Μια παράξενη ιστορία, παράξενη γραφή, πρωτότυπη γραφή. Μια ιστορία για το πώς γράφεται μια ιστορία. Αρχίζει σιγά σιγά, σαν ένα σχεδίασμα πάνω στην επινόηση της ιστορίας και της ηρωίδας της Νορντεστίνας.
"...Και να που φόβος με κυρίευσε με το που έβαλα τη Νορντεστίνα σε λέξεις. Και το ερώτημα είναι: πώς γράφω; Βεβαιώνω πως γράφω εξ ακοής, όπως έμαθα αγγλικά και γαλλικά εξ ακοής. Πρόγονοί μου στη γραφή; Είμαι ένας άνθρωπος με περισσότερα χρήματα από εκείνους που πεινάνε, πράγμα που με κάνει κατά κάποιον τρόπο ανειλικρινή.
... Οχι, δεν είναι εύκολο να γράφεις. Είναι σκληρό σαν να σπας βράχους. Αλλά πετάγονται σπίθες και σχίζες σαν ατσάλι που λαμποκοπά.
Αχ, πώς φοβάμαι να ξεκινήσω και να μην ξέρω ακόμη ούτε καν το όνομα της κοπέλας..."
Νορντεστίνα, η κοπέλα από το Νορντέστε, βορειοανατολικά της Βραζιλίας, την περιοχή που πρώτοι εξερεύνησαν οι Πορτογάλοι, την περιοχή με πλούσιο λαϊκό πολιτισμό και πλούσιο φυσικό περιβάλλον, αλλά και την περιοχή που παραμένει η φτωχότερη στη Βραζιλία.
"Σαν τη Νορντεστίνα υπάρχουν χιλιάδες κοπέλες σκορπισμένες σε τρώγλες, νοικιάζοντας ένα κρεβάτι σε κοινή κάμαρη, να εργάζονται πίσω από θυρίδες μέχρι εξόντωσης..."
Η ώρα του αστεριού (Αντίποδες, 2016). Το τελευταίο βιβλίο της Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1997), της Εβραίας Ουκρανικής καταγωγής Βραζιλιάνας συγγραφέα που έχει ονομαστεί και συγγραφέας-μάγισσα για τις παράξενες (;) ιστορίες της. Το τελευταίο βιβλίο της είναι λένε και το πιο πολιτικό (λες και το πολιτικό στη λογοτεχνία μπορεί να έχει όρια και και διακριτικά).
Επινοεί έναν άντρα για συγγραφέα που αναζητά την ιστορία και την κοπέλα που θα πρωταγωνιστήσει. Και γράφει για τη Μακαμπέα, το φτωχό κορίτσι από την πάμφτωχη περιοχή Αλαγκόα του Νορντέστε, που κοιμάται σε ένα δωματιάκι με πολλά άλλα κορίτσια, που τρώει μόνο χοτ-ντογκ, που η μόνη της πολυτέλεια ήταν μια γουλιά κρύου καφέ πριν κοιμηθεί, που πάει στη χαρτορίχτρα για να της πει τη μοίρα της και που τελικά...
Αλλά, ας μην πω όλη την ιστορία, αξίζει να τη διαβάσει κανείς. Μια ιστορία για τη φτώχεια των κοριτσιών της περιοχής αυτής της Βραζιλίας και η μοίρα η προδιαγεγραμμένη (;). Όπου φτωχός κι η μοίρα του, σκέφτηκα μόλις έφτασα στο τέλος της ιστορίας. Και τι μένει τελικά; Μια πίκρα για τη μοίρα των κοριτσιών αυτών.
Μήπως μια πίκρα για τη μοίρα των γυναικών συνολικά; Μήπως αυτό το μήνυμα ήθελε να δώσει η συγγραφέας; Δεν ξέρω, ίσως... Αυτοβιογραφικό μήπως; Ίσως... Γράφει στη σελίδα 38:
"Όμως εγώ έχω πλήρη επίγνωση της ύπαρξής της: μέσω της νέας αυτής ουρλιάζω τον δικό μου τρόμο στη ζωή. Στη ζωή που αγαπάω τόσο."
Και να πώς τελειώνει:
"Θεέ μου, τώρα μονάχα θυμήθηκα πως πεθαίνουμε Μα - μα κι εγώ ακόμη;!
Να μην ξεχνάμε πως προς το παρόν είναι η εποχή για φράουλες.
Ναι."
Το είπα, η ιστορία ειναι παράξενη. Υπαρξιακή; Πολιτική; Κοινωνική; Αλλιώτικη; Ανθρώπινη;
Όλα μαζί. Αλλά, αξίζει να διαβαστεί. Και ... τι σύμπτωση, είναι κι εδώ τώρα η εποχή για φράουλες...
Θέλω να πω δυο λόγια και για το ίδιο το βιβλίο. Καταρχάς, τα κείμενα που συνοδεύουν την ιστορία, τόσο το επίμετρο της Ελέν Σιξού με τίτλο "Ο συγγραφέας και η αλήθεια" όσο και τα δύο κείμενα του μεταφραστή Μάριου Χατζηπροκοπίου με τίτλο "Εργοβιογραφικό" και "Σημείωμα", είναι πολύ ενδιαφέροντα και πολύ χρήσιμα, δίνοντας πληροφορίες για το έργο και για την προσωπικότητα της συγγραφέα που είναι λίγο γνωστή μέχρι σήμερα στη χώρα μας. (Πρέπει βέβαια να πω ότι στις εκδόσεις Τυπωθήτω είχε ήδη από το 2008 εκδοθεί το πρώτο βιβλίο της Λισπέκτορ "Κοντά στην άγρια καρδιά" με μετάφραση Αμαλίας Ρούβαλη, το έχω διαβάσει και είναι επίσης εξαιρετική δουλειά).
Και τέλος, να σημειώσω ότι, συνολικά, είναι μια όμορφη, καλαίσθητη έκδοση, από ένα νέο εκδοτικό, που δείχνει να σέβεται και να θέλει να υπηρετήσει την παράδοση των καλών εκδοτικών της χώρας μας, με σεβασμό στην ποιότητα, όχι μόνο του περιεχομένου, αλλά και της συνολικής εμφάνισης του βιβλίου, με σεβασμό στο βιβλίο ως έννοιας και ως ιδέας και, τελικά, με σεβασμό στον αναγνώστη.