Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δούκα Μάρω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δούκα Μάρω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων


Νομίζω πήγα για πρώτη φορά στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης μου, τα Χανιά, όταν ήμουν 11 χρονών, για να βρω υλικό να γράψω την έκθεση της αποταμίευσης. Τότε πήρα και το βραβείο, έναν κουμπαρά και ένα βιβλιάριο καταθέσεων στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Συνέχισα να πηγαίνω και στο Γυμνάσιο, κυρίως στις τελευταίες τάξεις, όπου πηγαίναμε για να διαβάσουμε με ησυχία στις προετοιμασίες για τις εισαγωγικές (που ... από πάντα υπήρχαν!). Εκεί διάβασα για πρώτη φορά και Καζαντζάκη, νομίζω ήταν η Ασκητική. Ήταν η εποχή των μεγάλων προβληματισμών, εφηβεία και χούντα. Ο βιβλιοθηκάριος ήταν πολύ αυστηρός, αλλίμονό μας αν κάναμε τον παραμικρό θόρυβο. Τον θυμάμαι να κάθεται σοβαρός απέναντί μας στο μεγάλο τραπέζι του αναγνωστηρίου που έμοιαζε σαν αίθουσα σχολείου.

Η Δημοτική Βιβλιοθήκη λειτουργεί από το 1954. Προηγουμένως, υπήρχε η βιβλιοθήκη του Φιλολογικού Συλλόγου "Χρυσόστομος" η οποία καταστράφηκε στον πόλεμο, καθώς και το Ιστορικό Αρχείο της Κρήτης όπου στεγαζόταν και η Βιβλιοθήκη του Ελευθερίου Βενιζέλου (σήμερα στεγάζεται σε χωριστή αίθουσα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη και αξίζει κανείς να περιηγηθεί στα ράφια της και να παρατηρήσει, πέραν των άλλων, και τα ποικίλα αναγνωστικά ενδιαφέροντα του έλληνα πολιτικού).

Κάνω μια μικρή αναδρομή στο ιστορικό ίδρυσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Χανίων ξεφυλλίζοντας παλιά τεύχη του περιοδικού "Κρητική Εστία". Στο τεύχος 28, Μάιος-Ιούν. 1952, τονίζεται η ανάγκη να ενδιαφερθεί ο Δήμος για μια λαϊκή βιβλιοθήκη, με αφορμή και την ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας ότι είναι πρόθυμο να συμβάλει "στις επαρχιακές σταυροφορίες για τη συγκρότηση βιβλιοθηκών". Πράγματι, ο τότε Δήμαρχος Ν. Σκουλάς υποστήριξε μια τέτοια προσπάθεια και ήδη ένα χρόνο μετά διαβάζουμε ότι το κτίριο προχωρεί, ενώ τα βιβλία πολλαπλασιάζονται χάρη στις προσπάθειες των Νιαουνάκη και Μανωλικάκη (ο Μανωλικάκης ήταν ο πρώτος Διευθυντής της). 

Στο τεύχος 40 (Δεκ. 1953-Ιαν. 1954), ο συντάκτης άρθρου με τίτλο "Πνευματική προκοπή" υποστηρίζει ότι "η έλλειψη βιβλιοθήκης στα Χανιά είναι η βασική αιτία της πνευματικής μας κακοδαιμονίας". Στο ίδιο τεύχος ανακοινώνεται ότι η Δημοτική Βιβλιοθήκη θα στεγαστεί στον πάνω όροφο του κτιρίου της Πλατείας 1878 (εκεί που είναι σήμερα το Δημαρχείο) και θα συμπεριλάβει όσες μικρές βιβλιοθήκες υπάρχουν στην πόλη, όπως του συλλόγου "Χρυσόστομος", την ιδιωτική του Μάλμου, του Ιστορικού Αρχείου κ.ά. 

Στο τεύχος 41 Φεβρ.-Μάρτ. 1954 διαβάζουμε ότι "σεμνά και απέριττα" έγιναν στις 17 Μαρτίου 1954 τα εγκαίνια της δημοτικής βιβλιοθήκης, με αρχικό πυρήνα 3.000 τόμους βιβλίων. Στο τεύχος 57 Ιαν. 1956, γράφει ότι η Βιβλιοθήκη του Ελευθερίου Βενιζέλου, η οποία αριθμεί 8-9 χιλιάδες τόμους, θα μεταφερθεί από το Ιστορικό Αρχείο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη (περισσότερα και εδώ).

Στο τεύχος Απρ.-Μαίου 1959 ανακοινώνεται ότι αποφασίστηκε η στέγαση της δημοτικής βιβλιοθήκης στον 1ο όροφο του κτιρίου (εκεί δηλαδή που είναι και σήμερα). Τον Αύγουστο του 1960 διαβάζουμε ότι στη μελέτη που έγινε από τον μηχανικό Κ. Κουκούτση προβλέπεται η κατασκευή μεγάλου αναγνωστηρίου για να μελετούν 100 άτομα και μικρότερου για μελετητές (βλέπε πληροφορίες και εδώ). Στο τεύχος Απριλίου 1967, τέλος, αναφέρει ότι η Δημοτική Βιβλιοθήκη των Χανίων περιέχει 30.800 βιβλία, ενώ η Βικελαία του Ηρακλείου περιέχει 51.800 και η Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου περιέχει 14.000.

Η Δημοτική Βιβλιοθήκη μέχρι σήμερα εξακολουθεί να είναι μια σημαντική και δραστήρια βιβλιοθήκη στο κέντρο της πόλης που αξίζει κανείς να επισκέπτεται και να χρησιμοποιεί.

Η Μάρω Δούκα πολύ συχνά στα κείμενά της κάνει αναφορές στη Δημοτική Βιβλιοθήκη των Χανίων. Στο τελευταίο βιβλίο της "Τίποτα δεν χαρίζεται", σε ένα κείμενο με τίτλο "Γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία;" που απηύθυνε πριν από 20 ακριβώς χρόνια σε μαθητές Λυκείου (ένα εξαιρετικής ποιότητας ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς το ύφος κείμενο, που θα ήταν ευχάριστο αλλά και χρήσιμο για τους σημερινούς μαθητές επίσης), λέει:

"Ήταν ένα Σάββατο απόγευμα όταν χρειάστηκε να επισκεφθώ τη Δημοτική Βιβλιοθήκη στα Χανιά, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, για μια εργασία που είχα αναλάβει στο σχολείο. Έως τότε οφείλω να σας πω ότι δεν είχα κανένα ενδιαφέρον για το βιβλίο, όσο για τη λογοτεχνία, όπως μας τη δίδασκαν εκείνα τα χρόνια, μου ήταν αφόρητα πληκτική....
.............................................................
Μας έχει στρώσει, λοιπόν, στη δουλειά, αναθέτοντάς μας εργασίες [η φιλόλογος της τρίτης γυμνασίου]. Πήγα βαρυγκομώντας για πρώτη φορά στη Βιβλιοθήκη, αναζητώντας τον Άγγελο Σικελιανό, κι έμεινα έκθαμβη. Από τότε τα πιο πολλά απογεύματά μου τα περνούσα εκεί. Ανυπομονούσα να σχολάσουμε, να τρέξω στο σπίτι, να φάω κι αμέσως με τη σάκα μου να καταφύγω στο αναγνωστήριο της Βιβλιοθήκης...
............................................................
Κι είχα την τύχη στα χρόνια που θα ακολουθούσαν να έχω δίπλα μου, για να με συμβουλεύει και να μου ξεδιαλέγει ποια βιβλία να διαβάσω, έναν ηλικιωμένο βιβλιοθηκάριο, λάτρη της λογοτεχνίας. Το βιβλίο δεν είναι αυτοσκοπός, μου έλεγε, χρόνια δουλεύω εδώ. Σου το λέω. Το βιβλίο είναι για να μας ανοίγει τα μάτια, διαβάζω σημαίνει οξύνω την παρατήρηση και τη σκέψη μου, προκαλώ και τροφοδοτώ τη φαντασία μου, αναπτερώνω το ηθικό μου. Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου, είπε ο Σολωμός..."




Η Μάρω Δούκα θα είναι αύριο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων. Σίγουρα εκείνος ο ηλικιωμένος βιβλιοθηκάριος δεν θα είναι, και το αναγνωστήριο δεν είναι όπως παλιά. Τώρα υπάρχουν μικρά τραπέζια με υπολογιστές και μεγάλες χαμηλές πολυθρόνες. Το βιβλίο θέλει σεργιάνι, της έλεγε ο ηλικωμένος βιβλιοθηκάριος. Για τούτο το σεργιάνι θα μιλήσει και για την αγάπη που έχει πολλές ερωτήσεις, όπως της είχε πει ενα μικρό παιδί κάποτε...

Αλλά για το βιβλίο, θα τα ξαναπούμε. Τώρα, μιλήσαμε για την πρώτη μας στη Βιβλιοθήκη. Όπως του μπόμπιρα των φωτογραφιών. Για το καλωσόρισμα στο σεργιάνι!

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Ρέα Γαλανάκη – Μάρω Δούκα – Ιωάννα Καρυστιάνη: «Γεωγραφία» πνευματικών περιπλανήσεων με αφετηρία την Κέρκυρα



Μια ιστορική συνάντηση πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα το τριήμερο 13-15 Νοεμβρίου 2015. Η Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών και το Μουσείο Σολωμού οργάνωσαν ένα επιστημονικό συνέδριο, αφιερωμένο στις τρεις κορυφαίες σύγχρονες πεζογράφους μας, δίνοντας την ευκαιρία για ένα ζεστό συναπάντημα στο νησί της Καλυψούς, αλλά και νησί του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, του Μάρκου Ζαβιτσιάνου, του Νικόλαου Μάντζαρου, του Ευγένιου Βουλγάρεως, των μηχανικών Χρόνη και Παρμεζάν, της Ιονίου Πολιτείας, το νησί που διάλεξαν οι κορυφαίοι μας ποιητές Διονύσιος Σολωμός και Ανδρέας Κάλβος να περάσουν μεγάλο μέρος της ζωής τους, το νησί των φιλαρμονικών, της μουσικής, του πολιτισμού.


Ήταν ένα πολύ σφιχτό, καλά οργανωμένο συνέδριο με πολλές και πολύ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις από ομιλητές που ήρθαν από όλα τα μέρη της Ελλάδας, από τα Πανεπιστήμια της Κρήτης και της Αθήνας, από το Ιόνιο, το Αριστοτέλειο, το Δημοκρίτειο, αλλά και από το Πανεπιστήμιο του Κιέλου της Γερμανίας, από το Σύλλογο Φιλολόγων Χανίων κτλ κτλ. Το πρόγραμμα μπορεί να βρεθεί εδώ: http://www.ionio.gr/central/download.php?f=07000-07999/IU-nf-07612-88421-gr.pdf).

Ήταν μια ευτυχής συγκυρία να έχουμε μαζί τις Ρέα Γαλανάκη, Μάρω Δούκα και Ιωάννα Καρυστιάνη. Ακούγοντάς τις στο στρογγυλό τραπέζι την Κυριακή το μεσημέρι να ξεδιπλώνουν τις σκέψεις τους, γιατί γράφουν, πώς ξεκίνησαν, πώς βλέπουν τον κόσμο, ο νους μου πήγαινε στα έργα τους, στα σημεία εκείνα που με είχαν αγγίξει ιδιαίτερα.




Από την  Κρήτη και οι τρεις, η Κρήτη είναι παντού, στο έργο τους, στον τρόπο που σκέφτονται, που βλέπουν τη ζωή. Ήταν συγκινητικό όταν η Καρυστιάνη μετέφερε τις εικόνες του γενέθλιου τόπου σε άλλους τόπους που αγαπά, όταν έδεσε τα Χανιά με τη Σκιάθο κι ας μην έχει πάει ποτέ όπως είπε κι όταν αναφέρθηκε στης Χαλέπας τις αυλές με τα γιασεμιά που της θυμίζει η Άνδρος. Ήταν ενδιαφέρον όταν η Γαλανάκη όρισε τη λογοτεχνία ως σπουδή στην παραβίαση των ορίων. Και ήταν σημαντικό όταν η Δούκα είπε, ότι συνομιλώντας με την ιστορία, προσπαθεί να την εξανθρωπίσει, να την ενσωματώσει στην καθημερινή πράξη.

Προσωπικά, και για τις τρεις πεζογράφους μας, έχω θαυμασμό και εκτίμηση στο έργο τους. Αν μου ζητούσαν να ξεχωρίσω ένα, θα ήταν σίγουρα δύσκολο, θα μπορούσα όμως να προτείνω από τη Γαλανάκη το "Θα υπογράφω Λουί", από τη Δούκα το "Έλα να πούμε ψέματα", από την Καρυστιάνη το "Μικρά Αγγλία".

Βέβαια, το "Ελένη ή ο Κανένας", το πρώτο της Γαλανάκη που διάβασα,  ήταν μια αποκάλυψη, όπως και το "Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά" ήταν μια δυνατή ιστορία, δεμένη με την ιστορία και τη μοίρα της Κρήτης. Το "Αθώοι και φταίχτες" της Δούκα, πέρα από τις νοσταλγικές, για μένα, εικόνες της κοινής μας γενέτειρας πόλης, έφερε στην επιφάνεια το ζήτημα των Τουρκοκρητικών και της συμβίωσης τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την Ένωση. Ενώ με το δεύτερο της τριλογίας της, "το Δίκιο είναι ζόρικο πολύ", αποκάλυψε το ρόλο των Άγγλων και των ντόπιων φίλων τους στην παράταση παραμονής των Γερμανών στη Δυτική Κρήτη,  συνομιλώντας πάντα με την ιστορία και με τους ανθρώπους, πραγματικούς ή επινοημένους, που την γράφουν. Στην Καρυστιάνη, θα πρέπει να πω ότι το "Σουέλ" με εντυπωσίασε για το θέμα και τις λεπτομέρειες που το περιγράφουν, αλλά και για τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει  στον αναγνώστη στην εξέλιξη της ιστορίας, ενώ τα "Σακιά" είναι δυνατό έως υποβλητικό, βάζοντας την αναγνώστρια στη θέση της ηρωίδας.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, αλλά επίσης ελπιδοφόρες και συγκινητικές ήταν οι παρουσίες των νέων που συμμετείχαν στο συνέδριο, παρουσιάζοντας πρωτότυπες αναλύσεις για το έργο των τριών πεζογράφων μας.



Οι χώροι του Μουσείου Σολωμού όπου πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο ήταν μικροί για τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις, ήθελαν όμως οι οργανωτές να γίνουν στο σπίτι του μεγάλου ποιητή Διονυσίου Σολωμού. Αξίζει μια επίσκεψη στο Μουσείο αυτό. Περιδιαβαίνοντας τις αίθουσες με τους πίνακες και με τις προθήκες με το ιστορικής αξίας αρχειακό και βιβλιακό υλικό που εκτίθεται, δεν έχω παρά να σκεφτώ πόσο σημαντικό ρόλο στα ελληνικά γράμματα, στην εκπαίδευση αλλά και στην επιστήμη έπαιξαν τα Επτάνησα και μάλιστα η Κέρκυρα και μάλιστα η Ιόνιος Ακαδημία, αλλά και γενικότερα οι θεσμοί και οι άνθρωποι που έζησαν και έδρασαν στο νησί.





Βέβαια, δεν μπορώ να μην αναλογιστώ και τους "μοναχικούς μαυροντυμένους περιπατητές της Κέρκυρας", μαζί τον Κάλβο και το Σολωμό, που, όπως περιγράφει ο Σωκράτης Καψάσκης, δεν αντάλλαξαν ούτε μία κουβέντα όλα τα χρόνια που ζούσαν στο νησί (και ήταν πολλά αυτά τα χρόνια).

Ας έρθω στο σήμερα όμως, για ν' αναφερθώ στη συνέχεια της παράδοσης πολιτισμού στην Κέρκυρα. Και θα σταθώ μόνο στο εξαιρετικό λογοτεχνικό περιοδικό "Πόρφυρας", βασικοί συντελεστές του οποίου είναι οι κ. Παγκράτης και Κονιδάρης, Πρόεδρος και Γραμματέας της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών. Και να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από το ομώνυμο ποίημα του Διονυσίου Σολωμού (το έγραψε μετά το περιστατικό στην Κέρκυρα, όπου ένας πόρφυρας - καρχαρίας - κατασπάραξε έναν Άγγλο στρατιώτη):

«Φιλώ τα χέρια μ' και γλυκά το στήθος μ' αγκαλιάζω.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;»

Αλλά, δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στον Κερκυραίο ποιητή Ορέστη Αλεξάκη, που έφυγε πριν λίγους μήνες:

"...
ας προχωρήσομε
ανοίγοντας ένα φεγγίτη στην κατάκλειστη κάμαρα
ανάβοντας ένα καντήλι στο αφάλι του μεσονυχτιού
σκάβοντας μια σήραγγα πίστης μέχρι το εύφλεκτο
κοίτασμα
πυρπολώντας τον έγκλειστο ορίζοντα με μιαν έκρηξη
ελπίδας
ας προχωρήσαμε λοιπόν - ας προχωρήσομε
ρ υ μ ο υ λ κ ώ ν τ α ς  τ η ν  Ε ξ ο δ ο  π ρ ο ς  τ α  τ ε ί χ η".

(Απόσπασμα από το ποίημα "Οι Κόνδορες", Πηγή: http://poema.gr/dokimio.php?id=300&pid=29)

Επιστρέφοντας στην αρχή, ήταν όντως το ίδιο το Συνέδριο μια συνάντηση περιπλανήσεων, αλλά και μένα, μου δόθηκε πάλι αφορμή δικών μου περιπλανήσεων σε τόπους, σε πρόσωπα, σε καιρούς και σε έργα ανθρώπων.


Όπως, όταν κοιτάζεις από το παράθυρο του Μουσείου Σολωμού τη θάλασσα ν' απλώνεται μπροστά σου και το νησάκι του Βίδο απέναντι, κι αφήνεις τη σκέψη ελεύθερη να σε ταξιδέψει... Όπως μας ταξιδεύουν η Γαλανάκη, η Δούκα και η Καρυστιάνη με το λόγο τους, που, είτε είναι λόγος νοσταλγικός ή αγαπητικός ή συνομιλία ή παραβίαση ορίων, είναι όμως λόγος ανθρώπινος και  λόγος ανθρωπιάς.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Αλήθειες που είναι σαν ψέματα: Έλα να πούμε ψέματα, της Μάρως Δούκα





Στο «Ελα να πούμε ψέματα» (Πατάκης, 2014), το τρίτο βιβλίο της τριλογίας της για την Κρήτη και ειδικά για τα Χανιά στον 20ο αιώνα και στην αυγή του 21ου, η Μάρω Δούκα συνομιλεί και πάλι με την Ιστορία, όπως η ίδια συνηθίζει να λέει. Με το πρώτο βιβλίο («Αθώοι και φταίχτες»), μας έφερε πιο κοντά στο Κρητικό ζήτημα και στο πρόβλημα των Τουρκοκρητικών, αλλά και μας γνώρισε τα Χανιά στις αρχές του 20ου αιώνα, με ιστορίες και εικόνες ζηλευτές. Περπατήσαμε στους δρόμους της πόλης, ανηφορίσαμε από του Μπόλαρη προς τη Χαλέπα και προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε τα σημεία που περιγράφει. Με το δεύτερο βιβλίο («Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ»), μας αποκάλυψε αυτό που δεν γνωρίζαμε ή είχαμε ξεχάσει ή μας το είχαν αποκρύψει, ότι η κατοχή στη Δυτική Κρήτη (όπως και στη Μήλο, ας μην το ξεχνάμε) κράτησε πολύ περισσότερο σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα και ότι οι Γερμανοί στα Χανιά έμειναν αρκετούς μήνες παραπάνω, με τις ευλογίες τόσο των Άγγλων συμμάχων μας, όσο και των ντόπιων φίλων τους («Επαέ θα το κάνομε Ρέθεμνος», διαλαλούσε ο Γύπαρης!), με αναφορές σε συγκεκριμένες πηγές και ανασκαλεύοντας αρχεία (και κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης).

Στο τρίτο βιβλίο ασχολείται με τον εμφύλιο στην Κρήτη, θέλοντας να διαλύσει το μύθο ότι δεν υπήρξε εμφύλιος στο νησί, που όμως υπήρξε. Και πάλι, ανατρέχοντας στα αρχεία, ξεφυλλίζοντας εφημερίδες, χρησιμοποιώντας πηγές από βιβλία πρωταγωνιστών της εποχής αυτής (Μανούσακας, Κοκοβλήδες, Λιονάκης, Ηλιάκης, Τζομπανάκης και Μπλαζάκης), συνομίλησε με την ιστορία και έφτιαξε ένα μυθιστόρημα, που για μένα είναι ένα από τα καλύτερα που έχω διαβάσει.

Αυτό που με κάνει να το θεωρώ πολύ καλό, δεν είναι (μόνο) το ίδιο το περιεχόμενο, που στο κάτω κάτω για τη συγκεκριμένη περίοδο στην πατρίδα μας έχουν γραφτεί αρκετά (όχι βέβαια για την Κρήτη) και η εποχή έτσι κι αλλιώς μας δημιουργεί αισθήματα τουλάχιστον θλίψης (εμφύλιος πόλεμος, εμφύλιος σπαραγμός, μετεμφυλιακή Ελλάδα, σημερινή Ελλάδα, πολλή θλίψη, συχνά ματαιότητα, και πάλι ελπίδα και προσμονή...). Όμως, αυτό το μυθιστόρημα έχει σφιχτή, στιβαρή γραφή κι έχει ιδιαίτερο στυλ γραφής, έχει έναν τρόπο να μη θέλεις να σταματήσεις την ανάγνωση κι ας είναι περασμένη ώρα και να μη θέλεις να τελειώνει το βιβλίο, να μην τελειώνουν οι ιστορίες, να θέλεις να δεις τι θα γίνει παρακάτω με την Ελεονώρα, με την Αναστασία, με τον αντάρτη το Μανώλη, με την Αριστέα, με τον Μπακούνιν... Ναι, με τον Μπακούνιν, «παίζει» και ο Μπακούνιν στα «ψέματα».

Αλλά, ας ξεκινήσουμε από την αρχή, από τον τίτλο. Πώς γίνεται, λέει ένας ήρωας της Δούκα, «μετά από τόσες διώξεις και κατατρεγμούς να επιμένεις, πώς γίνεται να χώνεσαι στα παραμύθια, έλα να πούμε ψέματα, γράφει και ξαναγράφει...». Γι' αυτό κι εκείνη δανείστηκε τον τίτλο από ένα πρωταπριλιάτικο τραγουδάκι, για να πει αλήθειες που είναι σαν ψέματα...

Έλα να πούμε ψέματα
ένα σακί γιομάτο,
φόρτωσα έναν μπόντικα
σαράντα κολοκύθια
κι απάνω στα καπούλια του
ένα σακί ρεβύθια.

Είναι ένα μυθιστόρημα που πλέκεται μέσα από πολλές διαφορετικές ιστορίες, εγκιβωτισμένες όπως τις αποκαλεί η ίδια, μέσα από τις ταυτόχρονες ιστορίες διαφορετικών προσώπων, που άλλα είναι καινούρια και άλλα έρχονται από τα παλιά. Είναι ήρωες από τα προηγούμενα βιβλία της τριλογίας. Ένιωθε γι’ αυτούς ειδικά, όπως είπε η ίδια η συγγραφέας στο Αετοπούλειο Χαλανδρίου πρόσφατα, ότι τους χρώσταγε μια συνέχεια, ότι χρώσταγε να συμπληρώσει το κενό για την τύχη τους, λες και ήταν υπαρκτά πρόσωπα. (Μα μήπως και δεν είναι, κατά μία έννοια;)

Είναι οι ιστορίες της Ελεονώρας και του Πανάρη, των δίδυμων παιδιών του Κριαρά, που έρχονται από το πρώτο κι όλας βιβλίο και οι ιστορίες του Ιδομενέα και της Αναστασίας. Και μέσα από αυτούς, οι ιστορίες του νεαρού αντάρτη του Δημοκρατικού στρατού στον εμφύλιο στα Χανιά Μανώλη Αποστολάκη πατέρα του Ιδομενέα και συζύγου της Αναστασίας, η ιστορία του Δαμιανού και της Αριστέας από διήγημα που βρίσκει η Ελεονώρα στα σημειώματα της μάνας της (βασικής ηρωίδας του πρώτου βιβλίου) και η ιστορία του Μπακούνιν που διηγείται ο Πανάρης ανατρέχοντας στις μνήμες από τα δικά του νιάτα.

Πώς μπλέκουν αλήθεια όλες αυτές οι ιστορίες; Οι ιστορίες των σημερινών ανθρώπων με τα προβλήματα μέσα στην κρίση, και οι ιστορίες των ανθρώπων στον εμφύλιο με τις ιστορίες από την περιπλανήσεις του Μπακούνιν στην Ευρώπη πριν από 100 ακριβώς χρόνια (1848-1948);

Κι όμως τις συνδέει, βάζοντας τους νέους ήρωες να σκέφτονται

«για τα κολοβωμένα οράματα του σήμερα και για τα αλώβητα οράματα του τότε»

ή αλλού να εξοργίζονται

«...και ποιος σας είπε ρε μαλάκες ότι δεν ανήκει και σε μένα η ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά, ποιος σας είπε ότι δεν δικαιούμαι να είμαι και να αισθάνομαι κι εγώ Ευρωπαίος;»

Οι ιστορίες μπλέκουν και συναντώνται είτε μέσα από τη συγγενική σχέση που δίνει στους ήρωες η συγγραφέας ή μέσα από την αντιστοίχιση των καταστάσεων – η Ευρώπη, ένα καμίνι που βράζει στα μέσα του 19ου αιώνα, πασχίζει να βρεί το βηματισμό της, να αρθρώσει το λόγο της, κάνει τις επαναστάσεις της, και η Ελλάδα, εκατό χρόνια μετά, τι έκανε, τί έψαχνε; Αυτό το ερώτημα βγαίνει στον αναγνώστη, σε μένα τουλάχιστον γεννιούνται τόσα ερωτήματα διαβάζοντας τις σκέψεις και τις πράξεις των ηρώων της εποχής εκείνης.

Η Βαγγελιώ Κλάδου, η αγωνίστρια δασκάλα από τ' Ανώγεια, από τις ηρωίδες σε μια από τις ιστορίες του βιβλίου. Την σκότωσαν στις 6 Δεκεμβρίου 1949 και την κρέμασαν στη γέφυρα του Κλαδισού! Ήταν 30 χρονών. Και δεν ήταν ψέματα!
Πολλά τα σημεία στα οποία θα μπορούσαμε να σταθώ.

Η πλοκή, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο, είναι σύνθετη, με πολλά στοιχεία, πολλά πρόσωπα, πολλές λεπτομέρειες. Η συγγραφέας έχει ανατρέξει σε αρχεία, στον τύπο της εποχής, στην ευρωπαϊκή ιστορία των κινημάτων του 19ου αιώνα. Χρησιμοποιεί πολλά πραγματικά πρόσωπα πλάι σε επινοημένα και μας μεταφέρει το κλίμα της κάθε εποχής που αφηγείται με αλήθεια, με σεβασμό και με ειλικρίνεια. Και με άποψη. Και με θάρρος για την άποψή της. Διαβάζουμε πολλά γνωστά ονόματα, Μανούσακας, Τσιτήλος, Βλαντάς, Χατζηγρηγόρης, Κλάδου κτλ. κτλ. Δείχνει σαν να θέλει ν’ αποκαλύψει αυτά που η Αριστερά δεν θέλησε. Και γιατί όχι, δεν θάπρεπε;

Η γραφή ιδιαίτερη, σφιχτή, μεγάλες περίοδοι, δεν θα τις έλεγα απλές προτάσεις, λες και φτάνει κάθε κομμάτι μέχρι το λαχάνιασμα, για να μην αφήνει τον αναγνώστη σε ησυχία, να μην τον αφήνει να διαβάζει στο δικό του ρυθμό τις ιστορίες. Σε παρασύρει η συγγραφέας στο στυλ ανάγνωσης που θέλει, μάλλον σου υποβάλλει στυλ ανάγνωσης, δεν μπορείς να σταματάς στη μέση το κομμάτι της ιστορίας που κάθε φορά αφηγείται. Άκουσα να παρομοιάζουν τη γραφή της σε αυτό το βιβλίο με το στυλ του Μάρκες. Εμένα πάλι, αυτή η τριλογία μ’ έφερε στην τριλογία του Μπροχ, στους Υπνοβάτες του. Μα μήπως και η Δούκα για υπνοβάτες δεν κάνει λόγο; Μήπως ο Φούμης και ο Κριαράς και ο Στέφανος Σκαράκης και ο Μανούσακας και ο Τσιτήλος και ο Χατζηγρηγόρης και ο Μανώλης και τόσοι άλλοι που περνούν από τις αράδες των βιβλίων, πραγματικοί ή επινοημένοι χαρακτήρες, δεν ήταν υπνοβάτες στο μύθο της Κρήτης του 20ου αιώνα;  

Ο Γιάννης Μανούσακας (1907-1995) (Πηγή φωτογραφίας εδώ: http://topaliorethemnos.blogspot.gr/2011/05/blog-post_23.html)
Από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου στην ιστορία για τον εμφύλιο στην Κρήτη, ήταν και ο Γιάννης Μανούσακας(1907-1995), εμβληματική φιγούρα, καπετάνιος του Δημοκρατικού Στρατού. Στο «Φυγόδικο», που ξεκίνησα να διαβάζω με αφορμή το βιβλίο της Μάρως Δούκα, περιγράφει τη ζωή του μετά την ήττα στη Σαμαριά και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του ’67. 


Και σε αυτό το βιβλίο δε λείπουν οι ομορφιές της Κρήτης, η μυρωδιά της μαλωτήρας και η γλύκα της δεσπολιάς


Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Και τι δεν έχει το πιθάρι της πεζογράφου Μάρως Δούκα!



Τελικά, τι μπορεί να περιέχει το πιθάρι του συγγραφέα; Ή, έχει πιθάρι ο συγγραφέας;  Σε αυτό θέλει να απαντήσει η Μάρω Δούκα στο βιβλίο της "Ο πεζογράφος και το πιθάρι του" (εκδόσεις Πατάκη 2013, ενώ είχε αρχικά εκδοθεί το 1992 από τις εκδόσεις Καστανιώτη ).

Είναι κείμενα που έγραψε η συγγραφέας τη δεκαετία 1981-1991. Αυτοβιογραφικά, συχνά εξομολογητικά, με πλήθος από πρόσωπα να περνούν από μπροστά της, κι από μπροστά μας μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Χατζής, Ταχτσής, Τσίρκας, Νιάρχος, Αξιώτη, Μαρωνίτης, Ιωάννου, Ρίτσος, Χάκκας, Παπαδιαμάντης, Αλεξάνδρου, Χειμωνάς, Λαμπρόπουλος, Καλλιανέση και πάλι Καλλιανέση. Κρίσεις για πρόσωπα που γνώρισε, στιγμές μαζί τους, με λόγο τρυφερό, ανθρώπινο, συχνά και αυτοκριτικό. Κείμενα επίσης για την Αριστερά, που δεν θα μπορούσαν να λείψουν, ήταν και κείνα τα χρόνια τόσο καθοριστικά για την Αριστερά στην Ελλάδα και για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση σε όλο τον κόσμο. Όπως δεν χάνει και την ευκαιρία να θυμηθεί παλιότερες σελίδες από την ιστορία με την αφορμή της ημερομηνίας ενός θανάτου, μιας συνάντησης.

Γράφει και είναι σα να μας συστήνεται. Ας ξεχωρίσω μερικά σημεία από τις προσωπικές της εξομολογήσεις. 

Γράφει τον Ιούλιο του 1981 για το Δημήτρη Χατζή, "το δικό μας και αγαπημένο διηγηματογράφο", που στη διάρκεια της δικτατορίας το "διάβασες Χατζή;" ήταν "σύνθημα και παρασύνθημα τις νύχτες που πετούσαμε προκηρύξεις" και του οποίου τα βιβλία (θα συμπληρώσω εγώ) "Το τέλος της μικρής μας πόλης", "Το διπλό βιβλίο" και "Μαργαρίτα Περδικάρη" ήταν από τα αγαπημένα μας αναγνώσματα στα φοιτητικά χρόνια της δεκαετίας του 70:

"...Ο λυρικός και ρομαντικός της κοινωνίας που μας έθρεψε, ο εκφραστής της Ελλάδας που χάθηκε, ο Ηπειρώτης της γενιάς που ανέβηκε στα Βουνά. Ο απτόητος εξόριστος, ο αδιάφθορος επαναπατρισμένος.... Ο δάσκαλος της γλωσσικής λιτότητας και της οικονομίας της μορφής, ο εγκρατής του πάθους, ο επίμονος της καλοσύνης..."

Όμορφα λόγια έχει να πει για τη Τζένη Μαστοράκη, τη σπουδαία ποιήτρια και μεταφράστρια, για την οποία μάλιστα έγραψε στο περιοδικό "το Δέντρο" το 1982 το διήγημα "Ουδέποτε φοβήθηκα τον Άλλαν Πόε". Ενώ, για τη μετάφρασή της στο έργο του Σάλιντζερ "Ο Φύλακας στη σίκαλη", τα ελληνικά της, γράφει, "είναι τα δραστικότερα ελληνικά που διάβασα ποτέ". (Εδώ, έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι η Μαστοράκη έχει ξαναμεταφράσει το ίδιο έργο δίνοντάς του, παραδόξως για μένα, νέο ελληνικό τίτλο "Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης").


Για τον Γιώργο Ιωάννου "που τον αγαπούσε από μακριά", έχει συχνές αναφορές. Θυμάται τότε το 1980 που μαζί και με τον Ταχτσή και τον Κοντό πήγαν στα διακστήρια ως μάρτυρες υπεράσπισης του Ηλία Πετρόπουλου (υποθέτω θα ήταν για το βιβλίο του τελευταίου "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη" για το οποίο δικάστηκε όντως).

Και για τον Κώστα Ταχτσή έχει κάτι να μας πει. Πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1988, πριν προλάβει να του πάει μια γλάστρα με φόινικα στο καινούριο του σπίτι στον Κολωνό. Και γράφει ταυτόχρονα για τον Άρη Αλεξάνδρου. "Ο ένας περιπατητής, ο άλλος αναχωρητής, μοναχικοί και οι δύο, με ένα μυθιστόρημα-άθλο ο καθένας, Τρίτο στεφάνι και Κιβώτιο".

Εμβληματικό έργο το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου:  "Η ιστορία θα μας προσπερνά, μα το Κιβώτιο θα έχει διά παντός ορίσει τον παραλογισμό της". Και γράφει παρακάτω για το ίδιο:

"Είναι ο κομματικός μηχανισμός που ενθαρρύνει και καλλιεργεί παρόμοιες κακώσεις και εκτροπές ή μήπως αυτή και μόνη η συμμετοχή, αυτή και μόνη η εκτίναξη προς τα έξω αποτελεί δοκιμασία των αξιών που οροθετούν την ανθρώπινη ύπαρξη;"

Για την Μέλπω Αξιώτη, της οποίας τα Άπαντα είχε επιμεληθεί στον Κέδρο (έργο για το οποίο κάνει αυτοκριτική γιατί ξέχασε λέει να συμπεριλάβει τα ποιήματά της, αλλά και την Κάδμω, το αριστούργημά της), γράφει: "Οι εμπειρίες, τα βιώματα, οι ιδέες της, οι αναμνήσεις έγιναν ένα σώμα". Εντυπωσιάζεται από τις πρώτες λέξεις στο μυθιστόρημα της Αξιώτη "Δύσκολες νύχτες": "Σήμερα περιμένω ένα σουβριάλι. Ασημένιο". Μην ψάξετε σε λεξικά, δεν θα βρείτε το σουβριάλι πουθενά. Είναι απ' αυτά που, όπως λέει η Μάρω Δούκα "θα μπορούσαν ν' αποτελέσουν το στίχο για τα μυθικά ζητούμενα της παιδικής μας ηλικίας που συντηρούν αμείωτη και πεισματική της ανάγκης μας του ονείρου και του θάμβους". 

Εξαιρετικό και το κείμενο του Νίκου Ξυδάκη για την Μυκονιάτισσα Μέλπω Αξιώτη στο ιστολόγιό του, "η σκοτεινή τρυγόνα, ο «κάβουρας», είναι η ψηλή ξερακιανή κυρία με τα φλογισμένα μάτια και τη μυτόγκα που ξεκρεμνούσε, το ολιγομίλητο ξωτικό με πανωφόρι κατακαλόκαιρα, είναι το ασημένιο σουβριάλι το ιδρυτικό"
"...Σήμερα θέλω λοιπόν ένα σουβριάλι. Να μην ξέρω αν είναι μεγάλο, αν είναι γυαλιστερό, να πάω στο σπίτι να το περιμένω όλη τη μέρα, έτσι —όχι, καλύτερο θα ήταν έτσι... να ιδρώνουν τα χέρια μου από την αγωνία, να περιμένω καρφωμένη ακούνητη δίπλα στο τζάμι του παραθύρου που βλέπει πέρα, απέναντι, μακριά, για να μη μου ξεφύγει ο άνθρωπος που θα 'ρχεται και θα το φέρνει, κι όλοι θα παραμερίζουνε να περνά, να το φέρνει, και ν' ανεβαίνει τη σκάλα, ν' ανοίγει την πόρτα της καμάρας που κάθομαι και περιμένω και να μου το δίνει στα χέρια, ποτέ να μην είναι ακριβώς εκείνο που επερίμενα και τότε μόνο να το πιάνω μόνο για μια στιγμή κι αμέσως να το εγκαταλείπω χάμω, για να μην το ξαναγγίξω πια ποτέ..." (απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Δύσκολες νύχτες")

Καυστική στο άρθρο της "Αλλιώς, αλλιώς, αηδόνα μου" στο αφιέρωμα του περιοδικού "η λέξη" με θέμα "Διανοούμενοι και δικτατορία". Στηλιτεύει, βγάζει την πίκρα της και την αγανάκτησή της για τα μπουζούκια και τ' αλάτια και πιπέρια  αλλά και την αγωνία της για το σήμερα (το εκείνο "σήμερα" του 1987, που όμως μας γεννά πολλές σκέψεις για το σημερινό "σήμερα" του 2015), "αυτό που διαφθείρει τις αξίες και απορροφά τις ιδεολογίες για να τις αποβάλει αναφομοίωτες"! Και αναρωτιέται "πόσο οι αγωνιστικές αναφορές μας σ' εκείνα τα χρόνια συμβάλλουν σε μια ουσιαστική αυτογνωσία και σε μια ακριβοδίκαιη αξιολόγηση". Και σαν καμπανάκι χωρίς ακροατές μου φαίνονται σήμερα οι προβληματισμοί της για την πλειοψηφία που κινούμενη "μέσα στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής λογικής αδιαφορεί για οτιδήποτε δεν έχει άμεση σχέση με τη βολή, την αγρανάπαυση και τα ερμάριά της". (Ίσως τέτοια κείμενα, διαβάζοντάς τα τώρα, μετά από 20-30 χρόνια από τότε που γράφτηκαν, να μπορούν να συμβάλουν σε κάποια αυτογνωσία, έστω και καθυστερημένα ...)


Μπορεί κανείς να ξεφυλλίσει ολόκληρο το τεύχος από τη σελίδα του ΕΚΕΒΙ με τα ψηφιοποιημένα περιοδικά

Σπαραχτικά και γεμάτα αγάπη τα κείμενα για τη Νανά Καλλιανέση, την εκδότρια του Κέδρου. Ήταν Μακρονησιώτισσα, μαζί με την Παϊζη και την Καραγιώργη. "Αριστερός είναι να είσαι άνθρωπος, τίποτε άλλο", έλεγε. Και διηγείται τη ζωή της με το Νίκο Καλλιανέση, "τον πιο τίμιο πλωτάρχη του ελληνικού ναυτικού".

Το άρθρο στην ΚΟΜΕΠ "Για τον Κρόνο και τα παιδιά του" (1990) έχει δυστυχώς τόσες αλήθειες για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό και για το πώς το Κόμμα αντιμετώπιζε την τέχνη. Αναφέρεται και με πικρία στον Κώστα Χιωτάκη, όταν "αυτός ο γλυκύτατος άνθρωπος, ο γιατρός Χιωτάκης από τα Χανιά, ο αριστερός, ο αγωνσιτής, που γιατροπόρευε τους φτωχούς στην πόλη που μεγάλωσα" έγραψε για το πρώτο της μυθιστόρημα "να απαλλάξουμε την ελληνική λογοτεχνία από τη σκουριά" (νομίζω κι ο ίδιος θα είχε μετανιώσει αργότερα γι' αυτό, για τον Χιωτάκη έχω γράψει εδώ).

Εξίσου εμβληματικό (και με ... πολλά στοιχεία επικαιρότητας) είναι το κείμενο που είχε δημοσιεύσει στο Ριζοσπάστη στις 30 Οκτωβρίου 1989 όταν υπέγραψε υπέρ του Συνασπισμού, γιατί φάνηκε η θέληση της Αριστεράς "να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στις συμπληγάδες, δικό της δρόμο, ούτε παγόνι, ούτε στρουθοκάμηλος, ούτε αποδημητικό προς τα εκεί που θα τη βόλευε, αλλά εδώ, κοιτάζοντας μπροστά."

Αλλά το κείμενο με το οποίο συστήνεται πραγματικά η Μάρω Δούκα είναι το ομώνυμο της συλλογής: "Ο συγγραφέας και το πιθάρι του. Ο πεζογράφος δηλαδή και το καβούκι του ή ο πεζογράφος και οι αυταπάτες του". Για τη λογοτεχνία, δηλαδή την τέχνη του λόγου. Για τον πεζογράφο. Μα ποιος είναι ο Έλληνας πεζογράφος αναρωτιέται. "Μήπως είναι ο παράμερος ολιγαρκής παρατηρητής μάρτυρας μιας κοινωνίας παραπαίουσας;"

Για τον Κερκυραίο Κωνσταντίνο Θεοτόκη τον κορυφαίο. Για τον Μακρυγιάννη που τα Απομνημονεύματά του ξεφυλλίζει μια φορά τον χρόνο. Για τον Καραγάτση,  τον Ξενόπουλο και τον Καζαντζάκη, τους τρεις παραμυθάδες, "παρηγορητές" της εφηβείας της. "Από τα δεκατρία ως τα δεκαοχτώ μεγάλωνα με τα βιβλία τους. Απογεύματα αμέτρητα στη Βιβλιοθήκη του Δήμου στα Χανιά". (Τι σύμπτωση, κι εγώ στα γυμνασιακά μου χρόνια, απογεύματα αμέτρητα στη Βιβλιοθήκη του Δήμου στα Χανιά. Διάβαζα για τα μαθήματα, είχαμε ησυχία, ο βιβλιοθηκάριος ήταν πολύ αυστηρός, δεν ανεχόταν κανένα ψίθυρο. Εκεί πρωτοδιάβασα Καζαντζάκη.)

Για τον Κοσμά Πολίτη και τον Σκαρίμπα. Για το Βασίλη Βασιλικό, το Μένη Κουμανταρέα, το Στρατή Τσίρκα, το Μάριο Χάκκα. Για τον Παπαδιαμάντη και το Βιζυηνό. Για τη Μέλπω Αξιώτη, στην οποία απολάμβανε τη λάμψη του πεζού λόγου, την αρχόντισσα της Μυκόνου που λίγοι τη συμπαθούσαν μα ο Ρίτσος τη συμβούελευε: "Μην τους ακούς... είναι σπουδαία".

Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο και το Γιώργο Χειμωνά. Και τελειώνει με το Γιάννη Μπεράτη, που με το βιβλίο του "Το πλατύ ποτάμι" έμαθε "για τον πλάγιο λόγο, για την περισυλλογή και τη νηφαλιότητα".

Νομίζω δεν έχω διαβάσει άλλον έλληνα λογοτέχνη να γράφει τόσα για άλλους έλληνες λογοτέχνες. Είναι κάτι που έχω εκτιμήσει σε ξένους, όπως στον Βίλα-Μάτας, στον Κούντερα, στον Καλβίνο κ.ά. Η αξία του πεζογράφου, λέει η Μάρω Δούκα, "θα κρίνεται πάντα από την ικανότητά του να ενδιαφέρεται για όλα γύρω του και όλα να επιμένει να τα ξαναδεί". Και καταλήγει:

"Ο πίθος των Δαναϊδων, αλλά και ο πίθος του Διογένη. Ο ένας σύμβολο καταδίκης, ο άλλος τρόπος ζωής".

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Υπάρχουν βιβλία για το καλοκαίρι;




Διαβάζουμε συχνά προτάσεις για καλοκαιρινά διαβάσματα, διαβάσματα για τις διακοπές, για την παραλία, για το βουνό... Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν τέτοιες διακρίσεις. Άλλοι, παίρνουν μαζί τους “εύκολα” βιβλία λογοτεχνίας, ενώ άλλοι αφήνουν για τις διακοπές τα πιο ... δύσκολα και τα πιο ... μεγάλα.

Είναι αυτοί που λένε ότι δεν μπορείς να διαβάζεις στην παραλία τους διανοούμενους του Γκράμσι, αλλά και αυτοί που κατεβάζουν όλη τη μαρξιστική και λοιπή θεωρητική βιβλιογραφία για να επιλέξουν καλοκαιρινά αναγνώσματα.

Τι να πώ; Και τελικά, έχει νόημα αυτό το κατεβατό με προτάσεις ανάγνωσης να έχει τον τίτλο “Βιβλία για το καλοκαίρι”;

Δεν ξέρω, ίσως αυτό να εξυπηρετεί εκδοτικές ανάγκες, ίσως όμως τελικά να είναι περισσότερο χρήσιμο απ' όσο φαντάζομαι. Εγώ τις διαβάζω αυτές τις βιβλιοπροτάσεις, όλο και κάτι αλιεύω.

Και μια και ο λόγος για προτάσεις, να τι γράφει ο Έρμαν Έσσε στο μικρό βιβλιαράκι “Μια βιβλιοθήκη στο σπίτι σας. Οδηγός στην παγκόσμια λογοτεχνία” (εκδ. Γλάρος 1988, μετάφραση Μαρία Λουίζα Κωνσταντινίδη):

Δεν πρέπει να νοιαζόμαστε τόσο για το αν διαβάσαμε όσο γίνεται περισσότερα και αν μάθαμε πολλά, αλλά να επιμείνουμε σε μιαν ελεύθερη, προσωπική επιλογή έργων τέχνης, στα οποία ν' αφιερώνουμε τις ελεύθερες ώρες μας, να πάρουμε μιαν ιδέα για το εύρος και την πληρότητα της ανθρώπινης σκέψης ... να μπορούμε να συμμεριζόμαστε ενεργά και ταυτόχρονα τη ζωή και τον παλμό της ανθρωπότητας... Αυτή την έννοια έχει σε τελευταία ανάλυση η ζωή, όσο δεν υπηρετεί τη στυγνή ανάγκη της επιβίωσης.

Δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε, λέει, αν κάτι δεν έχουμε διαβάσει. Είναι σημαντικό για τον αναγνώστη “να γνωρίζει οπωσδήποτε τον εαυτό του, κι έτσι μ' αυτό τον τρόπο και τα έργα που επιδρούν πάνω του ιδιαίτερα, και να μην ακολουθεί ένα οποιοδήποτε σχήμα ή πρόγραμμα μόρφωσης”.

Και να τι λέει που νομίζω βοηθά και όσους επιμένουμε να διατηρούμε μεγάλες προσωπικές βιβλιοθήκες:

Το να διαβάζουμε βιβλία, αλλά και να τ' αγοράζουμε, είναι μια αξίωση επιβεβλημένα νουθετημένη. Και σαν παλιός βιβλιόφιλος και κάτοχος μιας αρκετά μεγάλης βιβλιοθήκης, μπορώ να βεβαιώσω από πείρα, ότι η αγορά βιβλίων δεν αποβλέπει μονάχα στο να τρέφει τους βιβλιοπώλες και τους συγγραφείς, αλλά ότι η κατοχή βιβλίων έχει τις δικές της χαρές και τη δική της ηθική.



Κι έτσι, απενοχοποιημένα που δεν έχω διαβάσει κάποια “πρέπει” (...”must”), ένιωσα (αναγνωστική) ευχαρίστηση διαβάζοντας τελευταία 
  • “Πούναι τα φτερά;” της Μάρως Δούκα (Κέδρος, 1982), 
  • “Η αδερφή μου” του Σταύρου Ζουμπουλάκη (Πόλις, 2012), 
  • “Ιστορίες του Χαλ” του Γιώργου Μητά (Κίχλη, 2012), 
  • “Οι Μέλισσες και η Σφήκα” του Φρανσουά Μασπερό (εκδ. Σοκόλη, 2005), 
  • “Η μεγάλη Ιδέα. Μεταμορφώσεις ενός εθνικού ιδεολογήματος” του Βασίλη Κρεμμυδά (Τυπωθήτω, 2010) ακολουθούμενο από το εξαιρετικά ενδιαφέρον 
  • “Η Ελλάδα του Όθωνος. Η “σύγχρονη Ελλάδα” 1854” του Γάλλου αρχαιολόγου Edmond About που έζησε στην Ελλάδα τη διετία 1852-1853 (εκδόσεις Αφοί Τολίδη με προσεγμένη επιμέλεια και σχολιασμό του Τάσου Βουρνά). 
  • Τώρα διαβάζω το “Γαϊτανάκι του Έρωτα” του Σέρχιο Πιτόλ (Καστανιώτης, 2004, μετάφραση Κώστα Αθανασίου).

Κι έχω στη σειρά το "Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;" του Αντώνη Λιάκου (Πόλις, 2007) τα “Διανοούμενοι” του Γκράμσι (Στοχαστής, 1972) και “Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι” του Λουκά Αξελού (Στοχαστής, 2013) αφού έχω ήδη διαβάσει από καιρό το “Από την κρίση στην επανάσταση. Πόλεμος θέσεων” του Γιώργου Ρούσση (Γκοβόστης, 2012) με πολλές επίσης αναφορές στον Γκράμσι (ξαναγυρνάμε σε αναγνώσεις και θέματα της νιότης μας). 

Αλλά, έχω να (ξανα)διαβάσω επίσης την πραγματεία του Μανώλη Γλέζου για το νερό “Ύδωρ, Αύρα, Νερό” (Καστανιώτης, 2001), “ένα γλωσσολογικό ταξίδι μέσα στους δρόμους του νερού”.

Τελικά, δεν απέφυγα κι εγώ κάποιες ... προτάσεις. Πάντως, σίγουρα δεν έχουν την ετικέτα “καλοκαιρινά αναγνώσματα”.

Καλή μας ανάγνωση!


Σημ. Τα βιβλία που παρουσιάζω εδώ τις εικόνες των εξωφύλλων τους τα είχα δανειστεί από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγίας Παρασκευής, παράρτημα Κοντόπευκου. 

Σαν υστερόγραφο: Πριν από 70 χρόνια

Κι επειδή στα διαβάσματά μου υπάρχει πολλή ιστορία κι επειδή σε περιόδους κρίσης, λένε, έχουμε ανάγκη να διαβάζουμε το παρελθόν για να σχεδιάζουμε το μέλλον, κι επειδή σήμερα, 22 Ιουλίου, έρχεται πάντα στη μνήμη μου η αγαπημένη Άννα Σολωμού, νά τι έγραφε στο βιβλίο της για εκείνη την αποφράδα ημέρα του 1943, όταν έχασε και τον αδερφό της το Θανάση Τεριακή, φοιτητή του ΕΜΠ (http://katerinatoraki.blogspot.gr/2013/02/blog-post_5068.html):

Είχα 3 αδέρφια. Ο ένας μου αδελφός ήταν φοιτητής του Πολυτεχνείου: "Θανάσης Τεριακής". Το όνομά του είναι γραμμένο στη στήλη του Πολυτεχνείου. Πήρε μέρος στη διαδήλωση ενάντια στην κάθοδο των Βουλγαρικών δυνάμεων και σκοτώθηκε από τους Γερμανούς. [22 Ιουλίου 1943] Ήταν 21 χρονών. Στη διαδήλωση είχα πάρει μέρος κι εγώ ανεξάρτητα από τον αδελφό μου. Είχα κατέβει με τα πόδια από το Παγκράτι μέσα από τον Εθνικό Κήπο. Κρατούσα μια τσάντα γεμάτη προκηρύξεις που γράψαμε οι μαθήτριες της Σχολής Καλπάκα. Την πέταξα την τελευταία στιγμή όπως με συμβούλεψε ένας μεγαλύτερός μου όταν μας στρίμωξαν οι Γερμανοί. Οι άλλες συμμαθήτριές μου δεν ήλθαν γιατί μάλλον δεν τους άφησαν οι γονείς τους. Εγώ μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που οι γονείς μου δεν με ελέγχανε πάρα πολύ. Πάντα ήμουν ανεξάρτητη και πεισματάρα. Όταν έφτασα στην Πανεπιστημίου από το Σύνταγμα, είδα το πλήθος που ανέβαινε γοργά. Ήμουν παιδί και έμεινε τυπωμένη η διαδήλωση στη μνήμη μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το πλήθος. Ανακατεύθηκα με τους διαδηλωτές. Φώναζαν. Ρωτάω κάποιον. Τι να φωνάξω; Μου απαντά: "Ζήτω η Λευτεριά". Οι Γερμανοί μας επιτέθηκαν. Σκοτώθηκαν πολλοί νέοι: Ο αδελφός μου, ο Θωμάς Χατζηθωμάς, φοιτητής του Πολυτεχνείου, η Κούλα Λίλη που σκαρφάλωσε στο τανκς, η Παναγιώτα Σταθοπούλου και άλλοι...Οι Γερμανοί που πρέπει να ήταν SS μας πήγαν κομμαντατούρ και από κει μας οδήγησαν στις φυλακές Εμπειρίκου. Οι γονείς μου με αναζητούσαν σαν τρελοί...

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ


Αλήθεια παντοτινή περιέχει  ο τίτλος της ανάρτησης, που είναι παρμένος από το ομότιτλο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα. Η Χανιώτισσα συγγραφέας στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας της για τα Χανιά (το πρώτο ήταν το "Αθώοι και φταίχτες") αναφέρεται στα πραγματικά γεγονότα της παράτασης της γερμανικής κατοχής στο νομό Χανίων μέχρι τον Μάιο 1945 (όταν στις 12 Οκτωβρίου 1944 η Αθήνα γιόρταζε την απελευθέρωση, το Δεκέμβρη του '44 συνέβησαν τα τραγικά γεγονότα στην Αθήνα που σήμαναν και την αφετηρία της πορείας προς τον εμφύλιο και το Μάιο του 1945 η Ευρώπη γιόρταζε την αντιφασιστική νίκη), ενώ και για δυο μήνες ακόμα παρέμεινε υπό αγγλογερμανική κατοχή.

Αφορμή για να γράψει την ιστορία της η συγγραφέας βρήκε στο γράμμα που έστειλε ο αντισυνταγματάρχης Παύλος Γύπαρης στον επίσκοπο Αγαθάγγελο ζητώντας του να μεσολαβήσει στους Γερμανούς ώστε να πετύχει συμφωνία  μαζί τους για να χτυπήσει τους "αναρχικούς". Και πολύτιμη πηγή ήταν το αξιόλογο βιβλίο του Σταύρου Βλοντάκη "Οχυρά θέσις Κρήτης" (που αξίζει να διαβαστεί έτσι κι αλλιώς ως ένα αποκαλυπτικό ιστορικό ντοκουμέντο).

Το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα χρησιμοποιεί τα στοιχεία της πραγματικής ιστορίας, τα οποία εμπλουτίζει αφηγηματικά και λογοτεχνικά, έτσι ώστε το βιβλίο να διαβάζεται  με πολύ ενδιαφέρον. Οι λεπτομερείς περιγραφές της δράσης των οργανώσεων και των μαχών που γίνονται στο νομό Χανίων δίνουν όλη την εικόνα των αγώνων και του ρόλου όχι μόνο των Γερμανών κατακτητών, αλλά και των Βρετανών συμμάχων και των ντόπιων φίλων τους που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να ελέγξουν και να ποδηγετήσουν τους αγωνιστές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, ακόμη και όταν τυπικά αγωνίζονταν από κοινού κατά του κατακτητή.

Εξαιρετικό στοιχείο του βιβλίου της Μάρως Δούκα είναι ότι αναδεικνύει ακριβώς αυτό το γεγονός της παρατεταμένης κατοχής στα Χανιά μαζί με το ρόλο που έπαιζαν οι σύμμαχοι στην Κρήτη σε όλη την περίοδο της κατοχής αρχικά και του εμφυλίου στη συνέχεια. Και είναι πραγματικά λυπηρό ακόμη περισσότερο όταν αυτό συμβαίνει σε έναν τόπο που ακριβώς πριν από 4 χρόνια, στις 20 Μαϊου 1941, οι άνθρωποί του είχαν αγωνιστεί όσο λίγοι στον κόσμο για το πολύτιμο αγαθό της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας.
 

"Και αρχίζει, 20 Μαϊου, απ' τις επτά το πρωί, η εναέρια έφοδος. Αρχηγός ο Γκέρινγκ, υπαρχηγός ο Στουντέντ. Σύννεφα αλεξιπτωτιστών σαν ακρίδες στον ουρανό. Το Καστέλι, ο βράχος της πόλης, για άλλη μια φορά στο έλεος των βομβαρδιστικών. Κι ένας εργάτης, ο Αλέκος Κουτσοδημητρόπουλος, Καστελιανός, πρόλαβε και μάζεψε τη σημαία που κυμάτιζε στο παλάτι της 5ης Μεραρχίας και την έκρυψε στο σπίτι του. Κανείς δεν την είχε σκεφτεί και κανείς ποτέ δεν θα την αναζητούσε. Ο βασιλιάς και η συνοδεία του είχαν ήδη επιβιβαστεί σε βρετανικό αντιτορπιλικό και αναχωρούσαν απ' το Λιβυκό για την Αίγυπτο".

Ναι, το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, μα αξίζει να το υποστηρίζουμε!