Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Μπερλίν, της Άντζη Σαλταμπάση: αναζητώντας τις μνήμες μιας πόλης


Περιεργαζόμενη το βιβλίο πριν ξεκινήσω την ανάγνωση, διάβασα για το εξώφυλλο: "Μνημείο της Nelly Sachs στο Βερολίνο". Πάλι η Νέλλυ Ζακς μπροστά μου, τον τελευταίο καιρό βρέθηκε πολλές φορές στα διαβάσματά μου. Γερμανίδα ποιήτρια, γεννημένη στο Βερολίνο από Εβραίους γονείς, πρόλαβε να φύγει το 1940 στη Σουηδία· πιστή φίλη του ποιητή Πάουλ Τσέλαν, πληγωμένες υπάρξεις και οι δύο, χτυπημένες από την "τραυματισμένη πραγματικότητα" της φρίκης του ναζισμού. Έτσι περιγράφει τη συνάντηση των δύο ποιητών ο Κώστας Νασίκας στο εξαιρετικό βιβλίο του "Εξορίες γλώσσας". Ποιήματά της βρήκα πως υπάρχουν στο βιβλίο "Τέσσερις νομπελίστες ποιητές: Nelly Sachs, Jaroslav Seifert, Günter Grass, Elfriede Jelinek", Λεξίτυπον 2007 (σε μετάφραση και ανθολόγηση από Σωτήρη Γυφτάκη). Δεν το έχω ξεφυλλίσει, βρήκα όμως ποιήματά της στην ανθολογία της Μαρίας Λαϊνά "Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα: Επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις" (Ελληνικά γράμματα, 2007, με μια παρατήρηση ότι δίνονται τα ονόματα των μεταφραστών, όχι όμως και η πηγή δημοσίευσης των μεταφράσεων). Το μνημείο που φωτογράφισε η Σαλταμπάση για το εξώφυλλο του βιβλίου της είναι το μνημείο του Ολοκαυτώματος και βρίσκεται στο πάρκο Koppenplatz του Βερολίνου, πολύ κοντά στην πλατεία Rosenthaler.

Αλλά νομίζω ξεστράτισα, αφορμή το βιβλίο της Άντζη Σαλταμπάση Μπερλίν (Πόλις, 2017). Τη Σαλταμπάση την έχω συναντήσει ως μεταφράστρια πριν από λίγα χρόνια, αρχικά στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο "Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933" του Χάινριχ Βίνκλερ. Τώρα, μας συστήνεται και ως συγγραφέας η ίδια, με μια πρωτοπρόσωπη αφηγηματική περιήγηση στην πόλη του Βερολίνου, στους χώρους και στην ιστορία του, με έμφαση στον όλεθρο του Ολοκαυτώματος και στις μικροϊστορίες των Εβραίων που κάποτε έζησαν σ' αυτή την πόλη.

Η συγγραφέας, ως δημοσιογράφος, αναζητεί και παρακολουθεί τις τύχες απλών ανθρώπων που ζούσαν στο Βερολίνο από τη δεκαετία του '30 ή και παλιότερα και που είτε χάθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης ή κάποιοι πρόλαβαν να ξεφύγουν και βρέθηκαν στην Αμερική, στο Ισραήλ ή αλλού.

"Νεκρές και σχεδόν νεκρές" γυναίκες στο Ράβενσμπρουκ
Θέμα της η μνήμη· αυτή που καταγράφεται και στο σπαρακτικά αποκαλυπτικό, μνημειώδες εννιάωρο ντοκιμαντέρ του Κώντ Λανζμάν Σοά, που σκηνές του θυμάται καθώς το πούλμαν τους πηγαίνει για επίσκεψη στο γυναικείο στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ. Και τι ειρωνεία, εκεί δίπλα στο στρατόπεδο σχεδίαζαν να χτίσουν ένα πολυκατάστημα· ειρωνεία ή μάλλον κυνισμός θα έλεγα καλύτερα. Ευτυχώς για τον σεβασμό στη μνήμη, τη συλλογική και την ατομική, για την κοινωνική μνήμη, το σούπερ μάρκετ δεν έγινε, μάλλον δεν λειτούργησε ποτέ σ' εκείνη τη θέση, όπως μας πληροφορεί και φυλλάδιο της πόλης (η συγγραφέας, πάντως, μας πληροφορεί πως έγινε τελικά στην άλλη άκρη της πόλης, δίπλα στο νεκροταφείο, εκεί που, όπως είπε ένας φύλακας του νεκροταφείου, έκαιγαν τα πτώματα πριν το στρατόπεδο αποκτήσει τους δικούς του φούρνους!). 

Ψάχνει τι απέγιναν οι Εβραίοι της πόλης, αλλά και ποια ήταν η στάση των υπόλοιπων κατοίκων της, των Γερμανών, των φίλων, των γειτόνων· άλλοι δεν μιλάνε, άλλοι δεν γνωρίζουν, άλλοι δεν έμαθαν ποτέ και άλλοι ξέχασαν. Επισκέπτεται σπίτια που κάποτε έζησαν εβραϊκές οικογένειες μαζί με τη φίλη της την Γκαμπριέλε· η φίλη της ανήκει σε μια πρωτοβουλία Γερμανών που προσπαθούν να ζωντανέψουν, να καλλιεργήσουν και να διατηρήσουν τη συλλογική μνήμη, τοποθετώντας τις Stolpersteine (στόλπερστάινε) μπροστά από τέτοια σπίτια. Λίθους μνήμης τα λέει ή πέτρες που σκοντάφτεις πάνω τους, κι έτσι αναγκάζεσαι να μάθεις για την ιστορία του συγκεκριμένου σπιτιού, την ιστορία κάποιων ανθρώπων που έζησαν εκεί και, βέβαια, για το Ολοκαύτωμα, τη Σοά, τον μαζικό αφανισμό εκατομμυρίων ανθρώπων που σχεδίασαν και πραγματοποίησαν οι ναζί στα μέσα του 20ου αιώνα.

Λίθοι μνήμης έχουν τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης, μια πόλη 
απ' όπου πολλές χιλιάδες Εβραίων κατοίκων της εξοντώθηκαν από τους Ναζί
Ψάχνει και συζητά με ιδιαίτερη ευαισθησία για τους Εβραίους, για τους Εβραίους της Γερμανίας τη νοιάζει περισσότερο σε τούτο το βιβλίο, μα και για τους Εβραίους της Ελλάδας έχει την πίκρα της. Κι όταν τη ρωτούν πώς γίνεται να είναι ο άντρας της Έλληνας Εβραίος, και τη ρωτούν αν είναι "κανονικός ή αφομοιωμένος" κι αν υπάρχουν Εβραίοι στην Ελλάδα, γράφει:

Ε ναι, ναι, υπήρχαν κάποτε, μετά έμειναν ελάχιστοι, έτσι ήθελα να απαντήσω, αλλά δεν το έκανα και πώς μπορούσα άλλωστε, ποιος μπορεί να μιλήσει τόσο σκληρά και να πει ότι φυσικά και υπήρχαν πολλοί Εβραίοι στην Ελλάδα, αλλά οι περισσότεροι έγιναν στάχτη. Όσο δε για το αφομοιωμένος, φυσικά είχαν δίκιο, αφομοιωμένοι είναι οι Εβραίοι στην Ελλάδα, κρυμμένοι για να μην ερεθίζουν τα αντισημιτικά αισθήματα. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία...

Την κατατρώει η Γερμανία και οι σύγχρονοι Γερμανοί· πώς προσλαμβάνουν εκείνο το τραύμα, είναι αλήθεια τραύμα γι' αυτούς το Ολοκαύτωμα; Μερικοί ρίχνουν την ευθύνη στους ίδιους τους Εβραίους. "Θα ήθελα να μπορώ κι εγώ να κάνω αυτό το σχόλιο", της είπε Γερμανός φίλος, πολιτικοποιημένος σοσιαλδημοκράτης και ειρηνιστής, όταν εκείνη του είπε χαριτωμένα για έναν Εβραίο φίλο της που άνοιξε μαγαζί και ότι νιώθει χαρούμενος γιατί ξύπνησε μέσα του ο Εβραίος έμπορος. Αυτός νομίζει πως οι Εβραίοι δεν τους επιτρέπουν να μιλούν ελεύθερα. Δεν ήταν πάντα καλές οι συμπεριφορές απέναντι στους Εβραίους, της είπαν κάποιοι απόγονοι εβραϊκών οικογενειών του Βερολίνου· ας ήταν Εβραίοι Γερμανοί, πάλι σαν εβραιόπουλα ξεχώριζαν τα παιδιά στο σχολείο και ήταν ανεπιθύμητα.

Πολλές οι ιστορίες για παιδιά που εξοντώθηκαν και άλλες τόσες σημερινές προσπάθειες μαθητών σε γερμανικά σχολεία να ανακαλύψουν την ιστορία του σχολείου τους εκείνη τη ζοφερή εποχή και να ξεθάψουν μνήμες παιδιών που φοιτούσαν τότε. Συγκινητική η ιστορία των έντεκα Εβραιόπουλων από το γυμνάσιο Χέρμαν Έλερ στο Στέγκλιτς.

 Άλλοι νιώθουν οι ίδιοι ενοχές, άλλοι αρνούνται ότι γνώριζαν ή ότι γειτόνεψαν με Εβραίους.

Τα αισθήματα μιας ξένης στη Γερμανία είναι ανάκατα, αγαπά την πόλη, αναγνωρίζει τα χαρίσματα των ανθρώπων της, αλλά άλλο τόσο τους δίνει, με παρρησία θα έλεγα, χαρακτηρισμούς κάθε άλλο παρά κολακευτικούς πάντα. Κι εμείς, επηρεασμένοι μάλιστα από τις τρέχουσες καταστάσεις της κρίσης και από τις συμπεριφορές κάποιων επώνυμων ανθρώπων αλλά και μέσων ενημέρωσης από τη χώρα αυτή, κάποιες φορές νιώθουμε και δικαιωμένοι για τυχόν αντιδράσεις μας. Βέβαια, δεν είμαι από αυτούς που θα συμφωνούσαν για τη συνολική καταδίκη του γερμανικού λαού, του οποίου εκτιμώ και αναγνωρίζω αρετές και ικανότητες, όμως δεν μπορώ και να μην παραδεχτώ πως κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς που έδωσε νιώθω να ταιριάζουν στα γενικά χαρακτηριστικά τους (όπως τα αντιλαμβάνομαι, φυσικά).

Όταν μάλιστα χρησιμοποιεί το παράδειγμα της συμπεριφοράς αστυνομικών απέναντι σε κατοίκους που δείχνουν "ξένοι", ακόμη κι αν έχουν γερμανική υπηκοότητα, μ' εκείνο το ανατριχιαστικό ερώτημα "Geboren?" και με την κατάταξη στην κατηγορία "Migrationshintergrund", όχι όμως αν έχουν γεννηθεί π.χ. στην Ολλανδία (όπου θεωρούνται και πάλι "άριοι", συμπεραίνει η συγγραφέας), τότε σκέφτομαι τα δικά μας, και τους μπαρμπάδες μου που είχαν μεταναστεύσει αρχές δεκαετίας του '60 στη Γερμανία και όλους αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους που φτάνουν στη χώρα μας αναζητώντας μια καλύτερη ζωή... Αλλά, όπως τόσο καλά το είχε πει η Ανέτ Βιβιορκά που την αναφέρει η συγγραφέας, "το Άουσβιτς είναι μια μετωνυμία για όλα" (είχα κάνει αναφορά εδώ).

Το βιβλίο τελειώνει με μια εκδρομή στο Νησί των Παγωνιών, τον μικρό παράδεισο που θυμίζει τις παραστάσεις έργων του Ρακίνα, αλλά και την τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων του '36, τότε που το ζεύγος Γκέμπελς υποδεχόταν τον κόσμο, την ίδια ώρα που "κρατούμενοι ξεχέρσωναν το δάσος Ζάξενχάουζεν για το μελλοντικό στρατόπεδο, και εξακόσιοι Σίντι και Ρομά κλείνονταν σε ένα Τσιγκόινερ Λαγκερ στα ανατολικά της πόλης" και με μια αναφορά στην Έβδομη Σφραγίδα του Μπέργκμαν, όπου "ο ιππότης Αντόνιους Μπλοκ...". (Και τι σύμπτωση: για τους Ολυμπιακούς του '36 είχα σχόλιο από τον Χάρη Κουρή σε πρόσφατη ανάρτηση σχετικά με τη γλώσσα και την ορολογία στη λογοτεχνία).

Η συνέχεια στο βιβλίο, η μνήμη και οι μνήμες, οι ατομικές και οι συλλογικές, η κοινωνική μνήμη, αυτό είναι το θέμα του, μακάρι να μην ήταν (είναι) και το ζητούμενο της εποχής μας.. 

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

"Κλεμμένη εφηβεία" του Στανισλάς Τόμκιεβιτς: Μια σιωπή 50 χρόνων ύστερα από το απόλυτο κακό στο σύγχρονο πολιτισμό μας

"Η κλεμμένη εφηβεία", University Studio Press, 2012
 (μετάφραση από τον Γρηγόρη Αμπατζόγλου και επιμέλεια από τον ίδιο και τον Δημήτρη Πλουμπίδη)

Ήταν συγκλονιστική η ανάγνωση του βιβλίου του Πολωνοεβραίου ψυχίατρου Stanislas Tomkiewicz, που στα εφηβικά του χρόνια έζησε στο γκέτο της Βαρσοβίας, δραπέτευσε από το τρένο που τους πήγαινε στην εξόντωση, κλείστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Bergen-Belsen και, τελικά, μετά από πολλές περιπέτειες, φυματικός,  βρέθηκε το 1945 στη Γαλλία, όπου σπούδασε κι έζησε μέχρι το θάνατό του το 2003. 

Για πενήντα χρόνια σιώπησε, έγινε ένας διεθνώς αναγνωρισμένος ψυχίατρος, ενσωματώθηκε στη γαλλική κοινωνία, έγινε ακτιβιστής (μέλος του ΚΚΓ στην αρχή), χωρίς να έχει πει κουβέντα για τα χρόνια που έζησε στην Πολωνία μέχρι το 1945. Το βιβλίο είναι μια αυτοβιογραφική αφήγηση, μια εξομολόγηση, ένα βιβλίο για τη μνήμη και την απώθηση.

Γιατί σιωπούσε όμως τόσα χρόνια;

Ένιωθα, γράφει, ντροπή που δεν υπέφερα αρκετά, ζύγιζα 39 κιλά, ενώ ο άλλος (ο καλός του φίλος Mathias) ζύγιζε μόνο 26! Σιώπησε, λέει, όχι τόσο για τα φριχτά πράγματα που έζησε στα στρατόπεδα, αλλά «κυρίως λόγω του μαζικού χαρακτήρα που είναι κάτι που δεν έχει προϋπάρξει, των δολοφονιών που πραγματοποιήθηκαν στην Πολωνία, 90% του εβραϊκού πληθυσμού (3 εκ. άνθρωποι, χωρίς να μετράμε τα 2 εκ. των Πολωνών που δεν ήταν Εβραίοι)».

Άλλοι τα 'χαν πει ήδη και καλύτερα, λέει ο Τόμκιεβιτς, ο Πρίμο Λέβι, ο Χόρχε Σεμπρούν και τόσοι άλλοι, αλλά και η αδερφή του η ίδια. Στο δίλημμα του Σεμπρούν «Η τροφή ή η ζωή», προτίμησε το δεύτερο, επέλεξε να σιωπήσει, να στραφεί στο μέλλον, να θεραπευτεί για να θεραπεύσει. Η σιωπή αγκάλιασε και όλη την παιδική του ηλικία.

«Άγγιζε ακόμα και το ταγκό το οποίο λάτρευα όταν ήμουν παιδί και το οποίο θεωρούσα ότι πέθανε με τον πόλεμο

Ένιωθε σαν να είχε λησμονήσει ακόμη και τον Janusz Korczak, τον σπουδαίο παιδαγωγό και γιατρό (που ήθελε να του μοιάσει μάλιστα) και που τον είχε συνδέσει με τα αγαπημένα του παιδικά βιβλία Roi Mathias 1er  και Le petite Revue (ήταν περιοδικό από παιδιά για παιδιά που εκδιδόταν στην Πολωνία μέχρι το 1939 που οι Ναζί το σταμάτησαν). Ο Γιάνους Κόρτσακ διηύθυνε ένα ορφανοτροφείο φτωχών παιδιών στη Βαρσοβία και στο γκέτο στη συνέχεια και ο Τόμκιεβιτς θυμάται που οι πλούσιοι Εβραίοι του γκέτο συγκέντρωναν βοήθεια για το ίδρυμα. Οδηγήθηκε στο στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα μαζί με τα 200 παιδιά του ορφανοτροφείου και πέθανε τον Αύγουστο του 1942. Γράφει γι' αυτόν σε πολλά σημεία της εξομολόγησής του, άλλωστε για πολλά χρόνια ήταν Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Korczak. Ο Κόρτσακ ήταν ο πρόδρομος του κινήματος για τα δικαιώματα του παιδιού, ήταν αυτός που από τις αρχές του αιώνα είχε μιλήσει για το σεβασμό στο παιδί. Μιλώντας για τον Κόρτσακ, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τη βία των παιδιών των προαστίων, η οποία "δεν οφείλεται σε χαλαρότητα των γονιών, αλλά στην καταστροφή της οικογένειας και των κοινωνικών δεσμών από μια κοινωνία όπου το κέρδος είναι σήμερα η μόνη της αξία". 

Γράφει για την πλατεία μετεπιβίβασης, τον προθάλαμο του θανάτου, την Umschlangplatz. Τελευταία φορά βρέθηκε εκεί στις 2 Μαϊου 1943, μαζί με τους γονείς του, το γαμπρό του, τον αδελφό του και τη νύφη του. Εκείνος πήδηξε από το τρένο, οι γονείς του θανατώθηκαν μερικούς μήνες αργότερα, "γαζώθηκαν μ' ένα μυδράλιο". 

Χρειάστηκαν 30 χρόνια για να μιλήσει ο Τόμκιεβιτς πρώτη φορά σ’ ένα μαγνητόφωνο γι' αυτό που τον βασάνιζε πάντα, που ήταν ο πιο μεγάλος τραυματισμός του, για την εγκατάλειψη των γονιών του μέσα στο τρένο, τότε που αποφάσισε να πηδήξει και να γλυτώσει από τη βέβαιη εξόντωση. Και πέρασαν ακόμη 18 για να ξαναμιλήσει. Κι από τότε δεν σταμάτησε να μιλά. Έκανε και βίντεο, όπως με τον Σπήλμπεργκ και με την Ανέτ Βιβιόρκα στο Yale (στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος με τον τίτλο Fortunoff Video Archive for Holocaust Testimonies).

Γράφει για τις επιστημονικές και επαγγελματικές του αναζητήσεις μέχρι που επέλεξε την ψυχοθεραπεία, "τη σχέση και τον αγώνα για την ευζωία των ατόμων που είναι επίκαιρα και παρόντα". Κρατώ κάποια σημεία από τις θέσεις που διατυπώνει, αλλά και από το συνοδευτικό κείμενο των επιμελητών, και χωρίς να είμαι ειδική ώστε να μπορώ να αξιολογήσω σε βάθος, κρίνω όμως πως σίγουρα οι αναζητήσεις και οι επιλογές του είχαν επηρεαστεί από την εμπειρία των νεανικών του χρόνων, από την εφηβεία που του είχε κλέψει η ναζιστική θηριωδία. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα παιδιά και τους νέους κι ένιωθε ένα αίσθημα ευτυχίας όταν έβλεπε ν' ανθίζουν στη θέση του νέοι που η ζωή τούς είχε κλέψει την παιδική ηλικία. Ασχολήθηκε με τον εξανθρωπισμό της ψυχιατρικής νόσου, ενώ το 1968 βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της μάχιμης ψυχιατρικής.

Αναφέρεται στην έννοια της ανθεκτικότητας (resilience - προσαρμοστικότητα;), την ικανότητα δηλαδή του ανθρώπου να αντιστέκεται στα γυρίσματα της ζωής, ακόμη και στα πιο βαριά. Και αναφέρεται επίσης στην ενοχή, και στο μίσος, στη μάχη ενάντια στο μίσος. Και για τα παιδιά των επιζώντων, τι μπορεί να γίνει; Να μαθαίνουν ή να σιωπούν; Να σιωπούν για να προστατεύονται; Με μια "αληθινή δολοφονία της μνήμης;" Και η δική του σιωπή τι ήταν; Μήπως μπόρεσε "να συμφιλιώσει μνήμη και προστασία;"

Ερωτήματα που σίγουρα υπάρχουν. Και που μ' αυτά ασχολούνται οι ... πιο ειδικοί.






"...η ίδια η μεταπολεμική πορεία των επιζώντων αποτελεί μια διαρκή αναμέτρηση ζωής και θανάτου, απώλειας και ανάκτησης, παρελθόντων (νοσταλγικών, ηρωικών, τραυματικών) και μέλλοντος..."

Αυτά γράφει μεταξύ άλλων ο Γιώργος Αντωνίου, παρουσιάζοντας το βιβλίο της Ρίκας Μπενβενίστε "Αυτοί που επέζησαν: Αντίσταση, εκτόπιση, επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940" (Πόλις, 2014) στην Εφημερίδα των Συντακτών του περασμένου Σαββάτου.


Και βέβαια, το βιβλίο πρέπει να έχει πολύ ενδιαφέρον. Να σημειώσω μάλιστα ότι ο Τόμκιεβιτς αναφέρεται στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που γνώρισε στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν (σε αυτό αναφέρεται και η Μπενβενίστε) κι ανάμεσά τους τη Nora Saporta, με την οποία κράτησε φιλία για όλη τη ζωή. (Πρόκειται για τη Νόρα Νεχαμά, σύζυγο του σημαντικού αρχιτέκτονα Ισαάκ Σαπόρτα. Βλέπε ενδεικτικές αναφορές στα άρθρα του Ριζοσπάστη και της Καθημερινής, καθώς και στην ιδιαίτερης αξίας εργασία του καθηγητή Γ. Σαρηγιάννη για την Αριστερή Ιδεολογία στην Πολεοδομία στην Ελλάδα, από το 1960 ως το 1990.)
  
Έγραψα παραπάνω για τα ερωτήματα. Υπάρχουν ερωτήματα όπως φαίνεται, κάποιοι μιλούν ακόμη για άρνηση του Ολοκαυτώματος, εξάλλου και ο ορισμός της 27ης Ιανουαρίου ως ημέρας μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος ήρθε πολύ αργά, 60 χρόνια από το 1945! Και είναι η 27η Ιανουαρίου η μέρα απελευθέρωσης του Άουσβιτς, του Άουσβιτς που "είναι μια μετωνυμία για όλα", όπως είπε σε συνέντευξή της η Ανέτ Βιβιορκά και δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής, 1 Φεβρουαρίου 2015. Το Άουσβιτς είναι το σύμβολο του Απόλυτου Κακού, είπε. (Μικρή προσωπική καταγραφή είχα κάνει εδώ)

Η Βιβιόρκα είναι στορικός και ομότιμη διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας. Ίσως την ξέρουμε ακόμη περισσότερο από το βιβλίο της "Το Άουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου" (Πόλις, 2013). 






Απόψε όμως ήταν στην Αθήνα και πήρε μέρος σε μια συζήτηση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με το Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδος, Η συζήτηση είχε τον τίτλο «Ολοκαύτωμα και μνήμη» και συμμετείχαν επίσης ο Μαρκ Βάιτσμαν, διευθυντής Εταιρικής Επικοινωνίας του Κέντρο Simon Wiesenthal Center και πρόεδρος της Επιτροπής για την Άρνηση του Ολοκαυτώματος και τον Αντισημιτισμό της Διεθνούς Συμμαχίας για την Ανάμνηση του Ολοκαυτώματος και η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, ιστορικός, καθηγήτρια στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, ενώ συντόνιζε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, πρόεδρος του Eφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. (παρακολούθησα ζωντανή αναμετάδοση της συζήτησης, κρίμα όμως που δεν υπάρχει δυνατότητα ετεροχρονισμένης παρακολούθησης για όσους δεν μπόρεσαν). Η συζήτηση είχε ενδιαφέρον, φάνηκε κάποια στιγμή πως υπάρχουν και κάποια ζητήματα/ερωτήματα, ίσως άλυτα ακόμη ή διαφορετικών κατευθύνσεων, όμως θα κρατήσω την τελευταία φράση του Στ. Ζουμπουλάκη, ο οποίος, δεινός πολέμιος του φασισμού και του αντισημιτισμού, είπε για κλείσιμο της συζήτησης:

"Να μην αφήσουμε τους αντισημίτες σε χλωρό κλαρί".

Προφανώς και είχε πολλούς αποδέκτες η φράση του. Και έχει πολλαπλή σημασία η αναφορά του, τόσο για μέσα, τα δικά μας, όσο και για έξω, για τον κόσμο που σπαράσσεται και χάνεται από φανατισμούς, μισαλλοδοξίες, παραλογισμούς, ανοησίες. 

Όχι άλλες κλεμμένες εφηβείες. Όχι άλλα κλεμμένα νιάτα!

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Κουβαλώντας μνήμες και έναν αριθμό στο χέρι!




"Πριν 69 χρόνια στις 27 Ιανουαρίου 1945 τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Άουσβιτς-Μπίρκενάου. Η 27η Ιανουαρίου ορίστηκε ως παγκόσμια μέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος.". Έτσι τελειώνει το εξαιρετικό κείμενό του στη χθεσινή Αυγή ο Βιβλιοθηκάριος. 

Και υπολογίζω πως είναι 39 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη μου επίσκεψη στο κολαστήριο του Άουσβιτς-Μπίρκενάου! 

Ήμουν δευτεροετής φοιτήτρια στο Πολυτεχνείο στους Χημικούς Μηχανικούς και στο πλαίσιο του προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών της IAESTE, είχα επιλέξει να πάω σε ένα εργοστάσιο ελαστικών στην Κρακοβία. Θα έμενα εκεί 40 μέρες. Ήταν καλοκαίρι του 1975. Πρώτη φορά θα έβγαινα από την Ελλάδα, πήγα με τρένο, το ταξίδι κράτησε τρεις μέρες.

Την πρώτη μέρα που πήγα στο εργοστάσιο, ανέλαβε ο Τεχνικός Διευθυντής να με ξεναγήσει. Ήταν ένας συμπαθητικός μεσήλικας άντρας, μάλλον κοντός και μάλλον σοβαρός (έτσι τουλάχιστον έδειχνε στα μάτια ενός εικοσάχρονου τότε κοριτσιού). Μιλούσε Γερμανικά, σε αυτά συνεννούμασταν. Μόλις με χαιρέτησε, τράβηξε το μανίκι του ψηλά και μου έδειξε, εκεί κοντά στον αγκώνα, έναν αριθμό! Δεν μπορώ να πω ότι πολυκατάλαβα αμέσως. Μου εξήγησε. 


Η αυλή στο μπλοκ του θανάτου

Κάποια μέρα μας πήγαν να δούμε από κοντά το μέρος που οι άνθρωποι, στην αρχή ήταν αριθμοί και ύστερα γίνονταν στάχτες. Δεν έχει νόημα να πω αν υπάρχει ή δεν υπάρχει μεγαλύτερη θηριωδία, αν ήταν ή όχι το χειρότερο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί πάντως είδα τους φούρνους, είδα τους θαλάμους αερίων, είδα τα κρεματόρια, είδα τα ηλεκτροφόρα σύρματα, είδα τα νοσοκομεία που έκαναν τα πειράματά τους τα ανθρωπόμορφα τέρατα του ναζισμού. Είδα τις προθήκες με τα ρούχα των κρατουμένων, είδα τις προθήκες με τα κατσαρολικά τους. Και είδα τις προθήκες με τα παιχνίδια των παιδιών. Γιατί υπήρχαν και παιδιά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σαν τη Ruth Kluger που γράφει ο Βιβλιοθηκάριος, και σαν το μικρό αγοράκι στην ταινία του Μπενίνι. Και υπήρχαν παιδιά που περιμένανε τους γονείς τους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σαν τον Φρανσουά Μασπερό (αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο του "Οι μέλισσες και η σφήκα", Σοκόλης 2005).


Ο φούρνος στο κρεματόριο!
Ο θάλαμος αερίων!
Το Νοσοκομείο!
Και ηλεκτροφόρα σύρματα παντού!
Και άλλοι πολλοί, χιλιάδες, που έζησαν στο πετσί τους τη θυριωδία του ναζισμού. Και υπήρξαν αυτοί που δεν άντεξαν το βάρος της μνήμης. Όπως ήταν ο Primo Levi (να προτείνω ένα ίσως λιγότερο γνωστό, αλλά εξίσου εξαιρετικό, "Τα τελευταία Χριστούγεννα του πολέμου", Καστανιώτης 2005) και όπως ήταν ο Jean Amery (με το αριστουργηματικό "Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση", Άγρα 2010). Να προσθέσω εδώ και τον Χόρχε Σεμπρούν, που τον ανέφερε στο σχόλιό του στην προηγούμενη ανάρτησή μου ο Βιβλιοθηκάριος. Ο Σεμπρούν είχε επίσης βρεθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το γράμμα που του είχε στείλει το 1943 η εκδότρια Κλωντ Εντμόντ Μαγνύ με τίτλο "Για μια προϋπόθεση της γραφής" δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του. Του το διάβασε η ίδια η Μαγνύ το 1945, μόλις είχε επιστρέψει από το Μπούχενβαλντ, και της χτύπησε την πόρτα μιά μέρα πριν τη Χιροσίμα (όπως σημειολογικά παρατηρεί ο ίδιος). Αυτά διηγείται ο εξόριστος Ισπανός συγγραφέας στον πρόλογο για το βιβλιαράκι με τον τίτλο αυτό που εκδόθηκε τελικά το 1947. Στα ελληνικά εκδόθηκε το 2001 ("Η προϋπόθεση της γραφής: Γράμμα της Κλωντ Εντμόντ Μαγνύ προς τον Χόρχε Σεμπρούν", Ολκός 2001).
Οι φωτογραφίες είναι όλες από το φωτογραφικό άλμπουμ που αγόρασα τότε και περιέχει φωτογραφίες του Πολωνού φωτογράφου Adam Kaczkowski (1917-1995). Είχε εκδοθεί από το Κρατικό Μουσείο του Άουσβιτς (Państwowe Muzeum w Oświęcimiu) μάλλον γύρω στο 1970.

Υστερόγραφο

Η παραμονή μου στην Κρακοβία ήταν πάντως ευχάριστη. Κατά την καθημερινή μου μετάβαση στο εργοστάσιο, περνούσα από ένα άλλο, που μύριζε σοκολάτα, κάτι σαν την ΊΟΝ στην Πειραιώς δηλαδή. Το θυμήθηκα όταν μας πήγαν επίσκεψη κάποια φορά με τη Σχολή. Από το ίδιο το αντικείμενο μέσα στο εργοστάσιο ελαστικών της Κρακοβίας, το μόνο που θυμάμαι είναι η πρώτη επικοινωνία με τους Πολωνούς φοιτητές που επίσης έκαναν την πρακτική τους εκεί: με οδήγησαν σε ένα δωμάτιο με μια μεγάλη μπανιέρα και μου έδειξαν πώς δοκιμάζεται η αντοχή των προφυλακτικών (ήταν ένα από τα προϊόντα που παρήγαγε το εργοστάσιο). Τα γέμιζαν λοιπόν νερό, πολύ νερό κτλ κτλ. Οι δοκιμές αυτές επαναλαμβάνονταν συχνά.  Είμασταν όλοι παιδιά...

Επίσης, στην Κρακοβία γνώρισα τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Θυμάμαι την Ελένη Νοικοκύρη, μια, όχι ψηλή, καλοφτιαγμένη, μεσόκοπη γυναίκα, που είχε κάνει αντάρτισσα στον ΕΛΑΣ και στο σπίτι της είχε φωτογραφία της με στολή και ντουφέκι. Γνώρισα κι άλλους, είχε πολλούς η ελληνική κοινότητα και οι περισσότεροι δούλευαν στα εργοστάσια της Νόβα Χούτα που ήταν στην άκρη της πόλης (όταν ξαναπήγα το 1999, η εικόνα της περιοχής αυτής ήταν πολύ διαφορετική).

Πήγα και στο ελληνικό χωριό προς τα ανατολικά, ανέβηκα στο Ζακοπάνε το βουνό, πήγα στο αλατορυχείο της Βιελίτσκα. 

Αφήνω τελευταία την Κρακοβία γιατί είναι η πόλη που μου αρέσει πολύ. Ίσως γιατί ήταν ο πρώτος μου ταξιδιωτικός προορισμός. Ίσως γιατί οι παραστάσεις με έφεραν πιο κοντά στην πραγματικότητα και στην αξία της μνήμης. Ήταν οι παραστάσεις από την επίσκεψη στο Άουσβιτς. Αλλά ήταν και η καθημερινή μου συνάντηση για ένα μήνα με έναν "κανονικό" άνθρωπο που όμως είχε ανεξίτηλο αριθμό στο χέρι, ήταν έτσι σημαδεμένος, αλλά κι ευτυχώς ζωντανός...

Λίγοι επέστρεψαν από τα κολαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ένας απ' αυτούς που δε γύρισαν ήταν και ο αδερφός του πατέρα μου, ο Αντώνης, ήταν δεν ήταν 20 χρονώ όταν τον πήραν για καταναγκαστική εργασία. Ο καημός της μάνας τους που δεν έσβησε ποτέ! 

Ποιος μπορεί να μιλάει τώρα για αυτά τα τέρατα και να μην ανατριχιάζει!