Η επέκτασή του [του Λόκαλ 70] στα εργολαβικά καταστήματα τροποποίησε, επίσης, τις έμφυλες δυναμικές, οι οποίες αντιστοιχούσαν στις διαφορετικές ειδικότητες στην παραγωγική διαδικασία. Οι νεαρές φινισίτριες αποτέλεσαν μία από τις δυναμικότερες ομάδες στο εσωτερικό του συνδικάτου. Ο ρόλος τους στην παραγωγή ήταν σημαντικός, καθώς ολοκλήρωναν την κατεργασία της γούνας προσθέτοντας, είτε με το χέρι είτε συνηθέστερα με μηχανή, υφάσματα, φόδρες και διακοσμητικά στοιχεία. Αποτελώντας το 52% των εγγεγραμμένων μελών, οι εργάτριες του Λόκαλ 70 αντιμετωπίστηκαν υπό το παραδοσιακό πρίσμα του κομμουνιστικού κινήματος της εποχής: η διαρκής εξύμνηση της παρουσίας τους στην πρωτοπορία των εργατικών αγώνων γινόταν μέσα από τη ρητή η υπόρρητη σύγκρισή τους με τους αρχετυπικούς πρωτοπόρους, που ήταν αποκλειστικά άντρες. Η εκλογή των τριών πρώτων εργατριών στη διοίκηση του Λόκαλ 70 με τον συνδυασμό της Προοδευτικής Ομάδας καταδεικνύει, από την άλλη, ότι το ερώτημα της αφανούς γυναικείας εργασίας, το οποίο στις συντηρητικές εκδοχές του εργατικού κινήματος απουσίαζε παντελώς, είχε διαφορετική βαρύτητα στα βιομηχανικά εργατικά σωματεία.
Μετανάστριες διαδηλώνουν ενάντια στην παιδική εργασία (από το βιβλίο Καρπόζηλου) |
Αριθμός Ελλήνων μεταναστών και Ελληνίδων μεταναστριών στις ΗΠΑ (Πηγή εδώ) |
Μια επιπλέον παράμετρος της εξέλιξης αυτής αφορούσε τη ριζοσπαστικοποίηση των γυναικών του κλάδου. Εκατοντάδες Ελληνίδες εργάτριες είχαν εγγραφεί στο συνδικάτο του 1925 και είχαν συμμετάσχει στις απεργιακές διεκδικήσεις του επόμενου διαστήματος. Η παρουσία τους αντανακλούσε τους έμφυλους καταμερισμούς στο εσωτερικό των εργαστηρίων, καθώς ορισμένα στάδια της παραγωγής, όπως το πέρασμα της φόδρας, ήταν συνδεδεμένα με τη γυναικεία εργασία. Παρά τη σημαντική τους παρουσία στο εσωτερικό του κλάδου παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό αόρατες: οι σχετικές αναφορές στον μεταναστευτικό τύπο της περιόδου είναι μηδαμινές. Με τα δεδομένα αυτά , η υπογραφή της διακήρυξης της ελληνικής επιτροπής του Joint Board τον Φεβρουάριο του 1926 από 4 εργάτριες, σε σύνολο 12 υπογραφών, συνιστά τομή. Για πρώτη φορά η γυναικεία εργασία εμφανιζόταν ως ισοδύναμη της ανδρικής, ενώ η συνδικαλιστική οργάνωση των γυναικών αμφισβητούσε τη στερεότυπη αντίληψη ότι η εργασία των Ελληνίδων ήταν περιστασιακή ή συμπληρωματική στην ανδρική. Την ίδια στιγμή, ο λόγος του συνδικάτου, όπως και τις κομμουνιστικής Αριστεράς, φανέρωνε όρια και αντιφάσεις. Ο «ανδρισμός», συνώνυμο της μαχητικότητας, της συνοχής και της αδιάλλακτης στάσης, ήταν το αδιαμφισβήτητο μέτρο με βάση το οποίο κρινόταν και εξυμνούνταν η παρουσία των εργατριών στην καθημερινότητα της απεργίας. Υπό την οπτική αυτή, η συνδικαλιστική οργάνωση των εργατριών του 1925-1926 αποτελεί ασφαλώς τομή, εντός της οποίας όμως υπήρχαν σημαντικές συνέχειες και αδράνειες.
Γενικότερο ενδιαφέρον έχει, πάντως, πηγαίνοντας προς την τελευταία δεκαετία που εξετάζει, δηλαδή έως το 1950, η ανάλυση των αλλαγών που έρχονται και των επιδράσεών τους στην αμερικανική κοινωνία και πολιτική:
Οι μεταναστευτικές και εθνοτικές κοινότητες ανήκαν στους κερδισμένους της μεταπολεμικής εποχής . Τα υψηλά ημερομίσθια, η είσοδος των γυναικών στην παραγωγή, η σταθερότητα της εργασίας, τα επιδόματα και οι παροχές στους βετεράνους αφορούσαν, μεταξύ άλλων, και εκατομμύρια Αμερικανούς της πρώτης και κυρίως της δεύτερης μεταναστευτικής γενιάς. Τα στεγαστικά προγράμματα και η κοινωνική κινητικότητα σήμαιναν ότι πολλοί μπορούσαν να μετακομίσουν από τις παλιές εργατικές γειτονιές στα προάστια της τακτοποιημένης καθημερινότητας, κάτι που συνιστούσε αποφασιστικό βήμα προς την κοινωνική καταξίωση, την εξίσωση με τους γηγενείς και την εκπλήρωση του Αμερικανικού Ονείρου. [...] Υπήρχε, βέβαια, μία σοβαρή εξαίρεση στο σχήμα αυτό: η ταύτιση των εθνοτικών πληθυσμών με αντιαμερικανικές ιδεολογίες, δηλαδή τον κομμουνισμό. Σε αυτή την περίπτωση δεν είχαν θέση στο πολυπολιτισμικό μωσαϊκό το οποίο αντικαθιστούσε τις παλαιότερες θεωρίες της χοάνης που παρήγαγαν μία, ενιαία αμερικανική ταυτότητα.
Και ειδικά για τις κοινότητες των Ελληνοαμερικανών, ο Καρπόζηλος σημειώνει ότι: