Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί, έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης στα Ημερολόγια καταστρώματος (Μνήμη Α'). Διαβάζω στην εφημερίδα Εποχή (30 Μαρτίου 2015), άρθρο του Στρατή Μπουρνάζου για τον μνησιπήμονα πόνο, αναφερόμενος στη σειρά έργων του Γιάννη Ψυχοπαίδη με τίτλο «Αγία Μαύρα» :
Το πρώτο στοιχείο είναι η μνήμη και ο πόνος· μαζί. «Στάζει δ’ ανθ’ ύπνου προ καρδίας / μνησιπήμων πόνος». Ο στίχος του Αισχύλου, οικείος σε μας μέσα από το πέρασμά του στον «Τελευταίο σταθμό» του Σεφέρη («Στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο / μνησιπήμων πόνος») μας ανακαλείται, νομίζω, αμέσως. Γιατί η μνήμη και ο πόνος, σε όλους τους συνδυασμούς τους (και η μνήμη του πόνου, και ο πόνος της μνήμης) είναι βασικά στοιχεία που διατρέχουν τις εικόνες, τις ενώνουν, συνδέοντας τα διαφορετικά και ανόμοια που περιέχουν οι εικόνες του Ψυχοπαίδη.
Ο πόνος της μνήμης και η μνήμη του πόνου είναι βασικά στοιχεία, θα πρόσθετα εγώ, σε κάθε απώλεια. Οι ποιητές έχουν αποτυπώσει τη μνήμη και τον πόνο στους στίχους τους, από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και την Εκάβη του Ευρυπίδη μέχρι τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Μαβίλη, την Πολυδούρη, τον Σεφέρη, την Καρέλλη, τη Δημουλά, την Κυρτζάκη, και πολλούς ακόμη και πολλές. Η Μνήμη είναι η θεά της Ποίησης και η Ποίηση αυτή που εκφράζει μα και καταλαγιάζει τον πόνο, εξάλλου η ποίηση λειτουργεί με τις μεταφορές και τις πολλαπλές ερμηνείες, ποιεί λόγο αλλά και νοήματα, συχνά πολλαπλά νοήματα.
Με το θέμα της απώλειας ως έμπνευση για την ποίηση ασχολείται ο Γιάννης Παπακώστας στο βιβλίο του Η κρήνη της οδύνης: Το πένθος, ο πόνος, η θλίψη ως πηγή λογοτεχνικής δημιουργίας (Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2020). Ο συγγραφέας χωρίζει τη μελέτη του σε δέκα κεφάλαια, αφιερωμένα σε δέκα ποιητές (Κική Δημουλά, Παντελή Μπουκάλα, Αγγελική Σιδηρά, Κώστα Παπαγεωργίου, Γιώργο Μαρκόπουλο, Μαρία Κυρτζάκη, Νάσο Βαγενά, Στέλιο Μαφρέδα, Λευτέρη Πούλιο και Γιάννη Βαρβέρη), βρίσκοντας όμως αφορμές και ευκαιρίες να απλωθεί και να παρουσιάσει μια κατά το δυνατόν σφαιρική παρουσίαση του θέματος στη νεοελληνική ποίηση.
Ως ένα δείγμα αυτής της ποίησης, επιλέγω ν' αντιγράψω εδώ το ποίημα Andante του Νάσου Βαγενά από τη συλλογή του Σκοτεινές μπαλλάντες και άλλα ποιήματα (Κέδρος, 2001) που έχω στη βιβλιοθήκη μου:
Το φως πλέκει μια σκοτεινή εσάρπα στην κορφή
όπου κάποτε ανέβαινες για να το αγγίξεις.
Καθώς την ψηλαφώ αισθάνομαι τη σοφή
βελονιά του λόγου σου (τις παύσεις, τις εκθλίψεις
των φωνηέντων). Και φυσικά νιώθω τη βροχή
που όπου να 'ναι θα φτάσει αλαφιασμένη.
Κι ότι θ' αρχίσουν όλα πάλι απ' την αρχή,
κι αυτό που τέλειωσε κι εκείνο που απομένει.
Σε ποια ερημιά λοιπόν ν' αποσυρθώ,
όπου η νύχτα να πέφτει με άλλο τρόπο,
κι όπου όχι το λάθος αλλά το σωστό
να βγαίνει τελικά πρώτο;
κ' ετούτη η θύμηση ήτονε πάντα το γιατρικό μου, κλαίει για το ριζικό της η Αρετούσα...
Σημείωση 1:Η εικόνα με το γαρύφαλλο είναι έργο του Γιάννη Ψυχοπαίδη, δημιουργία στα χρόνια της καραντίνας λόγω κορονοϊού, που εκτέθηκε, μαζί με έργα άλλων καλλιτεχνών, στην γκαλερί Ζουμπουλάκη. Ο Ψυχοπαίδης το χαρακτήρισε γαρύφαλλο ελπίδας: Σε ώρες περισυλλογής, οδύνης και πένθους για τους άδικους χαμούς, ένα γαρύφαλλο ελπίδας.
Σημείωση 2: Το τραγούδι με την Ελευθερία Αρβανιτάκη είναι το Λιανοτράγουδο του Μιχάλη Γκανά σε μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου.
Εγώ τον πόνο τον βαστώ την πίκρα την αντέχω κλαίω γιατί σε ξέχασα και όχι που δε σ' έχω
Σημείωση 3: Για μια γλωσσική αποσαφήνιση του όρου, παραπέμπω στο λεξικό αρχαίας ελληνικής Liddell Scott, όπου γράφει: μνησῐπήμων: -ον, αυτός που υπενθυμίζει σε κάποιον τις συμφορές του, μνησιπήμων πόνος, οδυνηρή ανάμνηση της δυστυχίας, σε Αισχύλ., καθώς και στο λήμμα μνησιπήμων στο Wictionary για την ετυμολογία της λέξης.
Θλίψη μας έφερε η είδηση για το φευγιό του Μανώλη Λιδάκη. Μια συμπαθής ήρεμη παρουσία, με ωραία βαθιά, ζεστή φωνή, μας χάρισε όμορφα τραγούδια που συντρόφευαν και θα συντροφεύουν τις παρέες μας.
Έτυχε να τον δω πρώτη φορά από κοντά πριν από χρόνια στο ξενοδοχείο του Ρίου. Εμείς για συνέδριο στη Πάτρα, εκείνος ήταν με τη Δήμητρα Γαλάνη, προφανώς για κάποια συναυλία. Δεν τον γνωρίζαμε μέχρι τότε, έδειχνε συνεσταλμένος, σχεδόν ντροπαλός. Έτσι έδειχνε πάντα, ήταν ανθρώπινος, αυθεντικός, μα τον τελευταίο καιρό και ταλαιπωρημένος. Μια αγνή και γνήσια κρητική ψυχή ανέβηκε στ´αστέρια καρτερώντας την ηρεμία....
Δεν ξέρω αν σας έπεισαν τα λόγια τους, εγώ όμως παραλίγο να ξεχάσω ποιος είμαι και τι θέλω εδώ. Η αλήθεια είναι πως μαγείρεψαν σωστά τις λέξεις, τις προτάσεις τους, και θα μπορούσα να μείνω απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, αν το ψέμα δεν ήταν πάντα κάπως δυσκολοχώνευτο —ιδίως όταν συνοδεύεται από κάποια υπερβολή στην μουσικότητα. Εν πάση περιπτώσει, έχω γερό στομάχι. Κι έτσι πρέπει. Αν ξερνούσα εδώ μπροστά σας την βλακεία τους, θα ήταν οπωσδήποτε χαμένοι. Προχωρώ, λοιπόν, και παραδέχομαι πως είπαν μια τουλάχιστον αλήθεια: τα πάω πολύ καλύτερα απ’ αυτούς με την μαγειρική των λέξεων, γι’ αυτό πανικοβλήθηκαν, και τώρα ακόμη ιδρώνουν πάνω απ’ τα τζετζερέδια τους, θαρρώντας πως είναι στο έλεος μου. Μεταξύ μας, δεν έχουν άδικο. Από μιαν άποψη, αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να κερδίσουν την δίκη. Μην εκπλήσσεστε. Δεν θέλουν να κερδίσουν, να με καταδικάσουν θέλουν. Και είναι δύο πράγματα αυτά εντελώς ξεχωριστά. Πώς και γιατί είναι δική σας δουλειά να το διακρίνετε. Ωστόσο επιτρέψτε μου μια σύντομη επισήμανση. Σας επέστησαν την προσοχή στην ρητορική δεινότητά μου, σας προειδοποίησαν πως θα χρησιμοποιήσω κάθε μέσο προκειμένου να μετατρέψω το ψέμα σε αλήθεια. Σας συμβούλευσαν άραγε τίποτε της προκοπής; Λες τίποτε καινούργιο σ’ έναν δικαστή όταν του συνιστάς να διακρίνει ανάμεσα στην ωραιότητα των λόγων και στην αλήθεια των λόγων; Τίποτε απολύτως. Κι όταν του λες πως τα ωραία λόγια είναι πάντα ψεύτικα λόγια; Ε, τότε τον παρακινείς να επιλέξει ανάμεσα σε ψεύδη. Σίγουρα αυτό. Δεν παγιδεύεις τον αντίπαλο. Παγιδεύεις τον δικαστή. Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν σας μιλούσα χωρίς κανένα στολίδι. Θα θεωρούσατε πως χρησιμοποιώ το ρητορικό τέχνασμα της απλότητας. Δεν σχολιάζω καν την περίπτωση που θα είχα προετοιμάσει την απολογία μου με όλες τις προϋποθέσεις ενός πλούσιου σε ρητορικά σχήματα δικανικού. Φαίνεται λοιπόν πως είμαι χαμένος από χέρι. Λάθος. Εσείς είστε χαμένοι από χέρι. Αν με απαλλάξετε, θα πρέπει να είστε απόλυτα βέβαιοι για την αδυναμία μου να φτιάξω μιαν απολογία της προκοπής. Με βάση τι θα με απαλλάξετε τότε; Αν με καταδικάσετε θα έχετε πάντα την αμφιβολία πως δεν μπορέσατε να διακρίνετε την αλήθεια. Θα με καταδικάσετε, βέβαια, ενδίδοντας στην απειλή αυτών των αχρείων. Σταματώ εδώ. Οι φίλοι μου θ’ αναλάβουν τα υπόλοιπα, παρόλο που δεν ελπίζω ν’ αποφύγουν κάπως τον εξαγνισμό σας. Σας λυπάμαι. Δεν είχατε ούτε μια μικρή ευκαιρία να κάνετε την δουλειά σας. Ωστόσο μην απελπίζεστε. Η αρετή δεν είναι ζήτημα αποφάσεων. Μπορείτε να το σκεφτείτε με την ησυχία σας αργότερα. Ένας νεκρός πάνω ένας νεκρός κάτω δεν θα ζημιώσει δα την δημοκρατία μας. Οι ζωντανοί είναι το πρόβλημα.
Τον Γιώργο Μπλάνα τον διάβαζα τακτικά, άρθρα σε εφημερίδες, ποίηση, μεταφράσεις έργων σπουδαίων λογοτεχνών. Ήταν ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος με έναν κοφτερό, βαθιά πολιτικοποιημένο λόγο. Έφυγε σαν χθες πριν ένα χρόνο.
Μέσα στο 2024, πριν από τέσσερις περίπου μήνες, έφυγε και ο στιχουργός Ισαάκ Σούσης, που έδωσε σπουδαία τραγούδια συνεργαζόμενος με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και άλλους συνθέτες.
Τι το κοινό έχουν οι δύο αυτοί ιδιαίτεροι άνθρωποι και τους μνημονεύω μαζί; Είχαν σπουδάσει βιβλιοθηκονομία. Ο Γιώργος Μπλάνας, σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 22 Απριλίου 2018, στην ερώτηση γιατί επέλεξε βιβλιοθηκονομία είχε απαντήσει:
Ηταν η μόνη σχολή που δήλωσα. Το 1976 μπήκα. Το βιβλίο για μένα είναι φετίχ.
Αυτό
έγινε γιατί ήταν μέσα στο σπίτι η γιαγιά μου, που με μεγάλωσε. Μια
γιαγιά μόλις 39 ετών. Χήρα ενός «τεταρτοδιεθνιστή» τροτσκιστή. Τον
σκότωσαν στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» οι Γερμανοί όταν απέδρασαν τα μέλη του
ΚΚΕ από εκεί.
Καθώς με μεγάλωσε λοιπόν -αυτή η γιαγιά της ίδιας
ιδεολογίας με τον παππού- είχα την αίσθηση ότι το βιβλίο ήταν ένα είδος
σπλάχνου του ανθρώπου.
Με τους σημερινούς όρους θα έλεγα ότι ο
άνθρωπος είναι ένα cyborg του οποίου το μη βιολογικό μέρος είναι το
βιβλίο. Η γιαγιά μου και η μητέρα μου με προμήθευαν βιβλία.
Βιβλιοθηκονομία είχε σπουδάσει και ο Ισαάκ Σούσης. Έτυχε να τον έχω φοιτητή στη δεκαετία του '90, όταν δίδασκα στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας ΤΕΙ Αθήνας. Ήταν ένας ιδιαίτερος νέος άνθρωπος, χαμηλών τόνων, ευγενικός, φιλικός, με ιδεολογικό περιεχόμενο που μου έδινε την ευκαιρία να κάνουμε ενδιαφέρουσες συζητήσεις, τόσο γύρω από το αντικείμενο των σπουδών, αλλά και γενικότερου ενδιαφέροντος. Αχ καλέ μου Ισαάκ,
Ποια πόλη, ποια χώρα
ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα...
Πήγατε κι οι δυο να βρείτε τον Στέφανο Μπεκατώρο, επίσης ποιητή, επίσης βιβλιοθηκονόμο, επίσης βαθιά σκεπτόμενο άνθρωπο που έφυγε κι αυτός νωρίς...
Καθόλου τυχαία, λοιπόν, η συνύπαρξή σας σε τούτη την ανάρτηση και καθόλου τυχαία η φωτογραφία με τον μπόμπιρα να τριγυρνά στους διαδρόμους της Βιβλιοθήκης του ΤΕΕ.
Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ’ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη. Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι. Μια μέρα μάς σφύριξε κάποιος στ’ αφτί: «Πέθανε ο Χάρης» «Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα. Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ’χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει. …Δεν είμαστε όλοι μαζί. Δυο τρεις ξενιτεύτηκαν Τράβηξεν ο άλλος μακριά μ’ ένα φέρσιμο αόριστο κι ο Χάρης σκοτώθηκε Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούριοι, γεμίσαν οι δρόμοι Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Μες στο χάος κυματίζουν τραγούδια. Αν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη Ξεχώρισες μια: Είν’ η δική του. Ανάβει μικρές πυρκαγιές Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας Είν’ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος Π’ αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως.**
100 χρόνια φέτος από τη γέννηση των Μανόλη Αναγνωστάκη και Μίκη Θεοδωράκη (η σειρά αλφαβητική).*** Ας ξαναδιαβάσουμε τα ποιήματα του Μανόλη, ας ξανακούσουμε τα τραγούδια του Μίκη, ας ξανασταθούμε στα συναπαντήματά τους, τόσο μεγάλες, τόσο σπουδαίες, τόσο οικείες προσωπικότητες μιας εποχής που πέρασε μα που αξίζει να την (ξανα)γνωρίσουμε, να στοχαστούμε και ν΄ αναστοχαστούμε για το παρόν και για την εποχή που έρχεται, για την ανασφάλεια, τις ανισότητες, τις αδικίες και για τον ζόφο και την αποανθρωποποίηση που προμηνύεται και νομίζουμε πως δεν μας αφορά.
Γι' αυτό και στον τίτλο τα λόγια του ποιητή από το ποίημα «Η αγάπη είναι ο φόβος»:
Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο! ****
* Στη φωτογραφία απεικονίζεται η συνάντηση των δύο φίλων το 1975 στη Θεσσαλονίκη, στο πατάρι του βιβλιοπωλείου του Αναγνωστάκη. Είναι από το (πλούσιο και ανεκτίμητης αξίας) αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη και η αντιγραφή από εμένα έγινε από τον ιστότοπο «Μίκης Θεοδωράκης: Οδηγός» που ανήκει Παγκρήτιο Σύλλογο Φίλων Μίκη Θεοδωράκη.
** Το ποίημα «Χάρης 44» αναφέρεται σε έφηβο Επονίτη που σκοτώθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1944, τρείς μήνες μετά το τέλος της Κατοχής. Περιλαμβάνεται στη συλλογή ποιημάτων «Εποχές», αφιερωμένα στους γονείς του, που γράφτηκαν από το 1941 μέχρι το 1944, ούτε 20 χρονών παλικάρι, και τυπώθηκαν τον Οκτώβριο του 1945 στη Θεσσαλονίκη (οι πληροφορίες από τον τόμο «Τα Ποιήματα 1941-1971», εκδ. Στιγμή 1992, σ. 179). Το μελοποίησε ο Μίκης και το τραγούδησε η Μαρία Φαναντούρη (στο δίσκο Arcadia I, VII, VIII, το βίντεο από εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=mP4ncr8Rt3c).
*** Το 2025 είναι έτος Μίκη Θεοδωράκη για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. 100 χρόνια είναι από τη γέννηση και του μεγάλου ποιητή μας Μανόλη Αναγνωστάκη και 25 από τον θάνατό του. Πληροφορίες υπάρχουν πολλές στους ιστότοπους του Παγκρήτιου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκη και του Ομίλου Φίλων Μανόλη Αναγνωστάκη. Και οι δύο σύλλογοι είναι πολύ δραστήριοι και αξίζει η παρακολούθηση των δράσεών τους.
Ακόμα τούτη η άνοιξη, το δάκρυ δε στεγνώνει, δάκρυ στα μάτια ποταμός, κυλάν ποτάμια οι χρόνοι.
Δεν είναι τούτη άνοιξη, δεν είναι καλοκαίρι. Μόν' είναι σύννεφο βαρύ, βαρύ, χειμώνας το 'χει φέρει.
Αν είναι να θερίσουμε, να μπούμε για τ' αλώνι, τι μου φωνάζει ο κύρης μου κι η μάνα με μαλώνει.
Δεν είναι τούτη άνοιξη, δεν είναι καλοκαίρι. Μόν' είναι σύννεφο βαρύ, βαρύ, χειμώνας το 'χει φέρει.
Χειμώνας εκρατάει πολύ, η νύχτα όλο μακραίνει, τσακάλι πέφτει στο μαντρί και τρώει και δε χορταίνει.
Δεν είναι τούτη άνοιξη, δεν είναι καλοκαίρι. Μόν' είναι σύννεφο βαρύ, βαρύ, χειμώνας το 'χει φέρει.
Έτσι ένιωσε ο Βαγγέλης Γκούφας* την Άνοιξη το 1974 όταν έγραψε τους στίχους των τραγουδιών για τη θεατρική παράσταση του Γ. Ρούσσου «Μαντώ Μαυρογένους» σε σκηνοθεσία Κώστα Μιχαηλίδη. Έπαιζαν Αλίκη Βουγιουκλάκη, Μάνος Κατράκης, Νικήτας Τσακίρογλου, Βύρων Πάλλης, Άννα Παϊταζή κ.ά. Τα τραγούδια της παράστασης περιλαμβάνονται στον δίσκο «Προδομένος λαός», τη μουσική έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης και τραγούδησαν η Χάρις Αλεξίου, ο Κώστας Σμοκοβίτης και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Το τραγούδι για την Άνοιξη ερμηνεύεται από τον Κώστα Σμοκοβίτη.**
Θα μπορούσε να πει κανείς ... ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα; ή η ιστορία συνεχίζεται ή κάνει κύκλους; και ο αγώνας συνεχίζεται; Ναι, ο αγώνας συνεχίζεται, μα οι ήττες πολλές, οι απώλειες πολλές, οι ελπίδες τσακίζονται στα βράχια αντιλαϊκών και ιδιοκτησιακών, αλλά και αδέξιων, αδιέξοδων και μίζερων τακτικών και πολιτικών, ευτυχώς πάντα γεννιούνται νέες, ελπίζουμε στην άνοιξη. Και γι' αυτό επιλέγουμε ως εικόνα τον Ανοιξιάτικο χορό, έναν δοξαστικό χορό για την Άνοιξη, του Μέμου Μακρή. Γιατί, όπως έγραψε ο μεγάλος Οδυσσέας Ελύτης, «την άνοιξη αν δεν την βρεις την φτιάχνεις». Εκεί είμαστε, να φτιάξουμε την Άνοιξη. Μπορούμε; Θέλουμε;
* Για τον Βαγγέλη Γκούφα (και ... Βρανά στα χρόνια των κυνηγητών) είχα γράψει σε παλαιότερη ανάρτηση με αφορμή τον θάνατό του το 2016. Για τον Μίκη εδώ όλες οι αναρτήσεις.
Τι είναι η ζωή; Ένα ψέμα, μια αυταπάτη, μια χίμαιρα, μια σκιά. Στιγμή στου απείρου το χάος είναι απ' ότι φαίνεται μεγάλη. Γιατί η ζωή είν' ένα όνειρο, τι άλλο! Και τα όνειρα, είναι όνειρα του ονείρου.
Λόγια του Ισπανού δραματουργού και ποιητή του 17ου αιώνα Πέδρο Καλντερόν δε λα Μπάρκα από το θεατρικό έργο του «Η ζωή είναι όνειρο». Το αντέγραψα από το βιβλίο που διάβασα πρόσφατα και απηχεί τον ψυχισμό και την προσωπικότητα της γυναίκας που περιγράφει. Πρόκειται για το βιβλίο «Η μοναδική Μαρία Καζαρές» της Γαλλίδας συγγραφέα Ανν Πλανταζενέ που αφηγείται τη ζωή της σπουδαίας Ισπανογαλλίδας (ή Γαλλίδας με Ισπανική καταγωγή) ηθοποιού Μαρία Καζαρές. Η Μαρία ήταν Ισπανίδα, γεννημένη το 1922 στην Κορούνια της Ισπανίας. Ο πατέρας της, Σαντιάγο Κασάρες Κιρόγα, ήταν πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας. Πολλοί δημοκρατικοί τον θεωρούσαν ανίκανο και δειλό πολιτικό, ενώ οι εθνικιστές «εχθρό της ενωμένης μεγάλης και ελεύθερης Ισπανίας του Φράνκο».
Η Μαρία έφυγε με τη μητέρα της από την Ισπανία το 1936.
Αυτή είναι η Μαρία Βικτόρια Κασάρες Πέρεθ αλλά όλοι τη φωνάζουν Βιτολίνια, εκτός από τον πατέρα της που προτιμά το Βίτολα. Είναι ξαπλωμένη σε ένα παγκάκι στο σιδηροδρομικό σταθμό του Περτύς στα ανατολικά Πυρηναία, με το κεφάλι στον μηρό της μητέρας της, φοράει ένα κοντό πανωφόρι με επένδυση και μποτίνια και γύρω από τα μαύρα της μαλλιά, πλεγμένα σε κοτσίδα, έχει δεμένη μια ανοιχτόχρωμη κορδέλα. Είναι ένα πρωί το Νοέμβρη του 1936, χαράματα. Παρά τα ζεστά και άριστης ποιότητας ρούχα τους, το κρύο πιρουνιάζει τα κόκαλα τους και στο τρένο από τη Βαρκελώνη που τις έφερε ως τα σύνορα δεν κοιμήθηκαν όλη νύχτα, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που το κορμί της μητέρας τινάζεται από σπασμούς, από συσπάσεις, κάνοντας κάθε τόσο το κεφάλι της Βιτολίνιας να δονείται. Η Γκλόρια Πέρεθ Κασάρες, στητή, με το όμορφο πορσελάνινο πρόσωπό της ανέκφραστο και τα μάτια της, διάφανου μπλε χρώματος, καρφωμένα σ' ένα σημείο που μονάχα εκείνη μπορεί να δει, κλαίει. Μοιάζει με εξόριστη Ρωσίδα πριγκίπισσα, με τα ξανθά λεπτά μαλλιά της, κομμένα σε κομψό καρέ, και τον σωρό από βαλίτσες από δέρμα χοίρου δίπλα της, με τη μοναχοκόρη της ξαπλωμένη πάνω της στα δεξιά της κι έναν νεαρό να έχει πάρει την ίδια στάση στα αριστερά της. [...]
Η Βιτολίνια για πρώτη φορά βρίσκεται μακριά από την πατρίδα της την Ισπανία. Είναι τα πρώτα της λεπτά στη Γαλλία, σ' ένα μικροσκοπικό σιδηροδρομικό σταθμό όπου ένα μεγάφωνο μεταδίδει κατ' επανάληψη ένα τραγούδι του οποίου καταλαβαίνει κάποια λόγια από το ρεφραίν: Tout va très bien, Madame la Marquise. 1
Η Μαρία και η Γκλόρια, η μητέρα της, νόμιζαν ότι θα έφευγαν για λίγο διάστημα στη Γαλλία, ίσως για λίγους μήνες, ώσπου να φτιάξει η κατάσταση στη χώρα τους, πίστευαν ότι η ισπανική δημοκρατία είχε γερά θεμέλια και πολλούς υποστηρικτές. Αυτή δεν είναι η προσμονή όλων των προσφύγων, και τελικά η μοίρα τους να πεθαίνουν σε ξένο τόπο;
Οι χώρες που ο πατέρας της ισχυριζόταν πως ήταν φιλικές, ανάμεσά τους και το Λαϊκό μέτωπο του Λεόν Μπλουμ, ψήφισαν ένα σύμφωνο μη παρέμβασης και οι εθνικιστές προμηθεύονταν όπλα από τη Γερμανία. Η δημοκρατική Ισπανία εγκαταλελειμμένη στη μοίρα της. Η κόρη κι ο νεαρός είναι ξαπλωμένοι στο παγκάκι, σαν να αιωρούνται μερικά εκατοστά πάνω απ' το έδαφος, μονάχα της μητέρας τα πόδια πατάνε στο χώμα της Γαλλίας.
Έτσι περιγράφει συνοπτικά την ηρωίδα της η Πλανταζενέ:
Αν μονάχα
ήταν ο πατέρας της εδώ... Ο πατέρας της ο Σαντιάγο Καζάρες Κιρόγα, που
διετέλεσε πολλάκις υπουργός, ο τελευταίος πρόεδρος του υπουργικού
συμβουλίου της δεύτερης ισπανικής Δημοκρατίας πριν από το πραξικόπημα
του Φράνκο στις 18 Ιουλίου του 1936, κατηγορούμενος σύμφωνα με την
επίσημη εκδοχή, την οποία η κόρη του δεν αποδέχεται, ότι αρνήθηκε να
δώσει όπλα στους εργάτες, αδυνατώντας να διαχειριστεί την κατάσταση με
την ανικανότητά του να ευθύνεται για την έναρξη του εμφυλίου. Ο πατέρας
της που πέθανε εξόριστος, τέσσερα χρόνια μετά τη γυναίκα του του 1950,
αποκηρυγμένος, αποδοκιμασμένος, τη χρονιά του Ορφέα. Ορφανή. Αυτός ο
πόνος δεν θα υποχωρήσει ποτέ. Ο πατέρας της πέθανε στο δωμάτιο της, σ'
εκείνο το δωμάτιο που του είχε παραχωρήσει στο τέλος, στο κρεβάτι της. Η
Μαρία δεν φοβάται τα φαντάσματα. Από φαντάσματα είναι γεμάτα η Γαλικία
και τα παραμύθια της παιδικής της ηλικίας, τα φαντάσματα αποτελούν μέρος
της ζωής όπως ακριβώς και τα όνειρα, οι αναμνήσεις, οι τύψεις και ο
θάνατος. Η Μαρία αποδέχεται πλήρως την παρουσία αυτών των άυλων σωμάτων,
όπως αποδέχεται και τη ζωή με οτιδήποτε αυτή εμπεριέχει, χωρισμούς,
στιγμές δόξας, πένθος [...] Ο Καμύ την ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε
άλλον. Λέει πως η Μαρία διακατέχεται από το δαιμόνιο της ζωής. Τρώει σαν λύκος, γελάει εκκωφαντικά , είναι φλογερή στον έρωτα,
κοιμάται βαριά, για ώρες, συνεχόμενα, ο ύπνος της είναι ανανεωτικός.
Η Μαρία έγινε σπουδαία ηθοποιός, διάσημη, φωτογραφίες της βρίσκονται σε όλα τα περιοδικά, γράφουν για τη νεαρή εξόριστη Ισπανίδα με τα πράσινα μάτια που θριάμβευσε στηΝτίαρντρη των θλίψεων2, την περιγράφουν να έχει ύψος 159 ή 161 ή ακόμα 156.
Έπαιξε στον κινηματογράφο σε ταινίες του Καρνέ, του Μπρεσσόν, του Κοκτό, στο πλευρό του Ζεράρ Φιλίπ ή του Ζαν Μαρσαί και άλλων. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στο θέατρο, ιερό τέρας, τεράστια τραγωδότην αποκαλούσαν. Έμεινε στην ιστορία η ερμηνεία της στo ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ που ανέβηκε στο φεστιβάλ της Αβινιόν το 1956 σε σκηνοθεσία του Ζαν Βιλάρ (Jean Vilar). Ο τύπος ήταν διθυραμβικός, σαν αναμμένη δάδα η φωνή της έγραφαν. Στα ημερολόγιά της είχε σημειώσει τη φράση «Η κόλαση είναι σκοτεινή» από το έργο, προφανώς μαρτυρώντας δικές της σκέψεις και ανησυχίες.
Το 1944 γνώρισε τον Αλμπέρ Καμύ. Ήταν μια αγάπη που κράτησε μέχρι το θάνατο του δεύτερου το 1960. Ο Καμύ ήταν παντρεμένος, απέκτησε παιδιά, ο έρωτάς τους ήταν κρυφός, οι συναντήσεις τους αραιές, πέρασαν τέσσερα χρόνια χωριστά, αλλά ξανάσμιξαν. Γράφει στο ημερολόγιό της: «η αγάπη μας δεν έχει άλλο στήριγμα από την ίδια της την ύπαρξη, χωρίς σκοπό, χωρίς ελπίδα, χωρίς λόγο». Κι αλλού: «αν έχουμε αγαπήσει κάποιον κάποτε, τότε δεν είμαστε ποτέ πια μόνοι».
Στα τέλη του 1959 είχαν καιρό να σμίξουν. Θα ξανανταμώνανε το Γενάρη, έτσι είχαν σκοπό. Θα φορέσει το μαύρο αδιάβροχο και το καπελάκι που μόλις αγόρασε εκ μέρους του Αλμπέρ, πρώιμα χριστουγεννιάτικα δώρα.
Όμως εκείνη η συνάντηση του Γενάρη δεν έγινε ποτέ.
Αναρωτιόταν παλαιότερα σ' ένα γράμμα της η Μαρία: Ακόμη κι ο θάνατος είναι άραγε ικανός να μας χωρίσει; Κι εκείνος της απαντούσε: Όχι, ο θάνατος δε χωρίζει, απλά ανακατεύει λίγο περισσότερο στον άνεμο τη στάχτη των σωμάτων που είχαν ενωθεί ήδη ως τα βάθη της ψυχής τους.
Η Μαρία δεν είναι απ' τις γυναίκες που τις παντρεύονται. Είναι η μνηστή των νεκρών, η σκοτεινή βασίλισσα, η λαίδη Καμία. Τακτοποίησε τα γράμματα του Αλμπέρ σε ένα σεντούκι, τα γράμματα που της έστελνε εκείνος και τα γράμματα που του έγραφε αυτή, τα οποία ο Ρενέ Σαρ ανέβηκε και τα πήρε από την γκαρσονιέρα της οδού Σαναλέιγ με το που πληροφορήθηκε το φρικτό μαντάτο και της τα πήγε στην οδό Βοζιράρ για να μην πέσουν σε ξένα χέρια. Όλα τα γράμματα που αντάλλασσαν επί δεκάξι ολόκληρα χρόνια. Με το τελευταίο να φτάνει στα χέρια της την επομένη του θανάτου του.
Περνούν πολλά ονόματα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ονόματα που πέρασαν από τη ζωή της Μαρία Καζαρές. Ας αναφέρω μερικά, για πολλά από τα οποία δίνει ενδιαφέρουσες συμπληρωματικές πληροφορίες ο μεταφραστής Γιάννης Στρίγκος: Μάριος Πράσινος, ζωγράφος και χαράκτης με επιρροές από τον σουρεαλισμό, γεννημένος από Έλληνες γονείς, ο συνθέτης Μορίς Ζαρ, ο Ζεράρ Φιλίπ, ο Αντρέ Ζιντ, ο Ζαν Ζενέ, η Ανιές Βαρντά, ο Αντρέ Μαλρό, ο τσιγγάνος καλλιτέχνης του καμπαρέ Νταντέ ή Αντρέ Σλεσσέρ,4 που «χαμογελά σαν τον Πιερότο του φεγγαριού»3και που υπήρξε φίλος και σύζυγός της και πολλοί άλλοι.
Η Μαρία Καζαρές πέθανε στο Λα Βερν στις 22 Νοεμβρίου του 1996, μια μέρα
αφότου έκλεισε τα 74. Ο τάφος της βρίσκεται στο νεκροταφείο του Αλλού (Alloue) και το σπίτι της, το οποίο κληροδότησε στην κοινότητα, έχει γίνει τόπος
δημιουργίας και διαμονής για ηθοποιούς του θεάτρου, σπίτι του
ηθοποιού δηλαδή. Το 2010 έδωσαν το όνομά της στο ευρωπαϊκό τμήμα της Γαλλικής
υπηρεσίας προσφύγων και Απάτριδων.
Δεν είχε απαρνηθεί ποτέ την Ισπανική ταυτότητα, είχε όμως δηλώσει ότι δεν θα πήγαινε στη γενέτειρα όσο ζούσε ο Φράνκο. Ήταν 19 Ιουλίου του 1976 όταν για πρώτη φορά επέστρεφε στην Ισπανία, είχε φύγει δεκατεσσάρων, επέστρεφε στα πενήντα τρία. Ο Φράνκο ήταν ήδη νεκρός από τις 20 Νοεμβρίου του 1975. Είχαν όμως περάσει πολλά χρόνια από το φευγιό της, παρά την υποδοχή και τις επιτυχίες, ένιωθε ξένη. Μόλις επέστρεψε στη Γαλλία, έκανε αίτηση για τη γαλλική υπηκοότητα. Έγραφε:
Θέλησα να παραμείνω Ισπανίδα όσο καιρό ήμουν πρόσφυγας έτσι ώστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να μοιράζομαι με τους συμπατριώτες μου ένα κοινό πεπρωμένο όμως πάντα είχα στο νου μου πώς τη μέρα που θα μπορούσα να γυρίσω πίσω στην Ισπανία τότε θα γινόμουν Γαλλίδα Ακόμη και αν χρειαζόταν να εγκατασταθώ στην Ισπανία.
Νομίζω άξιζε η ανάγνωση του βιβλίου. Η Ανν Πλανταζενέ μελέτησε με προσοχή τα αρχεία της Καζαρές που της εμπιστεύτηκε η κόρη του Καμύ και που εκείνη τα είχε αποκτήσει από την ίδια την Καζαρές. Το βιβλίο που παρέδωσε ήταν μια περιήγηση όχι μόνο στη ζωή και τη δράση της Μαρία Καζαρές, αλλά και σε σημεία της ιστορίας, των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων και της κουλτούρας στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα.
Πρέπει να σημειώσω επίσης την πολύ καλή μετάφραση και συνολική επιμέλεια με συμπληρωματικές πληροφορίες στις υποσημειώσεις από τον μεταφραστή Γιάννη Στρίγκο για πρόσωπα που αναφέρονται μέσα στο κείμενο, πρόσωπα του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής.
1 Όπως σημειώνει ο μεταφραστής, πρόκειται για το πολύ μεγάλη προπολεμική επιτυχία στη Γαλλία με τον τίτλο του γραμμένο από τον γνωστό σύνθετη της εποχής Πολ Μισρακί. Στους σατιρικούς στίχους ο μπάτλερ της μαρκησίας της ανακοινώνει όλες τις καταστροφές που τη βρήκαν κατά τη διάρκεια της απουσίας της, καθησυχάζοντας την όμως πάντα στο τέλος με τη φράση όλα βαίνουν πολύ καλώς κυρία...
2Πρόκειται για το θεατρικό έργο με τον αγγλικό τίτλο "Deirdre of the Sorrows", γραμμένο το 1909, στο οποίο ο Ιρλανδός δραματουργός John Millington Synge αναπλάθει έναν παλιό κέλτικο μύθο.
3 Ο «Πιερότος του φεγγαριού» (ή «Φεγγαρίσιος Πιερότος» από το πρωτότυπο στα γαλλικά "Pierrot Lunaire") είναι το πρώτο ατονικό αριστούργημα του Άρνολντ Σένμπεργκ βασισμένο σε μια σειρά ποιημάτων του Βέλγου ποιητή Άλμπέρ Ζιρό (Albert Giraud). Όπως διαβάζουμε σε πρόγραμμα της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, στο έργο κυριαρχούν οι αντιφάσεις, ο Πιερότος είναι ήρωας και παλιάτσος, άνδρας που τον υποδύεται μια γυναίκα, τραγουδά και ταυτόχρονα μιλά για τον έρωτα, τη θρησκεία, τη βία, όλα όσα περιστοιχίζουν διαχρονικά τον άνθρωπο και τροφοδοτούν τη κάθε του πράξη. Αξεπέραστος πιερότος του φεγγαριού σε θεατρικές παραστάσεις υπήρξε ο διάσημος μίμος Μαρσέλ Μαρσό.
4 Ο André Schlesser, γνωστός ως Νταντέ (Dadé) ήταν τραγουδιστής, μίμος και καλλιτέχνης του καμπαρέ. Με τον Μαρκ Σεβαλιέ είχαν δημιουργήσει το ντουέτο Marc Et André.
Όταν ο Θεός αποφάσισε να επινοήσει
τα πάντα πήρε μια
ανάσα μεγαλύτερη από τέντα τσίρκου
και τα πάντα ξεκίνησαν
όταν ο άνθρωπος αποφάσισε να
καταστρέψει τον εαυτό του ξεχώρισε
το ήταν του θα και βρίσκοντας μόνο το γιατί
το συνέτριψε στο επειδή μέσα
Τέτοια ήταν η ποίηση του edward estlin cummings, του αμερικανού ποιητή, ζωγράφου και δοκιμιογράφου, που είχε γεννηθεί σαν σήμερα το 1894. Στα ποιήματά του με την ιδιαίτερη συχνά σύνταξη βρίσκουμε συχνά στίχους για την άνοιξη, τον θάνατο και τη ζωή, τον λαό, την αγάπη, τα λουλούδια και τα δέντρα, τον χρόνο, την αλήθεια.
Αντιγράφω από την έκδοση με τίτλο «ποιήματα» (Ηριδανός, 2007). Γράφει στην εισαγωγή ο επιμελητής και μεταφραστής, ποιητής ο ίδιος, Γιάννης Λειβαδάς:
Ο έντουαρτ έστλιν κάμμινγκς όντας ένας από τους πιο ανένδοτους και
κατηγορηματικούς ποιητές της Αμερικής, και ανάμεσα στους πλέον προσδιοριστικούς για τη
νεότερη παγκόσμια ποίηση, κατάφερε με περίφημο τρόπο να παρεκκλίνει από
τον κόσμο της πλασματικής δημιουργίας, που τον περασμένο αιώνα λίγο
έλειψε να οδηγήσει στην πλήρη κατάρρευση της γραφής. Ο κάμινγκς λοιπόν
συγκαταλέγεται επίσης ανάμεσα στους αυθεντικούς διασώστες της μοντέρνας
ποίησης και ήταν ο μοναδικός ποιητής που έγραφε το όνομά του με μικρά
γράμματα.
Γεννήθηκε στις 14 Οκτωβρίου του 1894 στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης. Το
1911 ξεκίνησε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ με ειδίκευση στην Ελληνική
και σε άλλες γλώσσες. Παράλληλα ασχολήθηκε σοβαρά με τη ζωγραφική. [...]
Την εποχή του θανάτου του ο κάμμινγκς ήταν από τους πιο πολύ διαβασμένος
ποιητές της Αμερικής. Στην εποχή μας η ποίησή του εξακολουθεί να γίνεται
ανάρπαστη κι εκείνος να παραμένει μπροστάρης. Ο κάμμινγκς είναι συνώνυμος
του πειραματικού πνεύματος και της ποιητικής τόλμης με τόση ένταση ώστε
ακόμα κι η ενασχόληση μαζί του να προσδίδει αυτομάτως μία αίσθηση
κύρους (από κείνη που σκοτώνει). Μα πώς να επωφεληθεί κανείς από έναν
τέτοιο ποιητή που ευθύς εξαρχής τοποθετεί τον μεταφραστή και τον
αναγνώστη στη θέση εκείνου που πάει να συλλέξει τον υδράργυρο με απόχη;
Φαίνεται πως στο όριο της απόδοσης του ύφους και της γλώσσας μπορεί να
καταφέρει κανείς κάτι, μα τίποτε περισσότερο. Κι αυτό γιατί ο κάμμινγκς
έχει κάθε του στίχο να παρωθεί επικίνδυνα την ποίηση. Εκείνοι λοιπόν που
θεωρούν την ποίηση δίαιτα ή κοιναισθησία να κάνουν πίσω. Ετούτο
αποδεικνύουν οι τρομεροί του στίχοι. Στη χειραφέτηση τα παίζεις όλα Κι
αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να κερδίσεις λίγο παραπάνω από το
τίποτα.
Αν κάποιος έχει επιληφθεί τις μελωδίες του Θελόνιους Μονκ, έχει νιώσει
εκείνη την εκτοπιστική γιγάντωση των πινάκων του Ντε Κούνινγκ κι έχει μονιάσει με την ιδέα πως τα πράγματα θα είναι πάντοτε μπροστά από μας,
θα νιώσει κάπως πιο άνετα μέσα στους στίχους του κάμμινγκς. [ ...]
Η ποίηση του κάμμινγκς είναι μια απαρακώλυτη, αυτεξούσια είδηση,
παραπάνω απ' όσο περιμένει κανείς εγγυημένη. Ο κάμμινγκς ήταν η φωνή από
τα ερείπια της σύγκρουσης, ο τηλεβόας της πραγματικότητας που επινόησε η
αδιάψευστη αλλοίωση. Γι' αυτόν κάθε εισαγωγή είναι μάλλον περιττή. Ας
πάρουμε λοιπόν μία γεύση από την ποίηση ενός υπέροχου απ-ανθρώπου.
Αντιγράφω κι εγώ ένα ποίημα που βρήκα τόσο επίκαιρο - πάλι, που γίνεται η φωνή από
τα ερείπια της σύγκρουσης, ο τηλεβόας της πραγματικότητας -πάλι:
Ανθρωπότητα σ' αγαπώ
γιατί προτιμάς να γυαλίζεις
τις μπότες της επιτυχίας απ' το
να νοιάζεσαι για εκείνον που η ψυχή του
κρέμεται από του ρολογιού την αλυσίδα ντροπή βεβαίως είναι
και οι δύο περιπτώσεις και γιατί
χειροκροτείς ανένδοτα κάθε τραγούδι
που έχει τις λέξεις πατρίδα σπίτι και μητέρα
σαν τραγουδιέται στα παλιά λημέρια
ανθρωπότητα σ' αγαπώ γιατί
σαν μένεις άφραγκη με ενέχυρο
την ευφυΐα αγοράζεις το ποτό σου
και σαν κοκκινίζεις ντροπιασμένη
η περηφάνια σε κρατάει μακριά
απ' το ενεχυροδανειστήριο,
σ' αγαπώ γιατί διαρκώς κάνεις βλακείες
και μάλιστα περισσότερες
μες στον δικό σου οίκο
ανθρωπότητα σ' αγαπώ γιατί
συνέχεια βάζεις της ζωής το μυστικό
μες στα βρακιά σου
και το ξεχνάς
και κάθεσαι πάνω του
και σ' αγαπώ γιατί
συνέχεια φτιάχνεις ποιήματα
πάνω στου θανάτου τα γόνατα
ανθρωπότητα
σε μισώ.
Κι επειδή γίνεται αναφορά στον τεράστιο της τζαζ Θελόνιους Μονκ (είχε γεννηθεί 10 Οκτωβρίου του 1917!), εδώ ακούμε το Underground με τον ίδιο στο πιάνο (και όπου προς το τέλος τραγουδά ο Τζιμι Χέντριξ!).
Κι επίσης, ένα έργο του ολλανδοαμερικανού εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη Βίλεμ ντε Κούνινγκ, του ζωγράφου των γυναικών όπως τον χαρακτήριζαν.
Λαέ της Λιλιπούπολης, σήκωσε πια παντιέρα, με το Χαρχούδα δήμαρχο δε βλέπεις άσπρη μέρα. Κι αν ήσουνα Χαρχουδικός, καιρός να μετανιώσεις, γίνε Δυστροποπιγκικός, αν θέλεις να προκόψεις.
Εβγάλαν οι Χαρχουδικοί δήμαρχο το Χαρχούδα και τη ζωή μας κυβερνά μια αρκουδοπεταλούδα. Όμως στις άλλες εκλογές η ρόδα θα γυρίσει κι όλη η Λιλιπούπολη εμένα θα ψηφίσει.
Το τραγούδησαν τα παιδιά μας, μαζί κι εμείς, το τραγουδούν τα εγγόνια μας, πάλι κι εμείς μαζί. Αποχαιρετούμε την σπουδαία, την εμβληματική Μαριανίνα Κριεζή με νοσταλγία, με γλύκα, μ' ευγνωμοσύνη γιατί έκανε τον κόσμο των παιδιών, τον κόσμο μας, καλύτερο. Αξίζει να σκύψει κανείς στους στίχους των τραγουδιών.
Κοιτάζοντας τον δίσκο LP της EMI που έχω στο σπίτι με τα μέρη «Η κλειδωμένη τουαλέτα - Το πετρωμένο δάσος - Ρόζα Ροζαλία - Το ροζ χρώμα», στέκομαι στους συντελεστές, γιατί η Λιλιπούπολη ήταν μια συλλογική δουλειά σπουδαίων ανθρώπων. Εκτός από τη Μαριανίνα Κριεζή που έγραψε τους στίχους των τραγουδιών, τα κείμενα του έργου έγραψε η ίδια μαζί με τις Αννα Παναγιωτοπούλου και Ρεγγίνα Καπετανάκη.
Η μουσική είναι από τους Νίκο Κυπουργό, Λένα Πλάτωνος, Νίκο Χριστοδούλου, Δημήτρη Μαραγκόπουλο.
Διεύθυνση ορχήστρας από Μάνο Χατζηδάκι και Βύρωνα Φιδετζή.
Τραγουδούν Νίκος Τσιλούλης, Σταμάτης Φασουλής, Λάμπρος Τσάγκας, Σπύρος Σακκάς, Λένα Πλάτωνος και Σαββίνα Γιαννάτου, ενώ σε έκτακτη συμμετοχή ακούγεται η Λιζέτα Νικολάου.
Αχ Ρόζα, Ρόζα Ροζαλία
πάμε μαζί στη συναυλία,
ν’ ανθίσει μ’ όλα τα βιολιά
μια ροζ μεγάλη βυσσινιά
στο πρώτο μας φιλί.
Συμπτωματικά, σε πρόσφατη παρουσίαση για ψηφιακές βιβλιοθήκες κτλ, παρουσιάζοντας την εφαρμογή "Ευτέρπη" της Βιβλιοθήκης του Μεγάρου Μουσικής έδωσα ως δείγμα το τραγούδι "Μες στο μουσείο" σε μουσική Νίκου Κυπουργού:
μες το μουσείο μες το μουσείο μια μέρα μπήκα με φόρα κι εγώ μη με τραβάτε, μη μου κολλάτε απ' το μουσείο δε θέλω να βγω...
ηχητικό
Ανάμεσα στα τραγούδια της Λιλιπούπολης ήταν και «το τσιφτετέλι της γρίππης» που το τραγούδησε η Σαββίνα Γιαννάτου:
Είμαι μία Ασιατική γρίπη
έρχομαι απ’ την ανατολή,
ταξιδεύοντας μέρα και νύχτα
πάνω σ’ ένα μαγικό χαλί.
Μια πενικιλίνη προτιμάω (έλα έλα)
δυο κινίνα δίκταμο ζεστό
κι αν σας βρίσκεται καμιά ασπιρίνη,
θα την πάρω σας ευχαριστώ.
Είμαι μία Ασιατική γρίπη
πάω πίσω στην ανατολή,
με αξέχαστες εντυπώσεις
από την πανέμορφή σας Λιλιπούπολη.
Δεν ξεχνάμε πως η Λιλιπούπολη ήταν ραδιοφωνική εκπομπή του Τρίτου προγράμματος την περίοδο 1976-1980, όταν διευθυντής ήταν ο Μάνος Χατζηδάκις.
Κι επίσης, δεν ξεχνάμε πως η Μαριανίνα Κριεζή έγραψε στίχους για πολλά τραγούδια που συνέθεσαν ο Λάκης Παπαδόπουλος, η Δήμητρα Γαλάνη, η Αρλέτα, ο Τάκης Μουσαφίρης και πολλοί άλλοι.
Κοιμήθηκα κοιμήθηκα στου γιασεμιού την ευωδιά στην ερημιά του φεγγαριού στο κυματάκι του γιαλού Οι άνθρωποι μ’ αρνήθηκαν κανείς δεν μου σιμώνει μόνο μου κάνει συντροφιά της νύχτας το τριζόνι
Έννοια σου, λέει, έννοια σου κι εγώ είμαι εδώ κοντά σου για συντροφιά στην έγνοια σου και για παρηγοριά σου
Τρι και τρι και τρι και τρι τι πικρή που ’ναι η ζωή τι γλυκιά και τι πικρή τρι και τρι και τρι και τρι
Κοιμήθηκε κοιμήθηκε στων αρχαγγέλων τη σκιά, στων γιασεμιών την ευωδιά ο Μίκης. Διάλεξα το τραγούδι με την ερμηνεία του Πέτρου Πανδή γιατί θεώρησα πιο ταιριαστό για τη μέρα (αν και υπάρχουν πολύ καλές ερμηνείες από Ντόρα Γιαννακοπούλου, Σούλα Μπιρμπίλη κ.ά.). Εδώ παραπέμπω από δίσκο με μπαλάντες του Μίκη (https://music.youtube.com/watch?v=5TcE8Yj7vY8). Στη συλλογή μου έχω έναν άλλο δίσκο LP με ζωντανές ηχογραφήσεις από συναυλίες στην Ευρώπη.
Το εξώφυλλο του δίσκου με τον Πέτρο Πανδή
Το οπισθόφυλλο του δίσκου
Το Μουσικό Σύμπαν του Μίκη ήταν τεράστιο. Η παρακάτω εικόνα είναι μέρος από το σύμπαν αυτό, σχεδιασμένο από τον ίδιο σε
σελίδες Α4 (ανάμεσα στα έργα, διακρίνεται
και η συλλογή "Μικρές Κυκλάδες" που περιέχει το τριζόνι). Πηγή της εικόνας είναι το εκπαιδευτικό υλικό (εγχειρίδιο και δύο CD) με τίτλο Μίκη Θεοδωράκη Ιστορίεςπου παρήγαγε το 2005 η Νομαρχία Χανίων στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 80χρονα ου Μίκη. Ένα αξιόλογο έργο που παρουσιάζει το σύμπαν του Μίκη Θεοδωράκη με σεβασμό και αγάπη. Τότε μοιράστηκε στα σχολεία των Χανίων, όμως πιστεύω θα άξιζε οι φορείς να επανέλθουν με επικαιροποίηση και ευρύτερη δημοσιοποίηση.
Ο Μίκης σήμερα αναπαύθηκε στη φιλόξενη γη του Γαλατά!
Και να τί λέει για τον Γαλατά (περιέχεται στο δεύτερο CD του παραπάνω έργου):
Κοιμήθηκα κοιμήθηκα στων αρχαγγέλων τη σκιά στων φύλλων το μουρμουρητό στων άστρων το χρυσό γιαλό Τι να ’φταιξα της μοίρας μου κι έτσι με φαρμακώνει μονάχα μου αποκρίνεται της νύχτας το τριζόνι
Είμαι μικρό πολύ μικρό μα είναι ο Θεός μεγάλος αυτό ποτέ δε θα σ’ το πω μήτε κανένας άλλος
Τρι και τρι και τρι και τρι τι πικρή που ’ναι η ζωή τι γλυκιά και τι πικρή τρι και τρι και τρι και τρι
Σημ. Η πρώτη φωτογραφία είναι από τη συναυλία που έδωσε ο Μίκης στις 17 Σεπτεμβρίου 1951 στα Χανιά (πηγή: ιστότοπος του Παγκρήτιου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκηhttps://mikisguide.gr/).
Έλεγε ο πατέρας: Η τέχνη είναι σαν ψωμί, τόσο την έχουμε ανάγκη. Μικρή τον πίστευα. Έπειτα δεν μπορούσα να τον πιστεύω. Τον έβλεπα και τον λυπόμουνα. Μετά τον μισώ... Τώρα, δεν ξέρω. Όχι, δεν μου χρειάζεται η τέχνη. Καμιά τέχνη. Πονάω πολύ βλέπω φιλμ. Και τραγούδια πονάνε. Μπορώ μόνο ακούω μουσική. Πατέρας αγαπούσε Ρίχτερ. Εγώ αγαπάω Γκλεν Γκουλντ. Έχεις ακούσει; Μπαλάντες και ραψωδίες του Μπραμς... Το βλέπω στο βλέμμα σου. Αλλοδαπή πουτάνα και ακούσει Μπραμς; Οκέι, τώρα δεν ακούω. Ξέρω όμως ότι μπορώ να ακούω. Τον είχα ζητήσει στη δεύτερη εγκυμοσύνη. Η κυρία (μιμείται:) πο, πο... τι χαρά, το παιδί μας ακούει Μπραμς! Σας αρέσει ο Μπραμς; Μυθιστόρημα Φρανσουάζ Σαγκάν, έπειτα φίλμ με αγαπημένη ηθοποιό...
Σας αρέσει ο Μπραμς; Μυθιστόρημα από Φρανσουάζ Σαγκάν το 1959 (Ζαχαρόπουλος, 1995 και νεότερο από εκδόσεις Αγγελάκη, 2018),
κι έπειτα το φιλμ "Σας αρέσει ο Μπραμς;"με αγαπημένη ηθοποιό, την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η εξαιρετική ταινία του Ανατόλ Λίτβακ, ασπρόμαυρη γαλλική, Παρίσι, 1961, με Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Ιβ Μοντάν, Άντονι
Πέρκινς, Μισέλ Μερσιέ, Γιούλ Μπρίνερ, Ζαν Πιέρ Κασέλ.
Κι ύστερα, μετά τη δεκαετία του '90, ο μονόλογος "Σας αρέσει ο Μπράμς;" της Μάρως Δούκα, για τα κορίτσια που ήρθαν στην Ελλάδα να βρουν καλύτερη τύχη, που αγαπούσαν κάποτε τον Μπραμς, που αν και δεν τον ακούνε τώρα πια, ξέρουν ότι μπορούν να τον ακούσουν
Με βλέπεις και βλέπω τη λύπη στα μάτια σου. Εσύ τι βλέπεις στα μάτια μου; Πρόσεξέ την, εκεί. (Δείχνει προς τη μεριά του κοινού:) Ρωσίδα. Βλέπεις ομορφιά; Σε δυο τρία χρόνια θα είναι αγνώριστη. Και η Μολδαβή θα είναι αγνώριστη και η Βουλγάρα. Σπάει νωρίς η γυναίκα… Αν δεν ήμουνα αυτή, όχι μπλε μάτια, δε θα
με διαλέγανε μάνα στα παιδιά τους. Όχι μάνα... Ζώο που γεννάει, κι
ύστερα παίρνει η άλλη το παιδί αγκαλιά.
Αν τα θυμάμαι τα
παιδιά μου; (Παύση)*
Κι ύστερα, το ίδιο, στην ομότιτλη παράσταση της Ομάδας Τέχνης το 2000, σε σκηνοθεσία Κυριάκου Κατζουράκη, με την Κάτια Γέρου στον τραγικό μονόλογο της γυναίκας από τη Ρωσία που άκουγε κάποτε και που ακόμη θα μπορούσε ν' ακούει Μπραμς.
Κοινό σημείο σε όλα τα παραπάνω έργα η τρίτη συμφωνία του Μπραμς. Εδώ, με τη Φιλαρμονική της Βιέννης και τον Λέοναρντ Μπερνστάιν.
Επειδή όμως, από τον Μπραμς, αγαπάμε και τους Ουγγρικούς χορούς, ας τους ακούσουμε εδώ
και μπορείτε ν' απομονώσετε στο 47:37 τον χορό αρ.21.
Πάλι, τον ίδιο χορό, γιατί όχι και στην εκδοχή με μπουζούκι, όπως τον εμπνεύστηκε ο δικός μας Θανάσης Πολυκανδριώτης;**
Ο Γιοχάνες Μπραμς γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από πολλά χρόνια στο Αμβούργο (7 Μαϊου 1833 – 3 Απριλίου 1897).
* Τα αποσπάσματα του πεζογραφήματος "Σας αρέσει ο Μπράμς" της Μάρως Δούκα είναι από τη συλλογή "γιατί εμένα η ψυχή μου" (Πατάκης, 2012). Το ίδιο περιέχεται στον συλλογικό τόμο με τρεις θεατρικούς μονόλογους "Μπλε μελαγχολία. Σας αρέσει ο Μπραμς; Άλτιν" των Μάνου Ελευθερίου, Μάρως Δούκα και Μένη Κουμανταρέα αντίστοιχα (Κέδρος, 2007).