Ήταν
μια απρόσμενη αναγνωστική απόλαυση το διάβασμα του εικονομυθιστορήματος (graphic novel) «Αϊβαλί» του Soloup (κατά κόσμον, Αντώνη
Νικολόπουλου).
Τι
κάνει ο Soloup
στο βιβλίο του; Μια
απλή ιστορία σε σκίτσα. Ένας Έλληνας που παίρνει το πλοίο από τη Μυτιλήνη για
απέναντι, το Αϊβαλί. Και γύρω γύρω άλλες μικρές ιστορίες για τα μεγάλα γεγονότα
που άλλαξαν τη γεωγραφία των τόπων και τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων
κι απ’ τις δυό μεριές του Αιγαίου. Συχνές οι αναφορές του - που δείχνουν και
την άποψη, την πίκρα και τον πόνο θα έλεγα από εκείνο το σταθμό της Ιστορίας -
στους ανταλλαγμένους. Είμαστε «τα εγγόνια τση Λωζάνης», λέει σε κάποιο σημείο...
Η
πρωτοτυπία, πέρα από τα ίδια τα σκίτσα που «μιλάνε» μέσα στην απλότητα της
μορφής και στην καθαρότητα της γραφής τους, βρίσκεται στην επίκληση και στο
δέσιμο των δικών του ιστοριών με τις αφηγήσεις που κάνουν τέσσερις σπουδαίοι
άνθρωποι για το ίδιο θέμα.
Συγκεκριμένα,
ο συγγραφέας έχοντας στο νου του τέσσερα βιβλία, εντάσσει ήρωες και κομμάτια
των ιστοριών που αφηγούνται, στη δική του αφήγηση. Και το πολύ σημαντικό είναι
ότι η δική του ιστορία τελικά, όπως προκύπτει, είναι ιστορία διωγμένων και
ανταλλαγμένων ανθρώπων κι από τις δυό πλευρές.
Επικαλείται
και χρησιμοποιεί τα παρακάτω βιβλία:
«Αϊβαλί
η πατρίδα μου» του Φώτη Κόντογλου, γεννημένου στο Αϊβαλί (Αποστολλέλης το
επώνυμο του πατέρα του, ο ίδιος έχει το επώνυμο της μητέρας του) που μετά τους
διωγμούς του ’22 βρέθηκε πρόσφυγας στη Μυτιλήνη. Σε όλο το βιβλίο
χρησιμοποιείται μάλιστα το ύφος του Κόντογλου για την γραφή των τίτλων των
κεφαλαίων, ενώ στο σχετικό κεφάλαιο «Πρελούδιο – Φώτης» πολλά σκίτσα και η
προσωπογραφία του Κόντογλου βασίζονται σε σχέδια και πίνακες του ίδιου.
«Νούμερο31328» του Ηλία Βενέζη, όπου ο συγγραφέας της «Αιολικής Γής» (για μένα ένα έργο-ποίημα)
αφηγείται τις προσωπικές του εμπειρίες όταν αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους,
οδηγήθηκε στα «Αμελέ Ταμπουρού» (Τάγματα εργασίας!) και ήταν ένας από τους μόνο
23 στους 3000 που επέζησαν και έφυγαν
στην Ελλάδα.
«Μικρασία,
χαίρε» του Ηλία Βενέζη και ειδικότερα το κεφάλαιο στο οποίο περιγράφονται οι
μέρες που έζησε η αδελφή του Αγάπη Μολυβιάτη-Βενέζη όταν ο αδελφός της ήταν
φυλακισμένος στα τάγματα εργασίας. Το κεφάλαιο αυτό, ξαναδουλεμένο, έχει κυκλοφορήσει
σε βιβλίο με τον τίτλο «Το χρονικό των δέκα ημερών».
«Τα
παιδιά του πολέμου» του Αχμέτ Γιορουλμάζ, βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας,
δεύτερης γενιάς Τουρκοκρητικός, αφηγείται την ιστορία των προγόνων του που
έζησαν στα Χανιά, σαν Κρητικοί ανάμεσα στους Κρητικούς και που μετά την
ανταλλαγή βρέθηκαν στο Αϊβαλί, σχεδόν σαν ξένοι ανάμεσα σε ξένους. Ήταν μια
ωραία έκπληξη η χρησιμοποίηση και αυτού του βιβλίου (που επίσης έχω διαβάσει),
γιατί παρουσιάζει και την άλλη πλευρά, αυτή των Τουρκοκρητικών και περιγράφει
τη ζωή τους και τα μέρη που έζησαν, στην Κάνδανο, στην Κίσσαμο, στα Χανιά. Και
είναι συγκινητική η περιγραφή που κάνει ο Soloup για την επικοινωνία με τον Τούρκο
συγγραφέα και τη συνάντηση που ποτέ δεν έγινε.
Ο Τουρκοκρητικός ήρωας του Γιορουλμάζ ξεκίνησε από την Κάνδανο, κι έτσι βρίσκει ευκαιρία ο Soloup να μιλήσει για "τα τερτίπια της Ιστορίας και της μοίρας..." |
Γιατί
έγραψε το βιβλίο ο Soloup
και γιατί πήρε αυτές τις ιστορίες; Γράφει ο ίδιος:
«...
Πρώτα απ’ όλα η ιδέα πως η συνύπαρξη των παραπάνω τραγικών μαρτυριών σε μια
σύνθετη αφήγηση θα μπορούσε να μας δώσει μια διαφορετική προοπτική για τη
νεότερη ιστορία μας. Μια ιστορία που δεν τη μάθαμε ποτέ ολόκληρη.
Ακόμα η
σκέψη πως τα συγκεκριμένα αποσπάσματα θα μπορούσαν να διεγείρουν σε κάποιους
την περιέργεια για τα πρωτότυπα κείμενα. Την επιθυμία να ανατρέξουν σε τούτα
και σε άλλα βιβλία. Να πιάσουν το νήμα από την αρχή και να αναζητήσουν τα δικά
τους χνάρια και τις δικές τους διαδρομές σε ετούτα τα ταραγμένα χρόνια.
Τελευταία
πρόθεση του βιβλίου να τιμήσει τους συγγραφείς και τις οικογένειές τους που
κουβαλούν μνήμες προσφύγων και «ανταλλαγμένων». Να αποδώσει σεβασμό σ’ εκείνους
που, παρά τον πόνο, σήκωσαν αυτές τις βαριές πένες για να σκαλίσουν τις πληγές
τους και να γράψουν»
Όμως,
δεν είναι μόνο η ίδια η ιστορία που αφηγείται ο Soloup, είναι και ένας πλούτος
πληροφοριών που δίνει στο τέλος. (Επειδή μέσα στο βιβλίο, τόσο στην ίδια την
ιστορία, όσο και στο υπόλοιπο, υπάρχουν πολλά διαφορετικά και αξιοπρόσεκτα μέρη
για να αναζητηθούν και το καθένα χωριστά, θα ήταν χρήσιμος και ένας πίνακας
περιεχομένων).
Ξεκινά
με το κεφάλαιο «Αντί βιβλιογραφίας», όπου παραθέτει πλήθος από ονόματα
συγγραφέων που έχουν ασχοληθεί με το θέμα και τίτλους βιβλίων που
συμβουλεύτηκε. Σαν καλός ερευνητής, έψαξε σε βιβλιοθήκες και ιδρύματα, είδε ταινίες και ντοκυμαντέρ, περιδιάβηκε στο
Διαδίκτυο, είδε κάρτες, φωτογραφίες, γκραβούρες εποχής, γνώρισε ανθρώπους,
ταξίδεψε στο Αϊβαλί.
Στο
κεφάλαιο Φώτης – Ηλίας – Αγάπη – Χασάν δίνει πολύ κατατοπιστικές πληροφορίες
για τους τέσσερις συγγραφείς που έδωσαν, μέσα από τα έργα τους , το υλικό και δάνεισαν
τους ήρωές τους για τις τέσσερις ενδιάμεσες ιστορίες του βιβλίου (Κόντογλου, Βενέζης,
Μολυβιάτη-Βενέζη, Γιορουλμάζ).
Η φιγούρα του Κόντογλου στα σκίτσα του Soloup |
Ακολουθεί
ένα κεφάλαιο για τη Συνθήκη της Λωζάννης, που υπογράφτηκε στις 24 Ιουλίου 1923
(σε αντικατάσταση της Συνθήκης των Σεβρών του 1920) και περιλαμβάνει τη Συνθήκη
ειρήνης, τη Σύμβαση για το καθεστώς των Στενών, τη Σύμβαση για την ανταλλαγή
των πληθυσμών, τη Σύμβαση για τα σύνορα της Θράκης και το Σύμφωνο για την
ανταλαλγή αιχμαλώτων. Εδώ, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τον «πολιτικό
ρεαλισμό» που αγνόησε τον ανθρώπινο παράγοντα, δημιούργησε σφαίρες επιρροής και
χρησιμοποιήθηκε ως μοντέλο για μετέπειτα αντίστοιχες καταστάσεις και που φτάνει
μέχρι τις μέρες μας. Επικαλείται μάλιστα την παρομοίωση του Σμυρνιού νομικού
και διπλωμάτη Στυλιανού Σεφεριάδη (πατέρα του Γιώργου Σεφέρη) ότι η Συνθήκη της
Λοζάνης οδηγεί στη διπλωματική παραδοχή πως
«οι άνθρωποι μπορούν να αγοράζονται σαν βόδια, να σκορπίζονται
δεξιά κι αριστερά, να θυσιάζονται και να ανταλλάσσονται»!!!
Το
κεφάλαιο «Γλωσσάρι-Σημειώσεις» δεν αποτελεί ένα απλό γλωσσάρι ερμηνείας λέξεων που
χρησιμοποιούνται στο κείμενο (πολλές τούρκικες), αλλά δίνει και πολύ χρήσιμες
ιστορικές και άλλες πληροφορίες που συνδέονται με αυτές.
Το
τελευταίο μέρος του βιβλίου έχει τίτλο «Είν’ η εικών ομοία μου...», στίχος από
ποίημα του Αλέξανδρου Ραγκαβή γραμμένο πίσω από μια φωτογραφία που είχε στείλει
η γιαγιά του συγγραφέα Μαρία στον αγαπημένο της. Εδώ, έχει φωτογραφίες από τους
παπούδες του που ήταν πρόσφυγες, αλλά και άλλες που βρήκε στο Αρχείο ΕΛΙΑ και
στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας.
Να αναφέρω επίσης ότι την εισαγωγή στο βιβλίο έχει κάνει ο Bruce Clark, συγγραφέας του βιβλίου «Δυό φορές ξένος» (Twice a stranger), στο οποίο και ο ίδιος ασχολείται με τον ξεριζωμό του ’22.
Να αναφέρω επίσης ότι την εισαγωγή στο βιβλίο έχει κάνει ο Bruce Clark, συγγραφέας του βιβλίου «Δυό φορές ξένος» (Twice a stranger), στο οποίο και ο ίδιος ασχολείται με τον ξεριζωμό του ’22.
Το βιβλίο μου θύμισε και το δικό μου μοναδικό ταξίδι στην Τουρκία. Ίδιες εικόνες της μετάβασης, ίδιες και στο Αϊβαλί, ίδιες οι εμπειρίες από τη συνάντηση ντόπιων που ήταν απόγονοι Τουρκοκρητικών.
Ήταν το 1998, όταν ταξιδέψαμε, όπως ο συγγραφέας-ήρωας του βιβλίου, από τη Μυτιλήνη στο Αϊβαλί, για μια μονοήμερη εκδρομή, μαζί με το φίλο μου το Λεωνίδα. Όταν φτάσαμε στην άλλη άκρη, περπατώντας στους δρόμους της μικρής πόλης, μια γνώριμη μουσική (ήταν του Μπρέγκοβιτς) και μια όμορφη δυνατή φωνή μας οδήγησε σε ένα δισκοπωλείο. Ζητήσαμε από το νέο άντρα που ήταν στο κατάστημα να μας πει ποια ήταν η φωνή και ποιος ο δίσκος. Ήταν η Σεζέν Αξού (Sezen Aksu) και ήταν ο δίσκος Düğün ve Cenaze που φυσικά και αγοράσαμε εις διπλούν. Κατάλαβε πως είμαστε Έλληνες, μίλησε κάποια λίγα ελληνικά, αλλά όταν άκουσε πως εγώ είμαι από την Κρήτη, ενθουσιάστηκε, συγκινήθηκε και είπε πως και η γιαγιά του ήταν από την Κρήτη, από το Ρέθυμνο. Τα ίδια και με τον ταξιτζή που μας πήγε στην Πέργαμο. Από την Κρήτη κι αυτουνού η καταγωγή, από το Ρέθυμνο επίσης, ήξερε περισσότερα ελληνικά, αν θυμάμαι καλά ήταν ο πατέρας του Κρητικός.
[Εμάς
τους Κρητικούς μας κεντρίζει ίσως περισσότερο το θέμα των Τουρκοκρητικών και
γενικότερα το θέμα της συμβίωσης Χριστιανών και Μουσουλμάνων στην Κρήτη.
Γράφονται πολλά τα τελευταία χρόνια. Νομίζω το βιβλίο της Μάρως Δούκα «Αθώοι και φταίχτες» έδωσε μια νέα
διάσταση στην αναζήτηση και στον τρόπο που και οι ερευνητές αλλά και εμείς οι
απλοί πολίτες και οι αναγνώστες προσεγγίζουμε το θέμα. Ένα άλλο βιβλίο από την
πλευρά της «Ανατολίας» είναι το μυθιστόρημα «Κρήτη μου» της Σαμπά Αλτίνσαϊ, στο οποίο η συγγραφέας ασχολείται με
τα ζητήματα των σχέσεων Χριστιανών και Μουσουλμάνων της Κρήτης (στην περιοχή
Χανίων) κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1898 και της εγκατάστασης του
Γεωργίου ως Ύπατου Αρμοστή Κρήτης.]
Το
βιβλίο του Soloup
για το Αϊβαλί
ασχολείται με τους διωγμένους και τους ανταλλαγμένους του 1922. Να όμως που,
πέρα από την αναγνωστική απόλαυση το ίδιο, γεννά και την επιθυμία να ανατρέξουμε σε
τούτα και σε άλλα βιβλία, να πιάσουμε το
νήμα από την αρχή και να αναζητήσουμε τα δικά μας χνάρια και τις δικές μας
διαδρομές σε ετούτα τα ταραγμένα χρόνια...
Και
το πετυχαίνει. Καλά μας αναγνωστικά και γνωστικά ταξίδια λοιπόν...