώνει:


Υφαντές

........................................................
Καταραμένη η κίβδηλη, η ψεύτρα αυτή πατρίδα,
όπου η απάτη ευδοκιμεί και βασιλεύει η καταισχύνη,
όπου το θάνατο, παντού, τη σήψη θ' ανασάνεις!
υφαίνουμε, Γριά-Γερμανία, το σάβανό σου τώρα!
Υφαίνουμε, υφαίνουμε!

Βασ. Ι. Λαζανάς (1916-2001)



Το ποίημα γράφτηκε το 1844 με αφορμή την κινητοποίηση των κλωστοϋφαντουργών της Σιλεσίας. Αρχικά, με τον τίτλο " 'Die armen Weber" (Οι φτωχοί υφαντές) δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα που εξέδιδε ο Μάρξ με τίτλο "Vorwärts!" (Εμπρός). Στη συνέχεια, πήρε τον τίτλο "Die schlesischen Weber" (Οι υφαντές της Σιλεσίας). Έχει μελοποιηθεί από πολλές μουσικές ομάδες όπως στο παραπάνω βίντεο. (Πληροφορίες εδώ).
              
Η εφημερίδα του Μαρξ όπου πρωτοδημοσιεύτηκε το ποίημα του Χάινε

Τέλος, αξίζει ν΄αναφέρουμε τους ποιητές που περιλαμβάνονται στην ανθολογία: Άγγελος Βλάχος, Γεώργιος Βιζυηνός, Κωστής Παλαμάς, Παύλος Γνευτός, Αντώνιος Σ. Μάτεσις,Μιλτιάδης Μαλακάσης, Νικόλαος Ποριώτης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Γιάννης Καμπύσης, Νίκος Γεννηματάς, Θεόφιλος Βορέας, Πέτρος Ι. Ραΐσσης, Κώστας Καρθαίος, Δημήτριος Ι. Λάμψας,Γιώργης Σημηριώτης, Τάκης Μπαρλάς, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Λέων Κουκούλας, Άγγελος Δόξας,Βασ. Ι. Λαζανάς, Άρης Δικταίος, Σπύρος Καρυδάκης, Κώστας Κουτσουρέλης, Μαρία Υψηλάντη.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Διαβάσματα 2015: μια επιλογή



Παραθέτω παρακάτω, με τυχαία σειρά, μια επιλογή  από τίτλους βιβλίων που διάβασα το 2015. Για όλα έχω το σύνδεσμο στην ηλεκτρονική βάση Biblionet (εφόσον υπάρχουν μέσα), ενώ προσθέτω και τους συνδέσμους σε αναρτήσεις δικές μου για όσα έχω κάνει αναφορά στο ιστολόγιο (ελπίζω να μπορέσω να κάνω και για κάποια ακόμη, καμιά φορά ή και συνήθως η μη ιδιαίτερη αναφορά δεν σχετίζεται με το βαθμό ικανοποίησης αλλά και με το χρόνο, τη συγκυρία κτλ.).

Ø  Guy de Maupassant (Γιάννης Παππάς μτφρ.), Δεκατέσσερα διηγήματα και ένα χρονογράφημα, Πορεία, 2004. http://www.biblionet.gr/book/89288/
Ø  Hannah Kent (Μαρία Αγγελίδου μεταφρ.), Έθιμα ταφής, Ίκαρος, 2014. http://www.biblionet.gr/book/197116/
Ø  Laurent Mauvignier (Σπύρος Γιανναράς μεταφρ.), Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη, Άγρα, 2014 . http://www.biblionet.gr/book/197889/
Ø  Leonardo Padura (Κώστας Αθανασίου μετφρ.), Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011. http://www.biblionet.gr/book/172949/
Ø  Maria Irene Fornes (Τώνια Ράλλη μετφρ.), Ο Δούναβης. Λάσπη, Scripta, 2002. http://www.biblionet.gr/book/74173/
Ø  Pascal Quignard (Γιάννης Κατσάνος, μτφρ.), Το μάθημα μουσικής, Μελάνι, 2015 . http://www.biblionet.gr/book/202620/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/08/blog-post_23.html
Ø  Pico della Mirandola (Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου μτφρ.), Λόγος περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, Άγρα, 2014, http://www.biblionet.gr/book/199942/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/07/blog-post_12.html, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/06/blog-post_30.html.
Ø  Rainer Maria Rilke (Μάριος Πλωρίτης μτφρ.), Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή, Ίκαρος, 2000. http://www.biblionet.gr/book/25881/
Ø  Stanislas Tomkiewicz (Δημήτρης Πλουμπίδης επιμ., Γρηγόρης  Αμπατζόγλου μετφρ.), Η κλεμμένη εφηβεία, University Studio Press, 2012 http://www.biblionet.gr/book/185264/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/03/50.html


Ø  Varlam Shalamov (Κατερίνα Ρουκ μετφρ.), Οι βιβλιοθήκες μου, Άγρα, 2014 . http://www.biblionet.gr/book/198767/
Ø  Άννα Φραγκουδάκη, Η γλώσσα και το έθνος 1880-1980, Αλεξάνδρεια, 2001. http://www.biblionet.gr/book/64439/
Ø  Ανταίος Χρυσοστομίδης, Οι κεραίες της εποχής μου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012. http://www.biblionet.gr/book/178638/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/01/blog-post_13.html
Ø  Βασιλική Πέτσα, Θυμάμαι, Πόλις, 2011, http://www.biblionet.gr/book/170768/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/12/blog-post_20.html
Ø  Βασιλική Πέτσα, Μόνο το αρνί, Πόλις, 2015. http://www.biblionet.gr/book/204376/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/12/blog-post_20.html
Ø  Γιάννης Βαρβέρης, Βαθέος γήρατος, Κέδρος, 2011. http://www.biblionet.gr/book/170889/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/09/blog-post_19.html
Ø  Γιάννης Μακριδάκης, Αντί στεφάνου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015. http://www.biblionet.gr/main.asp?page=showbook&bookid=200078
Ø  Γιάννης Σκαρίμπας (Κατερίνα Κωστίου, επιμ.), Το σόλο του Φίγκαρω, Νεφέλη, 1992. http://www.biblionet.gr/book/20385/
Ø  Δημήτρης Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του Τριάντα, Πόλις, 2011. http://www.biblionet.gr/book/165803/
Ø  Έτγκαρ Κέρετ (Λουίζα Μιζάν μτφρ.), Το κορίτσι στο ψυγείο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012 . http://www.biblionet.gr/book/162705/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/10/blog-post_14.html
Ø  Ευδοκία Σκορδαλά-Κακατσάκη, Ο βασιλιάς των ονείρων, Κόκκινη Κλωστή Δεμένη, 2015. http://www.biblionet.gr/book/205679/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/12/blog-post_29.html
Ø  Θανάσης Δ. Κωτσάκης, Κρητικοί έποικοι στη Νάξο, Μύθος ή πραγματικότητα;, 2014.
Ø  Θεοχάρης Ι. Φραγκιουδάκης, Ανθρωπο-τοπωνύμια του Νομού Χανίων, 2014.
Ø  Ιωάννα Καρυστιάνη, Το φαράγγι, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2015 . http://www.biblionet.gr/main.asp?page=showbook&bookid=204566
Ø  Κάλλια Παπαδάκη, Δενδρίτες, Πόλις, 2015. http://www.biblionet.gr/book/202339/
Ø  Κωνσταντίνος Ν Ράδος, Ο πειρατής της Γραμβούσης, Νεφέλη, 1988. http://www.biblionet.gr/book/22490/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/09/blog-post_25.html.
Ø  Μανόλης Σκλάβος (Τασούλα Μαρκομιχελάκη επιμ.), Της Κρήτης ο χαλασμός, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2014 . http://www.biblionet.gr/book/198671/
Ø  Μάρκος Μέσκος, Τα φαντάσματα της ελευθερίας, Νεφέλη, 1998 . http://www.biblionet.gr/book/3985/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/09/blog-post_20.html
Ø  Μάρω Δούκα, Έλα να πούμε ψέματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2014. http://www.biblionet.gr/book/195220/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/06/blog-post_19.html
Ø  Μάρω Δούκα, Ο πεζογράφος και το πιθάρι του, Εκδόσεις Πατάκη, 2013. http://www.biblionet.gr/book/191884/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/03/blog-post_30.html
Ø  Μυρσίνη Ζορμπά, Πολιτική του πολιτισμού, Εκδόσεις Πατάκη, 2014 . http://www.biblionet.gr/book/193512/
Ø  Ρέα Γαλανάκη, Η άκρα ταπείνωση, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2015. http://www.biblionet.gr/book/201333/
Ø  Τέλλος Άγρας, Τα ποιήματα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2014. http://www.biblionet.gr/book/198212/, http://katerinatoraki.blogspot.gr/2015/03/blog-post_18.html




Και κάτι ακόμα σημαντικό για τα αναγνωστικά, αλλά και ευρωπαϊκά ενδιαφέροντα: Είχα καταφέρει να βρώ (στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων) και να διαβάσω το 2014, μετά από πολλές αναζητήσεις, το εμβληματικό βιβλίο "Δούναβης" του Κλαούντιο Μάγκρις (εκδ. Πόλις, 2001). Έχω αναφέρει γι' αυτό σε προηγούμενη ανάρτηση. Το βιβλίο είχε εξαντληθεί. Με πολλή χαρά το βρήκα πάλι στα βιβλιοπωλεία και το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Όπως επίσης συνιστώ και το σπουδαίο βιβλίο του Μπρωντέλ "Γραμματική των πολιτισμών", που έχει εκδόσει το ΜΙΕΤ το 2001 και που πριν από ένα χρόνο ακριβώς κυκλοφόρησε η 8η ανατύπωσή του.

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Τὸ φλουρὶ τοῦ φτωχοῦ, του Παύλου Νιρβάνα




Τὸ πρῶτο φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας, ποὺ μοῦ ἔπεσε, βγῆκε μοιρασμένο. Ἦταν ἀληθινὸ φλουρί, γιατί ὁ πατέρας μου τὸν καιρὸ ἐκεῖνο συνήθιζε νὰ βάζει στὴ βασιλόπιτα τοῦ σπιτιοῦ μας μιὰ χρυσὴ ἀγγλικὴ λίρα.
Πῶς ἔρχονται τὰ πράματα καμιὰ φορά!
Ὁ πατέρας μου, ὄρθιος μπροστὰ στὸ ἁγιοβασιλιάτικο τραπέζι, ἔκοβε τὴν πίτα, ὀνοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πρὶν κατεβάσει τὸ μεγάλο μαχαίρι τοῦ ψωμιοῦ. Ἀφοῦ ἔκοψε τὸ κομμάτι τοῦ σπιτιοῦ, τῶν ἁγίων, τὸ δικό του καὶ τῆς μητέρας μου, πρὶν ἀρχίσει τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν, σταμάτησε σὰν νὰ θυμήθηκε κάτι.
- Ξεχάσαμε, εἶπε, τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ. Αὐτὸ ἔπρεπε νά ῾ρθει ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Ἂς εἶναι ὅμως. θὰ τὸ κόψω τώρα κι ὕστερα θ᾿ ἀρχίσω τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν. Πρῶτα ὁ φτωχός. Κατέβασε τὸ μαχαίρι καὶ εἶπε:
- Τοῦ φτωχοῦ.
Ἔπειτα θὰ ἐρχόταν τὸ δικό μου κομμάτι, ποὺ ἤμουν ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ παιδιά.
Καθὼς τραβοῦσε ὅμως τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ κόψει τὸ δικό μου, τὸ χρυσὸ φλουρὶ κύλησε στὸ τραπεζομάντιλο. Τὸ κόψιμο τῆς πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι ὁ πατέρας ὅλους μας.
-Ποιανοῦ εἶναι τώρα τὸ φλουρί; εἶπε ἡ μητέρα μου. Τοῦ φτωχοῦ ἢ τοῦ Πέτρου; Ἐγὼ λέω πῶς εἶναι τοῦ Πέτρου.
Ἡ καημένη ἡ μητέρα! Τὸ εἶχε καημὸ νὰ πέσει σ᾿ ἐμένα.
-Οὔτε τοῦ φτωχοῦ εἶναι, εἶπε ὁ πατέρας μου, οὔτε τοῦ Πέτρου. Τὸ σωστὸ σωστό. Τo φλουρὶ μοιράστηκε. Ἦταν ἀνάμεσα στὰ δυὸ κομμάτια. Καθὼς τὰ χώρισα μὲ τὸ μαχαῖρι, ἔπεσε κάτω. Τὸ μισὸ λοιπὸν εἶναι τοῦ φτωχοῦ, τὸ μισὸ τοῦ Πέτρου.
- Καὶ τί θὰ γίνει τώρα; ρώτησε στενοχωρημένη ἡ μητέρα μου.
- Τί θὰ γίνει;... Συλλογιζόμαστε κι ἐμεῖς.
- Μὴν πονοκεφαλᾶτε, εἶπε ὁ πατέρας. Ἄνοιξε τὸ πορτοφολάκι του, ἔβγαλε ἀπὸ μέσα δυὸ μισὲς χρυσὲς λίρες (τὸ χρυσάφι δὲν εἶχε κρυφτεῖ ἀκόμα) καὶ τὶς ἀκούμπησε στὸ τραπέζι.
- Νά, τί θὰ γίνει. Αὐτὴ φυλάξτε τη, νὰ τὴ δώσετε στον πρῶτο ζητιάνο, ποὺ θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα μας. Εἶναι ἢ τύχη του. Ἡ ἄλλη μισὴ εἶναι τοῦ Πέτρου. Καὶ μοῦ τὴν ἔδωσε.
- Καλορίζικη! Καὶ τοῦ χρόνου, παιδί μου! Εἶσαι εὐχαριστημένος;
Ἤμουν καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Ἡ ἰδέα μάλιστα πὼς είχα συντροφέψει μὲ τὸ φτωχὸ μὲ διασκέδαζε.
- Θὰ τοῦ τὴ δώσω ἐγὼ μὲ τὸ χέρι μου, εἶπα καὶ γελούσαμε ὅλοι μὲ τὴν παράξενη τύχη μου.
Τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ πείραζαν. Ὁ σύντροφος τοῦ φτωχοῦ. Μονάχα ὁ πατέρας μου δὲ γελοῦσε.
Ἐκεῖνος μὲ τράβηξε κοντά του, μὲ φίλησε καὶ μοῦ εἶπε:
- Μπράβο σου! Εἶσαι καλὸ παιδί.
Τὸ ἄλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε ἡ πόρτα. Κάτι μοῦ ἔλεγε πὼς ἦταν ζητιάνος, ποὺ ἔφτανε βιαστικὸς νὰ πάρει τὸ μερίδιό του. Ἔτρεξα στὴν πόρτα μὲ τὴ μισὴ λίρα. Ἦταν ἕνας γέρος φτωχός, μὲ κάτασπρη γενειάδα, γυρτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια, καὶ τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μουρμούριζε εὐχές.
- Πάρε, παππού, τοῦ εἶπα. Ὁ γέρος, ποὺ δὲν ἔβλεπε καλὰ καὶ τοῦ εἶχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα ἀπὸ τὰ χρονιὰ τὸ χρυσὸ νόμισμα, τὸ ἔφερε κοντὰ στὰ μάτια του, γιὰ νὰ τὸ κοιτάξει καλύτερα. Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς κρατοῦσε χρυσάφι στὰ χέρια του, τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ποὺ ὅλοι ἔδιναν στοὺς φτωχοὺς δίλεπτα καὶ μονόλεπτα.
- Τί εἶναι αὐτό, παιδάκι μου; μὲ ρώτησε.
-Μισὴ λίρα εἶναι, παππού, τοῦ εἶπα. Πάρε την, δική σου εἶναι.
Ὁ καημένος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψει. Μήπως ἔκαμες λάθος, παιδάκι μου; Γιὰ ρώτησε τοὺς γονεῖς σου.
Τοὺ ἐξήγησα μὲ τί τρόπο εἴχαμε μοιραστεῖ τὸ φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας. Ὁ γέρος ἔτρεμε ἀπὸ τὴ χαρά του. Σήκωσε ψηλὰ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ εἶπε:
-Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος! Νὰ ζήσεις, παιδάκι μου, καὶ νὰ σὲ χαίρονται οἱ γονιοί σου. Καὶ ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ ἀξιώσει νὰ ῾χεις πάντα ὅλα τὰ καλὰ καὶ νὰ τὰ μοιράζεις μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδικημένους. Τὴν εὐχή μου νά ῾χεις!
Μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή του, σήκωσε πάλι ψηλὰ κατὰ τὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ κατέβηκε μὲ τὸ ραβδί του τὴ σκάλα. 
                          
---------------------------------------------

Καλή Πρωτοχρονιά. 

Καλή, καλύτερη χρονιά!

(Αντέγραψα το διήγημα του Παύλου Νιρβάνα από σελίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η φωτογραφία είναι από εδώ, πριν από ένα χρόνο, κι όμως δυστυχώς είναι σαν σήμερα!) 

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Ο Βασιλιάς των Ονείρων: ένα όμορφο παιδικό βιβλίο από την Ευδοκία Σκορδαλά-Κακατσάκη



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν... για σταθείτε, τι λέω ήταν, ακόμα είναι, ψηλά πολύ ψηλά, πιο πάνω απ' τα σύννεφα χτισμένη, η Ονειρούπολη. Χίλια φεγγάρια κι άλλα τόσα, χίλια αστέρια κι άλλα τόσα, φωτίζουν τον ουρανό της. Στις λιμνούλες της, μέσα σε κρυστάλλινα νερά, μελισσοβότανα και ροδόσταμο, κολυμπούν γαλάζια χρυσόψαρα. Μικρές χαριτωμένες γέφυρες από ουράνια τόξα στολίζουν τα μικρά ποταμάκια της, που τρέχουν μέλι και γάλα...

Μια ομορφιά είναι το βιβλίο της Ευδοκίας Σκορδαλά-Κακατσάκη "Ο Βασιλιάς των Ονείρων" (εκδ. Κόκκινη κλωστή δεμένη, 2015 σε επανέκδοση, είχε παλαιότερα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Άγκυρα, ενώ επίσης το 2001 είχε διακριθεί με το Α' βραβείο από τον Κύκλο Ελληνικού παιδικού Βιβλίου). 


Και τι μας λέει Η Ευδοκία; Ότι υπάρχει η Ονειρούπολη, υπάρχει κι ένας βασιλιάς, που... δεν έχει πλούτη και παλάτια και στρατιώτες, όμως έχει μια βρύση, που σκορπά χαρές και χρώματα και καλοσύνες και όνειρα, κυρίως όνειρα όμορφα και γλυκά. Όμως, καμιά φορά τα όνειρα δεν είναι όμορφα. Γιατί ... υπάρχει κι ένας μαύρος καβαλάρης, μαύρος και κατάμαυρος! Και καλεί η συγγραφέας τα παιδιά να πλησιάσουν να τους πει την ιστορία για το βασιλιά και τον καβαλάρη, που της την είπε η μαμά της όταν ήταν  μικρή, κι εκείνη την άκουσε από τη δική της μαμά, κι η μαμά της από τη δική της πάλι, και πάει λέγοντας...

Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, πριν από χιλιάδες χρόνια, εμφανίστηκε στον ουρανό της Ονειρούπολης, ξαφνικά και αναπάντεχα, ένα πελώριο μαύρο σύννεφο. Ένα σύννεφο, που δεν κουβαλούσε βροχή, που δεν έφερνε χιόνι, που δεν προμηνούσε χαλάζι....

Και συνεχίζεται η ιστορία για τη μονομαχία του βασιλιά με το μαύρο καβαλάρη για το ποιος θα πάρει το κλειδί της βρύσης. Μάχονται το καλό με το κακό, δυστυχώς, υπάρχουν και τα δυό στον κόσμο, αυτό θέλει να πεί η συγγραφέας στα παιδιά, λες να τα προετοιμάσει γι' αυτό που θα συναντήσουν στην πραγματική ζωή. 


Αυτό έδειξαν και μια ομάδα μαθητών του Ε' Δημοτικού σχολείου Χανίων στην παρουσίαση που έγινε στις 11 Δεκεμβρίου (Παγκόσμια Ημέρα του Παιδιού) στο Δημοτικό Κήπο της πόλης με ένα μουσικοχορευτικό δρώμενο, όπου, ντυμένα με άσπρα ή μαύρα ρούχα, παρίσταναν τη μάχη του καλού με το κακό.



Νωρίτερα, το πρωί είχαν συναντηθεί στον Κήπο μαθητές από δημοτικό σχολείο της Σούδας με τη συγγραφέα, είχαν μιλήσει για το βιβλίο και όχι μόνο, και είχαν στολίσει το δέντρο που στέκεται στο μέσον της αίθουσας με ευχές για τα παιδιά όλου του κόσμου εν όψει και των εορτών που έρχονταν.



Το βιβλίο συνοδεύεται από CD στο οποίο έχει γράψει τη μουσική και τραγουδά η Νένα Βενετσάνου τραγούδι γραμμένο από τη συγγραφέα. 

Τελικά, το χάρηκα κι εγώ το βιβλίο πριν το δώσω στον εγγονό μου να καμαρώσει για την ώρα την όμορφη εικονογράφηση της Λιάνας Δενεζάκη, αλλά και ν' αρχίσει να διακρίνει τους ήρωες της Ονειρούπολης! Ήδη, ξεχώρισε το βασιλιά, το κλειδί, τα δέντρα, τα πουλιά, τα παιδάκια, τα σπίτια, τη σκάλα, τα μανιτάρια, το βιβλίο, τ' αστέρια, το φεγγάρι. Όνειρα γλυκά!

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Για ένα τριματάκι απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο: τα Χριστούγεννα του Τάσου Λειβαδίτη


Χριστούγεννα 2015 και πρόσφυγες (Σκίτσο του Γιάννη Αντωνόπουλου. Πηγή: left.gr).

..........................................

Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
– Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα-ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.

Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.

Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.

Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.


Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το ποίημα "Παραμονή Χριστουγέννων". Το έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης το 1950 στη Μακρόνησο και κυκλοφόρησε το 1956 (στη συλλογή "Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο"). 

Λίγο αργότερα, ο ποιητής έγραφε:

Στην αρχή ήταν το  χάος.
Μετά γεννήθηκα εγώ, μονάχος, σ' ένα κόσμο ραγισμένο
μ' ένα κουρελιασμένο Θεό που γύριζε από πόρτα σε πόρτα
ζητιανεύοντας την ύπαρξή του.
Ύστερα γίναμε ξαφνικά δυό
φιληθήκαμε
κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλο.

Είναι το ποίημα "Γένεσις (έκδοση γ')" που ανήκει στη συλλογή "Ποιήματα (1958-1964)" και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος (έχω την τρίτη έκδοση, 1984, απ' όπου και το αντέγραψα).

Πολύ αργότερα, σαν να μαλάκωσε κι έγραφε στο ποίημα "Ο αδελφός Ιησούς":

...................................................................
Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες –μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία!
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.

Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.
.................................................................

Πρόσφυγες 2015 (Πηγή φωτογραφίας: ΕΡΤ Αιγαίου)

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Χριστούγεννα 2015: ν’ ανοίξω τον Παράδεισο να βάλω τα παιδάκια, να βγάλλ’ απού την κόλαση χιλιάδες και μυριάδες...



      Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα
      και φέρε και γλυκό κρασί να πιούν τα παλληκάρια
      κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα,
      ανοίξετε την πόρτα σας, να πούμε καλησπέρα
     κι ακόμα δεν τον ηύρηκες τον μάνταλο ν' ανοίξεις
     να μας εβάλεις μια ρακή κι ύστερα να σφαλίξεις...

Τα παραπάνω είναι παραδοσιακά κάλαντα Κρήτης. Τα βρίσκει κανείς σε πολλές πηγές, εγώ τ' αντέγραψα από το καλαίσθητο βιβλιαράκι "Σας τα' παν άλλοι; Το Δωδεκαήμερο στην ελληνική παράδοση" (εκδ. Εν πλώ, 2014), το οποίο περιέχει πληροφορίες, έθιμα και παραδόσεις για τις ημέρες των εορτών από διάφορα μέρη της Ελλάδας (κείμενα του Γιώργη Βενετούλια και ζωγραφιές της Ελένης Διαμαντοπούλου), καθώς και παραδοσιακά κάλαντα, τα οποία περιέχονται σε CD που συνοδεύει το βιβλίο (τραγουδούν Χρ. Αηδονίδης, Ελ. Αρβανιτάκη, Σαβ. Γιαννάτου, Παντ. Θαλασσινός, Μιχ. Τζουγανάκης, Κατ. Παπαδοπούλου, Ηλ. Πιλάλης, Σοφ. Παπάζογλου, Χρ. Τσιαμούλης, Δημ. Υφαντής, Παιδική Χορωδία Τσιαμούλη).



Από την άλλη, γινόμαστε καθημερινά θεατές - παθητικοί οι περισσότεροι - μιας χωρίς τέλος ανθρώπινης τραγωδίας στη θάλασσα του Αιγαίου. Δεν μπορώ να μην ξαναθυμηθώ τα κάλαντα του Παύλου Βλαστού, που πριν ένα χρόνο είχα πάλι αναρτήσει: 

            …………………………………………………………….

-Δώσε μου μάνα, τ’ αργυρά και τα χρυσά κλειδάκια,
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο να βάλω τα παιδάκια,
να βγάλλ’ απού την κόλαση  χιλιάδες και μυριάδες,
να ιδώ τον Αρχιστράτηγο που τρέμ’ η γης  κι ο κόσμος,
όντε ξετάζει τση ψυχαίς αμαρτωλαίς και δίκαις.
Εκιά που παν οι δίκαιοι είναι διπλοστρωμένα,
με μήλα, με τριαντάφυλλα, μ’ άνθη ξεφουντωμένα,
στη μέση κάθεται ο Θεός, δεξιά η Παναγία
Κι ο Πρόδρομος ο Βαφτιστής εις του Χριστού το πλάι
τα τάγματα τ’ αγγελικά τριγύρω φτερουγίζουν
και προσκυνούν οι δίκαιοι, δοξάζουνε και ψάλλουν.
Μα ΄κεί απού ‘παν οι αμαρτωλοί φίδια ‘ναι και λιακώνια,
Κόλασες και πίσσες και φωθιές, δαιμόνοι και τελώνια…

……………………………………………………………………………………………


Πλάι στο Καλά Χριστούγεννα, την ίδια ευχή και φέτος




ν’ ανοίξω τον Παράδεισο να βάλω τα παιδάκια, να βγάλλ’ απού την κόλαση  χιλιάδες και μυριάδες...


Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Αληθινές ιστορίες για καθημερινούς ανθρώπους και η Θεσσαλία στο επίκεντρο από τη Βασιλική Πέτσα





Ποιο ρόλο μπορεί να έχουν ο κόρακας, οι σκύλοι, το φίδι, το άλογο ή το αρνί σε μια συλλογή διηγημάτων; Και πώς μπορεί ο Σολωμός, ο Μαγιακόφσκι, ακόμη ακόμη και η Παλαιά Διαθήκη να εμπνεύσουν τέτοια διηγήματα; 

Αυτό κάνει  η Βασιλική Πέτσα στο τελευταίο της βιβλίο,  μια συλλογή τεσσάρων διηγημάτων με τίτλο "Μόνο το αρνί". Ο τίτλος  είναι εμπνευσμένος, όπως σημειώνει η συγγραφέας, από το ποίημα του Διον. Σολωμού "Ο θάνατος της ορφανής", όπου

"κανείς δεν την ακλούθαε πάρεξ το αρνί μονάχο"

ιδέα που χρησιμοποιεί και στο τελευταίο διήγημα ως κατακλειδα: "Μόνο τ' αρνιά βοσκούσανε αμέριμνα, ανέγγιχτα απ' των ανθρώπων τις χαρές, μα και τις λύπες". Το διήγημα αυτό έχει τίτλο "Άνθρωποι και σκύλοι" (που σε μένα θύμισε και λίγο το "Άνθρωποι και ποντίκια" του Τζων Στάινμπεκ).

Εξάλλου, όπως η ίδια σημειώνει, και οι τίτλοι δύο διηγημάτων είναι εμπνευσμένοι από άλλα διαβάσματα. Συγκεκριμένα, ο τίτλος "Ο κόραξ εξελθών" είναι από την Παλαιά Διαθήκη, και συγκεκριμένα από τη Γένεση, το κεφάλαιο για το τέλος του κατακλυσμού, όπου έστειλε ο Νώε τον κόρακα έξω από την κιβωτό να δει αν σταμάτησε το νερό, και που ποτέ δεν ξαναγύρισε

"καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ· 
καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς"

Το διήγημα αυτό, γραμμένο στη ντοπιολαλιά της γενέτειράς της, της Καρδίτσας, μπορεί να δυσκολέψει στην κατανόηση λόγω της γλώσσας, δείχνει όμως εντυπωσιακή γνώση της  συγγραφέα, τόσο για το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, αλλά και για την ιστορία του τόπου και μάλιστα την περίοδο της κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, όπου στα μέρη της το φορτίο της Ιστορίας εκείνης της εποχής είναι ιδιαίτερα βαρύ. Είναι μια συγκινητική ιστορία και παράλληλα μια καταγραφή των καταστάσεων και των αισθημάτων που πρωταγωνιστούσαν την περίοδο εκείνη στα μέρη της Καρδίτσας  (και όχι μόνο βέβαια, θα έλεγα στην ηπειρωτική Ελλάδα περισσότερο).

"... Τι μ' ένοιαζε, σι λέω ιγώ, τι σημασία να 'χει, στου μήνα τ'σ δεακαοχτώ ή τ'ς εικοσιμία, Παλαιοκαρυά μεριά ή στης Βλαχοκρανιάς τα μέρη αν τον βρήκε το κακό, κι ούτε που ψάξαμε μετά να ιδούμε ποια η αλήθεια, για πάντα απόυ τον έχανάμαν και κατά τον Άδη απού τραβούσε, νιρό μας είπαν που σταμάτ'σε να πιει σε δροσερή βρυσούλα, το στόμα τ' να βράξει μια στιγμή γι' αναπαμό, απού 'ταν και γλυκός καιρός, και λέω για παρηγοριά, θε ν' άν'ξε λίγο η καρδιά τ', το χωριό τ' να θ'μήθ'κε και τη ρεματιά που θα φουντώναν τα πλατάνια τ'σ, χαρά Θεού η άν'ξη το χρόνο εκείνο κι άκαφτα τα παλούκια σαν μπήκε ο Μάης..."

Το δεύτερο διήγημα έχει τον τίτλο "Ο καθένας άλογο", εμπνευσμένο από το ποίημα του Μαγιακόφσκι "Δείχτε συμπάθεια στ' αλογα" (μετάφραση Μήτσου Αλεξανδρόπουλου).

«...
Άλογο, μη!
Άλογο, ακούστε με:
Τάχα χειρότερο είσαι από δαύτους;
Άκου, παιδί μου,
από λίγο λίγο
άλογα είμαστε όλοι μας
άλογα - ο καθένας με την αναλογία του...»

Και να πώς τελειώνει το διήγημα:

"... Η Ρηνιώ απλώνει το χέρι της προς τη μουσούδα του αλόγου, το υψώνει αργά, στο άλλο κρατά ένα γυαλιστερό χαρτάκι. Το ζώο δεν αντιδρά, την αγνοεί, έπειτα σκύβει και, καθώς καταπίνει τη ζαχαρίτσα, γλείφει απαλά το χέρι της. Η Ρηνιώ έχει αφήσει το χαρτάκι να πέσει στο χώμα και με το άλλο χέρι χαϊδεύει τις μαυριδερές, σκληρές τούφες του αλόγου."

Τέλος, το τρίτο διήγημα της συλλογής έχει τον τίτλο "Φίδι στον κόρφο":

"...Ηρέμησε, μαϊμού, κι άλλο θα χορέψεις, θα σου βαρέσουν κι άλλα νταούλια για να κουνηθείς, δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα, έπαιζε το φίδι, σε κορόιδευε, νά το, δες, ξεμακραίνει στη φωλιά του..."

Δεν αποκαλύπτω τις ιστορίες γιατί αξίζουν να διαβαστούν, έχω όμως να σημειώσω ότι και στα τέσσερα διηγήματα βρίσκεις να ξεδιπλώνεται η ζωή στα θεσσαλικά χωριά, από τον πόλεμο μέχρι τη μεταπολίτευση, με φανερά τα σημάδια από τη φτώχεια, τις δυσκολίες, τις συγκρούσεις, τα κυνηγητά, τα αδιέξοδα, τις μοναξιές, Εικόνες, που όσο κι αν νομίζονται μακρινές, φανταστικές, άλλο τόσο είναι  αληθινές, 



Αλλά και στο πρώτο της βιβλίο, τη νουβέλα "Θυμάμαι", είχα εντυπωσιαστεί με το ιδιαίτερο στυλ γραφής στο δέσιμο της πλοκής. Κάθε κεφάλαιο αφηγείται τη συνέχεια της ιστορίας από το σημείο που την άφησε στο προηγούμενο, αλλά από την πλευρά ενός διαφορετικού ήρωα της ιστορίας. Έτσι, διατηρώντας για όλα τα πρόσωπα πρωταγωνιστικό, αλλά και διακριτό ρόλο, εξετάζει τις διαφορετικές οπτικές και εν τέλει κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση αναμένοντας την αιτία και την εξέλιξη των συμβάντων. Και σε αυτό το βιβλίο, είχα επίσης σημειώσει τις πολλές της αναφορές στην ελληνική ιστορία, κυρίως από τη δεκαετία του '40, με πηγή και πάλι τα μέρη της Καρδίτσας.

".... Με βαθύ κόκκινο, ο τοίχος έγραφε "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ", με κεφαλαία, έγερναν τα γράμματα, κατηφορίζανε, το "Α" είχε φτάσει σχεδόν στο πάτωμα. Ένα κόκκινο βαθύ, ίδιο με το ηλιοβασίλεμα που χαζεύαμε στο κατάστρωμα, στο καράβι της επιστροφής, αγκαλιασμένοι και σιωπηλοί. Γύρισα τη στρόφιγγα, το νερό ξεπήδησε με ορμή. Τα γράμματα κύλησαν σε στάλες προς το πάτωμα, χάθηκαν. Ένιωσα σαν να κατέστρεφα έργο τέχνης..."

Και στα δύο βιβλία που διάβασα, έχει απλές, καθημερινές ιστορίες, γραμμένες με πολλή τρυφερότητα, με πολλή ευαισθησία, με όμορφες, λεπτομερείς περιγραφές απλών πραγμάτων και απλών ανθρώπων. Η Καρδίτσα και όλη η Θεσσαλία σε πρώτο πλάνο. Η Ιστορία παντού, και οι συνέπειές της. Νιώθεις ότι καταγράφει τις ιστορίες που άκουγε από τον παπού ή τη γιαγιά, τις ιστορίες που έρχονται από την κατοχή και τον εμφύλιο, κυρίως τον εμφύλιο. Η Βασιλική Πέτσα είναι νέα, έχει ταλέντο, έχει έμπνευση, δείχνει να κατέχει τα εργαλεία γραφής και να τα χρησιμοποιεί ποικιλοτρόπως και πρωτότυπα. Αξίζει να διαβάζεται.