Ένας μήνας πέρασε από το πρόωρο φευγιό της Μάντας. Ήταν γεννημένη στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου του 1955, σημαδιακή μέρα θάλεγε κανείς, μα καθόλου τυχερή για την ίδια. Ήταν κόρη της Άννας και του Νίκου Σολωμού, δυο αγωνιστών της Αριστεράς, από τα πολύ νεανικά τους χρόνια μέχρι το τέλος, δυο σπουδαίων ανθρώπων. Για την Άννα έχω γράψει κι άλλες φορές, είχε για μένα καθοριστική συμβολή στην επαγγελματική αλλά και προσωπική μου ζωή (ενδεικτικά εδώ και εδώ, όπως και εδώ για τη φίλη της, την «κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερή της» Νίνα Σκανδάλη).
Όπως είπε ο αδελφός της Μάντας, ο Μάκης Σολωμός (μουσικολόγος, μελετητής του Ξενάκη και καθηγητής Πανεπιστημίου στη Γαλλία) στην πολιτική κηδεία που πολύ όμορφα και σεμνά επιμελήθηκε, τρία χρόνια μετά τη γέννηση της Μάντας, το 1958, και λίγο μετά την πρωτοφανή νίκη της ΕΔΑ στις εκλογές όπου έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, άρχισαν οι διώξεις των αριστερών, μαζί και των γονιών τους, ο ίδιος δεν είχε ακόμα γεννηθεί, εξορίες, φυλακές, ανακρίσεις…
Και ήρθε η δικτατορία, η Άννα βρέθηκε στον Ιππόδρομο, ύστερα εξορία στη Γυάρο κι ύστερα στις φυλακές Αλικαρνασσού, είχε μαζί της και τον πεντάχρονο Μάκη, η Μάντα έμενε με θείες της. Δύσκολη εποχή για τη Μάντα, αρχές εφηβείας, οι γονείς κυνηγημένοι, δύσκολα τα πρώτα 2-3 χρόνια μέχρι την επανένωση της οικογένειας στο Παρίσι και τη διαμονή ως το τέλος της δικτατορίας. Η Μάντα είχε πια μεγαλώσει, ήταν μια κοπέλα με πολλή κουλτούρα και με πολλές ανησυχίες· ενταγμένη στην Αριστερά πάντα, πάσχιζε να βρίσκει το δρόμο της με τη συνδρομή της οικογένειας και των φίλων της. Είχε ατυχίες στο διάβα της ζωής της και είχε μια περηφάνια που μερικές φορές σε δυσκόλευε να την προσεγγίσεις λίγο περισσότερο. Όπως είπε όμως στον πολύ συγκινητικό και αγαπητικό χαιρετισμό της και η έφηβη κόρη του Μάκη, η Ειρήνη, «να χαιρόμαστε που τη γνωρίσαμε».
Ανάμεσα στις ομιλίες, ο Μάκης είχε φροντίσει ν’ακούγονται μουσικά κομμάτια που άρεσαν στη Μάντα ιδιαίτερα. Μίλησαν φίλοι της παλιοί και τωρινοί, όλοι «ψυχικά νοσούντες» σίγουρα, όπως και η ίδια. Γιατί αυτό συνάγεται από τα λόγια της νεαρής κυρίας Δόμνας Μιχαηλίδου, αναφερόμενη στο βιβλίο που έγραψε ο κύριος Απόστολος Δοξιάδης μαζί με τον, μακαρίτη πλέον, Σταύρο Τσακυράκη «Από πού κι ως πού είναι όλοι οι αγώνες δίκαιοι;». Αυτό που με ενοχλεί δεν είναι η άποψη του Απόστολου Δοξιάδη που βιάστηκε μάλιστα να πάρει πάνω του όλη την ευθύνη των λόγων της κυρίας Μιχαηλίδου. Είναι ότι μια νέα κοπέλα, με «πλούσιο βιογραφικό», μόλις στα τριάντα της, χωρίς προσωπικά βιώματα, αλλά και - στο κάτω κάτω - χωρίς ειδικές σπουδές ψυχολογίας/ψυχιατρικής, έχει άποψη και λέει ότι «…είχαμε μια αγιοποίηση του αγώνα της δικτατορίας…» και παρακάτω, μιλά, προβληματισμένη κιόλας, για «τη μετατροπή σε μια ψυχική νόσο, η οποία πολύ φοβάμαι πως είναι μια μετατροπή σε μια συλλογική ψυχική νόσο…», λέει κι άλλα, για τη συλλογική μνήμη, για την ιστορικότητα, για έννοιες όπως «ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς», πάει και ακόμη πιο πίσω, για τα μετεμφυλιακά χρόνια όπου η Δεξιά δεν κατάφερε, λέει, σε ιδεολογικό επίπεδο να χειριστεί τη νίκη της στον εμφύλιο (αναρωτιέμαι, αυτό τι είναι, αυτοκριτική γιατί δεν έκαναν κι άλλα και χειρότερα ή αυτοκριτική γιατί δεν κατάφεραν να σβήσουν από τον χάρτη τους αριστερούς και την αριστερά συνολικά, αυτό δηλαδή που χωρίς πολλές «θεωρητικούρες» επαναλαμβάνουν συνεχώς ο Βορίδης και άλλοι τινές…).
Τα παραπάνω δεν είναι αποσπάσματα που αδικούν τις συνολικές απόψεις της κυρίας Δόμνας Μιχαηλίδου, σημερινής υφυπουργού Εργασίας, κάθε άλλο. Καλείται τώρα, η κυρία Δόμνα Μιχαηλίδου, μια νέα γυναίκα, ένα φρέσκο πολιτικό πρόσωπο, με αρμοδιότητες και ευθύνες σε ευαίσθητο υπουργικό θώκο, να διαχειριστεί τα λόγια της και να χειριστεί τους χιλιάδες ανθρώπους από όλες τις ιδεολογικές τάσεις και παρατάξεις, που υποχρεώθηκαν στη σιωπή, που κυνηγήθηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν, ωθήθηκαν σε αναγκαστική μετανάστευση και που, ούτε λίγο ούτε πολύ, χαρακτηρίζονται ως ψυχικά νοσούντες.
Βαρύ το φορτίο κυρία Μιχαηλίδου. Μπορείτε να το σηκώσετε; Μπορείτε να το πάτε και παραπέρα; Αν ζούσε η Μάντα, θα είχε να σας πει δυο λόγια, θα σας έλεγε πώς έζησε εκείνα τα εφτά μαύρα χρόνια και πώς ένιωθε εκείνη όταν ήταν στην ηλικία σας.