Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δικτατορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δικτατορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Κλίμακα Μπόγκαρτ, της Μαρίας Φακίνου: μνήμη και διαχείριση του παρελθόντος

Να 'χες ένα όνομα να το 'δινες στην κλίμακα της μνήμης και όλη η ανθρωπότητα [...] παγκοσμίως, Κινέζοι λευκοί Αιθίοπες, να μετρούσαν το βάρος, το βρασμό, το θυμό της μνήμης [..]

Έτσι, η συγγραφέας επινόησε μια τέτοια κλίμακα και της έδωσε το όνομα Μπόγκαρτ, από τον Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ που τον προτίμησε ίσως από τον Αλέν Ντελόν ή τον Μάρλον Μπράντο; Σημασία έχει ότι πρόκειται για ένα πολύ ωραίο βιβλίο που πραγματικά απόλαυσα διαβάζοντάς το.

Πρωτότυπη γραφή, μακροπερίοδος λόγος, χωρίς ή με ελάχιστα σημεία στίξης, όπου η αφήγηση της ιστορίας, σε δεύτερο πρόσωπο,  διακόπτεται με την παρεμβολή, σε πλάγια γραφή, μιας άλλης φωνής που ξεπροβάλλει λες για να συμπληρώσει ή να σχολιάσει, ενίοτε ειρωνικά, τα λόγια του αφηγητή.

[...] πούλησε η γυναίκα σου ένα μικρό χωράφι στο χωριό, την έβαλες και συνεταίρο

Κιμπάρης

γωνία Σόλωνος, τέσσερα τραπεζάκια όλα κι όλα, [...]

Ωραίες εικόνες στις λεπτομέρειές τους, σαν διαδοχικές σκηνές από ντοκιμαντέρ, όταν ας πούμε μιλά για τη ζωή στο χωριό και τη ζωή στο μικρό διαμέρισμα της πόλης

[...] κρύο και στο χωριό τα τζάκια φουντωμένα, οι δρόμοι λασπωμένοι, στο καφενείο έχουν μαζευτεί για να δουν το σήριαλ που βλέπει κι εκείνη, η γυναίκα σου, [...] 

στην πόλη μικρό διαμέρισμα, κεντρική θέρμανση, ο ακάλυπτος σκοτεινός, κάποια παράθυρα φωτίζονται τσαφ για μια στιγμή και μετά σκοτάδι πάλι, [...]

ή εικόνες ανάκατες με συλλογισμούς, όπως όταν μιλά για τις πλατείες

[...] οι πλατείες πάντα θυμίζουν σε κάποιον το χωριό του, ακόμα κι αν δεν έχει χωριό, το χωριό που κάποτε πήγε διακοπές, όλοι θέλουν να γυρίσουν στην πλατεία του χωριού τους [...]

Μα το σπουδαίο στο βιβλίο δεν είναι μόνο η τεχνοτροπία γραφής, ο τρόπος παρουσίασης της ιστορίας, αλλά και η ίδια η ιστορία, με κύριες αιχμές στη μνήμη του παρελθόντος και στον τρόπο που γίνεται η διαχείρισή της από τα διαφορετικά πρόσωπα - πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες του έργου που ως αναγνώστρια παρακολουθώ.

[...] η γυναίκα σου

Η άγια αυτή γυναίκα που ποτέ δεν έχωσε τη μύτη της πουθενά

που ήξερε αλλά ποτέ δεν σε αμφισβήτησε, σε φρόντιζε χωρίς ποτέ να σε ρωτήσει για τα χρόνια που ήσουν φαντάρος, όχι επειδή είχε μεγάλη καρδιά, που είχε, όχι από άγνοια ή αγαθοσύνη, ούτε επειδή πίστευε ότι το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν

Το παρελθόν σου σε ακολουθεί μια ζωή

αλλά επειδή,  [...] Τον άνθρωπό σου τον δέχεσαι με τα καλά του και με τα κακά του

Πρωταγωνιστούν η μάνα  - που ξέρει μα δε μιλά, η κόρη - που βρίσκει μια φωτογραφία του οικογενειάρχη πατέρα της όταν ήταν φαντάρος και ο πατέρας - ο καλός οικογενειάρχης, που έκανε φαντάρος - γραφέας υπασπιστηρίου το 1972. Ήταν

Ο οφθαλμός της επαναστάσεως

Παρακολουθούμε πώς οι τρεις αυτοί άνθρωποι διαχειρίζονται το χουντικό παρελθόν του ενός εξ αυτών. Σε κάποια συνέντευξή της, η συγγραφέας είπε ότι η ιδέα για το βιβλίο γεννήθηκε όταν πριν από λίγα χρόνια είχε διαβάσει πως στην Αργεντινή τα παιδιά των βασανιστών της χούντας του Βιντέλα είχαν δημιουργήσει σύλλογο για να αντιμετωπίσουν  το τραύμα από τη συγγένεια με τα πρόσωπα αυτά. Διαβάζοντας, θυμήθηκα και εκείνο το συγκλονιστικό θεατρικό έργο του Ariel Dorfman «Ο θάνατος και η κόρη» (The death and the maiden).*

Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήθελα να δώσω άλλα στοιχεία για την ιστορία του βιβλίου, αξίζει να διαβαστεί και να προβληματίσει για το ζήτημα που εύστοχα, λιτά, λογοτεχνικά, θίγει η Μαρία Φακίνου˙ είναι το ζήτημα της μνήμης του παρελθόντος και της διαχείρισής της όταν αυτή σχετίζεται με προσωπικά βιώματα, με στενές συγγενικές σχέσεις και ιδίως με τις σχέσεις γονιού με παιδί.

Είναι από τα πολύ ωραία και ιδιαίτερα βιβλία που διάβασα τη χρονιά που πέρασε.

--------------------------------------------------

* Το έργο αφορά τη συνάντηση μέσα στη νύχτα μιας γυναίκας με έναν άνδρα που χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της γιατί αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα˙ και ήταν μια απρόσμενη συνάντηση του θύματος με τον θύτη, ο άνδρας που ζήτησε τη βοήθειά της ήταν ο άνθρωπος που την είχε βασανίσει φριχτά στη διάρκεια της χούντας του Πινοσέτ στη Χιλή.  Έχει γυριστεί και σε ταινία, ενώ στην Ελλάδα έχει ανεβεί στο θέατρο με πρωταγωνίστρια τη Θέμιδα Μπαζάκα. Προσωπικά, ήρθα κοντά στο έργο με μια αξέχαστη παράσταση που είχα παρακολουθήσει το 1992 στο Λονδίνο. Γενικότερα, έχουν γραφτεί πολλά για τη διαχείριση της σχέσης με τους βασανιστές ενός καταπιεστικού καθεστώτος και για την αντιμετώπιση αυτού του τόσο βασανιστικού ζητήματος από τους ανθρώπους που βίωσαν τέτοιες καταστάσεις. Λίγα έχω γράψει σε τούτο το ιστολόγιο, ελάχιστη η συνεισφορά, όπως π.χ στην ανάρτηση Εξορίες γλώσσας και ναζισμός ή η γλώσσα μετά το Άουσβιτς με αναφορά στη γλώσσα ή σε δύο αναρτήσεις για έργα της Έρπενμπεκ ή σε άλλες αναρτήσεις με θέμα τη μνήμη κτλ.

Τρίτη 21 Απριλίου 2020

"Η επανάστασις υπήρξεν αναίμακτος..."


Μας κλείσανε σ' αυτά τα κελλιά. Κανείς δεν υπάρχει. Είτε κλάψεις είτε πονέσεις, κανείς δε γνοιάζεται. Ποιος γνοιάζεται για το διπλανό που βγάζει τα πνεμόνια του; Μόνο μην τους πεθάνεις. Αυτό απαγορεύεται από τον κανονισμό. Και απάνω όταν χτυπάνε το προσέχουνε. Δε θέλουνε μπερδέματα. Δύσκολες μετά οι διατυπώσεις. Το αποφεύγουν. Ξέρω ότι έχουνε ένα γιατρό, Κιούπη τον λένε, και προσέχει. Κρατάει το σφυγμό, και τους λέει αν μπορούν ή όχι να προχωρήσουν. Ξέρει να συνεφέρνει, και δίνει καρδιοτονωτικά όταν τους κάνουνε ηλεκτροσόκ. Ωστόσο, στην Αθήαν εξαφανίστηκαν κάμποσοι. Και δθο τρεις οικογένειες διατάχτηκαν να παραλάβουν φέρετρα σφραγισμένα. Εν τούτοις "η Επανάστασις υπήρξεν αναίμακτος...".

Έτσι περιγράφει την Κόλαση της Μπουμπουλίνας η ηθοποιός Κίττυ Αρσένη όταν την πιάσανε τον Απρίλη του 67, "στην οδό Μπουμπουλίνας, σ' ένα παλιό κτίριο, στα υπόγειά του, όπου στεγαζόταν τότε η Γενική Ασφάλεια", όπως περιγράφει την αντίστοιχη εμπειρία της η Μάρω Δούκα στην Πηγάδα (είχα γράψει εδώ).

Όταν πήγαν στο σπίτι να την πάρουν, έκαναν τις συστάσεις στη μάνα της: "Είμαι ο Λάμπρου [ο νέος προϊστάμενος της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών]. Και οι άλλοι δυό ανώτεροι αξιωματικοί της Ασφαλείας, Μπάμπαλης και Μάλλιος."

Ήτανε 2 ή 3 τη νύχτα. Το απόγευμα στο θέατρο την είχανε προειδοποιήσει να προσέχει, είχανε ήδη πιάσει το Μίκη.

Ο θόρυβος γύρω μου είναι εκκωφαντικός και παράξενος. Σιδερένιοι ήχοι χτυπάνε σαν τα καζάνια της κόλασης μέσα στο κεφάλι μου. Ακουμπάω το πρόσωπό μου στο τσιμέντο να δροσιστώ λιγάκι. Μυρίζει κάτουρο. Κατάλαβα. Εδώ θα είναι αυτό που λένε «αυστηρά απομόνωση». Δεν τρως, δεν πίνεις νερό και κάνεις τις σωματικές σου ανάγκες εδώ μέσα. Ο λαιμός μου είναι στεγνός. Έχω μια γεύση αίματος στο στόμα μου. Πιάνω το αριστερό μου μάτι που με καίει και το αισθάνομαι πρησμένο. Το κεφάλι μου κουδουνίζει και πονάει όπου και να τ’ ακουμπίσω. Τα μαλλιά μου μού μένουνε τούφες στα χέρια. Πονάνε τα πόδια μου στα πέλματα, οι κλειδώσεις των χεριών μου, πονάει το κορμί μου ολόκληρο και το μόνο που θέλω είναι νερό. Ένα ποτήρι νερό.
Τη ρίξανε στο κελί με το νούμερο 18. "Από σήμερα ονομάζομαι 18".

Από παντού ακούγονται φωνές, βογγητά, βρισιές, απειλές, όλα ανακατεμένα  στο όνομα της "αναιμάκτου επαναστάσεως".


Και ποιοί ήταν οι άνθρωποι αυτοί; Τι ήθελαν;

Τόσα χρόνια δε μας είχανε αφήσει να μιλήσουμε, να κουβεντιάσουμε, να διαβάσουμε. Μόλις είχαν αρχίσει να ψιθυρίζονται οι θρύλοι της Αντίστασης και το αίμα του Εμφύλιου πολέμου. Τότε τραγουδήσαμε «Το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού» και τη «Ρωμιοσύνη». Κλάψαμε τους νεκρούς μας, κηδέψαμε το Λαμπράκη και τον Πέτρουλα. Περπατήσαμε χέρι με χέρι στις Πορείες Ειρήνης. Αν η Πορεία Ειρήνης είναι ένα ψέμα, μας κάνανε αυτοί να το καταλάβουμε. Μας είπαν, δεν υπάρχουν περιστέρια. Τώρα φωτιά και σίδερο. Θα τους πολεμήσουμε. Με χαρτοπόλεμο στην αρχή. Πιάστηκα την ώρα του χαρτοπόλεμου. Δεν έχει σημασία. Θα τους πολεμήσουμε. Εγώ έπρεπε να τόχα καταλάβει νωρίτερα. Στο σχολείο ακόμα. Ο γυμνασιάρχης μάς έκανε φασιστικά κηρύγματα. Εγώ τότε προτίμησα την Αντιγόνη. Τίποτ’ άλλο.  

Ανακρίσεις καθημερινές, βασανιστήρια, φάλαγγα, πάνω κάτω, πάνω κάτω, στην ταράτσα, στην πηγάδα. Φάλαγγα...
'Οσην ώρα αυτός ο ξανθός με τους παραφουσκωμένους μυς βάραγε φάλαγγα, όλοι οι άλλοι χοροπηδάγανε απάνω μου, πατούσαν στο στομάχι μου, μου σφίγγανε το λαιμό, μου ανάβανε σπίρτα να μου κάψουνε τα μάτια. 
Δε μιλάει, άρα είναι κομμουνίστρια, της φωνάζει ο Λάμπρου. "Θα σας σφάξουμε όλους, θα σας κρεμάσουμε", την απειλεί. Κι ύστερα ήρθε στο κελί της ένας Γεωργαντάς και της λέει:
Σε λυπάμαι. Σε ανεβάζουν, σε κατεβάζουν. Γιατί δε μιλάς να ξεμπερδεύεις; Θα σου πω κάτι και να με θυμηθείς. Γιατί οι δεξιοί έχουν αυτοκίνητα, πάνε στη θάλασσα, χαίρονται τις ταβέρνες και τη ζωή τους; Ε; Γιατί ξέρουν το συμφέρον τους. Οι αριστεροί δε κοιτάνε το συμφέρον τους, παρά ασχολούνται με το τί κάνει ο κόσμος....

62 μέρες στην Ασφάλεια η Κίττυ Αρσένη κι ύστερα φυλακή. Το 1968 κατάφερε να φύγει από την Ελλάδα παράνομα και κατέθεσε στο Συμβούλιο της Ευρώπης τις συγκλονιστικές μαρτυρίες της από τα βασανιστήρια στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας. Όλα αυτά κυκλοφόρησαν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Θεμέλιο με τον τίτλο "Μπουμπουλίνας 18", ενώ επανέκδοση έγινε το 2013 από την εφημερίδα Αυγή.

Αφιερωμένα τα παραπάνω στην Εφημερίδα Καθημερινή και στον κύριο Ανδρέα Δρυμιώτη. Ο τελευταίος, συστήνεται σήμερα ως σύμβουλος επιχειρήσεων,  είναι όμως πολύ γνωστός, στους παλιούς τουλάχιστον, ως ο άνθρωπος της πληροφορικής από την δεκαετία του '80 και το Γραφείο Δοξιάδη, τη Singular κτλ., που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών στη χώρα μας. Η αφιέρωση της σημερινής ανάρτησης δεν οφείλεται στην προηγούμενη επαγγελματική και επιχειρηματική του δραστηριότητα, αλλά στις αντιαριστερές εμμονές του που ξεφεύγουν κάθε ορίου δημοκρατικής και διαλεκτικής αντιπαράθεσης, θεμιτής στο πλαίσιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, και αγγίζουν τα όρια μιας φασίζουσας συμπεριφοράς απέναντι σε ό,τι δεν είναι με το μέρος του, δεν του αρέσει, δεν συμφωνεί, δεν τον συμφέρει.

Αφορμή, η σημερινή μέρα της 21ης Απριλίου που έχει εγγραφεί στη μνήμη των παλιών, αλλά και στο υποσυνείδητο κάθε δημοκρατικού ανθρώπου ως ημέρα που ξεκίνησε μια μαύρη περίοδος στην πατρίδα μας και που κάθε άλλο παρά αναίμακτη και ήρεμη ήταν. Δεν είναι λοιπόν, τυχαίο, που διάλεξε η Καθημερινή ανήμερα της 21ης Απριλίου να δημοσιεύσει το άρθρο του κ. Δρυμιώτη με τον τίτλο "Ακόμα πληρώνουμε την 21η Απριλίου 1967", μάλλον διάλεξε να αναδημοσιεύσει το ίδιο ακριβώς άρθρο και με τον ίδιο τίτλο που είχε βάλει την ίδια μέρα το 2018! Γράφει ο κ. Δρυμιώτης: "Αν είχαν επίγνωση των πράξεών τους οι πρωταίτιοι της χούντας έπρεπε να είχαν αυτοκτονήσει γιατί απέτυχαν παταγωδώς. Επέβαλαν τη χούντα με το πρόσχημα ότι θέλουν να ανακόψουν την πορεία της Ελλάδας προς τον Κομμουνισμό και ουσιαστικά ενίσχυσαν την τάση αυτή όσο κανένας άλλος! " Αλήθεια, νομίζουν με τους λίβελλους του κ. Δρυμιώτη θα καταφέρουν την αποδόμηση της αριστεράς και των αριστερών, την αναθεώρηση της Ιστορίας, το σβήσιμο της μνήμης, την άφεση αμαρτιών στη χούντα και στους σύγχρονους εκφραστές της, ή αναζητούν την κατασκευή ενός Μεσσία κάποιας μεγάλης ανύπαρκτης ιδέας; Και η επανάληψη τι νόημα είχε; Την πλύση εγκεφάλου, ας πούμε, των αναγνωστών της εφημερίδας;

Αναζητήστε τη σημερινή συνομιλία του παλαίμαχου δημοσιογράφου Κωστή Γιούργου στο Κόκκινο και στον Νίκο Ξυδάκη, που συνελήφθη τον Απρίλιο του 1968 και καταδικάστηκε λίγους μήνες αργότερα από το Διαρκές Στρατοδικείο της Αθήνας σε ποινή φυλάκισης 16 χρόνων με την κατηγορία της προδοσίας. Ήτανε μόνο 21 χρονών. Ακούστε τον να μιλά για την παρέα των παιδιών από το Ηράκλειο Κρήτης, τον Καρυωτάκη, τον Γιανναδάκη, τον Ζεβελάκη και άλλους, για τα βασανιστήρια, για τη φάλαγγα, για τη Μπουμπουλίνας.
 Άλλος κόσμος, άλλες αξίες...

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Γράφω γιατί έχω μνήμη: Λουίς Σεπούλβεδα



[...]
Γι' αυτό γράφω: για μιαν ανάγκη αντίστασης κατά της δυναστείας του μονοδιάστατου, της απάρνησης των αξιών που έχουν εξανθρωπίσει τη ζωή και λέγονται αδελφικότητα, αλληλεγγύη, αίσθημα δικαιοσύνης. Γράφω για ν' αντισταθώ στην απάτη, στη φενάκη ενός κοινωνικού μκοντέλου στο οποίο δεν πιστεύω [...}

Γράφω γιατί πιστεύω στη μάχιμη δύναμη των λέξεων. Δεν ήμουν κι ούτε θα είμαι ποτέ θρήσκος, γιατί τέτοιο θα μίαινε τα ηθικά μου "πιστεύω", αλλά από το χριστιανισμό ασπάζομαι την εξαίσια ρήση "Εν αρχή ην ο λόγος" - μια αλήθεια όχι τόσο θεολογικής τάξεως όσο γραμματικής, γιατί η λέξ είναι όντως μια θεμελιώδης πράξη, και όλα τα πράγματα υπάρχουν από τη στιγμή που ονομάζονται.
[...]
Γράφω από αγάπη για τις λέξεις που αγαπώ, κι απ' τη μανία να λέω τα πράγματα κάτω από ένα πρίσμα ηθικό, κληρονόμημα μιας έντονης κοινωνικής δράσης. Γράφω γιατί έχω μνήμη και την καλλιεργώ γράφοντας για τους δικούς μου, για τους περιθωριακούς κατοίκους των περιθωριακών κόσμων μου, για τις ενσαρκωμένε ςουτοπίες μου, που ηττήθηκαν σε χίλιες μάχες και εξακολουθούν να προετοιμάζονται για τις επόμενες, χωρίς να φοβούνται τις ήττες.

Γράφω γιατί αγαπώ τη γλώσσα μου κι αναγνωρίζω σ' αυτήν τη μοναδική δυνατή πατρίδα, αφού η επικράτειά της δε γνωρίζει όρια, και ο σφυγμός της είναι μια διαρκής πράξη αντίστασης.

Αυτά γράφει Ο Λουίς Σεπούλβεδα στο τελευταίο κεφάλαιο το βιβλίου του "Η τρέλα του Πινοτσέτ" (εκδόσεις Όπερα, 2003, μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη). Πιστός σύντροφος, συνεργάτης και συνοδοιπόρος του Αλιέντε, πίστεψε στην αλλαγή της πατρίδας του της Χιλής, κυνηγήθηκε από το αιμοσταγές καθεστώς του δικτάτορα Πινοτσέτ, έφυγε στην Ισπανία κι έγραφε, έγραφε, έγραφε, γιατί είχε μνήμη και την καλλιεργούσε γράφοντας, γιατί "αφήγηση σημαίνει αντίσταση", όπως του είχε μάθει ο Βραζιλιάνος συγγραφέας Γκιμαράες Ρόσα (João Guimarães Rosa).

Έγραψε πολλά βιβλία, περνούσε τα μηνύματά του με τρόπο ευχάριστο, όχι διδακτικό. Στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, χαίρομαι κι εγώ που τον γνώρισα, όταν τον Ιούνιο του 2011 μίλησε στο κοινό προσκεκλημένος από το Ινστιτούτο Θερβάντες. 

Είπε πώς δεν θα τον λύγιζε ο κορονοϊός, όπως δεν τον λύγισε ο Πινοσέτ. Δεν τα κατάφερε όμως. Έφυγε σήμερα, όχι πλήρης ημερών, όχι στην ώρα του. Θα ξαναδιαβάσουμε τις λέξεις του να πάρουμε λίγη από την αγάπη του για τη ζωή.


Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Η Μάντα, ο Απόστολος και η Δόμνα


Ένας μήνας πέρασε από το πρόωρο φευγιό της Μάντας. Ήταν γεννημένη στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου του 1955, σημαδιακή μέρα θάλεγε κανείς, μα καθόλου τυχερή για την ίδια. Ήταν κόρη της Άννας και του Νίκου Σολωμού, δυο αγωνιστών της Αριστεράς, από τα πολύ νεανικά τους χρόνια μέχρι το τέλος, δυο σπουδαίων ανθρώπων. Για την Άννα έχω γράψει κι άλλες φορές, είχε για μένα καθοριστική συμβολή στην επαγγελματική αλλά και προσωπική μου ζωή (ενδεικτικά εδώ και εδώ, όπως και εδώ για τη φίλη της, την «κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερή της» Νίνα Σκανδάλη). 

Όπως είπε ο αδελφός της Μάντας, ο Μάκης Σολωμός (μουσικολόγος, μελετητής του Ξενάκη και καθηγητής Πανεπιστημίου στη Γαλλία) στην πολιτική κηδεία που πολύ όμορφα και σεμνά επιμελήθηκε, τρία χρόνια μετά τη γέννηση της Μάντας, το 1958, και λίγο μετά την πρωτοφανή νίκη της ΕΔΑ στις εκλογές όπου έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, άρχισαν οι διώξεις των αριστερών, μαζί και των γονιών τους, ο ίδιος δεν είχε ακόμα γεννηθεί, εξορίες, φυλακές, ανακρίσεις… 

Και ήρθε η δικτατορία, η Άννα βρέθηκε στον Ιππόδρομο, ύστερα εξορία στη Γυάρο κι ύστερα στις φυλακές Αλικαρνασσού, είχε μαζί της και τον πεντάχρονο Μάκη, η Μάντα έμενε με θείες της. Δύσκολη εποχή για τη Μάντα, αρχές εφηβείας, οι γονείς κυνηγημένοι, δύσκολα τα πρώτα 2-3 χρόνια μέχρι την επανένωση της οικογένειας στο Παρίσι και τη διαμονή ως το τέλος της δικτατορίας. Η Μάντα είχε πια μεγαλώσει, ήταν μια κοπέλα με πολλή κουλτούρα και με πολλές ανησυχίες· ενταγμένη στην Αριστερά πάντα, πάσχιζε να βρίσκει το δρόμο της με τη συνδρομή της οικογένειας και των φίλων της. Είχε ατυχίες στο διάβα της ζωής της και είχε μια περηφάνια που μερικές φορές σε δυσκόλευε να την προσεγγίσεις λίγο περισσότερο. Όπως είπε όμως στον πολύ συγκινητικό και αγαπητικό χαιρετισμό της και η έφηβη κόρη του Μάκη, η Ειρήνη, «να χαιρόμαστε που τη γνωρίσαμε». 

Ανάμεσα στις ομιλίες, ο Μάκης είχε φροντίσει ν’ακούγονται μουσικά κομμάτια που άρεσαν στη Μάντα ιδιαίτερα. Μίλησαν φίλοι της παλιοί και τωρινοί, όλοι «ψυχικά νοσούντες» σίγουρα, όπως και η ίδια. Γιατί αυτό συνάγεται από τα λόγια της νεαρής κυρίας Δόμνας Μιχαηλίδου, αναφερόμενη στο βιβλίο που έγραψε ο κύριος Απόστολος Δοξιάδης μαζί με τον, μακαρίτη πλέον, Σταύρο Τσακυράκη «Από πού κι ως πού είναι όλοι οι αγώνες δίκαιοι;». Αυτό που με ενοχλεί δεν είναι η άποψη του Απόστολου Δοξιάδη που βιάστηκε μάλιστα να πάρει πάνω του όλη την ευθύνη των λόγων της κυρίας Μιχαηλίδου. Είναι ότι μια νέα κοπέλα, με «πλούσιο βιογραφικό», μόλις στα τριάντα της, χωρίς προσωπικά βιώματα, αλλά και - στο κάτω κάτω - χωρίς ειδικές σπουδές ψυχολογίας/ψυχιατρικής, έχει άποψη και λέει ότι «…είχαμε μια αγιοποίηση του αγώνα της δικτατορίας…» και παρακάτω, μιλά, προβληματισμένη κιόλας, για «τη μετατροπή σε μια ψυχική νόσο, η οποία πολύ φοβάμαι πως είναι μια μετατροπή σε μια συλλογική ψυχική νόσο…», λέει κι άλλα, για τη συλλογική μνήμη, για την ιστορικότητα, για έννοιες όπως «ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς», πάει και ακόμη πιο πίσω, για τα μετεμφυλιακά χρόνια όπου η Δεξιά δεν κατάφερε, λέει, σε ιδεολογικό επίπεδο να χειριστεί τη νίκη της στον εμφύλιο (αναρωτιέμαι, αυτό τι είναι, αυτοκριτική γιατί δεν έκαναν κι άλλα και χειρότερα ή αυτοκριτική γιατί δεν κατάφεραν να σβήσουν από τον χάρτη τους αριστερούς και την αριστερά συνολικά, αυτό δηλαδή που χωρίς πολλές «θεωρητικούρες» επαναλαμβάνουν συνεχώς ο Βορίδης και άλλοι τινές…). 

Τα παραπάνω δεν είναι αποσπάσματα που αδικούν τις συνολικές απόψεις της κυρίας Δόμνας Μιχαηλίδου, σημερινής υφυπουργού Εργασίας, κάθε άλλο. Καλείται τώρα, η κυρία Δόμνα Μιχαηλίδου, μια νέα γυναίκα, ένα φρέσκο πολιτικό πρόσωπο, με αρμοδιότητες και ευθύνες σε ευαίσθητο υπουργικό θώκο, να διαχειριστεί τα λόγια της και να χειριστεί τους χιλιάδες ανθρώπους από όλες τις ιδεολογικές τάσεις και παρατάξεις, που υποχρεώθηκαν στη σιωπή, που κυνηγήθηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν, ωθήθηκαν σε αναγκαστική μετανάστευση και που, ούτε λίγο ούτε πολύ, χαρακτηρίζονται ως ψυχικά νοσούντες. 

Βαρύ το φορτίο κυρία Μιχαηλίδου. Μπορείτε να το σηκώσετε; Μπορείτε να το πάτε και παραπέρα; Αν ζούσε η Μάντα, θα είχε να σας πει δυο λόγια, θα σας έλεγε πώς έζησε εκείνα τα εφτά μαύρα χρόνια και πώς ένιωθε εκείνη όταν ήταν στην ηλικία σας.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο - Γιώργος Σεφέρης




Β'

Όλοι βλέπουν οράματα
κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί·
πηγαίνουν και θαρρούν πως είναι μόνοι.
Το μεγάλο τριαντάφυλλο                                                  5
ήτανε πάντα εδώ
στο πλευρό σου βαθιά μέσα στον ύπνο
δικό σου και άγνωστο.
Αλλά μονάχα τώρα που τα χείλια σου τ’ άγγιξαν
στ’ απώτατα φύλλα                                                          10
ένιωσες το πυκνό βάρος του χορευτή
να πέφτει στο ποτάμι του καιρού—το φοβερό παφλασμό.

Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε
τούτη η ανάσα.


Γ'

Κι όμως σ’ αυτό τον ύπνο
τ’ όνειρο ξεπέφτει τόσο εύκολα
στο βραχνά.
Όπως το ψάρι που άστραψε κάτω απ’ το κύμα                    5
και χώθηκε στο βούρκο του βυθού
ή χαμαιλέοντας όταν αλλάζει χρώμα.
Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα·                                                10
η κυματόφερτη κόρη
φορεί το πετσί της γελάδας
για να την ανεβεί το ταυρόπουλο·
ο ποιητής
χαμίνια του πετούν μαγαρισιές                                          15
καθώς βλέπει τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα.
Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο·
τούτο το μαστιγωμένο δέρμα.





Οι παραπάνω στίχοι του Γιώργου Σεφέρη είναι από το Θερινό Ηλιοστάσι, ένα από τα Τρία κρυφά ποιήματα. Τα έγραψε τον Δεκέμβριο του 1966. Σε λίγους μήνες επιβλήθηκε η δικτατορία και "τ' όνειρο ξεπέφτει στο βραχνά". Δυο χρόνια αργότερα, στις 28 Μαρτίου του 1969, ο ποιητής, με ηχογραφημένο μήνυμά του που ακούστηκε μέσω του BBC σε όλο τον κόσμο, καταγγέλλει τη δικτατορία και τονίζει πως είναι εθνική επιταγή να σταματήσει αυτή η ανωμαλία. Είπε τότε:

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.

Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.

Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:

Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.

Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.

Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.

Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.

--------------------------------------------

Σημειώσεις

1.    Τα ποιήματα είναι από τη συγκεντρωτική έκδοση "Γιώργος Σεφέρης: Ποιήματα", (Ίκαρος 1998, 19η έκδοση), όπου η επιμέλεια και οι σημειώσεις είναι του Γ.Π. Σαββίδη.

2.   Η πρώτη εικόνα είναι ο πίνακας "Η Πτώση του Ίκαρου" του Πίτερ Μπρίγκελ (Peter Bruegel, 1525-1569). Πηγή της εικόνας: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Pieter_Bruegel_de_Oude_-_De_val_van_Icarus.jpg. Όπως σημειώνει ο επιμελητής της έκδοσης Γ.Π.Σαββίδης, η κ. Σεφέρη τον πληροφόρησε πως όταν έγραφε τους στίχους 10-12 στο Β' είχε κατά νου αυτό τον πίνακα όπως τον περιγράφει ο ποιητής W.H.Auden στο ποίημά του "Musée des Beaux Arts" (το έχει μεταφράσει ο Σεφέρης).

Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Πολλοί μαζί ριγμένοι σ' ένα λάκκο...




Θα 'ταν βράδυ, όταν τη ρίξαν μες στην πηγάδα. Στο δεξί χέρι πολλές ευχές, στ' αριστερό καμιά κατάρα, το δέντρο της ζωής μες στην παλάμη της θαλερό κι ένα στραβό σκυλόδοντο στ' απάνω σαγόνι· με τόσα σημάδια, παιδάκι μου, της έλεγε η μάνα της, δεν σε φοβούμαι μήπως κακοπάθεις, κι όλο να την ξεματιάζει η έγνοια της.

[...] Ημέρες τριάντα χύμα στην πηγάδα. Ημέρες τριάντα με το ίδιο παραμύθι. Δεν είχε να φοβηθεί. Τούτο το παρόν που αιμορραγεί ιχνογραφήθηκε πριν από χρόνια και το τοπίο πριν από αιώνες. [...] Χύμα τα μετερίζια στην πηγάδα. 

[...] Ο τέταρτος όροφος: ο διάδρομος με τους ξύλινους πάγκους, τα γραφεία των ανακρίσεων, η σκάλα για το πλυσταριό. Κάθισε στην άκρη ενός πάγκου. Το ίδιο βράδυ την εγκατέλειψε ο Σολωνός. Δεν ήξερε πως σ' αυτόν τον πάγκο θα 'μενε ημέρες επτά, περιμένοντας και μη περιμένοντας.

¨Ετσι έγραφε στα 1970-1972 η Μάρω Δούκα για την πηγάδα στη Μπουμπουλίνας, που έγινε και το πρώτο της βιβλίο με τον ομώνυμο τίτλο και κυκλοφόρησε το 1974 από τον Κέδρο (σήμερα η συμπληρωμένη έκδοση από τον Πατάκη).




... στην οδό Μπουμπουλίνας, σ' ένα παλιό κτίριο, στα υπόγειά του, όπου στεγαζόταν τότε η Γενική Ασφάλεια. [...] Ούτε θυμάμαι ακριβώς τον χώρο· μόνον ότι ήμαστε πολλοί μαζί ριγμένοι σ' ένα λάκκο κι είχε από πάνω ο λάκκος ένα γυάλινο στέγαστρο και γύρω γύρω στον λάκκο υπήρχαν κελιά και σε κάποιο σημείο του λάκκου υπήρχε μια τρύπα όπου κατέβαιναν και κοιμούνταν οι άντρες, ενώ εμείς κοιμόμαστε στο τσιμεντεδένιο δάπεδο του λάκκου, η μία δίπλα στην άλλη, επάνω σε φθαρμένες κουβέρτες που μύριζαν ψυλλόσκονη. 

[...] Περίμενα τη μητέρα μου, την περίμενα με λαχτάρα, γιατί της είχα παραγγείλει να μου φέρει οδοντόπαστα.

[...] "Η οδοντόπαστα;" ρώτησα τον φύλακα. "Μπα, θα μου ζητήσεις και τον λογαριασμό; Εγώ φταίω που δεν σου έφερε η μανούλα σου οδοντόπαστα;" 

[...] Και περνούσαν οι μέρες στον λάκκο της Μπουμπουλίνας. Καλοκαίρι. Αναστεναγμοί και παγωμάρα. Η σιωπή και το πέταγμα της μύγας. Είπα στη φίλη μου για ένα διήγημα του Χάμσουν που είχα διαβάσει πριν από καιρό με μια μύγα. Στράβωσε τα χείλη της: "Διαβάζεις τον ναζιστή Χάμσουν;" Ταράχτηκα. Ντρεπόμουν να της πω ότι δεν ήξερα τίποτα για το ποιόν του συγγραφέα! [...] Και ξαφνικά πανικός! Το παιδί από την Κύπρο έκοψε μ' ένα καθρεφτάκι τις φλέβες του.

[...] Σεπτέμβριο, μας μετέφεραν σ' ένα χάλαρο στην 3η Σεπτεμβρίου κι από κει στις Φυλακές Αβέρωφ. Κι έπειτα, καταχείμωνο, στους δρόμους πάλι της Αθήνας. Ένα βραδάκι βιαζόμουν για να είμαι στην ώρα μου στη συνάντηση με τον Νίκο Δούκα. Κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη άκουσα κάποιον που με φώναζε με το πατρικό μου και σωστά: "Γεωργεδάκη!"

Γύρισα ταραγμένη κι είδα τον φύλακα της οδού Μπουμπουλίνας. Αυτόν που μου είχε αγοράσει με δικά του λεφτά οδοντόπαστα. Χαιρόταν που με ξανάβλεπε. "Τι κάνεις, κοπέλα μου, έβαλες μυαλό; Σοβαρεύτηκες;" Τον χαιρέτησα ψυχρά· πάγωσε το χαμόγελο στα χείλη του. Εκείνη τη νύχτα είχα να πετάξω προκηρύξεις στα Πετράλωνα.

Η Μάρω Δούκα περιγράφει το πέρασμά της από τα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας και την πηγάδα ("Καλοκαίρι", από τη συλλογή "Τα μαύρα λουστρίνια", Πατάκης, 2005). Ήταν Αύγουστος του 1967. 

Στην πηγάδα βρέθηκε την ίδια εποχή και ο Διονύσης Σαββόπουλος. 

Είδα μια ξανθιά αεράτη να πλησιάζει μ’ ένα λουλούδι στο χέρι, γαρίφαλο ή τριαντάφυλλο, δεν θυμάμαι. Όπως επίσης δεν θυμάμαι το χρώμα του λουλουδιού. Κατά πάσα πιθανότητα κόκκινο. Κατέβηκε με αποφασιστικότητα τα σκαλιά και μίλησε στον φύλακα. «Σαββόπουλος!» φώναξε ο φύλακας. Πλησίασε ο Σαββόπουλος. «Σε ζητάει μια ξανθιά…» «Πού είναι;» μισόκλεινε τα μάτια του ο Σαββόπουλος. «Στραβούλιακα!» γέλασε ο φύλακας.

[...] Ξύπνησα από τη φασαρία. Είχαν ανεβάσει τη νύχτα στον Τέταρτο τον Σαββόπουλο και τον κατέβασαν ξημερώματα μισερωμένο. Τον αναβαστούσαν δύο και τον έκλεισαν σ’ ένα κελί.

(από "Τα μαύρα λουστρίνια", στο ίδιο όπως παραπάνω)

Μαζί τους στην πηγάδα και η κυρία Μάνου, αγωνίστρια του ΚΚΕ που είχαν φέρει εκεί μέχρι να τη στείλουν σε κάποιο ξερονήσι. Η κυρία Μάνου ήταν η θεία για τους νέους εκείνους, τους εμψύχωνε· και ο Σαββόπουλος έγραψε γι' αυτήν ένα τραγούδι, μα η λογοκρισία της δικτατορίας δεν τον άφησε να κυκλοφορήσει με αναφορά στο όνομά της κι έτσι έγινε "Η θεία Μάρω", ένα από τα τραγούδια στο Περιβόλι του τρελλού:


Στην υγρή μας την αυλή, στρώνει για να κοιμηθεί

η κυρία Μάρω.
Κλαίνε ακόμα κι οι σκληροί, μα έχει απόφαση σωστή
η κυρία Μάρω.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
πες μας για δράκους, πες μας για σπαθιά.

Τηλεόραση φτηνή, ψυγεία, δόσεις, γιωταχί
και οικοδομές.
Πριζουνίκ, πρατήρια και χρηματιστήρια
και διακοπές.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Στην κάμαρή σου περίμενέ μας αύριο, 
καθισμένη στο χαμηλό σοφά.

Την αλήθεια την πικρή δε θα την πω, μην τρελαθεί
η κυρία Μάρω.
Το χεράκι της θα κρατώ, δίπλα στο τζάκι θα τη βρω
την κυρία Μάρω.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, στην ποδιά σου αύριο, 
θα γείρουμε σαν ορφανά παιδιά.





Ήταν Αύγουστος του 1967. Η Μάρω, η πραγματική, ήτανε μόλις 20 χρονώ κορίτσι τότε. Κι έγραφε στην Πηγάδα, καταλήγοντας:

Όσο ονειροβατούσαμε, ξεγελιόμαστε με αυταπάτες. Μα το καπάκι πετάχτηκε, ο ατμός έγινε θολούρα, η κίνηση σημειωτόν επί τα αυτά. [...] Υποταγμένοι στα λογής αντικείμενα, εκείνου του βιβλίου, εκείνου του πίνακα, και προπαντός οι αφίσες και τα σήματα ειρήνης, τα σήματα κονκάρδες, κάτι σαν αγκύλωση στο μυαλό μας, κι αυτός ο όμορφος Γκεβάρα, επικίνδυνο πράγμα η ομορφιά. Θα πούμε είναι αδύνατη η μνήμη, ελαστική η συνείδηση. Ας ευλογήσουμε τα λογής αντικείμενα, όπως ο δούλος τον αφέντη του. Συχωροχάρτι και αλαζονεία μας: Η προηγούμενη γενιά δεν τα κατάφερε, κι ας έγραψε τραγούδια, μουσική, κι ας χάραξε μ' αιμα τ' αρχικά της στους δρόμους της ελευθερίας.

Μικρή αναφορά για τη σημερινή μέρα, όχι τόσο ή μόνο για να μην αδυνατίζει η μνήμη, αλλά κυρίως για τη συνείδηση, που δεν της πρέπει ελαστική να είναι...

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Πορεία προς το Πολυτεχνείο. Εις μνήμην!


Αλέξης Ακριθάκης, Τέσσερις παραλλαγές του φασισμού στην Ελλάδα, 1967.

Βάσω Κατράκη, Κατάσταση ΙΙΙ, 1969.


Βλάσης Κανιάρης, Τοίχος, 1969-1970, μικτή τεχνική σε γύψο

Γιάννης Γαϊτης, Κονσερβοκούτι, 1971.

Τάσσος (Αλεβίζος), Αύριο θα κάνει ξαστεριά, 1973.

17 Νοεμβρίου 2017. Άλλη μια επέτειος...

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

21 Απριλίου 1967: όταν η μνήμη κλωθογυρίζει πενήντα χρόνια πίσω...




Μάθημα Δημοκρατίας*

του Γιώργου Πιτσιτάκη

Kόντευε μεσημέρι. Το παρατεταμένο χτύπημα του τηλεφώνου τον ξύπνησε. Έτσι κι αλλιώς δεν το προλάβαινε. Κάθισε στο κρεβάτι και τεντώθηκε. Την προηγούμενη είχε ξενυχτήσει.

H καλή παρέα με φίλους γκαρδιακούς, μπουζούκια, κιθάρες, ακκορντεόν και πολύ τραγούδι από σμυρνέικα, ρεμπέτικα, Μάρκο, Τσιτσάνη, Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, λαϊκά μέχρι αντάρτικα, τους κράτησε σχεδόν μέχρι το πρωί. Έβαλε να πιει καφέ. Κοίταξε να δει ποιος τον πήρε. Ήταν ο γέρω-δάσκαλος. Θυμήθηκε το καθιερωμένο τους ετήσιο ραντεβού.
Πάνε λίγα χρόνια, χρόνια των απάνθρωπων μνημονίων, που έγινε κι αυτός συνταξιούχος δάσκαλος, ομόλογος του αγαπημένου του στο δημοτικό δασκάλου, του σημερινού γέρω-δάσκαλου. Συναντιόνταν πότε – πότε στη γειτονιά τους τη Νέα Χώρα, στο καφενείο δίπλα στα Πευκάκια ή λίγο πιο κάτω στο μώλο απέναντι απ’ τη θάλασσα. Ο γέρω-δάσκαλος με το μπαστουνάκι του, βαρύνανε βλέπεις τα χρόνια, πλησιάζει το τριψήφιο νούμερο! Κι είναι και το αναθεματισμένο το τραύμα στο πόδι, «παράσημο» του πολέμου, που ορισμένες φορές είναι παραπάνω από ενοχλητικό. Κάθονται και πίνουν το καφεδάκι τους ή μια και δυό και τρεις δαιμονισμένες ρακές και τα λένε. Λένε για τα σχολικά τους τ’ αλλοτινά και τα τωρινά, τα καινουργιοχωρίτικα παλιά και νέα, κρίνουν την πολιτική κατάσταση, αναστορούνται ιστορίες του τόπου για πρόσωπα και πράγματα. Σιωπηλός όπως τότε στα μαθητικά θρανία, ακούει το γέρω-δάσκαλο. Και αυτός, με περισσή ζωντάνια μα και με μια αδιόρατη πίκρα και θλίψη γι’ αυτά που χάθηκαν, διηγείται ιστορίες καλύτερα κι απ’ τους παλιούς καλούς παραμυθάδες. Μπροστά στα μάτια του προβάλουν ολοζώντανες προπολεμικές δεκαετίες στην κρητική ύπαιθρο, η επική και συνάμα τραγική δεκαετία του Σαράντα και τόσα άλλα διανθισμένα με λέξεις και φράσεις από την κρητική ντοπιολαλιά που έχουν ξεχαστεί ή τείνουν να χαθούν. Αληθινή μυσταγωγία!
Ξαναχτυπά το τηλέφωνο.
– Έλα, ακόμα δεν ξύπνησες;
– Γεια σου καπετάνιο μου. Καλημέρα σου!
– Άστα αυτά. Δεν πιστεύω να ξέχασες το ραντεβού.
– Όχι βέβαια. Το περιμένω με ανυπομονησία. Κι όπως πάντα συνεπής.
Κοιτάζει το ημερολόγιο. 21 του Απρίλη του 2017. Πότε πέρασαν 50 χρόνια; Και η μνήμη, αχ αυτή η αδιόρθωτη μνήμη που όλο κλωθογυρίζει και δε λέει να κοπάσει και να σωπάσει, επανέρχεται και τον επιστρέφει πενήντα χρόνια πίσω.
21 Απριλίου 1967. Τελειόφοιτος στο 6ο Δημοτικό Σχολείο της Νέας Χώρας. Την προηγούμενη χρονιά είχαν μετακομίσει στο νέο διδακτήριο από το 5ο και με νωπές τις μνήμες από τον τάφο της Σουλτάνας – που ήταν φόβητρο για τα παιδιά – εκεί στη νοτιοανατολική άκρη της αυλής, τελευταίο απομεινάρι από τα μνήματα του οβραίικου νεκροταφείου. Τότε στην αρχή της σχολικής χρονιάς είχε γίνει το παλαβό να κάνουν δυό φορές εγκαίνια του σχολείου μέσα σ’ ένα μήνα. Είχε γίνει σούσουρο, όλοι το περιγελούσαν. Τη δεύτερη φορά ήρθε κι ένας πανύψηλος κορδωτός υπουργός, από τη Χαλέπα λέγανε πως ήτανε, και κάτω στην αμμούτσα στα καφενεία του Φραγκιού και του Κοκολίνου, οι ψαράδες κι οι εργάτες τον λέγανε αυτόν και τους άλλους, αποστάτες.
Ήταν Παρασκευή. Σηκώθηκε χαρούμενος. Για πρώτη φορά στη ζωή του θα έβαζε μακρύ παντελόνι, ένα γαλάζιο τερυλέν, συνδυασμένο με καλά παπούτσια. Σπουδαία υπόθεση. Είχε βαρεθεί τα κοντά παντελόνια. Θα σταματούσε πια να ΄ναι εκτεθειμένος στο κρύο και τη ζέστη και δεν θα φαίνονται πλέον οι μπλαβάδες από τα πεσίματα ή το ξύλο από τους παιδικούς καυγάδες μα και οι βιτσιές του συνετισμού από τη μη συμμόρφωση στις γονικές εντολές. Επιτέλους μεγάλωνε! Το φόρεσε προσεκτικά, στήθηκε μπροστά στον καθρέφτη και καμάρωνε. «Πως κάνεις έτσι! Σα γύφτικο σκεπάρνι είσαι» ακούει τη φωνή της μάνας του. «Άντε βιάσου και δεν πας για γαμπρός. Θ’ αργήσεις στο σκολειό» συνέχισε, ανεβάζοντας τους τόνους. Όμως αυτός δεν άκουγε τίποτα. Βγαίνει στην αυλή και ο σκύλος τους ο Αράπης έρχεται καταπάνω του να παίξουνε. Για να μην τον λερώσει, τον αποφεύγει με μια επιδέξια κίνηση και απομακρύνεται τρέχοντας. Ο καιρός είχε μια μουντάδα, του φάνηκε πως είχε κατεβασμένα μούτρα. Ο ουρανός γεμάτος συννεφάκια μικρά και ασπρόγκριζα, στριμωγμένα το ’να δίπλα στ’ άλλο.
Στο δρόμο συναντά το συμμαθητή του τον Νικόλα.
– Άκουσες τα νέα; Έγινε, λέει, δικτακτορία είπε το ράδιο, αρχινά ο Νικόλας.
– Δεν άκουσα τίποτα, του απαντά αγχωμένα ανησυχώντας ότι θα καθυστερήσει στο σχολείο.
Φτάνουν, μα η αυλή ήταν γεμάτη από παιδιά. Κοίταζε τριγύρω αν έβλεπαν κάποια αλλαγή πάνω του. Μήπως πρόσεχαν το παντελόνι του. Μάταια όμως. Κανείς δεν έδινε σημασία. Άλλα έπαιζαν κι άλλα είχαν σχηματίσει πηγαδάκια και συζητούσαν. Οι δάσκαλοι μέσα στο γραφείο τους κλεισμένοι δε βαρούσαν το κουδούνι παρ` ότι είχε περάσει η ώρα 07:30 που κανονικά χτυπούσε. Πάει στην πιο μεγάλη παρέα που ήταν συμμαθητές του και ο ξερόλας της τάξης στη μέση, με ύφος επιβλητικό και με απόλυτη σιγουριά άρχισε να εξηγεί στα άλλα τα άσχετα…
– Έγινε Δικτατορία, ο Λαός θα ξεσηκωθεί και θα την ρίξει… το πραξικόπημα δεν θα περάσει… ο Λαός δεν θα μείνει έτσι, θα ξεσηκωθεί…
– Τι είναι η Δικτατορία, Παντελή; ρώτησε κάποιος.
– Ο Λαός δεν είναι ελεύθερος, δεν γίνονται εκλογές, δεν υπάρχουν δουλειές…
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό από τις ρητορικές επιδόσεις του συμμαθητή του κι άρχισε να καταλαβαίνει τί είναι – επιτέλους – αυτή η Δικτατορία !!!
Λίγο μετά τις 08:00 ακούγεται ο ήχος του κουδουνιού και τα παιδιά μπαίνουν στην σειρά όπως – όπως με μεγάλη ζωηρότητα από το παιχνίδι και ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει.
Ο δάσκαλος τους που εκτελούσε χρέη Διευθυντή μετά την προσευχή, φουρτουνιασμένος και με φανερό τον εκνευρισμό στην όψη του, άρχισε:
– Σήμερα έγινε πραξικόπημα, δεν θα γίνουν μαθήματα, ούτε αύριο θα πάμε στην εκκλησία… .
– Παπανδρέου θέλατε, καλά να πάθετε! ακούστηκε από δίπλα η φωνή μιας νεαρής δασκάλας που χτυπούσε πεισματικά το πόδι της στο πάτωμα.
– Σκάσε μωρή! της απευθύνθηκε οργισμένος.
Πάγωσαν τα παιδιά. Και γυρίζοντας στους μαθητές συνεχίζει:
– Σας ευχόμαστε Καλό Πάσχα, τώρα να πάτε στα σπίτια σας και στο σχολείο θα έρθετε μετά τις γιορτές, αν όλα πάνε καλά…!
Μια βουή, όλο χαρά, βγήκε από τα στόματά τους που θα γλύτωναν το Σαββατιάτικο μάθημα και πήρανε το δρόμο για το σπίτι. Έξω από τον Άγιο Κωνσταντίνο βλέπει το Θοδωρή, το Σταμάτη και το Μιχαλιό με φουσκωμένες τις κοιλιές, να τρέχουν σα να τους έχουν βάλει νέφτι στον κώλο. Ξωπίσω τους ξεγλωσσιασμένος μ’ ένα ραβδί στο χέρι ο κυρ Μάρκος να τους κυνηγά και να φωνάζει: «Τα μανταρίνια μου ρε μπαστάρδια! Αλλά θα σας πιάσω, δε θα σας πιάσω; Τότε θα δείτε τι θα πάθετε». Το διπλανό περβόλι με τα υπέροχα φρούτα είχε υποστεί για πολλοστή φορά την «επιδρομή των βαρβάρων».
Επιστρέφοντας ήταν όλα άνω κάτω. Η μάνα είχε βάλει μπρος και συγύριζε το σπίτι για ν’ αστράφτει από καθαριότητα ενόψει του Πάσχα. Ήταν ανεβασμένη πάνω στο σερβάν και ξεσκόνιζε μέχρι και το ταβάνι. «Έπρεπε να μυρίζει πάστρα το σπίτι», έλεγε. Το ράδιο δεν έπαιζε τα λαϊκά τραγούδια της εποχής και δεν ακούονταν η θεϊκή φωνή του Καζαντζίδη, του Στελάρα όπως τον έλεγε ο πατέρας, πάρα μόνο μουσικές άγνωστες σ’ αυτόν, εμβατήρια τα λέγαν, με λόγια όπως «των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά» που κατέληγαν στο «Ζήτω η Επανάστασις!» και άλλα ακαλαβίστικα και βαρετά. Ο εκφωνητής διέκοπτε συχνά-πυκνά και ανακοίνωνε: «Από της πρωίας της σήμερον, ο Ελληνικός στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας, θέτοντας τέλος στην φαυλότητα των πολιτικών προσώπων που ωθούσαν την Ελλάδα, στις αγκάλες του Κομμουνισμού. Η κυκλοφορία στους δρόμους δεν θα επιτρέπεται απ` την εβδόμην απογευματινήν έως και την έκτην πρωϊνήν της αύριον. Όστις θεάται εις τας οδούς στο διάστημα των προαναφερθέντων ωρών, θα πυροβολείται χωρίς προειδοποίησιν». Τα λόγια τούτα καρφώθηκαν στο μυαλό του και δεν τα ξέχασε παρά το ότι πέρασαν πολλές δεκαετίες.
Ρωτά τη μάνα γι’ αυτά και του απαντά: «Δεν έχουμε πια ελευθερία! Έφεραν δικτατορία… χούντα. Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις». Σε λίγο καταφθάνει ο πατέρας γεμάτος σκόνη. Λιμενεργάτης στο λιμάνι. Φαίνεται κατάκοπος…
– Που δούλευες κι έγινες έτσι; τον ρωτά η μάνα.
– Στ’ αμπάρι, φτυαρίζαμε στάρι. Φάγαμε τη σκόνη με το κουτάλι! Μα μάθαμε τα γεγονότα, σταματήσαμε και φύγαμε, απαντά. Ήρθα από το γιαλό και δε ξέρω τι τρέχει στην πόλη.
– Μπαμπά τι θα πει δικτατορία και χούντα; Γιατί το ράδιο δεν παίζει τα ωραία τραγούδια που ακούμε;
Σα να μην άκουσε τις ερωτήσεις, συνεχίζει: «Τους δικούς μας τους πιάσανε στον ύπνο οι κερατάδες και φαίνεται δε προλάβανε ούτε κιχ να κάνουν».
Μετά τις διακοπές τα παιδιά ξαναγυρίζουν στη σχολική καθημερινότητα. Στις πρώτες μέρες του Μάη, την ώρα της ωδικής ο δάσκαλος τους ανακοινώνει ότι θα μάθουνε να τραγουδούνε Ριζίτικα. Ως παιδί της πόλης πολύ λίγα πράγματα ήξερε για την κρητική μουσική και το κρητικό τραγούδι. Τους γράφει τα λόγια στον πίνακα. «Πότε θα κάνει Ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει, να πάρω το ντουφέκι μου, την όμορφη πατρόνα, να κατεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω …». Όρθιος στο βάθρο της έδρας, τους καλεί να κάνουνε ησυχία κι αρχίζει να τραγουδά. Νεκρική σιγή. Εεεεεε, Πόοοτέ θα κά, Ποοτέ θα κάαανει ει ει Ξαστεριά ααα… . Τι ήταν αυτό που έβλεπε κι άκουγε; Νόμιζε πως ονειρεύεται. Ένας άλλος δάσκαλος βρισκόταν εκεί απέναντι του. Ο μικρός το δέμας δάσκαλός του μπροστά στα έκπληκτα παιδικά του μάτια, είχε μεταμορφωθεί σε γίγαντα σαν τον Καζαντζακικό δάσκαλο στον «Καπετάν Μιχάλη». Οι τρίχες της κεφαλής του στέκονταν ολόρθες, το ίδιο κι οι τρίχες των χεριών του είχαν ισιώσει. Η φωνή του βροντερή, πρωτεϊκή, χτυπούσε κατευθείαν στο κέντρο του εγκεφάλου του. Αληθινή μυσταγωγία. Κι αυτά τα λόγια! Πότε ειπώθηκαν; Τι τάχα θέλουν να πουν; Γιατί θέλουν να κάμει «μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες»; Γιατί θέλουν τα «μωρά παιδιά να κλαίν’ δίχως μανάδες»; Ερωτήματα στο παιδικό μυαλουδάκι που τότε έμειναν αναπάντητα. Το κορμί του δασκάλου πάλλονταν κι έτρεμε ολόκληρος. Ο ιδρώτας έτρεχε βρύση στο κούτελό του. Το πουκάμισό του ήταν μουσκεμένο ως κάτω. Μέχρι να τελειώσει το ριζίτικο, νόμιζε ότι θα καταρρεύσει. Όμως διαψεύστηκε. Στο τέλος ο δάσκαλος χαμογελαστός, συνέχισε το μάθημα.
Τον είχε συνεπάρει όλο αυτό το σκηνικό. Συγκλονισμένος προσπαθούσε να συνέλθει. Κι οι απορίες σωρηδόν, η μια πίσω απ΄ την άλλη. Γιατί αυτό το τραγούδι τώρα; Ξανάρθε στο νου του η αποφράδα Παρασκευή που κλείσανε για Πάσχα, τα λόγια των συμμαθητών, του δασκάλου, της μάνας και του πατέρα, τα εμβατήρια στο ράδιο. Αυτό το ριζίτικο, σκέφτηκε, ήθελε πολλά να πει. Ο δάσκαλος κατάφερε και του μετάδωσε το αντιστασιακό μήνυμα του τραγουδιού. Είναι το πρώτο και καλύτερο μάθημα δημοκρατίας που έχει πάρει μέχρι σήμερα.
Βυθισμένος στις σκέψεις και τις αναμνήσεις, ξεχάστηκε. Κοίταξε το ρολόι. Θα καθυστερήσει στο ραντεβού και ο γέρω-δάσκαλος δεν αστειεύεται, θα τον επιπλήξει όπως μόνον αυτός ξέρει.

*Αφιερωμένο στον δάσκαλό μου Βασίλη Ιγγλεζάκη 




Το παραπάνω διήγημα γράφτηκε για τη σημερινή μέρα από από τον Γιώργο Πιτσιτάκη, δάσκαλο και ιστορικό ερευνητή, που και άλλες φορές έχω αναφερθεί στις έρευνές του πάνω στην ιστορία της πόλης και των ανθρώπων των Χανίων από τις αρχές του 20ου αιώνα. Δημοσιεύτηκε στα σημερινά Χανιώτικα Νέα και είναι αφιερωμένο στον Βασίλη Ιγγλεζάκη, το γέρο δάσκαλο, όπως τον ονομάζει ο ίδιος, τον δάσκαλό μας στις δυο τελευταίες τάξεις του δημοτικού, στη Νέα Χώρα. Στο 6ο δημοτικό, στο καινουριοχτισμένο σχολείο, πηγαίναμε τότε μαζί με το Γιώργο. Κι επειδή κάτι έγραφα σε παλαιότερη ανάρτηση για εκείνη την αποφράδα ημέρα, ας μου επιτραπεί μια παραλλαγή - αντιγραφή, συνέχεια και συμπλήρωμα της ιστορίας από την κοινή μας μνήμη:



Κοιτάζω το ημερολόγιο. 21 του Απρίλη του 2017. Πότε πέρασαν 50 χρόνια; Και η μνήμη, αχ αυτή η αδιόρθωτη μνήμη που όλο κλωθογυρίζει και δε λέει να κοπάσει και να σωπάσει, επανέρχεται και μας επιστρέφει πενήντα χρόνια πίσω.

21 Απριλίου 1967. Τελειόφοιτη στο 6ο Δημοτικό Σχολείο της Νέας Χώρας. Την προηγούμενη χρονιά είχαμε μετακομίσει στο νέο διδακτήριο από το 5ο και με νωπές τις μνήμες από τον τάφο της Σουλτάνας – που ήταν φόβητρο για τα παιδιά – εκεί στη νοτιοανατολική άκρη της αυλής, τελευταίο απομεινάρι από τα μνήματα του οβραίικου νεκροταφείου. Τότε στην αρχή της σχολικής χρονιάς είχε γίνει το παλαβό να κάνουν δυό φορές εγκαίνια του σχολείου μέσα σ’ ένα μήνα. Είχε γίνει σούσουρο, όλοι το περιγελούσαν. Τη δεύτερη φορά ήρθε κι ένας πανύψηλος κορδωτός υπουργός, από τη Χαλέπα λέγανε πως ήτανε, και κάτω στην αμμούτσα στα καφενεία του Φραγκιού και του Κοκολίνου, οι ψαράδες κι οι εργάτες τον λέγανε αυτόν και τους άλλους, αποστάτες.

Ήταν Παρασκευή. Σηκώθηκα χαρούμενη. Πήγα πρωί πρωί στο σχολείο. Δάσκαλο είχα τον Βασίλη Ιγγλεζάκη (κάποια στιγμή θα γράψω για τον ωραίο αυτό άνθρωπο). Κάτι περίεργο έδειχνε να συμβαίνει. Χτύπησε το κουδούνι, συγκεντρωθήκαμε για την πρωινή προσευχή, οι δάσκαλοι παραταγμένοι ως συνήθως. Μα πάλι, όχι, δεν ήταν "ως συνήθως", ένα μούδιασμα υπήρχε, μεγαλώνοντας και ξαναφέρνοντας την εικόνα τους μπροστά μου, ναι, δεν ήταν η συνήθης εικόνα ούτε του κυρίου Ιγγλεζάκη, ούτε της κυρίας Ιπποδάμειας, ούτε των υπόλοιπων δασκάλων.

Αλλά η εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη είναι η εικόνα μιας άλλης δασκάλας, της κυρίας Γουλιέλμου, που έκλαιγε. Ναι, έκλαιγε φανερά και μεις δεν καταλαβαίναμε γιατί.

Τι ν' απόγινε άραγε, δεν έμαθα ποτέ.

Μας είπαν ότι δεν θα γίνει μάθημα και μας έστειλαν στα σπίτια μας. Δεν ξέρω πόσα παιδιά χάρηκαν τη ... νόμιμη κοπάνα εκείνη τη μέρα.

Εγώ γύρισα σπίτι μου, η μάνα μου έψαχνε Αυγές παρατημένες κάτω από το στρώμα για να τις εξαφανίσει και το απόγευμα καθόμασταν στα σκαλάκια του σπιτιού, περιμένοντας με αγωνία τον πατέρα μου να γυρίσει από τη δουλειά, υπήρχε η απαγόρευση κυκλοφορίας, ο τόπος έμπαινε στο γύψο.

Και θυμάμαι, όταν περνούσαμε από το σπίτι του Μιχελουδάκη (στελέχους της αριστεράς), η μάνα μου καλημέριζε μια ηλικωμένη γυναίκα, μονίμως δακρυσμένη, και ρώταγε τα νέα του, ήταν η μάνα ή η πεθερά του, εκείνος ήταν εξορία και η γυναίκα του έγκυος. Αργότερα στο γυμνάσιο είχε έλθει ως φιλόλογος ο αδελφός του...


Κοιτάζω το ημερολόγιο. 21 του Απρίλη του 2017. Πότε πέρασαν 50 χρόνια; 
Περπατώ στην πόλη. Στην Τζανακάκη, στο κέντρο της πόλης, τα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Ήθελαν λέει ν' ανοίξουν κι άλλα γραφεία στη Σούδα και δεν τους άφησαν. 
Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει...
Ή μήπως ξεχνά...
Μεθαύριο εκλογές στη Γαλλία. Κι εκεί δεν ξεχνά ο λαός. Ή μήπως κι εκεί ο λαός ξεχνά...
Τι να πω, πίσω-μπρος κλωθογυρίζει ο νους...

----------------------------------------------------------------------------------------------------

* Σημείωση

Το παραπάνω διήγημα του Γιώργου Πιτσιτάκη κυκλοφόρησε και σε μικρό αριθμό φωτοαντιγράφων με φροντίδα του συγγραφέα. Την έκδοση κοσμούν χαρακτικά της Βάσως Κατράκη, καθώς και σκίτσα του δασκάλου – σκιτσογράφου Χρήστου Πετράκη από το βιβλίο-λεύκωμα «Οι άθλοι του Πονηρίδη» (τιμητική έκδοση του μαθητικού περιοδικού «Τα Χανιωτάκια» του Συλλόγου Δασκάλων – Νηπιαγωγών νομού Χανίων, Απρίλης 2008).