Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανάσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανάσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Λαμπριάτικες μνήμες


Το βράδυ της Ανάστασης μας έβαζε η μάνα μας για ύπνο από νωρίς και μας ξυπνούσε δώδεκα παρά για να πάμε στην εκκλησία. Ο πατέρας μας δεν ερχόταν, τον ξυπνούσαμε στο γυρισμό για να πάει να μεταλάβει, κομμουνιστής αλλά Χριστούγεννα και Πάσχα  πήγαινε να μεταλάβει, αυτή τη σχέση του με την εκκλησία την κρατούσε, σαν έθιμο, σαν τάμα, ποιος ξέρει. Μερικές φορές έμενα κι εγώ στην εκκλησία γιατί μου άρεσαν οι ψαλμοί εκείνου του μέρους, κυρίως ο τραγουδιστός ψαλμός (έτσι μου φαινόταν) "Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν..." Ύστερα τρώγαμε, απαραίτητα, πέρα από αυγά και καλιτσούνια, τα πόδια και κοιλιδάκια τυλιγμένα με έντερα αυγολέμονο (αυτό λέγαμε μαγειρίτσα, πολύ αργότερα έμαθα ποια είναι η πραγματική μαγειρίτσα) και σκωταριά τηγανητή.

Την άλλη μέρα κάπου πηγαίναμε να κάνουμε Πάσχα μαζί με συγγενείς και φίλους. Πότε πηγαίναμε στον αδελφό του πατέρα μου, στο θείο Γιώργο,  στον Καλυκά, μια περιοχή μετά τον Κουμπέ και πριν τη Σούδα, είχε εξοχή, αγαπημένος θείος (χωροφύλακας, όταν όμως αναμένονταν φασαρίες, ειδοποιούσε τον πατέρα μου να μην κατεβεί στη συγκέντρωση που προγραμμάτιζε η ΕΔΑ, δεκαετία του '60, ε και τότε τα χάλαγαν για λίγο αλλά πάλι αγαπίζανε), ο θείος πάντα σούβλιζε αρνί, μαζευόμασταν κάμποσοι, αυτός είχε πέντε παιδιά, τρία είμασταν εμείς και οι μεγάλοι, έρχονταν κι άλλοι θείοι και ξαδέρφια, ήταν όμορφα. 

Άλλες φορές, πηγαίναμε στην Αγιά Μαρίνα, στους κουμπάρους, το Γιάννη και την Πολύμια (θυμάμαι το γάμο τους, παιδάκι εγώ, ο πατέρας μου τους πάντρεψε, η Πολύμια λιποθύμισε στο γάμο από στενοχώρα, όχι για το γαμπρό που έπαιρνε μα γιατί άφηνε το πατρικό της, οι νύφες, λέγανε τότε, πρέπει να κλαίνε στο γάμο τους, να δείχνουν πόσο στενοχωρούνται που αποχωρίζονται τους γονείς, τι παράξενα έθιμα κι αυτά...). Εκεί, μας περίμεναν τα τεράστια καλιτσούνια στο κοφίνι, ακόμη έχω τη γεύση τους στο στόμα. Η Αγιά Μαρίνα σήμερα είναι αγνώριστη, δυσκολεύομαι να εντοπίσω το μονοπάτι που ανηφορίζαμε από τον κεντρικό δρόμο που μας άφηνε το λεωφορείο για ν' ανεβούμε στο σπίτι τους. Γιατί βέβαια όλες εκείνες οι διαδρομές γίνονταν με το λεωφορείο, αυτοκίνητο αποκτήσαμε το 1975, πρώτα είχαμε ποδήλατο, ύστερα βέσπα μέχρι να καταφτάσει το ιστορικό Ρενώ 4.


Κάποιες φορές πηγαίναμε στο Νίππος, στο χωριό του πατέρα μου. Η φωτογραφία είναι από το 1976, το σπίτι ήταν χάλαρο τότε, τώρα το έχω αποκαταστήσει και έχει γίνει πλέον το σπίτι μου στο χωριό. Στην αγκαλιά μου έχω τη φιλιότσα μου τη Μαρία, μεγάλη τώρα, ζει στην Αμερική. Δεξιά, το γεροντάκι που κοιτάζει το φακό είναι ο θείος Λευτέρης, ο Τσουρολευτέρης, σπουδαίος άνθρωπος όσο τον θυμάμαι, είχε κάνει στη Μικρασιατική εκστρατεία, πόσο λυπάμαι που τότε δεν τον ρωτήσαμε πράγματα, μόνο θυμάμαι που έλεγε πως είχαν γεμίσει ψείρες...

Τη μεγαλοβδομάδα νηστεύαμε, τουλάχιστον στα φανερά. Τη Μεγάλη Πέμπτη βάφαμε τ' αυγά, την ίδια μέρα ξεκινούσε η μάνα μας τις κουλούρες, μεγάλη διαδικασία, ποτέ δεν την αφομοίωσα, τα κουλούρια τα έφτιαχνε νωρίτερα, ενώ το Σάββατο φτιάχναμε τα καλιτσούνια, δηλαδή έφτιαχναν η μάνα μου με τις γειτόνισσες για βοήθεια και με τη γιαγιά από κοντά, την Κουκουβιτομαρία. Τότε, βέβαια, δεν είχαμε φούρνο στο σπίτι, οπότε παίρναμε τις λαμαρίνες από το φούρνο, μέχρι το '67 που μέναμε στη Νέα Χώρα πηγαίναμε τα καλιτσούνια ή στο φούρνο του Κουκλάκη ή στο φούρνο του Μπάτση που ήταν πιο σύγχρονος, ήταν "γερμανικός"! Το πηγαινέλα των λαμαρινών ήταν δουλειά των παιδιών, κυρίως δική μου που ήμουν η "μεγάλη". Όταν έφταναν στο σπίτι τα καλιτσούνια, η γιαγιά μου δοκίμαζε, και στο δάγκωμα του κάτω χείλους της κόρης της, είχε την απάντηση έτοιμη: "Μα ο Χριστός αναστήθηκε το μεσημέρι"! Αργότερα έμαθα ότι και οι Κερκυραίοι τον ανασταίνουν μεσημέρι το Χριστό. Λέτε οι Βενετοί να είχαν βάλει το χεράκι τους; 

Καλή Ανάσταση, λοιπόν, και του χρόνου αλλιώς, καλύτερη, να ηχήσουν τα σήμαντρα χαρούμενα όταν φτάνουν, όπως λέει ο ποιητής,

Απ' τα χείλη των παιδιών

απ' την άγνοια των χελιδονιών

απ' τις άσπρες αυλές της Κυριακής

απ' τ' αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες

των ταπεινών σπιτιών.

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Νά την προβάλλ’ η Πασχαλιά, ξανθή, χρυσοντυμένη



          ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ [ΠΟΘΟΣ]

                              Αφιερούται σε μια πεισματάρα

Αυγούλες απριλιάτικες χαράζουν στα βουνά μας,
Αυγούλες χαμογέλαστες, αυγούλες διαμαντένιες.
Και τα λουλούδια ανοίγουνε στους κάμπους, στα βουνά μας,
Και ροβολάνε οι λαγκαδιές καθάριες ασημένιες.

Στες περσυνές των τις φωλιές ήρθαν τα χελιδόνια
Και σχίζουν γύρω μας τρελά το δροσερό τ’ αγέρι.
Όξω στα δάση τα σκιερά λαλούν γλυκά τ’ αηδόνια
Και τα τρυγόνια, οι πέρδικες πετάνε ταίρι-ταίρι.

Να την προβάλλ’ η Πασχαλιά ξανθή, χρυσοντυμένη,
Και με λουλούδια εδώ κι εκεί χίλια φιλιά σκορπάει.
Όλοι φιλιούνται σήμερα, εχθροί κι αγαπημένοι,
Την έχθρα και το πείσμωμα καθένας λησμονάει.

Έλα και συ, που όμορφη μοιάζεις αυγή τ’ Απρίλη,
Ξανθούλα πεισματάρα μου. Το πείσμα σου λησμόνει,
Και δός μου το γλυκό φιλί στα ροδαλά στο χείλη…
Γελάει καθένας σήμερα, φιλιέται, δεν πεισμώνει.

1888, Ιωάννινα


Το ποίημα είναι του Κώστα Κρυστάλλη, του ποιητή "που γίνεται λαός", όπως είπε ο Κωστής Παλαμάς, αλλά και ζωγράφου ποιητή, όπως τον ονόμασε πάλι ο Παλαμάς, με αρνητικό, μάλλον πρόσημο αυτό, θεωρώντας την ποίησή του μόνο εικόνες και χωρίς έμπνευση. Μπορεί, βέβαια, σήμερα πια έτσι να είναι, δεν παύει όμως ν' αποτελεί μια ξεχωριστή φωνή, μια φωνή που προσπαθούσε με αγωνία να εκφράσει, να προλάβει να εκφράσει μιας και έφυγε στα εικοσιέξι του, τα ήθη και τα έθιμα, τις ομορφιές και τους καημούς του γενέθλιου τόπου του, της Ηπείρου.

Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στο διήγημά του «Το Πάσχα στον Πίνδο»*: 

λο τ χειμνα Πίνδος μένει βουβός, συχος δν κούγεται καθλου. Νομίζει κανες, πς κοιμται κτω π’ τ παχ κάτασπρο ππλωμα τν χιονιν, βυθισμνος σ’ ναν πνο λοκλήρων μηνν.
[...]
Ο γυνακες κι ο κοπέλλες ο ερωτιάρικες δν κλενουν πι ρμητικ τ παρθυρα κα τς πρτες τν σπιτιν. Παρατον κπου - κπου τ μελαγχολικ ργαλει κα πινουν τ’ νοιχτ λιακωτ, μ τ ρόκα στ μασχάλη κα μ τ τραγοδι στ χελη τους, τ τραγοδι τς λπίδας, το γυρισμο τν ξενητεμνων τους.
Κι ατο, φο γεμσουν τ πορτοφόλια τους μ παρδες, φνουν πι τν ξενητει κα ξεκιννε γι τν πατρδα τους, γι τ σπτι τους, γι τν Πνδο.
- Μρες Λαμπριτικες ... θ γυρσω τρα στν τπο μου, λει
χαρο
μενο κθε ξενητεμνο παιδ το Πίνδου. 
[…]
Τ Μεγαλοβδμαδο ο ξενητεμνοι βρσκονται λοι στ δρμο κα φτνουν στς πατρδες τους, ς τ βρδυ τς Μεγλης Παρασκευς.  Εναι συνήθεια ν πνε λοι στν κκλησι το χωριο τους κενη τ νύχτα κα να κολουθσουν τ γρισμα το Επιταφίου.
Πόση συγκνηση, πση χαρ, πση ποηση χει γυρισμς ατυ τν ξενητεμνων ! Κι ο καμπνες πο στολζουν, π τρες κι π πντε μαζ, τ ψηλ καμπαναρι τν κκλησιν το Πίνδου, ναστατώνουν ατς τς μρες μ τος χους των λη τν κτασι τν βουνν κα τ βθη τν γρίων κενων φαραγγιν. Νομζει κανες πς λαλζουν κι ατ π’ τ χαρ τους γι τν ρχομ τν ξενητεμνων.
Πι χαρωπς μως ντηχον ο καμπνες στν ρθρο τς Κυριακς το Πάσχα, στν πρτη νσταση. Κα σημανουν, σημανουν διάκοπα ττε, σν ν θέλουν ν ξυπνσουν κα τος νεκρος π’ τ μνήματ τους, γι ν γιορτσουν στν κκλησι τ μεγλη νσταση.[...] 

Τα παραπάνω περιλαμβάνονται στον τόμο των Απάντων του που αγόρασα μαθήτρια Γυμνασίου το 1969. Ήταν τότε ο αγαπημένος μου ποιητής, γνώριζα όλο το έργο του. Ο τόμος Άπαντα Κρυστάλλη κυκλοφόρησε το 1960 από τον εκδοτικό οίκο "Βιβλιοαθηναϊκή" με πρόλογο, εισαγωγή και επιμέλεια του Κώστα Βαλέτα.

Το απόκομμα από το Φαντάζιο με το κείμενο του Λειβαδίτη για τον Κρυστάλλη. Το κομμάτι που λείπει πρέπει να είχε κάποιο σκίτσο, ίσως του Κρυστάλλη, μπορεί να το είχα κόψει για το τετράδιο με τις φωτογραφίες και τα κείμενα που συγκέντρωνα.
Μέσα στον τόμο, μάλιστα, βρήκα ένα κιτρινισμένο δίφυλλο από ελληνικό περιοδικό της εποχής με το άρθρο  "Κώστας Κρυστάλλης: ένας αητός χωρίς φτερά". Το υπογράφει ο Α. Ρόκος. Γράφει:

Σ' όλη τη σύντομη ζωή του, είκοσι έξη μόνο χρόνια, έμεινε ο ξερριζωμένος, ο βουνήσιος, ο σταυραετός με τις σπασμένες φτερούγες, που ζυγιάζεται πάνω από τις ρεματιές στα Τζουμέρκα. Η σκληρή πολιτεία, η φτ΄ψχεια, ο ερωτικός καημός και το σαράκι της αρρώστειας, έτρωγαν τα σπλάχνα του, ενώ αυτός αναζητούσε πάντοτε κάποια ψηλή κορφή ή κάποια σκιερή λαγκαδιά...

Το περιοδικό ήταν το Φαντάζιο. Η χρονιά μάλλον το 1970. Στο τέλος του άρθρου ανακοινώνεται ότι στο επόμενο τεύχος θα έχει το άρθρο: "Γεώργιος Βιζυηνός: Από τον έρωτα στην τρέλλα". Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι συγγραφέας των άρθρων αυτών με την υπογραφή, δηλαδή το ψευδώνυμο, Α. Ρόκος ήταν ο Τάσος Λειβαδίτης. Ο Τερζόπουλος, εκδότης του περιοδικού, του είχε δώσει τη δυνατότητα στη διάρκεια της δικτατορίας να βγάζει ένα μεροκάματο γράφοντας άρθρα αρχικά για Έλληνες λογοτέχνες και στη συνέχεια για λογοτέχνες απ' όλο τον κόσμο. Τα κείμενα με τους Έλληνες, με τον τίτλο "Μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας", κυκλοφόρησαν το 2008 από τον Καστανιώτη σε επιμέλεια Θανάση Νιάρχου.

Στα χαρτιά μου βρήκα κι ένα παλιό τεύχος του περιοδικού Διαβάζω με αφιέρωμα στον Κρυστάλλη. Είναι το τεύχος 326 του 1994 και γράφουν σ' αυτό οι Ερατοσθένης Καψωμένος, Γερασιμία Μελισσαράτου, Γεωργία Λαδογιάννη, Σόνια Ιλίνσκαγια, Δημήτρης Κόκορης κ.ά. Ενδιαφέρον, ανάμεσα στα άλλα, έχει το άρθρο της Ιλίνσκαγια με τίτλο "Ρωσικά παράλληλα του Κ. Κρυστάλλη", στο οποίο η συγγραφέας εντοπίζει αναλογίες και συγγένειες του Κώτα Κρυστάλλη (1868-1894) με τον Ρώσο ποιητή Αλεξέι Κολτσώφ (1809-1842). Είναι δυο λογοτέχνες, γράφει, που δεν στρέφονται προς το λαό αλλά βγαίνουν από το λαό, τον αντιπροσωπεύουν και τον εκφράζουν.

Γιατί τόσο Κρυστάλλη. Διάβασα πρόσφατα το τελευταίο βιβλίο του Ευάγγελου Αυδίκου "Οδός Οφθαλμιατρείου" (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2019). Πλέον ειδικός, βέβαια (ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας και λαϊκού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), και Ηπειρώτης, είχε κι αυτός, όπως φαίνεται, αγάπη για τον ποιητή και την έκανε μυθιστόρημα, ζωντανεύοντας τον Κρυστάλλη στη σημερινή Αθήνα να κουβεντιάζει για πράγματα που αγαπούσε και που δεν πρόλαβε στα λίγα χρόνια που έζησε την κανονική του ζωή. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο με ευαισθησία, με λόγια συχνά στο ύφος και στο πνεύμα του Κρυστάλλη, μιλά για την ξενητειά, για την ανέχεια στα χωριά της Ηπείρου τότε, για τη σκλαβιά, για τους ανολοκλήρωτους έρωτες του ποιητή, για τους πολιτικούς που ξεχνάνε, για τα στέκια στην Αθήνα, του Γαμβέτα, του Απότσου, του Ζαχαράτου, τη Δεξαμενή, για τοπωνύμια στον κοινό γενέθλιο τόπο τους την Ήπειρο ("που αναζητούσα μάταια στα λεξικά", γράφει), το πηγάδι του Αζώηρου, την Τσουκαρέλα, την Καραβατιά, το Συρράκο, τον Άγιο Γεώργιο, τον Χρούσια, τον Γαλαρόκαμπο... Γράφει για το σατιρικό περιοδικό "Καραβίδα"** που έβγαινε κείνα τα χρόνια στα Γιάννενα. 

Ο Κώστας Κρυστάλλης πέθανε φθισικός το Πάσχα του 1894. Τα λόγια που βάζει τον ποιητή να λέει ο Αυδίκος νομίζω δίνουν και το λόγο που έγραψε το βιβλίο:

"Μεγάλη η τύχη μου που βρήκα εσάς. Μου δανείζετε την ύπαρξή σας να μιλήσω για τα ανομολόγητα. Είναι για τις λέξεις μου μια δεύτερη ζωή. Η τέχνη έχει ανάγκη από λιακωτό. Να βγει από τα υπόγεια της μνήμης, όπου ο σκόρος τρώει τα σωθικά της. Να νιώσει τις ηλιαχτίδες της έγνοιας των νεότερων. Να 'ξερες πόσοι σαν και μένα πεθαίνουν στον κόσμο των σκιών, πεταμένοι σε κάποιο δωμάτιο. Αποσυνάγωγοι. Το χειρότερο στην άλλη όχθη του Αχέροντα είναι η καταχνιά και η μούχλα. Οι νεκροί είναι σαν το έμβρυο μιας παλίνδρομης κύησης. Σουφρώνουν. Συρρικνώνονται. Γίνονται λίπασμα μιας μνήμης που χάνει συνεχώς τη δύναμή της και χρειάζεται καινούρια ξύλα, σαν τη φωτιά που πάει να σβήσει."


------------------------------
*  Η αντιγραφή του αποσπάσματος έγινε ακριβώς όπως δημοσιεύεται στα Άπαντα που αναφέρω παραπάνω.
**Βρήκα το πρώτο τεύχος της Καραβίδας στην Ανέμη εδώ. Επίσης, ο Ευάγγελος Αυδίκος έχει δημοσιεύσει ένα άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών εδώ.

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Αύριο είναι γιορτή





Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί στολίζουν το ναό με κλαδιά δάφνης και γεμίζουν ένα πανέρι με δαφνόφυλλα. Ο ιερέας λέγοντας το «Ανάστα ο Θεός» σκορπά τα δαφνόφυλλα, ενώ οι πιστοί χτυπούν τα πόδια τους στο στασίδι, χτυπούν τις καμπάνες, πυροβολούν και γενικά θορυβούν, για να διώξουν τον θάνατο.


Διαβάζουμε για το Μεγάλο Σάββατο από την Εθιμολογία του Πάσχα στη σελίδα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, σε κείμενα της σπουδαίας λαογράφου Αικατερίνης Πολυμέρου-Καμηλάκη, για πολλά χρόνια Διευθύντριας του Κέντρου.

Θυμάμαι στα Χανιά, όταν ήμουν μικρή, στο δημοτικό, φτιάχναμε τα καλιτσούνια το Μεγάλο Σάββατο. Μέναμε τότε στη Νέα Χώρα, ήταν δεκαετία του '60, δεν είχαμε φούρνο στο σπίτι, αλλά γεμίζαμε λαμαρίνες που είχαμε πάρει από το φούρνο της γειτονιάς. Στη γειτονιά είχαμε τότε δυο φούρνους, τον "γερμανικό" φούρνο του Μπάτση και τον φούρνο του Κουκλάκη, με τον γιο του τον Νώντα είμασταν στην ίδια τάξη, μάλιστα ο μπαμπάς Κουκλάκης ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, τον θυμάμαι που όλο διάβαζε, απ' αυτόν είχα μάλιστα πρωτακούσει γύρω στα 10 για τον Αβραάμ Λίνκολν. Σ' αυτό το φούρνο πηγαίναμε πιο πολύ.

Έτσι, οι λαμαρίνες πήγαιναν κι έρχονταν, μεγάλες μακρόστενες λαμαρίνες, όχι τεψιά σαν αυτά που έχουμε σήμερα. Πολλά καλιτσούνια, με χόρτα και με μυζήθρα, όχι σκέτη, μαζί με μαλάκα, ένα παχύ τυρί που το χρησιμοποιούμε το Πάσχα για τα καλιτσούνια. Κανονικά δεν τρώγαμε κανένα πασχαλινό (τυρί-κρέας δηλαδή), κρατούσαμε από ένα καλιτσούνι μαζί μας το βράδυ στην εκκλησία, έτσι μετά το Χριστός Ανέστη και τους ασπασμούς δοκιμάζαμε τα καλιτσούνια. Θυμάμαι, όμως τη γιαγιά μου που όταν έρχονταν ψημένα από το φούρνο δοκίμαζε, στην αρχή το σισάμι και ύστερα όλο το καλιτσούνι. Έλεγε μάλιστα για δικαιολογία ότι ο Χριστός αναστήθηκε το μεσημέρι. Μας άρεσε η άποψή της και καμιά φορά μπαίναμε κι εμείς στον πειρασμό. Λέτε η γιαγιά μου να είχε μακρινές ρίζες από την Κέρκυρα που τον ανασταίνουν το μεσημέρι; Μπα, βέρα Σφακιανή η Κουκουβίταινα, θα γράψω άλλη φορά δυο λόγια παραπάνω γι 'αυτήν, το αξίζει.
Έφτιαξα και φέτος καλιτσούνια, δεν είχα μαλάκα, έβαλα σκέτη μυζήθρα, με δυόσμο βέβαια,  έφτιαξα και χορτάρινα φυσικά. Από σχέδια, τα κλασικά, αλλά και τα γιορτινά της εποχής, ανασκεπαστάρια και λυχναράκια.

Επιστρέφω στην Καμηλάκη:

Κατά το διάστημα της προετοιμασίας έθιμα προχριστιανικά με χαρακτήρα λατρευτικό, εξαγνιστικό και αποτρεπτικό του κακού, που απειλεί τη βλάστηση και την παραγωγή, έχουν ενταχθεί στη χριστιανική λατρεία. Λαϊκά δρώμενα αναπαράστασης θανάτου - ανάστασης στον ελληνικό χώρο, όπως ο Ζαφείρης στην Ήπειρο, οι κήποι του Αδωνη, οι τελετουργικοί χοροί του Πάσχα και του αγίου Γεωργίου, οι κούνιες, οι επισκέψεις με όργανα στους τάφους, η συμβολική χρήση των αβγών - και μάλιστα κόκκινων, αποτελούν εκδηλώσεις της προαιώνιας προσπάθειας του ανθρώπου να συμβάλει θετικά στη διαδικασία ανανέωσης της φύσης και στην εξασφάλιση της καλής σοδειάς.

Στο χωριό, άλλες χρονιές τέτοια μέρα, τα παιδιά θα μάζευαν από μέρες ξύλα και παλιά ρούχα, θα τα στοίβαζαν στην αυλή του παλιού σχολείου και το βράδυ της Ανάστασης θα καίγανε τον Ιούδα. Σαν χθες, θ' ακούγαμε τα εγκώμια από την παπαδιά και τον παλιό δάσκαλο Βαγγέλη Κακατσάκη, κορίτσια μαυροφορεμένα ως μυροφόρες θα στέκονταν γύρω από τον Επιτάφιο, ύστερα θα πηγαίναμε όλο το χωριό στο νεκροταφείο για τις δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων. Όταν ζούσε η μάνα μου είχε έτοιμο το χαρτάκι της αίτησης για τον παπά: Αλέκου και των γονέων, Μανούσου, συβίας και των τέκνων Γιάννη και Αρχοντίας, Κώστα και των γονέων, κανέναν αγαπημένο δεν ξεχνούσε, τον άντρα και τα πεθερικά της, τους γονείς και τ' αδέρφια της, τον γαμπρό και τους γονείς του. Ζωή και θάνατος μαζί. Ηρεμούν οι ψυχές ζώντων και τεθνεώτων.
Βάζω ν' ακούσω ένα κομμάτι από το Missa Luba, κογκολέζικη λειτουργία, ένα άλλο κομμάτι της χρησιμοποίησε ο Παζολίνι στην εξαιρετική ταινία του "Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο" που είδα χτες στο κανάλι της Βουλής.
Το Πάσχα στην κορύφωση της άνοιξης, συμβολίζει την αναγέννηση της ζωής. Αύριο είναι γιορτή, λοιπόν, είναι πανανθρώπινη γιορτή που φέτος θα τη ζήσουμε παράξενα, μοναχικά, ίσως και αναστοχαστικά.

Αύριο είναι γιορτή τραγουδά η Arista Melandri από την Εμίλια Ρομάνα, την περιοχή της Ιταλίας στα σύνορα με τη Λομβαρδία. Το τραγούδι, ένα λαϊκό ιταλικό τραγούδι, ηχογραφήθηκε το 1954 στη Φεράρα (πρωτεύουσα της περιοχής) και περιλαμβάνεται σε δίσκο με τίτλο Italian Treasury: Emilia-Romagna. Τα τραγούδια του δίσκου εκείνου είχαν συγκεντρωθεί από τον Αμερικανό λαογράφο και ακτιβιστή Alan Lomax, ο οποίος άφησε ένα πλούσιο έργο με λαογραφικό υλικό απ' όλο τον κόσμο. Μπορεί κανείς να μάθει για το έργο του στον ιστότοπο http://culturalequity.org/. Τώρα, το τραγούδι αυτό περιλαμβάνεται σε έναν δίσκο μαζί με άλλα 19 από τη συλλογή του Lomax με τον τίτλο "Songs of Hard Times: Up, Over & Through (1936​-​1982)", τραγούδια, δηλαδή, δύσκολων καιρών.

Εδώ θα βρούμε το τραγούδι της γιορτής: Arista Meladri and chorus: Doman L’è Festa (Tomorrow Is A Holiday).
Αφιερωμένο σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερη αφιέρωση στους Ιταλούς γείτονές μας που δοκιμάστηκαν σκληρά σ' αυτή την πανδημία. 
Χρόνια πολλά και ... δεν ξεχνάμε: Σμύρνα και νάρδο στην Ανάσταση! 

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Σμύρνα και νάρδο στην Ανάσταση!

Νάρδο έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες τη λεβάντα, το φυτό που χρησιμοποιούσαν για καλλωπισμό και αρωματισμό (Πηγή φωτογραφίας εδώ)


«Ακου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ' τα χείλη των παιδιών
απ' την άγνοια των χελιδονιών
απ' τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ' τ' αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
.......................................
Χριστέ μου
τι θα 'τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;».

                  (Γιάννης Ρίτσος, από την Εαρινή Συμφωνία)


Σμύρνα ή μύρο που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι για τις ταριχεύσεις και για την καταπολέμηση των ψύλλων, οι Κινέζοι για τα πρηξίματα των ποδιών, οι Έλληνες για τις αντιμικροβιακές, επουλωτικές και πολλές άλλες ιδιότητες... (Πηγή φωτογραφίοας εδώ)

Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Καλή Ανάσταση




Καθαρότατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
τῆς αὐγῆς τὸ δροσάτο ὕστερο ἀστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπερνοῦσε
τ’ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη,
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε
τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ’ ἀέρι,
ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα
“γλυκειὰ ἡ ζωὴ κι ὁ θάνατος μαυρίλα”.
...................................................

Διονύσιος Σολωμός