Μόλις φτάσετε στο Αλγέρι, θα πρέπει να πάρετε τους ανηφορικούς δρόμους, να τους ανεβείτε και μετά να τους κατεβείτε. Θα πέσετε στην Ντιντούς Μουράντ με τα αμέτρητα σοκάκια να την κόβουν κάθετα σαν εκατοντάδες ιστορίες, δυο βήματα από μια γέφυρα που τη μοιράζονται αυτόχειρες και ερωτευμένοι.
Κατεβείτε κι άλλο, απομακρυνθείτε από τα καφενεία και τα μπιστρό, τα μαγαζιά να πουλάνε ρούχα, τις αγορές φρούτων και λαχανικών [...]
Θα σκαρφαλώσετε τους δρόμους, θα σπρώξετε βαριές ξύλινες πόρτες που δεν είναι ποτέ κλειδωμένες, θα χαϊδέψετε τα σημάδια που άφησαν στους τοίχους σφαίρες που θέρισαν συνδικαλιστές, καλλιτέχνες, στρατιωτικούς, δασκάλους, ανώνυμους, παιδιά. [...]
Θα ψάξετε τον αριθμό 2Β, που θα δυσκολευτείτε να τον βρείτε επειδή κάποιοι αριθμοί δεν υπάρχουν πια. Θα σταθείτε μπροστά στην επιγραφή μιας βιτρίνας: Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο.
Ένα βιβλίο-έκπληξη από μια νεαρή συγγραφέα. Τη λένε Καουτέρ Αντιμί, είναι μόλις 32 χρονών, κατάγεται από το Αλγέρι και εδώ και δέκα χρόνια ζει στη Γαλλία και γράφει στα γαλλικά. Το βιβλίο λέγεται "Τα πλούτη μας" (Πόλις, 2018, μτφρ. Έφη Κορομηλά) και ασχολείται με το βιβλιοπωλείο "Τα αληθινά πλούτη" που είχε στήσει το 1936 στο Αλγέρι ο Εντμόν Σαρλό. Βρίσκεται στο 2Β της οδού Χαμανί πρώην Σαρράς. Είναι βιβλιοθήκη, βιβλιοπωλείο, εκδοτικός οίκος, αλλά πάνω απ' όλα, "ένας χώρος για τους φίλους που αγαπούν τη λογοτεχνία και τη Μεσόγειο".
Η συγγραφέας παρακολουθεί από κοντά τον ιδρυτή του βιβλιοπωλείου, διαβάζει (επινοεί) τα ημερολόγιά του και μαζί μ' αυτόν διατρέχει την ιστορία της πατρίδας της στον εικοστό αιώνα, ζει τις εξεγέρσεις των νέων της εποχής, αφουγκράζεται τις αγωνίες των μεγαλύτερων και περπατά στους δρόμους της γενέθλιας πόλης με διάθεση νοσταλγική και αγαπητική.
Δεν ήταν ένα οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο τα Αληθινά Πλούτη, εκεί εκδόθηκαν τα πρώτα βιβλία του νεαρού Καμύ, που τον βλέπουμε συχνά στο πατάρι, αναζητώντας την ησυχία του βιβλιοπωλείου, να γράφει δικά του κείμενα ή να διορθώνει προς έκδοση βιβλία του εκδοτικού. Ποδαρικό εξάλλου έγινε με το θεατρικό έργο του Καμύ "Εξέγερση στις Αστούριες" που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1936. Με το βιβλιοπωλείο και το εκδοτικό συνδέονται ποικιλοτρόπως γνωστοί αλγερινοί και γάλλοι συγγραφείς, όπως ο Αμρούς, ο Ρουά, ο Σενάκ, ο Ζιονό, ο Ρομπλές, ο Ωντιζιό, ο Ζιντ, η Γερτρούδη Στάιν και άλλοι πολλοί. Ένας απ' αυτούς ήταν και ο ο αντιστασιακός Βερκόρ, του οποίου τα 20.000 αντίτυπα από τη "Σιωπή της θάλασσας" που τυπώθηκαν τον Οκτώβριο του 1943 εξαντλήθηκαν μέσα σε μια βδομάδα στο Αλγέρι (στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1945 σε μετάφραση της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ). Εξάλλου, και τον τίτλο τον πήρε από το ομώνυμο βιβλίο του Ζιονό (Les Vraies richesses) που είχε κυκλοφορήσει το 1935. Στις θύμησες που ξετυλίγει η συγγραφέας επινοώντας τα ημερολόγια του Σαρλό περνούν φιγούρες, όπως ο Λόρκα που τα βιβλία του κάηκαν από τους φρανκιστές στην Πλάθα δελ Κάρμεν της Γρανάδας το '38 και ο Σαιντ-Εξυπερύ που εξαφανίστηκε ενώ βρισκόταν σε πτήση τον Αύγουστο του '44. Στο τέλος του βιβλίου, παρατίθεται και όλη η βιβλιογραφία που συμβουλεύτηκε η Αντιμί για να γράψει το βιβλίο της.
Τα Αληθινά Πλούτη είναι βιβλιοπωλείο και δανειστική βιβλιοθήκη, έχει συνδρομητές, εκδίδει βιβλία, ζει τις στιγμές που οι "νεαροί της γειτονιάς ξανάφτιαχναν τον κόσμο", παραδίνεται στις φλόγες και καταστρέφονται όλα τα σημειωματάρια του Σαρλό, ό ίδιος φυλακίζεται, τίθεται σε κατ' οίκον περιορισμό, εκτοπίζεται, το βιβλιοπωλείο γίνεται παράρτημα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αλλάζει χέρια, αλλάζει η γειτονιά, αλλάζει όνομα ο δρόμος, οι μνήμες ξεθωριάζουν...
Γραφική και συνάμα τραγική φιγούρα ο Αμπνταλλά, που δούλευε στο βιβλιοπωλείο-βιβλιοθήκη μέχρι το τέλος, δεν του άρεσε να διαβάζει βιβλία, όμως αγαπούσε να τα τακτοποιεί, οργάνωνε τα βιβλία στα ράφια και τις καρτέλες δανεισμού στα συρταράκια με πολλή αγάπη και πολλή προσοχή, έμεινε μέχρι το τέλος στα Αληθινά Πλούτη και ύστερα, όταν πια δεν χρειαζόταν στους καινούριους ιδιοκτήτες, δεν έφυγε από τη γειτονιά, μα τυλιγμένος με το άσπρο πανί του, ακουμπισμένος στο ραβδί του, έμενε όρθιος στο πεζοδρόμιο όλη τη μέρα και για να κοιμάται το βράδυ, του είχαν δώσει μια γωνιά στη διπλανή πιτσαρία, σ' ένα καμαράκι, όπου "αποθηκεύουν το αλεύρι, τη μαγιά, τα καφάσια με τις ντομάτες, τους τενεκέδες με το λάδι και τα βάζα με τις ελιές".
Αλγέρι 2017, Αλγερία 1930, Αλγέρι 1935-1936, Αλγέρι 1939, Γερμανία 1940, Σετίφ 1945, Παρίσι 1945-1949, Αλγερία 1954, Αλγέρι 1959-1960, Παρίσι 1961, Αλγέρι 1961, Αλγέρι 2017. Αυτά είναι μερικά από τα κεφάλαια του βιβλίου. Μέσα από την ιστορία του βιβλιοπωλείου στο Αλγέρι περνά η ιστορία της Αλγερίας στον 20ο αιώνα, οι αντιαποικιακές εξεγέρσεις, τα επαναστατικά κινήματα, οι ακροδεξιές οργανώσεις, ο ρόλος και ο διχασμός των Γάλλων, ο ντε Γκωλ, ο πόλεμος, η Αντίσταση, οι πόλεμοι...
Η Αντιμί αγαπά τον τόπο της, αγωνιά για το παρόν και το μέλλον του και βρήκε τρόπο να κρατήσει τις μνήμες ζωντανές. Λέει:
Είμαστε οι κάτοικοι τούτης της πόλης και η μνήμη μας είναι το άθροισμα των ιστοριών μας.
Η νοσταλγία της Αντιμί για τον τόπο της, το Αλγέρι, μου θύμισε την Ελέν, την αστυνομικίνα του Ζαν-Κλωντ Ιζζό στο Soléa:
[...] Μου έδειξε το πέλαγος.
- Από εκεί έφτασα στη Μασσαλία. Από τη θάλασσα. Ήμουνα έξι χρονώ. Ποτέ μου δεν ξέχασα την ομορφιά που έχει αυτή η πόλη όταν αρχίζει το χάραμα. Αλλά ποτέ δεν ξέχασα και το Αλγέρι. Κι ας μην το ξανάδα. Το ξέρετε το Αλγέρι;
- Όχι. Δεν έχω ταξιδέψει πολύ.
- Εκεί κάτω γεννήθηκα. Προσπάθησα χρόνια, με νύχια και με δόντια, να με αποσπάσουν εδώ, στη Μασσαλία. Η Μασσαλία δεν είναι Αλγέρι. Έχω όμως την αίσθηση ότι μπορώ από δω ν' αγναντέψω το λιμάνι εκεί μακριά. [...]
Δεν μπορούμε παρά να κρατήσουμε στη μνήμη μας την επιθυμία που εκφράζει με την τελευταία φράση της η νεαρή Καουτέρ:
Θα'ρθείτε κάποτε στο 2Β της οδού Χαμανί, έτσι δεν είναι;
Άραγε, αν πάμε, ακόμη κι αν δε βρούμε το 2Β της οδού Χαμανί, θα βρούμε τη βιτρίνα που γράφει "Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο";
Θα'ρθείτε κάποτε στο 2Β της οδού Χαμανί, έτσι δεν είναι;
Άραγε, αν πάμε, ακόμη κι αν δε βρούμε το 2Β της οδού Χαμανί, θα βρούμε τη βιτρίνα που γράφει "Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο";