Τι είναι η ζωή; Ένα ψέμα, μια αυταπάτη, μια χίμαιρα, μια σκιά. Στιγμή στου απείρου το χάος είναι απ' ότι φαίνεται μεγάλη. Γιατί η ζωή είν' ένα όνειρο, τι άλλο! Και τα όνειρα, είναι όνειρα του ονείρου.
Λόγια του Ισπανού δραματουργού και ποιητή του 17ου αιώνα Πέδρο Καλντερόν δε λα Μπάρκα από το θεατρικό έργο του «Η ζωή είναι όνειρο». Το αντέγραψα από το βιβλίο που διάβασα πρόσφατα και απηχεί τον ψυχισμό και την προσωπικότητα της γυναίκας που περιγράφει. Πρόκειται για το βιβλίο «Η μοναδική Μαρία Καζαρές» της Γαλλίδας συγγραφέα Ανν Πλανταζενέ που αφηγείται τη ζωή της σπουδαίας Ισπανογαλλίδας (ή Γαλλίδας με Ισπανική καταγωγή) ηθοποιού Μαρία Καζαρές. Η Μαρία ήταν Ισπανίδα, γεννημένη το 1922 στην Κορούνια της Ισπανίας. Ο πατέρας της, Σαντιάγο Κασάρες Κιρόγα, ήταν πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας. Πολλοί δημοκρατικοί τον θεωρούσαν ανίκανο και δειλό πολιτικό, ενώ οι εθνικιστές «εχθρό της ενωμένης μεγάλης και ελεύθερης Ισπανίας του Φράνκο».
Η Μαρία έφυγε με τη μητέρα της από την Ισπανία το 1936.
Αυτή είναι η Μαρία Βικτόρια Κασάρες Πέρεθ αλλά όλοι τη φωνάζουν Βιτολίνια, εκτός από τον πατέρα της που προτιμά το Βίτολα. Είναι ξαπλωμένη σε ένα παγκάκι στο σιδηροδρομικό σταθμό του Περτύς στα ανατολικά Πυρηναία, με το κεφάλι στον μηρό της μητέρας της, φοράει ένα κοντό πανωφόρι με επένδυση και μποτίνια και γύρω από τα μαύρα της μαλλιά, πλεγμένα σε κοτσίδα, έχει δεμένη μια ανοιχτόχρωμη κορδέλα. Είναι ένα πρωί το Νοέμβρη του 1936, χαράματα. Παρά τα ζεστά και άριστης ποιότητας ρούχα τους, το κρύο πιρουνιάζει τα κόκαλα τους και στο τρένο από τη Βαρκελώνη που τις έφερε ως τα σύνορα δεν κοιμήθηκαν όλη νύχτα, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που το κορμί της μητέρας τινάζεται από σπασμούς, από συσπάσεις, κάνοντας κάθε τόσο το κεφάλι της Βιτολίνιας να δονείται. Η Γκλόρια Πέρεθ Κασάρες, στητή, με το όμορφο πορσελάνινο πρόσωπό της ανέκφραστο και τα μάτια της, διάφανου μπλε χρώματος, καρφωμένα σ' ένα σημείο που μονάχα εκείνη μπορεί να δει, κλαίει. Μοιάζει με εξόριστη Ρωσίδα πριγκίπισσα, με τα ξανθά λεπτά μαλλιά της, κομμένα σε κομψό καρέ, και τον σωρό από βαλίτσες από δέρμα χοίρου δίπλα της, με τη μοναχοκόρη της ξαπλωμένη πάνω της στα δεξιά της κι έναν νεαρό να έχει πάρει την ίδια στάση στα αριστερά της. [...]
Η Βιτολίνια για πρώτη φορά βρίσκεται μακριά από την πατρίδα της την Ισπανία. Είναι τα πρώτα της λεπτά στη Γαλλία, σ' ένα μικροσκοπικό σιδηροδρομικό σταθμό όπου ένα μεγάφωνο μεταδίδει κατ' επανάληψη ένα τραγούδι του οποίου καταλαβαίνει κάποια λόγια από το ρεφραίν: Tout va très bien, Madame la Marquise. 1
Η Μαρία και η Γκλόρια, η μητέρα της, νόμιζαν ότι θα έφευγαν για λίγο διάστημα στη Γαλλία, ίσως για λίγους μήνες, ώσπου να φτιάξει η κατάσταση στη χώρα τους, πίστευαν ότι η ισπανική δημοκρατία είχε γερά θεμέλια και πολλούς υποστηρικτές. Αυτή δεν είναι η προσμονή όλων των προσφύγων, και τελικά η μοίρα τους να πεθαίνουν σε ξένο τόπο;
Οι χώρες που ο πατέρας της ισχυριζόταν πως ήταν φιλικές, ανάμεσά τους και το Λαϊκό μέτωπο του Λεόν Μπλουμ, ψήφισαν ένα σύμφωνο μη παρέμβασης και οι εθνικιστές προμηθεύονταν όπλα από τη Γερμανία. Η δημοκρατική Ισπανία εγκαταλελειμμένη στη μοίρα της. Η κόρη κι ο νεαρός είναι ξαπλωμένοι στο παγκάκι, σαν να αιωρούνται μερικά εκατοστά πάνω απ' το έδαφος, μονάχα της μητέρας τα πόδια πατάνε στο χώμα της Γαλλίας.
Έτσι περιγράφει συνοπτικά την ηρωίδα της η Πλανταζενέ:
Αν μονάχα
ήταν ο πατέρας της εδώ... Ο πατέρας της ο Σαντιάγο Καζάρες Κιρόγα, που
διετέλεσε πολλάκις υπουργός, ο τελευταίος πρόεδρος του υπουργικού
συμβουλίου της δεύτερης ισπανικής Δημοκρατίας πριν από το πραξικόπημα
του Φράνκο στις 18 Ιουλίου του 1936, κατηγορούμενος σύμφωνα με την
επίσημη εκδοχή, την οποία η κόρη του δεν αποδέχεται, ότι αρνήθηκε να
δώσει όπλα στους εργάτες, αδυνατώντας να διαχειριστεί την κατάσταση με
την ανικανότητά του να ευθύνεται για την έναρξη του εμφυλίου. Ο πατέρας
της που πέθανε εξόριστος, τέσσερα χρόνια μετά τη γυναίκα του του 1950,
αποκηρυγμένος, αποδοκιμασμένος, τη χρονιά του Ορφέα. Ορφανή. Αυτός ο
πόνος δεν θα υποχωρήσει ποτέ. Ο πατέρας της πέθανε στο δωμάτιο της, σ'
εκείνο το δωμάτιο που του είχε παραχωρήσει στο τέλος, στο κρεβάτι της. Η
Μαρία δεν φοβάται τα φαντάσματα. Από φαντάσματα είναι γεμάτα η Γαλικία
και τα παραμύθια της παιδικής της ηλικίας, τα φαντάσματα αποτελούν μέρος
της ζωής όπως ακριβώς και τα όνειρα, οι αναμνήσεις, οι τύψεις και ο
θάνατος. Η Μαρία αποδέχεται πλήρως την παρουσία αυτών των άυλων σωμάτων,
όπως αποδέχεται και τη ζωή με οτιδήποτε αυτή εμπεριέχει, χωρισμούς,
στιγμές δόξας, πένθος [...] Ο Καμύ την ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε
άλλον. Λέει πως η Μαρία διακατέχεται από το δαιμόνιο της ζωής. Τρώει σαν λύκος, γελάει εκκωφαντικά , είναι φλογερή στον έρωτα,
κοιμάται βαριά, για ώρες, συνεχόμενα, ο ύπνος της είναι ανανεωτικός.
Η Μαρία έγινε σπουδαία ηθοποιός, διάσημη, φωτογραφίες της βρίσκονται σε όλα τα περιοδικά, γράφουν για τη νεαρή εξόριστη Ισπανίδα με τα πράσινα μάτια που θριάμβευσε στηΝτίαρντρη των θλίψεων2, την περιγράφουν να έχει ύψος 159 ή 161 ή ακόμα 156.
Έπαιξε στον κινηματογράφο σε ταινίες του Καρνέ, του Μπρεσσόν, του Κοκτό, στο πλευρό του Ζεράρ Φιλίπ ή του Ζαν Μαρσαί και άλλων. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στο θέατρο, ιερό τέρας, τεράστια τραγωδότην αποκαλούσαν. Έμεινε στην ιστορία η ερμηνεία της στo ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ που ανέβηκε στο φεστιβάλ της Αβινιόν το 1956 σε σκηνοθεσία του Ζαν Βιλάρ (Jean Vilar). Ο τύπος ήταν διθυραμβικός, σαν αναμμένη δάδα η φωνή της έγραφαν. Στα ημερολόγιά της είχε σημειώσει τη φράση «Η κόλαση είναι σκοτεινή» από το έργο, προφανώς μαρτυρώντας δικές της σκέψεις και ανησυχίες.
Το 1944 γνώρισε τον Αλμπέρ Καμύ. Ήταν μια αγάπη που κράτησε μέχρι το θάνατο του δεύτερου το 1960. Ο Καμύ ήταν παντρεμένος, απέκτησε παιδιά, ο έρωτάς τους ήταν κρυφός, οι συναντήσεις τους αραιές, πέρασαν τέσσερα χρόνια χωριστά, αλλά ξανάσμιξαν. Γράφει στο ημερολόγιό της: «η αγάπη μας δεν έχει άλλο στήριγμα από την ίδια της την ύπαρξη, χωρίς σκοπό, χωρίς ελπίδα, χωρίς λόγο». Κι αλλού: «αν έχουμε αγαπήσει κάποιον κάποτε, τότε δεν είμαστε ποτέ πια μόνοι».
Στα τέλη του 1959 είχαν καιρό να σμίξουν. Θα ξανανταμώνανε το Γενάρη, έτσι είχαν σκοπό. Θα φορέσει το μαύρο αδιάβροχο και το καπελάκι που μόλις αγόρασε εκ μέρους του Αλμπέρ, πρώιμα χριστουγεννιάτικα δώρα.
Όμως εκείνη η συνάντηση του Γενάρη δεν έγινε ποτέ.
Αναρωτιόταν παλαιότερα σ' ένα γράμμα της η Μαρία: Ακόμη κι ο θάνατος είναι άραγε ικανός να μας χωρίσει; Κι εκείνος της απαντούσε: Όχι, ο θάνατος δε χωρίζει, απλά ανακατεύει λίγο περισσότερο στον άνεμο τη στάχτη των σωμάτων που είχαν ενωθεί ήδη ως τα βάθη της ψυχής τους.
Η Μαρία δεν είναι απ' τις γυναίκες που τις παντρεύονται. Είναι η μνηστή των νεκρών, η σκοτεινή βασίλισσα, η λαίδη Καμία. Τακτοποίησε τα γράμματα του Αλμπέρ σε ένα σεντούκι, τα γράμματα που της έστελνε εκείνος και τα γράμματα που του έγραφε αυτή, τα οποία ο Ρενέ Σαρ ανέβηκε και τα πήρε από την γκαρσονιέρα της οδού Σαναλέιγ με το που πληροφορήθηκε το φρικτό μαντάτο και της τα πήγε στην οδό Βοζιράρ για να μην πέσουν σε ξένα χέρια. Όλα τα γράμματα που αντάλλασσαν επί δεκάξι ολόκληρα χρόνια. Με το τελευταίο να φτάνει στα χέρια της την επομένη του θανάτου του.
Περνούν πολλά ονόματα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ονόματα που πέρασαν από τη ζωή της Μαρία Καζαρές. Ας αναφέρω μερικά, για πολλά από τα οποία δίνει ενδιαφέρουσες συμπληρωματικές πληροφορίες ο μεταφραστής Γιάννης Στρίγκος: Μάριος Πράσινος, ζωγράφος και χαράκτης με επιρροές από τον σουρεαλισμό, γεννημένος από Έλληνες γονείς, ο συνθέτης Μορίς Ζαρ, ο Ζεράρ Φιλίπ, ο Αντρέ Ζιντ, ο Ζαν Ζενέ, η Ανιές Βαρντά, ο Αντρέ Μαλρό, ο τσιγγάνος καλλιτέχνης του καμπαρέ Νταντέ ή Αντρέ Σλεσσέρ,4 που «χαμογελά σαν τον Πιερότο του φεγγαριού»3και που υπήρξε φίλος και σύζυγός της και πολλοί άλλοι.
Η Μαρία Καζαρές πέθανε στο Λα Βερν στις 22 Νοεμβρίου του 1996, μια μέρα
αφότου έκλεισε τα 74. Ο τάφος της βρίσκεται στο νεκροταφείο του Αλλού (Alloue) και το σπίτι της, το οποίο κληροδότησε στην κοινότητα, έχει γίνει τόπος
δημιουργίας και διαμονής για ηθοποιούς του θεάτρου, σπίτι του
ηθοποιού δηλαδή. Το 2010 έδωσαν το όνομά της στο ευρωπαϊκό τμήμα της Γαλλικής
υπηρεσίας προσφύγων και Απάτριδων.
Δεν είχε απαρνηθεί ποτέ την Ισπανική ταυτότητα, είχε όμως δηλώσει ότι δεν θα πήγαινε στη γενέτειρα όσο ζούσε ο Φράνκο. Ήταν 19 Ιουλίου του 1976 όταν για πρώτη φορά επέστρεφε στην Ισπανία, είχε φύγει δεκατεσσάρων, επέστρεφε στα πενήντα τρία. Ο Φράνκο ήταν ήδη νεκρός από τις 20 Νοεμβρίου του 1975. Είχαν όμως περάσει πολλά χρόνια από το φευγιό της, παρά την υποδοχή και τις επιτυχίες, ένιωθε ξένη. Μόλις επέστρεψε στη Γαλλία, έκανε αίτηση για τη γαλλική υπηκοότητα. Έγραφε:
Θέλησα να παραμείνω Ισπανίδα όσο καιρό ήμουν πρόσφυγας έτσι ώστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να μοιράζομαι με τους συμπατριώτες μου ένα κοινό πεπρωμένο όμως πάντα είχα στο νου μου πώς τη μέρα που θα μπορούσα να γυρίσω πίσω στην Ισπανία τότε θα γινόμουν Γαλλίδα Ακόμη και αν χρειαζόταν να εγκατασταθώ στην Ισπανία.
Νομίζω άξιζε η ανάγνωση του βιβλίου. Η Ανν Πλανταζενέ μελέτησε με προσοχή τα αρχεία της Καζαρές που της εμπιστεύτηκε η κόρη του Καμύ και που εκείνη τα είχε αποκτήσει από την ίδια την Καζαρές. Το βιβλίο που παρέδωσε ήταν μια περιήγηση όχι μόνο στη ζωή και τη δράση της Μαρία Καζαρές, αλλά και σε σημεία της ιστορίας, των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων και της κουλτούρας στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα.
Πρέπει να σημειώσω επίσης την πολύ καλή μετάφραση και συνολική επιμέλεια με συμπληρωματικές πληροφορίες στις υποσημειώσεις από τον μεταφραστή Γιάννη Στρίγκο για πρόσωπα που αναφέρονται μέσα στο κείμενο, πρόσωπα του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής.
1 Όπως σημειώνει ο μεταφραστής, πρόκειται για το πολύ μεγάλη προπολεμική επιτυχία στη Γαλλία με τον τίτλο του γραμμένο από τον γνωστό σύνθετη της εποχής Πολ Μισρακί. Στους σατιρικούς στίχους ο μπάτλερ της μαρκησίας της ανακοινώνει όλες τις καταστροφές που τη βρήκαν κατά τη διάρκεια της απουσίας της, καθησυχάζοντας την όμως πάντα στο τέλος με τη φράση όλα βαίνουν πολύ καλώς κυρία...
2Πρόκειται για το θεατρικό έργο με τον αγγλικό τίτλο "Deirdre of the Sorrows", γραμμένο το 1909, στο οποίο ο Ιρλανδός δραματουργός John Millington Synge αναπλάθει έναν παλιό κέλτικο μύθο.
3 Ο «Πιερότος του φεγγαριού» (ή «Φεγγαρίσιος Πιερότος» από το πρωτότυπο στα γαλλικά "Pierrot Lunaire") είναι το πρώτο ατονικό αριστούργημα του Άρνολντ Σένμπεργκ βασισμένο σε μια σειρά ποιημάτων του Βέλγου ποιητή Άλμπέρ Ζιρό (Albert Giraud). Όπως διαβάζουμε σε πρόγραμμα της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, στο έργο κυριαρχούν οι αντιφάσεις, ο Πιερότος είναι ήρωας και παλιάτσος, άνδρας που τον υποδύεται μια γυναίκα, τραγουδά και ταυτόχρονα μιλά για τον έρωτα, τη θρησκεία, τη βία, όλα όσα περιστοιχίζουν διαχρονικά τον άνθρωπο και τροφοδοτούν τη κάθε του πράξη. Αξεπέραστος πιερότος του φεγγαριού σε θεατρικές παραστάσεις υπήρξε ο διάσημος μίμος Μαρσέλ Μαρσό.
4 Ο André Schlesser, γνωστός ως Νταντέ (Dadé) ήταν τραγουδιστής, μίμος και καλλιτέχνης του καμπαρέ. Με τον Μαρκ Σεβαλιέ είχαν δημιουργήσει το ντουέτο Marc Et André.
Έλεγε ο πατέρας: Η τέχνη είναι σαν ψωμί, τόσο την έχουμε ανάγκη. Μικρή τον πίστευα. Έπειτα δεν μπορούσα να τον πιστεύω. Τον έβλεπα και τον λυπόμουνα. Μετά τον μισώ... Τώρα, δεν ξέρω. Όχι, δεν μου χρειάζεται η τέχνη. Καμιά τέχνη. Πονάω πολύ βλέπω φιλμ. Και τραγούδια πονάνε. Μπορώ μόνο ακούω μουσική. Πατέρας αγαπούσε Ρίχτερ. Εγώ αγαπάω Γκλεν Γκουλντ. Έχεις ακούσει; Μπαλάντες και ραψωδίες του Μπραμς... Το βλέπω στο βλέμμα σου. Αλλοδαπή πουτάνα και ακούσει Μπραμς; Οκέι, τώρα δεν ακούω. Ξέρω όμως ότι μπορώ να ακούω. Τον είχα ζητήσει στη δεύτερη εγκυμοσύνη. Η κυρία (μιμείται:) πο, πο... τι χαρά, το παιδί μας ακούει Μπραμς! Σας αρέσει ο Μπραμς; Μυθιστόρημα Φρανσουάζ Σαγκάν, έπειτα φίλμ με αγαπημένη ηθοποιό...
Σας αρέσει ο Μπραμς; Μυθιστόρημα από Φρανσουάζ Σαγκάν το 1959 (Ζαχαρόπουλος, 1995 και νεότερο από εκδόσεις Αγγελάκη, 2018),
κι έπειτα το φιλμ "Σας αρέσει ο Μπραμς;"με αγαπημένη ηθοποιό, την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η εξαιρετική ταινία του Ανατόλ Λίτβακ, ασπρόμαυρη γαλλική, Παρίσι, 1961, με Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Ιβ Μοντάν, Άντονι
Πέρκινς, Μισέλ Μερσιέ, Γιούλ Μπρίνερ, Ζαν Πιέρ Κασέλ.
Κι ύστερα, μετά τη δεκαετία του '90, ο μονόλογος "Σας αρέσει ο Μπράμς;" της Μάρως Δούκα, για τα κορίτσια που ήρθαν στην Ελλάδα να βρουν καλύτερη τύχη, που αγαπούσαν κάποτε τον Μπραμς, που αν και δεν τον ακούνε τώρα πια, ξέρουν ότι μπορούν να τον ακούσουν
Με βλέπεις και βλέπω τη λύπη στα μάτια σου. Εσύ τι βλέπεις στα μάτια μου; Πρόσεξέ την, εκεί. (Δείχνει προς τη μεριά του κοινού:) Ρωσίδα. Βλέπεις ομορφιά; Σε δυο τρία χρόνια θα είναι αγνώριστη. Και η Μολδαβή θα είναι αγνώριστη και η Βουλγάρα. Σπάει νωρίς η γυναίκα… Αν δεν ήμουνα αυτή, όχι μπλε μάτια, δε θα
με διαλέγανε μάνα στα παιδιά τους. Όχι μάνα... Ζώο που γεννάει, κι
ύστερα παίρνει η άλλη το παιδί αγκαλιά.
Αν τα θυμάμαι τα
παιδιά μου; (Παύση)*
Κι ύστερα, το ίδιο, στην ομότιτλη παράσταση της Ομάδας Τέχνης το 2000, σε σκηνοθεσία Κυριάκου Κατζουράκη, με την Κάτια Γέρου στον τραγικό μονόλογο της γυναίκας από τη Ρωσία που άκουγε κάποτε και που ακόμη θα μπορούσε ν' ακούει Μπραμς.
Κοινό σημείο σε όλα τα παραπάνω έργα η τρίτη συμφωνία του Μπραμς. Εδώ, με τη Φιλαρμονική της Βιέννης και τον Λέοναρντ Μπερνστάιν.
Επειδή όμως, από τον Μπραμς, αγαπάμε και τους Ουγγρικούς χορούς, ας τους ακούσουμε εδώ
και μπορείτε ν' απομονώσετε στο 47:37 τον χορό αρ.21.
Πάλι, τον ίδιο χορό, γιατί όχι και στην εκδοχή με μπουζούκι, όπως τον εμπνεύστηκε ο δικός μας Θανάσης Πολυκανδριώτης;**
Ο Γιοχάνες Μπραμς γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από πολλά χρόνια στο Αμβούργο (7 Μαϊου 1833 – 3 Απριλίου 1897).
* Τα αποσπάσματα του πεζογραφήματος "Σας αρέσει ο Μπράμς" της Μάρως Δούκα είναι από τη συλλογή "γιατί εμένα η ψυχή μου" (Πατάκης, 2012). Το ίδιο περιέχεται στον συλλογικό τόμο με τρεις θεατρικούς μονόλογους "Μπλε μελαγχολία. Σας αρέσει ο Μπραμς; Άλτιν" των Μάνου Ελευθερίου, Μάρως Δούκα και Μένη Κουμανταρέα αντίστοιχα (Κέδρος, 2007).
Σαν σήμερα, πέντε γλώσσες επικοινωνίας των ανθρώπων έχασαν πέντε σπουδαία τέκνα τους. Αυτός σκέφτηκα να ήταν ο τίτλος της σημερινής ανάρτησης, αληθινά παράξενος, όμως δεν θα μπορούσα με άλλο σύντομο και περιεκτικό τρόπο να περιγράψω το "σαν σήμερα έφυγαν" της 29ης Μαρτίου. Σαν σήμερα, λοιπόν, έφυγαν ο θεατρικός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, ο μουσικός Καρλ Ορφ (Carl Orff), ο ζωγράφος Ζωρζ Σερά (George Seurat) και ο ορολόγος Ευγένιος Βίστερ (Eugene Wüster). Υπηρέτησαν και οι πέντε από το δικό τους μετερίζι μια γλώσσα επικοινωνίας των ανθρώπων. Γιατί, τι άλλο από γλώσσα επικοινωνίας είναι το θέατρο, η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική και φυσικά η ορολογία.
Ξεκινώντας από τα τέσσερα πρώτα, τις τέχνες, καθεμιά είναι κάτι σαν γλώσσα μέσα στη γλώσσα που γνωρίζουμε και μιλούμε, αποτελούν συστήματα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων χρησιμοποιώντας τους δικούς τους ιδιαίτερους κώδικες: το σώμα, τη φωνή, τις νότες, τον ρυθμό, την εικόνα, το χρώμα, και πάλι τον ρυθμό, τον ελλειπτικό λόγο, γλώσσες όλες που δύσκολο καμιά φορά να μεταφραστούν σε λόγια της φυσικής γλώσσας. Κι όμως, οι κώδικες αυτοί είναι και κωδικοί που άμα τους ξεκλειδώσεις γίνονται βάλσαμο στα μάτια, στο νου και στην ψυχή. Και βέβαια, η Ορολογία, ως επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τους όρους, δηλαδή με τους κώδικες επικοινωνίας σε ένα ειδικό θεματικό πεδίο, έχει ως κατεξοχήν σκοπό την περιγραφή και κατανόηση, εντέλει την επικοινωνία.
Παρακάτω, προτείνω κάποια, ενδεικτικά μόνο, έργα των παραπάνω, επιλέγοντας από αυτά που βρίσκονται στο σπίτι μου.
Ιάκωβος Καμπανέλλης (2 Δεκεμβρίου 1921 - 29 Μαρτίου 2011)
Επέλεξα ένα κομμάτι που μ' αρέσει πολύ από το θεατρικό έργο του 1963 Η γειτονιά των αγγέλων, "Το ψωμί είναι πάνω στο τραπέζι", όπου, μάλιστα, τους στίχους έγραψε ο ίδιος ο Καμπανέλλης.
Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του ληστή να πιει
Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του Χριστού να πιει
Δώσε μάνα του διαβάτη
του Χριστού και του ληστή
δώσε μάνα να χορτάσει
δωσ’ του αγάπη μου να πιει
Μίλτος Σαχτούρης ( 29 Ιουλίου 1919 – 29 Μαρτίου 2005)
Από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς ποιητές μας, επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό αλλά με δικό του ξεχωριστό ύφος. Έχω την έκδοση Ποιήματα 1980-1998 (Κέδρος, 2001) που μου είχε χαρίσει το 2002 στη γιορτή μου η αγαπημένη Άννα Σολωμού (έχω γράψει τόσα γι' αυτήν). Εδώ περιέχονται οι ποιητικές συλλογές "Χρωμοτραύματα" (1980), "Εκτοπλάσματα" (1986),
"Καταβύθιση" (1990), "Έκτοτε" (1996) και "Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια"
(1998). Σε μια σημείωσή μου, σ' ένα περιθώριο του βιβλίου, βρίσκω πως είχε δηλώσει ο ίδιος ότι η συλλογή "Με το πρόσωπο στον τοίχο" ήταν το καλύτερό του έργο (είχε εκδοθεί το 1952).
Αντιγράφω το ποίημα Η αγρύπνια από την τελευταία συλλογή του βιβλίου, αφιερωμένη στη Γιάννα (υποθέτω πως πρόκειται για τη σύντροφό του και ζωγράφο Γιάννα Περσάκη).
Όλοι κοιμούνται
κι εγώ ξαγρυπνώ
περνώ σε χρυσή κλωστή
ασημένια φεγγάρια
και περιμένω να ξημερώσει
για να γεννηθεί
ένας νέος θεός
μες στην καρδιά μου
την παγωμένη
από άγρια φαντάσματα
και τη μαύρη πίκρα.
Carl Orff (10 Ιουλίου 1895 – 29 Μαρτίου 1982)
Τον γνωρίσαμε από τα Κάρμπινα Μπουράνα στη σύγχρονη διασκευή τους, περισσότερο ως το σήμα κατατεθέν των μεγάλων συγκεντρώσεων του Ανδρέα Παπανδρέου στις αρχές της δεκαετίας του '80. (Έχει ενδιαφέρον ένα σχετικό άρθρο εδώ). Στην πραγματικότητα, βέβαια, πρόκειται για πολύ παλιά ποιήματα, χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα, μερικά δε είχαν και νότες, ήταν δηλαδή τραγούδια. Εγώ τα γνώρισα το μακρινό 1982 σε μια επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο Blackwell στην Οξφόρδη. Βρήκα σ' ένα πάγκο τον δίσκο βινυλίου, τον άκουσα και τον αγόρασα.
Έχω πάντως και τα σύγχρονα Κάρμπινα Μπουράνα, την Καντάτα του Ορφ, με την Ευρωπαϊκή Φιλαρμονική Ορχήστρα και μαέστρο τονHymisher Greenburg. Ή αν θέλετε να την ακούσετε από το Διαδίκτυο, θα διάλεγα την εκτέλεση από τη Συμφωνική Ορχήστρα και τη Χορωδία του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (εδώ).
George-Pierre Seurat (2 Δεκεμβρίου 1859 – 29 Μαρτίου 1891)
Γάλλος μετα-ιμπρεσσιονιστής ζωγράφος, ο εισηγητής του πουαντιγισμού (στιγματογραφία). Οι κολυμβητές στην Asnières είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του. Βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.
George-Pierre Seurat. Κολυμβητές στην Asnières, 1884
Eugene Wüster (10 Οκτωβρίου 1898 – 29 Μαρτίου 1977)
Γεννημένος στην Αυστρία, θεμελιωτής της Ορολογίας ως ξεχωριστού επιστημονικού κλάδου, διατύπωσε τη Γενική Θεωρία της Ορολογίας, εργάστηκε για την Τυποποίηση στην ορολογία και την ανασύσταση της σχετικής σχετικής Τεχνικής Επιτροπής TC 37 του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης ISO, καθώς επίσης με τη λεξικογραφία, την ταξινόμηση και άλλα θέματα σχετικά με τη διαχείριση των πληροφοριών. Ήταν ηλεκτρολόγος μηχανικός και εργοστασιάρχης, αφού διηύθυνε την οικογενειακή μονάδα κατασκευής εργαλειομηχανών, κληρονομιά από τον πατέρα του. Άφησε τεράστιο θεωρητικό έργο που μέχρι σήμερα, και παρά τις εξελίξεις και τα συμπληρωματικά ερευνητικά και πρακτικά ευρήματα, αποτελεί πηγή και βάση για κάθε μελέτη και έργο ορολογίας.
Στην παρακάτω εικόνα φαίνεται απόσπασμα από το αγγλογαλλικό τεχνικό λεξικό με τίτλο "The machine tool : an interlingual dictionary of basic concepts comprising an alphabetical dictionary and a classified vocabulary with definitions and illustrations" (1968).
Στο περιοδικό Λέξη, Μάρτης-Απρίλης '83, στο αφιερωματικό τεύχος 23 για τον Καβάφη, o Μιχάλης Μερακλής υπέγραφε το άρθρο "Μπρεχτικός Καβάφης". Είχα γράψει πριν από μερικά χρόνια λίγα λόγια, όταν βρήκα το κείμενο μαζί με άλλα δικά του στον τόμο "Τέσσερα δοκίμια για τον Κ. Π. Καβάφη"(Καστανιώτης, 1985).
Με
αφορμή την επέτειο γέννησης, σαν σήμερα, του Μπέρτολτ Μπρεχτ (10 Φεβρουαρίου 1898), θυμήθηκα
εκείνο το κείμενο και ανέτρεξα στις χειρόγραφες σημειώσεις που είχα κρατήσει τότε
(το είχα διαβάσει στα τέλη του 2013) τις οποίες και παραθέτω εδώ αυτούσιες:
Στο "Μπρεχτικός Καβάφης" ο Μιχάλης Μερακλής αναφέρεται στους Γιάννη Δάλλα και Γιώργο Βελουδή που το 1974 και 1973 αντίστοιχα είχαν πρώτοι κάνει αναφορά σ' αυτό, ο πρώτος από φιλολογική σκοπιά και ο δεύτερος από θεατρική. Ο ίδιος, εδώ επιχειρεί "την εμπέδωση αυτής της ερμηνείας [της θεατρικής] του καβαφικού έργου με έμφαση στις θεατρικές δραματικές του διαστάσεις και προπαντός στη σημασία της χειρονομίας" (σελ. 46, σημ. 2).
Στο κείμενό του ο Μερακλής κάνει μια ωραία εισαγωγή στο μπρεχτικό θέατρο, στην τεχνική της αποξένωσης και στην απαλλαγή του θεατή από την ταύτιση, την ενσυναίσθηση, η οποία δεν του επιτρέπει την κριτική. Ο Μπρεχτ, γράφει, χρησιμοποιεί
απλές καθημερινές εικόνες και πρόσωπα, όμως τους αφαιρεί την οικειότητα,
ώστε ο θεατής να μην ταυτιστεί και, από απόσταση, να μπορεί να κρίνει. (σελ. 34-35).
Κάνει λόγο και για την χειρονομία που χρησιμοποιεί ο Μπρεχτ, το θέατρό του, γράφει, είναι "μια σπουδή της τέλειας χειρονομίας" που συνδυάζει "την τελειότητα της έκφρασης καθαυτήν και της έκφρασης του περιεχομένου" (σελ. 37).
Αναφέρεται και στη συμβολή του χορού στην αποξένωση, όπως γινόταν και στις τελετουργίες, "όπου επιδιωκόταν η επικοινωνία με τους "ξένους", απόμακρους από τους ανθρώπους θεούς και τις άλλες υπερφυσικές δυνάμεις" (σελ. 37). Κάνει δε συχνές αναφορές στο "Μικρό όργανο για το θέατρο" του Μπρεχτ.
Έτσι και ο Καβάφης είναι μπρεχτικός ποιητής που επιδιώκει την αποστασιοποίηση του αναγνώστη από τα παριστανόμενα, ώστε να τα δει ψύχραιμα και κριτικά (σελ. 40). Υπολογίζει πως από τα 154 ποιήματα της "στερεότυπης έκδοσης, μόνο τα 50 είναι καθαρά υποκειμενικά, χωρίς το στοιχείο της απόστασης. (σελ. 48, σημ. 17). Ως πιο καθαρά πολιτικό θεωρεί το ποίημά του "Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα" (σελ. 45). Εδώ, γράφει, "μας ενδιαφέρει να προσέξουμε τη χειρονομία και τη θεαματική-θεατρική αξία του ποιήματος, τις κινήσεις ενός προκλητικού όμορφου αλλά κυνικού νέου, που ξεσκεπάζουν μια απαράδεκτη κοινωνική αταξία".
Δεν είμαι ειδική ούτε στο θέατρο ούτε στα φιλολογικά ούτε στον Μπρεχτ, όμως το κείμενο αυτό ήταν ένα σύντομο, κατανοητό και χρήσιμο μάθημα ως εισαγωγή για το περιεχόμενο και
την ουσία του μπρεχτικού θεάτρου, δηλαδή του πολιτικού θεάτρου, πέρα από τη συμβολή του, βέβαια, στην ερμηνεία και κατανόηση και του καβαφικού έργου.
Σημείωση: Η παραπάνω εικόνα είναι η πρώτη σελίδα του άρθρου όπως πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Λέξη". Υπάρχει στη συλλογή ψηφιοποιημέννων περιοδικών του ΕΚΕΒΙ. (Αλήθεια, κανένα νέο για τον Οργανισμό Βιβλίου; Μπα... πού καιρός...). Οι σημειώσεις μου, πάντως, είναι από την έκδοση στο βιβλίο.
Ανέβηκε αυτές τις μέρες στην Κέρκυρα από το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας η φαρσοκωμωδία του Κάρλο Γκολντόνι «Καβγάδες στην Κιότζα» (Le Baruffe Chiozzotte). Κιότζα είναι ένα μικρό ψαροχώρι κοντά στη Βενετία και το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1762. Αναφέρεται στους καυγάδες ανάμεσα σε οικογένειες ψαράδων με αφορμή τους έρωτες κοριτσιών και αγοριών της γειτονιάς. Για την παράσταση έγινε μετάφραση και διασκευή στο Κερκυραϊκό γλωσσικό ιδίωμα, και φαίνεται πως οι Κερκυραίοι βρίσκουν ακόμα πολλά στοιχεία του εαυτού τους στις μακρινές βενετσιάνικες ρίζες τόσων αιώνων κατοχής. Τα κουτσομπολιά και τα ψέματα για δικαιολογία πάνε κι έρχονται από τη μια στην άλλη πλευρά, οι κουβέντες στη ρούγα στην πιο φυσική εκδοχή τους και οι διάλογοι απολαυστικοί.
Ήταν μια όμορφη βραδιά και το μικρό θεατράκι που στήθηκε σε μια γωνιά του παλιού φρουρίου έδειξε πόσο όμορφα μπορούν να αξιοποιηθούν οι χώροι και πόσο οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ψυχαγωγηθούν με την πραγματική σημασία της λέξης – αγωγή ψυχής. Αλλά ήταν και μια αξιέπαινη πρωτοβουλία συνεργασίας ανάμεσα στον Δήμο Κέρκυρας και τον Δήμο Φοινίκης της Αλβανίας (τους «απέναντι») στο πλαίσιο του προγράμματος INTERREG.
Ήταν μια μέρα σαν τη σημερινή το 1985 που έφυγε η Σαπφώ Νοταρά, η ωραία άσχημη του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Είχε γεννηθεί το 1907, στο Ηράκλειο της Κρήτης ή, κατ' άλλους στα Ιωάννινα.
Θυμάμαι τη συμμετοχή της στην Πορνογραφία του Μάνου Χατζηδάκι, όπου τραγούδησε μαζί με τον Ηλία Λιούγκο το τραγούδι "Στην οδό του Μπλαμαντό" (Στίχοι του Jean Paul Sartre σε ελληνική απόδοση από τον Αλέξη Σολομό).
Στην οδό του Μπλαμαντώ έχουν στήσει τα πατάρια και ακονίσαν τα ξινάρια για να κόψουν τα κεφάλια. Στην οδό του Μπλαμαντώ.
Στην οδό του Μπλαμαντώ πάν’ οι δήμιοι στη δουλειά τους δε σας λέω χωρατό για να κόψουν Πατριάρχους και Στρατάρχους και Ναυάρχους. Στην οδό του Μπλαμαντώ.
Στην οδό του Μπλαμαντώ φτάνουν οι κυρίες σωρό οι λουσάτες με τα βέλο μα τους λείπει το τσερβέλο και μαζί και το καπέλο. Στο ρυάκι της οδού του Μπλαμαντώ
Για το δρομάκι του Μπλαμαντό, Rue des Blancs-Manteaux στα γαλλικά, η ιστορία του μας πάει πίσω στον 13ο αιώνα, όπου ήταν αγορά με την Παναγία των Λευκών Πανωφοριών στο κέντρο -
Το τραγούδι γράφτηκε το 1944 από τον Σαρτρ πάνω σε μουσική του Γάλλου, ουγγρικής καταγωγής, συνθέτη Joseph Kosma. Το τραγούδησε πρώτη η θρυλική (για μένα τουλάχιστον) Ζυλιέτ Γκρεκό το 1950 (περισσότερα εδώ https://www.wikiwand.com/fr/Rue_des_Blancs-Manteaux_(chanson)).
Ας ξαναγυρίσουμε στη Σαπφώ Νοταρά ή... Σαπφέτ Νοτερό, που λέει ένα άλλο τραγούδι της Πορνογραφίας με τίτλο "Σχόλιο Για Την Περίπτωση Της Σαπφέτ Νοτερό" (το τραγούδησαν ο Λιούγκος με τη Μαριάνα Ευστρατίου (σε στίχους του Άρη Δαβαράκη, εκτέλεση εδώ).
Η εικόνα παραπάνω είναι το σκίτσο της δεσποινίδος Σαπφώς Νοταρά από την παράσταση «Το δικαίωμα της πρώτης νύχτας» που ανέβηκε το 1933 από το Λαϊκό Θέατρο του Βασίλη Ρώτα (πληροφορίες εδώ). Το έργο ήταν του εθνικού ποιητή της Ουκρανίας Τάρας Σεβτσένκο .
Από ένα ψάξιμο στη βιβλιογραφία, βρίσκουμε τη Σαπφώ Νοταρά να παίζει στο Λαϊκό θέατρο του Ρώτα ήδη από το 1931 στο έργο του Ίψεν "Εχθρός του λαού" (μετάφραση/σκηνοθεσία και πρωταγωνιστικός ρόλος από Βασίλη Ρώτα). Τη βρίσκουμε επίσης να παίζει στα Χανιά το 1937 στους "Βρυκόλακες" του Ίψεν με τον θίασο του Κώστα Κροντηρά (όπου έπαιζε και ο Ρώτας). Και φυσικά, η πορεία της ήταν πλούσια μέχρι τέλους. Και να μην ξεχάσουμε, βέβαια, τη συμμετοχή της στη Λιλιπούπολη ως μάγισσα Μπρουνχίλντα.
Στην οδό του Μπλαμαντώ, φτάνουν οι κυρίες σωρό, οι λουσάτες με τα βέλο, μα τους λείπει το τσερβέλο και μαζί και το καπέλο!
Μια αξιοπρόσεκτη παράσταση είδα στα Χανιά πριν από λίγες ημέρες. Οι μαθητές και οι μαθήτριες του 4ου Γενικού Λυκείου Χανίων ανέβασαν Άμλετ! Και ήταν ένας εξαιρετικός Άμλετ. Τα παιδιά ήταν όλα πολύ καλά, πλούσιο έργο, δύσκολο θα έλεγα, και δυό ώρες χωρίς διάλειμμα, χωρίς ανάσα, χωρίς και να σκεφτούμε όμως πότε να τελειώνει.
Δεν έχασαν τα λόγια τους, μετέφεραν το κλίμα της εποχής, τις σχέσεις και τις διαπλοκές της εξουσίας, ακόμη περισσότερο μετέφεραν το δράμα του τραγικού πρωταγωνιστή, του Άμλετ και όλα αυτά μέσα από μια παράσταση πλούσια σε λόγο, σε τραγούδια, σε κοστούμια, σε κίνηση, σε χορό. Ναι, ο χορός ήταν κάτι το ιδιαίτερο στην παράσταση (και... όχι μόνο γιατί χορεύει η ανηψιά μου η Μαριάννα βέβαια). Τα κορίτσια του χορού, με μάσκες, σε μια χορογραφία αέρινη και συνάμα γήινη, συμμετείχαν με τις κινήσεις τους στη μεταφορά της τραγικότητας που έχει το έργο του μεγάλου δραματουργού.
Όλα αυτά έγιναν χάρη στην πολλή δουλειά που έκαναν τα παιδιά, αλλά φυσικά και χάρη στην αγάπη και στη γνώση και στο μεράκι της φιλολόγου Αριάδνης Παπιδάκη που έκανε τη διασκευή και τη σκηνοθεσία και είχε όλη τη φροντίδα και όλη την ευθύνη της παράστασης. Και τα παιδιά στο τέλος, όλα μαζί, με αυθόρμητο νεανικό ενθουσιασμό, περικύκλωσαν την καθηγήτριά τους πάνω στη σκηνή, δείχνοντας την αγάπη τους και την ικανοποίηση από την ωραία ομαδική δουλειά που είχαν καταφέρει. Ωραία σκηνή!
Μας είπε η κ. Παπιδάκη ότι τα ηχητικά και τα φωτιστικά της παράστασης έγιναν από έναν πρώην μαθητή του σχολείου που τώρα σπουδάζει στο Ρέθυμνο στο σχετικό τμήμα του ΤΕΙ Κρήτης. Και είπε επίσης ότι η χορογραφία έγινε πάλι από έναν πρώην μαθητή του σχολείου που τώρα σπουδάζει χορό στην Αμερική, τον Αλέξανδρο Καραμπατσάκη (ο οποίος, να σημειώσω, έχει ήδη στο ενεργητικό του χορευτικές παραστάσεις και αξίζει, με την ευκαιρία, να τον δει κανείς σε μια σόλο παράσταση εδώ).
Οι ρόλοι ήταν όλοι ξεχωριστοί, και ο Άμλετ και η τραγουδίστρια και ο τρελός και η Οφηλία και ο Οράτιος και ο χορός των δαιμονίων και όλοι οι άλλοι. Μπράβο στα παιδιά, μπράβο στο σχολείο!
Για τη συγκεκριμένη παράσταση, χρησιμοποιήθηκαν ως βάση τα κείμενα από τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Στη βιβλιοθήκη μου έχω τη μετάφραση του Βασίλη Ρώτα από τις εκδόσεις Επικαιρότητα (1994). Δανείστηκα το βιβλίο με μετάφραση Χειμωνά (Κέδρος, 1988) από τη βιβλιοθήκη της γειτονιάς μου. Γράφει ο Χειμωνάς στην εισαγωγή:
"... Ποτέ στην λογοτεχνία, κανένα άλλο πλάσμα δεν μίλησε τόσο ωμά, άκαμπτα, βάναυσα, για θέματα ουσίας του ανθρώπου όπως μίλησε ο Άμλετ, αυτό το ξένο πρόσωπο, που ως το τέλος θα μείνει ξένο και που το δράμα δεν το γεννά: το παρασύρει και το εμπλέκει· το αποσπά από το χάος όπου ανήκει και το χρησιμοποιεί στην κίνησή του, προορίζοντάς το, από την αρχή, για την αναγκαία πράξη - αυτήν που ωφελεί το δράμα και το εκπληρώνει... Ο Άμλετ (έχει κατά κόρον ειπωθεί) μπορεί να είναι ένα έργο πολιτικό ή φιλοσοφικό ή ποιητικό ή όλα μαζί ή τίποτε από αυτά, πλήρες ή ατελές, συγκλονιστικό ή αποτυχημένο - όμως, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε, όπως και να τον μεταχειρισθούμε, να αμελήσουμε αυτήν την ταραγμένη όσο και έντονα αισθητή σχέση του με το απόλυτο, που είπα πριν. Το κεντρικό, θαρρώ, ερώτημα του Άμλετ να ζεις ή να μη ζεις, που συμπυκνώενι (και θα έλεγα ακυρώνει, αναβάλλει) όλη του την αγωνία, υποκρύπτει ένα άλλο πιο θεμελιώδες, πολύ πιο αγωνιώδες - θα το όριζα πρακτικό - ερώτημα: πώς να ζεις..." Αντιγράφω ένα κομμάτι από τα λόγια του Άμλετ, όταν βγαίνει ο αυλικός Όσρικ από τη σκηνή και ο Οράτιος, ο καλός του φίλος, λέει: "Επιτέλους, αυτός ο τσαλαπετεινός ξαναφόρεσε το λοφίο του κι έφυγε":
"Τα ίδια τσακίσματα θα έκαμνε και πριν βυζάνει την μάνα του. Δεν είναι μονάχα αυτός. Ολόκληρη αγέλη σαν κι αυτόν φιλάρεσκοι και τρομαγμένοι αυλικοί μιας Αυλής που δεν είχε ποτέ βασιληά. Δεν θα τους δεχθεί ποτέ ο βασιληάς. Τους τρέφει και τους ευνοεί, τους χαίρεται η ετοιμόρροπη εποχή. Παν κι έρχονται όπου τους πάει το ρεύμα Η σκέψη τους ένας φλοίσβος. Επιπλέουν πάντα σαν τον αφρό Φουσκάλες που σκάζουν μόλις φυσήξει αέρας."
Η παράσταση ήταν για τα 400 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου Σαίξπηρ. Σαίξπηρ λοιπόν πάλι και πάλι... Ο Σαίξπηρ πάλι. Αυτός ήταν και ο τίτλος του "Αντί ευχών" φυλλαδίου που κυκλοφόρησε το ΜΙΕΤ τον Δεκέμβριο του 2014 για τα 450 χρόνια από τη γέννησή του! Το φυλλάδιο περιέχει κείμενα του Κ.Θ. Δημαρά από τις επιφυλλίδες που δημοσίευσε στο Βήμα την περίοδο 1948-1964. Ο Σαίξπηρ πάλι ήταν ο τίτλος μιας επιφυλλίδας του 1959. Ο Δημαράς, στα σημειώματα αυτά, ασχολείται κυρίως με την παρουσία και τις μεταφράσεις του σαιξπηρικού έργου στην Ελλάδα (μέχρι τότε φυσικά). Γράφει σε ένα από τα κείμενα, με την ευκαιρία της αναφοράς σε μια μια συγκεκριμένη νέα μετάφραση:
"... Πρέπει να διαβάζουμε και να ξαναδιαβάζουμε τον Σαίξπηρ. Τις ημέρες αυτές, ετοιμάζοντας το σημερινό μου σημείωμα, κάνοντας δειγματοληψίες, συγκρίνοντας την μετάφραση αυτήν με άλλες, είχα την ευκαιρία να ξαναμπώ στην μαγική ατμόσφαιρα την οποία δημιουργεί ο άνθρωπος αυτός με το σκηνικό του έργο. Φαντασία, γνώση του ανθρώπου, λυρισμός, θυμοσοφία, πείρα της ζωής, όλα αυτά εναλλάσσονται και μας συνεπαίρνουν όταν διαβάζουμε το θέατρο του Σαίξπηρ. Αυτό το ξεχείλισμα του σκηνικού του πλούτου ίσως είναι αδευτέρωτο..."
Πλάι στα κείμενα του Δημαρά, πολύ ενδιαφέρον έχει επίσης το Υστερόγραφο του Διονύση Καψάλη, όπου καταπιάνεται, πέρα από το ζήτημα της μετάφρασης στη λογοτεχνία, στην ανάγνωση της λογοτεχνίας γενικότερα και στη σημασία της για "τη συνεχιζόμενη πάλη της ανθρωπότητας κατά της άγνοιας, της δεισιδαιμονίας, της τυραννίας, της μισαλλοδοξίας, του φανατισμού, του ολοκληρωτισμού..."
Επιστρέφοντας στον Βασίλη Ρώτα (για τον οποίο έχω και μια γλυκειά, νεανική ανάμνηση), διαβάζω από τη δική του Εισαγωγή:
"...Ο Σαίξπηρ δίνοντας την εικόνα της εποχής του με την κοσμοθεωρία της, που 'ναι ακόμα ολότελα θρησκευτική, την περιβάλλει με το δέος και την ευλάβεια και την πίστη σε ανώτερη τάξη που τραβάει τους δρόμους της και ξετελειώνει τους σκοπούς της, ρυθμίζοντας και την κοσμικήν ιεραρχία των αξιών. Ωστόσο στο έργο τούτο κάνει αισθητή την εμφάνισή της και μια πίκρα, μια απογοήτεψη από τη ζωή, ..."
Στο τέλος, παρατίθενται σημειώσεις του που επεξηγούν τμήματα του κειμένου ή δίνουν γενικότερες πληροφορίες (π.χ με αφορμή την αναφορά στη Βιττεμβέργη), καθώς και φωτογραφίες από ιστορικές παραστάσεις του Άμλετ (με Αλέξη Μινωτή, Αικατερίνη Βερώνη, Σοφία Ταβουλάρη, Λόρενς Ολιβιέ, Σάρα Μπερνάρ κ.ά.). Ο Ρώτας σημειώνει ότι η μετάφραση αυτή έγινε το 1937 για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου (η παράσταση ανέβηκε το 1937 σε σκηνοθεσία Ροντήρη με πρωταγωνιστή τον Μινωτή).
Για περισσότερα γύρω από το έτος Σαίξπηρ, ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρετανία, μπορεί κανείς να επισκεφθεί τον ιστότοπο Shakespeare400, με όλες τις σχετικές δράσεις, αλλά και τη σελίδα του εκδοτικού οίκου Cambridge University Press όπου, ανάμεσα στα άλλα, δημοσιεύονται διάφορα κείμενα, αποσπάσματα από βιβλία κτλ. Αλλά και στον τόπο μας γίνονται διάφορα. Ας αναφέρω μόνο την εκπομπή του Γιάννη Ευσταθιάδη στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ με τίτλο "Εσύ που είσαι μουσική". Τίτλος παρμένος από το 8ο σονέτο του ποιητή και εκπομπή γεμάτη μουσικές και λόγια από παραστάσεις έργων του Σαίξπηρ.
Εδώ, μια στροφή από το 8ο σονέτο σε μετάφραση του Διονύση Καψάλη: Εσύ που είσαι μουσική, γιατί θλιμμένα τη μουσική ακούς; Η χάρη με τη χάρη κι η γλύκα με τη γλύκα χαίρονται. Κι εσένα της ηδονής η θλίψη σ’ έχει συνεπάρει;
Ο Σαίξπηρ πάλι και για πάντα!
Και μην ξεχνάμε: το ερώτημα είναι πώς να ζεις!
Μια και είναι μέρα των γυναικών σήμερα, θ' αναφερθώ σε μια εξαιρετική παράσταση που είχα δει στα Χανιά πριν από μήνες και που - ευτυχώς - παίζεται ακόμη σε διάφορα μέρη, κυρίως στην Κρήτη. Την είχα δει στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων στις 31 Μαϊου 2014.
Πρόκειται την παράσταση "Οι γυναίκες που γιναν ένα με τη γη", με ερμηνεία από τη Μαρινέλλα Βλαχάκη (έναν εξαιρετικό άνθρωπο των τεχνών και των γραμμάτων για την πόλη των Χανίων και όχι μόνο), σκηνοθεσία από τους Θοδωρή Παπαδουλάκη και Γιάννη Κρητικό και μουσική επιμέλεια του Λεωνίδα Μαριδάκη.
Το θεατρικό έργο βασίζεται στο βιβλίο "Αυτές που γίναν ένα με τη γη", γραμμένο από τη Γεωργία Σκοπούλη. 68 ιστορίες έχει η συγγραφέας στο βιβλίο της, 68 μαρτυρίες γυναικών της Ηπείρου, για ένα διάστημα μισού αιώνα περίπου, όπου αφηγούνται στη συγγραφέα τη ζωή τους, τα βάσανά τους, τις δύσκολες μέρες που έζησαν στον πόλεμο και στην ειρήνη. Εγώ σου τα είπα, εσύ φτιάξ' τα όπως νομίζεις, φαίνεται να της είπαν οι γυναίκες, κι έτσι έκανε.
Η Μαρινέλλα Βλαχάκη με μικρά παιδιά στη σκηνή και φόντο τις φωτογραφίες των Κώστα Μπαλάφα και Βούλας Παπαϊωάννου (φωτογραφία που τράβηξα στην παράσταση της 31ης/5/2014)
Η Μαρινέλλα Βλαχάκη επέλεξε 7 ιστορίες από την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η ευρηματική σκηνοθεσία (συνδυασμός θεατρικής και κινηματογραφημένης δράσης, καθώς και τοποθέτηση μεγάλων φωτογραφιών ως φόντο στη σκηνή των εμβληματικών φωτογράφων της εποχής Βούλας Παπαϊωάννου και Κώστα Μπαλάφα από τα αρχεία του Μουσείου Μπενάκη) μαζί με την καταπληκτική ερμηνεία της Μ. Βλαχάκη που απέδωσε με τον καλύτερο τρόπο την κάθε γυναίκα με τη δική της ξεχωριστή ιστορία δίνουν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Φέρνουν το θεατή πολύ κοντά στη μοίρα των γυναικών, όχι μόνο της Ηπείρου, αλλά και όχι μόνο των γυναικών, φέρνουν πιο κοντά στη μοίρα του λαού μας που έζησε πόλεμο, φτώχεια, ξενιτιά, μιζέρια, καταπίεση. Εικόνες λες αρχαίας τραγωδίας μερικές φορές οι εικόνες της παράστασης.
Σε δύο ιστορίες της παράστασης, οι σκηνοθέτες ενσωμάτωσαν κινηματογραφική εικόνα στη θεατρική δράση με θαυμάσιο αποτέλεσμα (Πηγή φωτογραφίας: Χανιώτικα Νέα)
Βέβαια το βιβλίο περιγράφει τα βάσανα των γυναικών. Έγραφε ο Κωστής Παπαγιώργης παρουσιάζοντας το βιβλίο:
"... Και τι βάσανα! Το πρώτο και κύριο για κάθε γυναίκα –εύπορη, αλλά κυρίως άπορη– ήταν βέβαια ο γάμος, το συνοικέσιο, η προίκα και τα παιδιά. Γυναίκα ανύπαντρη δεν συναντήσαμε στις αφηγήσεις του τόμου, αντίθετα όλες –καλώς ή κακώς– πέρασαν το στεφάνι, γέννησαν παιδιά και βίωσαν τα βάσανα. Η πρόταση γάμου γινόταν πάντα από τον άνδρα, έδιναν λόγο και ίσαμε την ώρα του γάμου κατά κανόνα κρατούσαν την παραδοσιακή απόσταση μεταξύ τους. Μάλιστα, παρότι ήταν λογοδοσμένες, όταν συναντιόντουσαν στο χωριό ή στα χωράφια η υποψήφια νύφη άλλαζε δρόμο αλαφιασμένη και με κατεβασμένα μάτια..."
Η Γ. Σκοπούλη αναφέρει στη δική της σελίδα μερικές κουβέντες των γυναικών, που δίνουν και εικόνα της κατάστασης:
Τρεις νύχτες του Δεκεμβρίου να κάτσουμε εδώ δεν τελειώνουν αυτά... Και με πάντρεψαν. Ούτε στήθος, ούτε τα ρούχα μου είχα ακόμη!
Μόλις τελείωσα το Δημοτικό, άρχισα και το όργωμα. Μου άρεσε. Αν μ' έβλεπες να κάνω χωράφι! Πέταγα.
Με τα πόδια και ξυπόλυτες. Τα παπούτσια στο χέρι για να μην χαλάσουν.
Και αρχίσαμε με την σειρά από σπίτι σε σπίτι να θάβουμε τους νεκρούς.
Το δρεπάνι για το θέρο τόχα πάντα δεμένο στη μέση μου για να μην το χάνω.