Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κάλαντα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κάλαντα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Σήμερον τα φώτα φωτίζονται κι όλα τα νερά αγιάζονται: τα κάλαντα στον Άγιο Ματθαίο Κέρκυρας

Καλησπέρα πάντες συνάδελφοι
ακούσατε τη σήμερον τη γιορτή.
Ακούσατε τη σήμερον τη χαρά
και την εορτή τη δεσποτικιά.
Σήμερον τα φώτα φωτίζονται
κι όλα τα νερά αγιάζονται.
Σήμερον βαπτίζεται ο Χριστός
εις τον Ιορδάνη τον ποταμό.
Άη Γιάννη Πρόδρομε σου ζητώ
ότι από σε θε να βαπτιστώ.
Έγινε στα δύο ο ποταμός
όταν ετελείωσε ο βαπτισμός.
Και το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε
και στην κεφαλή του εκάθισε.
Και πάνω εις τον ουρανό
κρέμονται δυο στεφάνια,
νοικοκυραίοι του σπιτιού
καλά σας Θεοφάνεια!

Αυτά είναι μέρος από τα κάλαντα των Φώτων που λένε στον Άη Μαθιά, χωριό της Νότιας Κέρκυρας. Τα είχε δημοσιεύσει το 2014 ο Χάρης Κουρής στην εφημερίδα "Αγιομαθίτικα" που εκδίδουν "οι εν Αθήναις Αγιομαθίτες"εδώ και κάποιες δεκαετίες. Έγραφε τότε στην επιφυλλίδα με τίτλο "Κάλαντα στο χωριό":

Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα, η πιτσιρικαρία του χωριού, δεκαετία του ’50 και του ’60, γύρναγε ανελλιπώς να πει τα Κάλαντα σε μεγάλες παρέες στυλ χορωδίας. Και ήταν θέμα ... πρεστίζ το ακουστικό αποτέλεσμα να είναι τονάδο, οπότε αν στην παρέα ήταν κάποιος φάλτσος, τραγούδαγε σιγά ή από μέσα του. Το φίλεμα, από τις νοικοκυρές συνήθως, ήταν συκόπιτες, τζίτζιφα, φραγκοδίφραγκα και μισόφραγκα.

Η παρέα των πιτσιρικάδων δεν ξεχνούσε να μνημονεύσει στα Κάλαντα το νοικοκύρη κάθε σπιτιού: «Κι αφέντη κύριε... Σπύρο μου, ψηλό μου κυπαρίσσι...». Αν πάλι στο σπίτι υπήρχε παιδί που τελείωνε την Στ’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου του χωριού εκείνη τη χρονιά, ήταν απαραίτητο να μνημονευθεί στα Κάλαντα: «... Καλό απολυτήριο, ο Θέος να του χαρίσει...».

Κάτι ακόμα: πριν το έθιμο αλλάξει σαν επίδραση από την άλλη Ελλάδα, τα Κάλαντα τότε τα λέγαμε πάντα βράδυ, αλλά και ανήμερα των γιορτών.

Στη γιορτινή αυτή τελετουργία συμμετείχε – και απαραίτητα ενισχυόταν οικονομικά από σπίτια και μαγαζιά – και η χορωδία του χωριού, που βέβαια, τα δικά της Κάλαντα ήταν ρεσιτάλ καλλιφωνίας και δεσίματος των τενόρων με τους βαρύτονους. Μικρό παιδί εγώ, θυμάμαι ακόμα εκείνο τον εκπληκτικό μπάσο της χορωδίας, τον αείμνηστο Γιάννη Βαραγγούλη – Γανάρα. 

Και μέσα στις "χαρές" των εορτών, ξεβράστηκαν πτώματα παιδιών (πάλι) στο Αιγαίο, αναζητούσαν απεγνωσμένα την καλύτερη τύχη, απεγνωσμένα πάλευαν να βγουν από την κόλαση του πολέμου, της φτώχειας και της δυστυχίας. Και τότε θυμήθηκα τα κρητικά φωτοκάλαντα που κατέγραψε ο Βλαστός κι όπου βρήκα να λένε:

Κι απηλογάται ο Χριστός, τση Παναγιάς και λέει
-Δώσε μου μάνα, τ’ αργυρά και τα χρυσά κλειδάκια,
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο να βάλω τα παιδάκια, 
να βγάλλ’ απού την κόλαση  χιλιάδες και μυριάδες

Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός...

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Τα κάλαντα του Μποστ πριν από 60 χρόνια με ολίγον ... "brain drain" της εποχής


Στους Δρόμους της Ειρήνης του 1961, στο τεύχος Δεκεμβρίου, δημοσιεύτηκε το ευθυμογράφημα του Μποστ με τίτλο "Τα κάλλαντα" (προσέξτε γραφή εποχής...), όπου όπως γράφει στα περιεχόμενα, "ο Μέντης Μποστανζόγλου, οπλισμένος μ' ένα τρίγωνο, πηγαίνει να πη τα κάλλαντα στο Νιάρχο, στον Ανδρεάδη και άλλους κυρίους". 

Βρήκα το κείμενο στις ψηφιοποιημένες συλλογές των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), είναι τρεις σελίδες, το δίνω παρακάτω σε τρεις εικόνες, αξίζει να διαβαστούν, όλο και κάποιες ομοιότητες θα βρούμε, είχαμε από τότε και ... του πουλιού το γάλα:


 


Τελικά ο καημένος ο Μέντης δεν κατάφερε να πει τα κάλαντα, δεν βρήκε τους μεγάλους να τους πει ν' αγοράσουν ελληνικά νησιά να τα γεμίσουν φασιανούς και πέρδικες και ζαρκάδια ν' ανοίξει ο τόπος ώστε οι νέοι αντί να φεύγουν στα ξένα να μεταναστεύουν στα νησιά, δεν μάζεψε φράγκο, πέρασε και τις γιορτές κρεβατωμένος...

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Τι έγιναν τα παιδιά του Καρόλου Ντίκενς;

Γ. Ιακωβίδη "Η προσφυγοπούλα ή Κοιμισμένη ανθοπώλις"
(Εθνική ΠΙνακοθήκη)



Χάθηκαν προσωρινά, γίνανε σκιές,
με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα
μέσα από την ομίχλη,
πιάνουν την άκρη του παλτού μου.
Χειμώνας είναι γι αυτά, βαρύς, με χιόνια.
Με παπούτσια χαλασμένα, με αισθήματα
κουρέλια τριγυρνάνε άσκοπα στους δρόμους,
κάτω από φανάρια του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Το χιόνι σφυρίζει και τα χτυπάει αλύπητα.
Προσπαθεί να τα σβήσει από τις σελίδες των
βιβλίων. Αυτά όμως επιμένουν να τριγυρνάνε
στη μνήμη μας, να μας τυραννούν, να μας συντροφεύουν.
Χλομά και πεινασμένα μας περιμένουν
στη γωνιά, με τους ώμους να διψούν
για χάδι. Σούρουπο τα είδαμε για πρώτη
φορά και μα έφεραν τα πιο παράτολμα σχέδια.
Εκεί που σβήνει η μουσική, κρύβονται φοβισμένα
τα παιδάκια κοιτώντας το φεγγάρι.



Το ποίημα "Τι έγιναν τα παιδιά του Καρόλου Ντίκενς" του Γιάννη Κοντού (από τη συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα», Κέδρος, 1997) αναθυμήθηκα διαβάζοντας στη σελίδα του BBC  για τη χριστουγεννιάτικη ιστορία που έγραψε ο Κάρολος Ντίκενς το 1843. Δύσκολη περίοδος για τη Βρετανία, η βιομηχανική επανάσταση στο ζενίθ και από κοντά οικονομική κρίση, αύξηση τιμών, ανεργία και πείνα, πολλή πείνα, πεινασμένα παιδιά και ολόκληρες οικογένειες στους δρόμους. Πεινασμένη δεκαετία του 19ου αιώνα είπαν εκείνη τη δεκαετία του '40. Και ο Ντίκενς, βλέποντας τις εικόνες αυτές και βλέποντας τη φτώχεια, την αδυναμία και τη μιζέρια στις ζωές των παιδιών, έγραψε μια νουβέλα με τίτλο A Christmas Carol: A Ghost Story of Christmas, με τη σκέψη να δώσει λίγη χαρά κι αισιοδοξία στους ανθρώπους, να τους κάνει να θυμηθούν και να νοσταλγήσουν τις καλύτερες μέρες που είχαν ζήσει, να νιώσουν την αξία της αγάπης και της αλληλεγγύης.


Η πρώτη έκδοση του A Christmas Carol του Ντίκενς κυκλοφόρησε στις 19 Δεκεμβρίου 1843

Πρωταγωνιστής ο τσιγκούνης, ιδιότροπος και αγέλαστος Σκρούτζ. Αγέλαστος; Όχι για πάντα...

Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀσταμάτητα. Τὸ δωμάτιο ἦταν μᾶλλον κρύο, γιατί τὰ λιγοστὰ κάρβουνα στὴ σόμπα δὲν ζέσταιναν ἀρκετά. Ὄχι ὄχι ἔλειπαν τοῦ Σκροῦτζ τὰ χρήματα γιὰ ν᾿ ἀγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Ἀλλὰ ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ ἦταν ἕνας φοβερὸς τσιγκούνης! Στὸ διπλανὸ δωμάτιο, χωρὶς θερμάστρα, ἐργαζόταν ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, ὁ κλητήρας του, ποὺ ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χαμογελαστὸς ἄντρας μπῆκε στὸ γραφεῖο.

«Θεῖε, Καλὰ Χριστούγεννα!».

«Κακά, ψυχρὰ κι ἀνάποδα...» γκρίνιαξε ὁ Σκροῦτζ.

«Θεῖε μου, μὴ μουτρώνεις. Ἦρθα νὰ σὲ καλέσω γιὰ τὸ μεσημέρι», εἶπε ὁ Φρέντ, ὁ ἀνιψιός του.

Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ποτέ του δὲν γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα. Τὰ θεωροῦσε χάσιμο χρόνου. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Σκροῦτζ δὲ χάλασε τὸ κέφι τοῦ Φρέντ. Ἔφυγε χαμογελαστός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντάλλαξε εὐχὲς μὲ τὸν Μπὸμπ Κράτσιτ.

Λίγα λεπτὰ ἀργότερα χτύπησαν τὴν πόρτα. Ὁ ὑπάλληλος ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξει. Παρουσιάστηκαν δυὸ κύριοι.

«Ἐδῶ εἶναι ἡ ἑταιρεία Σκροῦτζ καὶ Μάρλεϊ;» ρώτησε ὁ πρῶτος.

«Ὁ συνέταιρός μου, ὁ Μάρλεϊ, πέθανε σὰν ἀπόψε πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια», τοῦ ἀπάντησε ψυχρὰ ὁ Σκροῦτζ.

«Τὰ συλλυπητήρια μου», εἶπε ὁ δεύτερος.

«Ἐμεῖς κάνουμε ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχούς. Αὔριο, ποὺ ξημερώνει μέρα χαρᾶς, ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ συνδρομή σας;».

Ὁ γέρο-σπαγκοραμμένος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξοδέψει οὔτε μία πένα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπάντησε ἀρνητικὰ στοὺς δυὸ ἐπισκέπτες.

...................................................................................

«Ποιὸς εἶναι;» ρώτησε ἔκπληκτος ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Σκροῦτζ γυρνώντας τὸ κεφάλι του.

«Ὁ θεῖος σου ὁ Σκροῦτζ», τοῦ ἀπάντησε. «Ἦρθα γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι ποὺ μὲ κάλεσες!».

Ὁ Φρὲντ καὶ ἡ γυναίκα του χάρηκαν πολὺ ποὺ τελικὰ ὁ Σκροῦτζ ἀποφάσισε νὰ τοὺς κάνει τὴν τιμή. Καὶ ἡ γιορτὴ ἐξελίχτηκε θαυμάσια. Τὸ γεῦμα ἦταν νοστιμότατο. Ἀκολούθησαν μουσικὴ καὶ χορός. Ἔπαιξαν διάφορα διασκεδαστικὰ παιχνίδια καὶ φυσικὰ παντομίμα. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἐκείνη ἡ ξέφρενη χαρὰ ποὺ ἔνιωθε μέσα του ὁ Σκροῦτζ.

Τὴν ἑπομένη, ὁ Σκροῦτζ πῆγε πολὺ νωρὶς στὸ γραφεῖο. Ἤθελε νὰ κάνει ἔκπληξη στὸν κλητήρα του, ποὺ ἤξερε ὅτι θὰ ἀργοῦσε νὰ φανεῖ στὴ δουλειά. Καὶ πράγματι, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἦρθε λίγο πρὶν τὶς δέκα. Κάθησε ἀθόρυβα στὴ θέση του, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Σκροῦτζ δὲ θὰ ἔπαιρνε εἴδηση τὴν καθυστέρησή του.

«Ἄαα!» γκρίνιαξε τότε ὁ Σκροῦτζ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὸ γνωστὸ κακότροπο ὕφος του. «Τί σημαίνει πάλι αὐτό;».

«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, «δὲν πρόκειται νὰ ξαναργήσω».

«Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ δίνεις τέτοιες ὑποσχέσεις;» τοῦ εἶπε μουτρωμένος ὁ Σκροῦτζ. Ὁ Μπὸμπ ἄρχισε νὰ τρέμει. Φοβήθηκε τὴν ἀπόλυση.

«Πάντως, γιὰ τούτη τὴ φορά...» συνέχισε ὁ Σκροῦτζ «νομίζω ὅτι πρέπει νὰ σοῦ αὐξήσω τὸ μισθό σου!».

Κατάπληκτος ὁ Μπὸμπ σκέφτηκε νὰ τρέξει γιὰ βοήθεια. Νόμισε ὅτι ὁ ἐργοδότης του τρελάθηκε!

«Καλὰ Χριστούγεννα, ἀγόρι μου», τοῦ εἶπε τότε ἤρεμος καὶ χαμογελαστὸς ὁ Σκροῦτζ, μὲ τρόπο τόσο εἰλικρινῆ, ὥστε τελικὰ τὸν ἔπεισε ὅτι τὰ εἶχε τετρακόσια. «Καὶ ὄχι μόνο θὰ σοῦ κάνω αὔξηση, ἀλλὰ θὰ βοηθήσω καὶ τὴν οἰκογένειά σου. Πήγαινε, ὅμως, πρῶτα σὲ παρακαλῶ, νὰ ἀγοράσεις κι ἄλλα κάρβουνα, θὰ ζεσταθοῦμε καλὰ κι ἔπειτα καθισμένοι δίπλα στὴ φωτιὰ θὰ συζητήσουμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες.

Ὁ Σκροῦτζ κράτησε τὸ λόγο του. Καὶ σύντομα ὁ μικρὸς Τὶμ ξεπέρασε τὴν ἀρρώστια, ἀπέκτησε δυνάμεις κι ἔγινε ἕνα γελαστὸ καὶ ὄμορφο ἀγόρι, ποὺ ὁ Σκροῦτζ τὸ φρόντισε σὰν νὰ ἦταν δικό του παιδί. Ὁ πρώην τσιγκούνης ἔγινε πολὺ γενναιόδωρος κι ἦταν πάντα εὐγενικός με ὅλους. Μερικοὶ βέβαια τὸν κορόιδεψαν γιὰ τὴ μεταβολὴ τοῦ χαρακτήρα του. Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ δὲν ἐνοχλήθηκε γιατί, ὅπως εἶπε πολὺ σοφά: «Καλύτερα νὰ σὲ περιγελοῦν παρὰ νὰ σὲ περιφρονοῦν!».

Ὁ Σκροῦτζ δὲν ξαναεῖδε τὰ πνεύματα. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅπως λένε, δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ γιορτάζει καλύτερα τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸν Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ.

Τα παιδιά του Ντίκενς ακόμη περιμένουν ένα χάδι, κι αυτό τον πεινασμένο 21ο αιώνα!

Καλά Χριστούγεννα!

--------------------------------------------------
Σημείωση
Στα ελληνικά, το βιβλίο κυκλοφορεί με τους τίτλους "Χριστουγεννιάτικη ιστορία" ή "Χριστουγεννιάτικα κάλαντα". Το παραπάνω απόσπασμα είναι πιστή αντιγραφή από εδώ