Χρόνια σαν τα φτερά. Τι θυμάται τ’ ακίνητο κοράκι;
τί θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων;
Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.
Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ’ αστέρια
ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ’ τον αγέρα την άλλη θάλασσα
σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε
τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν
κοιτάζοντας ένα κοράκι σ’ ένα ξερό κλωνί, τι θυμάται.
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ’ αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει
πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους
των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες
που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα
τάχα να βαραίνει πουθενά;
Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό
μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή
με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη
στρώνοντας το πέλαγο ώς πέρα στον ορίζοντα στα νησιά.
Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ’ απ’ τη βροχή· τι θυμάται
η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό
σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου
ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας
δε σώνει η δική μου πνοή, ποιος θα το μετακινήσει;
ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα — ένα ξαφνισμένο στήθος
ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.
Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου
χαϊδεύοντας τ’ όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη
φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών
τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά…
Το παραπάνω ποίημα "Raven” του Γιώργου Σεφέρη μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και αφιέρωσε στον Γιάννη Χρήστου όταν πέθανε το 1970 (σκοτώθηκε μαζί με τη γυναίκα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα). Γράφει στο βιβλίο του «Ανατομία της Μουσικής» (είχα γράψει συνολικά για το βιβλίο εδώ):
[…] Βρισκόμουν τότε στον Ωρωπό και συγκλονίστηκα. Του αφιέρωσα το «Raven» ως ελάχιστο δείγμα αγάπης και εκτίμησης.
Στις 20 Απριλίου του 1967, την παραμονή της δικτατορίας, μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Όπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι του 1967 θα παρουσιάζαμε στον Λυκαβηττό έργα μετασυμφωνικής μουσικής (λαϊκά ορατόρια) διαφόρων Ελλήνων συνθετών και ανάμεσά τους και του Γιάννη Χρήστου, που με εξουσιοδότησε να αναφέρω στην πρες-κόνφερανς που θα έδινα την επομένη, δηλαδή την 21η Απριλίου, ότι θα παρουσίαζε έργο του (Ορατόριο) ειδικά γραμμένο για μας.
Λίγο καιρό πριν είχε έλθει σπίτι μου, μαζί με τον φίλο συνθέτη Νίκο Μαμαγκάκη, για να μου πει ότι άκουσε το «Άξιον Εστί» και ότι αρχίζει να πιστεύει ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί προς κάποια λύση…
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο Χρήστου, όπως κάθε δημιουργός, έψαχνε, δραματικά θα λέγαμε, να βρει τη «λύση» μέσα στο χάος που είναι η σύγχρονη μουσική. Γνήσιος συνθέτης με δημιουργικούς χυμούς, φιλοδοξούσε να συνθέσει έργα ζωντανά και όχι ρομπότ ή Φράνκεστάιν… Έθετε ίσως και αυτός το ερώτημα: «Για ποιον γράφω; Με ποιον θέλω να συνομιλήσω; Σε ποιον απευθύνομαι;»
Ο Μίκης αυτά τα ερωτήματα έθετε ο ίδιος στη ζωή του και στο έργο του. Σήμερα κλείνει τα 94. Νάναι καλά και να ξεπεράσει τα εκατό!
[…] Βρισκόμουν τότε στον Ωρωπό και συγκλονίστηκα. Του αφιέρωσα το «Raven» ως ελάχιστο δείγμα αγάπης και εκτίμησης.
Στις 20 Απριλίου του 1967, την παραμονή της δικτατορίας, μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Όπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι του 1967 θα παρουσιάζαμε στον Λυκαβηττό έργα μετασυμφωνικής μουσικής (λαϊκά ορατόρια) διαφόρων Ελλήνων συνθετών και ανάμεσά τους και του Γιάννη Χρήστου, που με εξουσιοδότησε να αναφέρω στην πρες-κόνφερανς που θα έδινα την επομένη, δηλαδή την 21η Απριλίου, ότι θα παρουσίαζε έργο του (Ορατόριο) ειδικά γραμμένο για μας.
Λίγο καιρό πριν είχε έλθει σπίτι μου, μαζί με τον φίλο συνθέτη Νίκο Μαμαγκάκη, για να μου πει ότι άκουσε το «Άξιον Εστί» και ότι αρχίζει να πιστεύει ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί προς κάποια λύση…
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο Χρήστου, όπως κάθε δημιουργός, έψαχνε, δραματικά θα λέγαμε, να βρει τη «λύση» μέσα στο χάος που είναι η σύγχρονη μουσική. Γνήσιος συνθέτης με δημιουργικούς χυμούς, φιλοδοξούσε να συνθέσει έργα ζωντανά και όχι ρομπότ ή Φράνκεστάιν… Έθετε ίσως και αυτός το ερώτημα: «Για ποιον γράφω; Με ποιον θέλω να συνομιλήσω; Σε ποιον απευθύνομαι;»
Ο Μίκης αυτά τα ερωτήματα έθετε ο ίδιος στη ζωή του και στο έργο του. Σήμερα κλείνει τα 94. Νάναι καλά και να ξεπεράσει τα εκατό!