Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Ποια σχέση μπορεί να έχει το τσάι με την 4η Ιουλίου; Με αφορμή φυτών αφήγημα του Γιάννη Μανέτα

Αν το τσάι έχει μια έμμεση σχέση με την οικονομική και ηθική κατάρρευση της Κίνας, στην άλλη μεριά του κόσμου έδωσε στη χώρα που έμελλε να γίνει αργότερα η κυρίαρχη παγκόσμια υπερδύναμη μια από τις αφορμές για τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της και τον Επαναστατικό Πόλεμο εναντίον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1770, η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών είδε τα κέρδη της να απειλούνται από το λαθρεμπόριο του τσαγιού, τόσο στην ίδια την Αγγλία όσο και στις αποικίες της στη Βόρεια Αμερική. Ζήτησε, και εξασφάλισε, λοιπόν από το βρετανικό κοινοβούλιο το προνόμιο να προμηθεύει μονοπωλιακά με τσάι της αποικίας αυτές, και μάλιστα χωρίς να φορολογείται. Αυτό όμως προκάλεσε την αγανάκτηση των ντόπιων εμπόρων στις αποικίες της Βόρειας Αμερικής, που έβλεπαν τις επιχειρήσεις και τα κέρδη τους να καταρρέουν. Τον Δεκέμβριο του 1773, μια ομάδα αποφασισμένων ακτιβιστών, μέσα σε άκρως επαναστατική ατμόσφαιρα, ανέβηκε στα πλοία της εταιρείας του λιμάνι της Βοστόνης και πέταξε το τσάι στη θάλασσα. Η πράξη αυτή θεωρήθηκε ιστορική και εμβληματική για την Αμερικανική Επανάσταση, κάτι σα τη δική μας ύψωση της επαναστατικής σημαίας στην Αγία Λαύρα. Έμεινε γνωστή ως «Το πάρτι τσαγιού της Βοστόνης» (Boston Tea Party). Το βρετανικό κοινοβούλιο θεώρησε το επεισόδιο θρασύτατο και έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να επιβάλει κυρώσεις στην αποικία της Μασαχουσέτης. Ωστόσο τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους και την 4η Ιουλίου του 1776 ο Τόμας Τζέφερσον και ο Βενιαμίν Φραγκλίνος διάβασαν στο Αμερικανικό Κογκρέσο τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα του κεφαλαίου με τίτλο «Coffea arabica, Camellia sinensis, Theobroma cacao: Ο σύνδεσμος της καφεΐνης» από το βιβλίο του Γιάννη Μανέτα Περί φυτών αφηγήματα: Μικρές ιστορίες για φυτά που άλλαξαν τον κόσμο (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2014).  

 Ο λόγος που το παραθέτω σήμερα είναι για τη σχέση που πράγματι έχει το τσάι με την 4η Ιουλίου, μέρα που οι Αμερικανοί γιορτάζουν την ανεξαρτησία τους, τότε που στις 16 Δεκεμβρίου του 1773 οι ακτιβιστές με την ονομασία «Γιοί της Ελευθερίας» επαναστάτησαν πετώντας 342 σακιά τσαγιού στο λιμάνι της Βοστόνης. Ακολούθησαν κι άλλες αντιδράσεις μέχρι το 1776, μια μέρα σαν και σήμερα που στη διακήρυξή της ανεξαρτησίας τους δήλωναν ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι. (Η αλήθεια είναι ότι οι ηγέτες τους δεν το πιστεύουν πάντα ούτε το ακολουθούν, η ιστορία είναι μάρτυρας πολλών άλλων ερμηνειών και καταστάσεων, αλλά ας μείνουμε στη μέρα σύμβολο).

Το Πάρτι του Τσαγιού στη Βοστόνη όπως απεικονίζεται σε χαρακτικό που βρέθηκε σε βιβλίο του 1789 (Πληροφορίες εδώ)



Το βιβλίο είναι όλο εξαιρετικά ενδιαφέρον και αξίζει να διαβαστεί. Φωτίζει γνωστές και άγνωστες πτυχές από την ιστορία των φυτών, την εξέλιξη και τη συμβολή τους στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά και μέσω αυτών φωτίζει πτυχές και από την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ιστορία των λαών της γης, από τις αντιθέσεις, τις αντιστάσεις και τις καταπιέσεις. Τεκμηριωμένη παρουσίαση, γλαφυρή γλώσσα, μεγάλο κείμενο αλλά αξίζει. Όπως αξίζουν και οι εικόνες της Μυρσίνης Μανέτα που κοσμούν κάθε κεφάλαιο αφιερωμένες στα αντίστοιχα «περί φυτών αφηγήματα». Άξια η δουλειά των συντελεστών.

Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Κορνιζωμένοι, της Ιωάννας Καρυστιάνη: άραγε ποιες και πόσες κορνίζες κρεμάω στον τοίχο, ποιες και πόσες κρύβω στο πατάρι;

Πιο μικρός ο Χρόνης, γύρω στα εφτά, είχε ρωτήσει τον πατέρα του, εμείς γιατί δεν έχουμε κορνίζα με τους παππούδες; Δεν υπάρχουν; Εσύ δεν είχες μπαμπά και μαμά; Πόσο έκλαιγες κάθε μέρα;

Ο πατέρας του Χρόνη, ο Στέλιος Σπούγιας, που είχε το κορνιζάδικο «Τέλειον», ψέλλισε κάποια στιγμή, χρόνια αργότερα:

σκέφτομαι όλα τα προηγούμενα σαν βαλμένα σε κορνίζες και μετράω ποιες και πόσες δεν κρεμάω στον τοίχο, ποιες και πόσες κρύβω στο πατάρι.

Ο λόγος για το πιο πρόσφατο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη Κορνιζωμένοι (εκδ. Καστανιώτη, 2024). Ένα κορνιζάδικο στην Κρανιά, μια μικρή πόλη της Θεσσαλίας, μια πόλη χωρίς ταυτότητα που ούτε λικέρ κράνου δεν κάνει πια, αλλά που είχε γνωρίσει δόξες τότε που ένας υπουργός τα έχωνε κι ένας άλλος τα έδινε όλα. Κι ο πολυποίκιλος, γεμάτος πικρές αλήθειες, λόγος της Καρυστιάνη, με τη χειμαρρώδη γλώσσα και τους θαρραλέους χαρακτηρισμούς για όλους και για όλα, δεν χαρίζεται σε κανέναν και σε καμιά κατάσταση. Η παντοτινά δυναμική και βαθιά ανθρώπινη Ιωάννα, ανατέμνει τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας, περιγράφει τις ανιαρές έως γραφικές παρέες όσο περνούν τα χρόνια, τα αδιέξοδα και τις μικρότητες της ζωής στην περιφέρεια, ταυτόχρονα όμως σε βάζει να σκέφτεσαι για την αγάπη και την αθωότητα των ανθρώπων:

είναι πολύ ωραίο να καταγίνεσαι με την αγάπη

λέει ένας φίλος του Σπούγια, αλλά τον ίδιο το Σπούγια

καθόλου δεν τον βοηθούσε και η αίσθηση ότι τελικά μπορεί να υπάρχει τόση αθωότητα στον κόσμο και τόσο σιμά του, απόψε στο μισό μέτρο.

Οι άνθρωποι κορνιζώνουν τα πάντα, όπως η 80χρονη κυρία Ελενίτσα, που αν και τυφλή εδώ και 45 χρόνια, ψηλαφά κι αγγίζει τις 227 κορνιζωμένες φωτογραφίες μία μία κι αναγνωρίζει πρόσωπα, τράγους και κατσίκια, τοπία, εικόνες μιας περασμένης ζωής.

[...] Στον πάγκο του Τέλειον κατατέθηκαν για κορνίζωμα κεντημένες Παναγίες και μπαλαρίνες, ένα παζλ με τον Γκάλη, ρετρό διαφημίσεις καλλυντικών, μία καρδιά από σταχωμένους μενεξέδες, τρία ροζ φτερά φλαμίνγκο και τέσσερα μωρουδιακά καλτσάκια [...]

Πρωτότυπη η ιδέα της κορνίζας, πολλές οι σκέψεις που γεννιούνται καθώς γυρνάς τις σελίδες, η μαεστρία της Καρυστιάνη δένει πολλές εικόνες, πολλές παράλληλες ιστορίες, πολλές παράλληλες ζωές. Με αριστοτεχνική γραφή προχωρά, μέσα από τη ζωή του κορνιζάδικου και την καθημερινότητα του κορνιζά, η (κρυφή) ιστορία για την εξαφάνιση του γιού του του Χρόνη, διαβάζεις τις σελίδες γρήγορα, αδημονείς να δεις τι θα γίνει, θέλεις να διαβάσεις τη συνέχεια, να μάθεις την κατάληξη, η συγγραφέας δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια να μαντέψεις την εξέλιξη της πλοκής, ή κι εσύ δεν θέλεις να προτρέξεις ώστε να γεύεσαι, να ρουφάς σιγά σιγά όλη την ομορφιά της ανάγνωσης.

Δεν γράφω πολλά για το ίδιο το περιεχόμενο, λίγες σκέψεις κι ερωτήματα μόνο. Το βιβλίο είναι ένα αριστούργημα! Γλώσσα, γραφή, πλοκή, ροή του λόγου, δομή, η Καρυστιάνη στα καλύτερά της. Κορνιζάς ο κεντρικός ήρωας, οι άνθρωποι εκεί κορνιζώνουν τα πάντα. Άραγε, κορνιζώνουν και τον εαυτό τους, είτε αυθεντικό ή όπως τον φαντάζονται οι ίδιοι ή και ο περίγυρος; Είμαστε κορνιζωμένοι στην εικόνα που θέλουμε, σε αντιλήψεις που μας βολεύουν; Το βιβλίο έχει πολλά. Δεν γράφω περισσότερα, διαβάζεται απνευστί και ακολουθεί στοχασμός και κουβέντα. Εξαιρετικό!!!

Πάντως, ναι, φροντιστήριο ζωής το κορνιζάδικο, πράγματι, και σταυροδρόμι συνάντησης ζωντανών και πεθαμένων οι κορνίζες!    

........................................................................................ 
 

Υστερόγραφο 1

Στη συνέντευξη που έδωσε στον Κώστα Κατσουλάρη στο πλαίσιο των εκπομπών «Βίος και Πολιτεία» του ομώνυμου βιβλιοπωλείου, ανάμεσα στα σοφά και βαθιά ανθρώπινα λόγια της η Καρυστιάνη είπε ότι οι άνθρωποι κορνιζώνουν τα πάντα. Χωρίς να είναι απαραίτητα πολύ σχετικό, θυμήθηκα τον Κάρολο, τον ιδιόμορφο καλλιτέχνη και κομμωτή Κάρολο Καραμπερόπουλο που το σπίτι του στα Χανιά έχει γίνει Μουσείο και όπου κανείς μπορεί να δει ότι και ο Κάρολος κορνίζωνε τα πάντα, καθένα με την ιστορία του.

 
 
 
 Υστερόγραφο 2

 Κορνιζώνω κι εγώ φωτογραφίες, σταυροδρόμι συνάντησης του χθες με το σήμερα και το αύριο οι φωτογραφίες και για μένα. Κάθε μια με την ιστορία της... 

Τα κορίτσια στα πανηγύρια έπρεπε να συνοδεύονται από αρραβωνιαστικό, αδελφό ή πρώτο ξάδερφο. Εδώ στη μέση η μάνα μου, δεξιά ο αδελφός της ο Γιάννης και η αρραβωνιαστικιά του η Σοφία, στα αριστερά πρωτοξάδερφά τους.

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Η χορτοφάγος, της Han Kang: τραύματα και μνήμες στο πέρασμα των χρόνων

 


Ο χρόνος δεν σταματάει ποτέ.
Η ΊνΧιε ξανακάθεται. Ανοίγει το καπάκι του τελευταίου δοχείου. Παίρνει το άκαμπτο χέρι της ΓιόνγκΧιε και το τραβάει προς τα δαμάσκηνα αφήνοντας τα δάχτυλα της αδελφής της να ψηλαφίσουν τη λεία επιφάνειά τους. Τυλίγει εκείνα τα κάτισχνα δάχτυλα γύρω από ένα από τα δαμάσκηνα και την κάνει να το κρατήσει.
Τα δαμάσκηνα είναι έν από τα φρούτα που άρεσαν στη ΓιονγκΧιε. Η ΊνΧιε θυμήθηκε που, όταν ήταν παιδί, η ΓιόνγκΧιε συνήθιζε να γυρίζει ένα μέσα στο στόμα της για λίγο χωρίς να το δαγκώνει, λέγοντας ότι της άρεσε αυτή η αίσθηση. Τώρα όμως το χέρι της αδελφής της είναι χαλαρό και δεν αντιδρά. Τα νύχια της έχουν γίνει λεπτά σαν το χαρτί.
«ΓιόνγκΧιε».
Η φωνή της ακούγεται ξερή και βραχνή στην ησυχία του θαλάμου. Καμία απάντηση. Φέρνει το πρόσωπό της πολύ κοντά στο πρόσωπο της ΓιόνγκΧιε. Μόλις τότε, παρόλο που φαίνεται απίστευτο, τα βλέφαρα της ΓιόνγκΧιε ανοίγουν.
«ΓιόνγκΧιε!»
Κοιτάζει τα άδεια μαύρα μάτια της αδελφής της, αλλά το μόνο που βλέπει να αντικαθρεφτίζεται είναι το δικό της πρόσωπο.

Δυο αδερφές, η ΓιόνγκΧιε και η ΊνΧιε, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη. Όταν ήταν μικρές έπαιρναν σειρά όταν τους χτυπούσε στα μάγουλα το άγριο χέρι του πατέρα τους. 

Σκέψεις καταγράφω που μου γεννήθηκαν όπως διάβασα το βιβλίο Η χορτοφάγος της νομπελίστριας συγγραφέα Χαν Γκανγκ από τη Νότια Κορέα (εκδ. Καστανιώτη, σε μετάφραση από τα κορεάτικα Αμαλίας Τζιώτη) και με ό,τι είδα πίσω από τις ιστορίες. Τρεις ιστορίες που συμπλέκονται αριστοτεχνικά ως μία σε μια πρωτότυπη αφήγηση με υπαρξιακές αναζητήσεις και με συναισθηματική φόρτιση: πατριαρχική εξουσία και επακόλουθα, βία, τραύματα και μνήμες στο πέρασμα των χρόνων, διεκδίκηση από μια γυναίκα να επιλέγει τρόπο ζωής και η στάση των άλλων απέναντί της, η τέχνη, οι καλλιτέχνες, οι πολλαπλές ερμηνείες των έργων ή "έργων" τους και οι δυσκολίες αποδοχής τους, οι άνθρωποι των ψυχιατρείων και οι δυσερμήνευτες εκδηλώσεις τους, οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στ' αδέλφια, οι δυσκολίες αναγνώρισης και έκφρασης των επιθυμιών, οι δυσκολίες της καθημερινότητας...

Δεν είχε ζήσει ποτέ της. Ακόμα και όταν ήταν παιδί, όσο παλιά την πήγαινε η θύμησή της, δεν είχε κάνει τίποτε άλλο από το να επιβιώνει. Είχε πιστέψει στη δική της εγγενή καλοσύνη, στον ανθρωπισμό της, και είχε ζήσει με αυτές τις αρχές δίχως ποτέ της να προκαλέσει κακό σε κανέναν.

Κεντρική ηρωίδα η ΓιόνγκΧιε, η χορτοφάγος, δεν ήθελε, δεν της άρεσε να τρώει κρέας. Αυτό το παιδί δεν ήταν έτσι παλιά... πόσο ντρέπομαι, ήταν η πρώτη αντίδραση της μητέρας της όταν το 'μαθε. Στη συγκέντρωση όλης της οικογένειας γύρω από ένα τραπέζι, όταν η ΓιόνγκΧιε δήλωσε αποφασιστικά στον πατριάρχη πατέρα της Πατέρα, εγώ δεν τρώω κρέας, η δυνατή παλάμη του έσχισε τον αέρα, κανείς δεν κατάφερε να τον συγκρατήσει, ούτε ο άντρας της, ούτε η μάνα της, ούτε τ' αδέρφια της. Οι σκηνές που περιγράφει η συγγραφέας είναι συγκλονιστικές, συγκλονιστική και μια ιστορία της ΓιόνγκΧιε από τα παιδικά της χρόνια.

Με συντάραξε η περίπτωση της ηρωίδας, ενός ανθρώπου με ανορεξία, και η σχέση με την αδελφή της. Ήρθε μπροστά μου η μορφή της σκελετωμένης πενηντάχρονης γυναίκας στο διπλανό από μένα κρεβάτι του νοσοκομείου πριν από ένα χρόνο, ίδια οι πόνοι και οι κραυγές όπως της ΓιόνγκΧιε, ίδιοι οι διάλογοι με την αδελφή που ήταν συνεχώς κοντά της, ίδια και η κραυγή που βγαίνει κάποια στιγμή από το στόμα της, παραιτημένη κι αυτή όπως η ΊνΧιε από τις προσπάθειες να της βάλει μια μπουκίτσα φαΐ στο στόμα, "πεθαίνεις!". Ποιος ξέρει ποια είναι η τύχη εκείνης της γυναίκας...

Συγκλονιστικό βιβλίο, ακόμη κι αν κρατήσετε κάποια στιγμή το στομάχι, μην το αφήσετε στην άκρη, συνεχίστε το. Αργά μα σταθερά, χωρίς ασυνέχειες, με απλά κι όχι μεγάλα λόγια, ξεδιπλώνεται η πορεία και το δράμα της ζωής, η ζωή των καθημερινών ανθρώπων, η ζωή των γυναικών ιδιαίτερα, σε Ανατολή και Δύση!

---------------------------------------------------------------------
Σημείωση

Δείτε και την παρουσίαση στη Λέσχη Ανάγνωσης Αμαρουσίου εδώ: https://lesxianagnosismaroussi.blogspot.com/2025/05/blog-post_13.html

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Η κόρη μου, της Kim Hye-Jin: η μάνα που αφουγκράζεται

 
Δεν  μου αρέσει η νοοτροπία σύμφωνα με την οποία ό,τι δεν έχει σχέση με μένα δεν είναι σημαντικό, μονολογεί η αφηγήτρια του βιβλίου Η κόρη μου, της Νοτιοκορεάτισσας συγγραφέα Kim Hye-Jin (Ίκαρος, σε μετάφραση από τα κορεάτικα της Αμαλίας Τζιώτη).

Η αφηγήτρια και κεντρική ηρωίδα του βιβλίου είναι μια μητέρα στη Νότια Κορέα, χήρα, που εργάζεται σε οίκο ευγηρίας, που βλέπει τις μοίρες των ανθρώπων να γυρίζουν όπως και τη δική της, που έχει μια κόρη σπουδαγμένη, επαναστάτρια με τα δικά της δεδομένα, που βλέπει τον κόσμο ν' αλλάζει, που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο και ν' αποδεχτεί τις αλλαγές. Ξεχωρίζω, για λόγους παρουσίασης, τρεις ενότητες, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι ξεχωριστές στο βιβλίο, όμως έτσι διέκρινα τις διαφορετικές πλευρές που ξετυλίγονται και που θεωρώ εξίσου σημαντικές.
 
Η φροντίδα της Τζεν στο γηροκομείο της γεννά έντονα συναισθήματα και πολλές σκέψεις γύρω από το παρελθόν και το τώρα της γυναίκας αυτής, γύρω από την καθημερινότητα σε κάθε άνθρωπο όταν γερνάει.
 
Μια υπερήλικη γυναίκα. Μια γυναίκα που οι αναμνήσεις της διαρρέουν προς κάπου αλλού. Μια γυναίκα που σπάει τα όρια των φύλων, τον διαχωρισμό ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες, κι επιστρέφει στο να είναι μόνο άνθρωπος, ακριβώς όπως να γεννήθηκε πριν από πολύ καιρό.

Μερικές φορές, η ζωή αυτής της μικροκαμωμένης, αποστεωμένης, ασήμαντης γυναίκας μοιάζει με ψέμα. Γεννήθηκε στην Κορέα, σπούδασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, εργάστηκε στην Ευρώπη, κι όταν επέστρεψε στην πατρίδα της, πέρασε την υπόλοιπη ζωή της στηρίζοντας ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση μαζί της. Είναι απίστευτο ότι αυτή η γυναίκα που δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν έκανε παιδιά, έχει δει τον απέραντο κόσμο, την εμπειρία του οποίου δεν είχα ποτέ, και ταυτόχρονα έχει ζήσει την απόλυτη μοναξιά, αφού κανείς δεν έχει επισκεφτεί έναν ολόκληρο χρόνο.

Στενάχωρες σκέψεις έρχονται σαν αναλογιστεί κανείς ποια μπορεί να είναι η εξέλιξη ενός οποιουδήποτε ανθρώπου καθώς κυλάνε τα χρόνια. Μια μέρα ήρθαν νέοι άνθρωποι στο γηροκομείο να δουν τη γηραιά τρόφιμο του οίκου ευγηρίας και να μιλήσουν μαζί της, να της δείξουν παλιές φωτογραφίες και να της ζητήσουν να πει κάποια λόγια για τη δράση της τις δεκαετίες του '80 και του '90. Η Τζεν είχε γράψει βιβλίο για «τα παιδιά των συνόρων», είχε αγωνιστεί και είχε δημιουργήσει Συμβουλευτικό Κέντρο για τα Ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, είχε αντιταχθεί στην κυβέρνηση της Κορέας. Τώρα, πολύ λίγο ανταποκρίνεται στις ερωτήσεις των νέων αυτών, μέχρι που, κουρασμένη; θυμωμένη; ποιος ξέρει, ζητά να φάει, «Πεινάω τώρα. Είπα πεινάω!», αναφωνεί με θυμό.  Και η αφηγήτρια, συλλογάται:

Έκανε όλα αυτά τα πράγματα αυτή η ηλικιωμένη, αδύναμη γυναίκα που τώρα το μόνο που τη νοιάζει είναι να τρώει, να κάνει την ανάγκη της και να κοιμάται;

Η μητέρα μιλά για τις δυσκολίες της ζωής στη Νότια Κορέα, όπως τελικά βρίσκει κανείς κι όπου αλλού ...

Οι άνθρωποι δεν είναι πλέον κύριοι της δουλειάς τους, είναι σκλάβοι της, που πρέπει να αγωνιστούν για να αποφύγουν την περιθωριοποίηση και την απαξίωση.
 
Ίδια η μοίρα και της κόρης της. 
 
Η κόρη μου δεν έχει σταθερή εργασία. Άνθρωποι που δουλεύουν, αλλά δεν έχουν μόνιμη θέση. Ένας στους δέκα. Τρεις στους δέκα. Το ποσοστό έχει αυξηθεί τόσο πολύ, που τώρα έξι ή επτά στους δέκα ανθρώπους ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Δεν έχουν τα προσόντα. Ούτε για λήψη δανείου ούτε για πρόσβαση σε εργατικές κατοικίες.

Όμως δεν με παρηγορεί το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Αντιθέτως, με σοκάρει και με εκπλήσσει κάθε μέρα το γεγονός ότι κόρη μου ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Έτσι, κάθε φορά νιώθω με την ίδια ένταση την απογοήτευση και την ενοχή. Ίσως κόρη μου σπουδασε υπερβολικά πολύ. ‘Ισως την έβαλα να μάθει πάρα πολλά άχρηστα πράγματα. Σπουδάζοντας, πιστεύω ότι κατέληξε να μάθει πράγματα που δεν χρειαζόταν να μάθει και που δεν έπρεπε να μάθει.

Πώς να αδιαφορεί για τον κόσμο. Πώς να πηγαίνει κόντρα στην κοινωνία.

Το χάσμα ή οι διαφορές των γενεών; Όταν βρίσκεται σε μια διαδήλωση προσπαθώντας να βρει την κόρη της που πρωτοστατεί, για να τη σώσει, ακούει μια γυναίκα να λέει:

Στην εποχή μας δεν κάναμε έτσι. Αν δεν γινόταν κάτι, τα αποδεχόμασταν, κι αν γινόταν, νιώθαμε ευγνωμοσύνη.

Και η μητέρα σκέφτεται:

Τώρα το παιδί με έχει προσπεράσει κι έχει απομακρυνθεί. Τώρα, όσο αυστηρή κι αν γίνω κρατώντας μια βίτσα, δεν ωφελεί. Ο κόσμος της κόρης μου είναι πολύ μακριά από τον δικό μου.

Η κόρη της έρχεται να μείνει στο σπίτι της μητέρας της, δεν έρχεται μόνη της, αλλά με την κοπέλα της. Να κάτι που δυσκολεύεται ν' αποδεχτεί η μάνα, δεν είναι έτοιμη να βάλει στο σπίτι της ένα άγνωστο πρόσωπο, "δεν γνωρίζω και δεν θέλω καν να μάθω" σκέφτεται. Όμως για την κόρη, η Ρέιν δεν είναι απλά μια φίλη, είναι, της λέει, οικογένεια. Και ορίζει, περιγράφει στη μάνα της, τι είναι οικογένεια:

Τα τελευταία χρόνια τα περάσαμε πραγματικά σαν οικογένεια. Τι είναι η οικογένεια; Δεν είναι αυτοί που σε στηρίζουν κι είναι δίπλα σου; Γιατί εκείνη είναι οικογένεια κι αυτή όχι; 

Οι διάλογοι ανάμεσα στη μάνα και στην κόρη συνεχίζονται. Τα παρακάτω λόγια είναι ενδεικτικά των διαφορετικών αντιλήψεων ανάμεσα στις γενιές

Κόρη:

Δεν μπορείς απλά να με δεις όπως είμαι; Δεν σου ζητάω να καταλάβεις τα πάντα. Εσύ δεν μου έλεγες ότι υπάρχουν διαφορετικοί στον κόσμο; Ότι ο καθένας έχει διαφορετικό τρόπο ζωής; Ότι δεν είναι κακό να είσαι διαφορετικός; Αυτά δεν μου έλεγες μαμά; Γιατί αυτά τα λόγια αποτελούν πάντα εξαίρεση για μένα;

Μητέρα :

Γιατί είσαι η κόρη μου. Είσαι το παιδί μου.

Είναι συγκλονιστική η αφήγηση καθώς εξελίσσεται, καθώς παρατηρείς ως αναγνώστρια τη μετάλλαξη στις ενέργειες και κυρίως στους συλλογισμούς της μάνας,

για την κόρη της που απολύθηκε και διαδηλώνει:

Νιώθω απαίσια που η κόρη μου υφίσταται τέτοιες διακρίσεις. [...] Δεν έχει να κάνει με το ότι της αρέσουν οι γυναίκες. Δεν ζητάω από τον κόσμο να καταλάβει αυτά τα παιδιά.[...] Θα μπορώ να πω ότι το σημείο που στέκονται αυτά τα παιδιά είναι ακριβώς το επίκεντρο ενός αδυσώπητου κόσμου;

για τον αδυσώπητο κόσμο:

Σε κανέναν δεν αρέσουν οι άνθρωποι που αφουγκράζονται την ατμόσφαιρα γύρω τους κι εκφράζουν τη γνώμη τους ανοιχτά. Γεννήθηκα, μεγάλωσα και γέρασα σε αυτή τη χώρα όπου θεωρείται ευγένεια να προσποιείσαι άγνοια και να σιωπάς. Γιατί λοιπόν μόνο τώρα το αντιλαμβάνομαι ως πρόβλημα; Αφού έζησα τη ζωή μου όπως μου έμαθαν, χωρίς να λέω λέξη, γιατί νοιάζομαι τόσο πολύ γι’ αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή και το θεωρώ τόσο σπουδαίο;

Το βιβλίο είναι εξαιρετικό! Με ήρεμη γραφή, με πλοκή χωρίς περιττές περιγραφές και χωρίς ασυνέχειες, το βιβλίο ξεδιπλώνει ζητήματα που απασχολούν την κεντρική ηρωίδα, που είναι όμως υπαρκτά, καθημερινά, μπορεί να τα έχουμε βιώσει αντίστοιχα ή και να τα βιώνουμε, και που γεννούν στον αναγνώστη και στην αναγνώστρια ποικίλες σκέψεις και προβληματισμούς. Ζητήματα όπως: γηρατειά και εκδηλώσεις τους (μοναξιά, άνοια, γηροκομεία), διαφορετικότητα (κατανόηση και δυσκολίες αποδοχής, όταν μάλιστα συμβαίνει στο ίδιο το παιδί της ηρωίδας), στάση απέναντι στα, συχνά έξω από εμάς όπως νομίζουμε, προβλήματα (ανισότητες, αδικίες, αντίσταση, συμμετοχή), καθημερινότητα και δυσκολίες επιβίωσης (απασχόληση και συνθήκες εργασίας στη Ν. Κορέα). Σημαντικά ζητήματα που χωρούν σε λιγότερες από  180 σελίδες.

Ένα βιβλίο που, αν μη τι άλλο, μας κινητοποιεί. Αξίζει να το διαβάσουμε.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

Τα δώρα που πήρες κάποτε σε θυμούνται: από ένα ποίημα του Διονύση Καψάλη για τις μνήμες της καρδιάς μας


Ιδιαίτερο κεφάλαιο της ζωής μας
είναι τα δώρα· όχι αυτά που δίνεις
(αυτά που λες, ας πάνε στο καλό,
δόθηκαν όπως δόθηκες κι εσύ -
αμέριστα: ποτέ δεν θα ξανάρθουν
στη μνήμη σου για να σε βασανίσουν
με τύψεις μάταιες ή για να στάξουν
το αργό τους δηλητήριο στην καρδιά,
εκεί που στάλαζε ο ύπνος)· όχι,
τούτα δεν σε θυμούνται, όπως τ' άλλα
που πήρες κάποτε - τα χαρισμένα
και ανεκτίμητα: ένα φουλάρι
που δεν το φόρεσες, ένα βιβλίο
που δεν το διάβασες και ξαφνικά
βλέπεις την αφιέρωση, ένας δίσκος
που δεν τον άκουσες ποτέ, μια πένα
πού' χει πετρώσει και δεν γράφει πια,
ένα ζευγάρι γάντια από σεβρό
βαθιά σ' ένα συρτάρι. Σε θυμούνται,
δεν σε ξεχνούν, κι αν κάποτε για λίγο
(άμποτε για πολύ) τα λησμονήσεις,
θα επιστρέψουν, πάντοτε επιστρέφουν,
σαν να 'χουν μείνει ανεπίδοτα,
σαν να μην έχει υπάρξει παραλήπτης
ή να 'ταν άλλος κι όχι εσύ εκείνος
που στάθηκε στο νόημα μιας λέξης
μετέωρης στο φως του δειλινού
ή μιας αόριστης χειρονομίας
που δεν κατάφερε να γίνει χάδι,
και πρέπει τώρα να τα ξαναπάρεις
στα χέρια σου, στα χρόνια, στην καρδιά σου,
να υποδεχτείς τη λύπη και το φως τους,
την τρυφερή μομφή, το χάρισμά τους,
σαν να 'ταν οφειλές, σαν υποθήκες
γραμμένες στο κατάστιχο της νύχτας,
που ήρθε η ώρα τους να εξοφληθούν -
η ώρα που θα σκύψεις και θ' ακούσεις
τη φυλαγμένη μέσα τους φωνή:
να μας θυμάσαι, τα φαντάσματά σου,
τις νύχτες, όταν δεν σε παίρνει ο ύπνος,
και το πρωί που θα 'χεις ξαγρυπνήσει,
κι όταν αργά θα γέρνεις προς τον ύπνο
που θα 'ρθει δίχως όνειρα, θυμήσου,
μη μας ξεχνάς, τα δώρα της αγάπης.


Γιατί 'ναι βέβαιο πια: όταν θα έρθει
καιρός να μετρηθούν όλες οι λύπες,
στον τελικό λογαριασμό θα οφείλουν
όσοι ποτέ τους δεν αγάπησαν.

Το ποίημα «Τα δώρα» του Διονύση Καψάλη περιέχεται στη συλλογή Ο καταρράκτης (εκδόσεις Άγρα, 2022). Αφιερωμένο στις μνήμες μου, στις μνήμες μας. 

Οι μνήμες μας φυλάσσονται στο κεφάλι και στην καρδιά, αυτές που δεν θέλουμε να ξεχάσουμε τις φυλάμε στην καρδιά μας. Έτσι λέει στον εγγονό του Ζαν ο παππούς Ζοάν, που έβρισκε στα δέντρα όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματά του (όπως η γιαγιά Κατερίνα τις έβρισκε στις κλωστές της μοδιστρικής της). Διαβάζω την τρυφερή νουβέλα της Καταλανής συγγραφέα Τίνας Βαλιές Η μνήμη του δέντρου (εκδόσεις World Books, 2024, σε μετάφραση της Ελένης Μπύρου). Ο παππούς αγαπά τα δέντρα, τ' αγγίζει και μαθαίνει τα μυστικά τους, αγκαλιάζει τον κορμό, βάζει το κεφάλι στη μεγάλη κουφάλα και αφουγκράζεται τους ήχους τους, μαθαίνει στον εγγονό ιστορίες για δέντρα και κάποτε αποφασίζει να του διηγηθεί την ιστορία για την κλαίουσα ιτιά που πια δεν υπάρχει στη μικρή πλατεία του χωριού, έγινε κούτσουρα για το τζάκι. Το κούτσουρο, λέει ο παππούς, «είναι ένα δέντρο με τη μνήμη του εκτεθειμένη».

Αυτές οι ιστορίες είναι τα καλύτερα δώρα που πήρε ποτέ ο Ζαν, είναι δώρα της αγάπης από τον παππού· κι αυτές οι μνήμες είναι καλά κρυμμένες στην καρδιά του. Ο παππούς Ζοάν τις έμαθε από τον παππού του, κι αυτός τις είπε στον εγγονό του τον Ζαν κι ο Ζαν τις έχει φυλαμένες να τις πει στα εγγόνια του.


Οι μνήμες της καρδιάς μας δεν ξεθωριάζουν ποτέ, είναι δώρα της αγάπης. Βέβαια, ο παππούς λέει επίσης πως «δεν μπορούμε να ξαναζήσουμε ό,τι έχει περάσει οριστικά στη χώρα των αναμνήσεων». Όμως, θα συμπληρώσω εγώ, οι μνήμες οι φυλαγμένες στην καρδιά μας δεν περνούν στη χώρα της λήθης ποτέ...

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025

Σκόρπια: ταξίδι στο αρχείο του γκέτο της Βαρσοβίας κι ένα ταξίδι στη μνήμη και τους σημαντήρες της


Το Oyneg Shabes μπορεί, το δίχως άλλο, να ιδωθεί ως το ταπεινό -μα πόσο δύσκολο και επικίνδυνο- εγχείρημα για ιστορική γνώση θεμελιωμένη στη συλλογή πολλαπλών τεκμηρίων. Αλλά η γνώση είναι όπως αυτός που τη συγκεντρώνει, την παράγει και τη μεταδίδει: συνθλίβεται ή θέλει να συνθλίψει. Ή, διαφορετικά, ξεσηκώνεται και θέλει να μας ξεσηκώσει. Η ιστορία, όπως το έχει πει ωραία ο Έντσο Τραβέρσο, δεν είναι μονάχα η αφήγηση των μαχών που έκαναν οι άνθρωποι: είναι επίσης το πεδίο της μάχης καθαυτό. Πού βρισκόμαστε σήμερα; Η Ευρώπη δεν είναι πλέον σε πόλεμο αλλά ο πόλεμος δεν έπαψε να ερημώνει πολλούς άλλους ορίζοντες. Η Ευρώπη δεν βρίσκεται πλέον σε πόλεμο αλλά δεν ξέρει πώς να υποδειχτεί τους πρόσφυγες του πολέμου. Η μνήμη της διαρκώς υποχωρεί. Αναμφίβολα επειδή, χωρίς καλά καλά να το ξέρει, η μνήμη της είναι σε πόλεμο.
 
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το βιβλίο Σκόρπια: Ταξίδι στο αρχείο του γκέτο της Βαρσοβίας, του Γάλλου διανοούμενου Georges Didi - Huberman σε εξαιρετική μετάφραση και με χρήσιμες υποσημειώσεις από τη Ρίκα Μπενβενίστε (Νήσος, 2023).


Συγκλονιστικό ως προς το περιεχόμενο, πρωτότυπο ως προς τη γραφή. Ο αριστερός πολωνοεβραίος ιστορικός Εμάνουελ Ρίνγκελμπλουμ, ο εβραιομπολσεβίκος με την ομάδα του (με το συμβολικό όνομα Oyneg Shabes, δηλαδή "χαρά του Σαββάτου"), όντας οι ίδιοι στο γκέτο της Βαρσοβίας και με κίνδυνο της ζωής τους (που έτσι κι αλλιώς την έχασαν όπως και οι χιλιάδες άλλοι, είτε στο γκέτο ή στα κρεματόρια του Άουσβιτς) συγκεντρώνουν οτιδήποτε υλικό προέρχεται από τους κλεισμένους στο γκέτο την περίοδο 1939-1943, επιστολές, φωτογραφίες, ημερολόγια, σημειώσεις, εισιτήρια και άλλα σημαντικά και «ασήμαντα» χαρτάκια κάθε είδους.

Το αρχείο φυλάσσεται σε μεταλλικά κουτιά και κρύβεται σε διάφορα κρυφά σημεία του γκέτο. Ο συγγραφέας του βιβλίου επισκέπτεται το Εβραϊκό Ιστορικό Ινστιτούτο της Βαρσοβίας, αντικρίζει τα θραύσματα εκείνης της εποχής, φωτογραφίζει κάποια από τα τεκμήρια, σημαντήρες μνήμης τα ονομάζει, και συνθέτει την ιστορία, την καθημερινότητα της εποχής εκείνης, την κατάσταση στο γκέτο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων (με τις αγάπες και τις αντιθέσεις τους). Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες, στοχάζεται και προσπαθεί να ερμηνεύσει. Γράφει για τον θρήνο, για την αίσθηση της ευθύνης και τον ρόλο ιστορικού και αρχειονόμου, για το χαρτί που διασώζει και το χαρτί που σαπίζει, για τη φωτογραφία και τον ρόλο της στην ιστορική πράξη, για τη μνήμη που τη νιώθει ως ένα μεγάλο πεδίο μάχης. Γράφει για τον Κλέμπερερ (Klemperer) και τον Κόρτσακ (Korczak). Παίζει με τις λέξεις σκόρπια και σπόρος.
 

Η γραφή είναι πρωτότυπη. Χωρισμένο σε δεκαεπτά ενότητες, σε κάθε μια, με αφετηρία μια φωτογραφία, από τις πολλές που τράβηξε στο ινστιτούτο, αφηγείται την ιστορία της, αν έχει στοιχεία, κάνει υποθέσεις, αναπλάθει και αναστοχάζεται. Διερωτάται ο ίδιος: 

Μήπως άλλωστε η φωτογραφία δεν ανταποκρίνεται, συνήθως, στην ίδια αυτή φαινομενολογία; Δεν είναι ταυτόχρονα επαφή και απόσταση;
 
Είναι συνάντηση, γράφει αλλού «πάνω σ' ένα κομμάτι χαρτί (μέσο επιφάνεια), λίγης μελάνης (λέξεις, επιγραφές) με κάποια δάκρυα (νερό, συναισθήματα)». 
 
Τα περιεχόμενα στην αρχή του βιβλίου έχουν δύο μορφές, στη μια κάθε ενότητα αρχίζει με τη λέξη Σκόρπια (σκόρπιοι κτλ. ανάλογα με το ουσιαστικό που ακολουθεί), στην άλλη με τη λέξη Χαρτιά, όπου με μια συμβολική λέξη περιγράφει τη συγκεκριμένη ενότητα. Ο πλήρης τίτλος-περιεχόμενο κάθε ενότητας δίνεται κάτω από κάθε φωτογραφία (όπως στις παραπάνω εικόνες από τις σελίδες 17 «Σκόρπια τα θραύσματα της μνήμης» - «Χαρτιά κιτρινισμένα» και 41 «Σκόρπια τα σωματίδια της κυτταρίνης» - «Χαρτιά σαπισμένα»).
 


[Και βέβαια, παίρνοντας υπόψη τη σημερινή πολιτική του κράτους του Ισραήλ και την κατάσταση στη Γάζα, δεν μπορεί να μην προβληματίζομαι. Πάλι κι απόψε στα δελτία ειδήσεων είδαμε χιλιάδες Παλαιστίνιους να επιστρέφουν στις κατεστραμμένες γειτονιές τους για ν΄αντικρίσουν τ΄αποκαΐδια της γης που είναι πατρίδα τους, τα θραύσματα της ζωής που δεν τους αφήνουν να ζήσουν, πάλι ακούσαμε για επιφυλάξεις στην τήρηση της έτσι κι αλλιώς εύθραυστης εκεχειρίας που έχουν υπογράψει τα δύο μέρη, πάλι ακόμη και σήμερα, 27 Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος, ακούσαμε για νεκρούς και τραυματίες Παλαιστίνιους!]

Ο Ζωρζ Ντιντί-Ουμπερμάν εντοπίζει κοινή ετυμολογική προέλευση και συμβολική σημασιολογική σχέση ανάμεσα στις γαλλικές λέξεις για τα σκόρπια και τον σπόρο, τα σκορπισμένα, φαγωμένα από την υγρασία και το χρόνο χαρτάκια, που είναι σαν «τα αποσπάσματα της επιβίωσης ή του θανάτου», αλλά και «σπόροι ζωής», όπως γράφει. Κάνει λόγο για τους σπόρους από στάρι που βρέθηκαν τον 19ο αιώνα στα δοχεία που κοσμούσαν τα δωμάτια των νεκρών στις αιγυπτιακές πυραμίδες  (όπως, συμπληρώνω εγώ, βρέθηκαν από τον αρχαιολόγο Γιάννη Σακελλαράκη ελιές μέσα σ' ένα κύπελλο στις ανασκαφές στην Κρήτη και αναφέρει στο βιβλίο του «Γεύση μιας προϊστορικής ελιάς» που, μια και το αναφέρω, το συνιστώ, αξίζει να διαβαστεί). Έτσι, για να καταδείξει τον ρόλο αυτών των χαρτιών παραπέμπει στον Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο οποίος αναφερόμενος στον Ηρόδοτο ως τον πρώτο Έλληνα αφηγητή, λέει ότι μια συγκεκριμένη αφήγηση μπορούσε «ακόμη και μετά από χιλιάδες χρόνια, να μας ξαφνιάζει και να μας κάνει να σκεφτόμαστε. Μοιάζει μ' αυτούς τους σπόρους που έμειναν ερμητικά κλεισμένοι για χιλιετίες μέσα στις αίθουσες των πυραμίδων, και διατήρησαν μέχρι σήμερα τη βλαστική τους ικανότητα».

Έτσι ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο του. Τα λογής χιλιάδες χαρτάκια που μάζεψαν ο Ρίνγκελμπλουμ και η ομάδα του, τα ιδιαίτερα αυτά αρχειακά τεκμήρια, είναι τα θραύσματα μνήμης που γίνονται σπόροι ζωής και παραδείγματος. Το βιβλίο αυτό, πέρα από την ιστορική, πολιτική, κοινωνική, ανθρωπιστική σημασία του, είναι και ένας ύμνος και ένας οδηγός στη σημασία των αρχείων ως διαθήκες του παρελθόντος για το μέλλον, στον ρόλο και την έντονη αίσθηση της ευθύνης των αρχειονόμων και των ιστορικών στην καταγραφή, διατήρηση και συγγραφή της ιστορίας. 
 
Έχουν περάσει 80 και χρόνια από τότε. Άραγε, τα τεκμήρια αυτά, τα χιλιάδες χαρτάκια που μάζεψε ο Ρίνγκελμπλουμ, έγιναν σπόροι ζωής και παραδείγματος; Αναρωτιέμαι. Γι' αυτό και το πρώτο απόσπασμα με τα λόγια του συγγραφέα.

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

Η Γάζα απαντά μέσα από ιστορίες νέων Παλαιστίνιων συγγραφέων

 


[...] Ένα τσαλακωμένο λευκό χαρτί κι ένα μαύρο στιλό ήταν τα πρώτα πράγματα που αντίκρισα μόλις σηκώθηκα. Ήταν πάνω στο κατάμεστο γραφείο μου που βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Κάθισα στο γραφείο κρατώντας στο δεξί μου χέρι το χαρτί και στο αριστερό το στιλό. «Αυτή είναι μια καλή ευκαιρία να ξεπεράσεις τη θλίψη σου˙ αν αποτύχεις, ως συνήθως, θα συνεχίσεις να ζεις με τον αφόρητο πόνο και τις άγρυπνες νύχτες σου». Έτσι μου υπαγόρευαν το θολωμένο μου μυαλό και η πονεμένη μου καρδιά από τότε που έχασα τις περίφημες ικανότητές μου να εκφράζομαι με λέξεις, το μέσον που συνήθως με εκπροσωπούσε κάθε φορά που μου δινόταν η ευκαιρία να κρατήσω ένα στιλό και να γράψω. Αυτή τη νύχτα αποφάσισα να ακολουθήσω τα καλέσματα της ψυχής μου. Με καλούσαν ήρεμα και γαλήνια να γράψω να γράμμα στο αθώο παιδί που έχασα εκείνη τη νύχτα.
[...]
Άφησα το στιλό να πέσει κάτω, τα δάκρυα μου ανέβλυζαν άφθονα, το κεφάλι μου ακούμπησε βαριά πάνω στο τραπέζι και θρηνούσα. Δεν μπορούσα να σταματήσω να επαναλαμβάνω τη λέξη «μόνος», μολύνοντας τις σιωπή εκείνης της νύχτας. Δεν άκουγα τίποτα, παρά μόνο τη μητέρα μου να ψιθυρίζει: «Τη λυπάμαι», είπε. «Ακόμα θρηνεί. Εξακολουθεί να γράφει κάθε βράδυ, αλλά αυτοί που πεθαίνουν δεν επιστρέφουν ποτέ».

Εκείνη συνέχισε να ψιθυρίζει κι εγώ συνέχισα να θρηνώ: «Ζήσαμε μαζί και πέθανες μόνος».

Είναι απόσπασμα από το διήγημα «Μια φορά και μια αυγή» της Παλαιστίνιας Σαχντ Αγουαντάλαχ, που περιέχεται στο βιβλίο «Η Γάζα απαντά: Ιστορίες από τη Γάζα» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2024, σε μετάφραση Βικτωρίας Λέκκα). Η Σαχντ, αν ζει, είναι σήμερα περίπου 35 χρονών*, απόφοιτη του Τμήματος Αγγλικών του Ισλαμικού Πανεπιστημίου της Γάζας. Σημειώνω την υπόθεση «αν ζει», γιατί το βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2014 και ξανά φέτος μετά από 10 χρόνια.

Περιέχονται 23 διηγήματα, 23 μικρές ιστορίες γραμμένες από 15 νέους και νέες συγγραφείς της Παλαιστίνης, όπου μάλιστα οι 12 είναι γυναίκες. Η συγκέντρωση και επιμέλεια έγινε από τον ποιητή και καθηγητή συγκριτικής λογοτεχνίας Ρεφαάτ Αλαρίρ, ενεργό ακτιβιστή για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, που σκοτώθηκε πριν ένα χρόνο σε βομβαρδισμό από τους Ισραηλινούς (είχα γράψει εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.com/2023/12/blog-post_19.html). Το βιβλίο είχε εκδοθεί στα αγγλικά το 2014 και ξανά το 2024, ενώ στα ελληνικά κυκλοφόρησε φέτος σε μετάφραση από τη Βικτωρία Λέκκα. Όλες οι ιστορίες κρίνονται τόσο για τη λογοτεχνική γραφή όσο και για τον τρόπο που αγγίζουν, μέσω της γραφής και μέσα από εικόνες της καθημερινότητας, το δράμα του παλαιστινιακού λαού εδώ και τόσες δεκαετίες, το δράμα δηλαδή των ίδιων αυτών των νέων ανθρώπων που τα όνειρά τους γίνονται στάχτη, που τους πνίγει η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, η απανθρωποποίηση που βλέπουν (και βλέπουμε) να κυριαρχεί στον σημερινό κόσμο. Ο θάνατος και οι μνήμες αποτελούν κεντρικά στοιχεία κάθε ιστορίας.

Ας μου επιτραπεί να παραθέσω άλλο ένα απόσπασμα από την ιστορία «Η χώρα του ποτέ» που έγραψε η 19χρονη (το 2013) φοιτήτρια Τασνίμ Χαμούντα:
 
[...] Το επόμενο πρωί εμφανίστηκε πάλι μετά από μια έκτακτη κλήση, καθώς άλλο ένα «αγοράκι» και μεταφερθεί στον θάλαμό της. Είναι οκτώ τώρα, σκέφτηκε στις εννέα το βράδυ έφτασε πάλι η ώρα της ένεσης. Μελανιασμένα χεράκια τεντώθηκαν. Μάτια μισόκλειστα καρφώθηκαν στο ταβάνι. Κι ένα τελευταίο κρεβάτι.

Όταν έφτασε σ' αυτόν -το βιβλίο αυτή τη φορά ανοιχτό πάνω στο στήθος του, το άτριχο κεφάλι του ακουμπισμένο στην άκρη του μαξιλαριού- ο μικρός δεν χαμογέλασε. Κάθισε σχεδόν άκαμπτη δίπλα του και σήκωσε το βιβλίο. Ήταν ο Πίτερ Παν, η ιστορία του αγοριού που δεν μεγαλώνει ποτέ και περνάει την αέναη παιδική του ηλικία στο μικρό νησί της Χώρας του Ποτέ, όπου ζουν τα ξεχασμένα αγόρια.

Έβαλε το βιβλίο πίσω στα μικρά, παγωμένα χεράκια του, και ευχήθηκε να είχε μπορέσει να τελειώσει την ιστορία. «Κοιμήσου, αγόρ... Πίτερ Παν», ψιθύρισε.


Στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης, ο Σαλάχ Αλ Μούσα, πρώην επιτετραμμένος της Παλαιστίνης στην Ελλάδα και συγγραφέας του βιβλίου «Μνήμες Παλαιστίνης» που κυκλοφόρησε από την Εφημερίδα των Συντακτών, παραθέτει απόσπασμα ποιήματος του Λόρκα στη μνήμη του Ρεφάτ Αλαρίρ

-----------------------------------------------------

* Στο τέλος του βιβλίου περιέχονται τα βιογραφικά σημειώματα των νεαρών Παλαιστίνιων συγγραφέων, όπου άλλα χρονολογούνται στο 2013 και άλλα στο 2024. Έτυχε τα αποσπάσματα που παραθέτω να αναφέρονται στα στοιχεία του 2013. Ποιος ξέρει ποια είναι η τύχη των νέων αυτών...

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Μεσσίαι βγαίνουν τόσοι...

Ένας Μεσσίας μια φορά στην Βηθλεέμ 'γεννήθη
κι αστήρ ωδήγησε λαμπρός βοσκών και μάγων πλήθη,
κι έδώ μες στο Ρωμαίικο Μεσσίαι βγαίνουν τόσοι
καθένας με προγράμματα πώς τους Ρωμιούς θα σώσει
κι όμως αστήρ δεν οδηγεί της ψήφου τα ζαγάρια
και μόνο τις κολοφωτιές τις παίρνουν για φανάρια.

Ξεφυλλίζω το χριστουγεννιάτικο αφιέρωμα της εφημερίδας «Εστία» 1898-1899 που περιέχει 31 κείμενα της λεγόμενης «χριστουγεννιάτικης φιλολογίας», όπως αναφέρεται στον πρόλογο.

Ξεχώρισα τους στίχους του Γεώργιου Σουρή, ο οποίος, γι' άλλη μια φορά, σατιρίζει τις προθέσεις και τα καμώματα των πολιτικών, που ωσάν Μεσσίες υπόσχονται τ' αυγά και τα καλάθια, αλλά και τα χούγια των πολιτών κρίνοντας κι αυτούς αυστηρά, αφού «αστήρ δεν οδηγεί της ψήφου τα ζαγάρια». Συχνά βρίσκω μηδενιστικά τα λόγια του, εξισωτικά και αφοριστικά  που οδηγούν σε σκέψεις «τα ίδια είναι όλοι», αλλά και πολλές αλήθειες λέει. Ας μην επαναλάβω το κοινότυπο «αυτοί είμαστε μια ζωή», δυστυχώς, πάντως, δεν καταφέρνουμε να στοχαστούμε προσεκτικά, πολιτεία και πολίτες, και κάτι καλύτερο να κάνουμε. Η χρονιά που φεύγει μας γεννά τέτοιες σκέψεις.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Οδός Σόλωνος, της Νίκης Τρουλλινού: οδός ονείρων ή και χαμένων προσδοκιών;

Από ένα οδοιπορικό στη Σόλωνος και στους γύρω δρόμους των Εξαρχείων και της Νεάπολης, γυρνώντας πίσω στους δρόμους της γενέθλιας πόλης, στα Χανιά, και ύστερα για λίγο στους δρόμους της δεύτερης αγαπημένης πόλης, στο Ηράκλειο, η Νίκη Τρουλλινού ξεδιπλώνει μνήμες πίσω μπρος, από τη δικτατορία, τη Νομική και το Πολυτεχνείο, γυρίζει πιο πίσω και πιο πίσω και πάλι μπροστά και φτάνει μέχρι το σήμερα. Πρόκειται για το πιο πρόσφατο βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού με τίτλο «Οδός Σόλωνος» (εκδ. Ποταμός, 2024), όπου σκιαγραφεί μέσα από 18 διηγήματα, όπως τα ονομάζει εκείνη, ιστορίες θα έλεγα εγώ, το οδοιπορικό στους τόπους και στα χρόνια. Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, γράφοντας έναν εξαιρετικό πρόλογο και με τα εργαλεία του ιστορικού που χρησιμοποιεί ο ίδιος,  αναγνωρίζει πως την εποχή εκείνη «μια άλλη εξίσου σημαντική διαδρομή λάμβανε χώρα, μια διαδρομή που οι σταθμοί της σχετίζονταν με ένα σύνολο κοινωνικών αντιλήψεων και πρακτικών». Τέτοιες εικόνες μας δίνει η Νίκη Τρουλλινού στο βιβλίο της.

Θυμίζεται πρόσωπα και γεγονότα, καταγράφει προσωπικές στιγμές, δεν νοσταλγεί ή μπορεί και να νοσταλγεί, εγώ ένιωσα κι έτσι, μια κι έχουμε ίδιες περίπου καταβολές και παρόμοιες εμπειρίες, ίδια γενέθλια πόλη, γνωστά και οικεία πρόσωπα περνούν από μπροστά μου καθώς γυρίζω τις σελίδες ή φαντάζομαι μην είναι ο τάδε και η δείνα...

Δεν ωραιοποιεί, δεν καταγγέλλει· καταγράφει, αστειεύεται, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται· περιγράφει την τοπογραφία μιας μεγάλης, ιστορικής γειτονιάς στο κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στα εμβληματικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, το Μετσόβιο και το Καποδιστριακό, και αποτυπώνει μια εποχή. Κατηφορίζει στα Χανιά, μιλά για τις δυο συνοικίες της πόλης, τις Κόκκινες Μόσχες, τη Νέα Χώρα και τη Σπλάντζια, αναφέρει ονόματα και περιγράφει στιγμές. Κι εγώ θυμίζομαι κείνα τα χρόνια, τον επαναστατικό ενθουσιασμό και τις τρέλες της νεαρής ηλικίας. Εδώ στέκω περισσότερο στα Χανιά, ίσως από δική μου ανάγκη και νοσταλγία, μα όλες οι εικόνες και κυρίως αυτές γύρω από τη Σόλωνος είναι ίσως και οι πιο συνταρακτικές, οι πιο εμβληματικές εκείνων των χρόνων. 

Ανάκατες μνήμες, δεν προλαβαίνουν να σταθούν, λες κι η μια βιάζεται να περάσει μιαν άλλη, κάποια ονόματα βγαίνουν μπροστά, σαν το Βασίλη το Φθενάκη, πάντα γελαστό και πειραχτήρι, τους δυο Μήτσους (πώς δεν σκοτωθήκαμε κείνο το βράδυ που πήγαμε μαζί 6-7 άτομα νύχτα με ένα αυτοκίνητο στις Βουκολιές (κόκκινο χωριό κι αυτό τότε), τον Αντώνη τον Μπαλωμενάκη, το Μανώλη, τη Μαρία· θυμίζομαι το σύλλογο της Ξαστεριάς στα Χανιά και τη Φοιτητική Ένωση Κρητών στο Παγκράτι, το φροντιστήριο του Μπάτση με τον χημικό Θόδωρο Ξενάκη και τον φυσικό Γιάννη Παπαδομανωλάκη  και κείνο το βράδυ, ήταν Φλεβάρης του '73 κι εγώ στην Στ' Γυμνασίου, ακούγαμε ψιθυριστά τα νέα της Νομικής, τα νέα της Καρυστιάνη που την είχαμε ηρωίδα και πρότυπο· θυμίζομαι τους χορούς και τα πανηγύρια στο φροντιστήριο της Αλέκας (η Αλέκα Μαρκογιαννάκη ήταν φιλόλογος, πολύ δραστήρια έως επαναστάτρια στα μάτια μας τότε, αργότερα ενεργοποιήθηκε στην πολιτική με το ΠΑΣΟΚ και ήταν αυτή που ως νομάρχισσα Ηλείας γκρέμισε αυθαίρετα κτίσματα στις παραθαλάσσιες περιοχές του νομού). 

Η Τρουλλινού γράφει για τα σχολεία της Κοραή απέναντι από το Στάδιο, γράφει για την Αμπελά τη φιλόλογο του Α' Θηλέων (άραγε είναι η ίδια που μας έκανε Γαλλικά στο Β' Θηλέων;), γράφει για τον αρχαιολόγο "κύριο Γιάννη" κι εγώ υποθέτω αναφέρεται στον επιφανή αρχαιολόγο Γιάννη Τζεδάκη και τότε θυμίζομαι την κυρία Τζεδάκη, τη φιλόλογο που μας έμαθε για την «πόλη-κράτος», γράφει για τη μουσικό, για το Ωδείο της πόλης (όπου μάθαινα κι εγώ κιθάρα για ένα διάστημα), για τη γυμνάστρια και τα πηδήματα στο εφαλτήριο και μου θύμισε που εγώ μόλις κατάφερνα να καθίσω στο εφαλτήριο, ποτέ δεν έφτανα στην άλλη μεριά, για τις επιδείξεις στο τέλος του χρόνου στο σχολείο, για τα σορτς και τις κοντές φούστες, κι εγώ θυμάμαι τον παιδονόμο που γύριζε στην πόλη μ' ένα ποδήλατο μπας και τσακώσει την παρανομία... 

Γράφει και για το «Ολύμπια», τον κινηματογράφο, κλειστός από χρόνια ήταν, τα 'μαθες Νίκη τα τελευταία νέα; τον γκρέμισαν πριν είκοσι μέρες, και οι πληροφορίες λένε ότι «θα ανεγερθεί νέα οικοδομή με μικρά διαμερίσματα, βασισμένη στις σύγχρονες ανάγκες για μίσθωση τουριστική ή κατοικίας» (η βαριά βιομηχανία μας, ο τουρισμός και θεός μας, τα φράγκα). 

Σε κάποιες σελίδες μου θυμίζει κάτι από την Αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα, εκείνη κατέγραψε τη γενιά του 60 και του 114, η Τρουλλινού πήγε λίγο παραπέρα κι έφτασε στη γενιά της δικτατορίας και του Πολυτεχνείου. 

Απεγνωσμένα σχεδόν, ρίχνανε γέφυρες πάνω από χάσματα που ήταν εκεί ορθάνοιχτα μπροστά τους, γέφυρες σαθρές, που στο πέσιμό τους έκαναν έναν υπόκωφο λίγο στριγκό ήχο, δεν τον άκουγαν; Τι κάνει ο ένας κι ο άλλος; Ποιος διορίστηκε στο Δημόσιο, ποιος έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, πόσους εραστές μάζεψε η όμορφη γιατρέσσα του έτους. [...] Ο Κούντερα παίρνει το αίμα του πίσω, σκέφτηκε. [...] Και τα χρόνια σωστά τα 'χε μετρήσει: τόσα στη δικτατορία, τόσα στις νόμιμες συνεδριάσεις, τόσα στη φθορά - ποια απ' όλες - και την αυταπάτη. Και το τέλος της αυταπάτης. Να' χαμε ακόμα λίγη. 

[...]

Υποθέτει ότι δεν θέλεις να δει την ταπεινή σου κατοικία με τους κήπους και την πισίνα. Και τη Γεωργία να επιθεωρεί τους ακριβούς καναπέδες διά χειρός Βαράγκη και να επιβλέπει τον Αλβανό κηπουρό. «Μην πατήσεις το χαλί, χρυσό μου, είναι Μπουχάρα» φέρεται να είπε στη Γιάννα 

Ζωγραφίζει με τη δική της παλέτα, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς βερμπαλισμούς και ηρωισμούς, μια εποχή και μια γενιά. Και κάποτε ο σαρκασμός βγάζει απογοήτευση και πίκρα, πίκρα άραγε μόνο για κείνο το ζόφο που  κυρίευε κι έπνιγε τη χώρα και τους ανθρώπους της, ή και πίκρα για το μετά, για το σήμερα, για την κληρονομιά στις γενιές που ακολούθησαν. Κι εμείς αναρωτιόμαστε: ήταν ηρωική εκείνη η εποχή; Ήταν ξεχωριστή εκείνη η γενιά;

Ας παραθέσω καλύτερα λίγα λόγια της ίδιας της συγγραφέα:

Οδός Σόλωνος, οδός ονείρων συλλογικών και ατομικών. Οδός διαδηλώσεων, ερώτων, χαφιέδων, χαμένων προσδοκιών. Μυστικά και βλέμματα, αγγίγματα βιαστικά και καφές στο κυλικείο. Πεταμένα τσιγάρα, παλιά βιβλία, γέλια και ελπίδες. Όταν βρέχει γλιστρούν οι σπασμένες πλάκες στα πεζοδρόμιά της, φοβάσαι μην πέσεις, μεγάλωσες πια, τι κάνω εδώ πάλι; αναρωτιέσαι. Αλλά είσαι εδώ, στην οδό Σόλωνος, χαμογελώντας: ωραία ήταν, λες, και αφήνεις τις ματαιώσεις να παρασυρθούν με τα βρομόνερα και τ' αποτσίγαρα στα ρείθρα του δρόμου. "Είμαστε τυχερή γενιά", ακούς καθαρά μέσα σου. 

Το ερωτηματικό στον τίτλο της ανάρτησης είναι δικό μου. Η συγγραφέας ακούει καθαρά μέσα της και καταλήγει πως ανήκει σε «τυχερή γενιά». Μπορεί νάναι κι έτσι. Μπορεί να μην δώσαμε να το καταλάβουν οι επόμενες γενιές, τα παιδιά μας. Μπορεί...

Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί, για την ήρεμη ματιά στους χρόνους εκείνους, για το καταστάλαγμα που φέρνει ο μισός και πάνω αιώνας από τότε, για τους τόπους που έχουν την ιστορία τους και την ομορφιά τους, για τους ανθρώπους που αξίζουν να τους θυμηθούμε και κάποιους να τους μνημονεύσουμε, για τις παρέες που γράφουν ιστορία, για την ιστορία την ίδια...

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Μυρσίνη Ζορμπά: η γυναίκα με όραμα τον πολιτισμό της καθημερινότητας, με το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες εγγύηση ανάπτυξης

 

Ένας χρόνος συμπληρώνεται σήμερα που έφυγε από τη ζωή η Μυρσίνη Ζορμπά, η γυναίκα που τίμησε τα γράμματα, τον πολιτισμό, το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες με μεράκι και διαρκή εγρήγορση. Δυστυχώς, ενώ είχα ετοιμάσει αμέσως μετά τον θάνατό της ένα κείμενο για ανάρτηση, δικές μου δυσκολίες ανέβαλαν την ολοκλήρωση και δημοσιοποίησή του. Έτσι, παραθέτω το κείμενο που είχα ετοιμάσει πέρσι, τον Απρίλιο του 2023, και στη συνέχεια συμπληρώνω με λίγα από τα πολλά που θα ήθελα να γράψω.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------

Δεν είναι πια στη ζωή η Μυρσίνη Ζορμπά, η γυναίκα που πάλευε με όλο της το είναι για τον πολιτισμό, τον πολιτισμό για τον καθένα, τον πολιτισμό της καθημερινότητας, που ήταν και όραμά της όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Σύριζα. Φτωχότερος ο κόσμος μας!

«Αν δεν μπορέσουμε να έχουμε τον πολιτισμό στην καθημερινή μας ζωή, στην πραγματικότητα είμαστε απομακρυσμένοι και από τα άλλα [...] πρέπει να μπαίνουμε στους χώρους πολιτισμού και να βγαίνουμε διαφορετικοί, διαφορετικοί στην καθημερινή συμπεριφορά, στη νοοτροπία, στη σκέψη μας», έλεγε στη συνέντευξη που έδινε ως Υπουργός Πολιτισμού στην εκπομπή Άλλη διάσταση της ΕΡΤ στον Κώστα Αρβανίτη και τη Φωτεινή Λαμπρίδη.

Ήταν η γυναίκα που ονειρεύτηκε κι έκανε πράξη έναν φορέα βιβλίου για τη χώρα μας, το ΕΚΕΒΙ, που κατάργησε η Κυβέρνηση Σαμαρά το 2013 και που πάλι εκείνη, ως Υπουργός Πολιτισμού, έβαλε τα θεμέλια να ξαναδημιουργήσει μα δεν πρόλαβε. Η δημόσια διαβούλευση για το νομοσχέδιο που όριζε τη δημιουργία του νέου Οργανισμού Βιβλίου είχε ολοκληρωθεί στις 12 Απριλίου του 2019, οι εκλογές την πρόλαβαν και δεν τα κατάφερε να ολοκληρώσει το όραμά της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έκανε τίποτα, η αρμόδια υπουργός κυρία Μενδώνη είχε δηλώσει από πολύ νωρίς ότι δεν συμφωνεί με το νομοσχέδιο και θα το αλλάξει (πρωτότυπο, η συνέχεια του κράτους πάει περίπατο), βέβαια δεν έγινε τίποτα εδώ και τέσσερα χρόνια...*
Φτωχότερος ο κόσμος μας!


Η Μυρσίνη Ζορμπά ήταν μια στοχάστρια, φαίνεται στον λόγο της, στα βιβλία της, αλλά και στη μεγάλη τιμή που της έκανε το Πανεπιστήμιο της Ρώμης να δώσει το όνομά της στο Εργαστήριο Νεοελληνικών Σπουδών.
Φτωχότερος ο κόσμος μας! 

Σήμερα θα περιοριστώ ν' αναφερθώ στην Πρωτοβουλία για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών που ξεκίνησε από τη Μυρσίνη Ζορμπά το 2021 και αγκαλιάστηκε από μεγάλο αριθμό ανθρώπων του βιβλίου, των βιβλιοθηκών και φίλων τους. 

Η αρχή έγινε με άρθρο των Αντώνη Λιάκου και Μυρσίνης Ζορμπά με τίτλο «Ανάπτυξη χωρίς βιβλιοθήκες;» (Εφημερίδα των Συντακτών, 10 Ιανουαρίου 2021), στο οποίο αναγνωρίζουν τις βιβλιοθήκες ως απαραίτητα στοιχεία παιδείας και πολιτισμού μιας κοινωνίας.

Σχολεία χωρίς βιβλιοθήκες σημαίνει αφυδατωμένη και σχολαστική εκπαίδευση. Ο πολιτισμός χωρίς ένα δίκτυο από πολιτισμικές κυψέλες, που αναπτύσσονται στις τοπικές βιβλιοθήκες σε όλη τη χώρα, σημαίνει φωτισμένη βιτρίνα χωρίς περιεχόμενο. Μπορεί ο κόσμος να περνά από τον έντυπο στον διαδικτυακό λόγο, αλλά κάθε εποχή χτίζεται ακουμπώντας πάνω στην προηγούμενη, αλλιώς πέφτει στο κενό χάνοντας και το επόμενο τρένο.

Η βιβλιοθήκη δεν είναι αποθήκη βιβλίων. Είναι προπαντός σχέση ανάμεσα στα βιβλία και τους αναγνώστες. Σχέση που διαμεσολαβείται από βιβλιοθηκονόμους που προσανατολίζουν και τους μαθητές και τους χρήστες στους λαβυρίνθους της γνώσης. Σχέση ανάμεσα στους αναγνώστες που μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο. Είναι κοινότητα αναζητήσεων, συζητήσεων και δραστηριοτήτων.

Με τα παραπάνω λόγια αρχίζουν το κείμενό τους για να συνεχίσουν με τη διατύπωση της ανάγκης για τη δημιουργία ενός Δικτύου Βιβλιοθηκών-Κέντρων Πολιτισμού σε πανελλαδική κλίμακα 

που θα λειτουργεί προσφέροντας την υποδομή πάνω στην οποία να ακουμπούν οι ανάγκες για πληροφόρηση, επικοινωνία, εκπαιδευτική και πολιτισμική ανάπτυξη χωρίς περιορισμούς

και που θα συνδέει εκπαίδευση και πολιτισμό, που θα δημιουργεί κοινότητες ενδιαφερόντων, ένα πλέγμα γνώσης και πολιτισμού που

θα έπρεπε να αποτελεί και την βασική εγγύηση ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης.

Η κατάσταση των ελληνικών βιβλιοθηκών όπως δίνεται από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ 2002-2020 και δημοσιεύονται στο κείμενο της Πρωτοβουλίας (Φεβρουάριος 2021)

Με βάση το παραπάνω, περισσότεροι από 60 συγγραφείς, εκδότες, μεταφραστές, βιβλιοθηκονόμοι, πανεπιστημιακοί και άλλοι συνυπογράφουν κείμενο της Πρωτοβουλίας για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών (σε μορφή pdf το έχω ανεβάσει εδώ). Στο κείμενο οι υπογράφοντες υποστηρίζουν ότι ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών-Κέντρων Πολιτισμού μπορεί να εξασφαλίζει τους μοναδικούς δημόσιους χώρους και να λειτουργεί:

-ως θεσμός δια βίου μάθησης και κατάρτισης. Οι βιβλιοθήκες είναι οι πλέον "εμπιστεύσιμοι" φορείς, καθώς ενήλικες με ζητήματα γραμματισμού (βασικού ή και ψηφιακού) καταφεύγουν ευκολότερα σε μία βιβλιοθήκη.

- ως αστερισμός κέντρων τεκμηρίωσης και αρχείων της τοπικής πολιτιστικής, καλλιτεχνικής, κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας και δραστηριότητας. Η αξιοποίηση τους μπορεί να προσφέρει τη  δυνατότητα  καταγραφής της προφορικής τοπικής ιστορίας, αναπτυξιακές προοπτικές, καθώς και να διευκολύνει την πρόσβαση σε αυτές.

- ως δυναμική συνεργασία με άλλες δομές και θεσμούς της κοινότητας (ΚΑΠΗ, παιδικοί σταθμοί, ΜΚΟ της περιοχής, ωδεία, εργαστήρια τέχνης κλπ) και κοινωνική υποστήριξη ιδιαίτερα ευαίσθητων χώρων, όπως είναι οι φυλακές (βιβλιοθήκες φυλακών), τα νοσοκομεία (βιβλιοθήκες συνοδών και ασθενών), τα γηροκομεία, τα ιδρύματα. 

Σημειώνεται επίσης ότι:

Η ενσωμάτωση της λειτουργίας των υποδομών αυτών και του ανθρώπινου δυναμικού τους στις καθημερινές λειτουργίες της κοινότητας, των μικρών και μεγάλων πόλεων και περιοχών, θα μεγιστοποιήσει την εκπαιδευτική και πολιτισμική τους αξία προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.

Η εικόνα από τη σελίδα της Πρωτοβουλίας στο Facebook

Η Πρωτοβουλία απέκτησε υπόσταση, είχαμε τακτικές διαδικτυακές συναντήσεις τις οποίες συντόνιζε ο Μιχάλης Καλαμαράς μαζί με βιβλιοθηκονόμους, ενώ όλες οι δράσεις δημοσιοποιούνταν στη σελίδα της Πρωτοβουλίας στο Facebook, κάποιες από τις οποίες αναφέρω επιγραμματικά παρακάτω:

Στις 14 Απριλίου 2021 πραγματοποιήθηκε η συζήτηση με θέμα  «Η ανάγκη Δικτύου Βιβλιοθηκών και το Ταμείο Ανάκαμψης». Μίλησαν βιβλιοθηκονόμοι, εκδότες, συγγραφείς και άλλοι άνθρωποι του βιβλίου, και η Μυρσίνη (μετά το 2:06'), τόνισε με έμφαση ότι τα κονδύλια που δίνονται από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.

Η Μυρσίνη Ζορμπά κατά τη συζήτηση της Πρωτοβουλίας Βιβλιοθηκών για τις δυνατότητες του ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
 
Η Μυρσίνη Ζορμπά έβλεπε το Ταμείο Ανάκαμψης ως την καλύτερη ευκαιρία για τη δημιουργία ενός Δικτύου Βιβλιοθηκών-Κέντρων Πολιτισμού, κάτι όμως που δεν συμβάδιζε με την κυβερνητική πολιτική ούτε την πολιτική των Υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού αυτά τα τέσσερα χρόνια, και αυτό φαίνεται από την παντελή απουσία πολιτικής βιβλιοθηκών (και βιβλίου), από την ουσιαστική (ή και φυσική;) ανυπαρξία του Γενικού Συμβουλίου Βιβλιοθηκών και από τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για το έργο της Εθνικής Βιβλιοθήκης (όπου άλλαξαν τις προτεραιότητες όπως τις είχε θέσει η ίδια η Βιβλιοθήκη και ο οραματικός Γενικός Διευθυντής της, πρόσφατα χαμένος κι αυτός, Φίλιππος Τσιμπόγλου και όπου χωρίς καμιά συζήτηση και κανένα προφανή λόγο ανέθεσαν το έργο στο Τεχνικό Επιμελητήριο!).
 
Από τη συζήτηση που διοργάνωσε η Πρωτοβουλία για τις παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες στη μνήμη Έλγκας Καββαδία στις 9 Δεκεμβρίου 2021

Στις 9 Δεκεμβρίου 2021 πραγματοποιήθηκε η διαδικτυακή συζήτηση για τις παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδιού και στη μνήμη της Έλγκας Χατζοπούλου-Καββαδία. Είχε προηγηθεί στις 22 Νοεμβρίου μια εξίσου ενδιαφέρουσα και επιτυχημένη συζήτηση με θέμα «Λέσχες ανάγνωσης και Βιβλιοθήκες». Όλα τα υλικά των συναντήσεων έχουν αναρτηθεί στη σελίδα στο Facebook. Δυστυχώς, το εγχείρημα δεν συνεχίστηκε, δεν βοήθησε η ταχεία επιδείνωση της υγείας της, φάνηκε όμως ότι κι εμείς είχαμε αδυναμία να θεμελιώσουμε και να υποστηρίξουμε μια πρόταση συνέχειας του έργου. Ήταν όμως μια χρήσιμη εμπειρία κι έδωσε καλές ευκαιρίες να τεθούν ζητήματα και να έρθουν κοντά άνθρωποι του βιβλίου, των βιβλιοθηκών και φίλων τους.

Το σήμα της Πρωτοβουλίας για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
 
Για να μη μακρηγορήσω, δεν θα πω άλλα για τη Μυρσίνη Ζορμπά και για τα βιβλία της «Πολιτική του πολιτισμού: Ευρώπη και Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα» και «Ανδρέας Παπανδρέου: Πολιτισμικό πορτρέτο» που είχα διαβάσει όταν εκδόθηκαν, θα παραθέσω όμως κάποιες ποιητικές σκέψεις της από το «Ημερολόγιο του τέλους» όπως επιγράφεται το τελευταίο κεφάλαιο από το βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2023 με τίτλο «Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών» (εκδ. Πόλις, με εισαγωγή και επιμέλεια από τον σύντροφό της και ιστορικό Αντώνη Λιάκο).
 
Τόση άνοιξη
πώς να κρατηθώ αμέτοχη 
πώς να αδικήσω τις παπαρούνες, ανταποδίδοντας
     σε άσπρο μαύρο
τα κίτρινα ράμφη των αρσενικών κοτσυφιών σαν θηλυκά
τις μηλιές, τις λεμονιές, κάνοντας οικονομία στο άρωμα.
Μετράω τα πενηνταράκια μου, τις τρύπιες δεκάρες
ξεχασμένες στην τσέπη ενός ευτυχισμένου παλτού
μήπως και φτάνουν να αγοράσω μια εφήμερη μετοχή.
[...]
 
 Και στην τελευταία σελίδα, με ημερομηνία 19.1.23, διαβάζουμε:

Το φαγητό, το διάβασμα, ο καιρός έξω από το παράθυρο, τα ωραία λουλούδια, οι φίλοι, οι επικοινωνίες, οι συζητήσεις, τα ενδιαφέροντα πάνω απ' όλα, η δύναμη των ιδεών που δεν σταματάει να υπάρχει και που καταφέρνει να εξακτινωθεί πέρα από τον χρόνο.

Έτσι νικούσε τον φόβο της ανυπαρξίας, που ήταν πια κοντά, μόλις τρεις μήνες της είχαν απομείνει. Όμως, η ανυπαρξία της ύλης δεν εξαφανίζει την ύπαρξη του λόγου, του πνεύματος, της σπουδαίας παρακαταθήκης που άφησε. Για μένα, με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, και παρά τα όσα τυχόν προβλήματα προέκυψαν στην πορεία, έδωσε ορατότητα στο βιβλίο, στην ανάγνωση, στις λέσχες ανάγνωσης, στις βιβλιοθήκες, η Μυρσίνη Ζορμπά οραματίστηκε πολιτική βιβλίου. Σήμερα τι υπάρχει; * 
 
 

-------------------------------------------------------------------------------------------------------
 
Σημείωση
 
* Αν και στο περσινό κείμενο αναφέρω ότι η κ. Μενδώνη δεν είχε κάνει τίποτα για έναν Οργανισμό Βιβλίου (και πράγματι έτσι ήταν), μόλις πρόσφατα (και μετά από πέντε χρόνια στην Κυβέρνηση) έδωσε στη δημοσιότητα για διαβούλευση σχέδιο για την ίδρυση Ελληνικού Ιδρύματος Βιβλίου και Πολιτισμού, που θα είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, στη θέση του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και που βασικό σκοπό θα έχει την εξωτερική πολιτιστική πολιτική. Συνοπτικά, μπορώ να παρατηρήσω ότι δεν έχει καμιά σχέση με το εύρος δράσεων του ΕΚΕΒΙ και δεν δίνει καμιά σιγουριά για το τι ακριβώς θέλουν να κάνουν. Κι, επίσης,  υπάρχουν πολλά ερωτήματα. Γιατί όχι Ίδρυμα Βιβλίου; Γιατί μόνο το Υπ. Πολιτισμού έχει λόγο; Γιατί λείπουν οι βιβλιοθήκες και οι βιβλιοθηκονόμοι από την εκπροσώπηση; Γιατί λείπουν οι εκπαιδευτικοί; Τι θα γίνει με το εξαφανισμένο έργο του ΕΚΕΒΙ;