Χρονιά Άλκης Ζέη το 2023, εκατό χρόνια από τη γέννησή της. Για τις μέρες τούτες, πενήντα χρόνια από το Πολυτεχνείο, παραθέτω ως αφιέρωμα λίγα αποσπάσματα από το εμβληματικό έργο της «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα».
[...] Το βαγόνι ταλαντεύεται επί τόπου. Η Ελένη κι ο Ευγένιος κοιτάζουν τρομαγμένοι τον Στέφανο και τον Πάνο που δεμένοι χέρι χέρι με χειροπέδες, πηδούν από το τρένο να δραπετεύσουν.
μοτέρ στοπ
- Δεν πηδάνε έτσι. Το τρένο είναι «εν κινήσει», ουρλιάζει ο σκηνοθέτης, και δεν ξέρει πως ο Πάνος έχει πηδήσει στ’ αλήθεια από τρένο εν κινήσει όταν τον είχανε συλλάβει Γερμανοί στην Κατοχή και τον μετέφεραν από ένα στρατόπεδο σε άλλο.
Ήτανε τότε δεκαεννιά χρονών και τώρα τα ΄χει καμπανιστά τα σαρανταπέντε.
Ο Πάνος σηκώνεται από χάμω, το ίδιο κι ο Στέφανος, μια και είναι δεμένοι μαζί. ανεβαίνουν ξανά στο τρένο για να Γίνει η πρόβα όπως θέλει ο σκηνοθέτης για την ίδια σκηνή.
Ο σκηνοθέτης θα ‘χει σίγουρα ακούσει τη φράση «κου ντ’ ετά ντε κολονέλ», μα πού να ξέρει πως αυτή η φράση έριξε στην υπερπαραγωγή του πέντε κομπάρσους, πέντε πολιτικούς πρόσφυγες, όπως λέγονται επίσημα. Χωρίς κάρτα εργασίας και με προβλήματα για κάρτα διαμονής. Δεν ξέρει πως η Άννα έχει μια φρέσκια ουλή κάτω από το δεξί στήθος από τα βασανιστήρια της χούντας. Δεν ξέρει πως Μόλις πριν δυο μήνες βγήκε από τη φυλακή και ήρθε κρυφά στη Γαλλία με πλαστό διαβατήριο.
[...]
Τον Πάνο τον γνωρίζει από παιδί. Εκείνη ήτανε δεκαπέντε χρονώ κι αυτός δεκαοχτώ. Στην κατοχή. Μένανε στην ίδια πολυκατοικία. Ένα πρωί την περίμενε στις σκάλες. Είχε παράξενο ύφος. «Έλα σε μια ώρα να με βρεις στην ταράτσα, στο πλυσταριό», της είπε φουριαστά και κατρακύλησε τις σκάλες. «Θέλει να με φιλήσει», συλλογίστηκε η Ελένη και πήγε από περιέργεια να δει πως είναι γιατί ακόμα δεν είχε φιληθεί με κανένα αγόρι. Τον βρήκε σκαρφαλωμένο στο γύρο της πέτρινης σκάφης. Της είπε πως αυτή ξεχώριζε από τα κορίτσια της γειτονιάς. Από την ανοιχτή πόρτα που έβγαζε στην ταράτσα φαινόντανε τα απλωμένα σεντόνια που ανέμιζαν σαν πανιά στο πέλαγος. Ο Πάνος την τράβηξε από τα χέρια να σκαρφαλώσει και αυτή στη σκάφη. «Τώρα θα με φιλήσει;» αναρωτήθηκε. Γιατί εκείνος είχε πλησιάσει το κεφάλι του πολύ κοντά στο δικό της. Άραγε έπρεπε ν’ ανοίξει τα χείλια της ή να τα κρατάει κλειστά; «Δεν νιώθεις τίποτα;» άκουσε ψιθυριστή τη φωνή του Πάνου. «Ναι», απάντησε, μα δεν ήτανε σίγουρη αν ένιωθε κάτι. Δεν τη φίλησε. Της πρότεινε να μπει στην οργάνωση και να βγούνε μαζί να γράψουνε συνθήματα στους τοίχους. «Δεν νιώθεις τους καταχτητές να σου πλακώνουνε το στήθος;» Ακούμπησε το χέρι του στο στήθος της κι άκουσε την καρδιά της που χτυπούσε δυνατά. «Το ‘λεγα πώς ξεχωρίζεις απ’ τ’ άλλα κορίτσια».
[...]
- Μ’ αυτό το νυχτικό μοιάζεις είκοσι χρονών, ξαναλέει ο Ευγένιος, που νόμισε πως Ελένη δεν πρόσεξε τι είχε πει.
Εκείνη πάει και κάθεται δίπλα του.
- Τότε, σου άρεσα λιγάκι.
Ήρθε η σειρά του Ευγένιου να ξαφνιαστεί.
- Τότε, ποιος τολμούσε! Ήσουνα η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Η Ελένη σωπαίνει.
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα!
Ποια είναι η κοπέλα;
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα
Πιάσανε την αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Βγήκε η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Έφυγε η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Απ’ όπου περνούσε. Τόσες γλώσσες, τόσες χώρες. Με διαβατήριο: αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Μέχρι τα βάθη της Ασίας. Όλο το δρόμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λίγο πιο κει από τη Σαμαρκάνδη ως την Τασκένδη, όπου έχει καταφύγει ο Αχιλλέας μετά τον εμφύλιο. Τασκέντ, όπως τη λένε ρωσικά, που το ένα της γράμμα μοιάζει με τρίαινα του Ποσειδώνα χωρίς το κοντάρι της.
[...]
Ένα χρόνο τώρα γυρνάω μ’ ένα ταγάρι και μία καθαρή κιλότα μέσα. Ένα χρόνο κοιμάμαι σε ξένα σπίτια. Κάθε μέρα κι ένας λιγότερος. Πιάσανε τη Νίνα, τον Πάνο, τον Ευγένιο. Ήτανε δέκα μικροί νέγροι κι έμεινε ένας, εγώ, απ’ όλη τη συντροφιά. Αυτό είναι το χειρότερο, χωρίς φίλους. Κάθε τόσο συναντάω τη Λίζα στα βιαστικά, να μου φέρει κανένα ρούχο και λεφτά. Έχει, λέέι, βάλει πάνω στη βιβλιοθήκη μόλις μπαίνεις στο χολ του σπιτιού μας τη φωτογραφία του πατέρα με τα παράσημα από τον πόλεμο. Να γυρίσω σπίτι κι αν έρθουν να ψάξουν, μπορεί να τους σταματήσει ο νεκρός ήρωας της Αλβανίας. Δεν θα τους σταματήσει τίποτα. Δεν είμαι η κόρη του ήρωα, είμαι η αρραβωνιαστικιά του συμμορίτη. «Πού θα μείνεις απόψε;» ρωτάει ανήσυχα η Λίζα. «Έχω κάπου». Δεν έχω πουθενά. Είναι απόγευμα κι ακόμα δεν ξέρω πού θα περάσω αυτή τη νύχτα. Δεν ξέρω ποια πόρτα να χτυπήσω. «Μπορώ; Γι’ απόψε μονάχα;» Χτύπησα την πόρτα της Έρσης. Με την Έρση καθόμασταν 12 χρόνια στο ίδιο θρανίο. Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε μαζί, πότε στο σπίτι της, πότε στο δικό μας. Άνοιξε την πόρτα η ίδια και με κράτησε στο κεφαλόσκαλο. Δεν μου είπε Φοβάμαι. Δεν είπε οι δικοί μου δεν θα θέλουν. Μόνο: «Φύγε, φύγε». Δεν έφυγα αμέσως. Δεν ξέρω γιατί. «Εσείς που παίρνετε τα παιδιά και τα κάνετε γενίτσαρους, εσείς που σφάζετε…» Φεύγω χωρίς να της πω: «Εμάς που μας στήνετε στον τοίχο…» Στάθηκα για λίγο βουβή μπροστά στην κλειστή πόρτα.
Στην πρώτη δημοτικού, την πρώτη μέρα του σχολείου, δυο κοριτσάκια κάθονται παράμερα, φοβισμένα. Η Έρση και η Δάφνη. Σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, τα δάχτυλά μας βρέθηκαν πλεγμένα. Μείναμε έτσι 12 χρόνια. Όχι, δεν ερχότανε μαζί μου να γράψουμε στους τοίχους, μα βοηθούσε στα μαθητικά συσσίτια. Τον Δεκέμβρη του ‘44 μας χώρισαν αδιαπέραστα σύνορα. Έμενε προς τη μεριά που ήταν οι Εγγλέζοι και οι άλλοι. Όταν τη συνάντησα μετά, μου μιλούσε για κουβάδες μάτια. Έλεγα πως τρόμαξε και θα της περάσει. Τώρα το μίσος στα μάτια της Έρσης, το μίσος στη δική μου ψυχή. Τώρα ο εχθρός είναι η Δάφνη. Τώρα ο εχθρός είναι η Έρση.
[...]
Η εκκλησία είναι μικρή, ο κόσμος στριμώχνεται και όλο καταφθάνουν κι άλλοι. Όλοι σχεδόν οι πολιτικοί πρόσφυγες του Παρισιού μαζεύτηκαν για το στερνό αντίο στον Οθέλλο. Ο πρώτος νεκρός. Το Λιοντάρι του Ντανφέρ φοράει μπλε σκούρο κοστούμι, σαν κι αυτό που είχε φέρει επιτέλους ο Αχιλλέας από ένα ταξίδι στην «έδρα» και μαύρη γραβάτα. Κρατάει τον λόγο του γραμμένο κι αρχίζει: «Το θέατρο έχασε έναν πρωταγωνιστή και ο αγώνας μας έναν αγωνιστή…»
[...]
Τα χέρια του Ευγένιου είναι λεπτά, με μακριά δάχτυλα και ροζ οβάλ νύχια. Τα κοιτάζω, έτσι που τα έχει ακουμπισμένα στο γύρο του παράθυρου. Ήθελε να γίνει χειρουργός, δεν πρόλαβε. Κανείς από τη γενιά μας δεν πρόλαβε. Μας προλάβαιναν άλλα. Πόλεμος. Δεκέμβρης, εμφύλιος, δικτατορία. Όλο τα παλιά θυμόσαστε. Μας βαριούνται. Δεν λέμε να τα ξεχάσουμε, είναι όλη μας η ζωή. Πόσες φορές είπαμε να τη φτιάξουμε από την αρχή! Δεν είναι το κουράγιο που μας έλειψε. Πώς το λέγαμε, Ευγένιε, τότε το «κάνω έρωτα»; Το ξεχάσαμε. Ίσως, όμως, αυτό το ξεχασμένο… Όχι, όχι ο Ντιντιέ. Είναι τόσο ξένος. Με σένα είμαστε το ίδιο. Θα μιλάς για τις διαγραφές σου, θα σου λέω για τον Αχιλλέα, όταν μάζευα τις τρίχες από το σαμαροσκούτι του. Μετά, για την Τασκένδη, για το κορίτσι με τον πυράκανθο του Ζαν-Πωλ, για τον Ζαν-Πωλ που δεν έγινε μεγάλος ζωγράφος. Θα σου γνωρίσω τον Φράνκο και τη Λάουρα, που θα ‘ρθουν την άλλη βδομάδα να μας δουν, θα τους αγαπήσεις. Κι όταν η δικτατορία φύγει … καλά, όταν τους διώξουμε … με σένα, βλέπεις, δεν θα με πειράζει, γιατί το ξέρω, μόλις κάνω να γδυθώ, θα φανεί στην πλάτη μου, σαν τη σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό που βάζαμε στη βασιλόπιτα, χαραγμένο για πάντα: Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
μοτέρ στοπ
Δεν διάλεξα τυχαία το συγκεκριμένο βιβλίο της Άλκης Ζέη. Περιγράφει γλαφυρά την ιστορία μιας παρέας νέων ανθρώπων, αλλά και συμβολικά τη μοίρα του τόπου μας, αλλά και της αριστεράς τα χρόνια από τον εμφύλιο και πέρα. Το «τρένο εν κινήσει» μου ΄φερε στο μυαλό το σημερινό «κόμμα εν κινήσει». Έτσι αποκάλεσε κάποια στιγμή ο Αριστείδης Μπαλτάς τον Σύριζα, έτσι επιγράφεται ο συλλογικός τόμος που κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Παραθέτω μια πρόταση από την περιγραφή του:
Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν πρόκειται για ένα νέο παράδειγμα αριστερής πολιτικής ή για το πέρασμα στην άλλη όχθη, ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος εξουσίας - ή για έναν "πειραματισμό" σε μια εποχή όπου οι πολιτικές ταυτότητες μοιάζουν πιο ρευστές από ποτέ, επιτρέποντας να αναδύονται μορφολογίες ακατάτακτες.
Φοβάμαι πως οι πειραματισμοί ζάλισαν, χάλασε η μηχανή στο κόμμα εν κινήσει... Κρίμα στις ελπίδες!
Χαλασμένη, όμως, είναι η μηχανή και συνολικά στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της χώρας,
- όταν αφιέρωσαν τόσες ώρες στη Βουλή με ανούσιες τελικά συζητήσεις και αντεγκλήσεις στο θέμα της εξεταστικής για το έγκλημα των Τεμπών, μ' έναν κορυφαίο κυβερνητικό παράγοντα (Βορίδη) να προγράφει το αποτέλεσμα των ερευνών και μια αδύναμη αντιπολίτευση να μην μπορεί να βρίσκει κοινά σημεία σε τέτοια τραγικά ζητήματα,
- όταν μια πρώην υπουργός παιδείας επισείει «κινδύνους» από την επέλαση των «σκουρόχρωμων» στην Ευρώπη, ενώ σε λίγες μέρες φονεύεται από αστυνομικό ένας 17χρονος μαθητής με τον χαρακτηρισμό «17χρονος ρομά» και ο αρμόδιος υπουργός επικαλείται «ανωμαλίες» λόγω «απείθειας»,
χαλασμένη η μηχανή και παγκόσμια,
- όταν η κλιματική κρίση όλο και απλώνεται και βαθαίνουν οι διακρίσεις, οι διαιρέσεις, οι ανισότητες στον κόσμο,
- όταν οι συνεννοήσεις μεταξύ κρατών βασίζονται στα συμφέροντα των μεγάλων και στις αγοραπωλησίες όπλων, όταν σκοτώνονται άμαχοι και χιλιάδες παιδιά ανάμεσά τους και η επίκληση της ανθρωπιστικής βοήθειας ακούγεται μόνο σαν ειρωνεία στ' αυτιά μας, όταν καταστρέφονται πολιτισμοί και η ίδια η μνήμη, συλλογική και ατομική, όταν η ειρήνη γίνεται ζητούμενο χωρίς αντίκρυσμα...
Η Άλκη Ζέη αγαπούσε τα παιδιά και τα παιδιά την αγαπούσαν, τους έλεγε ωραίες ιστορίες από το σήμερα και από το χθες. Τα παιδιά και τα εγγόνια θέλουν ν΄ακούνε ιστορίες.
Σαν κι αυτή που έχω στο μυαλό μου σήμερα, τι έγινε εκείνη την Τετάρτη του Νοέμβρη 1973, θυμάμαι τη μορφή του ωραίου Κρητικού, του Νίκου Ξυλούρη, ανέβηκε στα σκαλιά του κτιρίου της Πρυτανείας στο Πολυτεχνείο, τραγούδησε το Πότε θα κάνει ξαστεριά και τραγουδούσαμε μαζί, από τις ωραιότερες, τις πιο συγκλονιστικές εικόνες που κρατώ πάντα ζωντανές.
...................................................................................
Σημείωση
Τα αποσπάσματα από το μυθιστόρηαμ της Άλκης Ζέη είναι από την τρίτη έκδοση του βιβλίου στις εκδόσεις Κέδρος (1987) που έχω στη βιβλιοθήκη μου, ενώ στον ίδιο εκδοτικό είχε κάνει 34 εκδόσεις μέχρι το 2008. Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.