Συνεχίζοντας το μικρό αφιέρωμα στη Βικτωρία Θεοδώρου που έφυγε πριν από 10 μέρες, θ' αναφερθώ στο βιογραφικό και αυτοβιογραφικό αφήγημά της "Τράικο" (Κέδρος, 1982). Τράικο ήταν ο πατέρας της, ο Τράικο Τόντορ Οροφτσάνωφ από το Βέλες της Βόρειας Μακεδονίας, κατά κόσμον (των Χανίων) Τράικο ή Ευστάθιος (Στάθης) Θεοδώρου. Ήταν λαϊκός ζωγράφος και αγιογράφος, εικόνες του υπάρχουν σε εκκλησίες στην πόλη των Χανίων και στα Τοπόλια Κισσάμου, το χωριό της γυναίκας του.
Ο Τράικο ήταν γιος βιοπαλαιστών και εγγονός χαϊντούκων*. Γεννήθηκε το 1886. Έφυγε κυνηγημένος από τον τόπο του και βρέθηκε στον Πύργο Ηλείας, όπου κάποιος καλός άνθρωπος με το όνομα Καραβασίλης τον πήρε κοντά του και του 'δωσε μπογιές να ζωγραφίζει όταν αντιλήφθηκε το ταλέντο του. Ύστερα, ο Τράικο έφυγε για την Αθήνα, γνώρισε τη Μαρία από τα Χανιά, παντρεύτηκαν και κατέβηκαν στην Κρήτη, στα Τοπόλια** Κισσάμου, το χωριό της Μαρίας. Έκαναν τρία παιδιά. Το 1927 έφυγε στα καράβια να βρει καλύτερη τύχη, μα γύρισε πίσω γρήγορα και ξαφνικά, αγνώριστος, αδύναμος, σχεδόν σακάτης.
Η μικρή Βικτωρία θυμάται που επισκεπτόταν τον πατέρα της στο ατελιέ του. Και τον καμάρωνε.
Γέροι Χανιώτες θυμούνται ακόμα τον ωραίο αυτό τύπο, το "Σέρβο" ζωγράφο, τον κοινωνικό και προοδευτικό ξένο και το μαγαζί του στα "παπλωματάδικα", ανάμεσα στο "Κρύο Βρυσάλι" και τον "Κάτωλα".
Μένανε στη συνοικία της Νέας Χώρας. Να πώς την περιγράφει:
Η γειτονιά αυτή απλωνόταν σιγά σιγά κι ετράνευε με τη συγκέντρωση φτωχών χωρικών από τις ανατολικές επαρχίες που αφήνοντας τα χωριά τους, έρχονταν στη χώρα για να βρουν καλύτερη μοίρα και να τρων άσπρο ψωμί. Οι περισσότεροι κατάληγαν προλετάριοι και οι γυναίκες τους παραδουλεύτρες ή χορτομαζώχτρες. Αυτός ήταν ο λόγος που οι Χανιώτες, από τον Άγιο Κωνσταντίνο και κάτω, θεωρούσαν τους φιλόπονους αυτούς ανθρώπους κατώτερους και τη συνοικία τους "λαϊκή", με σημασία περιφρονητική. Κι όμως τα φτωχά εκείνα σπίτια, τα περισσότερα χτισμένα από τα ίδια τοςυ τα χέρια, έλαμπαν από την πάστρα, στολισμένα με υφαντά και νταντέλες, με γλάστρες μυριστικά και λουλούδια.Με κληματαριές και με πολλές μουριές, για τα σπιτικά μεταξαριά τους...
Η Νέα Χώρα είναι συνοικία με ιστορία, με συμμετοχή των ανθρώπων της στους εργατικούς αγώνες και στην Εθνική Αντίσταση. Συνεχίζει η Βικτωρία Θεοδώρου:
Ήταν γύρω στα 1930 όταν φούντωνε το εργατικό κίνημα στα Χανιά. Το παραθαλάσσιο καφενείο του "Φραγκιού" δυτικά από το μεγάλο λιμάνι, πέρα στο λιμανάκι με τις τράτες και τις βάρκες, καθώς ήταν απόμερο είχε γίνει το "στέκι" των εργατών και των ψαράδων. Αριστερά του η ερημιά του εβραϊκού νεκροταφείου, τα "Εβραίικα", όπου τις νύχτες εσφάνταζε και ψυχή δεν τολμούσε να περάσει από κει. Από το μικρό ιστορικό αυτό καφενείο ξεκίνησε το κίνημα στη δικτατορία του 1936. ***
Παρακάτω, εμφανίζονται μερικές ζωγραφιές και εικόνες του πατέρα της που περιέχονται στο βιβλίο.
Ο Τράικο ήταν γιος βιοπαλαιστών και εγγονός χαϊντούκων*. Γεννήθηκε το 1886. Έφυγε κυνηγημένος από τον τόπο του και βρέθηκε στον Πύργο Ηλείας, όπου κάποιος καλός άνθρωπος με το όνομα Καραβασίλης τον πήρε κοντά του και του 'δωσε μπογιές να ζωγραφίζει όταν αντιλήφθηκε το ταλέντο του. Ύστερα, ο Τράικο έφυγε για την Αθήνα, γνώρισε τη Μαρία από τα Χανιά, παντρεύτηκαν και κατέβηκαν στην Κρήτη, στα Τοπόλια** Κισσάμου, το χωριό της Μαρίας. Έκαναν τρία παιδιά. Το 1927 έφυγε στα καράβια να βρει καλύτερη τύχη, μα γύρισε πίσω γρήγορα και ξαφνικά, αγνώριστος, αδύναμος, σχεδόν σακάτης.
Ο λαουτιέρης Μανώλης Θεοδωράκης ή Θεοδωρομανώλης, αδελφός της Βικτωρίας Θεοδώρου (Πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=dPghJ9AMukk. Και άλλη φωτογραφία εδώ: http://rebetcafe.blogspot.com/2010/10/blog-post_5124.html) |
Η μικρή Βικτωρία θυμάται που επισκεπτόταν τον πατέρα της στο ατελιέ του. Και τον καμάρωνε.
Γέροι Χανιώτες θυμούνται ακόμα τον ωραίο αυτό τύπο, το "Σέρβο" ζωγράφο, τον κοινωνικό και προοδευτικό ξένο και το μαγαζί του στα "παπλωματάδικα", ανάμεσα στο "Κρύο Βρυσάλι" και τον "Κάτωλα".
Μένανε στη συνοικία της Νέας Χώρας. Να πώς την περιγράφει:
Η γειτονιά αυτή απλωνόταν σιγά σιγά κι ετράνευε με τη συγκέντρωση φτωχών χωρικών από τις ανατολικές επαρχίες που αφήνοντας τα χωριά τους, έρχονταν στη χώρα για να βρουν καλύτερη μοίρα και να τρων άσπρο ψωμί. Οι περισσότεροι κατάληγαν προλετάριοι και οι γυναίκες τους παραδουλεύτρες ή χορτομαζώχτρες. Αυτός ήταν ο λόγος που οι Χανιώτες, από τον Άγιο Κωνσταντίνο και κάτω, θεωρούσαν τους φιλόπονους αυτούς ανθρώπους κατώτερους και τη συνοικία τους "λαϊκή", με σημασία περιφρονητική. Κι όμως τα φτωχά εκείνα σπίτια, τα περισσότερα χτισμένα από τα ίδια τοςυ τα χέρια, έλαμπαν από την πάστρα, στολισμένα με υφαντά και νταντέλες, με γλάστρες μυριστικά και λουλούδια.Με κληματαριές και με πολλές μουριές, για τα σπιτικά μεταξαριά τους...
Η Νέα Χώρα είναι συνοικία με ιστορία, με συμμετοχή των ανθρώπων της στους εργατικούς αγώνες και στην Εθνική Αντίσταση. Συνεχίζει η Βικτωρία Θεοδώρου:
Ήταν γύρω στα 1930 όταν φούντωνε το εργατικό κίνημα στα Χανιά. Το παραθαλάσσιο καφενείο του "Φραγκιού" δυτικά από το μεγάλο λιμάνι, πέρα στο λιμανάκι με τις τράτες και τις βάρκες, καθώς ήταν απόμερο είχε γίνει το "στέκι" των εργατών και των ψαράδων. Αριστερά του η ερημιά του εβραϊκού νεκροταφείου, τα "Εβραίικα", όπου τις νύχτες εσφάνταζε και ψυχή δεν τολμούσε να περάσει από κει. Από το μικρό ιστορικό αυτό καφενείο ξεκίνησε το κίνημα στη δικτατορία του 1936. ***
Παρακάτω, εμφανίζονται μερικές ζωγραφιές και εικόνες του πατέρα της που περιέχονται στο βιβλίο.
--------------------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις
* Χαϊντούκοι ήταν για τις σλαβικές περιοχές οι παράνομοι, οι φυγάδες, οι αντάρτες, ό,τι οι κλέφτες και αρματωλοί στην Ελλάδα ή και οι χαϊνηδες στην Κρήτη. Η ετυμολογία της λέξης (хајдук) συνδέεται με την τουρκική haydut που σημαίνει ληστής, κλέφτης (βλ. και εδώ: https://www.wikiwand.com/en/Hajduk). Για την ετυμολογία της λέξης χαϊνης, στο Λεξικό του δυτικοκρητικού ιδιώματος του Αντ. Ξανθινάκη διαβάζουμε ότι προέρχεται από την τουρκική hain που σημαίνει προδότης, αχάριστος (το οποίο, βέβαια, προέρχεται από το αραβικό ḵẖāʼin με την ίδια σημασία).
** Για τα Τοπόλια, η Βικτωρία Θεοδώρου αναφέρει ότι είναι σλάβικο όνομα, προέρχεται από το τοπόλ που θα πει λεύκα. Και ο Μπαμπινιώτης το περιλαμβάνει στον "Επιλεκτικό πίνακα παλαιότερων ξενικής προελεύσεως όρων που εξελληνίστηκαν ή υποχώρησαν ή η χρήση τους δεν είναι ευρύτερα γνωστή", αναφέροντας το "τοπόλι" ως παλαιότερο δάνειο από το σλαβικής προέλευσης topol (λεύκα).
*** Η Νέα Χώρα είναι και ο δικός μου γενέθλιος μικρός τόπος και οι εικόνες από τη δεκαετία του '60 που θυμάμαι είναι σχεδόν ίδιες. Και πιο πολύ θυμάμαι τις μουρνιές στα πεζοδρόμια της Ακτής Κανάρη. Απέναντι, στην αρχή της παραλίας, ήταν το καφενείο του Φραγκιού. Τον θυμάμαι μεγάλο. Τώρα, βέβαια, το καφενείο δεν υπάρχει και δύσκολα εντοπίζω πού ήταν το πατρικό μου εκείνο, η ομορφιά όμως της συνοικίας δεν χάνεται, όπως και η ιστορία της και οι μνήμες που κρατούν τους ανθρώπους ζωντανούς.