Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 21 Απριλίου 1967. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 21 Απριλίου 1967. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Η Μάντα, ο Απόστολος και η Δόμνα


Ένας μήνας πέρασε από το πρόωρο φευγιό της Μάντας. Ήταν γεννημένη στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου του 1955, σημαδιακή μέρα θάλεγε κανείς, μα καθόλου τυχερή για την ίδια. Ήταν κόρη της Άννας και του Νίκου Σολωμού, δυο αγωνιστών της Αριστεράς, από τα πολύ νεανικά τους χρόνια μέχρι το τέλος, δυο σπουδαίων ανθρώπων. Για την Άννα έχω γράψει κι άλλες φορές, είχε για μένα καθοριστική συμβολή στην επαγγελματική αλλά και προσωπική μου ζωή (ενδεικτικά εδώ και εδώ, όπως και εδώ για τη φίλη της, την «κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερή της» Νίνα Σκανδάλη). 

Όπως είπε ο αδελφός της Μάντας, ο Μάκης Σολωμός (μουσικολόγος, μελετητής του Ξενάκη και καθηγητής Πανεπιστημίου στη Γαλλία) στην πολιτική κηδεία που πολύ όμορφα και σεμνά επιμελήθηκε, τρία χρόνια μετά τη γέννηση της Μάντας, το 1958, και λίγο μετά την πρωτοφανή νίκη της ΕΔΑ στις εκλογές όπου έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, άρχισαν οι διώξεις των αριστερών, μαζί και των γονιών τους, ο ίδιος δεν είχε ακόμα γεννηθεί, εξορίες, φυλακές, ανακρίσεις… 

Και ήρθε η δικτατορία, η Άννα βρέθηκε στον Ιππόδρομο, ύστερα εξορία στη Γυάρο κι ύστερα στις φυλακές Αλικαρνασσού, είχε μαζί της και τον πεντάχρονο Μάκη, η Μάντα έμενε με θείες της. Δύσκολη εποχή για τη Μάντα, αρχές εφηβείας, οι γονείς κυνηγημένοι, δύσκολα τα πρώτα 2-3 χρόνια μέχρι την επανένωση της οικογένειας στο Παρίσι και τη διαμονή ως το τέλος της δικτατορίας. Η Μάντα είχε πια μεγαλώσει, ήταν μια κοπέλα με πολλή κουλτούρα και με πολλές ανησυχίες· ενταγμένη στην Αριστερά πάντα, πάσχιζε να βρίσκει το δρόμο της με τη συνδρομή της οικογένειας και των φίλων της. Είχε ατυχίες στο διάβα της ζωής της και είχε μια περηφάνια που μερικές φορές σε δυσκόλευε να την προσεγγίσεις λίγο περισσότερο. Όπως είπε όμως στον πολύ συγκινητικό και αγαπητικό χαιρετισμό της και η έφηβη κόρη του Μάκη, η Ειρήνη, «να χαιρόμαστε που τη γνωρίσαμε». 

Ανάμεσα στις ομιλίες, ο Μάκης είχε φροντίσει ν’ακούγονται μουσικά κομμάτια που άρεσαν στη Μάντα ιδιαίτερα. Μίλησαν φίλοι της παλιοί και τωρινοί, όλοι «ψυχικά νοσούντες» σίγουρα, όπως και η ίδια. Γιατί αυτό συνάγεται από τα λόγια της νεαρής κυρίας Δόμνας Μιχαηλίδου, αναφερόμενη στο βιβλίο που έγραψε ο κύριος Απόστολος Δοξιάδης μαζί με τον, μακαρίτη πλέον, Σταύρο Τσακυράκη «Από πού κι ως πού είναι όλοι οι αγώνες δίκαιοι;». Αυτό που με ενοχλεί δεν είναι η άποψη του Απόστολου Δοξιάδη που βιάστηκε μάλιστα να πάρει πάνω του όλη την ευθύνη των λόγων της κυρίας Μιχαηλίδου. Είναι ότι μια νέα κοπέλα, με «πλούσιο βιογραφικό», μόλις στα τριάντα της, χωρίς προσωπικά βιώματα, αλλά και - στο κάτω κάτω - χωρίς ειδικές σπουδές ψυχολογίας/ψυχιατρικής, έχει άποψη και λέει ότι «…είχαμε μια αγιοποίηση του αγώνα της δικτατορίας…» και παρακάτω, μιλά, προβληματισμένη κιόλας, για «τη μετατροπή σε μια ψυχική νόσο, η οποία πολύ φοβάμαι πως είναι μια μετατροπή σε μια συλλογική ψυχική νόσο…», λέει κι άλλα, για τη συλλογική μνήμη, για την ιστορικότητα, για έννοιες όπως «ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς», πάει και ακόμη πιο πίσω, για τα μετεμφυλιακά χρόνια όπου η Δεξιά δεν κατάφερε, λέει, σε ιδεολογικό επίπεδο να χειριστεί τη νίκη της στον εμφύλιο (αναρωτιέμαι, αυτό τι είναι, αυτοκριτική γιατί δεν έκαναν κι άλλα και χειρότερα ή αυτοκριτική γιατί δεν κατάφεραν να σβήσουν από τον χάρτη τους αριστερούς και την αριστερά συνολικά, αυτό δηλαδή που χωρίς πολλές «θεωρητικούρες» επαναλαμβάνουν συνεχώς ο Βορίδης και άλλοι τινές…). 

Τα παραπάνω δεν είναι αποσπάσματα που αδικούν τις συνολικές απόψεις της κυρίας Δόμνας Μιχαηλίδου, σημερινής υφυπουργού Εργασίας, κάθε άλλο. Καλείται τώρα, η κυρία Δόμνα Μιχαηλίδου, μια νέα γυναίκα, ένα φρέσκο πολιτικό πρόσωπο, με αρμοδιότητες και ευθύνες σε ευαίσθητο υπουργικό θώκο, να διαχειριστεί τα λόγια της και να χειριστεί τους χιλιάδες ανθρώπους από όλες τις ιδεολογικές τάσεις και παρατάξεις, που υποχρεώθηκαν στη σιωπή, που κυνηγήθηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν, ωθήθηκαν σε αναγκαστική μετανάστευση και που, ούτε λίγο ούτε πολύ, χαρακτηρίζονται ως ψυχικά νοσούντες. 

Βαρύ το φορτίο κυρία Μιχαηλίδου. Μπορείτε να το σηκώσετε; Μπορείτε να το πάτε και παραπέρα; Αν ζούσε η Μάντα, θα είχε να σας πει δυο λόγια, θα σας έλεγε πώς έζησε εκείνα τα εφτά μαύρα χρόνια και πώς ένιωθε εκείνη όταν ήταν στην ηλικία σας.

Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Πολλοί μαζί ριγμένοι σ' ένα λάκκο...




Θα 'ταν βράδυ, όταν τη ρίξαν μες στην πηγάδα. Στο δεξί χέρι πολλές ευχές, στ' αριστερό καμιά κατάρα, το δέντρο της ζωής μες στην παλάμη της θαλερό κι ένα στραβό σκυλόδοντο στ' απάνω σαγόνι· με τόσα σημάδια, παιδάκι μου, της έλεγε η μάνα της, δεν σε φοβούμαι μήπως κακοπάθεις, κι όλο να την ξεματιάζει η έγνοια της.

[...] Ημέρες τριάντα χύμα στην πηγάδα. Ημέρες τριάντα με το ίδιο παραμύθι. Δεν είχε να φοβηθεί. Τούτο το παρόν που αιμορραγεί ιχνογραφήθηκε πριν από χρόνια και το τοπίο πριν από αιώνες. [...] Χύμα τα μετερίζια στην πηγάδα. 

[...] Ο τέταρτος όροφος: ο διάδρομος με τους ξύλινους πάγκους, τα γραφεία των ανακρίσεων, η σκάλα για το πλυσταριό. Κάθισε στην άκρη ενός πάγκου. Το ίδιο βράδυ την εγκατέλειψε ο Σολωνός. Δεν ήξερε πως σ' αυτόν τον πάγκο θα 'μενε ημέρες επτά, περιμένοντας και μη περιμένοντας.

¨Ετσι έγραφε στα 1970-1972 η Μάρω Δούκα για την πηγάδα στη Μπουμπουλίνας, που έγινε και το πρώτο της βιβλίο με τον ομώνυμο τίτλο και κυκλοφόρησε το 1974 από τον Κέδρο (σήμερα η συμπληρωμένη έκδοση από τον Πατάκη).




... στην οδό Μπουμπουλίνας, σ' ένα παλιό κτίριο, στα υπόγειά του, όπου στεγαζόταν τότε η Γενική Ασφάλεια. [...] Ούτε θυμάμαι ακριβώς τον χώρο· μόνον ότι ήμαστε πολλοί μαζί ριγμένοι σ' ένα λάκκο κι είχε από πάνω ο λάκκος ένα γυάλινο στέγαστρο και γύρω γύρω στον λάκκο υπήρχαν κελιά και σε κάποιο σημείο του λάκκου υπήρχε μια τρύπα όπου κατέβαιναν και κοιμούνταν οι άντρες, ενώ εμείς κοιμόμαστε στο τσιμεντεδένιο δάπεδο του λάκκου, η μία δίπλα στην άλλη, επάνω σε φθαρμένες κουβέρτες που μύριζαν ψυλλόσκονη. 

[...] Περίμενα τη μητέρα μου, την περίμενα με λαχτάρα, γιατί της είχα παραγγείλει να μου φέρει οδοντόπαστα.

[...] "Η οδοντόπαστα;" ρώτησα τον φύλακα. "Μπα, θα μου ζητήσεις και τον λογαριασμό; Εγώ φταίω που δεν σου έφερε η μανούλα σου οδοντόπαστα;" 

[...] Και περνούσαν οι μέρες στον λάκκο της Μπουμπουλίνας. Καλοκαίρι. Αναστεναγμοί και παγωμάρα. Η σιωπή και το πέταγμα της μύγας. Είπα στη φίλη μου για ένα διήγημα του Χάμσουν που είχα διαβάσει πριν από καιρό με μια μύγα. Στράβωσε τα χείλη της: "Διαβάζεις τον ναζιστή Χάμσουν;" Ταράχτηκα. Ντρεπόμουν να της πω ότι δεν ήξερα τίποτα για το ποιόν του συγγραφέα! [...] Και ξαφνικά πανικός! Το παιδί από την Κύπρο έκοψε μ' ένα καθρεφτάκι τις φλέβες του.

[...] Σεπτέμβριο, μας μετέφεραν σ' ένα χάλαρο στην 3η Σεπτεμβρίου κι από κει στις Φυλακές Αβέρωφ. Κι έπειτα, καταχείμωνο, στους δρόμους πάλι της Αθήνας. Ένα βραδάκι βιαζόμουν για να είμαι στην ώρα μου στη συνάντηση με τον Νίκο Δούκα. Κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη άκουσα κάποιον που με φώναζε με το πατρικό μου και σωστά: "Γεωργεδάκη!"

Γύρισα ταραγμένη κι είδα τον φύλακα της οδού Μπουμπουλίνας. Αυτόν που μου είχε αγοράσει με δικά του λεφτά οδοντόπαστα. Χαιρόταν που με ξανάβλεπε. "Τι κάνεις, κοπέλα μου, έβαλες μυαλό; Σοβαρεύτηκες;" Τον χαιρέτησα ψυχρά· πάγωσε το χαμόγελο στα χείλη του. Εκείνη τη νύχτα είχα να πετάξω προκηρύξεις στα Πετράλωνα.

Η Μάρω Δούκα περιγράφει το πέρασμά της από τα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας και την πηγάδα ("Καλοκαίρι", από τη συλλογή "Τα μαύρα λουστρίνια", Πατάκης, 2005). Ήταν Αύγουστος του 1967. 

Στην πηγάδα βρέθηκε την ίδια εποχή και ο Διονύσης Σαββόπουλος. 

Είδα μια ξανθιά αεράτη να πλησιάζει μ’ ένα λουλούδι στο χέρι, γαρίφαλο ή τριαντάφυλλο, δεν θυμάμαι. Όπως επίσης δεν θυμάμαι το χρώμα του λουλουδιού. Κατά πάσα πιθανότητα κόκκινο. Κατέβηκε με αποφασιστικότητα τα σκαλιά και μίλησε στον φύλακα. «Σαββόπουλος!» φώναξε ο φύλακας. Πλησίασε ο Σαββόπουλος. «Σε ζητάει μια ξανθιά…» «Πού είναι;» μισόκλεινε τα μάτια του ο Σαββόπουλος. «Στραβούλιακα!» γέλασε ο φύλακας.

[...] Ξύπνησα από τη φασαρία. Είχαν ανεβάσει τη νύχτα στον Τέταρτο τον Σαββόπουλο και τον κατέβασαν ξημερώματα μισερωμένο. Τον αναβαστούσαν δύο και τον έκλεισαν σ’ ένα κελί.

(από "Τα μαύρα λουστρίνια", στο ίδιο όπως παραπάνω)

Μαζί τους στην πηγάδα και η κυρία Μάνου, αγωνίστρια του ΚΚΕ που είχαν φέρει εκεί μέχρι να τη στείλουν σε κάποιο ξερονήσι. Η κυρία Μάνου ήταν η θεία για τους νέους εκείνους, τους εμψύχωνε· και ο Σαββόπουλος έγραψε γι' αυτήν ένα τραγούδι, μα η λογοκρισία της δικτατορίας δεν τον άφησε να κυκλοφορήσει με αναφορά στο όνομά της κι έτσι έγινε "Η θεία Μάρω", ένα από τα τραγούδια στο Περιβόλι του τρελλού:


Στην υγρή μας την αυλή, στρώνει για να κοιμηθεί

η κυρία Μάρω.
Κλαίνε ακόμα κι οι σκληροί, μα έχει απόφαση σωστή
η κυρία Μάρω.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
πες μας για δράκους, πες μας για σπαθιά.

Τηλεόραση φτηνή, ψυγεία, δόσεις, γιωταχί
και οικοδομές.
Πριζουνίκ, πρατήρια και χρηματιστήρια
και διακοπές.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Στην κάμαρή σου περίμενέ μας αύριο, 
καθισμένη στο χαμηλό σοφά.

Την αλήθεια την πικρή δε θα την πω, μην τρελαθεί
η κυρία Μάρω.
Το χεράκι της θα κρατώ, δίπλα στο τζάκι θα τη βρω
την κυρία Μάρω.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, στην ποδιά σου αύριο, 
θα γείρουμε σαν ορφανά παιδιά.





Ήταν Αύγουστος του 1967. Η Μάρω, η πραγματική, ήτανε μόλις 20 χρονώ κορίτσι τότε. Κι έγραφε στην Πηγάδα, καταλήγοντας:

Όσο ονειροβατούσαμε, ξεγελιόμαστε με αυταπάτες. Μα το καπάκι πετάχτηκε, ο ατμός έγινε θολούρα, η κίνηση σημειωτόν επί τα αυτά. [...] Υποταγμένοι στα λογής αντικείμενα, εκείνου του βιβλίου, εκείνου του πίνακα, και προπαντός οι αφίσες και τα σήματα ειρήνης, τα σήματα κονκάρδες, κάτι σαν αγκύλωση στο μυαλό μας, κι αυτός ο όμορφος Γκεβάρα, επικίνδυνο πράγμα η ομορφιά. Θα πούμε είναι αδύνατη η μνήμη, ελαστική η συνείδηση. Ας ευλογήσουμε τα λογής αντικείμενα, όπως ο δούλος τον αφέντη του. Συχωροχάρτι και αλαζονεία μας: Η προηγούμενη γενιά δεν τα κατάφερε, κι ας έγραψε τραγούδια, μουσική, κι ας χάραξε μ' αιμα τ' αρχικά της στους δρόμους της ελευθερίας.

Μικρή αναφορά για τη σημερινή μέρα, όχι τόσο ή μόνο για να μην αδυνατίζει η μνήμη, αλλά κυρίως για τη συνείδηση, που δεν της πρέπει ελαστική να είναι...

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

21 Απριλίου 1967: όταν η μνήμη κλωθογυρίζει πενήντα χρόνια πίσω...




Μάθημα Δημοκρατίας*

του Γιώργου Πιτσιτάκη

Kόντευε μεσημέρι. Το παρατεταμένο χτύπημα του τηλεφώνου τον ξύπνησε. Έτσι κι αλλιώς δεν το προλάβαινε. Κάθισε στο κρεβάτι και τεντώθηκε. Την προηγούμενη είχε ξενυχτήσει.

H καλή παρέα με φίλους γκαρδιακούς, μπουζούκια, κιθάρες, ακκορντεόν και πολύ τραγούδι από σμυρνέικα, ρεμπέτικα, Μάρκο, Τσιτσάνη, Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, λαϊκά μέχρι αντάρτικα, τους κράτησε σχεδόν μέχρι το πρωί. Έβαλε να πιει καφέ. Κοίταξε να δει ποιος τον πήρε. Ήταν ο γέρω-δάσκαλος. Θυμήθηκε το καθιερωμένο τους ετήσιο ραντεβού.
Πάνε λίγα χρόνια, χρόνια των απάνθρωπων μνημονίων, που έγινε κι αυτός συνταξιούχος δάσκαλος, ομόλογος του αγαπημένου του στο δημοτικό δασκάλου, του σημερινού γέρω-δάσκαλου. Συναντιόνταν πότε – πότε στη γειτονιά τους τη Νέα Χώρα, στο καφενείο δίπλα στα Πευκάκια ή λίγο πιο κάτω στο μώλο απέναντι απ’ τη θάλασσα. Ο γέρω-δάσκαλος με το μπαστουνάκι του, βαρύνανε βλέπεις τα χρόνια, πλησιάζει το τριψήφιο νούμερο! Κι είναι και το αναθεματισμένο το τραύμα στο πόδι, «παράσημο» του πολέμου, που ορισμένες φορές είναι παραπάνω από ενοχλητικό. Κάθονται και πίνουν το καφεδάκι τους ή μια και δυό και τρεις δαιμονισμένες ρακές και τα λένε. Λένε για τα σχολικά τους τ’ αλλοτινά και τα τωρινά, τα καινουργιοχωρίτικα παλιά και νέα, κρίνουν την πολιτική κατάσταση, αναστορούνται ιστορίες του τόπου για πρόσωπα και πράγματα. Σιωπηλός όπως τότε στα μαθητικά θρανία, ακούει το γέρω-δάσκαλο. Και αυτός, με περισσή ζωντάνια μα και με μια αδιόρατη πίκρα και θλίψη γι’ αυτά που χάθηκαν, διηγείται ιστορίες καλύτερα κι απ’ τους παλιούς καλούς παραμυθάδες. Μπροστά στα μάτια του προβάλουν ολοζώντανες προπολεμικές δεκαετίες στην κρητική ύπαιθρο, η επική και συνάμα τραγική δεκαετία του Σαράντα και τόσα άλλα διανθισμένα με λέξεις και φράσεις από την κρητική ντοπιολαλιά που έχουν ξεχαστεί ή τείνουν να χαθούν. Αληθινή μυσταγωγία!
Ξαναχτυπά το τηλέφωνο.
– Έλα, ακόμα δεν ξύπνησες;
– Γεια σου καπετάνιο μου. Καλημέρα σου!
– Άστα αυτά. Δεν πιστεύω να ξέχασες το ραντεβού.
– Όχι βέβαια. Το περιμένω με ανυπομονησία. Κι όπως πάντα συνεπής.
Κοιτάζει το ημερολόγιο. 21 του Απρίλη του 2017. Πότε πέρασαν 50 χρόνια; Και η μνήμη, αχ αυτή η αδιόρθωτη μνήμη που όλο κλωθογυρίζει και δε λέει να κοπάσει και να σωπάσει, επανέρχεται και τον επιστρέφει πενήντα χρόνια πίσω.
21 Απριλίου 1967. Τελειόφοιτος στο 6ο Δημοτικό Σχολείο της Νέας Χώρας. Την προηγούμενη χρονιά είχαν μετακομίσει στο νέο διδακτήριο από το 5ο και με νωπές τις μνήμες από τον τάφο της Σουλτάνας – που ήταν φόβητρο για τα παιδιά – εκεί στη νοτιοανατολική άκρη της αυλής, τελευταίο απομεινάρι από τα μνήματα του οβραίικου νεκροταφείου. Τότε στην αρχή της σχολικής χρονιάς είχε γίνει το παλαβό να κάνουν δυό φορές εγκαίνια του σχολείου μέσα σ’ ένα μήνα. Είχε γίνει σούσουρο, όλοι το περιγελούσαν. Τη δεύτερη φορά ήρθε κι ένας πανύψηλος κορδωτός υπουργός, από τη Χαλέπα λέγανε πως ήτανε, και κάτω στην αμμούτσα στα καφενεία του Φραγκιού και του Κοκολίνου, οι ψαράδες κι οι εργάτες τον λέγανε αυτόν και τους άλλους, αποστάτες.
Ήταν Παρασκευή. Σηκώθηκε χαρούμενος. Για πρώτη φορά στη ζωή του θα έβαζε μακρύ παντελόνι, ένα γαλάζιο τερυλέν, συνδυασμένο με καλά παπούτσια. Σπουδαία υπόθεση. Είχε βαρεθεί τα κοντά παντελόνια. Θα σταματούσε πια να ΄ναι εκτεθειμένος στο κρύο και τη ζέστη και δεν θα φαίνονται πλέον οι μπλαβάδες από τα πεσίματα ή το ξύλο από τους παιδικούς καυγάδες μα και οι βιτσιές του συνετισμού από τη μη συμμόρφωση στις γονικές εντολές. Επιτέλους μεγάλωνε! Το φόρεσε προσεκτικά, στήθηκε μπροστά στον καθρέφτη και καμάρωνε. «Πως κάνεις έτσι! Σα γύφτικο σκεπάρνι είσαι» ακούει τη φωνή της μάνας του. «Άντε βιάσου και δεν πας για γαμπρός. Θ’ αργήσεις στο σκολειό» συνέχισε, ανεβάζοντας τους τόνους. Όμως αυτός δεν άκουγε τίποτα. Βγαίνει στην αυλή και ο σκύλος τους ο Αράπης έρχεται καταπάνω του να παίξουνε. Για να μην τον λερώσει, τον αποφεύγει με μια επιδέξια κίνηση και απομακρύνεται τρέχοντας. Ο καιρός είχε μια μουντάδα, του φάνηκε πως είχε κατεβασμένα μούτρα. Ο ουρανός γεμάτος συννεφάκια μικρά και ασπρόγκριζα, στριμωγμένα το ’να δίπλα στ’ άλλο.
Στο δρόμο συναντά το συμμαθητή του τον Νικόλα.
– Άκουσες τα νέα; Έγινε, λέει, δικτακτορία είπε το ράδιο, αρχινά ο Νικόλας.
– Δεν άκουσα τίποτα, του απαντά αγχωμένα ανησυχώντας ότι θα καθυστερήσει στο σχολείο.
Φτάνουν, μα η αυλή ήταν γεμάτη από παιδιά. Κοίταζε τριγύρω αν έβλεπαν κάποια αλλαγή πάνω του. Μήπως πρόσεχαν το παντελόνι του. Μάταια όμως. Κανείς δεν έδινε σημασία. Άλλα έπαιζαν κι άλλα είχαν σχηματίσει πηγαδάκια και συζητούσαν. Οι δάσκαλοι μέσα στο γραφείο τους κλεισμένοι δε βαρούσαν το κουδούνι παρ` ότι είχε περάσει η ώρα 07:30 που κανονικά χτυπούσε. Πάει στην πιο μεγάλη παρέα που ήταν συμμαθητές του και ο ξερόλας της τάξης στη μέση, με ύφος επιβλητικό και με απόλυτη σιγουριά άρχισε να εξηγεί στα άλλα τα άσχετα…
– Έγινε Δικτατορία, ο Λαός θα ξεσηκωθεί και θα την ρίξει… το πραξικόπημα δεν θα περάσει… ο Λαός δεν θα μείνει έτσι, θα ξεσηκωθεί…
– Τι είναι η Δικτατορία, Παντελή; ρώτησε κάποιος.
– Ο Λαός δεν είναι ελεύθερος, δεν γίνονται εκλογές, δεν υπάρχουν δουλειές…
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό από τις ρητορικές επιδόσεις του συμμαθητή του κι άρχισε να καταλαβαίνει τί είναι – επιτέλους – αυτή η Δικτατορία !!!
Λίγο μετά τις 08:00 ακούγεται ο ήχος του κουδουνιού και τα παιδιά μπαίνουν στην σειρά όπως – όπως με μεγάλη ζωηρότητα από το παιχνίδι και ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει.
Ο δάσκαλος τους που εκτελούσε χρέη Διευθυντή μετά την προσευχή, φουρτουνιασμένος και με φανερό τον εκνευρισμό στην όψη του, άρχισε:
– Σήμερα έγινε πραξικόπημα, δεν θα γίνουν μαθήματα, ούτε αύριο θα πάμε στην εκκλησία… .
– Παπανδρέου θέλατε, καλά να πάθετε! ακούστηκε από δίπλα η φωνή μιας νεαρής δασκάλας που χτυπούσε πεισματικά το πόδι της στο πάτωμα.
– Σκάσε μωρή! της απευθύνθηκε οργισμένος.
Πάγωσαν τα παιδιά. Και γυρίζοντας στους μαθητές συνεχίζει:
– Σας ευχόμαστε Καλό Πάσχα, τώρα να πάτε στα σπίτια σας και στο σχολείο θα έρθετε μετά τις γιορτές, αν όλα πάνε καλά…!
Μια βουή, όλο χαρά, βγήκε από τα στόματά τους που θα γλύτωναν το Σαββατιάτικο μάθημα και πήρανε το δρόμο για το σπίτι. Έξω από τον Άγιο Κωνσταντίνο βλέπει το Θοδωρή, το Σταμάτη και το Μιχαλιό με φουσκωμένες τις κοιλιές, να τρέχουν σα να τους έχουν βάλει νέφτι στον κώλο. Ξωπίσω τους ξεγλωσσιασμένος μ’ ένα ραβδί στο χέρι ο κυρ Μάρκος να τους κυνηγά και να φωνάζει: «Τα μανταρίνια μου ρε μπαστάρδια! Αλλά θα σας πιάσω, δε θα σας πιάσω; Τότε θα δείτε τι θα πάθετε». Το διπλανό περβόλι με τα υπέροχα φρούτα είχε υποστεί για πολλοστή φορά την «επιδρομή των βαρβάρων».
Επιστρέφοντας ήταν όλα άνω κάτω. Η μάνα είχε βάλει μπρος και συγύριζε το σπίτι για ν’ αστράφτει από καθαριότητα ενόψει του Πάσχα. Ήταν ανεβασμένη πάνω στο σερβάν και ξεσκόνιζε μέχρι και το ταβάνι. «Έπρεπε να μυρίζει πάστρα το σπίτι», έλεγε. Το ράδιο δεν έπαιζε τα λαϊκά τραγούδια της εποχής και δεν ακούονταν η θεϊκή φωνή του Καζαντζίδη, του Στελάρα όπως τον έλεγε ο πατέρας, πάρα μόνο μουσικές άγνωστες σ’ αυτόν, εμβατήρια τα λέγαν, με λόγια όπως «των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά» που κατέληγαν στο «Ζήτω η Επανάστασις!» και άλλα ακαλαβίστικα και βαρετά. Ο εκφωνητής διέκοπτε συχνά-πυκνά και ανακοίνωνε: «Από της πρωίας της σήμερον, ο Ελληνικός στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας, θέτοντας τέλος στην φαυλότητα των πολιτικών προσώπων που ωθούσαν την Ελλάδα, στις αγκάλες του Κομμουνισμού. Η κυκλοφορία στους δρόμους δεν θα επιτρέπεται απ` την εβδόμην απογευματινήν έως και την έκτην πρωϊνήν της αύριον. Όστις θεάται εις τας οδούς στο διάστημα των προαναφερθέντων ωρών, θα πυροβολείται χωρίς προειδοποίησιν». Τα λόγια τούτα καρφώθηκαν στο μυαλό του και δεν τα ξέχασε παρά το ότι πέρασαν πολλές δεκαετίες.
Ρωτά τη μάνα γι’ αυτά και του απαντά: «Δεν έχουμε πια ελευθερία! Έφεραν δικτατορία… χούντα. Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις». Σε λίγο καταφθάνει ο πατέρας γεμάτος σκόνη. Λιμενεργάτης στο λιμάνι. Φαίνεται κατάκοπος…
– Που δούλευες κι έγινες έτσι; τον ρωτά η μάνα.
– Στ’ αμπάρι, φτυαρίζαμε στάρι. Φάγαμε τη σκόνη με το κουτάλι! Μα μάθαμε τα γεγονότα, σταματήσαμε και φύγαμε, απαντά. Ήρθα από το γιαλό και δε ξέρω τι τρέχει στην πόλη.
– Μπαμπά τι θα πει δικτατορία και χούντα; Γιατί το ράδιο δεν παίζει τα ωραία τραγούδια που ακούμε;
Σα να μην άκουσε τις ερωτήσεις, συνεχίζει: «Τους δικούς μας τους πιάσανε στον ύπνο οι κερατάδες και φαίνεται δε προλάβανε ούτε κιχ να κάνουν».
Μετά τις διακοπές τα παιδιά ξαναγυρίζουν στη σχολική καθημερινότητα. Στις πρώτες μέρες του Μάη, την ώρα της ωδικής ο δάσκαλος τους ανακοινώνει ότι θα μάθουνε να τραγουδούνε Ριζίτικα. Ως παιδί της πόλης πολύ λίγα πράγματα ήξερε για την κρητική μουσική και το κρητικό τραγούδι. Τους γράφει τα λόγια στον πίνακα. «Πότε θα κάνει Ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει, να πάρω το ντουφέκι μου, την όμορφη πατρόνα, να κατεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω …». Όρθιος στο βάθρο της έδρας, τους καλεί να κάνουνε ησυχία κι αρχίζει να τραγουδά. Νεκρική σιγή. Εεεεεε, Πόοοτέ θα κά, Ποοτέ θα κάαανει ει ει Ξαστεριά ααα… . Τι ήταν αυτό που έβλεπε κι άκουγε; Νόμιζε πως ονειρεύεται. Ένας άλλος δάσκαλος βρισκόταν εκεί απέναντι του. Ο μικρός το δέμας δάσκαλός του μπροστά στα έκπληκτα παιδικά του μάτια, είχε μεταμορφωθεί σε γίγαντα σαν τον Καζαντζακικό δάσκαλο στον «Καπετάν Μιχάλη». Οι τρίχες της κεφαλής του στέκονταν ολόρθες, το ίδιο κι οι τρίχες των χεριών του είχαν ισιώσει. Η φωνή του βροντερή, πρωτεϊκή, χτυπούσε κατευθείαν στο κέντρο του εγκεφάλου του. Αληθινή μυσταγωγία. Κι αυτά τα λόγια! Πότε ειπώθηκαν; Τι τάχα θέλουν να πουν; Γιατί θέλουν να κάμει «μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες»; Γιατί θέλουν τα «μωρά παιδιά να κλαίν’ δίχως μανάδες»; Ερωτήματα στο παιδικό μυαλουδάκι που τότε έμειναν αναπάντητα. Το κορμί του δασκάλου πάλλονταν κι έτρεμε ολόκληρος. Ο ιδρώτας έτρεχε βρύση στο κούτελό του. Το πουκάμισό του ήταν μουσκεμένο ως κάτω. Μέχρι να τελειώσει το ριζίτικο, νόμιζε ότι θα καταρρεύσει. Όμως διαψεύστηκε. Στο τέλος ο δάσκαλος χαμογελαστός, συνέχισε το μάθημα.
Τον είχε συνεπάρει όλο αυτό το σκηνικό. Συγκλονισμένος προσπαθούσε να συνέλθει. Κι οι απορίες σωρηδόν, η μια πίσω απ΄ την άλλη. Γιατί αυτό το τραγούδι τώρα; Ξανάρθε στο νου του η αποφράδα Παρασκευή που κλείσανε για Πάσχα, τα λόγια των συμμαθητών, του δασκάλου, της μάνας και του πατέρα, τα εμβατήρια στο ράδιο. Αυτό το ριζίτικο, σκέφτηκε, ήθελε πολλά να πει. Ο δάσκαλος κατάφερε και του μετάδωσε το αντιστασιακό μήνυμα του τραγουδιού. Είναι το πρώτο και καλύτερο μάθημα δημοκρατίας που έχει πάρει μέχρι σήμερα.
Βυθισμένος στις σκέψεις και τις αναμνήσεις, ξεχάστηκε. Κοίταξε το ρολόι. Θα καθυστερήσει στο ραντεβού και ο γέρω-δάσκαλος δεν αστειεύεται, θα τον επιπλήξει όπως μόνον αυτός ξέρει.

*Αφιερωμένο στον δάσκαλό μου Βασίλη Ιγγλεζάκη 




Το παραπάνω διήγημα γράφτηκε για τη σημερινή μέρα από από τον Γιώργο Πιτσιτάκη, δάσκαλο και ιστορικό ερευνητή, που και άλλες φορές έχω αναφερθεί στις έρευνές του πάνω στην ιστορία της πόλης και των ανθρώπων των Χανίων από τις αρχές του 20ου αιώνα. Δημοσιεύτηκε στα σημερινά Χανιώτικα Νέα και είναι αφιερωμένο στον Βασίλη Ιγγλεζάκη, το γέρο δάσκαλο, όπως τον ονομάζει ο ίδιος, τον δάσκαλό μας στις δυο τελευταίες τάξεις του δημοτικού, στη Νέα Χώρα. Στο 6ο δημοτικό, στο καινουριοχτισμένο σχολείο, πηγαίναμε τότε μαζί με το Γιώργο. Κι επειδή κάτι έγραφα σε παλαιότερη ανάρτηση για εκείνη την αποφράδα ημέρα, ας μου επιτραπεί μια παραλλαγή - αντιγραφή, συνέχεια και συμπλήρωμα της ιστορίας από την κοινή μας μνήμη:



Κοιτάζω το ημερολόγιο. 21 του Απρίλη του 2017. Πότε πέρασαν 50 χρόνια; Και η μνήμη, αχ αυτή η αδιόρθωτη μνήμη που όλο κλωθογυρίζει και δε λέει να κοπάσει και να σωπάσει, επανέρχεται και μας επιστρέφει πενήντα χρόνια πίσω.

21 Απριλίου 1967. Τελειόφοιτη στο 6ο Δημοτικό Σχολείο της Νέας Χώρας. Την προηγούμενη χρονιά είχαμε μετακομίσει στο νέο διδακτήριο από το 5ο και με νωπές τις μνήμες από τον τάφο της Σουλτάνας – που ήταν φόβητρο για τα παιδιά – εκεί στη νοτιοανατολική άκρη της αυλής, τελευταίο απομεινάρι από τα μνήματα του οβραίικου νεκροταφείου. Τότε στην αρχή της σχολικής χρονιάς είχε γίνει το παλαβό να κάνουν δυό φορές εγκαίνια του σχολείου μέσα σ’ ένα μήνα. Είχε γίνει σούσουρο, όλοι το περιγελούσαν. Τη δεύτερη φορά ήρθε κι ένας πανύψηλος κορδωτός υπουργός, από τη Χαλέπα λέγανε πως ήτανε, και κάτω στην αμμούτσα στα καφενεία του Φραγκιού και του Κοκολίνου, οι ψαράδες κι οι εργάτες τον λέγανε αυτόν και τους άλλους, αποστάτες.

Ήταν Παρασκευή. Σηκώθηκα χαρούμενη. Πήγα πρωί πρωί στο σχολείο. Δάσκαλο είχα τον Βασίλη Ιγγλεζάκη (κάποια στιγμή θα γράψω για τον ωραίο αυτό άνθρωπο). Κάτι περίεργο έδειχνε να συμβαίνει. Χτύπησε το κουδούνι, συγκεντρωθήκαμε για την πρωινή προσευχή, οι δάσκαλοι παραταγμένοι ως συνήθως. Μα πάλι, όχι, δεν ήταν "ως συνήθως", ένα μούδιασμα υπήρχε, μεγαλώνοντας και ξαναφέρνοντας την εικόνα τους μπροστά μου, ναι, δεν ήταν η συνήθης εικόνα ούτε του κυρίου Ιγγλεζάκη, ούτε της κυρίας Ιπποδάμειας, ούτε των υπόλοιπων δασκάλων.

Αλλά η εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη είναι η εικόνα μιας άλλης δασκάλας, της κυρίας Γουλιέλμου, που έκλαιγε. Ναι, έκλαιγε φανερά και μεις δεν καταλαβαίναμε γιατί.

Τι ν' απόγινε άραγε, δεν έμαθα ποτέ.

Μας είπαν ότι δεν θα γίνει μάθημα και μας έστειλαν στα σπίτια μας. Δεν ξέρω πόσα παιδιά χάρηκαν τη ... νόμιμη κοπάνα εκείνη τη μέρα.

Εγώ γύρισα σπίτι μου, η μάνα μου έψαχνε Αυγές παρατημένες κάτω από το στρώμα για να τις εξαφανίσει και το απόγευμα καθόμασταν στα σκαλάκια του σπιτιού, περιμένοντας με αγωνία τον πατέρα μου να γυρίσει από τη δουλειά, υπήρχε η απαγόρευση κυκλοφορίας, ο τόπος έμπαινε στο γύψο.

Και θυμάμαι, όταν περνούσαμε από το σπίτι του Μιχελουδάκη (στελέχους της αριστεράς), η μάνα μου καλημέριζε μια ηλικωμένη γυναίκα, μονίμως δακρυσμένη, και ρώταγε τα νέα του, ήταν η μάνα ή η πεθερά του, εκείνος ήταν εξορία και η γυναίκα του έγκυος. Αργότερα στο γυμνάσιο είχε έλθει ως φιλόλογος ο αδελφός του...


Κοιτάζω το ημερολόγιο. 21 του Απρίλη του 2017. Πότε πέρασαν 50 χρόνια; 
Περπατώ στην πόλη. Στην Τζανακάκη, στο κέντρο της πόλης, τα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Ήθελαν λέει ν' ανοίξουν κι άλλα γραφεία στη Σούδα και δεν τους άφησαν. 
Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει...
Ή μήπως ξεχνά...
Μεθαύριο εκλογές στη Γαλλία. Κι εκεί δεν ξεχνά ο λαός. Ή μήπως κι εκεί ο λαός ξεχνά...
Τι να πω, πίσω-μπρος κλωθογυρίζει ο νους...

----------------------------------------------------------------------------------------------------

* Σημείωση

Το παραπάνω διήγημα του Γιώργου Πιτσιτάκη κυκλοφόρησε και σε μικρό αριθμό φωτοαντιγράφων με φροντίδα του συγγραφέα. Την έκδοση κοσμούν χαρακτικά της Βάσως Κατράκη, καθώς και σκίτσα του δασκάλου – σκιτσογράφου Χρήστου Πετράκη από το βιβλίο-λεύκωμα «Οι άθλοι του Πονηρίδη» (τιμητική έκδοση του μαθητικού περιοδικού «Τα Χανιωτάκια» του Συλλόγου Δασκάλων – Νηπιαγωγών νομού Χανίων, Απρίλης 2008). 



Κυριακή 21 Απριλίου 2013

21 Απριλίου 1967: Θυμάμαι τη δασκάλα που έκλαιγε


Πήγαμε πρωί πρωί στο σχολείο, ήμουν μαθήτρια της έκτης τάξης στο 6ο δημοτικό Χανίων στη Νέα Χώρα. Δάσκαλο είχα τον Βασίλη Ιγγλεζάκη (κάποια στιγμή θα γράψω για τον ωραίο αυτό άνθρωπο). Κάτι περίεργο έδειχνε να συμβαίνει. Χτύπησε το κουδούνι, συγκεντρωθήκαμε για την πρωινή προσευχή, οι δάσκαλοι παραταγμένοι ως συνήθως. Μα πάλι, όχι, δεν ήταν "ως συνήθως", ένα μούδιασμα υπήρχε, μεγαλώνοντας και ξαναφέρνοντας την εικόνα τους μπροστά μου, ναι, δεν ήταν η συνήθης εικόνα ούτε του κυρίου Ιγγλεζάκη, ούτε της κυρίας Ιπποδάμειας, ούτε των υπόλοιπων δασκάλων.

Αλλά η εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη είναι η εικόνα μιας άλλης δασκάλας, της κυρίας Γουλιέλμου, που έκλαιγε. Ναι, έκλαιγε φανερά και μεις δεν καταλαβαίναμε γιατί.

Τι ν' απόγινε άραγε, δεν έμαθα ποτέ.

Μας είπαν ότι δεν θα γίνει μάθημα και μας έστειλαν στα σπίτια μας. Δεν ξέρω πόσα παιδιά χάρηκαν τη ... νόμιμη κοπάνα εκείνη τη μέρα.

Εγώ γύρισα σπίτι μου, η μάνα μου έψαχνε Αυγές παρατημένες κάτω από το στρώμα για να τις εξαφανίσει και το απόγευμα καθόμασταν στα σκαλάκια του σπιτιού,  περιμένοντας με αγωνία τον πατέρα μου να γυρίσει από τη δουλειά, υπήρχε η απαγόρευση κυκλοφορίας, ο τόπος έμπαινε στο γύψο.

Και θυμάμαι, όταν περνούσαμε από το σπίτι του Μιχελουδάκη (στελέχους της αριστεράς), η μάνα μου καλημέριζε μια ηλικωμένη γυναίκα, μονίμως δακρυσμένη, και ρώταγε τα νέα του, ήταν η μάνα ή η πεθερά του, εκείνος ήταν εξορία και η γυναίκα του έγκυος. Αργότερα στο γυμνάσιο είχε έλθει ως φιλόλογος ο αδελφός του.

Ποτέ πια φασισμός, ποτέ πια χούντα, πώς να το πούμε να το καταλάβουν και αυτοί που γεννήθηκαν πολύ αργότερα. Γιατί... όσοι ήταν γεννημένοι, ε, δεν συγχωρούνται, πώς να το κάνουμε. Όλο και κάτι θα είχαν ακούσει, όλο και κάποιον θα είδανε να κλαίει, στα φανερά ή στα κρυφά!