Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρωτοχρονιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρωτοχρονιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Καλή καλύτερη χρονιά, λοιπόν, το 2023, με ελπίδα και δικαιοσύνη!

Ντωμιέ Ονορέ, «Συζυγική τρυφερότητα: Σκηνή οικειότητας κάθε Πρωτοχρονιά,
την ημέρα των δώρων της 1ης του έτους», 1852, 
Εθνική Πινακοθήκη
 

Τα δώρα στον εαυτό μου για τη φετινή Πρωτοχρονιά

Απαραίτητη η συνοδεία του ελληνικού καφέ

Καλή και καλύτερη χρονιά, λοιπόν, με χαρές, ελπίδες και αντοχές, με υγεία, ειρήνη και δικαιοσύνη. Κι αν αναρωτιόμαστε τι νόημα έχουν οι τόσες ευχές, αν δεν ελπίζουμε ότι θα πραγματοποιηθούν ή αν ελπίζουμε πως μπορεί και να πραγματοποιηθούν, ας ακούσουμε τον Ηράκλειτο:

Εάν μη έλπηται, ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον

ή το ίδιο με τα λόγια του Αργύρη Χιόνη*:

Χωρίς ελπίδα,
άπιαστο το ανέλπιστο,
πουλί φευγάτο.

Ξόβεργα η ελπίδα είναι
και καρδερίνα η ζωή.


Ελπίδα και δικαιοσύνη μαζί, εξάλλου ΔΗΚΕΟΣΗΝΙ είναι η λέξη της χρονιάς που έφυγε, ελπίδα μαζί με δικαιοσύνη να είναι οι λέξεις της χρονιάς που ήρθε. Τις χρειαζόμαστε!

Το λεξοσύννεφο με τις λέξεις του 2022
(περισσότερα στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου)



Και με πολλά καλά διαβάσματα!
--------------------------------------------------------------------------------------

* Πρόκειται για ένα από τα σπαράγματα του Ηράκλειτου που απέδωσε ο Αργύρης Χιόνης σε μορφή χαϊκού και περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Η πολιτεία Λαβύρινθος & άλλες αθησαύριστες ιστορίες (εκδόσεις Κίχλη, 2020). Το παραπάνω είναι ένα από τα ποιήματα που συνοδεύουν την ιστορία με τίτλο «Τα ηρακλείτεια χαϊκού και τάνκα του Καμιμούρα Γιουτάκα», με τα οποία αποδίδει στα ελληνικά τα χαϊκού του Ιάπωνα ελληνιστή ποιητή Καμιμούρα Γιουτάκα, επηρεασμένα, όπως φαίνεται, από τον Ηράκλειτο. Ο Χιόνης ονομάζει τη συλλογή «Αγχιβασίη: Διά χειρός Ηρακλείτου, Καμιμούρα Γιουτάκα και Αργυρίου Χιόνη», σημειώνοντας ότι αυτός ήταν ο τίτλος και της ιαπωνικής συλλογής (προφανώς γνωρίζοντας ο Ιάπωνας ποιητής ότι η λέξη σημαίνει αμφισβήτηση, προσέγγιση). Αξίζει, πάντως, να διαβαστεί ολόκληρο το κείμενο του Χιόνη. (Για τα χαϊκού γενικότερα  βλ. επίσης εδώ και εδώ).

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Χίλια καλώς σε βρήκαμε καινούριε χρόνε!

 


 Ταχιά ταχιά’να αρχιχρονιά
ταχιά’ ν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά’ ν’ απού περπάτησε
ο Κύριος στον κόσμο
Και εβγήκε και χαιρέτησε
ούλους τους ζευγολάτες.
Και ο πρώτος που τα’ απάντησε
ήταν ο Άης Βασίλης
Πολλά τα έτη Βασιλειό,
καλόν ζευγάριν έχεις.
Καλό το λες αφέντη μου καλό
και ευλογημένο,
Η χάρη σου το βλόγησε
με το δεξί σου χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό
με το μαλαματένιο.
Πες μου να ζήσεις Βασιλειό
πόσα μουζούρια σπέρνεις;
Σπέρνω κριθάρι δώδεκα,
σταράκι δέκα πέντε
ταή και ρόβι δεκαοχτώ
κι από νωρίς στο στάβλο.

Είπαμε δα τ‘ αφέντη μας
να πούμε τση κυράς μας
Κυρά μαρμαροτράχηλη
και φεγγαρομαγούλα
οπού τον έχεις τον υγιό,
τον μοσχοκανακάρη
λούζεις τον και χτενίζεις τον
και στο σχολειό τον πέμπεις
κι ο δάσκαλος τον έδειρε
μ” ένα χρυσό βιτσάλι
και η κυρά δασκάλισσα
μ’ ένα μαργαριτάρι.

Είπαμε δα και στη κυράς
ας πούμε και τση βάγιας
Νάψε βαγίτσα το κερί
νάψε και το ντουμπλέρι
και κάτσε και ντουχούντιζε
ίντα θα μας εφέρεις
απάκι γή λουκάνικο
γη από πλευρά κομμάτι
γη από τον πόρο του βουγιού
να πιούμε μια γεμάτη.

Κι αν είναι με το θέλημα,
άσπρη μου περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας
να πούμε καλησπέρα

Επά που καλαντρίσαμε
καλά μας επλερώσαν
Καλά να ‘ναι τα έχη τους
και τα πονομάτά τους
και αν έχουν και αρσενικό παιδί
στη σέλα καβαλάρη
να σιέται να λυγίζεται
να πέφτει το λογάδι
να το μαζώνει η μάνα του,
να’χει χαρά μεγάλη.

Πάλι κι αν είναι θηλυκό
μια καλή να κάνει
Που δεν τον φτάνει τον υγιό
Άντρα να τον επάρει.

Ξύπνησ' αφέντη ξύπνησε, να φάμε και να πιούμε!

Χίλια καλώς σας βρήκαμε!

Καλή καλύτερη χρονιά!!!

 

Σημείωση:

Τα κάλαντα στις δύο εικόνες είναι όπως τα κατέγραψε ο Αντώνης Γιανναράκης από τους Λάκκους Χανίων στο βιβλίο του Άσματα Κρητικά που κυκλοφόρησε το 1876 στη Λειψία (περιέχεται στην ψηφιακή Βιβλιοθήκη Ανέμη του Πανεπιστημίου Κρήτης). Τα κάλαντα στη σύγχρονη εκδοχή τους είναι αντιγραμμένα από τον ιστότοπο Candiadoc. Στο βίντεο ακούγονται σε μια παλιά ηχογράφηση ο σπουδαίος Κρητικός λυράρης και τραγουδιστής Κώστας Μουντάκης και η Καίτη Ρουκουνάκη.

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Άγιος Βασίλης έρχεται

 

 
Ζώνεται το φθαρμένο ράσο του,
βάζει τα ξυλοπάπουτσά του,
φορεί το καλογερικό σκουφί του,
κάνει τον σταυρό του δυτικά,
παίρνει το μαγικό ραβδί του...
Εκεί στα βάθη της Μικράς Ασίας,
όπου η παλιά πολιτεία της Καισάρειας,
ετοιμάζεται, όπως κάνει αιώνες τώρα,
να ΄ρθει κι εφέτος την Πρωτοχρονιά
να μας επισκεφθεί ο παλιός Άγιος Βασίλης.
 
Τι κι αν έχει πεθάνει -
πάνε δεκάδες χρόνια τώρα -
και ο τελευταίος ζευγολάτης
που τον περίμενε πώς και πώς
για να ευλογήσει το αλέτρι του.
Τι κι αν τα παιδιά, αντί γι' αυτόν,
περιμένουν τον άγιο της κατανάλωσης
μ' όλα τα κάθε λογής δώρα του.
Τι κι αν βρει κλειστές, κατάκλειστες, τις πόρτες.
 
Όλο και κάποιος ξεχασμένος βοσκός
θα με περιμένει στο μαντρί του,
όπως ο Γιάννης ο Ευλογημένος,
σκέφτεται ο δικός μας, ο παλιός, Άγιος Βασίλης...

Το παραπάνω ποίημα είναι από την τελευταία συλλογή του Νιππιανού δασκάλου, ποιητή, δημοσιογράφου και φίλου Βαγγέλη Κακατσάκη Τα χελιδόνια του μοναχού (Κοινωφελές Ίδρυμα "Αγία Σοφία" και Πυξίδα της πόλης,  2020). Είναι μια συλλογή με εικόνες και βιώματα του ίδιου του δημιουργού από τον γενέθλιο τόπο, με συναπαντήματα, με γιασεμιά και κρίνους, με γλάρους και σπουργίτια, με πετάγματα κορυδαλλών, με βαρσάμους και βασιλικούς, με το άρωμα του αροσμαρή, με μνήμες και αφιερώσεις, με τη σοφή αιωνόβια ελιά του κήπου του που "όπως χαίρεται μια μάνα για τα παιδιά της, έτσι χαίρεται και η ελιά για τους δεκατρείς βασιλικούς"...


Και ζευγολάτης και οδοιπόρος ο  Άγιος Βασίλης της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, γράφει ο δάσκαλος. Να τον υποδέχεται στο μαντρί του ο Γιάννης ο Ευλογημένος τον θέλει ο Φώτης Κόντογλου στο διήγημά του "Το Βλογημένο μαντρί". Είναι ένα τρυφερό διήγημα, γραμμένο σε όμορφη γλώσσα. Παραθέτω εδώ την αρχή και το τέλος του*: 

Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.

Ἀφοῦ βολόδειρε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ χῶρες πολλὲς κι ἀπὸ χιλιάδες χωριὰ καὶ πολιτεῖες, ἔφταξε στὰ ἑλληνικὰ τὰ μέρη, πού ῾ναι φτωχὸς κόσμος. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χωριὰ πρόκρινε τὰ πιὸ φτωχά, καὶ τράβηξε κατὰ κεῖ, ἀνάμεσα στὰ ξερὰ βουνὰ ποὺ βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.

Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολὺ ἄγρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἀκουγότανε, ἐξὸν ἀπὸ κανένα τσακάλι ποὺ γάβγιζε.

Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπάγκιο ποὺ ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ῾να μικρὸ βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρὶ κολλημένο στὰ βράχια. Ἄνοιξε τὴν αὐλόπορτα ποὺ ἤτανε κανωμένη ἀπὸ ἄγρια ρουπάκια καὶ μπῆκε στὴ μάντρα. Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ πιάσανε καὶ γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νὰ τὸν σκίσουνε· μά, σὰν πήγανε κοντά του, σκύψανε τὰ κεφάλια τους καὶ σερνόντανε στὰ ποδάρια του, γλείφανε τὰ χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καὶ κουνούσανε παρακαλεστικὰ τὶς οὐρές τους.

Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:

«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».

Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ᾿ ἀρχοντικό μας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».

Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.

Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε μὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνασπάστηκε καὶ τό ῾βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καὶ τὴ γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ μωρό τους μέσα στὴν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε:

«Κόπιασε, παπποῦ, νὰ ξεκουραστεῖς».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ βλόγησε τὸ καλύβι κι εἶπε:

«Βλογημένοι νά ῾σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο τὸ σπιτικό σας! Τὰ πρόβατά σας νὰ πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν καὶ ὡς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζί σας!».

Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι καὶ ξελόχισε ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σὲ μία γωνιὰ τὸ ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τὸ μπαλωμένο τὸ ράσο του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. Τὸν βάλανε κι ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ῾βαλε καὶ μία μαξιλάρα ν᾿ ἀκουμπήσει.

Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καὶ ξανάπε μέσα στὸ στόμα του:

«Βλογημένο νά ῾ναι τοῦτο τὸ καλύβι!».

Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιὰ νὰ φέρει τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στὴ φωτιά.

........................................................................................................................................................

Καθίσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα - Μάρκος ὁ Βουβός, ποὺ τὸν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.

Καί, σὰν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα κι εἶπε:

«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».

Κι ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τὸ δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο καὶ δὲν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλὰ εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!».

Πετάγεται ὁ Γιάννης καὶ τοῦ λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τὸν Ἅη-Βασίλη!».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἀλήθεια, τὸν ξέχασα!».

Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε:

«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».

Ὕστερα ἔκοψε πολλὰ κομμάτια, καὶ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ μογιλάλου», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».

Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:

«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἔκοψα, εὐλογημένε!».

Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!

Ἔστρωσε ἡ γυναίκα, γιὰ νὰ κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νὰ κάνουνε τὴν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τὶς ἀπαλάμες του κι εἶπε τὴν δική του τὴν εὐχή, ποὺ τὴ λέγει ὁ παπᾶς στὴ λειτουργία:

«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου...».

Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ κι ἑτοιμαζόντανε νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης :

«Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστεν ἁμαρτωλοὶ καὶ κακορίζικοι, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε!».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τὶς ἀπαλάμες του καὶ ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ ἀλλιώτικα:

«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».

Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.

 

 Πώς τον περιμένουμε κι εμείς απόψε! Θα τον αναγνωρίσουμε άραγε;

 ................................................................................................................ 

Σημειώσεις:

Η εικόνα με τον Άη Βασίλη είναι έργο του Έλληνα εικονογράφου Νικόλα Ανδρικόπουλου με τίτλο Santa reading to his Friends (Ο Άη Βασίλης διαβάζοντας στους φίλους του). Είναι χριστουγεννιάτικη κάρτα της Unicef μάλλον του 1997 (δυστυχώς ο αποστολέας δεν έχει χρονολογία, αλλά υποθέτω ότι είναι 1997 ή 1998) σε υποστήριξη του προγράμματος 2000 για μείωση της μόλυνσης από τον ιό της πολυομυελίτιδας που χτυπά πάνω από 100.000 παιδιά κάθε χρόνο (όπως σημειώνεται στο πίσω μέρος της κάρτας).

* Ολόκληρο το διήγημα μπορεί να το βρει κανείς και στο διαδίκτυο, εγώ το αντέγραψα από εδώ.  

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

«Πλούτη, γέλοια και χαραίς και βαφή για ταις ψαραίς»: Και εις έτη πολλά!




Πέρασ’ ο χρόνος, πέρασαν τα ογδόντα δύο,
Πέρασαν τόσα βάσανα και δάκρυα και πίκραις,
Ας πούμε με μειδίαμα στο παρελθόν ADIO
Και σήμερ’ ας  γλεντίσωμε με φλάουτα με λύραις             

Έτσι ξεκινούσαν τις ευχές για τον καινούριο χρόνο του 1883 οι διανομείς  της κρητικής εφημερίδας «Πατρίς».

Ξεφυλλίζω το «Κρητικό Ημερολόγιο 2000» των Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη (έκδοση Φιλιππότη), στο οποίο υπάρχουν, πέραν των χρηστικών πληροφοριών όπως σε κάθε ημερολόγιο, πολλά ενδιαφέροντα κείμενα για την Κρήτη (ιστορία, λαογραφία, ποίηση, μουσική κτλ.). Τα σκίτσα στην παρουσίαση κάθε μήνα έχει κάνει ο σπουδαίος Χανιώτης σκιτσογράφος Σπύρος Ορνεράκης, τα οποία μάλιστα συνοδεύονται από δίστιχα σε μορφή μαντινάδας του Γιώργου Καράτζη.




Στο κείμενό της με τίτλο «Ευχές από τα περασμένα», η  Ζαχαρένια Σημανδηράκη (τότε προϊσταμένη του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης) δίνει πληροφορίες για τις ευχές που απηύθυναν «προς τους κυρίους κυρίους συνδρομητάς» οι διανομείς των τοπικών εφημερίδων και οι ταχυδρομικοί της Κρητικής Πολιτείας. Στα κείμενα αυτά ζητούν με σοβαρό ή σκωπτικό ύφος την «καλή χέρα»* από τους συνδρομητές, ταυτόχρονα όμως εκφράζουν και την αγωνία τους να ελευθερωθεί το νησί από την τουρκική κυριαρχία.

Παραθέτω εδώ ολόκληρο το κείμενο από το ευχετήριο δελτάριο του διανομέα της εφημερίδας «Άμυνα» (διατηρείται η ορθογραφία του αρχικού):

Ταίρι νιόνυμφο προβαίνει
Ο Γενάρης κ’ η Αυγή,
Να το στρώση, το προσμένει
Νυφικό κρεββάτ’ η γη

Ο Γενάρης σκουντουφλιάρης
στέκει δίπλα στην αυγή,
και σαν γέρος αρωστάρης
φανερόνεται στη γη

Και η γη φτιασιδωμένη
με τα χιόνια του βουνού,
απ’ το ταίρι περιμένει
καλή χέρα τ’ ουρανού.

Τι θα είναι δα τα δώρα,
γέλια, δάκρυα, καϋμοί;
θα τα ίδη κάθε χώρα
όταν έρθη η στιγμή.

Εγώ εύχομαι να ήνε
πλούτη, γέλοια και χαραίς
τριαντάφυλλα μυρσίναι
και βαφή για ταις ψαραίς

Δαχτυλείδια και στεφάνια
θέλω όλα να βρεθούν,
και βεζυρικά φιρμάνια
γέροι νειοί να ‘πανδρευθούν.

Και η γράδες να ζηλεύουν
και να θέλουν παντρειά,
να φορέσουν να γυρεύουν
την ουρά τη μακρυά.

Τώρα ήλθεν η σειρά μου
ένα λόγο να ειπώ
για τη τζέπη τη κυρά μου
ένα λόγο χαρωπό.

Ως το βράδυ να γεμίση
από λίραις Αγγλικαίς
και να ιδώ να ξεχειλίση
σαν τσουκάλι με φακαίς.

Κι ο Θεός ν’ ανταποδώση
τη γενναία δωρεά
εις εκείνον όπου δώση
περισσότερο παρά.
και εις έτη πολλά.

Και επιστρέφοντας στον διανομέα της «Πατρίς», να πώς τελειώνει τις ευχές του:

Χαρά Σας και να ζήσετε να ‘δήτε μιάν ημέρα,
Να ανατείλη ευτυχής, την λύρα θα σας παίζω,
Κι ‘εγώ για να χορεύητε, με την δεξιά μου χέρα
Όλο τον χρόνο γελαστό
Εις της «Πατρίδος» τον χορό.
Δώστε και Σείς ένα παρά εις τον πτωχόν ΚΙΝΕΖΟ
Διανομέα της «Πατρίδος».

Και εις έτη πολλά!


……………………………………………………………………………..

*Η καλή χέρα είναι ένα χρηματικό ποσόν που δινόταν (ή και δίνεται ακόμη) ως δώρο με την ευκαιρία της Πρωτοχρονιάς. Θυμάμαι, κάθε παραμονή ή ανήμερα Πρωτοχρονιάς, ο μπαμπάς μας έδινε πάντα ένα μικρό χαρτζιλίκι για την καλή του χέρα. Ήταν κάτι ιδιαίτερο για μας τα παιδιά τότε και είχε πολλή αξία.


Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Ένας καινούργιος χρόνος, τι μας περιμένει;

Ρεβεγιόν

Στις δώδεκα στο φώτο φίνις
πουλαράκι μονοετές
απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει
συντρίμμι στο χαλί
το νέον έτος.
Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει τώρα.

Μέσα οι γυναίκες μουσακάδες τριώροφοι.

Τι λέτε ρε, το ξέρετε
πως το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον
και γεννήθηκα;

Κι αυτόν τον τύπο να τόνε κεράσετε
μια ελίτσα με κουκούτσι
για να μπερδευτεί.
Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά μου.
Και τη βασιλόπιτα.
Δώσ’ το μαχαίρι:
Ένα της ποίησης
άλλο της ποίησης
τρίτο της ποίησης…



Το παραπάνω ποίημα είναι του Γιάννη Βαρβέρη από τη συλλογή "Ο Θάνατος το στρώνει". Το αντέγραψα από τη σελίδα του ποιητή Θωμά Τσαλαπάτη στην Εποχή της περασμένης Κυριακής 30/12/2018. Γράφει ο ίδιος:

Υπάρχει ένας χρόνος που πάντα περισσεύει. Ένας χρόνος ελατός και όλκιμος, νηπενθής και κατοικίδιος. Είναι ο χρόνος που κατοικεί ανάμεσα στο πέρας του χρόνου που πέρασε και τον ερχομό του χρόνου που θα έρθει. Δεν έχει αριθμούς, δεν έχει ημερομηνίες, ορίζεται πάντοτε απ' όλα όσα περισσεύουν, απ' όσα μένουν έξω από αυτόν. Κάπου ανάμεσα στον αποχωρισμό και το καλωσόρισμα, ο χρόνος αυτός υπάρχει. 

[...] Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος αν τις πρωτοχρονιές γιορτάζουμε το τέλος του προηγούμενου χρόνου ή την αρχή του καινούριου. 

[...] Όπως και να 'χει, οεφίλουμε να γιορτάζουμε. Προετοιμαζόμαστε χωρίς δεύτερη σκέψη, βουτούμε, συμμετέχουμε. 

[...] Εντάξει λοιπόν, ας τελειώσει. Εντάξει λοιπόν ας ξεκινήσει. Παραμένουμε στο κατάστρωμα περιμένοντας οδηγίες.


Εντάξει λοιπόν, ας τελειώσει. 
Εντάξει λοιπόν ας ξεκινήσει. 
Στο τέλος της χρονιάς που φεύγει αποχαιρετήσαμε τη μάνα μου, ήτανε πλήρης ημερών, έφυγε ήρεμα κι αθόρυβα.
Λίγο πριν, ήρθε στον κόσμο ο εγγονός μου, η καινούρια ζωή, η ελπίδα, η χαρά. 
Η ζωή συνεχίζεται. Κι εμείς αναρωτιόμαστε μαζί με τον ποιητή, τον Τάσο Λειβαδίτη:

Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει; 
Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα. 
Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές 
τελειώνετε τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Ο χρόνος γυρίζει, παλιά ιστορία!




Το γύρισμα του χρόνου

                         της Σοφίας Κολοτούρου

Ο χρόνος γυρίζει, παλιά ιστορία :
ζεστή κάποια νύχτα, γλυκιά του Ιουλίου
στη μνήμη έχει μείνει, σαν φωτογραφία
κρυμμένη στη μέση κλεισμένου βιβλίου.

Ζεστή κάποια νύχτα, γλυκιά του Ιουλίου
θυμίζει και πάλι αυτά που ξεχνάω
–κρυμμένη στη μέση κλεισμένου βιβλίου–
θαμμένα για πάντα, για να μην πονάω.

Θυμίζει και πάλι αυτά που ξεχνάω,
η νύχτα ετούτη, του άγριου χειμώνα.
Θαμμένα για πάντα, για να μην πονάω,
τα λόγια που κρύβω κι απέμειναν μόνα.

Η νύχτα ετούτη, του άγριου χειμώνα,
τις σκέψεις μου παίρνει, σκορπά στον αέρα.
Τα λόγια που κρύβω κι απέμειναν μόνα,
ζητάω – να βγάλω ακόμα μια μέρα.

Τις σκέψεις μου παίρνει, σκορπά στον αέρα,
το φύσημα τώρα, τ’ ανέμου η μανία.
Ζητάω να βγάλω ακόμα μια μέρα –
ο χρόνος γυρίζει, παλιά ιστορία.


Καλή Χρονιά, λοιπόν. Ο χρόνος γυρίζει, παλιά ιστορία!

.................................
Στη Σοφία Κολοτούρου απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2016, εξ ημισείας με τον Δημήτρη Αγγελή, για το έργο της με τίτλο «Η τρίτη γενιά» (και αντίστοιχα στον Αγγελή για το έργο του με τίτλο «Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου»). Το ποίημα της Σοφίας Κολοτούρου "Το γύρισμα του χρόνου" πρωτοδημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο Νέοι Ήχοι στο Παμπάλαιο Νερό
Η παραπάνω φωτογραφία είναι του Δημήτρη Χαρισιάδη από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη.

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Το βλέμμα γύρω, και καλή καλύτερη χρονιά!




Το βλέμμα γύρω

Μεγάλες ώρες της γης που αποδημούνε

Σε δευτερόλεπτα των χωραφιών.

Εδώ χτύπος του ρολογιού κανένας.

Κανένα έμφυτο ωράριο.

Οι λόφοι, τα βουνά δείχνουν δώδεκα.

Ο κάμπος αθέριστο μεσημέρι.

Μα τα χνάρια από τις πατημασιές στα ουράνια

Δείχνουν πως τρέχει να γλιτώσει τη δίκη του

Ο Μεσσίας.

(της Δήμητρας Χριστοδούλου, από τη συλλογή "Λιμός", Νεφέλη 2007)



Καλή, καλύτερη χρονιά!

--------------------------------

Σημείωση: Την ιδέα για την εικόνα με τα ρόδια την πήρα από τη σχετική ανάρτηση της διαδικτυακής φίλης Βιβής Γ.  (Λέσχη ανάγνωσης του Degas), ενώ τη συγκεκριμένη εικόνα με τα ρόδια του Χρήστου Μποκόρου την αντέγραψα από ανάρτηση της Ειρήνης Συκά εδώ).

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Τὸ φλουρὶ τοῦ φτωχοῦ, του Παύλου Νιρβάνα




Τὸ πρῶτο φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας, ποὺ μοῦ ἔπεσε, βγῆκε μοιρασμένο. Ἦταν ἀληθινὸ φλουρί, γιατί ὁ πατέρας μου τὸν καιρὸ ἐκεῖνο συνήθιζε νὰ βάζει στὴ βασιλόπιτα τοῦ σπιτιοῦ μας μιὰ χρυσὴ ἀγγλικὴ λίρα.
Πῶς ἔρχονται τὰ πράματα καμιὰ φορά!
Ὁ πατέρας μου, ὄρθιος μπροστὰ στὸ ἁγιοβασιλιάτικο τραπέζι, ἔκοβε τὴν πίτα, ὀνοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πρὶν κατεβάσει τὸ μεγάλο μαχαίρι τοῦ ψωμιοῦ. Ἀφοῦ ἔκοψε τὸ κομμάτι τοῦ σπιτιοῦ, τῶν ἁγίων, τὸ δικό του καὶ τῆς μητέρας μου, πρὶν ἀρχίσει τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν, σταμάτησε σὰν νὰ θυμήθηκε κάτι.
- Ξεχάσαμε, εἶπε, τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ. Αὐτὸ ἔπρεπε νά ῾ρθει ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Ἂς εἶναι ὅμως. θὰ τὸ κόψω τώρα κι ὕστερα θ᾿ ἀρχίσω τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν. Πρῶτα ὁ φτωχός. Κατέβασε τὸ μαχαίρι καὶ εἶπε:
- Τοῦ φτωχοῦ.
Ἔπειτα θὰ ἐρχόταν τὸ δικό μου κομμάτι, ποὺ ἤμουν ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ παιδιά.
Καθὼς τραβοῦσε ὅμως τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ κόψει τὸ δικό μου, τὸ χρυσὸ φλουρὶ κύλησε στὸ τραπεζομάντιλο. Τὸ κόψιμο τῆς πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι ὁ πατέρας ὅλους μας.
-Ποιανοῦ εἶναι τώρα τὸ φλουρί; εἶπε ἡ μητέρα μου. Τοῦ φτωχοῦ ἢ τοῦ Πέτρου; Ἐγὼ λέω πῶς εἶναι τοῦ Πέτρου.
Ἡ καημένη ἡ μητέρα! Τὸ εἶχε καημὸ νὰ πέσει σ᾿ ἐμένα.
-Οὔτε τοῦ φτωχοῦ εἶναι, εἶπε ὁ πατέρας μου, οὔτε τοῦ Πέτρου. Τὸ σωστὸ σωστό. Τo φλουρὶ μοιράστηκε. Ἦταν ἀνάμεσα στὰ δυὸ κομμάτια. Καθὼς τὰ χώρισα μὲ τὸ μαχαῖρι, ἔπεσε κάτω. Τὸ μισὸ λοιπὸν εἶναι τοῦ φτωχοῦ, τὸ μισὸ τοῦ Πέτρου.
- Καὶ τί θὰ γίνει τώρα; ρώτησε στενοχωρημένη ἡ μητέρα μου.
- Τί θὰ γίνει;... Συλλογιζόμαστε κι ἐμεῖς.
- Μὴν πονοκεφαλᾶτε, εἶπε ὁ πατέρας. Ἄνοιξε τὸ πορτοφολάκι του, ἔβγαλε ἀπὸ μέσα δυὸ μισὲς χρυσὲς λίρες (τὸ χρυσάφι δὲν εἶχε κρυφτεῖ ἀκόμα) καὶ τὶς ἀκούμπησε στὸ τραπέζι.
- Νά, τί θὰ γίνει. Αὐτὴ φυλάξτε τη, νὰ τὴ δώσετε στον πρῶτο ζητιάνο, ποὺ θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα μας. Εἶναι ἢ τύχη του. Ἡ ἄλλη μισὴ εἶναι τοῦ Πέτρου. Καὶ μοῦ τὴν ἔδωσε.
- Καλορίζικη! Καὶ τοῦ χρόνου, παιδί μου! Εἶσαι εὐχαριστημένος;
Ἤμουν καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Ἡ ἰδέα μάλιστα πὼς είχα συντροφέψει μὲ τὸ φτωχὸ μὲ διασκέδαζε.
- Θὰ τοῦ τὴ δώσω ἐγὼ μὲ τὸ χέρι μου, εἶπα καὶ γελούσαμε ὅλοι μὲ τὴν παράξενη τύχη μου.
Τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ πείραζαν. Ὁ σύντροφος τοῦ φτωχοῦ. Μονάχα ὁ πατέρας μου δὲ γελοῦσε.
Ἐκεῖνος μὲ τράβηξε κοντά του, μὲ φίλησε καὶ μοῦ εἶπε:
- Μπράβο σου! Εἶσαι καλὸ παιδί.
Τὸ ἄλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε ἡ πόρτα. Κάτι μοῦ ἔλεγε πὼς ἦταν ζητιάνος, ποὺ ἔφτανε βιαστικὸς νὰ πάρει τὸ μερίδιό του. Ἔτρεξα στὴν πόρτα μὲ τὴ μισὴ λίρα. Ἦταν ἕνας γέρος φτωχός, μὲ κάτασπρη γενειάδα, γυρτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια, καὶ τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μουρμούριζε εὐχές.
- Πάρε, παππού, τοῦ εἶπα. Ὁ γέρος, ποὺ δὲν ἔβλεπε καλὰ καὶ τοῦ εἶχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα ἀπὸ τὰ χρονιὰ τὸ χρυσὸ νόμισμα, τὸ ἔφερε κοντὰ στὰ μάτια του, γιὰ νὰ τὸ κοιτάξει καλύτερα. Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς κρατοῦσε χρυσάφι στὰ χέρια του, τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ποὺ ὅλοι ἔδιναν στοὺς φτωχοὺς δίλεπτα καὶ μονόλεπτα.
- Τί εἶναι αὐτό, παιδάκι μου; μὲ ρώτησε.
-Μισὴ λίρα εἶναι, παππού, τοῦ εἶπα. Πάρε την, δική σου εἶναι.
Ὁ καημένος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψει. Μήπως ἔκαμες λάθος, παιδάκι μου; Γιὰ ρώτησε τοὺς γονεῖς σου.
Τοὺ ἐξήγησα μὲ τί τρόπο εἴχαμε μοιραστεῖ τὸ φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας. Ὁ γέρος ἔτρεμε ἀπὸ τὴ χαρά του. Σήκωσε ψηλὰ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ εἶπε:
-Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος! Νὰ ζήσεις, παιδάκι μου, καὶ νὰ σὲ χαίρονται οἱ γονιοί σου. Καὶ ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ ἀξιώσει νὰ ῾χεις πάντα ὅλα τὰ καλὰ καὶ νὰ τὰ μοιράζεις μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδικημένους. Τὴν εὐχή μου νά ῾χεις!
Μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή του, σήκωσε πάλι ψηλὰ κατὰ τὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ κατέβηκε μὲ τὸ ραβδί του τὴ σκάλα. 
                          
---------------------------------------------

Καλή Πρωτοχρονιά. 

Καλή, καλύτερη χρονιά!

(Αντέγραψα το διήγημα του Παύλου Νιρβάνα από σελίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η φωτογραφία είναι από εδώ, πριν από ένα χρόνο, κι όμως δυστυχώς είναι σαν σήμερα!)