Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κρήτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κρήτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Τελικά, είχαν καμήλες τα Χανιά;

Χανιά, 1974 (Πηγή: Χανιώτικα Νέα)

Έχω μια εικόνα από τα παιδικά ή νεανικά μου χρόνια, μια καμήλα να περιφέρεται στην πόλη μου, στα Χανιά. Σε παλαιότερη ανάρτηση είχα αναρωτηθεί αν υπήρχαν στην πραγματικότητα καμήλες στα Χανιά. Κατέγραψα τότε κάποιες αναφορές για έθιμα αποκριάτικα που χρησιμοποιούν την καμήλα ας πούμε ως καρνάβαλο, δεν είχα βρει όμως στοιχεία για πραγματική καμήλα, όπως θυμάμαι τον αρκουδιάρη που επίσης τριγύριζε στην πόλη.

Ένα πρόσφατο δημοσίευμα όμως στα Χανιώτικα Νέα στη στήλη Στο Αρχείο ζωντάνεψε την περιέργειά μου αν η μνήμη με απατά ή όχι, αν αυτή που θυμάμαι ήταν μια πραγματική καμήλα και όχι ένας καρνάβαλος. Η παραπάνω φωτογραφία επιβεβαιώνει ότι υπήρξε καμήλα στην πόλη. Συγκεκριμένα, έχει την παραπάνω φωτογραφία από άρθρο στο φύλλο της 24ης Μαρτίου του 1974, με λεζάντα: «Η φωτογραφία δεν είναι από έρηµο. Είναι στο λιµάνι των Χανίων όπου τώρα και µέρες κάνει τον περίπατό της… µιά πραγµατική καµήλα».

Χανιά, 1974 (Πηγή: Αγώνας την Κρήτης)

Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο, ανακάλυψα ένα δημοσίευμα στο φύλλο 24/2/2018 του Αγώνα της Κρήτης με την παραπάνω φωτογραφία και τίτλο «Μια ιστορική φωτογραφία: Η καμήλα στο παλιό λιμάνι στα Χανιά». Η καμήλα ξεκουράζεται και ο μικρός απολαμβάνει. Ποιος ξέρει ποιο είναι το αφεντικό και πώς βρέθηκε κει πέρα... 

Χανιά, έξω από δημοτικό σχολείο, 1972 ή 1974

Η παραπάνω φωτογραφία δείχνει μια καμήλα να ποζάρει με τα παιδιά και τον δάσκαλό τους σε κάποιο δημοτικό σχολείο της πόλης. Ήταν το 8ο, το 9ο, το 3ο, το 4ο, το 5ο (το σχολείο μου μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού), ποιος το ξέρει, σε όλα αυτά βρέθηκε. Αυτή κι άλλες μαζί βρίσκονται στη δημόσια ομάδα του Facebook «Χανιά Παλιές Φωτογραφίες» κι έχει ενδιαφέρον ο διάλογος που ακολουθεί. Η καμήλα δείχνει να είναι ίδια με την παραπάνω.

Ηράκλειο, περίπου 1897-1904 (Πηγή: Αρχείο Emile Destelle)

Όμως, καμήλες φαίνεται να υπήρχαν και στην υπόλοιπη Κρήτη.  Η παραπάνω φωτογραφία περιέχεται στο αρχείο του Γάλλου συνταγματάρχη Emile Destelle, και πρέπει να χρονολογείται στο διάστημα μεταξύ 1897 και 1904, τα χρόνια δηλαδή που ήταν διοικητής των Γάλλων πεζοναυτών στην Κρήτη. (Το αρχείο Destelle φυλάσσεται στην Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, όπως διαβάζουμε στο Εθνικό Ευρετήριο Αρχείων. (Για το ίδιο θέμα δημοσιεύεται φωτογραφία από το αρχείο Destelle σε διάφορα ιστολόγια, όπως στα Βολταράκια στην Κρήτη και e-prologos.gr).

Πάντως, καμήλες υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα τα... παλιά και όχι πολύ παλιά χρόνια και χρησίμευαν για τη μεταφορά προϊόντων. Αντιγράφω από την προηγούμενη ανάρτηση ένα απόσπασμα άρθρου του Πέτρου Μανταίου στην Εφημερίδα των Συντακτών:

Γνώριζα (έχω υπόψη και σχετικές γκραβούρες) ότι η καμήλα, επί τουρκοκρατίας, αλλά και αργότερα, σε πολλά μέρη της ελεύθερης πλέον χώρας, στην Αθήνα για παράδειγμα ή στο Ναύπλιο, ήταν χρήσιμη στις μεταφορές, όσο και τα άλογα και τα μουλάρια, ιδίως στις ορεινές περιοχές. Ζώο δυνατό, παροιμιώδους υπομονής, αντοχής και λιτοδίαιτο, το συμπάθησαν οι αγωγιάτες και η λαογραφία, με εύρος εθίμων, μιμητικών και παραστατικών, «της καμήλας», Αποκριάς και Καθαρής Δευτέρας.

 Λίγες φωτογραφίες παρακάτω μαρτυρούν την ύπαρξη της καμήλας σε διάφορα μέρη της χώρας.

Καμήλες στην Άμφισσα γύρω στα 1920

Καμήλες στην Κομοτηνή γύρω στα 1900

Η χάρη τους φτάνει στον 17ο αιώνα, όπου γκραβούρες απεικονίζουν καμήλες να κόβουν βόλτα στη Λάρισσα.

Καμήλες στη Λάρισσα γύρω στα 1668

Αλλά και στα χωριά της δυτικής Θεσσαλονίκης, όπου οι κάτοικοι κατασκεύαζαν όπλα για τον οθωμανικό στρατό, εξέτρεφαν καμήλες για τη μεταφορά πολεμοφοδίων. (Για τη Θεσσαλονίκη, είναι σημαντικά τα στοιχεία που δίνονται σε σχετική έρευνα του ιστορικού της οικονομίας Ευάγγελου Χεκίμογλου).

 

Καμήλες στη Θεσσαλονίκη από τον 16ο αιώνα

Σταματώ εδώ, εξάλλου σκοπός μου δεν ήταν να κάνω μια ενδελεχή έρευνα συνολικά για τις καμήλες στην Ελλάδα (αν και θα είχε ενδιαφέρον), πάντως, τελικά, πρέπει να μην με απατά η μνήμη, πρέπει να ήταν αληθινή η καμήλα που είχα δει πριν από πολλά πολλά χρόνια στα Χανιά. Και τις συμπαθώ. Μια φορά, πριν από πολλά χρόνια, όταν βρέθηκα στην Κίνα και περπατήσαμε (μέρος από) το Σινικό Τείχος, δεν τόλμησα ν' ανεβώ σε καμήλα (που τις είχαν, βέβαια, κυρίως ως ατραξιόν τις καημένες). Και καλά έκανα νομίζω, τόσα περνάνε κι αυτές...

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Πότες θα κάμει ξεστεριά, του Βαγγέλη Κακατσάκη

Μνήμες μιας άλλης εποχής και μιας άλλης Κρήτης μας μεταφέρει ο Βαγγέλης Κακατσάκης στο τελευταίο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων Πότες θα κάμει ξεστεριά.... (Χανιώτικα νέα και του Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη, 2021). Όπως γράφει εν είδει επιλόγου στο τελευταίο διήγημά του «Ο εθελοντής»:

Η θύμιση έχει να κάνει με τις ιστορίες που άκουγα από τη γιαγιά μου, στα μικράτα μου. Για τα κομμένα κεφάλια των επαναστατών που περιέφεραν οι Τούρκοι στα χωριά του Αποκόρωνα πάνω στις τουφεκόβεργες, ένα από αυτά κι ενός παππού καπετάνιου. 

Δεν είναι ιστορία η λογοτεχνία, λένε όμως για τη δύναμη που έχει ν' αγγίξει, να μεταδώσει, να δώσει το ερέθισμα ώστε ακόμη και να στραφεί ο αναγνώστης και η αναγνώστρια στο ενδιαφέρον για τα ιστορικά γεγονότα, στα αίτια και στις συνέπειες. Αυτό κάνουν και τα διηγήματα του Βαγγέλη Κακατσάκη, του Νιππιανού δασκάλου, συγγραφέα, δημοσιογράφου στα Χανιώτικα Νέα για τέσσερις δεκαετίες, ενεργού πολίτη στα δρώμενα του τόπου.

Τα διηγήματα αναφέρονται στην περίοδο της Επανάστασης του 21 και της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη και ιδιαίτερα στα χωριά του Αποκόρωνα. Ήρωές του πρόσωπα αληθινά, που υπήρξαν, και άλλα επινοημένα, που καημός κι αγώνας τους ήταν να λευτερωθεί η Κρήτη και τότε θα «λευτερωνόταν κι εκείνων η καρδιά τους».

Άλλα δίνουν πληροφορίες για γεγονότα που συνέβησαν, όπως «Ο εθελοντής» που αναφέρεται στη Μάχη του Βαφέ, τον Αύγουστο του 1866. Διαβάζουμε για τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη και πάμε πίσω στον πατέρα του Εμμανουήλ που σφαγιάστηκε το 1821 και ύστερα στους άλλους της ιστορικής οικογένειας που ακολούθησαν (υπάρχει εξάλλου η οδός Ζυμβρακάκηδων στην πόλη). Και για τους εθελοντές που ήρθαν ν' αγωνιστούν μαζί με τους ντόπιους, κι ανάμεσά τους το νεαρό δικηγόρο Έσλιν που έπεσε μαχόμενος την ίδια χρονιά, κι ήταν μόλις 24 χρονών.

 

Κι άλλα βάζουν τις σκέψεις και τη φαντασία του συγγραφέα να συμπληρώνουν τις ιστορίες που άκουγε μικρός, κι εκεί ξεχειλίζει η ευαισθησία, η αγάπη για τον τόπο κι η αγάπη για την ιστορία. Γιατί και τα τρία αυτά στοιχεία φανερά χαρακτηρίζουν το Βαγγέλη Κακατσάκη. «Το τέλος» είναι ένα από αυτά τα διηγήματα που με συγκίνησε ιδιαίτερα, για τη Μαριγώ τη χήρα, που «ήταν η μόνη στο χωριό, που όχι κανίσκια δεν κουβάλησε στον αγά, αλλά ούτε και καταδέχτηκε να πάει στο κονάκι του να τον παρακαλέσει για τον μοναχογιό της, σαν ακούστηκε το φοβερό άκουσμα, πως από μέρα σε μέρα οι Τούρκοι θα 'παιρναν τα σερνικά του χωριού».

Είναι φορές που οι περιγραφές αγγίζουν σιγά σιγά, μεθοδικά λες, τις λεπτές χορδές των συναισθημάτων μας.

Ξημέρωνε! Τα μπουμπούκια τίναζαν τα κεφαλάκια τους κι ετοιμάζονταν να πουν καλημέρα στον ήλιο. Για μια στιγμή της πέρασε η ιδέα να πάρει τον κατήφορο, να γυρίσει στο σπίτι της. Οι δουλειές είχαν απομείνει πίσω. Οι όρνιθες ατάιστες. Τα κρεβάτια ξέστρωτα. Το σπίτι άνω-κάτω. Μα τα πόδια της ήταν τόσο βαριά, για να κάμουν ένα τόσο μεγάλο δρόμο.

Ο γκρεμνός έχασκε δυο βήματα μπροστά της και περίμενε το τέλος …

 

Τον φαντάζομαι στην τάξη, δάσκαλο, να λέει ιστορίες στα παιδιά, και να λέει και να λέει, και να βρίσκει τα λόγια που θα κάνουν τα παιδιά να θέλουν ν' ακούσουν κι άλλα, να ρωτάνε, έγινε τούτο, πώς έγινε τ' άλλο, αλήθεια γινόταν αυτό και τότε, και τι πα να πει ζορμπάδες, και πού είναι κείνο το χωριό, και γιατί παίρναν τ' αγόρια, κι άλλα κι άλλα, και να θέλουν να ψάξουν κι άλλο, τι έγινε την εποχή εκείνη, τι λένε τα βιβλία για τούτο και για κείνο.

Ένα από τα χαρίσματα του βιβλίου είναι η χρήση της γλώσσας, του τοπικού ιδιώματος.  Λέει η Μαριγώ στο γιο της όταν περιγράφει τον Κωνσταντή τον πατέρα του που δεν είχε γνωρίσει:

Ψηλός, γιε μου, πολύ ψηλός κι όμορφος! Σαράντα πήχες ήταν στο μέγαλος. Σπίτι δεν τον εχώριε...

 Κι όταν περιγράφει τον «θεορατικό» παπα-Μανόλη: 

Ένα κακουδέρικο μαυριδερό ανθρωπάκι ήταν, που 'χε καβαλικέψει τα εβδομήντα και το μόνο χαρακτηριστικό που τον έκανε να φαίνεται αλλιώτικος, χώρια βέβαια απ' τα ράσα που φορούσε, ήταν τα μάτια του.

Κι όταν λέει «η λύρα αυτή θα 'ναι που θα στραβώσει τους ζορμπάδες», βρίσκω μια καλή ευκαιρία να ψάξω τη σημασία της λέξης και να θυμίσω το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου «Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων» (είχα γράψει εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.com/2021/01/blog-post_18.html).

Για τα παραπάνω και για συνολικά 82 λέξεις υπάρχει γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου, μια αξιέπαινη πρωτοβουλία του συγγραφέα, γιατί όχι μόνο δίνει τις σημασίες λέξεων που ίσως δεν είναι γνωστές σε όλους, αλλά ακόμη περισσότερο γιατί έτσι κατατίθεται και διασώζεται ο τοπικός γλωσσικός πλούτος, η γλωσσική κληρονομιά μας (έχουν γίνει σημαντικές μελέτες, εξάλλου, που υπογραμμίζουν τη σημασία των λεγόμενων «κρυμμένων» γλωσσαρίων, των γλωσσαρίων δηλαδή που βρίσκονται ενσωματωμένα  σε βιβλία και άλλα δημοσιεύματα).

Και να σημειώσουμε, επίσης, ότι και ο τίτλος του βιβλίου υπακούει σ' αυτή την ανάγκη του συγγραφέα να θυμίσει και να κρατήσει τα τοπικά γλωσσικά στοιχεία. Ο αρχικός τίτλος του γνωστότατου ριζίτικου τραγουδιού ήταν όντως «Πότες θα κάμει ξεστεριά». (Υπάρχουν πολλές πηγές γι' αυτό, όπως για παράδειγμα εργασίες των Ερατοσθένη Καψωμένου, Γιώργου Ανδρειωμένου και άλλων. Όσο δε για τη λέξη ξεστεριά, σημειώνω ότι ήδη αναφέρεται στο Αγγλοελληνικό λεξικό του Νικ. Κοντόπουλου που εκδόθηκε στη Σμύρνη το 1869 παραπέμποντας στη λέξη ξαστεριά και που μπορεί κανείς να το βρει στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Ανέμη του Πανεπιστημίου Κρήτης - https://anemi.lib.uoc.gr/).

 

Θα ήθελα, επίσης, να προσθέσω ότι το βιβλίο, πέρα από το περιεχόμενο, είναι ένα ωραίο βιβλίο, ως προς την εμφάνιση, την εκτύπωση, το χαρτί, τη σελιδοποίηση. Κι αυτό, χάρη σε όλους τους συντελεστές του. Χάρη στα σκίτσα του Νίκου Μπλαζάκη που κοσμούν το εξώφυλλο και όλα τα διηγήματα (όπως τα παραπάνω). Και χάρη στην ωραία, ποιοτική έκδοση-εκτύπωση από το Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη (http://www.typography-museum.gr/). Αξίζει η μνεία στο μουσείο αυτό των Χανίων, ένα σύγχρονο, πρωτοποριακό μουσείο, το πρώτο στη χώρα αφιερωμένο εξολοκλήρου στην Τυπογραφία.

Το τελευταίο βιβλίο του Βαγγέλη Κακατσάκη, βγαλμένο από παλιές ιστορίες που έλεγε η γιαγιά του η Στυλιανίτσα δίπλα στην παρασιά τις χειμωνιάτικες νύχτες, είναι ένα τεκμήριο τοπικής κληρονομιάς, τοπικής ιστορίας, παράδοσης και γλώσσας. Τον ευχαριστούμε.


Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Λαμπριάτικες μνήμες


Το βράδυ της Ανάστασης μας έβαζε η μάνα μας για ύπνο από νωρίς και μας ξυπνούσε δώδεκα παρά για να πάμε στην εκκλησία. Ο πατέρας μας δεν ερχόταν, τον ξυπνούσαμε στο γυρισμό για να πάει να μεταλάβει, κομμουνιστής αλλά Χριστούγεννα και Πάσχα  πήγαινε να μεταλάβει, αυτή τη σχέση του με την εκκλησία την κρατούσε, σαν έθιμο, σαν τάμα, ποιος ξέρει. Μερικές φορές έμενα κι εγώ στην εκκλησία γιατί μου άρεσαν οι ψαλμοί εκείνου του μέρους, κυρίως ο τραγουδιστός ψαλμός (έτσι μου φαινόταν) "Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν..." Ύστερα τρώγαμε, απαραίτητα, πέρα από αυγά και καλιτσούνια, τα πόδια και κοιλιδάκια τυλιγμένα με έντερα αυγολέμονο (αυτό λέγαμε μαγειρίτσα, πολύ αργότερα έμαθα ποια είναι η πραγματική μαγειρίτσα) και σκωταριά τηγανητή.

Την άλλη μέρα κάπου πηγαίναμε να κάνουμε Πάσχα μαζί με συγγενείς και φίλους. Πότε πηγαίναμε στον αδελφό του πατέρα μου, στο θείο Γιώργο,  στον Καλυκά, μια περιοχή μετά τον Κουμπέ και πριν τη Σούδα, είχε εξοχή, αγαπημένος θείος (χωροφύλακας, όταν όμως αναμένονταν φασαρίες, ειδοποιούσε τον πατέρα μου να μην κατεβεί στη συγκέντρωση που προγραμμάτιζε η ΕΔΑ, δεκαετία του '60, ε και τότε τα χάλαγαν για λίγο αλλά πάλι αγαπίζανε), ο θείος πάντα σούβλιζε αρνί, μαζευόμασταν κάμποσοι, αυτός είχε πέντε παιδιά, τρία είμασταν εμείς και οι μεγάλοι, έρχονταν κι άλλοι θείοι και ξαδέρφια, ήταν όμορφα. 

Άλλες φορές, πηγαίναμε στην Αγιά Μαρίνα, στους κουμπάρους, το Γιάννη και την Πολύμια (θυμάμαι το γάμο τους, παιδάκι εγώ, ο πατέρας μου τους πάντρεψε, η Πολύμια λιποθύμισε στο γάμο από στενοχώρα, όχι για το γαμπρό που έπαιρνε μα γιατί άφηνε το πατρικό της, οι νύφες, λέγανε τότε, πρέπει να κλαίνε στο γάμο τους, να δείχνουν πόσο στενοχωρούνται που αποχωρίζονται τους γονείς, τι παράξενα έθιμα κι αυτά...). Εκεί, μας περίμεναν τα τεράστια καλιτσούνια στο κοφίνι, ακόμη έχω τη γεύση τους στο στόμα. Η Αγιά Μαρίνα σήμερα είναι αγνώριστη, δυσκολεύομαι να εντοπίσω το μονοπάτι που ανηφορίζαμε από τον κεντρικό δρόμο που μας άφηνε το λεωφορείο για ν' ανεβούμε στο σπίτι τους. Γιατί βέβαια όλες εκείνες οι διαδρομές γίνονταν με το λεωφορείο, αυτοκίνητο αποκτήσαμε το 1975, πρώτα είχαμε ποδήλατο, ύστερα βέσπα μέχρι να καταφτάσει το ιστορικό Ρενώ 4.


Κάποιες φορές πηγαίναμε στο Νίππος, στο χωριό του πατέρα μου. Η φωτογραφία είναι από το 1976, το σπίτι ήταν χάλαρο τότε, τώρα το έχω αποκαταστήσει και έχει γίνει πλέον το σπίτι μου στο χωριό. Στην αγκαλιά μου έχω τη φιλιότσα μου τη Μαρία, μεγάλη τώρα, ζει στην Αμερική. Δεξιά, το γεροντάκι που κοιτάζει το φακό είναι ο θείος Λευτέρης, ο Τσουρολευτέρης, σπουδαίος άνθρωπος όσο τον θυμάμαι, είχε κάνει στη Μικρασιατική εκστρατεία, πόσο λυπάμαι που τότε δεν τον ρωτήσαμε πράγματα, μόνο θυμάμαι που έλεγε πως είχαν γεμίσει ψείρες...

Τη μεγαλοβδομάδα νηστεύαμε, τουλάχιστον στα φανερά. Τη Μεγάλη Πέμπτη βάφαμε τ' αυγά, την ίδια μέρα ξεκινούσε η μάνα μας τις κουλούρες, μεγάλη διαδικασία, ποτέ δεν την αφομοίωσα, τα κουλούρια τα έφτιαχνε νωρίτερα, ενώ το Σάββατο φτιάχναμε τα καλιτσούνια, δηλαδή έφτιαχναν η μάνα μου με τις γειτόνισσες για βοήθεια και με τη γιαγιά από κοντά, την Κουκουβιτομαρία. Τότε, βέβαια, δεν είχαμε φούρνο στο σπίτι, οπότε παίρναμε τις λαμαρίνες από το φούρνο, μέχρι το '67 που μέναμε στη Νέα Χώρα πηγαίναμε τα καλιτσούνια ή στο φούρνο του Κουκλάκη ή στο φούρνο του Μπάτση που ήταν πιο σύγχρονος, ήταν "γερμανικός"! Το πηγαινέλα των λαμαρινών ήταν δουλειά των παιδιών, κυρίως δική μου που ήμουν η "μεγάλη". Όταν έφταναν στο σπίτι τα καλιτσούνια, η γιαγιά μου δοκίμαζε, και στο δάγκωμα του κάτω χείλους της κόρης της, είχε την απάντηση έτοιμη: "Μα ο Χριστός αναστήθηκε το μεσημέρι"! Αργότερα έμαθα ότι και οι Κερκυραίοι τον ανασταίνουν μεσημέρι το Χριστό. Λέτε οι Βενετοί να είχαν βάλει το χεράκι τους; 

Καλή Ανάσταση, λοιπόν, και του χρόνου αλλιώς, καλύτερη, να ηχήσουν τα σήμαντρα χαρούμενα όταν φτάνουν, όπως λέει ο ποιητής,

Απ' τα χείλη των παιδιών

απ' την άγνοια των χελιδονιών

απ' τις άσπρες αυλές της Κυριακής

απ' τ' αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες

των ταπεινών σπιτιών.

Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Ήτανε Μεγάλη Παρασκευή...


Σα σήμερα, θυμούμαι που όλο το χωριό μαζί με τον Επιτάφιο θα πήγαινε στον Άγιο Θανάση, το νεκροταφείο, η μάνα μου θα 'δινε στον παπά το χαρτάκι με την "αίτηση" να μνημονέψει τους πεθαμένους, Μανούσου συβίας και των τέκνων, Αλέκου γονέων και αδελφών, Κώστα και των γονέων... Παλιότερα, στεκόταν ο Επιτάφιος πάνω σε κάθε τάφο, με τα χρόνια, γέρασε κι ο παπάς, όλοι γεράσανε και δεν αντέχανε να περιμένουν τη σειρά τους, κι έτσι ο παπάς στέκεται μπροστά στο εκκλησάκι και διαβάζει τα χαρτάκια από κει. Ύστερα, γυρίζαμε στο σπίτι, είχα ετοιμάσει τα εδέσματα της μέρας, χοχλιούς, χταποδάκι στο ξίδι, φάβα, βραστές πατάτες, σαλάτες, ελιές...

 


Νωρίτερα, στην εκκλησία, κορίτσια του χωριού ντυμένα στα μαύρα, οι Μυροφόρες, στέκονταν γύρω από τον Επιτάφιο. Τα εγκώμια θα τα 'ψαλλε η παπαδιά, από κοντά κι ο Νιππιανός δάσκαλος ο Βαγγέλης ο Κακάτσης. 

Αυτά, τα τελευταία χρόνια στο Νίππος του Αποκόρωνα. Όταν ήμουν παιδί αλλά κι αργότερα, στα Χανιά πάντα, γυρίζαμε όλους τους επιτάφιους μέσα στην πόλη, Άγιο Νικόλαο, Αγίους Αναργύρους, Αγία Αικατερίνη, Τριμάρτυρη. Τελευταία αφήναμε τη Φράγκικη εκκλησία, εκεί ο Επιτάφιος ήταν ξεχωριστός, διαφορετικός από τους δικούς μας, ωραίες μυρωδιές, ωραίοι ήχοι, γαλήνευαν οι ψυχές μας.

Μια χρονιά, δεν θυμούμαι ποια, ήμουν πάντως στο δημοτικό και μέναμε στη Νέα Χώρα, ο ψάλτης του Αγίου Κωνσταντίνου μάζεψε μερικά παιδιά από το σχολείο της συνοικίας να πούμε τα εγκώμια, μαζί κι εγώ. Κάναμε πολλές πρόβες, είχε κανονιστεί μια μαθήτρια να πει το "Ω γλυκύ μου έαρ", όχι εγώ βέβαια. Τη Μεγάλη Παρασκευή, βάλαμε τα καλά μας, πήγαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, ανεβήκαμε στο γυναικωνίτη απ' όπου θα ψέλναμε τα εγκώμια, και αρχίσαμε. 

Στάσις πρώτη:

Η ζωή εν τάφω, κατετέθης Χριστέ και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο...

..........

Στάσις δευτέρα:

Άξιον εστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην, ...

......................

Στάσις τρίτη:

Αι γενεαί πάσαι, ύμνον την ταφή σου...

Κι όταν φτάναμε στο "Ω γλυκύ μου έαρ", πριν ακόμη ανοίξει το στόμα της η καλλίφωνη συμμαθήτρια, αντήχησε ένα τεράστιο ΩΩΩΩΩΩ σε όλη την εκκλησία, μάλλον παράφωνο, πάντως απρόσμενο ακόμη κι από μένα που ήμουν η ένοχη, που το φώναξα παρασυρμένη από την ευφορία της μέχρι τότε συλλογικής ψαλμωδίας μας. Και με το στόμα ανοιχτό ακόμη στο τεράστιο Ω, αντίκρυσα απέναντί μου το βλοσυρό βλέμμα του ψάλτη, τι μου 'κανες ήθελε να φωνάξει εκείνη την ώρα. Μούδιασα, μαζεύτηκα, να μπορούσε ν' ανοίξει η γης να με καταπιεί, δεν θυμάμαι τη συνέχεια, πάντως σ' εκείνη τη χορωδία δεν ξαναπήγα.

Στο περιβολάκι
μπρος στην εκκλησιά
έμοιαζες πουλάκι
σ’άγρια φυλλωσιά
δυόσμο κι αγιοκέρι
κράταγες στο χέρι
κι έλεγες: "Ραβί
σώσε μας και πάλι"!
Ητανε Μεγάλη
Παρασκευή...

Αυτά τα λόγια του Νίκου Γκάτσου σιγοτραγουδώ τη φετινή Μεγάλη Παρασκευή παρέα με τη θεία φωνή της Βίκυς Μοσχολιού πάνω στη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου.


Κι ύστερα ακούω τον σπαρακτικό θρήνο της μάνας που κλαίει για τον χαμό του γιού της,  στο Stabat Mater, με την αξεπέραστη Ειρήνη Παπά.

Ποιος ξέρει πώς θα είναι η επόμενη Μεγάλη Παρασκευή...

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Κώστας Μουντάκης, ο Κρητικός Τραγουδιστής

   

Ο πραματευτής
 
Κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλολόγια ένα σωρό
Πήρα δρόμους και σοκάκια την αγάπη μου να βρω
 
Σε μια γειτονιά, είχα μια αγαπητικιά
Δέκα χρόνια πάνε τώρα που δεν την ξανάδα πια
 
Μαντηλάκια, τσιμπιδάκια, ψιλικά πολλών λογιών
Τον πλανόδιο θα κάνω μήπως και την ξαναδώ
 
Χώρες και χωριά σαν τα έρημα πουλιά
θα γυρίζω να φωνάζω τη δική μου καταντιά
 
Μιας αγάπης το χατίρι μ’ έκανε τραγουδιστή
και ζητιάνο και διαβάτη και φτωχό πραματευτή
 
Πέστε μου κυρές, παντρεμένες, γριές και νιές
η δικιά μου αγάπη πού ’ναι, και χαλάλι οι πραματειές
 
Ο πραματευτής

Το τραγούδι του πραματευτή ήταν το αγαπημένο της μάνας μου. Ποιος ξέρει γιατί, πάντως μέχρι σχεδόν τα τελευταία της όσο είχε δυνάμεις, ήταν η καλύτερη πελάτισσα στους πλανόδιους εμπόρους που περνάνε ακόμη από τις συνοικιακές γειτονιές της πόλης μας κι απ' τα χωριά, σαν τους παλιούς πραματευτάδες. Και τι δεν είχε αγοράσει, προίκες για τις κόρες και το γιο, προίκες για τα εγγόνια, σεντόνια για όλα τα σπίτια, κουβαρίστρες, τσιμπιδάκια, ψιλικά πολλώ λογιώ...
 
Αδριάντας του Κώστα Μουντάκη στο Ρέθυμνο (Pavlos 1988, https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Kostas_Mountakis_statue_at_Rethymno.jpg)

Αυτή την εμπειρία του πραματευτή είχε κι ο Κώστας Μουντάκης ως βοηθός σ' έναν πλανόδιο μικροπωλητή και την κατέγραψε για να δώσει ένα από τα ομορφότερα κρητικά λαϊκά τραγούδια. Ο Κώστας Μουντάκης, ο σπουδαίος Κρητικός λυράρης και τραγουδιστής, μ' ένα ιδιαίτερο μέταλλο φωνής, γεννήθηκε στο χωριό Αλφά του Ρεθύμνου από φτωχή πολυμελή οικογένεια. Την πρώτη του λύρα την απέκτησε το 1943, αφού έδωσε ένα αρνί και πέντε οκάδες τυρί (https://www.candiadoc.gr/2020/01/31/me-ena-arni-ke-5-okades-tyri-apektise).
 
Έφυγε σαν σήμερα πριν από 30 χρόνια, 31 Ιανουαρίου του 1991. Είχε γεννηθεί το 1926, ίδια χρονιά με τον πατέρα μου. Εκείνος αγαπούσε τ' αγρίμια κι αγριμάκια μου, πάλι από τη φωνή του Μουντάκη.

Αγρίμια κι αγριμάκια μου,
λάφια μου μερωμένα,
πέστε μου πού `ναι οι τόποι σας,
πού `ναι τα χειμαδιά σας;

Γκρεμνά `ναι εμάς οι τόποι μας,
λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας.
 


Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Χίλια καλώς σε βρήκαμε καινούριε χρόνε!

 


 Ταχιά ταχιά’να αρχιχρονιά
ταχιά’ ν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά’ ν’ απού περπάτησε
ο Κύριος στον κόσμο
Και εβγήκε και χαιρέτησε
ούλους τους ζευγολάτες.
Και ο πρώτος που τα’ απάντησε
ήταν ο Άης Βασίλης
Πολλά τα έτη Βασιλειό,
καλόν ζευγάριν έχεις.
Καλό το λες αφέντη μου καλό
και ευλογημένο,
Η χάρη σου το βλόγησε
με το δεξί σου χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό
με το μαλαματένιο.
Πες μου να ζήσεις Βασιλειό
πόσα μουζούρια σπέρνεις;
Σπέρνω κριθάρι δώδεκα,
σταράκι δέκα πέντε
ταή και ρόβι δεκαοχτώ
κι από νωρίς στο στάβλο.

Είπαμε δα τ‘ αφέντη μας
να πούμε τση κυράς μας
Κυρά μαρμαροτράχηλη
και φεγγαρομαγούλα
οπού τον έχεις τον υγιό,
τον μοσχοκανακάρη
λούζεις τον και χτενίζεις τον
και στο σχολειό τον πέμπεις
κι ο δάσκαλος τον έδειρε
μ” ένα χρυσό βιτσάλι
και η κυρά δασκάλισσα
μ’ ένα μαργαριτάρι.

Είπαμε δα και στη κυράς
ας πούμε και τση βάγιας
Νάψε βαγίτσα το κερί
νάψε και το ντουμπλέρι
και κάτσε και ντουχούντιζε
ίντα θα μας εφέρεις
απάκι γή λουκάνικο
γη από πλευρά κομμάτι
γη από τον πόρο του βουγιού
να πιούμε μια γεμάτη.

Κι αν είναι με το θέλημα,
άσπρη μου περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας
να πούμε καλησπέρα

Επά που καλαντρίσαμε
καλά μας επλερώσαν
Καλά να ‘ναι τα έχη τους
και τα πονομάτά τους
και αν έχουν και αρσενικό παιδί
στη σέλα καβαλάρη
να σιέται να λυγίζεται
να πέφτει το λογάδι
να το μαζώνει η μάνα του,
να’χει χαρά μεγάλη.

Πάλι κι αν είναι θηλυκό
μια καλή να κάνει
Που δεν τον φτάνει τον υγιό
Άντρα να τον επάρει.

Ξύπνησ' αφέντη ξύπνησε, να φάμε και να πιούμε!

Χίλια καλώς σας βρήκαμε!

Καλή καλύτερη χρονιά!!!

 

Σημείωση:

Τα κάλαντα στις δύο εικόνες είναι όπως τα κατέγραψε ο Αντώνης Γιανναράκης από τους Λάκκους Χανίων στο βιβλίο του Άσματα Κρητικά που κυκλοφόρησε το 1876 στη Λειψία (περιέχεται στην ψηφιακή Βιβλιοθήκη Ανέμη του Πανεπιστημίου Κρήτης). Τα κάλαντα στη σύγχρονη εκδοχή τους είναι αντιγραμμένα από τον ιστότοπο Candiadoc. Στο βίντεο ακούγονται σε μια παλιά ηχογράφηση ο σπουδαίος Κρητικός λυράρης και τραγουδιστής Κώστας Μουντάκης και η Καίτη Ρουκουνάκη.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Τη συντροφιά σας ρέγομαι την αξιοτιμημένη

Τη συντροφιά σας ρέγομαι την αξιοτιμημένη,
την άξια και τη φρόνιμη και την μπεγιεντισμένη

τραγουδά ο σπουδαίος Κρητικός τραγουδιστής και λαουτιέρης Νίκος Μανιάς.



Χαίρομαι να σας εθωρώ σαν την καρνάδα βιόλα 
σαν τον Χανιώτικο μπαξέ που ανθεί και βγάνει ρόδα

όπως τραγουδά ο νέος λυράρης Πέτρος Μαρούλης.



Κι εγώ αφιερώνω τις αγαπητικές μαντινάδες στους φίλους και στις φίλες μου που σήμερα θα είχαμε γλέντι στο σπίτι.

Που 'σαι ρε μάνα που όταν σου είπα την τότε ηλικία μου για να μην με αντιμετωπίζεις σαν "παιδί", δαγκώθηκες. Μαμά γερνάω, σου' χα πει. 

Αλλά, το γλέντι θα το κάνουμε, αργότερα, αφού σκοτώσουμε το δράκο!


Πήγε, λέει, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κάποτε σ'ένα χωριό να μιλήσει, ρώτησε τους χωρικούς τι προβλήματα έχουν κι εκείνοι του είπαν ότι πρόβλημά τους είναι ο δάκος. Και απάντησε ο Βενιζέλος: "Θα τονε σκοτώσουμε και το δράκο!"


Αλήθεια, ψέματα, ποιος ξέρει.


Πάντως, εμείς το δράκο θα τονε σκοτώσουμε, και το γλέντι θα το κάνουμε!


"Οι ρυτίδες της ψυχής είναι βαθύτερες

από του δέρματος. Λευκότερο,
το χιόνι στην ελπίδα απ' ό,τι στα μαλλιά."

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

«Πλούτη, γέλοια και χαραίς και βαφή για ταις ψαραίς»: Και εις έτη πολλά!




Πέρασ’ ο χρόνος, πέρασαν τα ογδόντα δύο,
Πέρασαν τόσα βάσανα και δάκρυα και πίκραις,
Ας πούμε με μειδίαμα στο παρελθόν ADIO
Και σήμερ’ ας  γλεντίσωμε με φλάουτα με λύραις             

Έτσι ξεκινούσαν τις ευχές για τον καινούριο χρόνο του 1883 οι διανομείς  της κρητικής εφημερίδας «Πατρίς».

Ξεφυλλίζω το «Κρητικό Ημερολόγιο 2000» των Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη (έκδοση Φιλιππότη), στο οποίο υπάρχουν, πέραν των χρηστικών πληροφοριών όπως σε κάθε ημερολόγιο, πολλά ενδιαφέροντα κείμενα για την Κρήτη (ιστορία, λαογραφία, ποίηση, μουσική κτλ.). Τα σκίτσα στην παρουσίαση κάθε μήνα έχει κάνει ο σπουδαίος Χανιώτης σκιτσογράφος Σπύρος Ορνεράκης, τα οποία μάλιστα συνοδεύονται από δίστιχα σε μορφή μαντινάδας του Γιώργου Καράτζη.




Στο κείμενό της με τίτλο «Ευχές από τα περασμένα», η  Ζαχαρένια Σημανδηράκη (τότε προϊσταμένη του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης) δίνει πληροφορίες για τις ευχές που απηύθυναν «προς τους κυρίους κυρίους συνδρομητάς» οι διανομείς των τοπικών εφημερίδων και οι ταχυδρομικοί της Κρητικής Πολιτείας. Στα κείμενα αυτά ζητούν με σοβαρό ή σκωπτικό ύφος την «καλή χέρα»* από τους συνδρομητές, ταυτόχρονα όμως εκφράζουν και την αγωνία τους να ελευθερωθεί το νησί από την τουρκική κυριαρχία.

Παραθέτω εδώ ολόκληρο το κείμενο από το ευχετήριο δελτάριο του διανομέα της εφημερίδας «Άμυνα» (διατηρείται η ορθογραφία του αρχικού):

Ταίρι νιόνυμφο προβαίνει
Ο Γενάρης κ’ η Αυγή,
Να το στρώση, το προσμένει
Νυφικό κρεββάτ’ η γη

Ο Γενάρης σκουντουφλιάρης
στέκει δίπλα στην αυγή,
και σαν γέρος αρωστάρης
φανερόνεται στη γη

Και η γη φτιασιδωμένη
με τα χιόνια του βουνού,
απ’ το ταίρι περιμένει
καλή χέρα τ’ ουρανού.

Τι θα είναι δα τα δώρα,
γέλια, δάκρυα, καϋμοί;
θα τα ίδη κάθε χώρα
όταν έρθη η στιγμή.

Εγώ εύχομαι να ήνε
πλούτη, γέλοια και χαραίς
τριαντάφυλλα μυρσίναι
και βαφή για ταις ψαραίς

Δαχτυλείδια και στεφάνια
θέλω όλα να βρεθούν,
και βεζυρικά φιρμάνια
γέροι νειοί να ‘πανδρευθούν.

Και η γράδες να ζηλεύουν
και να θέλουν παντρειά,
να φορέσουν να γυρεύουν
την ουρά τη μακρυά.

Τώρα ήλθεν η σειρά μου
ένα λόγο να ειπώ
για τη τζέπη τη κυρά μου
ένα λόγο χαρωπό.

Ως το βράδυ να γεμίση
από λίραις Αγγλικαίς
και να ιδώ να ξεχειλίση
σαν τσουκάλι με φακαίς.

Κι ο Θεός ν’ ανταποδώση
τη γενναία δωρεά
εις εκείνον όπου δώση
περισσότερο παρά.
και εις έτη πολλά.

Και επιστρέφοντας στον διανομέα της «Πατρίς», να πώς τελειώνει τις ευχές του:

Χαρά Σας και να ζήσετε να ‘δήτε μιάν ημέρα,
Να ανατείλη ευτυχής, την λύρα θα σας παίζω,
Κι ‘εγώ για να χορεύητε, με την δεξιά μου χέρα
Όλο τον χρόνο γελαστό
Εις της «Πατρίδος» τον χορό.
Δώστε και Σείς ένα παρά εις τον πτωχόν ΚΙΝΕΖΟ
Διανομέα της «Πατρίδος».

Και εις έτη πολλά!


……………………………………………………………………………..

*Η καλή χέρα είναι ένα χρηματικό ποσόν που δινόταν (ή και δίνεται ακόμη) ως δώρο με την ευκαιρία της Πρωτοχρονιάς. Θυμάμαι, κάθε παραμονή ή ανήμερα Πρωτοχρονιάς, ο μπαμπάς μας έδινε πάντα ένα μικρό χαρτζιλίκι για την καλή του χέρα. Ήταν κάτι ιδιαίτερο για μας τα παιδιά τότε και είχε πολλή αξία.