Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γηρατειά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γηρατειά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Υμνώ τον χρόνο που περνά και τον χρόνο που έρχεται...


Έτσι καταγράφεται το παραμύθι για την γεροντοκτονία στον ιστότοπο του Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Σε καλύτερη παραλλαγή το άκουσα χθες να το αφηγείται ο Μάρκος (κατά κόσμον Νίκος Κουρής), όπως του το αφηγούνταν η γιαγιά του, όπως είπε, στην ταινία "Λιμουζίνα" του Νίκου Παναγιωτόπουλου (ΕΡΤ2). (Εκεί, ο γέρος έσωσε τον γιο από τα τρία κακά, τον λιμό, τον σεισμό, την τρέλα στα νερά).
Πώς μου 'ρθε τώρα το παραμύθι για την γεροντοκτονία...  Ίσως άλλα διαβάσματα που έκανα πρόσφατα.




Ο γέρος είναι φορέας πολιτιστικής κληρονομιάς, γνωρίζει από την εμπειρία του αυτό που δεν ξέρουν αλλά έχουν ανάγκη να μάθουν στη σφαίρα της ηθικής, των ηθών, των τεχνικών επιβίωσης.
Παροιμιώδης η φιγούρα του γέρου landator temporis acti*:  όταν μιλά για το παρελθόν ο γέρος αναστενάζει: "Στην εποχή μου!".  όταν κρίνει το παρόν, καταριέται: "Τί εποχή κι αυτή!"
Και όσο προχωρούν τα χρόνια, "μένει ακίνητος ανάμεσα σε δυο αποξενώσεις, την πρώτη σε σχέση με το προηγούμενο, τη δεύτερη σε σχέση με το επόμενο".
Όπως έγραφε και ο Jean Amery**, ο γέρος μένει πιστός στο σύστημα αρχών και αξιών που έμαθε γιατί δεν καταλαβαίνει το καινούριο και δεν έχει διάθεση να το καταλάβει.


Αυτά κι άλλα πολλά είναι λόγια από διάφορες περιστάσεις, συγκεντρωμένα σ' ένα βιβλίο, του Ιταλού διανοούμενου της Αριστεράς Νορμπέρτο Μπόμπιο, καθηγητή πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και ισόβιου γερουσιαστή της Ιταλικής Δημοκρατίας. Το βιβλίο έχει τίτλο "Γερνώντας και άλλα αυτοβιογραφικά κείμενα" (Πόλις, 1998) και περιλαμβάνει το κείμενο "Γερνώντας" το οποίο αποτελείται από την ομιλία που είχε εκφωνήσει το 1994 σε τιμητική εκδήλωση για το πρόσωπό του, συμπληρωμένο με ένα κείμενο γραμμένο για το παρόν βιβλίο, ενώ στο δεύτερο μέρος του περιέχονται αυτοβιογραφικά κείμενα που έχουν χαρακτήρα κυρίως συγκέντρωσης και απολογισμού του έργου του. Ο Μπόμπιο πέθανε το 2004 σε ηλικία 95 ετών και η έκδοση αυτή στην Ιταλία έγινε το 1996.

"Όποιος υμνεί τα γηρατειά, την όψη τους δεν είδε", έλεγε ο Έρασμος και σ' αυτό συμβάλλει "η χαρούμενη επιστήμη της γηριατρικής", συμπληρώνει ο Μπόμπιο. Και τονίζει ότι αυτό που χαρακτηρίζει τα γηρατειά είναι η αργή κίνηση, αναφέρεται στη μνήμη και στο χρόνο, σημειώνει τη δυσκολία ν' αποδεχτεί τα όριά του. 

Κοντεύοντας τα ενενήντα, ο Ιταλός διανοούμενος ανατρέχει στη ζωή του, στο παρελθόν που "ξαναζεί μέσα στις μνήμες", απαριθμεί τις ικανοποιήσεις από "τον υπέροχο αυτό κόσμο [...] που σε βοηθάει να καταφεύγεις στον εαυτό σου, να ξαναφτιάχνεις την ταυτότητά σου, [...] , σε βοηθά να επιβιώσεις".
Όμως, το βιβλίο δεν το διάλεξα βέβαια μόνο για τις αναφορές στα γηρατειά, σαν μια προσπάθεια θα 'λεγε κανείς να δικαιολογήσει και τη δική μου - του καθενός - ύπαρξη, αλλά και γιατί έχουν ενδιαφέρον και τα άλλα κείμενα, αυτά που γράφει για τη χώρα του, την Ιταλία, για την προσωπική του πορεία σ' αυτήν, για τους κλασικούς, για τον πολιτισμό, για την Ευρώπη.

Αφιερώνει πολλές σελίδες στον γενέθλιο τόπο, το Τορίνο και στους ανθρώπους που συνέβαλαν στην εξέλιξη της πόλης. Αναφέρεται στον θετικισμό και τον σοσιαλισμό που κυριαρχούσαν, όπως λέει, από τα μέσα του 19ου αιώνα, στην ανάπτυξη της πόλης που την κατέστησε τη μεγαλύτερη βιομηχανική πόλη της Ιταλίας, αλλά για την οποία γράφει επίσης: "Στο κατώφλι της νέας εποχής η συμβολή της στην ιταλική ιστορία δεν υπήρξε η δημιουργία ενός περιοδικού αλλά η ίδρυση της Φίατ. Ειπώθηκε ότι η ιταλική ιντελιγκέντσια δεν ανταποκρίθηκε στο καθήκον της να συνοδεύσει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας με μια προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εποχής πολιτιστική ζωή..."

Αφιέρωσε, γράφει, μεγάλο μέρος της ζωής του στο διάβασμα, αξιοποιούσε και τα μικρότερα διαστήματα της μέρας για να μην χάνει χρόνο. "Τώρα πια έχω αποκτήσει την ήσυχη πλην δυστυχισμένη συνείδηση πως έφτασα μόνο στα πόδια του δέντρου της γνώσης".

Οι αρετές του λαϊκού, όπως χαρακτηρίζει και τον εαυτό του, είναι: "η κριτική αυστηρότητα, η μεθοδική αμφιβολία, η μετριοπάθεια, η μη κατάχρηση, η ανεκτικότητα, ο σεβασμός στις ιδέες του άλλου". Τα άλλα δύο βιβλία του που επίσης έχω διαβάσει, Δεξιά και αριστερά και  Εγκώμιο της πραότητας, αποτελούν καλά δείγματα των παραπάνω.

Παραπέμπει στους Έλληνες που διέκριναν τα πράγματα σε "κατά φύσιν" και σε καθ' έξιν", τοποθετώντας τα γηρατειά στα δεύτερα. Παραπέμπει και στον Μακιαβέλι που τα διακρίνει σε αρετή και τύχη, τοποθετώντας τα γηρατειά στην τύχη, συμπληρώνοντας ότι

"μπορεί να είναι αρετή η προσπάθεια να αποθησαυρίσεις ό,τι περισσότερο μπορείς απ' την τύχη".

Υστερόγραφο

Επιστρέφοντας στο παραμύθι με το γέρο, που η καταγραφή του έγινε στο χωριό Μαργαρίτα της Πέλλας το 1961 (όπως αναφέρεται στη σχετική εγγραφή της Ακαδημίας),  έχει ενδιαφέρον ότι βρήκα το ίδιο παραμύθι να περιλαμβάνεται στη συλλογή παραμυθιών της Στ' τάξης του Δημοτικού Σχολείου Φανερωμένης της Λευκωσίας. Εκεί αναφέρεται ότι το παραμύθι προέρχεται από τη Βουλγαρία. Το παραπάνω σκίτσο περιέχεται στη συλλογή αυτή και έγινε από τον Μιχάλη Ροσένοβ.


----------------------------------------------

Σημειώσεις

* υμνητής του χρόνου που περνά


** Ο Ζαν Αμερύ ήταν Αυστριακός συγγραφέας, πήρε μέρος στην Αντίσταση κατά των ναζί, κλείστηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, επέζησε, αλλά είχε την τραγική μοίρα πολλών άλλων σαν αυτόν, δεν άντεξε το βάρος του να είναι Εβραίος, διωγμένος, θύμα του ναζισμού και αυτοκτόνησε το 1978. Δυστυχώς στα ελληνικά κυκλοφορεί μόνο ένα βιβλίο του, με τίτλο "Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση: απόπειρες ενός εκμηδενισμένου να υπερβεί το ανυπέρβλητο" (Άγρα, 2010), το οποίο είναι συγκλονιστικό και αξίζει να διαβαστεί. Εδώ ο Μπόμπιο αναφέρεται στο βιβλίο του Αμερύ με τίτλο στα ελληνικά "Εξέγερση και παραίτηση. Γύρω από τα γεράματα", την ιταλική έκδοση του οποίου, μάλιστα, προλογίζει ο Κλαούντιο Μάγκρις, άλλος σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας (ο δημιουργός, ανάμεσα στα άλλα, του μνημειώδους "Δούναβης", αναζητήστε το κι αυτό).

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Τη συντροφιά σας ρέγομαι την αξιοτιμημένη

Τη συντροφιά σας ρέγομαι την αξιοτιμημένη,
την άξια και τη φρόνιμη και την μπεγιεντισμένη

τραγουδά ο σπουδαίος Κρητικός τραγουδιστής και λαουτιέρης Νίκος Μανιάς.



Χαίρομαι να σας εθωρώ σαν την καρνάδα βιόλα 
σαν τον Χανιώτικο μπαξέ που ανθεί και βγάνει ρόδα

όπως τραγουδά ο νέος λυράρης Πέτρος Μαρούλης.



Κι εγώ αφιερώνω τις αγαπητικές μαντινάδες στους φίλους και στις φίλες μου που σήμερα θα είχαμε γλέντι στο σπίτι.

Που 'σαι ρε μάνα που όταν σου είπα την τότε ηλικία μου για να μην με αντιμετωπίζεις σαν "παιδί", δαγκώθηκες. Μαμά γερνάω, σου' χα πει. 

Αλλά, το γλέντι θα το κάνουμε, αργότερα, αφού σκοτώσουμε το δράκο!


Πήγε, λέει, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κάποτε σ'ένα χωριό να μιλήσει, ρώτησε τους χωρικούς τι προβλήματα έχουν κι εκείνοι του είπαν ότι πρόβλημά τους είναι ο δάκος. Και απάντησε ο Βενιζέλος: "Θα τονε σκοτώσουμε και το δράκο!"


Αλήθεια, ψέματα, ποιος ξέρει.


Πάντως, εμείς το δράκο θα τονε σκοτώσουμε, και το γλέντι θα το κάνουμε!


"Οι ρυτίδες της ψυχής είναι βαθύτερες

από του δέρματος. Λευκότερο,
το χιόνι στην ελπίδα απ' ό,τι στα μαλλιά."

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Όταν γεράσεις...




Όταν σου ασπρίσουν τα μαλλιά κι είναι ο ύπνος σου πολύς
και γέρνεις πλάι στη φωτιά, πάρε κι αυτό κοντά σου,
τα μάτια σου, διαβάζοντας, τα τρυφερά να ονειρευτείς
και τις σκιές πώς βάθαιναν άλλοτε στη ματιά σου·

και πόσοι σ' ερωτεύτηκαν σαν έσμιγες με τη χαρά
τη χάρη σου, κι αγάπησαν πολύ την ομορφιά σου,
μα ένας μόνο λάτρεψε τη φιλαπόδημη καρδιά
και τους καημούς αγάπησε στα πόσα πρόσωπά σου·

κι έπειτα γονατίζοντας στη σχάρα που φεγγοβολά,
ψιθύρισε, λυπητερά, ο Έρωτας εκείνος
πώς έφυγε, περπάτησε για λίγο πέρα στα βουνά
και τη μορφή του έκρυψε σ' ένα των άστρων σμήνος.



Είναι το ποίημα When you are old του William Butler Yeats, στη μετάφραση του Διονύση Καψάλη (ελληνικός τίτλος Όταν γεράσεις, από τη συλλογή Μπαλάντες και Περιστάσεις, Άγρα, 1997, το αντέγραψα από εδώ).

Στο παραπάνω βίντεο ακούγεται να το τραγουδά ο γνωστός Ιταλός τροβαδούρος Άντζελο Μπραντουάρντι. Αυτό το ποίημα διάλεξαν και μια παρέα Ιρλανδών να απαγγείλουν πάνω από τον τάφο του ποιητή στο χωριό Drumcliff της επαρχίας Sligo, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του (παρακάτω βίντεο). 




Ο Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς (1865-1939) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Αγγλόγωνους ποιητές του 20ου αιώνα, ένας οραματιστής, για τον οποίον ο Έλιοτ είπε ότι ήταν ένας από τους λίγους ποιητές που "η ιστρία τους ήταν η ιστορία της εποχής μας" και που αποτελούν "μέρος της συνείδησης της εποχής μας, η οποία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς αυτούς" (αντιγραφή από τήν εισαγωγή του Σπύρου Ηλιόπουλου στο "Μυθολογίες και Οράματα", Γαβριηλίδης1999, που έκανε επίσης την επιμέλεια και τη μετάφραση ).



Όμως, για το ίδιο περίπου θέμα, αλλά με άλλη ματιά, έγραψε και ένας πολύ παλιότερος, επίσης σπουδαίος, Ιρλανδός συγγραφέας, ο Τζόναθαν Σουίφτ (1667-1745), με τίτλο Resolutions 1699: When I come to be old, που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα ως Αποφάσεις για όταν θα είμαι γέρος μαζί με το κείμενο Στοχασμός για ένα σκουπόξυλο (αναφορά στον Ιρλανδό επιστήμονα Robert Boyle, γνωστό από τον νόμο των αερίων). Είναι σε μετάφραση Μίλτου Φραγκόπουλου και προλόγισμα Γεράσιμου Βώκου.


Στο κείμενο αυτό, που ο Σουίφτ έγραψε πάντως σε νεαρή ηλικία, δίνει συμβουλές στον εαυτό του τι να προσέξει όταν γεράσει. Και τι λέει; Να μη μιλά πολύ, να μην καυχιέται για την αλλοτινή ομορφιά του, να μη γίνεται φορτικός, να μην είναι αυστηρός με τους νέους, να μη λέει την ίδια ιστορία ξανά και ξανά και μερικά ακόμη και τέλος να μην προσπαθεί να τηρεί όλους τους κανόνες....

Μας λένε τίποτα τα λόγια τους; 

Για τους Ιρλανδούς που γιορτάζουν σήμερα (ημέρα του Άγιου Πατρίκιου σήμερα, μεγάλη γιορτή γι' αυτούς).
Και για όσους και όσες γεννήθηκαν (γεννηθήκαμε) σήμερα (και αύριο).

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

Περπατούρα




Τσικ Τσικ, ξεκινάει η μοναχική πορεία, μοναδική ως προς τον ήχο και το ρυθμό.

Ξέρω σε πόσα λεπτά και δευτερόλεπτα θα διανύσει τη σταθερή, την αμετάβλητη απόσταση απ’ το κρεβάτι της στο γραφείο μου, όπου κάθομαι εν πλήρει απραξία.

..............................................................................................................................

Το σύρσιμο της παντόφλας, την κλίση του σώματος και του στόματος το σχήμα, τα ΄χω φωτογραφίσει από καιρό με προπτική τα μάτια και τ΄αυτιά μου: η νυχτικιά πέφτει προς τα μπρος, φουσκώνει σαν κοιλιά εγκυμονούσα, μια κοιλιά που κρέμεται προς τα κάτω μ΄όλες τις σάρκες της, έτοιμη να χυθεί στο πάτωμα με νερά και αίματα.

Τσικ τσικ, και πρέπει γρήγορα να εγκατασταθώ σε κείνο το παλιό όνειρο, να κλείσω πόρτες και παράθυρα, να αμπαρωθώ από μέσα, να επικαλεστώ όλα τα υποτιθέμενα «αύριο θα ΄ναι καλύτερα», να επιστρατεύσω τα ερωτικά μου φαντάσματα.Πρέπει όλα αυτά να ενεργήσουν αυτόματα, να ΄ναι εν εγρηγόρσει, ώστε να συμβάλουν στη σωτηρία μου. Γιατί εκείνη, ακόμα πριν ξεκινήσει, ξέρω ότι ετοιμάζεται, πιάνεται γερά απ΄τις χειρολαβές, στερεώνεται, βεβαιώνεται, ισορροπεί, ενώ εγώ παραπαίω στο χείλος της αβύσσου.

Κι έρχεται κατά πάνω μου αργά αργά, προχωρεί ως το άνοιγμα της πόρτας, σχίζει με το μαχαίρι τα άδυτά μου, η Φραγκογιαννού.

Λέει πως πρέπει να την κοιτάξω, δεν το λέει, εγώ τ΄ακούω μέσα στο άγριο τσικ τσικ όπου αναπτύσσεται, θεριεύει η επιταγή, η απαίτηση, μ΄εκείνο το ανυπερθέτως που με τσακίζει.

Ποιο είναι αυτό το αλλόκοτο πρόσωπο με τ΄άσπρα νεκρά μαλλιά, το σκαμμένο δέρμα – μαζεύω με το παιδικό μου φτυαράκι τις ατέλειωτες τρίχες, μικρά σγουρά φιδάκια σ΄όλο το σπίτι, κι από πάνω μου τινάζω μακριά τη λιπαρότητα της πιτυρίδας της.

Κοντά στα ενενήντα κι ακόμα επιμένουν να μακραίνουν τα μαλλιά της, αγριεμένα σαν τη γριά Φροσσάρ, τα νύχια της μεγαλώνουν επικίνδυνα, ανάγκη επιτακτική να πάρω ψαλίδι, πετσέτα και νερό, οφείλω να μετρήσω, να υπολογίσω επακριώς το μάκρος, το σωστό κόψιμο, να φορέσω γυαλιά, ν’ ανοίξω με δυο δάχτυλα το ψαλίδι – το ψαλίδι, τα δυο δάχτυλα, τα μαλλιά, τα γυαλιά, τα μυαλά, ως πού να κόψω, πόσο μακριά, κοντά, μέτρια, βαθιά, πόσο βαθιά, σύρριζα να κόψω... να κόψω...

Ποια είναι αυτή που την πλένω, την χτενίζω, την ντύνω, την ξεντύνω. Αυτή δεν είναι το μικρό μου παιδί, το εγγόνι, το δισεγγονάκι μου, δεν είναι το ανάπηρο της γειτονιάς μας.

Να διώξω, πώς να διώξω, να τη διώξω εκείνη την πικρή, την τόσο δική της μυρωδιά που μου τρώει τα χέρια και τα χείλια.

Τα σεντόνια της κάθε πρωί έξω ν’ ανεμίζουν, άσπρο ψυχρό πανί, ώρες και ώρες να γλείφει το άρρωστο χρώμα τους ο αέρας, ο ήλιος – αιμοβόρα ζώα ...

Μια μέρα μου λέει: «Θα πεθάνω και τότε μόνο θα με σκέφτεσαι με μια ήρεμη δικαιοσύνη. Καθώς θα τριγυρνάς στο σούπερ μάρκετ, καθώς θα σέρνεσαι ως το πάρκο και την παλιά παραλία, μόνη και γριά, τότε θα μ’αγαπάς πέρα ως πέρα, κόρη μου. Τώρα δεν μπορείς, γιατί είμαι στο έλεός σου και στο έλεος της αμείλικτης πραγματικότητάς σου».

Τρομάζω, όταν νιώθω ότι διεισδύει στην αμηχανία μου, φοβάμαι ότι διακρίνει καθαρά την προσπάθειά μου να μη φανερώσω το πάθος που καίει τα σωθικά μου μ’ ένα βαθύ ερωτηματικό: μητέρα, γιατί αντέστρεψες τους ρόλους;

.................................................................................................................................

Κι ας περπατάει εκείνη, κι ας πηγαίνει μ’ ένα τσικ τσικ που μέρα με τη μέρα πριονίζει τις φρένες μου, δεν λαδώνονται, επειδή καμιά επέμβαση δεν χωρεί στο σύστημα που σπάει τα νεύρα και λιγοστεύει την ανθρώπινη αντοχή.


Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το διήγημα "Περπατούρα" της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου και περιέχεται στη συλλογή "Στο δωμάτιο" (Νεφέλη, 1999). Καθημερινές ιστορίες, με ανθρωπιά, ευαισθησία και πολλή αλήθεια: "Η ξένη", "Στην εκκλησία", "Φυγή", κ.ά. Ξεχώρισα την Περπατούρα γιατί σήμερα η μάνα μου κλείνει τα ενενήντα! 

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Σκούρο γκρι σχεδόν μαύρο, της Ελένης Γιαννακάκη: για τις μανάδες και τα γηρατειά


Ένας μακρύς μονόλογος το βιβλίο όλο. Ο μονόλογος μιας ηλικωμένης γυναίκας, της Δήμητρας, που έχει άνοια και που βρίσκεται σε οίκο ευγηρίας, σε "ίδρυμα".

Αυτό είναι το τελευταίο βιβλίο της Ελένης Γιαννακάκη με τον χαρακτηριστικό, ταιριαστό τίτλο "Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο"  (Πατάκης, 2016). Μέσα από το λόγο της Δήμητρας που ρέει ακατάπαυστα, χωρίς σταματημό, περνά η ζωή της όλη και η ζωή της μάνας της και η ζωή της οικογένειάς της και η ζωή στη γειτονιά που γεννήθηκε στην Κοκκινιά και η ζωή της Ελλάδας με το μοίρασμα των αθρώπων, εγώ από δω εσύ από κει, εγώ αριστερός εσύ δεξιός, εγώ γραμματιζούμενος εσύ αμόρφωτος, εγώ νέος εσύ γριά...

Έχει άνοια η Δήμητρα, δεν καλοθυμάται, κυρίως ξεχνά τα κοντινά, πάει να πει κάτι και η λέξη μένει στη μέση. Τα παλιά πώς τα θυμάται όμως... Και συνεχίζει την κουβέντα, την ιστόρηση της ζωής της, πώς ήταν η μάνα της κι ο πατέρας της, πώς βρεθήκανε και ταιριάξανε, πώς ήταν οι κολλημένες αντιλήψεις στους παλιούς (μόνο;), αυτή από δεξιά οικογένεια, τρόπος του λέγειν δεξιός ο πατέρας της, ένα μάλαμα ήταν, έτσι τον θυμάται, και που έφυγε άδικα των αδίκων. Και παρότι από δεξιά οικογένεια έκανε μαθήματα στα παιδιά των αριστερών της γειτονιάς, μαθηματικός σπούδασε η Δήμητρα, και χωρίς χρήματα παρακαλώ τα μαθήματα. Και τα 'φερε η τύχη κι αγάπησε και παντρεύτηκε τον αριστερό, Άγγελος ήταν τ' όνομά του, άγγελος όνομα και πράμα, άγγελος με αξιοπρέπεια και τσαγανό, κρίμα που έφυγε νωρίς ο Άγγελος. Και η γειτονιά στην Κοκκινιά, εκεί της καθόταν, την άφησε τη γειτονιά, δεν την άντεχε. Και τα παιδιά της, ο Απόστολος, η Μαρία, έρχεται η Μαρία καμιά φορά και την βλέπει, να τώρα την περιμένει ...

Η Μαρία, Να με πάρει από δω. Μόνο αυτή! Δεν έχω άλλονε κανένα...

- Μαρία πού είσαι; Δε σε βλέπω, Μαρία... Πού μ' αφήνεις, παιδί μου, πού;

Ξεχνά η Δήμητρα. Έχει κενά.

Η μνήμη, αχ αυτή η μνήμη! Ευχή και κατάρα! Παράδεισος και κόλαση μαζί! ... 
Ορίστε, πάλι δε θυμάμαι, αχ, γιατί; γιατί δε θυμάμαι; Κι ούτε θυμάμαι πια τι έλεγα μόλις πριν, από πού ξεκίνησα...

Χωρίς διακοπές ο μονόλογος της Δήμητρας. Χωρίς παραγράφους το κείμενο της Γιαννακάκη. Ή μάλλον, αλλάζει παραγράφους όταν έχει διαλόγους, δηλαδή όταν κάτι διακόπτει τη ροή της αφήγησής της και την αναγκάζει να παρέμβει, να παραπονεθεί, να ζητήσει κάτι. Πάλι, μόνο οι κουβέντες της Δήμητρας στους διαλόγους, πρωταγωνίστρια και μοναδική ηρωίδα.

- Μη, πιο σιγά, πονάω, πιο σιγά... όχι άλλο, όχι αυτό το σφουγγάρι... πονάει... Με γδέρνετε ... Θα ματώσω...

...................

- Κοπέλα; Καλέ κοπέλααα; ... Δεσποινίιις;

...................

- Ναι, ναι, να πάμε σιγά σιγά, τόση ώρα κάθομαι, κουράστηκα...


Σε ίδρυμα για ηλικιωμένους η Δήμητρα. Δεν της αρέσει, όχι ότι δεν έχει πού να πάει, αλλά τι να κάνει, δεν τ' ομολογεί σε  κανένα...

... όσο κι αν με πειράζει που το λέω, στον εαυτό μου βέβαια μόνο το λέω κι όχι παραέξω, πού να το πω και να μην ντραπώ;, να ρεζιλέψω τα παιδιά μου; ποπόοο! Ε, τι να γίνει, δε μας θέλουνε πια, αυτό είν' όλο. Δε μας θέλουνε τα παιδιά μας!
...
Έχω απομείνει όμως κι εγώ σαν βάρος που κανείς τους δε θέλει να σηκώσει. Είμαστε βάρος ασήκωτο πια...

Πολύ γριά πια η Δήμητρα. Δεν είναι δα κι εκατό. Μα πόσο είναι δε θυμάται πια. Σε λίγο δε θα ξέρει ποια είναι κι από πού έρχεται.

Αχ, κακό πράγμα τα γηρατειά, κακό γι΄άλλους πιο πολύ και γι' άλλους πιο λίγο. Τουλάχιστον να μπορούσα να περπατήσω καλύτερα... Αχ, που μ' άρεσε να βλέπω και να ζω πράγματα όσο μπορούσα.... Και πόσο μου άρεσε να ταξιδεύω... να βλέπω τοπία και πράγματα, να μαθαίνω, φτερά είχα στα πόδια μου...

Κι όλο θυμάται τη δική της μάνα, που τη γηροκόμησε όμως, αλλά της φώναζε πολύ, κι αυτή η καημένη κάθε τόσο

άνθρωπος είμαι κι εγώ, και δώστου άνθρωπος είμαι κι εγώ!

Δύσκολο το θέμα στο βιβλίο της Γιαννακάκη, βασανιστικό, οι περιγραφές της τόσο αληθινές, διπλανές, κοντινές, μέσα σου, μιλούν για τη γειτόνισσα που θυμάσαι στην καλή χαρά και τώρα νάναι αλλαγμένη από το βάρος των δεκαετιών, βλέπεις στη Δήμητρα τη μάνα σου που τη νίκησε ο πολυχρόνης, έτσι έλεγε πριν ξεχάσει τις λέξεις, βλέπεις τον εαυτό σου, την αδελφή σου, τη φίλη σου, την κόρη σου, κάνεις προβολές και σα να τρομάζεις. 

Η Γιαννακάκη δεν το 'γραψε για να μας τρομάξει βέβαια, έτσι νομίζω, δεν ξέρω αν ήταν προσωπική ανάγκη και βίωμά της, όμως νιώθω περισσότερο πως είναι μια έκφραση αυτού του φόβου για τα γηρατειά και μια ευκαιρία να τον δούμε κατάματα, δεν είμαστε δα και ... οι Πήτερ Παν. Και όχι μόνο αυτό. Τα λόγια της είναι ας πούμε και μια ευκαιρία να δούμε τη μεριά των ανθρώπων όταν γεράσουν, όταν γίνονται ανήμποροι και εξαρτημένοι.

Ανήμπορη κι εξαρτημένη η Δήμητρα, πώς να συμφιλιωθεί όμως και με τα γερασμένα χέρια;

Σιχαίνοµαι τα γερασµένα χέρια. Τα χέρια πιο πολύ από άλλα µέρη του σώµατος. Φυσικά και το πρόσωπο, δε λέω ... 
Αλλά µε τα χέρια είναι αλλιώς. Γιατί τα χέρια είναι κάτι σαν... πώς να το πω;, σαν... σαν τις κεραίες, σαν γέφυρες είναι που σε φέρνουνε πιο κοντά µε όλα γύρω σου, ανθρώπους και πράγµατα. Να, τα χέρια σ’ αγγίζουνε, σε χαιρετούν, σ’ αγκαλιάζουν, σε χαϊδεύουνε ή και σε δέρνουν. Τα χέρια σού µιλούνε ακόµη κι όταν το στόµα είναι κλειστό.

Πώς θυμάμαι εκείνη την άλλη ηλικιωμένη του Μιχάλη Γκανά στο Γυναικών, που θέλει να χαϊδέψει τα χέρια της, μα ντρέπεται γριά γυναίκα, αλλά και την Καλοβασίλαινα στο "Τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας" της Νίκης Τρουλλινού με τα σημάδια του χρόνου στα κότσια των κοκάλων στις άκρες...

Α ρε μαμά, ακούω στο Δεύτερο πρόγραμμα τη φωνή του Παπακωνσταντίνου* να τραγουδά για τη μαμά, μέρα της μητέρας λέει σήμερα:

Έβαζες ψεύτικες φωνές, 
γελούσες κι έκανες πως κλαις 
κι εγώ παιδί 
Α ρε μαμά 
Πίσω μου τρέχεις μια ζωή 
με ένα πιάτο και μια ευχή
.....................................

----------------------------------------------------
* και τι ωραία έντυσε με ελληνικούς στίχους ο Οδυσσέας Ιωάννου το τραγούδι του Σαρλ Αζναβούρ La mamma...