Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Ποιήματα από και για τους φίλους και τις φίλες μου

Παρακάτω μερικά ποιήματα που κατά καιρούς έστειλα ή μου έστειλαν φίλοι μου:


από τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου

 
... Άφις τσι μήνες να διαβού, το χρόνο να περάσει,

τ’ άγρια θεριά μερώνουσι με τον καιρό στα δάση·
με τον καιρό τα δύσκολα και τα βαρά αλαφραίνου,
οι ανάγκες, πάθη κι αρρωστιές γιατρεύγουνται και γιαίνου·
με τον καιρό οι ανεμικές κ’ οι ταραχές σκολάζου
και τα ζεστά κρυαίνουσι, τα μαργωμένα βράζου·
με τον καιρόν οι συννεφιές παύγουσι κ’ οι αντάρες
κ’ ευκές μεγάλες γίνουνται με τον καιρό οι κατάρες...



του Τάσου Λειβαδίτη

από το ποίημα «Φυσάει»


"Λοιπόν τι κάνουμε εδώ

και πότε θαλλάξει ο κόσμος
όμως απόψε βιάζομαι να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της νακουμπήσω μια μικρή ανεμώνη
α ωραίο νασαι μοναχός

νασαστε δυό, ναμαστε όλοι"


Ο αιώνιος διάλογος


Κι ο άντρας είπε: πεινώ.

Κι η γυναίκα του έβαλε ψωμί στο τραπέζι.
Κι ο άντρας απόφαγε.
Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δεν σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη και όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους.
Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε σαν πηγή τον μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του.
Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Κι ο άντρας είπε: θα ΄θελα να ΄μαι θεός.
Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε.
Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια μέρα καινούργια ξημέρωσε.



Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος

Η πόρτα έτριξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι.

Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή.
Χιόνιζε.
Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε απ' το παράθυρο.
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει το λίγο φαΐ που' χε απομείνει.
Όταν πλάγιασαν ο άντρας της χούφτωσε τα στήθεια.
Ήθελε να ξεχάσει.
Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει.
Μα ήταν νέα ακόμα.
Τελείωσαν
Χωρίς κάν να φιληθούν.

Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά μές στο σκοτάδι

κι αποκοιμήθηκε .
Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας στην άκρη της κάμαρας, απόμερα έκλαψε. Έξω, όλο χιόνιζε.



του Μανόλη Αναγνωστάκη

Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!

Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.

Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;

Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!

Τὸ σκάκι

Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη
Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...


Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος...

Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους

Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα
Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση
Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων
Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;
Ξέρει νὰ σφίγγει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε
Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;
(κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα
βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους μεγάλωσαν
πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας
διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)
Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ
Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα
Καὶ μία στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα
Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις
Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις
Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου
Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μίαν ἐπικαιρότητα
Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις
Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.
Μὰ ποιὸς θὰ ῾ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;



Ερήμωνε, της Ζέφης Δαράκη


Να επιμείνουμε στο ακαθόριστο του προορισμού μας

Πρόκειται να κάνουμε ένα πρωινό περίπατο

πρόκειται να μιλήσουμε για ανύπαρκτα γεγονότα, αόριστες πράξεις.
Πρόκειται για πρόσωπα που φανταστήκαμε για λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Πρόκειται να υπερασπιστούμε την πιο ανυπεράσπιστη σιωπή,
να συναντήσουμε τα μάτια που ξενίτεψαν τον ουρανό
να φιληθούμε με όσους μπόρεσαν να μας αγαπήσουν.
Πρόκειται να επιμείνουμε στο ακαθόριστο του προορισμού μας.



Παλιό σπίτι, του Γιώργη Μανουσάκη


Τα χόρτα θρασομάνησαν με το χειμώνα

στον κήπο και στο πλακόστρωτο
τ’ αντικρινού παλιού σπιτιού.
Τα κάγκελα γέρνουν να πέσουν.
Κάθε τόσο ξεκολλούν απ’ το γείσωμα
κομμάτια του σουβά.
Όλα είναι μουσκεμένα κι ετοιμόρροπα
σα να ’χουν μαλακώσει απ’ τη βροχή.
Χτες είδα μια στιγμή

στης πόρτας το άνοιγμα
εκείνην που επιμένει να το κατοικεί.
Των τοίχων οι ρωγμές διακλαδίζουνταν
στο πρόσωπό της, τα βρύα
είχαν απλωθεί στα χέρια της.
Ίσως και να ’ναι ο τελευταίος χειμώνας

που στέκουντ’ όρθιοι χτίσμα κι άνθρωπος.
Μα εκεί που πονεμένος αναστεκόμουν
ά'σου κι ανακορμίζεται η Κόρη!
Κι ευτύς το σπίτι στεριώνει
οι ρωγμές σάν να κλείνουνε πάλι
( μα και τα βρύα, άνθη πώς γίνηκαν?)
Είναι που ξάφνου φανήκαν οι άνθρωποι

(πως το νικήσαν το Κακό ακούστηκε)
και με τα χέρια πιασμένοι ολόγυρα,
το περιδένουν το χάσμα και το σώζουν
την Κόρην γηθοσύνης ρυόμενοι,

Εστιάς γάρ ην πολυσέβαστος!



του Γιάννη Ρίτσου

Απροσάρμοστοι


Τέτοια ζωή μας μέλλονταν, να γράφουμεν επιστολές

που να μη στέλνουμε από μιαν αξήγητη δειλία
μονάχα να τις δένουμε σε κορδελίτσες παρδαλές
και να το βρίσκουμε και τούτο ασήμαντη ασχολία.

Να πάλλεται βαθιά η καρδιά, που άξια είτανε για τα καλά,

κι όμως να ζούμε πάντοτε στη σκοτισμένη αφάνεια·
οι ταπεινοί πατώντας μας να δείχνουν μέτωπο ψηλά
και τα δικά μας άπρεπα να φέρουνε στεφάνια.

Το πρόσωπο μας να φορεί φρίκης γκριμάτσα τραγική,

φιλάρεσκα ν' αφήνουμε να λεν πως μας πηγαίνει
να βλέπουμε να φεύγει η ζωή μακριά μας ξένη, βιαστική
και να περνάμε, αθόρυβα μισώντας, μισημένοι.

Το κάθε τι, και πιο πολύ τ' όνειρο, να μας τυραγνά

τα βλέμματα των διαβατών στα μάτια μας λεκέδες.
Περήφανοι να δείχνουμε κι όμως τα χέρια μας τ' αγνά
να κράτησαν και να κρατούν ακόμα μενεξέδες.

Να λαχταρούμε σαν παιδάκια ευαίσθητα κι ασθενικά

-δικαίωση και παρηγοριά της ζωής μας - την αγάπη
κι αν κάποτε τη βρήκαμε να μας προσμένει μυστικά
όμως το χέρι ν' απλωθεί ζητώντας την εντράπη.

Τα μέτρια ν' αποφεύγουμε μ' αδιάλλαχτην αποστροφή,

αμετανόητοι κυνηγοί του Ωραίου και του Απολύτου
νάναι μας έπαθλο η πληγή, τι μάταιο γνώση μας σοφή
η χρυσή σμίλη δημιουργού, κασμάς του καταλύτου.

Να ξεκινάμε τις αυγές και πάνω μας μαύροι οιωνοί

οι αμφιβολίες να μας κρατούν στην ίδια πάλι θέση
κ' εμείς μ' αηδία να φτύνουμε τον εαυτό μας που θρηνεί
και να φοράμε κόκκινο της ανταρσίας το φέσι.

Τότε να ονειρευόμαστε μιαν αλλαγή κ' ευθύς ξανά

να σκύβουμε, σκλάβοι χλωμοί, σε ιερή λατρεία του πόνου,
τις ήττες ν' ανεμίζουμε φλάμπουρα νίκης φωτεινά
κι αξιοπρεπώς να παίρνουμε το λάχτισμα και του όνου.

Καχύποπτοι και μίζεροι μέσα στα φρούρια της σιωπής

να κλειδωνόμαστε άβουλοι, να κάνουμ' έτσι χάζι
τον κόσμον εξετάζοντας πίσω απ' τον κύκλο μιας οπής
και, θαρραλέοι, σκιά μικρού πουλιού να μας τρομάζει.

Δειλοί και στην αγάπη μας μα και στο μίσος πιο δειλοί

κι ανίσχυροι κι ασάλευτοι να ζούμε ανάμεσα τους,
να μας πληγώνουν και τα δυο και να μετράμε σιωπηλοί
στα παγωμένα δάχτυλα τους ίδιους μας θανάτους.

Εχθρούς να υποψιαζόμαστε παντού κ' οι ολόφωτοι ουρανοί

να ισκιώνονται απ' τον ίσκιο μας και, φεύγοντας κινδύνους,
να ζούμε μόνοι πλέκοντας για τους εχθρούς δημίου σκοινί
και να κρεμάμε εμείς εμάς αθώους αντί για κείνους.

από τη Ρωμιοσύνη
..............................

Τράβηξαν ὁλόισια στὴν αὐγὴ μὲ τὴν ἀκαταδεξιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πεινάει,
μέσα στ᾿ ἀσάλευτα μάτια τους εἶχε πήξει ἕνα ἄστρο
στὸν ὦμο τους κουβάλαγαν τὸ λαβωμένο καλοκαῖρι.
.................................................................................
Δέντρο τὸ δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τὸν κόσμο,
μ᾿ ἀγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τὸν ὕπνο.
Φέρναν τὴ ζωὴ στὰ δυὸ στεγνά τους χέρια σὰν ποτάμι.
Σὲ κάθε βῆμα κέρδιζαν μία ὀργιὰ οὐρανὸ - γιὰ νὰ τὸν δώσουν.
Πάνου στὰ καραούλια πέτρωναν σὰν τὰ καψαλιασμένα δέντρα,
κι ὅταν χορεῦαν στὴν πλατεῖα,
μέσα στὰ σπίτια τρέμαν τὰ ταβάνια καὶ κουδούνιζαν τὰ γυαλικὰ στὰ ράφια.
Ἄ, τί τραγούδι τράνταξε τὰ κορφοβούνια -
ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους κράταγαν τὸ σκουτέλι τοῦ φεγγαριοῦ καὶ δειπνοῦσαν,
καὶ σπάγαν τὸ ἂχ μέσα στὰ φυλλοκάρδια τους
σὰ νάσπαγαν μία ψείρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ χοντρά τους νύχια.
.............................. .......................................................
Θάναι δύσκολο τώρα νὰ βροῦμε μία γλῶσσα πιὸ τῆς κερασιᾶς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπομεῖναν στὰ χωράφια ἢ ἀπάνου στὰ βουνὰ ἢ κάτου ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, δὲν ξεχνᾶνε -
θάναι δύσκολο νὰ ξεχάσουμε τὰ χέρια τους
θάναι δύσκολο τὰ χέρια πούβγαλαν κάλους στὴ σκανδάλη νὰ ρωτήσουν μία μαργαρίτα
νὰ ποῦν εὐχαριστῶ πάνου στὸ γόνατό τους, πάνου στὸ βιβλίο ἢ μὲς στὸ μποῦστο τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Θὰ χρειαστεῖ καιρός. Καὶ πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ὥσπου νὰ βροῦν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ δίκιο τους.
..................................................................................... 

 

Και βέβαια δεν τελειώνει ο κατάλογος. Αλλά, θα δεν θα παραλείψω να παραθέσω ένα ποίημα - από τα πολλά - που μου έχει στείλει η φίλη μου η Στέλλα. Πρόκειται για το ποίημα του Ρεϋμὸν Κενώ  "Γιὰ μιὰ ποιητικὴ τέχνη" σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.

 
Ἂχ θεούλη μου, τί ὡραῖα ποὺ θὰ’ ταν νὰ’ γραφα ἕνα ποιηματάκι
Μπά! Νὰ ἕνα ποὺ περνάει τώρα δὰ ἀπὸ μπροστά μου
Ψὶτ ψὶτ ψὶτ
Ἔλα ἐδῶ χρυσό μου νὰ σὲ ἐμπλέξω
Στὸ ἴδιο περιδέραιο μὲ τ’ ἄλλα μου ποιήματα
Ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ ἐμπήξω
Στὸ οἰκοδόμημα τῶν Ἁπάντων μου
Ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ ἐμπαταδώσω
Καὶ νὰ σὲ ἐνομοιοκαταλήξω
Καὶ νὰ σὲ ἐρρυθμολογήσω
Καὶ νὰ σὲ ἐλλυρικοποιήσω
Καὶ νὰ σὲ ἐμπηγασεύσω
Καὶ νὰ σὲ ἐνστιχώσω
Καὶ νὰ σὲ ἐμπεζολογήσω
 
Νὰ πάρει ἡ εὐχὴ
Τὴν κοπάνησε


Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Ο Νίκος Σαραντάκος για το ζορμπαλίκι του Εικοσιένα

"Στέριωσε και γερά τειχιά, έβαλε τόπια στα μπεντένια και το κατάστησε άπαρτο κάστρο", γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης αφηγούμενος την ιστορία του Αλή Πασά. Δεν έβαλαν βέβαια τόπια στον περίβολο για να παίξουν μπάλα, μα βλήματα στις επάλξεις, ήτανε πολεμίστρες τα μπεντένια κι όχι τοιχάκια που χτίζουμε γύρω γύρω στις αυλές ή πάνω τους καθόμαστε, όπως τα λέμε ακόμη στην Κρήτη.  Και  σχολίαζε ο Τριανταφυλλίδης: "... οι αγωνισταί του Εικοσιένα δεν ήξευραν επάλξεις αλλά μπεντένια, την λέξιν μαζί με το πράγμα".

Τις ωραίες αυτές πληροφορίες τις αντλώ από το τελευταίο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου "Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων: ανιχνεύοντας το 1821 μέσα από τις λέξεις του" (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2020).

Το βιβλίο είναι ένα λεξικό 300 λημμάτων με λέξεις που άντλησε από διάφορες πηγές της εποχής, όπως δημοτικά τραγούδια, απομνημονεύματα και ημερολόγια αγωνιστών, αρχεία και διάφορες συλλογές εγγράφων, εφημερίδες αλλά και μεταγενέστερη ιστοριογραφία και λογοτεχνία. Σκοπός του, όπως γράφει στον Πρόλογο, ήταν να ανιχνεύσουμε το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις του. Και πραγματικά, με τις ερμηνείες και την ετυμολογία κάθε λέξης, με τα πολλά και εύστοχα παραθέματα από κείμενα όπου απαντά η λέξη (τα υπολογίζει ο ίδιος γύρω στα 1000) και με τα δικά του συμπληρωματικά σχόλια σε κάθε λήμμα, έχουμε ένα βιβλίο που ευχάριστα διαβάζεται και που ξύνει τις μνήμες μας από παλιότερα διαβάσματα κι ακούσματα, για να πάμε παραπέρα, και πάλι ανιχνεύοντας...

Ας επιστρέψω στο λεξικό κι ας δω κάποια λήμματα. Σήμερα ξέρουμε το χαρτζιλίκι, τότε  είχανε το χάρτζι, λέξη τούρκικης προέλευσης που θα πει δαπάνη στρατολογίας. Γράφει ο Σαραντάκος:

Πράγματι, τα χάρτζια ήταν πηγή πλουτισμού για τον καπετάνιο αφού μπορούσε να να στρατολογήσει λιγότερους απ' όσους είχε προπληρωθεί· γι' αυτό επιδίωκαν την αύξησή τους. Κι έτσι ο Κίτσιος παρακαλεί τον Μαυροκορδάτο: "Από αυτά τα 300 χάρτζια, παρακαλώ αβγατίστε και τον αντιστράτηγον Γεωργάκην Βάγιαν".

Και πάνω κει σκέφτηκα τα καπάκια του Παπαγιώργη, τις μυστικές συμφωνίες με τους Τούρκους για ανακωχή. Γράφει και γι' αυτά ο Νίκος, για τις ... καλές και τις κακές πλευρές τους:

Ο Περραιβός καταγράφει αίτημα των Τσάμηδων οπλαρχηγών προς τον Χουρσίτ: "ελπίζομεν να εξολοθρεύσομεν αυτούς τους απάτας Γκιαούρηδες· σε παρακαλούμεν όμως να βάλεις κανένα προσωρινόν καπάκι μ' αυτούς τους κιαφίρηδες Σουλιώτας  και κακούς γείτονές μας· διότι, οπόταν ημείς μακρυνθώμεν απ' εδώ, αυτοί δύνανται έπειτα να σκλαβώσουν τας γυναίακς μας και παιδιά μας.

Οι λέξεις του βιβλίου είναι τουρκικής, ιταλικής, λατινικής, βενετικής, αραβικής προέλευσης (άλλο ένα δείγμα του πώς η γλώσσα επικοινωνεί και επικοινωνείται, ή καλύτερα πώς οι άνθρωποι επικοινωνούν μέσω της γλώσσας). Πολλές από αυτές τις λέξεις απαντούν σε λογοτεχνικά έργα (και μεταγενέστερων χρόνων), αρκετές καταγράφονται και σήμερα σε γενικά λεξικά (πάντως κάποιες χρησιμοποιούνται και σήμερα σε τοπικά ιδιώματα, όπως π.χ. στην Κρήτη). Πολλές σημερινές λέξεις (χαρτζιλίκι) αλλά και επώνυμα (Χαζιράκης, Κεχαγιάς, Κιαφίρης, Ζορμπάς) έχουν καταγωγή από λέξεις εκείνης της εποχής.

Ο Πρόλογος έχει σημαντικές πληροφορίες, τόσο για τον τρόπο που δούλεψε και την παρουσίαση του βιβλίου, όσο και κυρίως για τις παρατηρήσεις, γλωσσικές και άλλες, που κάνει γύρω από το θέμα του. Επίσης, αξίζει να ανατρέξει κανείς στις πηγές που χρησιμοποίησε (μέτρησα 77 αναφορές), καθώς και στο τελευταίο μικρό κεφάλαιο με τις ονομασίες τοπωνυμίων τότε και τώρα, π.χ. το Αγρίνιο ήταν Βραχώρι και η Αμφιλοχία Καρβασαράς (και να συμπληρώσω Άργος Αμφιλοχικόν για να θυμηθώ τον Βικέλα στο Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν).

Όλα τα βιβλία του Σαραντάκου για τη γλώσσα είναι ιδιαίτερα, γράφει για τους μύθους γύρω από τη γλώσσα, για τις λέξεις που χάνονται, για τις οπωροφόρες λέξεις, για τη γλώσσα όταν έχει κέφια, για τα λόγια του αέρα, για τη γλώσσα μετ' εμποδίων, για τις λέξεις που γράφουν τη δική τους ιστορία... Όλα αποτέλεσμα πολλής και συστηματικής δουλειάς, δείγματα ενός ανθρώπου με πλατιά μόρφωση, με πλούσιο γνωσιακό κεφάλαιο  και με ικανότητα βέβαια να το αξιοποιεί και να παράγει εξαιρετικά ενδιαφέροντα, πρωτότυπα και χρήσιμα έργα και εργαλεία. 

Δεν θα μπορούσε λοιπόν η πρώτη μου ανάρτηση για τα 200 χρόνια να μην ξεκινά με ζορμπαλίκι, νταηλίκι σα να λέμε με την καλή έννοια, αυτό φοβόνταν κι οι Τούρκοι:

Σε σύσκεψη Οθωμανών στην Τριπολιτσά στο ξεκίνημα του Εικοσιένα, ο "φιλησυχότατος" Μουσταφά μπέης τόνισε ότι δεν είναι δίκαιο να αποφασιστεί να φονευτούν όλοι οι ραγιάδες παρά μόνο εάν "φανεί ζορμπαλίκι από όλους τους ραγιάδες"...

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Με λένε Αλίκη και είμαι καλά: Χλόη Κουτσουμπέλη

 

Alice and the White Rabbit, Lewis Carroll, 1864. Ink on Paper 


 Η Αλίκη ανακάμπτει 

Με λένε Αλίκη και είμαι καλά.
Κάθε πρωί ξυπνώ με χαρά,
παίρνω μια ασπιρίνη
για το αφόρητο ράγισμα
που χωρίζει σε ημισφαίρια το κρανίο.
[Το άλλο όνομά μου είναι Χάμπτι Ντάμπτι
και όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά
παλεύουν να με συναρμολογήσουν ξανά,
μετά από κείνο το φοβερό πέσιμο απ' τον φράχτη.]
Έχω ερωτευτεί τον Καπελά.
Κάθε μέρα μου χαρίζει ένα καπέλο,
το σημερινό είναι μαύρο και ψηλό,
χασμουριέται συνέχεια
από μια τρύπα στον πάτο.
Τι είναι αυτό που γυαλίζει τα πόμολα, ρωτάει,
που στραγγίζει τα φακελάκια του τσαγιού,
που σφίγγει τη γραβάτα του συζύγου κόμπο.
Τι κάνει τικ τακ μέσα στο στόμα του κροκόδειλου
πόσες καρδιές έχει μία Ντάμα Κούπα όταν κλαίει.
Τι είναι αυτό που σε κρατάει ζωντανή;
Η Κάμπια τινάζει τα στρώματα στο απέναντι μπαλκόνι.
Τα λουλούδια μπλα μπλα.
Η Άνοιξη σφαιρική.
Η γη επίπεδη.
Βαρέθηκα τις εποχές, λέει η Αλίκη.
Ένας λαγός με μεγάλες δρασκελιές
διασχίζει τη μέρα της.
Υποτίθεται ότι είσαι ποίημα; τον ρωτάει.
Έχουν και τα θαύματα τα όρια τους, απαντάει αυτός,
καθώς επιβιβάζεται σ΄ένα τρένο βιαστικός. 
 

 

Το ποίημα "Η Αλίκη ανακάμπτει" είναι από τη συλλογή "Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ" της Χλόης Κουτσουμπέλη (Πόλις, 2018).

Εσωτερικοί μονόλογοι, ξεσπάσματα βιωμάτων ή αυτοβιογραφικά σημειώματα; Μνήμες, τραύματα και αγάπες; Ο πατέρας, η μητέρα, οι αγαπημένοι, ο Βερν ο Λιούις και ο Κάφκα οι τρεις εραστές, η Αλίκη η Αντιγόνη ο Φιλέας Φογκ και οι άλλοι ήρωες της παιδικής ηλικίας, ο Βαρδάρης, όλη η γεωγραφία της ύπαρξης σε ποιητικά σημειώματα. Σαν το σημείωμα της φανταστικής, επινοημένης οδού Ντεσπερέ.

Θεσσαλονικιά η Χλόη Κουτσουμπέλη, έβαλε στον τίτλο της συλλογής το όνομα του Γάλλου στρατηγού του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Ντ' Εσπερέ (Louis Félix Marie François Franchet d’Espèrey), που ήταν ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο το 1918 και που αγαπούσε τη Θεσσαλονίκη ξεχωριστά.  

Παίζει με τις λέξεις η ποιήτρια. Είτε απελπισμένα (ντεσπερέ, από το γαλλ. désespérés) είναι τα σημειώματα ή λυτρωτικά που μοιράζει ο συμπαθής κύριος Ντ' Εσπερέ, συγγνώμη η Χλόη Κουτσουμπέλη, τα ποιήματά της είναι μια κατάθεση ψυχής, βιωμάτων, απώλειας, μνήμης και αποκατάστασης, λύτρωσης.

Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,
είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Χίλια καλώς σε βρήκαμε καινούριε χρόνε!

 


 Ταχιά ταχιά’να αρχιχρονιά
ταχιά’ ν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά’ ν’ απού περπάτησε
ο Κύριος στον κόσμο
Και εβγήκε και χαιρέτησε
ούλους τους ζευγολάτες.
Και ο πρώτος που τα’ απάντησε
ήταν ο Άης Βασίλης
Πολλά τα έτη Βασιλειό,
καλόν ζευγάριν έχεις.
Καλό το λες αφέντη μου καλό
και ευλογημένο,
Η χάρη σου το βλόγησε
με το δεξί σου χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό
με το μαλαματένιο.
Πες μου να ζήσεις Βασιλειό
πόσα μουζούρια σπέρνεις;
Σπέρνω κριθάρι δώδεκα,
σταράκι δέκα πέντε
ταή και ρόβι δεκαοχτώ
κι από νωρίς στο στάβλο.

Είπαμε δα τ‘ αφέντη μας
να πούμε τση κυράς μας
Κυρά μαρμαροτράχηλη
και φεγγαρομαγούλα
οπού τον έχεις τον υγιό,
τον μοσχοκανακάρη
λούζεις τον και χτενίζεις τον
και στο σχολειό τον πέμπεις
κι ο δάσκαλος τον έδειρε
μ” ένα χρυσό βιτσάλι
και η κυρά δασκάλισσα
μ’ ένα μαργαριτάρι.

Είπαμε δα και στη κυράς
ας πούμε και τση βάγιας
Νάψε βαγίτσα το κερί
νάψε και το ντουμπλέρι
και κάτσε και ντουχούντιζε
ίντα θα μας εφέρεις
απάκι γή λουκάνικο
γη από πλευρά κομμάτι
γη από τον πόρο του βουγιού
να πιούμε μια γεμάτη.

Κι αν είναι με το θέλημα,
άσπρη μου περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας
να πούμε καλησπέρα

Επά που καλαντρίσαμε
καλά μας επλερώσαν
Καλά να ‘ναι τα έχη τους
και τα πονομάτά τους
και αν έχουν και αρσενικό παιδί
στη σέλα καβαλάρη
να σιέται να λυγίζεται
να πέφτει το λογάδι
να το μαζώνει η μάνα του,
να’χει χαρά μεγάλη.

Πάλι κι αν είναι θηλυκό
μια καλή να κάνει
Που δεν τον φτάνει τον υγιό
Άντρα να τον επάρει.

Ξύπνησ' αφέντη ξύπνησε, να φάμε και να πιούμε!

Χίλια καλώς σας βρήκαμε!

Καλή καλύτερη χρονιά!!!

 

Σημείωση:

Τα κάλαντα στις δύο εικόνες είναι όπως τα κατέγραψε ο Αντώνης Γιανναράκης από τους Λάκκους Χανίων στο βιβλίο του Άσματα Κρητικά που κυκλοφόρησε το 1876 στη Λειψία (περιέχεται στην ψηφιακή Βιβλιοθήκη Ανέμη του Πανεπιστημίου Κρήτης). Τα κάλαντα στη σύγχρονη εκδοχή τους είναι αντιγραμμένα από τον ιστότοπο Candiadoc. Στο βίντεο ακούγονται σε μια παλιά ηχογράφηση ο σπουδαίος Κρητικός λυράρης και τραγουδιστής Κώστας Μουντάκης και η Καίτη Ρουκουνάκη.

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Άγιος Βασίλης έρχεται

 

 
Ζώνεται το φθαρμένο ράσο του,
βάζει τα ξυλοπάπουτσά του,
φορεί το καλογερικό σκουφί του,
κάνει τον σταυρό του δυτικά,
παίρνει το μαγικό ραβδί του...
Εκεί στα βάθη της Μικράς Ασίας,
όπου η παλιά πολιτεία της Καισάρειας,
ετοιμάζεται, όπως κάνει αιώνες τώρα,
να ΄ρθει κι εφέτος την Πρωτοχρονιά
να μας επισκεφθεί ο παλιός Άγιος Βασίλης.
 
Τι κι αν έχει πεθάνει -
πάνε δεκάδες χρόνια τώρα -
και ο τελευταίος ζευγολάτης
που τον περίμενε πώς και πώς
για να ευλογήσει το αλέτρι του.
Τι κι αν τα παιδιά, αντί γι' αυτόν,
περιμένουν τον άγιο της κατανάλωσης
μ' όλα τα κάθε λογής δώρα του.
Τι κι αν βρει κλειστές, κατάκλειστες, τις πόρτες.
 
Όλο και κάποιος ξεχασμένος βοσκός
θα με περιμένει στο μαντρί του,
όπως ο Γιάννης ο Ευλογημένος,
σκέφτεται ο δικός μας, ο παλιός, Άγιος Βασίλης...

Το παραπάνω ποίημα είναι από την τελευταία συλλογή του Νιππιανού δασκάλου, ποιητή, δημοσιογράφου και φίλου Βαγγέλη Κακατσάκη Τα χελιδόνια του μοναχού (Κοινωφελές Ίδρυμα "Αγία Σοφία" και Πυξίδα της πόλης,  2020). Είναι μια συλλογή με εικόνες και βιώματα του ίδιου του δημιουργού από τον γενέθλιο τόπο, με συναπαντήματα, με γιασεμιά και κρίνους, με γλάρους και σπουργίτια, με πετάγματα κορυδαλλών, με βαρσάμους και βασιλικούς, με το άρωμα του αροσμαρή, με μνήμες και αφιερώσεις, με τη σοφή αιωνόβια ελιά του κήπου του που "όπως χαίρεται μια μάνα για τα παιδιά της, έτσι χαίρεται και η ελιά για τους δεκατρείς βασιλικούς"...


Και ζευγολάτης και οδοιπόρος ο  Άγιος Βασίλης της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, γράφει ο δάσκαλος. Να τον υποδέχεται στο μαντρί του ο Γιάννης ο Ευλογημένος τον θέλει ο Φώτης Κόντογλου στο διήγημά του "Το Βλογημένο μαντρί". Είναι ένα τρυφερό διήγημα, γραμμένο σε όμορφη γλώσσα. Παραθέτω εδώ την αρχή και το τέλος του*: 

Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.

Ἀφοῦ βολόδειρε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ χῶρες πολλὲς κι ἀπὸ χιλιάδες χωριὰ καὶ πολιτεῖες, ἔφταξε στὰ ἑλληνικὰ τὰ μέρη, πού ῾ναι φτωχὸς κόσμος. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χωριὰ πρόκρινε τὰ πιὸ φτωχά, καὶ τράβηξε κατὰ κεῖ, ἀνάμεσα στὰ ξερὰ βουνὰ ποὺ βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.

Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολὺ ἄγρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἀκουγότανε, ἐξὸν ἀπὸ κανένα τσακάλι ποὺ γάβγιζε.

Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπάγκιο ποὺ ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ῾να μικρὸ βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρὶ κολλημένο στὰ βράχια. Ἄνοιξε τὴν αὐλόπορτα ποὺ ἤτανε κανωμένη ἀπὸ ἄγρια ρουπάκια καὶ μπῆκε στὴ μάντρα. Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ πιάσανε καὶ γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νὰ τὸν σκίσουνε· μά, σὰν πήγανε κοντά του, σκύψανε τὰ κεφάλια τους καὶ σερνόντανε στὰ ποδάρια του, γλείφανε τὰ χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καὶ κουνούσανε παρακαλεστικὰ τὶς οὐρές τους.

Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:

«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».

Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ᾿ ἀρχοντικό μας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».

Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.

Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε μὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνασπάστηκε καὶ τό ῾βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καὶ τὴ γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ μωρό τους μέσα στὴν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε:

«Κόπιασε, παπποῦ, νὰ ξεκουραστεῖς».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ βλόγησε τὸ καλύβι κι εἶπε:

«Βλογημένοι νά ῾σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο τὸ σπιτικό σας! Τὰ πρόβατά σας νὰ πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν καὶ ὡς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζί σας!».

Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι καὶ ξελόχισε ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σὲ μία γωνιὰ τὸ ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τὸ μπαλωμένο τὸ ράσο του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. Τὸν βάλανε κι ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ῾βαλε καὶ μία μαξιλάρα ν᾿ ἀκουμπήσει.

Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καὶ ξανάπε μέσα στὸ στόμα του:

«Βλογημένο νά ῾ναι τοῦτο τὸ καλύβι!».

Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιὰ νὰ φέρει τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στὴ φωτιά.

........................................................................................................................................................

Καθίσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα - Μάρκος ὁ Βουβός, ποὺ τὸν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.

Καί, σὰν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα κι εἶπε:

«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».

Κι ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τὸ δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο καὶ δὲν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλὰ εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!».

Πετάγεται ὁ Γιάννης καὶ τοῦ λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τὸν Ἅη-Βασίλη!».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἀλήθεια, τὸν ξέχασα!».

Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε:

«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».

Ὕστερα ἔκοψε πολλὰ κομμάτια, καὶ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ μογιλάλου», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».

Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:

«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἔκοψα, εὐλογημένε!».

Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!

Ἔστρωσε ἡ γυναίκα, γιὰ νὰ κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νὰ κάνουνε τὴν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τὶς ἀπαλάμες του κι εἶπε τὴν δική του τὴν εὐχή, ποὺ τὴ λέγει ὁ παπᾶς στὴ λειτουργία:

«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου...».

Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ κι ἑτοιμαζόντανε νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης :

«Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστεν ἁμαρτωλοὶ καὶ κακορίζικοι, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε!».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τὶς ἀπαλάμες του καὶ ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ ἀλλιώτικα:

«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».

Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.

 

 Πώς τον περιμένουμε κι εμείς απόψε! Θα τον αναγνωρίσουμε άραγε;

 ................................................................................................................ 

Σημειώσεις:

Η εικόνα με τον Άη Βασίλη είναι έργο του Έλληνα εικονογράφου Νικόλα Ανδρικόπουλου με τίτλο Santa reading to his Friends (Ο Άη Βασίλης διαβάζοντας στους φίλους του). Είναι χριστουγεννιάτικη κάρτα της Unicef μάλλον του 1997 (δυστυχώς ο αποστολέας δεν έχει χρονολογία, αλλά υποθέτω ότι είναι 1997 ή 1998) σε υποστήριξη του προγράμματος 2000 για μείωση της μόλυνσης από τον ιό της πολυομυελίτιδας που χτυπά πάνω από 100.000 παιδιά κάθε χρόνο (όπως σημειώνεται στο πίσω μέρος της κάρτας).

* Ολόκληρο το διήγημα μπορεί να το βρει κανείς και στο διαδίκτυο, εγώ το αντέγραψα από εδώ.  

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Ξεφυλλίζοντας ευχετήριες κάρτες από τη Βιβλιοθήκη της Σχολής Καλών Τεχνών

Θανάσης Εξαρχόπουλος, "Decoration II", 2000, σχεδίαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή

Οι ευχετήριες κάρτες από χαρτί όλο και λιγοστεύουν. Τούτες τις γιορτινές μέρες σκέφτηκα ν' αφιερώσω λίγες γραμμές στις ευχετήριες κάρτες που έστελνε η Νίκη Ζαχιώτη, αγαπημένη φίλη, διευθύντρια και στυλοβάτισσα της Βιβλιοθήκης ΑΣΚΤ για πολλά χρόνια. Γράφω στον τίτλο "ξεφυλλίζοντας" γιατί οι κάρτες αυτές ήταν μικρά καλαίσθητα βιβλιαράκια, αφιερώματα κάθε χρονιά σ' ένα ξεχωριστό θέμα. Στο εξώφυλλο υπήρχε η εικόνα από ένα καλλιτεχνικό έργο ή μια φωτογραφία, που επέλεγε πολύ επισταμένα από πινακοθήκες και μουσεία. Το βιβλιαράκι περιείχε άλλοτε ένα δικό της αφιερωματικό κείμενο ή, συχνότερα, ένα ταιριαστό για την εποχή λογοτεχνικό κείμενο, διήγημα, ποιήματα ή άλλο.

Παρακάτω θα γράψω λίγα για το περιεχόμενο από τις κάρτες που βρήκα στο προσωπικό αρχείο μου.

Στην κάρτα του 2007 με το έργο του χαράκτη Θανάση Εξαρχόπουλου (1927- , Ηλείος, όπως και η Νίκη, πόσους και πόσους σπουδαίους λογοτέχνες και καλλιτέχνες έχει βγάλει αυτός ο τόπος!), υπάρχουν δυο κείμενα δικά του με τίτλους "χαρταετοί" και "το μεγάλο σύννεφο".

Ήταν ένας περαστικός, που κάθε άνοιξη τριγύριζε στα μέρη μας και πουλούσε χαρταετούς. Καμάρωνε πως οι δικοί του χαρταετοί είχανε σωστά ζύγια, καλά υπολογισμένες ουρές, έτσι που θα 'τανε  εύκολο στον καθένα, ακόμη και με σιγανό αεράκι, να σηκώσει ψηλά το χαρταετό που θ' αγόραζε [...]

Γιάννης Μόραλης: Ζευγάρι, ορείχαλκος, 22Χ16 εκ. Μικρό ανάγλυφο, ορείχαλκος, διάμετρος 6 εκ.

Τη χρονιά με το έργο του Μόραλη, η κάρτα περιείχε το παραμύθι Η Ανθούσα, η Ξανθομαλλούσα, η Χρυσομαλλούσα από την έκδοση "Ελληνικά παραμύθια / Εκλογή Γ.Α.Μέγα, Αθήνα, Εστία, 1956". 

Έναν καιρό κ' ένα ζαμάνι ήτανε μια γριά. Η κακότυχη εφτά χρόνια πεθυμούσε τη φακή και δε μπορούσε να το πετύχει. Όταν εύρισκε τη φακή, δεν είχε κρομμύδι, όταν εύρισκε κρομμύδι, δεν είχε λάδι, όταν εύρισκε το λάδι, δεν είχε νερό. Για τούτο κακιωνόταν κ' έλεγε:

- Αχ και δα πια! βουλήθ΄κε ο φτωχός να παντρευτή, χαθήκαν τα νταβούλια. [...]

(Τυχαίνει να το έχω, αξίζει ν' αναφερθεί και η εικονογράφηση των Φώτη Κόντογλου και Ράλλη Κοψίδη).

Λεπτομέρεια από ελληνικό λαϊκό κέντημα

Ως συμβολή της Βιβλιοθήκης στον εορτασμό των 150 χρόνων από τη γέννηση του Παπαδιαμάντη (1851-1911) εκδόθηκε η κάρτα με το λαϊκό κέντημα, η οποία περιείχε το τρυφερό διήγημα του άγιου των ελληνικών γραμμάτων "Ο έρωτας στα χιόνια".

 Καρδιά του χειμώνος, Χριστούγεννα, Άις-Βασίλης, Φώτα.

Και αυτός εσηκώνετο το πρωί έρριπτεν εις τους ώμους την παλαιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιαν αγοράν, μουρμουρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:

-Σεβτάς είν' αυτός, δεν είναι τσορβάς... έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας. 

[...]

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ' εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου. 
 
Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:
 
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν είπες μια φορά κι εσύ. Γιαννιόμου έλα μέσα.
 
[...]

Alexandrie. Le Mahmal (Tapis Sacré)

Τον Δεκέμβριο του 2003, με αφορμή τα 140 χρόνια από τη γέννηση και τα 70 από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Καβάφη (1863-1933), η Νίκη μας έστειλε μια μικρή ανθολογία ποιημάτων του μεγάλου ποιητή. Ανθολόγος η Κική Δημουλά (1931-2020). Γράφει στην εισαγωγή:

Η ζεστή και άμεση ανταπόκρισή της [της Κικής Δημουλά] είναι τιμή για τη Βιβλιοθήκη και τους αναγνώστες της και την ευχαριστούμε θερμά.

Ευχαριστούμε επίσης το ΕΛΙΑ για τις φωτογραφίες εποχής που μας διέθεσε γενναιόδωρα το φωτογραφικό του αρχείο.

Ένα στολίδι ξεχωριστό.

Γ. Ιακωβίδης, "Παιδική Συναυλία", 1854, συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης

Η ευχετήρια κάρτα του 2004, με το έργο του Ιακωβίδη στο εξώφυλλο, περιέχει το κείμενο του Εμμανουήλ Ροΐδη "Η εν Ελλάδι ζωγραφική (περιήγησις εις την έκθεσιν)". Αναφέρεται στην έκθεση ζωγραφικής που οργανώθηκε στο Ζάππειο την άνοιξη του 1896 στο πλαίσιο της πρώτης Ολυμπιάδας και για την οποία ο Ροΐδης δημοσίευσε το κείμενο αυτό στην Ακρόπολη την 1η Ιουνίου του ίδιου χρόνου. Όπως αναφέρει και η Νίκη στην εισαγωγή "στο κείμενο αποτυπώνεται η ευρυμάθεια, η αισθητική κατάρτιση και το χαρακτηριστικό ύφος του συγγραφέα". Ας δούμε τι γράφει πριν ξεκινήσει την κριτική περιήγησή του στην έκθεση:

Όσους συναντώμεν αναβαίνοντας την κλίμακα του Ζαππείου παρεκινούμεν να σταθώσιν εις την τελευταίαν αυτής βαθμίδα και στρεφόμενοι προς νότον να θαυμάσωσι την προ αυτών απλουμενην εικόνα, τους λόφους, τους βράχους, τον Υμηττόν, την θάλασσαν, τον ορίζοντα και τα μνημεία.

Δεν είμεθα, ως πλείστοι άλλοι, ενθουσιώδεις εξ επαγγέλματος υπερτιμηταί των όσα φωτίζει ο ήλιος της Αττικής, ουδέ διστάζομεν να ομολογήσωμεν ότι ούτε κατά την μεγαλοπρέέιαν, ούτε κατά την φαιδρότητα εξισούνται προς την εκ του ατμοπλοίου άποψιν της Κωνσταντινουπόλεως, τον κόλπον της Παρθενόπης, την κοιλάδα των Τεμπών, ή και απόψεις τινάς της Κερκύρας.

Το εξαιρετικόν πλεονέκτημα και ιδιάζον γνώρισμα του αθηναϊκού οράματος είναι, ότι μόνον τούτο προξενεί εις τον θεατήν την εντύπωσιν, ουχί κατορθώματος της φύσεως, αλλά πολύ μάλλον εικόνος εξόχου κλασσικού ζωγράφου. Τα πάντα φαίνονται επίτηδες διατεθειμένα, ώστε να δύναται ο ακινητών οφθαλμός ακόπως να τα συμπεριλάβη. [...]

Η ευχετήρια κάρτα του 2010 είναι αφιερωμένη στην τελευταία μεταστέγαση της Βιβλιοθήκης στο νέο κτίριο της Πειραιώς 256 (πρώην Ελληνικά Υφαντήρια). Στο κείμενό της, η Νίκη Ζαχιώτη κάνει ιδιαίτερη αναφορά στις αρχαιότητες που αποκαλύφτηκαν κατά τις εκσκαφές θεμελίωσης και στη μέριμνα για την προστασία και την ανάδειξή τους:

[...] Κατάλοιπα ανθρώπινης δραστηριότητας, τέχνεργα που καλύπτουν μια μακρά περίοδο, από την ύστερη γεωμετρική και πρώιμη αρχαϊκή περίοδο (αγγεία, επιτύμβιος κιονίσκος) μέχρι και τους μεσοβυζαντινούς και υστεροβυζαντινούς χρόνους (κεραμική, νομίσματα, ληνός, λιθόστρωτος δρόμος), ήρθαν στο φως για να μας υπενθυμίσουν τη μακραίωνη και πολυσήμαντη ιστορία του τόπου που επιλέχτηκε να φιλοξενήσει ένα ίδρυμα αφιερωμένο στη μελέτη της ανθρώπινης δημιουργίας.

Με την αισιοδοξία που μας γεμίζει η ανέγερση του νέου κτιρίου της βιβλιοθήκης, σας απευθύνουμε τις θερμότερες ευχές μας για το 2011 και σας καλούμε όλους να σταθείτε πλάι μας ως αρωγοί και ένθερμοι υποστηρικτές για την ολοκλήρωση αυτού του έργου.

Ήταν πραγματικά μια αξιόλογη, πρωτότυπη και αξιέπαινη πρωτοβουλία της Βιβλιοθήκης Καλών Τεχνών και της Νίκης Ζαχιώτη ιδιαίτερα. Και μη μου πείτε ότι έχουν την ίδια αξία οι ηλεκτρονικές κάρτες που ανταλλάσσουμε πια με τόση ευκολία, με καμία πρωτοτυπία και με πολλή βαρεστημάρα. Άλλο ένα είδος προς κατανάλωση, φοβάμαι.

Νάσαι καλά Νίκη!

Καλές γιορτές!

 ΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄

Σημειώσεις

*  Τα παραπάνω κείμενα διατηρούν την ορθογραφία των πρωτοτύπων κειμένων όπως έχουν εκδοθεί στις ευχετήριες κάρτες, αλλά έχουν πληκτρολογηθεί από εμένα στο μονοτονικό.

** Η χρηματοδότηση για την έκδοση των καρτών, όπως καταγράφεται σ' αυτές, προερχόταν από ευρωπαϊκά και εθνικά κονδύλια για την ενίσχυση της Παιδείας στο πλαίσιο των προγραμμάτων ΚΠΣ και ΕΠΕΑΕΚ (ήταν οι εποχές που πραγματικά διατέθηκαν πολλά χρήματα για τις βιβλιοθήκες και σε μεγάλο βαθμό αξιοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο).

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Τι γυρεύει η Αφεντούλα στο Φέισμπουκ; H Μάρω Δούκα ανοίγει την Πύλη εισόδου στην "κανονικότητα" του Ίντερνετ

 
Θα κατεβώ στον Ευαγγελισμό, και από εκεί, αν εσύ δεν μ' αγαπήσεις, αν εγώ δεν σ' αγαπήσω, εν δύο, εν δυο, πλάκα παρά πλάκα, στον διάδρομο του Σάμιουελ Μπέκετ, κατευθείαν στο παλάτι μου, με το λάπτοπ να με περιμένει σε νάρκη στο τετράγωνο τραπέζι. Θα χωθώ πάλι από την πύλη εισόδου μου στη δική μου αβάδιστη λεωφόρο.

Η Πύλη εισόδου είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο της Μάρως Δούκα (Πατάκης, 2019). Ένα μυθιστόρημα σε μονοπρόσωπη, ημερολογιακή γραφή, καλύτερα σε ημερολογιακή γραφή με τη μορφή αναρτήσεων στο Φέισμπουκ (Facebook). Ιδιαίτερη, πρωτότυπη, ξεχωριστή γραφή, όμορφος μεστός αγαπητικός λόγος, ιστορία μέσα στην ιστορία της ιστορίας, ιστορίες σε στρώματα και ήρωες μέσα από καθρέφτες, φανταστικά πρόσωπα και πραγματικά, αναρωτιέσαι ποιο είναι το πραγματικό και ποιο το επινοημένο.
 
Η 69χρονη πρωταγωνίστρια, η Αφεντούλα, είναι μια ας πούμε καθημερινή γυναίκα, που δεν είναι αγωνίστρια, δεν είναι συνδικαλίστρια, ούτε φεμινίστρια, ούτε σπουδαία επιστημόνισσα, είναι μια μητέρα και μια σύζυγος, που νοιάζεται την κάθε κόρη της χωριστά, που έχει τις αδυναμίες της, τις φίλες της, τα πάνω και τα κάτω στις διαθέσεις της, τα θέλω και τα δε θέλω της.
 
Και μέσα από την "παράξενη" ιστορία της Αφεντούλας που αφηγείται η Αίθρα με μακροσκελείς αναρτήσεις και αναδημοσιεύει πότε η Σεβαστή και πότε η Λουίζα και τις προσωπικές σημειώσεις από την Καίτη Καλή, ξεδιπλώνεται ο σύγχρονος κόσμος της ας πούμε κανονικότητας, πραγματικός και ιδεατός, δύο σ' ένα, ή μάλλον ένα σε δύο:
 
Είμαι και η Αφεντούλα Κάπα που δέχομαι τα λάικ μου, είμαι και η Καίτη Καλή (Μόνο εγώ) στο ωραίο μου κενό. Να γράφω ό,τι θέλω και όπως θέλω για μένα και από μένα. Ερμητικά κλειστή, αδιάτρητη. Και τώρα (μη χάσω εντελώς και τον λογαριασμό) αυτούς τους συμπαθείς οχτώ, που έκαναν λάικ στην πρώτη δημόσια ανάρτηση της Αφεντούλας μου, οφείλω να τους έχω περί πολλού, αφού την τίμησαν, θα πρέπει και αυτή να τους επισκέπτεται τακτικά, να τους τιμάει. Και τέλος πάντων, ας έχω και τις μαύρες μου, πώς να το πω; πανηγύρι στο μεϊντάνι!
  
Σκέψεις, αγωνίες, αγάπες και αδυναμίες καθημερινών ανθρώπων, και όλα αυτά στο διαδικτυακό περιβάλλον του Φέισμπουκ, στο οποίο η συγγραφέας όχι μόνο μας υποδέχεται με την άνεση της φιλόξενης οικοδέσποινας, αλλά και μας (προ)καλεί να αναγνωρίσουμε την Καίτη, την Αίθρα, την Αφεντούλα και τις άλλες γυναικείες περσόνες που διαπερνούν τον φυσικό και εικονικό χώρο της αφήγησης. Εξαιρετικό στην πρωτοτυπία της δομής, στην απλότητα της αφήγησης και στον πλούτο των λέξεων, των συναισθημάτων και των εικόνων.

Και είδα μεμιάς τη ζωή μου όλη σε μικρές δημοσιεύσεις στο φέισμπουκ. Αυτή που ήμουν κι αυτή που έγινα και αυτή που θα γινόμουν, αν δεν γινόμουν αυτή που έγινα, αλυσιδωτές υποθέσεις του πιθανού που έρχεται παραζαλισμένο να σκοντάψει στο απραγματοποίητο.
 
Κι ύστερα, η γλώσσα της Μάρως Δούκα, η στρωτή, η όμορφη πλούσια γλυκειά γλώσσα, περιγραφική, αγαπητική, παρατηρητική, με τις λεπτομέρειες στις περιγραφές (όπως εκείνο το μπαλάκι από τρίχες στο μετρό), με τα υποκοριστικά της, με τις πολλές αναφορές σε ήρωες άλλων βιβλίων από το πολύ πλούσιο αναγνωστικό ρεπερτόριό της.

Παρακολουθείς περιγραφές σημείων της Αθήνας που θες να περπατήσεις κι εσύ, που δίνουν τη γεωγραφία και την ιστορία της πόλης που υπάρχει και αυτής που έσβησε ο χρόνος. (Ξαναθυμάμαι εκείνες τις όμορφες περιγραφές για τα Χανιά στο "Αθώοι και φταίχτες", μια εξαιρετική περιδιάβαση στη γεωγραφία και την ιστορία της πόλης). Και να η λαϊκή της Τρίτης στο Παγκράτι Λαέρτου-Λάσκου-Τιμοθέου, και να οι βόλτες "απ' την Πειραιώς μέσα απ΄τα στενά του Ψυρρή στο Μοναστηράκι" και στην Πλάκα και το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα, και να η παλιά και η νέα Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, και ο Άγιος Παντελεήμονας της Αχαρνών και πάλι πίσω στου Ψυρρή και στην παλιά γειτονιά της ηρωίδας μας, δεν υπάρχει πια το παλιό τυπογραφείο του Παγώνα, ούτε οι βιοτεχνίες και τα μαγαζιά, η φθορά παίρνει τη θέση της στη μνήμη της πόλης.

Ο πολιτικός λόγος, ευθύς ή υπαινικτικός, η θαρραλέα άποψη και η πικρή ειρωνεία για το τάχα μου και  το δήθεν,  παρόντα κι εδώ όπως σε όλα τα έργα της και σε όλη την παρουσία της. Κι αυτό το μυθιστόρημα, πιότερο από τα προηγούμενα, το είδα σαν τη συνέχεια, την εξέλιξη ή την κατάληξη της Αρχαίας σκουριάς. Μονολογεί η Αίθρα - Αφεντούλα:
 
[...] πώς θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις εσύ τους   Έλληνες που είχαν φιλίες με τους Γερμανούς εκείνα τα χρόνια; Οξυδερκείς ρεαλιστές που ήθελαν να σώσουν την Ελλάδα απ' τους Κόκκινους; Όχι υπεραπλουστεύσεις, Αφεντούλα, μ' είχες αποπάρει. Θεός δεν είσαι, κάνε όμως σαν Θεός κι εσύ τα στραβά μάτια, εντός εκτός και επί τα αυτά και τα ρέστα παγωτά. Έτσι ακριβώς μ' είχες ειρωνευτεί: Και τα ρέστα παγωτά! Αμέ τι θαρρείς; Ώσπου να ξημερώσει η μέρα της ελευθερίας, κι εσύ, αν ζούσες τότε, θα έκανες σα να μη βλέπεις, να μην ακούς, να μην καταλαβαίνεις. [...]
 
Όσο για τη θέση της γυναίκας, μια θλίψη κυριεύει την Αφεντούλα:
 
Τι κέρδισε, τι κατάφερε, σε τι βελτίωσε τη ζωή της η γυναίκα, πόσο ανυψώθηκε η ίδια; Καλή μάνα, καλή σύζυγος, εργαζομένη, απελευθερωμένη, άλλο όμως τι νομίζει η ίδια, άλλο τι νομίζουν οι άλλοι γι' αυτήν. [...] Όπως και η προγιαγιά μου, όπως και η γιαγιά μου, όπως και η μάνα μου; [...] τι καταφέραμε, φιλενάδα, έλεγε, πόσο είμαστε σε θέση να την υποστηρίξουμε τη χειραφέτησή μας χωρίς να κινδυνεύουμε να την ξεφτιλίσουμε;
 
Θα συμφωνήσω με τη συγγραφέα Ελένη Γιαννακάκη που έγραψε ότι η Πύλη Εισόδου είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για την πολιτική του πολιτισμού και που ταυτόχρονα αποτελεί "α) μια παρωδία του αληθοφανούς ψυχολογικού δράματος, β) μια καυστική κριτική της σύγχρονης κουλτούρας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και 3) μια μετα-αφήγηση της ίδιας της συγγραφικής διαδικασίας" (Εποχή, 15 Δεκεμβρίου 2019). 
 
Μονολογεί και ομολογεί η Αφεντούλα:
 
Χαζεύω έπειτα για λίγο κι εγώ  στο φέισμπουκ, περαστική και λαθραία, ρίχνω τις ματιές μου στο εξώφυλλο διαφόρων επωνύμων, βλέπω και τις δημόσιες αναρτήσεις τους. Κοίτα πώς πορεύονται, πώς ζουν όλοι τούτοι οι σπουδαίοι, με τι απασχολούνται, πόσο έρημοι είναι κι αυτοί, πόσο αξιολύπητοι, πόσο νάρκισσοι.
 
Η Πύλη εισόδου γίνεται πύλη (ανα)στοχασμού και αυτογνωσίας. Δεν παύει όμως να είναι κι ένα ευχάριστο, ήρεμα καθηλωτικό μυθιστόρημα για τις ζωές μας, για ό,τι καθορίζει το παρόν μας. Η συγγραφέας, με πρωτότυπο τρόπο μας ξεναγεί και στο εργαστήριό της, επινοώντας τον "χρήστη Λακάν Λακάν" (όχι τυχαία προφανώς) να ανοίγει και να κλείνει την Πύλη εισόδου και βάζοντάς τον να προβληματίζεται πώς θα είναι η ηρωίδα:

[...] Να τη φανταστεί αξιοζήλευτα δυστυχισμένη; Να είναι βαμπ, να είναι φαμ φατάλ, να είναι Κίρκη; Του δήθεν και του τάχα και του ίσως πρωθιέρεια; Ή να τη φανταστεί εμπριμέ τετράγωνη; Να ξέρει πώς να πιάνει το μαχαίρι στην κουζίνα. [...]

[...] Να τη φανταστεί αξιοθρήνητα ευτυχισμένη; Να είναι φιλική, να είναι ομιλητική, να είναι το υπόδειγμα; Του όπως και να 'χει, του έτσι κι αλλιώς, του οπωσδήποτε το χαρωπό δουλικό; [...]
 
Και τώρα, που η πανδημία κλείνει χρόνο κι όπου το κλείσιμο στους εαυτούς μας και στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας κοντεύει κι αυτό να χρονίσει και η φυσική αποστασιοποίηση γίνεται συνώνυμο της κοινωνικής και που το Ίντερνετ γίνεται το χρήσιμο, αλλά και υποχρεωτικό, εργαλείο-παράθυρο στον κόσμο (στον υπόλοιπο, κλειστό κι αυτόν, κόσμο), το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα γίνεται πιο επίκαιρο παρά ποτέ. Ήταν λες ο προάγγελος μιας τέτοιας "κανονικότητας", υποχρεωτικής τώρα, που ελπίζουμε πως δεν ήρθε για να μείνει. Πόσο θ' άξιζε να περάσει τα σύνορα του δικού μας γεωγραφικού (και πολιτισμικού) μικρόκοσμου!
 
Κι ένα υστερόγραφο:
 
Επιτέλους, στην εκπνοή του δύσκολου τούτου χρόνου αποφάσισα να γράψω για το βιβλίο που έχω πάνω στο γραφείο μου από τον Οκτώβριο του 2019 όταν το διάβασα. Ήταν ένα στοίχημα αν θα "ενδώσω" στον πειρασμό ν' ανοίξω λογαριασμό στο Facebook (ή Φέισμπουκ, δεν συμφωνώ με τις ελληνικές αποδόσεις προσωποβιβλίο, βιβλίο προσώπων, φατσοβιβλίο κτλ.). Tελικά σκέφτηκα ότι δεν αξίζει αυτό το καπρίτσιο για ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ και που η ανάγνωσή του όχι μόνο δεν επηρεάστηκε από τις ας πούμε κάποιες δυσκολίες μου να κατανοήσω τις "φεϊσμπουκικές" λειτουργίες αλλά και έδειξε ότι είναι ένα εξαιρετικά ευχάριστο, ενδιαφέρον και πρωτότυπο ως προς τη γραφή ανάγνωσμα, ένα σύγχρονο μυθιστόρημα. Και όπως έγραψα παραπάνω, είναι πιο επίκαιρο παρά ποτέ. Όσο για το ίδιο το Facebook, ας αφήσω τις σκέψεις μου ίσως για κάποια άλλη φορά...