Ταξίδι, περιπέτεια, γεωγραφία, ιστορία,
παραμύθι, πολιτική, ανθρώπινη αντοχή· όλα αυτά μαζί στο βιβλίο του Μπρους
Τσάτουιν «Στην Παταγωνία» (εκδόσεις Χατζηνικολή, σε μετάφραση Τάκη
Κίρκη, το είχα διαβάσει στην έκδοση 1977, κυκλοφορεί και τελευταία του 2013).
Το ενδιαφέρον του, γράφει, για την Παταγωνία γιγάντωσε
με την προπαγάνδα του Ψυχρού Πολέμου ενώ ήταν σε πολύ νεαρή ηλικία.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1940, ο Κανίβαλος του
Κρεμλίνου σκίασε απειλητικά τις ζωές μας. Έγινε εύκολο να δει κανεις τα
μουστάκια του για δόντια. Ακούγαμε διαλέξεις για τον πόλεμο που σχεδίαζε.
Βλέπαμε τους συμβούλους της πολιτικής άμυνας να διαγράφουν κύκλους γύρω από τις
ευρωπαϊκές πόλεις για να προσδιορίσει τις περιοχές που έμελλαν να καταστραφούν
ολοκληρωτικά ή μερικά. [...] Ο σύμβουλος εκείνος φορούσε κοντό χακί παντελόνι.
[...] Ο πόλεμος ερχόταν και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα.
[...] Μετά, διαβάσαμε για την βόμβα κοβαλτίου, πολύ
χειρότερη από τη βόμβα υδρογόνου, [...]
Κι όμως, διατηρούσαμε την ελπίδα πως θα επιζούσαμε από
την έκρηξη. Βάλαμε μπρος μια Επιτροπή Μετανάστευσης και κάναμε σχέδια για την
εγκατάστασή μας σε κάποια μακρινή γωνιά της γης. [...] Ο πόλεμος θα ερχόταν στο
Βόρειο Ημισφαίριο, γι’ αυτό εμείς κοιτούσαμε προς το Νότο. Αποκλείαμε τις
νήσους του Ειρηνικού γιατί τα νησιά είναι παγίδες. Αποκλείαμε την Αυστραλία και
την Νέα Ζηλανδία και καταλήγαμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στην
Παταγωνία ως το ασφαλέστερο μέρος της γης.
[...] Αργότερα ο Στάλιν πέθανε κι εμείς ψάλλαμε ύμνους
ευχαριστίας στις εκκλησίες. Εγώ όμως συνέχισα να κρατάω την Παταγωνία για
πισινή.
Είχε όμως και άλλες θύμισες από την παιδική του
ηλικία, ένα κομματάκι δέρμα, του είχαν πει πως ήταν από βροντόσαυρο της
Παταγωνίας. Έτσι, δυομιση δεκαετίες αργότερα, ο Τσάτουιν αποφάσισε να δοκιμάσει
εκείνο το νεανικό του όνειρο και ταξίδεψε στην Παταγωνία της Αργεντινής!
Πήγε πρώτα στη Λα Πλάτα, πήγε να επισκεφτεί
το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, να δει εκείνο το προϊστορικό ζώο που στοίχειωνε τα
όνειρα της παιδικής του ηλικίας. Το είδε, δεν ήταν βροντόσαυρος, μα μυλόδοντας,
δίνει κι άλλες πληροφορίες για τις κινήσεις των ζώων πριν από εκατομμύρια
χρόνια από βορρά προς νότο και αντίστροφα, για τους αρμαδίλλους, τ’
αστραποθήρια, τους ακανθόχοιρους και για τον Δόκτορα Αμεγκίνο με τις δικές του
εκδοχές για την εξέλιξη των θηλαστικών στην αμερικανική ήπειρο. Κι ύστερα
ξεκίνησε για την Παταγωνία, από πάνω μέχρι κάτω, ανατολικά και δυτικά, από το
Ρίο Νέγκρο, στο Τσουμπούτ, κι από κει στη Σάντα Κρουζ, στο Τιέρα ντελ Φούγκο.
Ταξιδεύει με λεωφορεία, με τα πόδια, με
φορτηγά ή με ό,τι άλλο μέσο βρεθεί στο δρόμο του, συναντά ανθρώπους, μπαίνει
στα σπίτια τους, ακούει τις ιστορίες τους και τις ιστορίες του τόπου τους. Με
οδηγό το χάρτη που υπάρχει στο βιβλίο, ακολουθούμε τις πορείες του. Ο ποταμός
Ρίο Νέγκρο ορίζει την αρχή της Παταγωνίας. Ψάχνει να βρει πρωταγωνιστές, ρωτά
γι’ αυτούς. Του είπαν για το Δαρβίνο που πέρασε από τα μέρη τους, από τη Σιέρρα
Βεντάνα, πηγαίνοντας για το Μπουένος Άιρες. Συναντά Ινδιάνους μετανάστες, μια
σκληροτράχηλη φυλή από την Αραουκάνια της νότιας Χιλής. Κάνει περιγραφές της
φύσης που σε υποβάλλουν.
Πέρα από τους βράχους ήταν η έρημος. Θόρυβος δεν ακουγόταν
άλλος από τον άνεμο που θρόιζε ανάμεσα στ’ αγκάθια και σφύριζε μέσα στα ξερά
χορτάρια. Κανένα σημείο ζωής, εκτός από ένα γεράκι κι ένα μαύρο σκαθάρι που
ανεβοκατέβαινε επάνω σε άσπρες πέτρες. Η έρημος της Παταγωνίας δεν έχει άμμο ή
χαλίκι, αλλά είναι κατάσπαρτη από αγκάθια με γκρίζα φύλλα που δίνουν μια πικρή
μυρουδιά όταν τα πατήσει κανείς.
Και τι δεν ξετρύπωσε από τα σεντούκια της
ιστορίας, της παράδοσης, των παραμυθιών, των διαδόσεων και των λαϊκών δοξασιών.
Γυρίζει πίσω στον 19ο αιώνα και παλιότερα, ανασκαλεύει ιστορίες
ντόπιων που έφυγαν στην Ευρώπη ή Ευρωπαίων που έφτασαν σε τούτα τα μέρη, θυμίζεται στίχους του Βολταίρου από το έπος
του Ερσίγια, περνά τα Χριστούγεννα με την κοινότητα των Ουαλλών στο Τσουμπούτ.
Συνάντησε έναν Πέρση, τον Αλί, που είχε φτάσει μέχρι εκεί ως ιεραπόστολος. Η Περσία είναι
πολύ πλούσια, αλλά οι Αμερικανοί έχουν καταληστέψει τον πλούτο της, του
είπε ο Αλί.
Φτάνει στο Επουγιέν, του δείχνουν τη
Λαγκουνίτα, μια λιμνούλα, ζητά να μάθει για τον Τεξανό τυχοδιώκτη και χρυσοθήρα
Μάρτιν Σέφιλντ που ήρθε γύρω στα 1900, τον παραμυθά που έλεγε πως είχε βρει
ζωντανό πλησιόσαυρο!
Βρίσκει αφορμή να μας συστήσει τον Κάσιντυ, τον
πιο καταζητούμενο εγκληματία της Αμερικής στις αρχές του 20ου αιώνα·
οι γονείς του ήταν Μορμόνοι, είχαν έρθει από την Αγγλία, αυτός μεγάλωσε στη
Γιούτα· στα 18 του, τον Ιούνιο του 1884, εγκατέλειψε την οικογένεια, από Μπομπ
Πάρκερ έγινε Μπουτς Κάσιντυ και «όρισε ως φυσικούς του εχθρούς τις μεγάλες κτηνοτροφικές
εταιρείες, τις εταιρείες των σιδηροδρόμων και τις τράπεζες και έπεισε τον εαυτό
του ότι το δίκιο βρισκόταν στην απέναντι μεριά του νόμου». Η ζωή του
έγινε θρύλος, λένε πως πέθανε το 1911, η αδελφή του όμως, «μια ντόμπρα και δραστήρια γυναίκα στα
ενενήντα της», ενεργό μέλος του Δημοκρατικού κόμματος, που την
επισκέφτηκε ο Τσάτουιν, του λέει ότι είχε δει τον αδελφό της το 1925 και ότι
πέθανε προς το τέλος της δεκαετίας του ’30 από πνευμονία. Ένας θρυλικός
κάου-μπόυ.
Στο Ρίο Πίκο, που ήταν κάποτε γερμανική
αποικία της Νουέβα Αλεμάνια, ψάχνει τα χνάρια του παλιού χρυσορυχείου, αλλά και
των φημισμένων μπαντολέρος
Νορτεαμερικάνος Γουίλσον και
΄Εβανς.
Συνάντησε λογής λογής ανθρώπους, ντόπιους μα
και ξένους πολλούς που ήρθαν και ρίζωσαν σε τούτο τον τόπο. Συνάντησε Άγγλους,
Ουαλλούς, Σκωτσέζους, Ισπανούς, Ινδιάνους, έναν Γερμανό, μια Ρωσίδα που δεν
σήκωνε κακή κουβέντα για τον Σολζενίτσιν αλλά και για τους Σλάβους, μια
Σουηδέζα, μια Ιταλίδα από την Πάδοβα, έναν Λιθουανό. Ο πάστορας Παλάσιο του
μίλησε για τον μονόκερο της Παταγωνίας κι αυτός βάλθηκε να τον αναζητήσει στην
Κορντιγιέρα.
Και όλο κατηφορίζει. Περνά στο Περίτο Μορένο
κι ύστερα στο Πουέρτο Δεσεάδο, όπου επισκέπτεται μαζί με έναν ορνιθολόγο μια
αποικία πιγκουίνων, είναι οι μαγγελανικοί ή γαϊδουροπιγκουίνοι. Παρακολουθούν
τα μικρά που μόλις είχαν βγει από τ’ αυγά τους. «Τον δέκατο έβδομο αιώνα, ο εξερευνητής σερ
Τζον Νάρμπορο είχε σταθεί στο ίδιο σημείο και τα είχε περιγράωει να στέκονται
όρθια σαν μικρά παιδιά με άσπρες ποδιές και κοντά-κοντά το ένα με το άλλο».
Το ταξίδι συνεχίζεται «παραπατώντας και πέφτοντας κάτω από τον
άνεμο και το χαλάζι», κάποτε τρώει κι ένα κουτί μπαγιάτικες σαρδέλες
για να ξεγελάσει την πείνα του. Κι ύστερα πάει ακόμη πιο πίσω στο χρόνο, τότε
που στις 30 Οκτωβρίου 1593, το εκατόν είκοσι τόνων πλοίο Ντιζάιαρ, στο γυρισμό του
στην Αγγλία, αγκυροβόλησε στο ποταμίσιο λιμάνι του Πορτ Ντιζάιαρ. Διηγείται
την ιστορία του καπετάνιου Τζον Ντέιβις, του ναυτικού από το Ντέβον που το 1591
ξεκίνησε από το Πλύμουθ με το πλοίο Ντιζάιαρ, περιγράφει τις περιπέτειες, το
πέρασμα από τα Φόκλαντ, από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό, στο Πέγκουιν Άιλαντ,
όπου οι ναύτες σκότωσαν 20.000 πιγκουίνους, τους ξέραναν και τους πάστωσαν, έφτασαν
στον Ισημερινό, όμως τα παστά σκουλήκιασαν, έπαθαν όλοι σκορβούτο και πέθαναν
εκτός από πέντε· έζησε κι ο Ντέιβις, μα όταν γύρισε σπίτι βρήκε τη γυναίκα του
«με έναν κομψό αγαπητικό», έτσι έφυγε πάλι στα καράβια και πέθανε το 1605.
Οι περιπέτειες του Ντέιβις έχουν καταγραφεί
στο βιβλίο «Το νότιο ταξίδι του Τζον Ντέιβις», που κυκλοφόρησε το 1600 από
τις εκδόσεις Χάκλουιτ· έτσι γράφει ο Τσάτουιν, υπάρχει βέβαια μια σχετική
ανακρίβεια, αλλά χωρίς ν’ αλλάζει το βασικό περιεχόμενο. Ο Τζον Ντέιβις από το
Ντέβον ήταν σπουδαίος εξερευνητής και θαλασσοπόρος, ήταν αυτός που ανακάλυψε τα
νησιά Φόκλαντ και τα ταξίδια του έχουν όντως καταγραφεί από τον ίδιο, αλλά και
από τον σύγχρονό του Ρίτσαρντ Χάκλουιτ (Richard Hakluyt, το όνομα
του οποίου πήραν οι ομώνυμες εκδόσεις που ιδρύθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα). Πολλές
πληροφορίες βρίσκει κανείς στη Βικιπαίδεια, αλλά και σε σχετική σελίδα του
ιστότοπου Library and Archives Canada.
Το εντυπωσιακό είναι ότι δυο αιώνες αργότερα,
ένας ποιητής, επίσης από το Ντέβον, ο Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ, γράφει «τους 625
ξακουστούς στίχους του Γέρο-Ναυτικού, με τις σφυροκοπούσες επαναλήψεις του και
με θέμα το έγκλημα, την περιπλάνηση και την εξιλέωση», όπως γράφει ο
Τσάτουιν. Αλλά γι’ αυτό θα γράψω σε επόμενη ανάρτηση, μιας και κοσμεί τη
βιβλιοθήκη μου «Η μπαλάντα του γέρου ναυτικού» (Χατζηνικολή, 1987).
Οι περιπέτειες του Τσάτουιν συνεχίζονται. Κι
όλο κατηφορίζει κι όλο διηγείται ιστορίες από τα παλιά. Κι ακολουθώ τα
χνάρια του πάνω στο χάρτη, μέχρι που βρίσκει κάποιον να τραγουδά:
A
las cinco de la tarde.
Eran
las cinco de la tarde…
Και στο νου μου ήρθαν τα λόγια του Νίκου
Γκάτσου και η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και οι φωνές του Μάνου Κατράκη και
του Κώστα Πασχάλη να θρηνούν για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας
Πέντε η ώρα που βραδιάζει
πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει
φέρνει έν’ αγόρι το νεκροσέντονο
πέντε η ώρα που βραδιάζει….
Δεν βρήκε το μυλόδοντα που είχε ονειρευτεί. Βρήκε όμως το θεό του. Κι όταν ο Αλί από την Περσία τον ρώτησε ποιο είναι το θρήσκευμά του, εκείνος απάντησε:
Δεν έχω κανένα ιδιαίτερο θρήσκευμα σήμερα το πρωί. Θεός
μου είναι ο Θεός των περιηγητών. Όταν περπατήσεις πολύ, μάλλον δεν έχεις ανάγκη
από άλλους θεούς.