Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστούγεννα 2015. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστούγεννα 2015. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Τὸ φλουρὶ τοῦ φτωχοῦ, του Παύλου Νιρβάνα




Τὸ πρῶτο φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας, ποὺ μοῦ ἔπεσε, βγῆκε μοιρασμένο. Ἦταν ἀληθινὸ φλουρί, γιατί ὁ πατέρας μου τὸν καιρὸ ἐκεῖνο συνήθιζε νὰ βάζει στὴ βασιλόπιτα τοῦ σπιτιοῦ μας μιὰ χρυσὴ ἀγγλικὴ λίρα.
Πῶς ἔρχονται τὰ πράματα καμιὰ φορά!
Ὁ πατέρας μου, ὄρθιος μπροστὰ στὸ ἁγιοβασιλιάτικο τραπέζι, ἔκοβε τὴν πίτα, ὀνοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πρὶν κατεβάσει τὸ μεγάλο μαχαίρι τοῦ ψωμιοῦ. Ἀφοῦ ἔκοψε τὸ κομμάτι τοῦ σπιτιοῦ, τῶν ἁγίων, τὸ δικό του καὶ τῆς μητέρας μου, πρὶν ἀρχίσει τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν, σταμάτησε σὰν νὰ θυμήθηκε κάτι.
- Ξεχάσαμε, εἶπε, τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ. Αὐτὸ ἔπρεπε νά ῾ρθει ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Ἂς εἶναι ὅμως. θὰ τὸ κόψω τώρα κι ὕστερα θ᾿ ἀρχίσω τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν. Πρῶτα ὁ φτωχός. Κατέβασε τὸ μαχαίρι καὶ εἶπε:
- Τοῦ φτωχοῦ.
Ἔπειτα θὰ ἐρχόταν τὸ δικό μου κομμάτι, ποὺ ἤμουν ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ παιδιά.
Καθὼς τραβοῦσε ὅμως τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ κόψει τὸ δικό μου, τὸ χρυσὸ φλουρὶ κύλησε στὸ τραπεζομάντιλο. Τὸ κόψιμο τῆς πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι ὁ πατέρας ὅλους μας.
-Ποιανοῦ εἶναι τώρα τὸ φλουρί; εἶπε ἡ μητέρα μου. Τοῦ φτωχοῦ ἢ τοῦ Πέτρου; Ἐγὼ λέω πῶς εἶναι τοῦ Πέτρου.
Ἡ καημένη ἡ μητέρα! Τὸ εἶχε καημὸ νὰ πέσει σ᾿ ἐμένα.
-Οὔτε τοῦ φτωχοῦ εἶναι, εἶπε ὁ πατέρας μου, οὔτε τοῦ Πέτρου. Τὸ σωστὸ σωστό. Τo φλουρὶ μοιράστηκε. Ἦταν ἀνάμεσα στὰ δυὸ κομμάτια. Καθὼς τὰ χώρισα μὲ τὸ μαχαῖρι, ἔπεσε κάτω. Τὸ μισὸ λοιπὸν εἶναι τοῦ φτωχοῦ, τὸ μισὸ τοῦ Πέτρου.
- Καὶ τί θὰ γίνει τώρα; ρώτησε στενοχωρημένη ἡ μητέρα μου.
- Τί θὰ γίνει;... Συλλογιζόμαστε κι ἐμεῖς.
- Μὴν πονοκεφαλᾶτε, εἶπε ὁ πατέρας. Ἄνοιξε τὸ πορτοφολάκι του, ἔβγαλε ἀπὸ μέσα δυὸ μισὲς χρυσὲς λίρες (τὸ χρυσάφι δὲν εἶχε κρυφτεῖ ἀκόμα) καὶ τὶς ἀκούμπησε στὸ τραπέζι.
- Νά, τί θὰ γίνει. Αὐτὴ φυλάξτε τη, νὰ τὴ δώσετε στον πρῶτο ζητιάνο, ποὺ θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα μας. Εἶναι ἢ τύχη του. Ἡ ἄλλη μισὴ εἶναι τοῦ Πέτρου. Καὶ μοῦ τὴν ἔδωσε.
- Καλορίζικη! Καὶ τοῦ χρόνου, παιδί μου! Εἶσαι εὐχαριστημένος;
Ἤμουν καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Ἡ ἰδέα μάλιστα πὼς είχα συντροφέψει μὲ τὸ φτωχὸ μὲ διασκέδαζε.
- Θὰ τοῦ τὴ δώσω ἐγὼ μὲ τὸ χέρι μου, εἶπα καὶ γελούσαμε ὅλοι μὲ τὴν παράξενη τύχη μου.
Τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ πείραζαν. Ὁ σύντροφος τοῦ φτωχοῦ. Μονάχα ὁ πατέρας μου δὲ γελοῦσε.
Ἐκεῖνος μὲ τράβηξε κοντά του, μὲ φίλησε καὶ μοῦ εἶπε:
- Μπράβο σου! Εἶσαι καλὸ παιδί.
Τὸ ἄλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε ἡ πόρτα. Κάτι μοῦ ἔλεγε πὼς ἦταν ζητιάνος, ποὺ ἔφτανε βιαστικὸς νὰ πάρει τὸ μερίδιό του. Ἔτρεξα στὴν πόρτα μὲ τὴ μισὴ λίρα. Ἦταν ἕνας γέρος φτωχός, μὲ κάτασπρη γενειάδα, γυρτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια, καὶ τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μουρμούριζε εὐχές.
- Πάρε, παππού, τοῦ εἶπα. Ὁ γέρος, ποὺ δὲν ἔβλεπε καλὰ καὶ τοῦ εἶχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα ἀπὸ τὰ χρονιὰ τὸ χρυσὸ νόμισμα, τὸ ἔφερε κοντὰ στὰ μάτια του, γιὰ νὰ τὸ κοιτάξει καλύτερα. Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς κρατοῦσε χρυσάφι στὰ χέρια του, τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ποὺ ὅλοι ἔδιναν στοὺς φτωχοὺς δίλεπτα καὶ μονόλεπτα.
- Τί εἶναι αὐτό, παιδάκι μου; μὲ ρώτησε.
-Μισὴ λίρα εἶναι, παππού, τοῦ εἶπα. Πάρε την, δική σου εἶναι.
Ὁ καημένος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψει. Μήπως ἔκαμες λάθος, παιδάκι μου; Γιὰ ρώτησε τοὺς γονεῖς σου.
Τοὺ ἐξήγησα μὲ τί τρόπο εἴχαμε μοιραστεῖ τὸ φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας. Ὁ γέρος ἔτρεμε ἀπὸ τὴ χαρά του. Σήκωσε ψηλὰ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ εἶπε:
-Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος! Νὰ ζήσεις, παιδάκι μου, καὶ νὰ σὲ χαίρονται οἱ γονιοί σου. Καὶ ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ ἀξιώσει νὰ ῾χεις πάντα ὅλα τὰ καλὰ καὶ νὰ τὰ μοιράζεις μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδικημένους. Τὴν εὐχή μου νά ῾χεις!
Μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή του, σήκωσε πάλι ψηλὰ κατὰ τὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ κατέβηκε μὲ τὸ ραβδί του τὴ σκάλα. 
                          
---------------------------------------------

Καλή Πρωτοχρονιά. 

Καλή, καλύτερη χρονιά!

(Αντέγραψα το διήγημα του Παύλου Νιρβάνα από σελίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η φωτογραφία είναι από εδώ, πριν από ένα χρόνο, κι όμως δυστυχώς είναι σαν σήμερα!) 

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Για ένα τριματάκι απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο: τα Χριστούγεννα του Τάσου Λειβαδίτη


Χριστούγεννα 2015 και πρόσφυγες (Σκίτσο του Γιάννη Αντωνόπουλου. Πηγή: left.gr).

..........................................

Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
– Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα-ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.

Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.

Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.

Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.


Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το ποίημα "Παραμονή Χριστουγέννων". Το έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης το 1950 στη Μακρόνησο και κυκλοφόρησε το 1956 (στη συλλογή "Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο"). 

Λίγο αργότερα, ο ποιητής έγραφε:

Στην αρχή ήταν το  χάος.
Μετά γεννήθηκα εγώ, μονάχος, σ' ένα κόσμο ραγισμένο
μ' ένα κουρελιασμένο Θεό που γύριζε από πόρτα σε πόρτα
ζητιανεύοντας την ύπαρξή του.
Ύστερα γίναμε ξαφνικά δυό
φιληθήκαμε
κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλο.

Είναι το ποίημα "Γένεσις (έκδοση γ')" που ανήκει στη συλλογή "Ποιήματα (1958-1964)" και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος (έχω την τρίτη έκδοση, 1984, απ' όπου και το αντέγραψα).

Πολύ αργότερα, σαν να μαλάκωσε κι έγραφε στο ποίημα "Ο αδελφός Ιησούς":

...................................................................
Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες –μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία!
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.

Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.
.................................................................

Πρόσφυγες 2015 (Πηγή φωτογραφίας: ΕΡΤ Αιγαίου)

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Χριστούγεννα 2015: ν’ ανοίξω τον Παράδεισο να βάλω τα παιδάκια, να βγάλλ’ απού την κόλαση χιλιάδες και μυριάδες...



      Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα
      και φέρε και γλυκό κρασί να πιούν τα παλληκάρια
      κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα,
      ανοίξετε την πόρτα σας, να πούμε καλησπέρα
     κι ακόμα δεν τον ηύρηκες τον μάνταλο ν' ανοίξεις
     να μας εβάλεις μια ρακή κι ύστερα να σφαλίξεις...

Τα παραπάνω είναι παραδοσιακά κάλαντα Κρήτης. Τα βρίσκει κανείς σε πολλές πηγές, εγώ τ' αντέγραψα από το καλαίσθητο βιβλιαράκι "Σας τα' παν άλλοι; Το Δωδεκαήμερο στην ελληνική παράδοση" (εκδ. Εν πλώ, 2014), το οποίο περιέχει πληροφορίες, έθιμα και παραδόσεις για τις ημέρες των εορτών από διάφορα μέρη της Ελλάδας (κείμενα του Γιώργη Βενετούλια και ζωγραφιές της Ελένης Διαμαντοπούλου), καθώς και παραδοσιακά κάλαντα, τα οποία περιέχονται σε CD που συνοδεύει το βιβλίο (τραγουδούν Χρ. Αηδονίδης, Ελ. Αρβανιτάκη, Σαβ. Γιαννάτου, Παντ. Θαλασσινός, Μιχ. Τζουγανάκης, Κατ. Παπαδοπούλου, Ηλ. Πιλάλης, Σοφ. Παπάζογλου, Χρ. Τσιαμούλης, Δημ. Υφαντής, Παιδική Χορωδία Τσιαμούλη).



Από την άλλη, γινόμαστε καθημερινά θεατές - παθητικοί οι περισσότεροι - μιας χωρίς τέλος ανθρώπινης τραγωδίας στη θάλασσα του Αιγαίου. Δεν μπορώ να μην ξαναθυμηθώ τα κάλαντα του Παύλου Βλαστού, που πριν ένα χρόνο είχα πάλι αναρτήσει: 

            …………………………………………………………….

-Δώσε μου μάνα, τ’ αργυρά και τα χρυσά κλειδάκια,
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο να βάλω τα παιδάκια,
να βγάλλ’ απού την κόλαση  χιλιάδες και μυριάδες,
να ιδώ τον Αρχιστράτηγο που τρέμ’ η γης  κι ο κόσμος,
όντε ξετάζει τση ψυχαίς αμαρτωλαίς και δίκαις.
Εκιά που παν οι δίκαιοι είναι διπλοστρωμένα,
με μήλα, με τριαντάφυλλα, μ’ άνθη ξεφουντωμένα,
στη μέση κάθεται ο Θεός, δεξιά η Παναγία
Κι ο Πρόδρομος ο Βαφτιστής εις του Χριστού το πλάι
τα τάγματα τ’ αγγελικά τριγύρω φτερουγίζουν
και προσκυνούν οι δίκαιοι, δοξάζουνε και ψάλλουν.
Μα ΄κεί απού ‘παν οι αμαρτωλοί φίδια ‘ναι και λιακώνια,
Κόλασες και πίσσες και φωθιές, δαιμόνοι και τελώνια…

……………………………………………………………………………………………


Πλάι στο Καλά Χριστούγεννα, την ίδια ευχή και φέτος




ν’ ανοίξω τον Παράδεισο να βάλω τα παιδάκια, να βγάλλ’ απού την κόλαση  χιλιάδες και μυριάδες...