Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παιδιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παιδιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

Κάναμε τόσον δρόμο για γέννα ή για θάνατο;


Κρύο ταξίδι κάναμε.Η χειρότερη εποχή του χρόνου για ταξίδι.
Και τι μακρύ ταξίδι.Οι δρόμοι αδιάβατοι, ο καιρός αψύς στην καρδιά του χειμώνα.
Και οι γκαμήλες ταλαίπωρες, κουτσές, δύστροπες, έπεφταν κάτω στο λιωμένο χιόνι.
Ήταν φορές που νοσταλγήσαμε τα καλοκαιρινά παλάτια στις πλαγιές,
τα περιβόλια, τα μεταξένια κορίτσια που μας έφερναν δροσιστικά.
Και οι αγωγιάτες έβριζαν, γκρίνιαζαν και φεύγανε κρυφά για το κρασί και για το γλέντι.
Και οι φωτιές σβηστές, κι ούτε μια σκέπη.
Οι πόλεις εχθρικές και τα χωριά αφιλόξενα, τα σπίτια βρώμικα μας έκλεβαν στο νοίκι.

Σκληρό ταξίδι κάναμε. Στο τέλος προτιμούσαμε να ταξιδεύουμε
όλη νύχτα και να κοιμόμαστε κλεφτά.Και οι φωνές στ’ αυτιά μας
τραγουδούσαν κι έλεγαν πως όλα αυτά ήταν τρέλες.
Το ξημέρωμα φτάσαμε σε μια ήμερη πεδιάδα, χλωρή, βρεμένη
παρακάτω από τα χιόνια, μ’ ένα ρυάκι που έτρεχε
κι έναν νερόμυλο που χτυπούσε στο σκοτάδι
και τρία δέντρα στον χαμηλωμένο ουρανό κι ένα άσπρο,
γέρικο άλογο που κάλπαζε μες στο λιβάδι.
Ύστερα φτάσαμε σε μια ταβέρνα που την ίσκιωνε κληματαριά.
Έξι χέρια σε μια ανοιχτή πόρτα που γύρευαν ασήμι και πόδια που
κλωτσούσαν τ’ άδεια ασκιά.Μα κανένας δεν ήξερε τίποτε.
Έτσι τραβήξαμε και φτάσαμε νύχτα, την τελευταία ώρα βρήκαμε
τον τόπο, και ήταν, θα `λεγε κανείς, επιτυχία.

Αυτά είναι όλα παλαιές ιστορίες, παλαιές αναμνήσεις και θα πήγαινα ξανά, μα ένα δεν ξέρω, ένα
δεν ξέρω.
Κάναμε τόσον δρόμο για γέννα ή θάνατο;
Βρήκαμε μια γέννα, αυτό είναι σίγουρο, άλλωστε ήξερα να ξεχωρίζω.
Θα πίστευα πως ήτανε άλλο πράμα.
Ήταν η γέννηση τούτη, σκληρή, πικρή αγωνία σαν θάνατος.
Σαν το δικό μας θάνατο.
Γυρίσαμε στα παλάτια μας, σε τούτα τα βασίλεια, όχι πια
βολεμένοι στα παλιά προνόμια.Έναν ξένο λαό που λάτρευε τα είδωλά του.
Θα προτιμούσα άλλον έναν τέτοιο θάνατο.

«Το ταξίδι των μάγων» του Τόμας Έλιοτ (Journey of the Magi). Το έχει αφηγηθεί όμορφα ο Δημήτρης Χορν. Πληροφορίες από την ιστοσελίδα της Ανοικτής Βιβλιοθήκης με τα ηχητικά βιβλία: https://www.openbook.gr/to-taxidi-ton-magon/. Δεν είναι γνωστός ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια του ποιήματος στην παραπάνω εκδοχή. Πάντως, στην Πύλη για την Ελληνική γλώσσα αναφέρεται η μετάφραση του Αντώνη Ιντιάνου που δημοσιεύτηκε το 1935 στα Κυπριακά Γράμματα. Υπάρχει άλλη μετάφραση από τον Αριστοτέλη Νικολαϊδη, ενώ ο γνωστός καρδιολόγος, μουσικός και συγγραφέας Θανάσης Δρίτσας έχει αποπειραθεί την δική του εκδοχή:

Έπεσε πάνω στα κρύα ο ερχομός του,
μέσα στου χρόνου την πιο άσχημη εποχή...

 

Πηγή εικόνας: https://munsifdaily.com/the-israel-hamas-conflict-inflicts-profound-psychological-wounds-among-gazas-children/ (Η πρώτη εικόνα από: https://www.france24.com/en/slideshow/20231031-in-pictures-the-brutal-impact-of-israeli-strikes-on-gaza-s-children)
 Χιλιάδες είναι τα σκοτωμένα και τραυματισμένα παιδιά της Γάζας. Οι μάγοι δεν βρήκαν το δρόμο, δεν έφεραν δώρα, δεν έφεραν χαρά και γέλιο τα φετινά Χριστούγεννα. Κι αν ζήσουν, όποια ζήσουν, πόσες πληγές θάχουν μαζευτεί στις παιδικές ψυχούλες τους! 

Καλά Χριστούγεννα, λοιπόν. Αλλά, όπως έγραψε ο Χανιώτης αγωνιστής γιατρός και ποιητής Κώστας Χιωτάκης

Αγαπημένοι μου,
τις γιορτές φτάνουν οι θύμησες,
κυνηγημένα πουλιά στην αντάρα
και τρεμοπαίζουν
τ' ασάλευτα χείλη της σιωπής.

[...]

Βγήτε στο κιόσκι της βεράντας,
με την ομπρέλλα της μπουρνελιάς
να δούμε τ' αστέρι της Βηθλεέμ,
στα μάτια του κόσμου,
όταν θα λένε τα κάλαντα
με την αχνιστή φρατζόλα αγκαλιά.

[...]

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Λαέ της Λιλιπούπολης, αποχαιρετούμε τη Μαριανίνα Κριεζή

 


Λαέ της Λιλιπούπολης, σήκωσε πια παντιέρα,
με το Χαρχούδα δήμαρχο δε βλέπεις άσπρη μέρα.
Κι αν ήσουνα Χαρχουδικός, καιρός να μετανιώσεις,
γίνε Δυστροποπιγκικός, αν θέλεις να προκόψεις.

Εβγάλαν οι Χαρχουδικοί δήμαρχο το Χαρχούδα
και τη ζωή μας κυβερνά μια αρκουδοπεταλούδα.
Όμως στις άλλες εκλογές η ρόδα θα γυρίσει
κι όλη η Λιλιπούπολη εμένα θα ψηφίσει.

Το τραγούδησαν τα παιδιά μας, μαζί κι εμείς, το τραγουδούν τα εγγόνια μας, πάλι κι εμείς μαζί. Αποχαιρετούμε την σπουδαία, την εμβληματική Μαριανίνα Κριεζή με νοσταλγία, με γλύκα, μ' ευγνωμοσύνη γιατί έκανε τον κόσμο των παιδιών, τον κόσμο μας, καλύτερο. Αξίζει να σκύψει κανείς στους στίχους των τραγουδιών.
 
 
Κοιτάζοντας τον δίσκο LP της EMI που έχω στο σπίτι με τα μέρη «Η κλειδωμένη τουαλέτα - Το πετρωμένο δάσος - Ρόζα Ροζαλία - Το ροζ χρώμα», στέκομαι στους συντελεστές, γιατί η Λιλιπούπολη ήταν μια συλλογική δουλειά σπουδαίων ανθρώπων. Εκτός από τη Μαριανίνα Κριεζή που έγραψε τους στίχους των τραγουδιών, τα κείμενα του έργου έγραψε η ίδια μαζί με τις Αννα Παναγιωτοπούλου και Ρεγγίνα Καπετανάκη. 
Η μουσική είναι από τους Νίκο Κυπουργό, Λένα Πλάτωνος, Νίκο Χριστοδούλου, Δημήτρη Μαραγκόπουλο. 
Διεύθυνση ορχήστρας από Μάνο Χατζηδάκι και Βύρωνα Φιδετζή. 
Τραγουδούν Νίκος Τσιλούλης, Σταμάτης Φασουλής, Λάμπρος Τσάγκας, Σπύρος Σακκάς, Λένα Πλάτωνος και Σαββίνα Γιαννάτου, ενώ σε έκτακτη συμμετοχή ακούγεται η Λιζέτα Νικολάου. 
Έπαιξαν οι ηθοποιοί: Βασίλης Μπουγιουκλής (Χαρχούδας), Νίκος Τσιλούνης (Μπρίνης – Δρ. Δρακατόρ), Ράνια Οικονομίδου (Πιπινέζα), Αννα Παναγιωτοπούλου (Χιονάτη), Λευτέρης Βογιατζής (Πρίγκιπας του Παραμυθιού), Πέπη Οικονομοπούλου (Οφη – Σόφη), Θοδωρής Μπογιατζής (Δυστροπόπιγγας), Δημήτρης Χρυσομάλλης (Κουκουτούζ), Λάμπρος Τσάγκας (Παπαγάλος – Γλυκόσαυρος), Σταμάτης Φασουλής (Μπιξ - Μπιξ), Μίρκα Παπακωνσταντίνου (Μπομπίλα).

Αχ Ρόζα, Ρόζα Ροζαλία
πάμε μαζί στη συναυλία,
ν’ ανθίσει μ’ όλα τα βιολιά
μια ροζ μεγάλη βυσσινιά
στο πρώτο μας φιλί. 

Συμπτωματικά, σε πρόσφατη παρουσίαση για ψηφιακές βιβλιοθήκες κτλ, παρουσιάζοντας την εφαρμογή "Ευτέρπη" της Βιβλιοθήκης του Μεγάρου Μουσικής έδωσα ως δείγμα το τραγούδι "Μες στο μουσείο" σε μουσική Νίκου Κυπουργού:

μες το μουσείο
μες το μουσείο
μια μέρα μπήκα με φόρα κι εγώ
μη με τραβάτε, μη μου κολλάτε
απ' το μουσείο δε θέλω να βγω...

ηχητικό

 
Ανάμεσα στα τραγούδια της Λιλιπούπολης ήταν και  «το τσιφτετέλι της γρίππης» που το τραγούδησε η Σαββίνα Γιαννάτου:
 
Είμαι μία Ασιατική γρίπη
έρχομαι απ’ την ανατολή,
ταξιδεύοντας μέρα και νύχτα
πάνω σ’ ένα μαγικό χαλί.

Μια πενικιλίνη προτιμάω (έλα έλα)
δυο κινίνα δίκταμο ζεστό
κι αν σας βρίσκεται καμιά ασπιρίνη,
θα την πάρω σας ευχαριστώ.

Είμαι μία Ασιατική γρίπη
πάω πίσω στην ανατολή,
με αξέχαστες εντυπώσεις
από την πανέμορφή σας Λιλιπούπολη.
 
Δεν ξεχνάμε πως η Λιλιπούπολη ήταν ραδιοφωνική εκπομπή του Τρίτου προγράμματος την περίοδο 1976-1980, όταν διευθυντής ήταν ο Μάνος Χατζηδάκις.
 
Κι επίσης, δεν ξεχνάμε πως η Μαριανίνα Κριεζή έγραψε στίχους για πολλά τραγούδια που συνέθεσαν ο Λάκης Παπαδόπουλος, η Δήμητρα Γαλάνη, η Αρλέτα, ο Τάκης Μουσαφίρης και πολλοί άλλοι.
 
Τώρα που πας κι εσύ στη Λιλιπούπολη 
χαιρέτησέ μου το δήμαρχο Χαρχούδα,
την Πιπινέζα, τον Δυστροπόπιγγα 
και τον δόκτωρα Δρακατόρ.
 
Κι αν δεις τον Άσπρο Μπέμπαντα 
πες του πως δεν τον ξέχασα, 
μα όπως πάντα τον θυμάμαι 
όσα χρόνια κι αν περνάνε. 
 
Τώρα που πας κι εσύ στη Λιλιπούπολη 
χαιρέτησέ μου τον Μπρίνη, την Μπομπίλα, 
την Όφη - Σόφη, το Γλυκόσαυρο, τον Μπιξ-Μπιξ 
και τον Κουκουτούζ. 
 
 Κι αν δεις τον Άσπρο Μπέμπαντα 
πες του πως δεν τον ξέχασα, 
μα όπως πάντα τον θυμάμαι 
όσα χρόνια κι αν περνάνε.

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Τι έγιναν τα παιδιά του Καρόλου Ντίκενς;

Γ. Ιακωβίδη "Η προσφυγοπούλα ή Κοιμισμένη ανθοπώλις"
(Εθνική ΠΙνακοθήκη)



Χάθηκαν προσωρινά, γίνανε σκιές,
με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα
μέσα από την ομίχλη,
πιάνουν την άκρη του παλτού μου.
Χειμώνας είναι γι αυτά, βαρύς, με χιόνια.
Με παπούτσια χαλασμένα, με αισθήματα
κουρέλια τριγυρνάνε άσκοπα στους δρόμους,
κάτω από φανάρια του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Το χιόνι σφυρίζει και τα χτυπάει αλύπητα.
Προσπαθεί να τα σβήσει από τις σελίδες των
βιβλίων. Αυτά όμως επιμένουν να τριγυρνάνε
στη μνήμη μας, να μας τυραννούν, να μας συντροφεύουν.
Χλομά και πεινασμένα μας περιμένουν
στη γωνιά, με τους ώμους να διψούν
για χάδι. Σούρουπο τα είδαμε για πρώτη
φορά και μα έφεραν τα πιο παράτολμα σχέδια.
Εκεί που σβήνει η μουσική, κρύβονται φοβισμένα
τα παιδάκια κοιτώντας το φεγγάρι.



Το ποίημα "Τι έγιναν τα παιδιά του Καρόλου Ντίκενς" του Γιάννη Κοντού (από τη συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα», Κέδρος, 1997) αναθυμήθηκα διαβάζοντας στη σελίδα του BBC  για τη χριστουγεννιάτικη ιστορία που έγραψε ο Κάρολος Ντίκενς το 1843. Δύσκολη περίοδος για τη Βρετανία, η βιομηχανική επανάσταση στο ζενίθ και από κοντά οικονομική κρίση, αύξηση τιμών, ανεργία και πείνα, πολλή πείνα, πεινασμένα παιδιά και ολόκληρες οικογένειες στους δρόμους. Πεινασμένη δεκαετία του 19ου αιώνα είπαν εκείνη τη δεκαετία του '40. Και ο Ντίκενς, βλέποντας τις εικόνες αυτές και βλέποντας τη φτώχεια, την αδυναμία και τη μιζέρια στις ζωές των παιδιών, έγραψε μια νουβέλα με τίτλο A Christmas Carol: A Ghost Story of Christmas, με τη σκέψη να δώσει λίγη χαρά κι αισιοδοξία στους ανθρώπους, να τους κάνει να θυμηθούν και να νοσταλγήσουν τις καλύτερες μέρες που είχαν ζήσει, να νιώσουν την αξία της αγάπης και της αλληλεγγύης.


Η πρώτη έκδοση του A Christmas Carol του Ντίκενς κυκλοφόρησε στις 19 Δεκεμβρίου 1843

Πρωταγωνιστής ο τσιγκούνης, ιδιότροπος και αγέλαστος Σκρούτζ. Αγέλαστος; Όχι για πάντα...

Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀσταμάτητα. Τὸ δωμάτιο ἦταν μᾶλλον κρύο, γιατί τὰ λιγοστὰ κάρβουνα στὴ σόμπα δὲν ζέσταιναν ἀρκετά. Ὄχι ὄχι ἔλειπαν τοῦ Σκροῦτζ τὰ χρήματα γιὰ ν᾿ ἀγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Ἀλλὰ ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ ἦταν ἕνας φοβερὸς τσιγκούνης! Στὸ διπλανὸ δωμάτιο, χωρὶς θερμάστρα, ἐργαζόταν ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, ὁ κλητήρας του, ποὺ ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χαμογελαστὸς ἄντρας μπῆκε στὸ γραφεῖο.

«Θεῖε, Καλὰ Χριστούγεννα!».

«Κακά, ψυχρὰ κι ἀνάποδα...» γκρίνιαξε ὁ Σκροῦτζ.

«Θεῖε μου, μὴ μουτρώνεις. Ἦρθα νὰ σὲ καλέσω γιὰ τὸ μεσημέρι», εἶπε ὁ Φρέντ, ὁ ἀνιψιός του.

Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ποτέ του δὲν γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα. Τὰ θεωροῦσε χάσιμο χρόνου. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Σκροῦτζ δὲ χάλασε τὸ κέφι τοῦ Φρέντ. Ἔφυγε χαμογελαστός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντάλλαξε εὐχὲς μὲ τὸν Μπὸμπ Κράτσιτ.

Λίγα λεπτὰ ἀργότερα χτύπησαν τὴν πόρτα. Ὁ ὑπάλληλος ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξει. Παρουσιάστηκαν δυὸ κύριοι.

«Ἐδῶ εἶναι ἡ ἑταιρεία Σκροῦτζ καὶ Μάρλεϊ;» ρώτησε ὁ πρῶτος.

«Ὁ συνέταιρός μου, ὁ Μάρλεϊ, πέθανε σὰν ἀπόψε πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια», τοῦ ἀπάντησε ψυχρὰ ὁ Σκροῦτζ.

«Τὰ συλλυπητήρια μου», εἶπε ὁ δεύτερος.

«Ἐμεῖς κάνουμε ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχούς. Αὔριο, ποὺ ξημερώνει μέρα χαρᾶς, ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ συνδρομή σας;».

Ὁ γέρο-σπαγκοραμμένος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξοδέψει οὔτε μία πένα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπάντησε ἀρνητικὰ στοὺς δυὸ ἐπισκέπτες.

...................................................................................

«Ποιὸς εἶναι;» ρώτησε ἔκπληκτος ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Σκροῦτζ γυρνώντας τὸ κεφάλι του.

«Ὁ θεῖος σου ὁ Σκροῦτζ», τοῦ ἀπάντησε. «Ἦρθα γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι ποὺ μὲ κάλεσες!».

Ὁ Φρὲντ καὶ ἡ γυναίκα του χάρηκαν πολὺ ποὺ τελικὰ ὁ Σκροῦτζ ἀποφάσισε νὰ τοὺς κάνει τὴν τιμή. Καὶ ἡ γιορτὴ ἐξελίχτηκε θαυμάσια. Τὸ γεῦμα ἦταν νοστιμότατο. Ἀκολούθησαν μουσικὴ καὶ χορός. Ἔπαιξαν διάφορα διασκεδαστικὰ παιχνίδια καὶ φυσικὰ παντομίμα. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἐκείνη ἡ ξέφρενη χαρὰ ποὺ ἔνιωθε μέσα του ὁ Σκροῦτζ.

Τὴν ἑπομένη, ὁ Σκροῦτζ πῆγε πολὺ νωρὶς στὸ γραφεῖο. Ἤθελε νὰ κάνει ἔκπληξη στὸν κλητήρα του, ποὺ ἤξερε ὅτι θὰ ἀργοῦσε νὰ φανεῖ στὴ δουλειά. Καὶ πράγματι, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἦρθε λίγο πρὶν τὶς δέκα. Κάθησε ἀθόρυβα στὴ θέση του, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Σκροῦτζ δὲ θὰ ἔπαιρνε εἴδηση τὴν καθυστέρησή του.

«Ἄαα!» γκρίνιαξε τότε ὁ Σκροῦτζ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὸ γνωστὸ κακότροπο ὕφος του. «Τί σημαίνει πάλι αὐτό;».

«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, «δὲν πρόκειται νὰ ξαναργήσω».

«Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ δίνεις τέτοιες ὑποσχέσεις;» τοῦ εἶπε μουτρωμένος ὁ Σκροῦτζ. Ὁ Μπὸμπ ἄρχισε νὰ τρέμει. Φοβήθηκε τὴν ἀπόλυση.

«Πάντως, γιὰ τούτη τὴ φορά...» συνέχισε ὁ Σκροῦτζ «νομίζω ὅτι πρέπει νὰ σοῦ αὐξήσω τὸ μισθό σου!».

Κατάπληκτος ὁ Μπὸμπ σκέφτηκε νὰ τρέξει γιὰ βοήθεια. Νόμισε ὅτι ὁ ἐργοδότης του τρελάθηκε!

«Καλὰ Χριστούγεννα, ἀγόρι μου», τοῦ εἶπε τότε ἤρεμος καὶ χαμογελαστὸς ὁ Σκροῦτζ, μὲ τρόπο τόσο εἰλικρινῆ, ὥστε τελικὰ τὸν ἔπεισε ὅτι τὰ εἶχε τετρακόσια. «Καὶ ὄχι μόνο θὰ σοῦ κάνω αὔξηση, ἀλλὰ θὰ βοηθήσω καὶ τὴν οἰκογένειά σου. Πήγαινε, ὅμως, πρῶτα σὲ παρακαλῶ, νὰ ἀγοράσεις κι ἄλλα κάρβουνα, θὰ ζεσταθοῦμε καλὰ κι ἔπειτα καθισμένοι δίπλα στὴ φωτιὰ θὰ συζητήσουμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες.

Ὁ Σκροῦτζ κράτησε τὸ λόγο του. Καὶ σύντομα ὁ μικρὸς Τὶμ ξεπέρασε τὴν ἀρρώστια, ἀπέκτησε δυνάμεις κι ἔγινε ἕνα γελαστὸ καὶ ὄμορφο ἀγόρι, ποὺ ὁ Σκροῦτζ τὸ φρόντισε σὰν νὰ ἦταν δικό του παιδί. Ὁ πρώην τσιγκούνης ἔγινε πολὺ γενναιόδωρος κι ἦταν πάντα εὐγενικός με ὅλους. Μερικοὶ βέβαια τὸν κορόιδεψαν γιὰ τὴ μεταβολὴ τοῦ χαρακτήρα του. Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ δὲν ἐνοχλήθηκε γιατί, ὅπως εἶπε πολὺ σοφά: «Καλύτερα νὰ σὲ περιγελοῦν παρὰ νὰ σὲ περιφρονοῦν!».

Ὁ Σκροῦτζ δὲν ξαναεῖδε τὰ πνεύματα. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅπως λένε, δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ γιορτάζει καλύτερα τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸν Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ.

Τα παιδιά του Ντίκενς ακόμη περιμένουν ένα χάδι, κι αυτό τον πεινασμένο 21ο αιώνα!

Καλά Χριστούγεννα!

--------------------------------------------------
Σημείωση
Στα ελληνικά, το βιβλίο κυκλοφορεί με τους τίτλους "Χριστουγεννιάτικη ιστορία" ή "Χριστουγεννιάτικα κάλαντα". Το παραπάνω απόσπασμα είναι πιστή αντιγραφή από εδώ

Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Ο Πήτερ Παν στη Χώρα του Ποτέ-Ποτέ και ο πόνος της παιδικής ηλικίας




Όλα τα παιδιά, εκτός από ένα, μεγαλώνουν. Μαθαίνουν από νωρίς ότι θα μεγαλώσουν και νά πώς το έμαθε η Γουέντυ: Μια μέρα, όταν ήταν δυο χρονώ, έπαιζε σ' έναν κήπο, κι έκοψε ακόμα ένα λουλούδι και το πήγε τρέχοντας στη μητέρα της. Μάλλον πρέπει να έδειχνε τρισχαριτωμένη, γιατί η κυρία Ντάρλινγκ έβαλε το χέρι της στο μέρος της καρδιάς της και φώναξε: "Αχ, γιατί να μη μείνεις έτσι για πάντα!" Αυτό ήταν όλο κι όλο που συνέβη μεταξύ τους σχετικά με το ζήτημα αυτό, κι από τότε έμαθε πια η Γουέντυ ότι πρέπει να μεγαλώσει. Πάντα το ξέρεις όταν περάσεις τα δύο. Τα δύο είναι η αρχή του τέλους...

Είναι η αρχή του διάσημου παραμυθιού "Πήτερ Παν ή το παιδί που αρνιόταν να μεγαλώσει" (του Τζέιμς Μάθιου Μπάρι, από τις εκδόσεις Άγρα, 1987, σε μετάφραση Βασίλη Βασικεχαγιόγλου και εικονογράφηση από τον Edward Ardizzone με τις εξαιρετικές σαν γκραβούρες ζωγραφιές του).

Κι όταν περιγράφει τη Χώρα του Ποτέ-Ποτέ, πώς μας ταξιδεύει...

... η Χώρα του Ποτέ-Ποτέ είναι πάντοτε λίγο πολύ ένα νησί, με εκπληκτικές χρωματιστές πιτσιλιές εδώ κι εκεί, και υφάλους με κοράλλια, και ένα πειρατικό πλοίο στ' ανοιχτά, και άγριες φυλές και μοναχικές φωλιές αγριμιών, και στοιχειά που είναι τα περισσότερα, και σπηλιές που ανάμεσά τους τρέχει ένας ποταμός, και πρίγκηπες με έξι μεγαλύτερους αδελφούς, και μια αχυρένια καλύβα που γρήγορα θα σαπίσει, και μια μικροσκοπική γριούλα με γαμψή μύτη....
Ασφαλώς οι Χώρες του Ποτέ-Ποτέ διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους. Του Τζων, για παράδειγμα, είχε μια λιμνούλα με φλαμίνγκο, που πετούσαν από πάνω της και που τα πυροβολούσε ο Τζων, ενώ του Μάικλ, που ήταν μικρός, είχε ένα φλαμίνγκο με λιμνούλες που πετούσαν από πάνω του....


Κι όταν η Γουέντυ κάνει λόγο στη μαμά της, την κυρία Ντάρλινγκ, για ένα αγόρι τον Πήτερ, τον Πήτερ Παν, αυτή παραξενεύτηκε, κάπου θυμήθηκε αμυδρά έναν Πήτερ Παν από την παιδική της ηλικία, που έλεγαν  ότι ζούσε με τ' αερικά.

"Θάναι μεγάλος τώρα πια" είπε στη Γουέντυ.
"Α όχι, δεν είναι μεγάλος", τη διαβεβαίωσε η Γουέντυ εμπιστευτικά, "και ίσα ίσα που είναι σαν κι εμένα".

Και η ιστορία συνεχίζεται, η Γουέντυ μεγαλώνει, γίνεται μια ψηλή και όμορφη γυναίκα, και όταν άναψε το φως και την είδε ο Πήτερ, έβγαλε μια κραυγή πόνου.

"Είμαι μεγάλη, Πήτερ. Είμαι μάλιστα πολύ μεγαλύτερη από είκοσι. Μεγάλωσα από καιρό".
"Υποσχέθηκες να μη μεγαλώσεις".
"Δεν μπορούσα να κάμω αλλιώς. Είμαι παντρεμένη γυναίκα, Πήτερ".

Η θλίψη αρχίζει να μεγαλώνει και μέσα μας. Ο Πήτερ Παν γύρισε για τη μητέρα του, λέει, για να την πάρει στη Χώρα του Ποτέ-Ποτέ. Έχει ανάγκη από μια μητέρα, λέει η Τζεην. Σηκώθηκε στον αέρα ο Πήτερ, παίρνοντας μαζί του και τη Τζέην. Και το παραμύθι τελειώνει:

Καθώς κοιτάζετε τη Γουέντυ μπορείτε να δείτε τα μαλλιά της ν' ασπρίζουν, και τη μορφή να ξεμακραίνει, γιατί όλα αυτά έγιναν πολύν καιρό πριν. Η Τζέην είναι τώρα μια συνηθισμένη μεγάλη, με μια κόρη που τη λένε Μάργκαρετ· και κάθε φορά που φτάνει η εποχή του ανοιξιάτικου καθαρίσματος, εκτός απ'  όταν ξεχνάει, ο Πήτερ έρχεται για τη Μάργκαρετ και την παίρνει στη Χώρα του Ποτέ-Ποτέ, όπου αυτή του λέει ιστορίες για τον εαυτό του κι εκείνος τις ακούει πρόθυμα. Όταν η Μάργκαρετ μεγαλώσει θα κάνει μια κόρη, που πρόκειται με τη σειρά της να γίνει μητέρα του Πήτερ· κι έτσι θα γίνεται, όσον καιρό τα παιδιά θα συνεχίζουν να είναι χαρούμενα και αθώα και ανέμελα.

Ο James Matthew Barrie* γεννήθηκε στις 9 Μαίου του 1860 στη Σκωτία. Τον γνωρίζουμε κυρίως από το παραμύθι του Πήτερ Παν, του παιδιού που δεν ήθελε να μεγαλώσει! Άραγε, γι'αυτό αρέσει ο μικρός αυτός σε μικρούς και μεγάλους, στους μικρούς για τις φανταστικές και ονειρεμένες περιπέτειες στη Χώρα του Ποτέ και στους μεγάλους γιατί συμβόλιζε αυτό που κατά βάθος όλοι επιθυμούμε, να μη μεγαλώνουμε, να παραμένουμε παιδιά; Ίσως. 



Για τον Πήτερ Παν όμως έχει γράψει ένα καταπληκτικό βιβλίο και η ψυχαναλύτρια Κάθλην Κέλλυ-Λαινέ (Kathleen Kelley - Lainé), το Πήτερ Παν ή Το θλιμμένο παιδί (εκδ. Άγρα 2005, σε μετάφραση Βάνας Χατζάκη). Η συγγραφέας γεννήθηκε στην Βουδαπέστη, είναι εβραϊκής καταγωγής και ζει στη Γαλλία, ενώ στα παιδικά της χρόνια έζησε ναζιστικές αλλά και σταλινικές διώξεις της οικογένειάς της. Στο βιβλίο της προσπαθεί να αναλύσει μέσα από τον μύθο του Πήτερ Παν την παιδική ηλικία. Ειδικότερα, επιχειρεί να αναλύσει τον πόνο, μέσα από τη δική της ζωή και μέσα από τη ζωή του συγγραφεα του Πήτερ Παν Τζέημς Μπάρι.

Η αφορμή για να γράψει το βιβλίο, όπως σημειώνει η ίδια, ήταν όταν, ετοιμάζοντας μια διάλεξη για την κατάθλιψη, δουλεύοντας πάνω στο "Πένθος και μελαγχολία" του Φρόυντ, άκουσε "ξαφνικά να κλαίει ένα θλιμμένο παιδί." Ήταν σίγουρη ότι ο Πήτερ Παν ήταν ένα θλιμμένο παιδί και ο Μπάρι το επινόησε για να θρηνήσει τη δική του θλιμμένη παιδική ηλικία.

Γράφει στην Εισαγωγή:

Το βιβλίο αυτό μαρτυρεί τα διαφορετικά επίπεδα στα οποία λειτουργεί το ασυνείδητο: η ιστορία του Πήτερ Παν, όπως άλλωστε και το αινιγματικό χαμόγελο της Μόνα Λίζα, είναι προϊόν παιδικού πόνου· του πόνου ενός θλιμμένου παιδιού που αντιστέκεται στην πλήρη κατάρρευση και του οποίου η ζωή και το έργο είναι χτισμένα πάνω σ' αυτή του την ικανότητα να αντιστέκεται... 
Αν επέλεξα να εξερευνήσω τον πόνο του Πήτερ Παν και να ψυχαναλύσω τον James Matthew Barrie, ασυνείδητα η πρόθεσή μου ήταν να επιχειρήσω τη δική μου αναζήτηση της αλήθειας. Καταπώς φαίνεται είναι ευκολότερο να προσεγγίσεις την ιστορία σου μέσα από την ιστορία κάποιου άλλου...

Τρεις ιστορίες στο ίδιο βιβλίο, το παραμύθι του Πήτερ Παν, η βιογραφία του Μπάρι και η αυτοβιογραφική αφήγηση της δικής της παιδικής ηλικίας. Μέσα από τις περιγραφές της, κάνει λόγο για αναβίωση στιγμών της παιδικής ηλικίας, για τις τραγωδίες που επαναλαμβάνονται κι εμείς είμαστε στο μυστυριώδες "ήδη γνωστό". Μιλά για τη Γενεύη όπου καταλήγουν όλοι οι εκπατρισμένοι. Για το Τορόντο και το Παρίσι, όπου τελικά έμεινε. Μιλά για την Ουγγαρία, τον τόπο της Χώρας του Ποτέ-Ποτέ, το "νησί της καταγωγής" της. Αναζητά τη δικιά της αλήθεια. "Μόνο που έπρεπε να μιλήσω στη μητρική μου γλώσσα, γιατί το κλειδί της Χώρας του Ποτέ-Ποτέ βρίσκεται κρυμμένο στις εσοχές των πρώτων λέξεων".

Πάνε χρόνια που διάβασα το βιβλίο, θυμάμαι όμως τις συγκινητικές αναφορές που κάνει στον πατέρα της και στις τελευταίες του ώρες. Διαβάζω το τέλος:

Η λέξη που μου ήταν αδύνατον να προφέρω ήταν η λέξη "Αντίο", το αντίο στον πατέρα μου. Τη γράφω τώρα στις σελίδες αυτές και δεν τις σκίζω πια, αλλά τις προσφέρω στη μνήμη ενός θλιμμένου παιδιού... -

......................................................

Σημείωση

Για τον Τζέημς Μπάρι και στοιχεία για τον Πήτερ Παν, μπορεί κανείς να διαβάσει (στα αγγλικά) στο ενδιαφέρον άρθρο του Anthony Lane με τίτλο "Lost Boys: Why J. M. Barrie created Peter Pan" (New Yorker, 22/11/2004). Yπάρχει επίσης ο ιστότοπος http://www.jmbarrie.co.uk/ με φωτογραφίες, άλλα τεκμήρια και συζητήσεις για το ίδιο θέμα.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Εγώ είμαι ο άλλος: όταν τα παιδιά δείχνουν τον δρόμο!



Το παραπάνω βίντεο με τον τίτλο "Εκδρομή" είναι έργο μαθητών του 2ου Γυμνασίου Χανίων, αληθινά συγκινητικό και γνήσια ανθρώπινο, μας δίνει ένα μάθημα ισοτιμίας και ανθρωπιάς. Αυτό που βγαίνει με συγκινησιακά φορτισμένο, αλλά απλό, σύντομο και καθόλα αληθινό τρόπο είναι ότι τα παιδιά που χάνονται στη θάλασσα του Αιγαίου παλεύοντας να ξεφύγουν από τον πόλεμο και αναζητώντας τη Γη της Επαγγελίας στην Ευρώπη του 21ου αιώνα είναι παιδιά σαν και τα δικά μας. Τα ίδια τα παιδιά αναγνωρίζουν σ' εκείνα τα άλλα παιδιά τους εαυτούς τους και τους συμμαθητές τους, συνειδητοποιούν ότι αυτό που συμβαίνει σ' εκείνα τα άλλα παιδιά θα μπορούσε να συμβεί και στα ίδια. 

Δεν έχω παρά να πω ένα μεγάλο μπράβο στους μαθητές και στις μαθήτριες του Β' Γυμνασίου Χανίων κι ένα μεγάλο επίσης μπράβο στους δασκάλους τους, γιατί σίγουρα (και) σε αυτούς οφείλεται αυτό το έργο αλλά και όλες οι πολλές δραστηριότητες που έχουν τα παιδιά του σχολείου αυτού τα τελευταία χρόνια.

Μια και ο λόγος στα παιδιά, μου 'ρχεται στο νου το γαϊτανάκι, κι αμέσως οι στίχοι από το ομώνυμο παραμύθι της Ζωρζ Σαρρή:

Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.


Κι ύστερα, μου 'ρχεται στο νου ο περίφημος πίνακας του Ματίς "Ο Χορός". 

Ο χορός του Ανρί Ματίς, η παραπάνω εκδοχή από το Μουσείο Ερμιτάζ
Για τα παιδιά που αγωνιούν πώς να γλυτώσουν απ' τα κύματα του Αιγαίου...
Για τα παιδιά που γαντζώνονται στα σύρματα της Ειδομένης...
Για τα παιδιά που γίνονται απάτριδες πριν μάθουν τι είναι η πατρίδα και νιώσουν τη ζέστα και τη γλύκα της αγκαλιάς της...
Για τα παιδιά των δικών μας σχολείων και τα παιδιά όλου του κόσμου που είναι όλα ίδια και όλα ίσα...

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Ήταν, μες στον κόσμο, κάτι παιδιά...



Ήταν, μες στον κόσμο, ένα παιδί
όλο δείλια κι όλο ανορεξιά·
τα παλιά τα σπίτια, τη σπουδή
αγαπούσε, και τη μοναξιά.

Αγαπούσε οι άλλοι ν' αγαπούν,
τα όργανα αγαπούσε, από μακριά,
και τα μάτια που θαμποκοπούν
μια κρυφή, βαθιά παρηγοριά.

Τα κατάρτια επρόσεχε πολύ,
κάθε που έπιανε, ώρες, να φυσά
και μακριά, στο τζάμι, στην αχλύ,
χόρευαν, κομμένα τα μισά.

Μες στου κόμου την οχλαγωγή,
τι ν' απόγινε τ' ωχρό παιδί,
δίχως μοναξιά και συλλογή,
όνειρα, ταξίδια, ούτε σπουδή;



Είναι το ποίημα "Ήταν, μες στον κόσμο ..." του Τέλλου Άγρα. Όταν το διάβασα, είχα σημειώσει να το ανεβάσω στη μνήμη του Βαγγέλη Γιακουμάκη, του εικοσάχρονου νέου από το Ρέθυμνο που οδηγήθηκε στην αυτοκτονία, αλλά και που διασύρθηκε ακόμη και μετά το θάνατό του. Και το πιο τραγικό είναι ότι σε όλα αυτά πρωταγωνιστές είναι και νέοι σαν αυτόν.

Όπως έδειξαν οι έρευνες της Δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος, οι δύο από τους τρεις που είχαν ανεβάσει τις τελευταίες μέρες υβριστικές αναρτήσεις στα ιστολόγιά τους είναι 25 και 28 ετών! Δεν το χωράει ο νους μου!

Κι όπως είπαν συμμαθητές του από τη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων όπου φοιτούσαν - γύρω στα 20 κι αυτοί,

"Δίναμε συχνά σφαλιάρες στο κοπέλι, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα για εμάς. Ετσι κάνουμε εμείς στον τόπο μας. Δίνουμε σφαλιάρες στο πρόσωπο για να γελάσουμε."

Ε, όχι παιδιά, δεν κάνουμε ετσιδά στον τόπο μας. Κι ετούτος ο τόπος είναι δικός σας και δικός μας. 

Μ' αναρωτιέμαι αλήθεια πόσο φταίτε εσείς οι ίδιοι και πόσο φταίμε εμείς οι μεγαλύτεροι. 

Κι αναρωτιέμαι αλήθεια πώς να ορίσω αυτό που έχω συνέχεια στο μυαλό μου, αυτό που λέμε "πολιτισμό της καθημερινότητας"!

Και τρομάζω σε μια τέτοια καθημερινότητα του πολιτισμού μας!