Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειβαδίτης Τάσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειβαδίτης Τάσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι

 Δώσε φωνή στη νύχτα, αναφωνεί ο ποιητής, όπου ψυχές κυκλώνουν αυτό το δείπνο

[...] μα κι άλλες
παλιές ψυχές αρίθμητες, μα κι άλλες
πολλές ψυχές τη νύχτα όπου γεμίζουν
-τι τώρα είναι πιότεροι οι νεκροί κι απ’ όλους
της γης τους ζωντανούς-,που από τη ζέστα
της σιωπηλής καρδιάς μας τραβηγμένες,
καθώς οι πεταλούδες απ’ τις φλόγες
τραβιώνται των κεριών, να ξεκινάνε
τις νιώθω από παντού, κι αφήσετέ τις
να φτάσουνε ως εδώ ,ν’ απλοχερίσουν
αόρατες σε τούτο το τραπέζι
του Πλούτωνα,σ’ αυτόν τον πυργωμένο
νεκρόδειπνον, ω φίλοι αφήσετέ τις
να ρθούν εδώ σ' εμάς, να γίνουμ’ ένα . . .

(από τον Ελληνικό Νεκρόδειπνο του Άγγελου Σικελιανού)*


[...] και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.

Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.

Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων. [...]

(Τάσος Λειβαδίτης, από τη Συμφωνία αρ. 1)

.............................................. 


* αντέγραψα το απόσπασμα από τον τόμο αφιέρωμα στον Άγγελο Δεληβοριά με τίτλο "Άγγελος Δεληβορριάς. Το διαρκές παρόν του πολιτισμού" (Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη, 2020), περιέχεται στην ομιλία του Νίκου Ξυδάκη.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Ποιήματα από και για τους φίλους και τις φίλες μου

Παρακάτω μερικά ποιήματα που κατά καιρούς έστειλα ή μου έστειλαν φίλοι μου:


από τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου

 
... Άφις τσι μήνες να διαβού, το χρόνο να περάσει,

τ’ άγρια θεριά μερώνουσι με τον καιρό στα δάση·
με τον καιρό τα δύσκολα και τα βαρά αλαφραίνου,
οι ανάγκες, πάθη κι αρρωστιές γιατρεύγουνται και γιαίνου·
με τον καιρό οι ανεμικές κ’ οι ταραχές σκολάζου
και τα ζεστά κρυαίνουσι, τα μαργωμένα βράζου·
με τον καιρόν οι συννεφιές παύγουσι κ’ οι αντάρες
κ’ ευκές μεγάλες γίνουνται με τον καιρό οι κατάρες...



του Τάσου Λειβαδίτη

από το ποίημα «Φυσάει»


"Λοιπόν τι κάνουμε εδώ

και πότε θαλλάξει ο κόσμος
όμως απόψε βιάζομαι να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της νακουμπήσω μια μικρή ανεμώνη
α ωραίο νασαι μοναχός

νασαστε δυό, ναμαστε όλοι"


Ο αιώνιος διάλογος


Κι ο άντρας είπε: πεινώ.

Κι η γυναίκα του έβαλε ψωμί στο τραπέζι.
Κι ο άντρας απόφαγε.
Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δεν σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη και όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους.
Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε σαν πηγή τον μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του.
Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Κι ο άντρας είπε: θα ΄θελα να ΄μαι θεός.
Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε.
Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια μέρα καινούργια ξημέρωσε.



Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος

Η πόρτα έτριξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι.

Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή.
Χιόνιζε.
Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε απ' το παράθυρο.
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει το λίγο φαΐ που' χε απομείνει.
Όταν πλάγιασαν ο άντρας της χούφτωσε τα στήθεια.
Ήθελε να ξεχάσει.
Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει.
Μα ήταν νέα ακόμα.
Τελείωσαν
Χωρίς κάν να φιληθούν.

Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά μές στο σκοτάδι

κι αποκοιμήθηκε .
Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας στην άκρη της κάμαρας, απόμερα έκλαψε. Έξω, όλο χιόνιζε.



του Μανόλη Αναγνωστάκη

Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!

Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.

Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;

Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!

Τὸ σκάκι

Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη
Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...


Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος...

Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους

Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα
Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση
Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων
Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;
Ξέρει νὰ σφίγγει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε
Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;
(κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα
βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους μεγάλωσαν
πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας
διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)
Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ
Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα
Καὶ μία στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα
Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις
Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις
Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου
Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μίαν ἐπικαιρότητα
Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις
Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.
Μὰ ποιὸς θὰ ῾ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;



Ερήμωνε, της Ζέφης Δαράκη


Να επιμείνουμε στο ακαθόριστο του προορισμού μας

Πρόκειται να κάνουμε ένα πρωινό περίπατο

πρόκειται να μιλήσουμε για ανύπαρκτα γεγονότα, αόριστες πράξεις.
Πρόκειται για πρόσωπα που φανταστήκαμε για λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Πρόκειται να υπερασπιστούμε την πιο ανυπεράσπιστη σιωπή,
να συναντήσουμε τα μάτια που ξενίτεψαν τον ουρανό
να φιληθούμε με όσους μπόρεσαν να μας αγαπήσουν.
Πρόκειται να επιμείνουμε στο ακαθόριστο του προορισμού μας.



Παλιό σπίτι, του Γιώργη Μανουσάκη


Τα χόρτα θρασομάνησαν με το χειμώνα

στον κήπο και στο πλακόστρωτο
τ’ αντικρινού παλιού σπιτιού.
Τα κάγκελα γέρνουν να πέσουν.
Κάθε τόσο ξεκολλούν απ’ το γείσωμα
κομμάτια του σουβά.
Όλα είναι μουσκεμένα κι ετοιμόρροπα
σα να ’χουν μαλακώσει απ’ τη βροχή.
Χτες είδα μια στιγμή

στης πόρτας το άνοιγμα
εκείνην που επιμένει να το κατοικεί.
Των τοίχων οι ρωγμές διακλαδίζουνταν
στο πρόσωπό της, τα βρύα
είχαν απλωθεί στα χέρια της.
Ίσως και να ’ναι ο τελευταίος χειμώνας

που στέκουντ’ όρθιοι χτίσμα κι άνθρωπος.
Μα εκεί που πονεμένος αναστεκόμουν
ά'σου κι ανακορμίζεται η Κόρη!
Κι ευτύς το σπίτι στεριώνει
οι ρωγμές σάν να κλείνουνε πάλι
( μα και τα βρύα, άνθη πώς γίνηκαν?)
Είναι που ξάφνου φανήκαν οι άνθρωποι

(πως το νικήσαν το Κακό ακούστηκε)
και με τα χέρια πιασμένοι ολόγυρα,
το περιδένουν το χάσμα και το σώζουν
την Κόρην γηθοσύνης ρυόμενοι,

Εστιάς γάρ ην πολυσέβαστος!



του Γιάννη Ρίτσου

Απροσάρμοστοι


Τέτοια ζωή μας μέλλονταν, να γράφουμεν επιστολές

που να μη στέλνουμε από μιαν αξήγητη δειλία
μονάχα να τις δένουμε σε κορδελίτσες παρδαλές
και να το βρίσκουμε και τούτο ασήμαντη ασχολία.

Να πάλλεται βαθιά η καρδιά, που άξια είτανε για τα καλά,

κι όμως να ζούμε πάντοτε στη σκοτισμένη αφάνεια·
οι ταπεινοί πατώντας μας να δείχνουν μέτωπο ψηλά
και τα δικά μας άπρεπα να φέρουνε στεφάνια.

Το πρόσωπο μας να φορεί φρίκης γκριμάτσα τραγική,

φιλάρεσκα ν' αφήνουμε να λεν πως μας πηγαίνει
να βλέπουμε να φεύγει η ζωή μακριά μας ξένη, βιαστική
και να περνάμε, αθόρυβα μισώντας, μισημένοι.

Το κάθε τι, και πιο πολύ τ' όνειρο, να μας τυραγνά

τα βλέμματα των διαβατών στα μάτια μας λεκέδες.
Περήφανοι να δείχνουμε κι όμως τα χέρια μας τ' αγνά
να κράτησαν και να κρατούν ακόμα μενεξέδες.

Να λαχταρούμε σαν παιδάκια ευαίσθητα κι ασθενικά

-δικαίωση και παρηγοριά της ζωής μας - την αγάπη
κι αν κάποτε τη βρήκαμε να μας προσμένει μυστικά
όμως το χέρι ν' απλωθεί ζητώντας την εντράπη.

Τα μέτρια ν' αποφεύγουμε μ' αδιάλλαχτην αποστροφή,

αμετανόητοι κυνηγοί του Ωραίου και του Απολύτου
νάναι μας έπαθλο η πληγή, τι μάταιο γνώση μας σοφή
η χρυσή σμίλη δημιουργού, κασμάς του καταλύτου.

Να ξεκινάμε τις αυγές και πάνω μας μαύροι οιωνοί

οι αμφιβολίες να μας κρατούν στην ίδια πάλι θέση
κ' εμείς μ' αηδία να φτύνουμε τον εαυτό μας που θρηνεί
και να φοράμε κόκκινο της ανταρσίας το φέσι.

Τότε να ονειρευόμαστε μιαν αλλαγή κ' ευθύς ξανά

να σκύβουμε, σκλάβοι χλωμοί, σε ιερή λατρεία του πόνου,
τις ήττες ν' ανεμίζουμε φλάμπουρα νίκης φωτεινά
κι αξιοπρεπώς να παίρνουμε το λάχτισμα και του όνου.

Καχύποπτοι και μίζεροι μέσα στα φρούρια της σιωπής

να κλειδωνόμαστε άβουλοι, να κάνουμ' έτσι χάζι
τον κόσμον εξετάζοντας πίσω απ' τον κύκλο μιας οπής
και, θαρραλέοι, σκιά μικρού πουλιού να μας τρομάζει.

Δειλοί και στην αγάπη μας μα και στο μίσος πιο δειλοί

κι ανίσχυροι κι ασάλευτοι να ζούμε ανάμεσα τους,
να μας πληγώνουν και τα δυο και να μετράμε σιωπηλοί
στα παγωμένα δάχτυλα τους ίδιους μας θανάτους.

Εχθρούς να υποψιαζόμαστε παντού κ' οι ολόφωτοι ουρανοί

να ισκιώνονται απ' τον ίσκιο μας και, φεύγοντας κινδύνους,
να ζούμε μόνοι πλέκοντας για τους εχθρούς δημίου σκοινί
και να κρεμάμε εμείς εμάς αθώους αντί για κείνους.

από τη Ρωμιοσύνη
..............................

Τράβηξαν ὁλόισια στὴν αὐγὴ μὲ τὴν ἀκαταδεξιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πεινάει,
μέσα στ᾿ ἀσάλευτα μάτια τους εἶχε πήξει ἕνα ἄστρο
στὸν ὦμο τους κουβάλαγαν τὸ λαβωμένο καλοκαῖρι.
.................................................................................
Δέντρο τὸ δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τὸν κόσμο,
μ᾿ ἀγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τὸν ὕπνο.
Φέρναν τὴ ζωὴ στὰ δυὸ στεγνά τους χέρια σὰν ποτάμι.
Σὲ κάθε βῆμα κέρδιζαν μία ὀργιὰ οὐρανὸ - γιὰ νὰ τὸν δώσουν.
Πάνου στὰ καραούλια πέτρωναν σὰν τὰ καψαλιασμένα δέντρα,
κι ὅταν χορεῦαν στὴν πλατεῖα,
μέσα στὰ σπίτια τρέμαν τὰ ταβάνια καὶ κουδούνιζαν τὰ γυαλικὰ στὰ ράφια.
Ἄ, τί τραγούδι τράνταξε τὰ κορφοβούνια -
ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους κράταγαν τὸ σκουτέλι τοῦ φεγγαριοῦ καὶ δειπνοῦσαν,
καὶ σπάγαν τὸ ἂχ μέσα στὰ φυλλοκάρδια τους
σὰ νάσπαγαν μία ψείρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ χοντρά τους νύχια.
.............................. .......................................................
Θάναι δύσκολο τώρα νὰ βροῦμε μία γλῶσσα πιὸ τῆς κερασιᾶς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπομεῖναν στὰ χωράφια ἢ ἀπάνου στὰ βουνὰ ἢ κάτου ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, δὲν ξεχνᾶνε -
θάναι δύσκολο νὰ ξεχάσουμε τὰ χέρια τους
θάναι δύσκολο τὰ χέρια πούβγαλαν κάλους στὴ σκανδάλη νὰ ρωτήσουν μία μαργαρίτα
νὰ ποῦν εὐχαριστῶ πάνου στὸ γόνατό τους, πάνου στὸ βιβλίο ἢ μὲς στὸ μποῦστο τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Θὰ χρειαστεῖ καιρός. Καὶ πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ὥσπου νὰ βροῦν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ δίκιο τους.
..................................................................................... 

 

Και βέβαια δεν τελειώνει ο κατάλογος. Αλλά, θα δεν θα παραλείψω να παραθέσω ένα ποίημα - από τα πολλά - που μου έχει στείλει η φίλη μου η Στέλλα. Πρόκειται για το ποίημα του Ρεϋμὸν Κενώ  "Γιὰ μιὰ ποιητικὴ τέχνη" σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.

 
Ἂχ θεούλη μου, τί ὡραῖα ποὺ θὰ’ ταν νὰ’ γραφα ἕνα ποιηματάκι
Μπά! Νὰ ἕνα ποὺ περνάει τώρα δὰ ἀπὸ μπροστά μου
Ψὶτ ψὶτ ψὶτ
Ἔλα ἐδῶ χρυσό μου νὰ σὲ ἐμπλέξω
Στὸ ἴδιο περιδέραιο μὲ τ’ ἄλλα μου ποιήματα
Ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ ἐμπήξω
Στὸ οἰκοδόμημα τῶν Ἁπάντων μου
Ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ ἐμπαταδώσω
Καὶ νὰ σὲ ἐνομοιοκαταλήξω
Καὶ νὰ σὲ ἐρρυθμολογήσω
Καὶ νὰ σὲ ἐλλυρικοποιήσω
Καὶ νὰ σὲ ἐμπηγασεύσω
Καὶ νὰ σὲ ἐνστιχώσω
Καὶ νὰ σὲ ἐμπεζολογήσω
 
Νὰ πάρει ἡ εὐχὴ
Τὴν κοπάνησε


Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Νά την προβάλλ’ η Πασχαλιά, ξανθή, χρυσοντυμένη



          ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ [ΠΟΘΟΣ]

                              Αφιερούται σε μια πεισματάρα

Αυγούλες απριλιάτικες χαράζουν στα βουνά μας,
Αυγούλες χαμογέλαστες, αυγούλες διαμαντένιες.
Και τα λουλούδια ανοίγουνε στους κάμπους, στα βουνά μας,
Και ροβολάνε οι λαγκαδιές καθάριες ασημένιες.

Στες περσυνές των τις φωλιές ήρθαν τα χελιδόνια
Και σχίζουν γύρω μας τρελά το δροσερό τ’ αγέρι.
Όξω στα δάση τα σκιερά λαλούν γλυκά τ’ αηδόνια
Και τα τρυγόνια, οι πέρδικες πετάνε ταίρι-ταίρι.

Να την προβάλλ’ η Πασχαλιά ξανθή, χρυσοντυμένη,
Και με λουλούδια εδώ κι εκεί χίλια φιλιά σκορπάει.
Όλοι φιλιούνται σήμερα, εχθροί κι αγαπημένοι,
Την έχθρα και το πείσμωμα καθένας λησμονάει.

Έλα και συ, που όμορφη μοιάζεις αυγή τ’ Απρίλη,
Ξανθούλα πεισματάρα μου. Το πείσμα σου λησμόνει,
Και δός μου το γλυκό φιλί στα ροδαλά στο χείλη…
Γελάει καθένας σήμερα, φιλιέται, δεν πεισμώνει.

1888, Ιωάννινα


Το ποίημα είναι του Κώστα Κρυστάλλη, του ποιητή "που γίνεται λαός", όπως είπε ο Κωστής Παλαμάς, αλλά και ζωγράφου ποιητή, όπως τον ονόμασε πάλι ο Παλαμάς, με αρνητικό, μάλλον πρόσημο αυτό, θεωρώντας την ποίησή του μόνο εικόνες και χωρίς έμπνευση. Μπορεί, βέβαια, σήμερα πια έτσι να είναι, δεν παύει όμως ν' αποτελεί μια ξεχωριστή φωνή, μια φωνή που προσπαθούσε με αγωνία να εκφράσει, να προλάβει να εκφράσει μιας και έφυγε στα εικοσιέξι του, τα ήθη και τα έθιμα, τις ομορφιές και τους καημούς του γενέθλιου τόπου του, της Ηπείρου.

Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στο διήγημά του «Το Πάσχα στον Πίνδο»*: 

λο τ χειμνα Πίνδος μένει βουβός, συχος δν κούγεται καθλου. Νομίζει κανες, πς κοιμται κτω π’ τ παχ κάτασπρο ππλωμα τν χιονιν, βυθισμνος σ’ ναν πνο λοκλήρων μηνν.
[...]
Ο γυνακες κι ο κοπέλλες ο ερωτιάρικες δν κλενουν πι ρμητικ τ παρθυρα κα τς πρτες τν σπιτιν. Παρατον κπου - κπου τ μελαγχολικ ργαλει κα πινουν τ’ νοιχτ λιακωτ, μ τ ρόκα στ μασχάλη κα μ τ τραγοδι στ χελη τους, τ τραγοδι τς λπίδας, το γυρισμο τν ξενητεμνων τους.
Κι ατο, φο γεμσουν τ πορτοφόλια τους μ παρδες, φνουν πι τν ξενητει κα ξεκιννε γι τν πατρδα τους, γι τ σπτι τους, γι τν Πνδο.
- Μρες Λαμπριτικες ... θ γυρσω τρα στν τπο μου, λει
χαρο
μενο κθε ξενητεμνο παιδ το Πίνδου. 
[…]
Τ Μεγαλοβδμαδο ο ξενητεμνοι βρσκονται λοι στ δρμο κα φτνουν στς πατρδες τους, ς τ βρδυ τς Μεγλης Παρασκευς.  Εναι συνήθεια ν πνε λοι στν κκλησι το χωριο τους κενη τ νύχτα κα να κολουθσουν τ γρισμα το Επιταφίου.
Πόση συγκνηση, πση χαρ, πση ποηση χει γυρισμς ατυ τν ξενητεμνων ! Κι ο καμπνες πο στολζουν, π τρες κι π πντε μαζ, τ ψηλ καμπαναρι τν κκλησιν το Πίνδου, ναστατώνουν ατς τς μρες μ τος χους των λη τν κτασι τν βουνν κα τ βθη τν γρίων κενων φαραγγιν. Νομζει κανες πς λαλζουν κι ατ π’ τ χαρ τους γι τν ρχομ τν ξενητεμνων.
Πι χαρωπς μως ντηχον ο καμπνες στν ρθρο τς Κυριακς το Πάσχα, στν πρτη νσταση. Κα σημανουν, σημανουν διάκοπα ττε, σν ν θέλουν ν ξυπνσουν κα τος νεκρος π’ τ μνήματ τους, γι ν γιορτσουν στν κκλησι τ μεγλη νσταση.[...] 

Τα παραπάνω περιλαμβάνονται στον τόμο των Απάντων του που αγόρασα μαθήτρια Γυμνασίου το 1969. Ήταν τότε ο αγαπημένος μου ποιητής, γνώριζα όλο το έργο του. Ο τόμος Άπαντα Κρυστάλλη κυκλοφόρησε το 1960 από τον εκδοτικό οίκο "Βιβλιοαθηναϊκή" με πρόλογο, εισαγωγή και επιμέλεια του Κώστα Βαλέτα.

Το απόκομμα από το Φαντάζιο με το κείμενο του Λειβαδίτη για τον Κρυστάλλη. Το κομμάτι που λείπει πρέπει να είχε κάποιο σκίτσο, ίσως του Κρυστάλλη, μπορεί να το είχα κόψει για το τετράδιο με τις φωτογραφίες και τα κείμενα που συγκέντρωνα.
Μέσα στον τόμο, μάλιστα, βρήκα ένα κιτρινισμένο δίφυλλο από ελληνικό περιοδικό της εποχής με το άρθρο  "Κώστας Κρυστάλλης: ένας αητός χωρίς φτερά". Το υπογράφει ο Α. Ρόκος. Γράφει:

Σ' όλη τη σύντομη ζωή του, είκοσι έξη μόνο χρόνια, έμεινε ο ξερριζωμένος, ο βουνήσιος, ο σταυραετός με τις σπασμένες φτερούγες, που ζυγιάζεται πάνω από τις ρεματιές στα Τζουμέρκα. Η σκληρή πολιτεία, η φτ΄ψχεια, ο ερωτικός καημός και το σαράκι της αρρώστειας, έτρωγαν τα σπλάχνα του, ενώ αυτός αναζητούσε πάντοτε κάποια ψηλή κορφή ή κάποια σκιερή λαγκαδιά...

Το περιοδικό ήταν το Φαντάζιο. Η χρονιά μάλλον το 1970. Στο τέλος του άρθρου ανακοινώνεται ότι στο επόμενο τεύχος θα έχει το άρθρο: "Γεώργιος Βιζυηνός: Από τον έρωτα στην τρέλλα". Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι συγγραφέας των άρθρων αυτών με την υπογραφή, δηλαδή το ψευδώνυμο, Α. Ρόκος ήταν ο Τάσος Λειβαδίτης. Ο Τερζόπουλος, εκδότης του περιοδικού, του είχε δώσει τη δυνατότητα στη διάρκεια της δικτατορίας να βγάζει ένα μεροκάματο γράφοντας άρθρα αρχικά για Έλληνες λογοτέχνες και στη συνέχεια για λογοτέχνες απ' όλο τον κόσμο. Τα κείμενα με τους Έλληνες, με τον τίτλο "Μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας", κυκλοφόρησαν το 2008 από τον Καστανιώτη σε επιμέλεια Θανάση Νιάρχου.

Στα χαρτιά μου βρήκα κι ένα παλιό τεύχος του περιοδικού Διαβάζω με αφιέρωμα στον Κρυστάλλη. Είναι το τεύχος 326 του 1994 και γράφουν σ' αυτό οι Ερατοσθένης Καψωμένος, Γερασιμία Μελισσαράτου, Γεωργία Λαδογιάννη, Σόνια Ιλίνσκαγια, Δημήτρης Κόκορης κ.ά. Ενδιαφέρον, ανάμεσα στα άλλα, έχει το άρθρο της Ιλίνσκαγια με τίτλο "Ρωσικά παράλληλα του Κ. Κρυστάλλη", στο οποίο η συγγραφέας εντοπίζει αναλογίες και συγγένειες του Κώτα Κρυστάλλη (1868-1894) με τον Ρώσο ποιητή Αλεξέι Κολτσώφ (1809-1842). Είναι δυο λογοτέχνες, γράφει, που δεν στρέφονται προς το λαό αλλά βγαίνουν από το λαό, τον αντιπροσωπεύουν και τον εκφράζουν.

Γιατί τόσο Κρυστάλλη. Διάβασα πρόσφατα το τελευταίο βιβλίο του Ευάγγελου Αυδίκου "Οδός Οφθαλμιατρείου" (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2019). Πλέον ειδικός, βέβαια (ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας και λαϊκού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), και Ηπειρώτης, είχε κι αυτός, όπως φαίνεται, αγάπη για τον ποιητή και την έκανε μυθιστόρημα, ζωντανεύοντας τον Κρυστάλλη στη σημερινή Αθήνα να κουβεντιάζει για πράγματα που αγαπούσε και που δεν πρόλαβε στα λίγα χρόνια που έζησε την κανονική του ζωή. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο με ευαισθησία, με λόγια συχνά στο ύφος και στο πνεύμα του Κρυστάλλη, μιλά για την ξενητειά, για την ανέχεια στα χωριά της Ηπείρου τότε, για τη σκλαβιά, για τους ανολοκλήρωτους έρωτες του ποιητή, για τους πολιτικούς που ξεχνάνε, για τα στέκια στην Αθήνα, του Γαμβέτα, του Απότσου, του Ζαχαράτου, τη Δεξαμενή, για τοπωνύμια στον κοινό γενέθλιο τόπο τους την Ήπειρο ("που αναζητούσα μάταια στα λεξικά", γράφει), το πηγάδι του Αζώηρου, την Τσουκαρέλα, την Καραβατιά, το Συρράκο, τον Άγιο Γεώργιο, τον Χρούσια, τον Γαλαρόκαμπο... Γράφει για το σατιρικό περιοδικό "Καραβίδα"** που έβγαινε κείνα τα χρόνια στα Γιάννενα. 

Ο Κώστας Κρυστάλλης πέθανε φθισικός το Πάσχα του 1894. Τα λόγια που βάζει τον ποιητή να λέει ο Αυδίκος νομίζω δίνουν και το λόγο που έγραψε το βιβλίο:

"Μεγάλη η τύχη μου που βρήκα εσάς. Μου δανείζετε την ύπαρξή σας να μιλήσω για τα ανομολόγητα. Είναι για τις λέξεις μου μια δεύτερη ζωή. Η τέχνη έχει ανάγκη από λιακωτό. Να βγει από τα υπόγεια της μνήμης, όπου ο σκόρος τρώει τα σωθικά της. Να νιώσει τις ηλιαχτίδες της έγνοιας των νεότερων. Να 'ξερες πόσοι σαν και μένα πεθαίνουν στον κόσμο των σκιών, πεταμένοι σε κάποιο δωμάτιο. Αποσυνάγωγοι. Το χειρότερο στην άλλη όχθη του Αχέροντα είναι η καταχνιά και η μούχλα. Οι νεκροί είναι σαν το έμβρυο μιας παλίνδρομης κύησης. Σουφρώνουν. Συρρικνώνονται. Γίνονται λίπασμα μιας μνήμης που χάνει συνεχώς τη δύναμή της και χρειάζεται καινούρια ξύλα, σαν τη φωτιά που πάει να σβήσει."


------------------------------
*  Η αντιγραφή του αποσπάσματος έγινε ακριβώς όπως δημοσιεύεται στα Άπαντα που αναφέρω παραπάνω.
**Βρήκα το πρώτο τεύχος της Καραβίδας στην Ανέμη εδώ. Επίσης, ο Ευάγγελος Αυδίκος έχει δημοσιεύσει ένα άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών εδώ.

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Ένας καινούργιος χρόνος, τι μας περιμένει;

Ρεβεγιόν

Στις δώδεκα στο φώτο φίνις
πουλαράκι μονοετές
απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει
συντρίμμι στο χαλί
το νέον έτος.
Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει τώρα.

Μέσα οι γυναίκες μουσακάδες τριώροφοι.

Τι λέτε ρε, το ξέρετε
πως το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον
και γεννήθηκα;

Κι αυτόν τον τύπο να τόνε κεράσετε
μια ελίτσα με κουκούτσι
για να μπερδευτεί.
Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά μου.
Και τη βασιλόπιτα.
Δώσ’ το μαχαίρι:
Ένα της ποίησης
άλλο της ποίησης
τρίτο της ποίησης…



Το παραπάνω ποίημα είναι του Γιάννη Βαρβέρη από τη συλλογή "Ο Θάνατος το στρώνει". Το αντέγραψα από τη σελίδα του ποιητή Θωμά Τσαλαπάτη στην Εποχή της περασμένης Κυριακής 30/12/2018. Γράφει ο ίδιος:

Υπάρχει ένας χρόνος που πάντα περισσεύει. Ένας χρόνος ελατός και όλκιμος, νηπενθής και κατοικίδιος. Είναι ο χρόνος που κατοικεί ανάμεσα στο πέρας του χρόνου που πέρασε και τον ερχομό του χρόνου που θα έρθει. Δεν έχει αριθμούς, δεν έχει ημερομηνίες, ορίζεται πάντοτε απ' όλα όσα περισσεύουν, απ' όσα μένουν έξω από αυτόν. Κάπου ανάμεσα στον αποχωρισμό και το καλωσόρισμα, ο χρόνος αυτός υπάρχει. 

[...] Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος αν τις πρωτοχρονιές γιορτάζουμε το τέλος του προηγούμενου χρόνου ή την αρχή του καινούριου. 

[...] Όπως και να 'χει, οεφίλουμε να γιορτάζουμε. Προετοιμαζόμαστε χωρίς δεύτερη σκέψη, βουτούμε, συμμετέχουμε. 

[...] Εντάξει λοιπόν, ας τελειώσει. Εντάξει λοιπόν ας ξεκινήσει. Παραμένουμε στο κατάστρωμα περιμένοντας οδηγίες.


Εντάξει λοιπόν, ας τελειώσει. 
Εντάξει λοιπόν ας ξεκινήσει. 
Στο τέλος της χρονιάς που φεύγει αποχαιρετήσαμε τη μάνα μου, ήτανε πλήρης ημερών, έφυγε ήρεμα κι αθόρυβα.
Λίγο πριν, ήρθε στον κόσμο ο εγγονός μου, η καινούρια ζωή, η ελπίδα, η χαρά. 
Η ζωή συνεχίζεται. Κι εμείς αναρωτιόμαστε μαζί με τον ποιητή, τον Τάσο Λειβαδίτη:

Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει; 
Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα. 
Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές 
τελειώνετε τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Τρένα...


Συλλογιέμαι τα τρένα που τρέχουν προς το τίποτα
Τη θάλασσα που αιώνια επιστρέφει…


(Από «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», του Τάσου Λειβαδίτη. Ο ποιητής έφυγε σαν σήμερα το 1988.)


Ένα τρένο που θα `ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου...


(Από το ποίημα "Βράδυ" του Κώστα Καρυωτάκη. Ο ποιητής γεννήθηκε σαν σήμερα το 1896).


Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Για ένα τριματάκι απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο: τα Χριστούγεννα του Τάσου Λειβαδίτη


Χριστούγεννα 2015 και πρόσφυγες (Σκίτσο του Γιάννη Αντωνόπουλου. Πηγή: left.gr).

..........................................

Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
– Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα-ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.

Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.

Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.

Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.


Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το ποίημα "Παραμονή Χριστουγέννων". Το έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης το 1950 στη Μακρόνησο και κυκλοφόρησε το 1956 (στη συλλογή "Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο"). 

Λίγο αργότερα, ο ποιητής έγραφε:

Στην αρχή ήταν το  χάος.
Μετά γεννήθηκα εγώ, μονάχος, σ' ένα κόσμο ραγισμένο
μ' ένα κουρελιασμένο Θεό που γύριζε από πόρτα σε πόρτα
ζητιανεύοντας την ύπαρξή του.
Ύστερα γίναμε ξαφνικά δυό
φιληθήκαμε
κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλο.

Είναι το ποίημα "Γένεσις (έκδοση γ')" που ανήκει στη συλλογή "Ποιήματα (1958-1964)" και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος (έχω την τρίτη έκδοση, 1984, απ' όπου και το αντέγραψα).

Πολύ αργότερα, σαν να μαλάκωσε κι έγραφε στο ποίημα "Ο αδελφός Ιησούς":

...................................................................
Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες –μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία!
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.

Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.
.................................................................

Πρόσφυγες 2015 (Πηγή φωτογραφίας: ΕΡΤ Αιγαίου)

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

"Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα...": Τάσος Λειβαδίτης

Αλλά τα βράδυα

Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο 
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα

Σκληρός, άκαρδος κόσμος, 
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα

Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου, 
μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δως μου το χέρι σου.. 
Δως μου το χέρι σου..


Τάσος Λειβαδίτης (20/4/1922 - 30/10/1988)

Και τραγουδιστά με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου σε μουσική Γιώργου Τσαγγάρη

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Πρώτη φορά Αριστερά!

Δεν είναι λίγο. Εγώ τουλάχιστον έτσι το νιώθω απόψε, νιώθω τη χαρά που δεν ένιωσε ο πατέρας μου ας πούμε, που ψήφιζε μια ζωή Αριστερά μα ποτέ δεν χάρηκε ένα βράδυ εκλογών.  Κι εγώ, μια το 2012 και άλλη μια απόψε, ένιωσα όμορφα, χάρηκα. Δεν είναι λίγο, δεν σκέφτομαι τί θα γίνει, μπορεί έτσι και μπορεί αλλιώς, εύχομαι να μη γίνουν αλλιώς τα πράγματα, όμως αυτά τ' αφήνω (προς το παρόν) για τους γκρινιάρηδες (καλοπροαίρετους και κακοπροαίρετους)  ...σκεπτικιστές.

Για την ώρα, χαίρομαι.
Πρώτη φορά Αριστερά! Δεν είναι λίγο. Έστω κι έτσι. Να βγούν οι εφιάλτες και τα φαντάσματα που φοβόταν ο κ. Σαμαράς και να γίνουν ελπίδα και γέλιο και προσδοκία. Αυτό ζητάμε. Η νέα γενιά μπορεί να γίνει καλύτερη από τη δική μας.

Μες στα πανηγύρια της αποψινής βραδυάς, ας παραθέσω λίγες γραμμές από την Καντάτα του αγαπημένου μου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη  (αντιγραφή από την έκδοση 1991 του Κέδρου, αξίζει όμως να διαβαστεί ολόκληρη):


......................
Α, οι ηλίθιοι, που πήγαμε και χαθήκαμε στη ξενιτιά,
     κάτω απ' τα τείχη της Ιερουσαλήμ, ή στην παλιά
     πολυτραγουδημένη Τροία
χωρίς κανένας Όμηρος να πεί κάτι για μας. Μα νά,
     που όπως ύστερ' από καιρό μπαίνει κανείς στο σπί-
    τι που του λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και
    μπαίνουμε
στην Ιστορία.
.......................
Και τότε είδαμε τη γη που χρόνια ψάχναμε, πως δεν
    την έγραφε κανένας χάρτης κι ουδέ καμμιά ΓΡαφή
    τραγουδούσ' εκείνη.
Και χτίσαμε την πιο μεγάλη ήπειρο μέσα μας. Και την
    καλέσαμε: αδερφωσύνη.
.............................
Η σημαία μας είναι αγέρωχη σαν τη φαρέτρα
η σημαία μας είναι αναμάρτητη σαν τις μητέρες
η σημαία μας είναι σκληρή σαν το Θεό -
Κι ω μή, μή μας στερήσεις ποτέ, ώ άγια, γλυκειά ζωή
την αγάπη μας για σένα.

Γιατί, αλήθεια, φίλοι μου, πέστε μου, τί άλλο είναι, λοι-
     πόν, η παντοδυναμία
απ' την απέραντη τούτη δίψα. Νάσαι τόσο πρόσκαιρος,
     και να κάνεις όνειρα
τόσο αιώνια!