Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαββόπουλος Διονύσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαββόπουλος Διονύσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Άννα τ' όνομά της το μικρό...




Την παιδική μου φίλη
την είδα ξαφνικά
να στέκει
και να με κοιτά.

Αγάλματα κομμάτια
στα μάτια της τα δυο
λησμονημένες πόλεις
ναυάγια στο βυθό.

Ζεστό το μεσημέρι
το στόρι χαμηλό
κι η σκάλα
στο φωταγωγό.

Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα
κανείς θα πλανηθούμε μοναχοί
θάλασσες πόλεις έρημοι σταθμοί.
Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή
τι να καταλάβουμε οι φτωχοί.

Για πες μου μήπως ξέρεις
γι’ αυτήν που σου μιλώ
Άννα
τ’ όνομά της το μικρό.

Τη βλέπω κατεβαίνει
στέκεται στο σκαλί
και χάνεται για πάντα
στου κόσμου τη βουή.

Είδα την Άννα κάποτε, του Διονύση Σαββόπουλου.
Αφιερωμένο στη φίλη μου, Άννα τ' όνομά της το μικρό. Και στην Αννούλα τη Σολωμίτσα, την Άννα που είδα κάποτε και που ήταν φίλη πιστικιά. Και σε όλες τις Άννες ... 

Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Πολλοί μαζί ριγμένοι σ' ένα λάκκο...




Θα 'ταν βράδυ, όταν τη ρίξαν μες στην πηγάδα. Στο δεξί χέρι πολλές ευχές, στ' αριστερό καμιά κατάρα, το δέντρο της ζωής μες στην παλάμη της θαλερό κι ένα στραβό σκυλόδοντο στ' απάνω σαγόνι· με τόσα σημάδια, παιδάκι μου, της έλεγε η μάνα της, δεν σε φοβούμαι μήπως κακοπάθεις, κι όλο να την ξεματιάζει η έγνοια της.

[...] Ημέρες τριάντα χύμα στην πηγάδα. Ημέρες τριάντα με το ίδιο παραμύθι. Δεν είχε να φοβηθεί. Τούτο το παρόν που αιμορραγεί ιχνογραφήθηκε πριν από χρόνια και το τοπίο πριν από αιώνες. [...] Χύμα τα μετερίζια στην πηγάδα. 

[...] Ο τέταρτος όροφος: ο διάδρομος με τους ξύλινους πάγκους, τα γραφεία των ανακρίσεων, η σκάλα για το πλυσταριό. Κάθισε στην άκρη ενός πάγκου. Το ίδιο βράδυ την εγκατέλειψε ο Σολωνός. Δεν ήξερε πως σ' αυτόν τον πάγκο θα 'μενε ημέρες επτά, περιμένοντας και μη περιμένοντας.

¨Ετσι έγραφε στα 1970-1972 η Μάρω Δούκα για την πηγάδα στη Μπουμπουλίνας, που έγινε και το πρώτο της βιβλίο με τον ομώνυμο τίτλο και κυκλοφόρησε το 1974 από τον Κέδρο (σήμερα η συμπληρωμένη έκδοση από τον Πατάκη).




... στην οδό Μπουμπουλίνας, σ' ένα παλιό κτίριο, στα υπόγειά του, όπου στεγαζόταν τότε η Γενική Ασφάλεια. [...] Ούτε θυμάμαι ακριβώς τον χώρο· μόνον ότι ήμαστε πολλοί μαζί ριγμένοι σ' ένα λάκκο κι είχε από πάνω ο λάκκος ένα γυάλινο στέγαστρο και γύρω γύρω στον λάκκο υπήρχαν κελιά και σε κάποιο σημείο του λάκκου υπήρχε μια τρύπα όπου κατέβαιναν και κοιμούνταν οι άντρες, ενώ εμείς κοιμόμαστε στο τσιμεντεδένιο δάπεδο του λάκκου, η μία δίπλα στην άλλη, επάνω σε φθαρμένες κουβέρτες που μύριζαν ψυλλόσκονη. 

[...] Περίμενα τη μητέρα μου, την περίμενα με λαχτάρα, γιατί της είχα παραγγείλει να μου φέρει οδοντόπαστα.

[...] "Η οδοντόπαστα;" ρώτησα τον φύλακα. "Μπα, θα μου ζητήσεις και τον λογαριασμό; Εγώ φταίω που δεν σου έφερε η μανούλα σου οδοντόπαστα;" 

[...] Και περνούσαν οι μέρες στον λάκκο της Μπουμπουλίνας. Καλοκαίρι. Αναστεναγμοί και παγωμάρα. Η σιωπή και το πέταγμα της μύγας. Είπα στη φίλη μου για ένα διήγημα του Χάμσουν που είχα διαβάσει πριν από καιρό με μια μύγα. Στράβωσε τα χείλη της: "Διαβάζεις τον ναζιστή Χάμσουν;" Ταράχτηκα. Ντρεπόμουν να της πω ότι δεν ήξερα τίποτα για το ποιόν του συγγραφέα! [...] Και ξαφνικά πανικός! Το παιδί από την Κύπρο έκοψε μ' ένα καθρεφτάκι τις φλέβες του.

[...] Σεπτέμβριο, μας μετέφεραν σ' ένα χάλαρο στην 3η Σεπτεμβρίου κι από κει στις Φυλακές Αβέρωφ. Κι έπειτα, καταχείμωνο, στους δρόμους πάλι της Αθήνας. Ένα βραδάκι βιαζόμουν για να είμαι στην ώρα μου στη συνάντηση με τον Νίκο Δούκα. Κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη άκουσα κάποιον που με φώναζε με το πατρικό μου και σωστά: "Γεωργεδάκη!"

Γύρισα ταραγμένη κι είδα τον φύλακα της οδού Μπουμπουλίνας. Αυτόν που μου είχε αγοράσει με δικά του λεφτά οδοντόπαστα. Χαιρόταν που με ξανάβλεπε. "Τι κάνεις, κοπέλα μου, έβαλες μυαλό; Σοβαρεύτηκες;" Τον χαιρέτησα ψυχρά· πάγωσε το χαμόγελο στα χείλη του. Εκείνη τη νύχτα είχα να πετάξω προκηρύξεις στα Πετράλωνα.

Η Μάρω Δούκα περιγράφει το πέρασμά της από τα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας και την πηγάδα ("Καλοκαίρι", από τη συλλογή "Τα μαύρα λουστρίνια", Πατάκης, 2005). Ήταν Αύγουστος του 1967. 

Στην πηγάδα βρέθηκε την ίδια εποχή και ο Διονύσης Σαββόπουλος. 

Είδα μια ξανθιά αεράτη να πλησιάζει μ’ ένα λουλούδι στο χέρι, γαρίφαλο ή τριαντάφυλλο, δεν θυμάμαι. Όπως επίσης δεν θυμάμαι το χρώμα του λουλουδιού. Κατά πάσα πιθανότητα κόκκινο. Κατέβηκε με αποφασιστικότητα τα σκαλιά και μίλησε στον φύλακα. «Σαββόπουλος!» φώναξε ο φύλακας. Πλησίασε ο Σαββόπουλος. «Σε ζητάει μια ξανθιά…» «Πού είναι;» μισόκλεινε τα μάτια του ο Σαββόπουλος. «Στραβούλιακα!» γέλασε ο φύλακας.

[...] Ξύπνησα από τη φασαρία. Είχαν ανεβάσει τη νύχτα στον Τέταρτο τον Σαββόπουλο και τον κατέβασαν ξημερώματα μισερωμένο. Τον αναβαστούσαν δύο και τον έκλεισαν σ’ ένα κελί.

(από "Τα μαύρα λουστρίνια", στο ίδιο όπως παραπάνω)

Μαζί τους στην πηγάδα και η κυρία Μάνου, αγωνίστρια του ΚΚΕ που είχαν φέρει εκεί μέχρι να τη στείλουν σε κάποιο ξερονήσι. Η κυρία Μάνου ήταν η θεία για τους νέους εκείνους, τους εμψύχωνε· και ο Σαββόπουλος έγραψε γι' αυτήν ένα τραγούδι, μα η λογοκρισία της δικτατορίας δεν τον άφησε να κυκλοφορήσει με αναφορά στο όνομά της κι έτσι έγινε "Η θεία Μάρω", ένα από τα τραγούδια στο Περιβόλι του τρελλού:


Στην υγρή μας την αυλή, στρώνει για να κοιμηθεί

η κυρία Μάρω.
Κλαίνε ακόμα κι οι σκληροί, μα έχει απόφαση σωστή
η κυρία Μάρω.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
πες μας για δράκους, πες μας για σπαθιά.

Τηλεόραση φτηνή, ψυγεία, δόσεις, γιωταχί
και οικοδομές.
Πριζουνίκ, πρατήρια και χρηματιστήρια
και διακοπές.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Στην κάμαρή σου περίμενέ μας αύριο, 
καθισμένη στο χαμηλό σοφά.

Την αλήθεια την πικρή δε θα την πω, μην τρελαθεί
η κυρία Μάρω.
Το χεράκι της θα κρατώ, δίπλα στο τζάκι θα τη βρω
την κυρία Μάρω.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, στην ποδιά σου αύριο, 
θα γείρουμε σαν ορφανά παιδιά.





Ήταν Αύγουστος του 1967. Η Μάρω, η πραγματική, ήτανε μόλις 20 χρονώ κορίτσι τότε. Κι έγραφε στην Πηγάδα, καταλήγοντας:

Όσο ονειροβατούσαμε, ξεγελιόμαστε με αυταπάτες. Μα το καπάκι πετάχτηκε, ο ατμός έγινε θολούρα, η κίνηση σημειωτόν επί τα αυτά. [...] Υποταγμένοι στα λογής αντικείμενα, εκείνου του βιβλίου, εκείνου του πίνακα, και προπαντός οι αφίσες και τα σήματα ειρήνης, τα σήματα κονκάρδες, κάτι σαν αγκύλωση στο μυαλό μας, κι αυτός ο όμορφος Γκεβάρα, επικίνδυνο πράγμα η ομορφιά. Θα πούμε είναι αδύνατη η μνήμη, ελαστική η συνείδηση. Ας ευλογήσουμε τα λογής αντικείμενα, όπως ο δούλος τον αφέντη του. Συχωροχάρτι και αλαζονεία μας: Η προηγούμενη γενιά δεν τα κατάφερε, κι ας έγραψε τραγούδια, μουσική, κι ας χάραξε μ' αιμα τ' αρχικά της στους δρόμους της ελευθερίας.

Μικρή αναφορά για τη σημερινή μέρα, όχι τόσο ή μόνο για να μην αδυνατίζει η μνήμη, αλλά κυρίως για τη συνείδηση, που δεν της πρέπει ελαστική να είναι...

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Ένας κότσυφας στη γειτονιά μας

Κότσυφας (Turdus merula) από εικόνα γκραβούρας. (Πηγή: Ευώνυμος Οικολογική Βιβλιοθήκη - Κατάλογος εικόνων)

Ένα κατάμαυρο πουλί με κίτρινο ράμφος ακούγεται ζωηρά εδώ και καιρό στη γειτονιά, κρύβεται στα δέντρα ή κάθεται καμαρωτό πάνω στα σύρματα της ΔΕΗ. Κελαηδά δυνατά και σταματά σαν να περιμένει απάντηση στο μήνυμα που στέλνει και πάλι ξεκινά. Πιάνω τον εαυτό μου να παρακολουθεί πολλή ώρα τη συνομιλία του με τα άλλα πουλιά (που είναι πολλά και χαίρομαι γι' αυτό) προσπαθώντας να μαντέψω τι άραγε να τους ζητά, ψάχνει ταίρι και φλερτάρει, είμαι σίγουρη πια, αλλά η τόση επιμονή του και τόσες μέρες, μήπως ακόμη δεν βρίσκει ανταπόκριση ο καημένος ο κότσυφας; 

Εγώ καμαρώνω τον κότσυφα της γειτονιάς μου κι ο ποιητής Γιώργος Μπλάνας ύμνησε τον Κότσυφα του σύμπαντος: 

"Τι όμορφα που είναι όταν ξυπνάς πριν ξημερώσει
κι ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει φτερουγίζοντας 
όλο φωτάκια και δροσιές ο κότσυφας του σύμπαντος
και λέει: «Επιθυμώ τη δύναμή σου για να φέρω
σε πέρας το άγαλμα της μέρας».
Πραγματικά, καλλίπυγος κι εύζωνος και γλυκιά
η μέρα προμηνύεται και κάνει
χαρές βαθιά η καρδιά και παροτρύνει
το στήθος να συλλάβει στον αέρα
βέλη και δόρατα μεγάλων έργων. Κρίμα!
Ερχεται ο ήλιος πύρινο γρανάζι πεινασμένο
στην βρώμικη φωλιά της πόλης και αρχίζει
να πνίγει τα ημερόπουλα: αίμα και σάρκα
μυρίζει και ο κότσυφας του σύμπαντος γυρίζει
ποιος ξέρει πού. Πολύ φοβάμαι..."

Κι Νιόνιος στο Κανονάκι μας τραγούδησε για τον κότσυφα και τα κοτσυφόπουλα.