Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ντόμινο ανάγνωσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ντόμινο ανάγνωσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Η Λαλάντ της Κλαρίσε Λισπέκτορ: Κοντά στην άγρια καρδιά



"....Ήτανε μόνος, ξεχασμένος απ' όλους, ευτυχισμένος κοντά στην άγρια καρδιά της ζωής. Ήτανε μόνος και νέος, γιομάτος θέληση και αγριάδα, μονάχος μες στην ερημιά του ελεύθερου αέρα, των αρμυρών νερών, ολομόναχος ανάμεσα σε κοχύλια και σε φύκια που φέρνει η θάλασσα μπρος στο μουντό φως του ήλιου και σε χαρούμενες μορφές παιδιών και νέων κοριτσιών, τριγυρισμένος από παρθενικές και παιδικές φωνές που αντηχούσαν στον αέρα..."

Έτσι γράφει ο Τζέιμς Τζόυς στο έργο του "Το πορτραίτο του καλλιτέχνη"

(στα αγγλικά αντίστοιχα: He was alone. He was unheeded, happy, and near to the wild heart of life)

Από αυτή την αναφορά έδωσε τίτλο στο πρώτο της βιβλίο η Κλαρίσε Λισπέκτορ, η Εβραία ουκρανικής καταγωγής Βραζιλιάνα συγγραφέας, η μεγάλη μάγισσα της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας, όπως την αποκαλούν.  Το 2016 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το τελευταίο της βιβλίο "Η ώρα του αστεριού" για το οποίο μέγραψα πρόσφατα. Το βιβλίο "Κοντά στην άγρια καρδιά" κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2008 από τις εκδόσεις Τυπωθήτω σε μετάφραση Αμαλίας Ρούβαλη.

Ίδια εσωτερική γραφή με το τελευταίο της βιβλίο. Πρωταγωνίστρια εδώ η Ζουάνα, παιδί ακόμη έχασε τη μητέρα της, ο πατέρας της την έδωσε σε κάποιους θείους να τη μεγαλώσουν, ήταν περίεργο παιδί, αυτοί όμως τη θεωρούσαν και επικίνδυνο παιδί, γι' αυτό την έστειλαν εσώκλειστη σε σχολείο. Αργότερα γνώρισε και παντρεύτηκε τον Οτάβιου.

Η Ζουάνα ήταν "λεπτή σαν πευκάκι, πολύ θαρραλέα επίσης". Μα ήταν και "τόσο δυστυχισμένη που, ενώ θεωρούσε τον εαυτό της δυνατό, δεν ήξερε τι να κάνει τη δύναμή της κι έβλεπε να χάνεται το κάθε λεπτό αφού δεν το είχε προσανατολίσει προς κάποιο σκοπό". Ήταν μια γυναίκα που κανείς δεν σκέφτηκε να της δώσει αγάπη, μια γυναίκα που έζησε τη ζωή της "διψασμένη σαν μια παρθένα". "Είναι χαραγμένο μέσα μου, μονολογούσε, πως η μοναξιά προέρχεται από το ότι κάθε κορμί διαθέτει αθεράπευτο το δικό του τέλος..."

Ξεχωρίζει το καλό απ' το κακό με το σεξπηρικό να ζεις ή να μη ζεις.

"Καλό είναι να ζεις..." ψέλλισε η Ζουάνα... "Κακό είναι να μη ζεις..."
"Να πεθαίνεις;" ρώτησε εκείνος.
"Όχι, όχι", βόγκηξε η Ζουάνα... "Κακό είναι να μη ζεις, μόνο αυτό. Να πεθαίνεις είναι άλλο ..."

Η Ζουάνα έπαιζε ολόκληρα απογεύματα με μία λέξη και μάλιστα επινοούσε λέξεις. Μια από αυτές ήταν η λέξη Λαλάντ. Και τη ρωτά ο Οτάβιου:

"Έλα, ξαναπες τι είναι Λαλάντ", παρακάλεσε τη Ζουάνα.
"Είναι σαν δάκρυα αγγέλου. Ξέρεις τι είναι τα δάκρυα του αγγέλου; Είναι ένα είδος μικρούλη νάρκισσου, και το ελαφρότερο αεράκι τον κουνάει δώθε-κείθε. Η Λαλάντ είναι η θάλασσα το χάραμα, όταν κανένα βλέμμα δεν έχει κοιτάξει ακόμα την παραλία, όταν ο ήλιος δεν έχει γεννηθεί. Κάθε που λέω: Λαλάντ, πρέπει να νιώθεις τη δροσερή κι αλμυρή δόνηση της θάλασσας, πρέπει να περπατήσεις καταμήκος της σκοτεινής ακόμη παραλίας, αργά-αργά, γυμνός. Αυτομάτως θα αισθανθείς τη Λαλάντ... Μπορείς να με πιστέψεις, είμαι από τους ανθρώπους που γνωρίζουν πολύ καλά τη θάλασσα".

Κι επειδή έγινε πολύς λόγος για την ταινία La la Land, είχα την απορία τι σημαίνει, αν σημαίνει κάτι. Σκεφτόμουν ότι θα ήταν η χώρα του λα λα, δηλαδή η χώρα των φευγάτων. (Την είδα την ταινία, η πρωταγωνίστρια μπορεί να πει κανείς ότι ήταν κι αυτή στον κόσμο της, ήταν βέβαια μιούζικαλ, άρα το ... το λαλαλαλα υπήρχε έτσι κι αλλιώς...)

Και πραγματικά, στο λεξικό Merriam-Webster διαβάζω τον ορισμό για το la-la land:

the mental state of someone who is not aware of what is really happening (δηλαδή, η διανοητική κατάσταση κάποιου που δεν ξέρει τι πραγματικά συμβαίνει)

ενώ προσθέτει στη συνέχεια για το La-La Land

used as a nickname for Los Angeles, California (χρησιμοποιείται ως παρανόμι για το Λος Άντζελες).

Ενώ στο λεξικό του Cambridge, στο λήμμα la-la-land διαβάζω:

to think that things that are completely impossible might happen, rather than understanding how things really are

με συνώνυμα όπως fantasy, untruth, false hopes, cloud cuckoo land, σαν να λέμε δηλαδή όταν πετάς στα σύννεφα...

Έτσι, τελικά, ήταν η Κλαρίς Λισπέκτορ μια μάγισσα που πετούσε στα ουράνια, ήταν μια επεναστάτρια και μεγάλη συγγραφέας πλάι στον Τζόυς και τον Μπόρχες; Ή ήταν μια παθολογικά αναίσθητη γυναίκα που σαν συγγραφέας δεν πρόσφερε  στους διψασμένους αναγνώστες την πλοκή, την ειρωνεία και το χιούμορ που επιζητούν, όπως έγραψε στην Telegraph τον Φεβρουάριο του 2014 ο Νίκολας Σαίξπηρ* στο άρθρο του με τίτλο Clarice Lispector: 'Morbidly insensitive'; Έτσι κι αλλιώς πάντως, αξίζει η γνωριμία μαζί της.

Αξίζει επίσης σε αυτό το βιβλίο και το πολύ ενδιαφέρον κείμενο της Αμαλίας Ρούβαλη, της μεταφράστριας, στο οποίο δίνει χρήσιμες πληροφορίες τόσο για τη συγγραφέα όσο και γενικότερα για τη βραζιλιάνικη λογοτεχνία που ίσως γνωρίζουμε λιγότερο από τη λογοτεχνία των άλλων λατινοαμερικάνικων χωρών. **
...........................................

Σημειώσεις

* Σημειώνεται με την ευκαιρία ότι ο Νίκολας Σαίξπηρ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του μυθιστορήματος "Ο χορευτής του επάνω πατώματος" (το οποίο αναφέρεται, χωρίς να το κατονομάζει, στο Φωτεινό Μονοπάτι, την αντάρτικη οργάνωση που έδρασε στο Περού στη δεκαετία του '80 και που έχει γίνει ταινία με σκηνοθέτη τον Μάλκοβιτς και πρωταγωνιστή τον Μπαρδέμ, αξίζουν και τα δύο).

** Και με αυτή την έννοια, με χαρά διάβασα το άρθρο του (επίσης μεταφραστή και πολύ καλού γνώστη θεμάτων λογοτεχνίας) Κώστα Αθανασίου στην Εποχή (27/3/2017) με τίτλο "Κλασική λογοτεχνία από τη Βραζιλία" όπου παρουσιάζει δύο βιβλία του σπουδαίου και πρωτοπόρου βραζιλιάνου συγγραφέα Ζοακίμ Μαρία Μασάντο ντε Ασίς του 19ου αιώνα παρακαλώ (και για τον οποίο είχα πρωτοδιαβάσει στο κείμενο της Ρούβαλη). Και τα δύο από τον Δαρδανό, το ένα σε μετάφραση της ... πεσοϊκής (και όχι μόνο) Μαρίας Παπαδήμα και το άλλο του Νίκου Πρατσίνη. Νομίζω αξίζει να τα αναζητήσουμε. Και το ντόμινο ανάγνωσης τέλος δεν έχει...

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Από τα πηγάδια της μνήμης πόσα βγαίνουν!



"Όσο περνούν τα χρόνια και επέρχεται το βαθύ γήρας, τόσο πιο έντονα αισθάνομαι ότι εντός μου υπάρχουν δύο πηγάδια μνήμης: το ένα, θα το ονόμαζα της «Ζωής». Περιέχει σκηνές, έντονες εικόνες και ακούσματα. Ξάφνου, όπως μια στιγμιαία αναλαμπή μες το σκοτάδι,, αναδύονται από τα έγκατα του πηγαδιού αυτού, ως εάν το σύνορο ανάμεσα στο παιδί και τη γραία να μην υπήρχε, διαυγή και ατόφια θαμμένα θραύσματα από εικόνες και ακούσματα. 12 χρονών: στην πλατεία Αγάμων. Το φοβερό συναίσθημα της ωμής βίας: δύο άντρες κρεμασμένοι από τους φανοστάτες.14 χρονών, εκεί, στην ίδια πλατεία, το πρωτοφανέρωτο συναίσθημα του επαναστατικού ενθουσιασμού: οι αντάρτες μας με τα φυσεκλίκια τους, καλπάζουν πάνω στα άλογα, έρχονται, λευτερώθηκε η Αθήνα μας…

Κι ακόμα, ένα παράδειγμα από τα κοιτάσματα της πεζής καθημερινότητας: στα καλά καθούμενα, καθώς κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση μασουλώντας ένα σύκο, αρχίζω νοερά να απαγγέλω: «ανεβαίνω στη συκιά και πατώ στην καρυδιά και φωνάζω κούι-κούι και κανένας δεν μ’ ακούει. Κι ώσπου να φτάσει η μάνα μου και η σκύλα η αδελφή μου, επρόφτασεν ο χάροντας και πήρε την ψυχή μου»! «Πότε ήταν; Ήταν εκείνη τη φορά, ή μια άλλη φορά;». Φύρδην-μίγδην, εκεί, στο αταξινόμητο αρχείο της μνήμης και της λήθης, το «άκουσμα» αυτό, παρέμενε ανέπαφο!..."

Έτσι ξεκίνησε η Τζίνα Πολίτη την ομιλία της στην εκδήλωση που έγινε τον Νοέμβριο στην Αθήνα για την παρουσίαση του συλλογικού έργου "Ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης και η μεταπολεμική αριστερή διανόηση" (επιμέλεια Κώστα Βούλγαρη και Γιάννη Παππά, εκδόσεις Διαπολιτισμός 2016). Τα πηγάδια της μνήμης ήταν ο τίτλος της ομιλίας και σκαλίζοντας τη μνήμη της, ξεκινώντας από το If του Αναγνωστάκη πέρασε από το Άν του Κίπλινγκ για να φτάσει στην παρωδία του Βάρναλη και να καταλήξει στο Γιατρό Ινεότη του Χειμωνά! Έτσι, μέσα από ένα ντόμινο ανάγνωσης (όπως έχω ονοματίσει αυτές τις διακειμενικές δρασκελιές), μας φέρνει με τον όμορφο λόγο της στον κόσμο της μνήμης και του πολιτισμού της η πολύ καλή φιλόλογος (που ο λόγος της πάντα μου αρέσει και τη διαβάζω κι ας μην είμαι φιλόλογος η ίδια). 

Στο βιβλίο, το κείμενό της έχει τον τίτλο "Αναζητώντας το κλειδί", κι εκεί παίζει με το κλειδί για να φτιάξει ακόμη ένα ντόμινο. Και από το ποίημα Εκεί του Αναγνωστάκη

"Εκεί θα τα βρεις .

Κάποιο κλειδί
Που θα πάρεις
Μονάχα εσύ θα το πάρεις
Και θα σπρώξεις την πόρτα
....
Θ΄αφήσεις να κυλίσει στον υπόνομο
Βαθιά-βαθιά μες στα πυκνά νερά"


έρχεται στον Μίλτο Σαχτούρη και στη συλλογή του "Με το πρόσωπο στον τοίχο"

"Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, 
αλλά ο καλλίτερος τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας"

και φτάνει στην "Ιστορία των Μεταμορφώσεων" του Γιάννη Πάνου

"Κλείδωσα το κιβώτιο και το έσπρωξα βαθιά κάτω από τα ξύλα του κρεβατιού. Ύστερα, άφησα το κλειδί να γλιστρήσει σε μια σχισμή του τοίχου ανάμεσα στις πέτρες που το κατάπιαν ως τα θεμέλια... Πέρασε ποτέ από το νου σου πως ίσως κατά βάθος να ήμουν ποιητής;"

(Κι εγώ, συνεχίζοντας εκεί που το άφησε, θα θυμηθώ την Remington του Γιάννη Πάνου).

Αλλά, ας γυρίσουμε στο ίδιο το βιβλίο. Περιέχει 14 κείμενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τα οποία έχουν πολύ ενδιαφέρον, αναφερόμενα σε στοιχεία από τη ζωή και την προσωπικότητα του ποιητή. Ξεχωρίζω, πέρα από το κείμενο της Τζίνας Πολίτη, χωρίς να υποβαθμίζω και τα υπόλοιπα, το κείμενο της Άντειας Φραντζή με τίτλο "Ο θείος Λένον και ο Ανώνυμος: σημειώσεις στο περιθώριο". Επίσης, πολύ ενδιαφέρον είναι το επίμετρο από τον Κώστα Χριστόπουλο "Ιδεολογία και αισθητική στους αριστερούς καλλιτέχνες" με αναφορά στο παράδειγμα του χαράκτη Τάσσου, αλλά και με πολλές αναφορές σε έννοιες όπως πατριωτικιή αριστερά, μεσσιανισμός, Ρωμιοσύνη, ελληνικότητα και σε πρόσωπα όπως Σβορώνος, Αυγέρης, Γληνός, Ζντάνοφ, Λεοντάρης, Κόντογλου κ.ά. 

Παραθέτω παρακάτω τα ποιήματα τα οποία ανασκάλισε από τα πηγάδια της μνήμης της η Τζίνα Πολίτη στην ομιλία της, ξεκινώντας από το If του Μανόλη Αναγνωστάκη.

If...

                                         του Μανόλη Αναγνωστάκη

Αν — λέω αν…Αν όλα δε συνέβαιναν τόσο νωρίςΗ αποβολή σου απ’ το Γυμνάσιο στην Ε΄ τάξη,Μετά ΧαϊδάριΑϊ-ΣτράτηςΜακρονήσιΙτζεδίν,
Αν στα 42 σου δεν ήσουν με σπονδυλαρθρίτιδαΎστερα από τα είκοσι χρόνια της φυλακήςΜε δύο διαγραφές στην πλάτη σου, μια δήλωσηΑποκηρύξεως όταν σ’ απομονώσαν στο ΨυχιατρείοΑν —σήμερα λογιστής σ’ ένα κατάστημα εδωδίμων—
Άχρηστος πια για όλους, στυμμένο λεμόνι,Ξοφλημένη περίπτωση, με ιδέες από καιρό ξεπερασμένες,Αν — λέω αν…Με λίγη καλή θέληση ερχόνταν όλα κάπως διαφορετικάΉ από μια τυχαία σύμπτωση, όπως σε τόσους και τόσους
Συμμαθητές, φίλους, συντρόφους — δε λέω αβρόχοις ποσίΑλλά αν…
(Φτάνει. Μ’ αυτά δε γράφονται τα ποιήματα. Μην επιμένεις.Άλλον αέρα θέλουν για ν’ αρέσουν, άλλη «μετουσίωση».
Το παραρίξαμε στη θεματογραφία).

Άν μπορείς...

                                                         του Κίπλινγκ

Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να 'χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να 'σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν' αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ' το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,

αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν' ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν' αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,

αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ' αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ' την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν' αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν' αντέξεις σ' αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα 'χεις
άλλο εξόν απ' τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,

αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ' άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα 'ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και —περισσότερο ακόμα— θε να 'σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.




Αν μπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ' όσα ψέματα σου λεν με πιότερ' απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.

Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι' αληθινό - να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·
αν λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά κι εσύ ξαναμολάς καινούριον.

Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το 'χεις·
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν' αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός!» εσύ φωνάζεις «πίσω!»

Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ' εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα 'ναι τούτ' η Γης μ' όλα τα κάλλη που 'χει
κι έξοχος θα 'σαι Κύριος, αλλ' Ανθρωπος δε θα'σαι!


Και ας μου επιτραπεί να σκαλίσω ακόμη παραπέρα, αναζητώντας εγώ στον Καβάφη λίγα λόγια:



Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική. 


Από τα πηγάδια της μνήμης μας πόσα βγαίνουν...

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

H αναγκαιότητα της ανάγνωσης: μερικές σκέψεις με αφορμή το βιβλίο του Νίκου Σιδέρη



Την Παρασκευή το απόγευμα βρεθήκαμε στον πολυχώρο Αίτιον για την παρουσίαση του βιβλίου με τίτλο "Η αναγκαιότητα της ανάγνωσης" (εκδ. Μιχάλη Σιδέρη, 2016). Το βιβλίο έχει γράψει ο Νίκος Σιδέρης, βιβλιοθηκονόμος, ένας αξιόλογος και πολύ ευαίσθητος νέος άνθρωπος, ο οποίος όχι μόνο διαβάζει πολύ, αλλά έχει και την πίστη ότι το διάβασμα μπορεί ν' αλλάξει τον κόσμο. 


Στην εκδήλωση, διάβασε αποσπάσματα σχολιάζοντας ταυτόχρονα τα θέματα του βιβλίου με τον ιδιαίτερο γλαφυρό του τρόπο ο Μάνος Κοντολέων. Ο γνωστός συγγραφέας μας μίλησε για βιβλία και ήρωες/ηρωίδες που αγάπησε κι επηρέασαν τον ίδιο ως σύμβολα και εικόνες ανάγνωσης της παιδικής ηλικίας, μη παραλείποντας να αναφερθεί στη Ντεζιρέ, την ηρωίδα από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Άννα - Μαρία Σελίνκο (κόρη εμπόρου μεταξωτών από τη Μασσαλία που ερωτεύτηκε στα 15 της το Ναπολέοντα κι έγινε αργότερα βασίλισσα της Σουηδίας στο πλάι του Βερναδότη), αλλά και στους Φορσάιτ του Τζον Γκαλσγουόρθι. Αναφέρθηκε στη συνέχεια σε διάφορα ζητήματα σχετικά με την ανάγνωση, προκαλώντας και τον συγγραφέα να εκφράσει τις απόψεις του σε αυτά.

Η αίθουσα ήταν γεμάτη και το θέμα έδειχνε να ενδιαφέρει τους παρευρισκόμενους, άλλωστε ήταν αρκετοί αυτοί που έκαναν τοποθετήσεις και κατέθεσαν προσωπικές εντυπώσεις και μαρτυρίες.





Λεπτομέρειες για την εκδήλωση, φωτογραφίες και το βίντεο βρίσκονται στο bookia.gr, απ' όπου και οι φωτογραφίες που χρησιμοποίησα εδώ:

Παρακάτω, αντιγράφω το κείμενο που διάβασα στην εκδήλωση ως ομιλήτρια. Ολόκληρο με τις υποσημειώσεις και τους υπερσυνδέσμους είναι αναρτημένο σε μορφή pdf εδώ: 





"Θα ήθελα καταρχάς να ευχαριστήσω το Νίκο που μου πρότεινε να πω δυο λόγια στην παρουσίαση του βιβλίου του. Είχα ήδη διαβάσει το βιβλίο του, είχα ήδη σχεδόν έτοιμη την ανάρτηση για το ιστολόγιό μου, γι’ αυτό και αυτά που θα πω εδώ είχαν ετοιμαστεί για γραπτό κείμενο και να με συγχωρέσετε που πολλά θα τα διαβάζω.


Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη, από τη μια γιατί γνώριζα το Νίκο από το μεταπτυχιακό Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου όπου δίδασκα (ο Νίκος είναι βιβλιοθηκονόμος) και τον εκτιμώ, αλλά από την άλλη γιατί πραγματικά το θέμα είναι πολύ ενδιαφέρον και ο τίτλος, για μένα, ιδιαίτερα προκλητικός. 


Από κει και πέρα, σκέφτομαι πώς έγινα φίλη της ανάγνωσης, μάλλον καλύτερα πώς έγινα αρχικά αναγνώστρια. Η αρχή έγινε με μία θεία μου, τη μεγάλη αδελφή του πατέρα μου, που ήταν η μόνη που ενώ δεν είχε σπουδάσει η ίδια, είχαν σπουδάσει και τα δυο της παιδιά και επομένως η οικογένειά της είχε μπει στο κάδρο των «μορφωμένων» για τους υπόλοιπους που είχαν ή δεν είχαν τελειώσει το δημοτικό. Έμεναν στην Αθήνα και κάθε καλοκαίρι έρχονταν στα Χανιά. Ήμουν γύρω στα 12, όταν η θεία μου πρότεινε να αγοράζω σε τεύχη κάποια «ωραία» βιβλία όπως μου είχε πει. Κι έτσι έκανα. Τα «ωραία» βιβλία, που άρχισα ν’ αγοράζω σε τεύχη και στη συνέχεια έδεσα σε δύο τόμους ήταν «Η ανακάλυψη της γης» και «Αιγαίο-Κνωσσός-Μυκήνες». Αργότερα, αγόραζα σε τεύχη επίσης, την Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού του Will Durant. 


Οι γονείς μου είχαν τελειώσει μόνο το δημοτικό λίγο πριν τον πόλεμο, από φτωχές, λαϊκές οικογένειες του χωριού. Όμως, είχαν λαχτάρα να μάθω γράμματα, ήμουν και καλή μαθήτρια, την ίδια εκείνη χρονιά ο πατέρας μου, με τη σύσταση ενός γνωστού του βιβλιοπώλη στα Χανιά, μου αγόρασε το δίτομο εγκυκλοπαιδικό λεξικό της Πρωίας. Ήταν η πρώτη μου εγκυκλοπαίδεια, ενώ αργότερα στο Γυμνάσιο μου αγόρασε την Εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη. Τα υπόλοιπα ήρθαν και λίγο μόνα τους. Έτσι έγινα αναγνώστρια και σιγά σιγά έγινα και φιλαναγνώστρια. Σκέφτομαι πολλές φορές ότι σε αυτό, πέρα από τη θεία Ελισάβη, πέρα από τη λαχτάρα των γονιών μου, πολύ σημαντικό ρόλο πρέπει να έπαιξε η Δημοτική βιβλιοθήκη στα Χανιά. Όταν στην τετάρτη ή πέμπτη δημοτικού πήρα το βραβείο για την αποταμίευση (κουμπαρά κτλ.), είχα καθίσει ώρες στη βιβλιοθήκη και είχα συμβουλευτεί πολλές πηγές για να γράψω την έκθεση (προφανώς και αντιγράφοντας κομμάτια). Αυτό φυσικά το χρωστάω και στους δασκάλους που μας είχαν μιλήσει για τη βιβλιοθήκη και στον αυστηρό βιβλιοθηκάριο που μας συνιστούσε ποια βιβλία να διαβάσουμε.


Θα ήθελα, επίσης, να σημειώσω ιδιαίτερα, ότι η θεία που ανέφερα παραπάνω, πολύ νωρίτερα, μου είχε προτείνει να διαβάζω εφημερίδες! Αυτό ήταν ένα κριτήριο ή καλύτερα ένα εργαλείο για να διαβάζουμε, να ενημερωνόμαστε αλλά και να μαθαίνουμε! Αυτό το ρόλο είχαν τότε οι εφημερίδες! Διαμόρφωναν αναγνώστες. 

Ξεκίνησα με τα παραπάνω, αυτοβιογραφικά κατά κάποιο τρόπο, γιατί το ίδιο έκανα και όταν έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο του Νίκου, ξεκινώντας από τον τίτλο.


Αναγκαιότητα της ανάγνωσης: Μανιφέστο. 

Τι θα πει ο τίτλος; Πώς προσέλαβα εγώ τον τίτλο; 

Η αλήθεια είναι ότι την έννοια της αναγκαιότητας στον τίτλο ενός βιβλίου την συνάντησα στα φοιτητικά μου χρόνια, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, όταν διαβάζαμε το διάσημο τότε βιβλίο του μαρξιστή Έρνστ Φίσερ «Η αναγκαιότητα της τέχνης» (από τις εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1972, σε μετάφραση Γιώργου Βαμβαλή, επανεκδόθηκε αργότερα από το Θεμέλιο). Σε αυτό, ο Φίσερ υποστηρίζει ότι η τέχνη δεν είναι κάτι προαιρετικό, αλλά ένα θεμελιώδες, απαραίτητο τμήμα της ζωής μας. Είχε όμως κι ένα πολύ ενδιαφέρον παράθεμα από τον Ζαν Κοκτώ: ''Poetry is indispensable—if I only knew what for.'' Η ποίηση είναι επιτακτικά απαραίτητη, αναπόφευκτη – μακάρι μόνο να ήξερα γιατί».


Αυτό βοηθά και μένα να απαντήσω στο γιατί της αναγκαιότητας και για την ανάγνωση. Μακάρι να ήξερα γιατί... Γιατί στο αυτονόητο;


Τι είναι αναγκαιότητα;

Στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών, διαβάζουμε:


«αναγκαιότητα: η ιδιότητα του απαραίτητου, του λογικά επιβεβλημένου και αναπόφευκτου, που συσχετίζει με δεσμευτικό τρόπο γεγονότα, φαινόμενα, καταστάσεις».


Από την άλλη, έχουμε την έννοια της ανάγνωσης που ορίζεται ως η «αναγνώριση των γραπτών συμβόλων που συνθέτουν ένα γραπτό κείμενο, καθώς και η κατανόηση του περιεχομένου του», αλλά και «η κατανόηση της σημασίας συμβόλων ή σημείων».


Έχουμε βέβαια και το διάβασμα που είναι «η ενέργεια του διαβάζω· η ανάγνωση» και η «μελέτη».


Έτσι, στα ελληνικά λέμε ανάγνωση και αναγνώστης / αναγνώστρια και εννοούμε τους ανθρώπους που διαβάζουν κείμενα – συνήθως βιβλία και ίσως καμιά φορά με έμφαση στη λογοτεχνία (χωρίς όμως να είναι απαραίτητο). Μεταφορικά, βέβαια, χρησιμοποιούμε τον όρο αναγνώστης (όχι αναγνώστρια) για τις ηλεκτρονικές συσκευές με τις οποίες διαβάζουμε τα ηλεκτρονικά βιβλία. (Εκεί, δηλαδή, έχουμε ... δύο αναγνώστες, τη μηχανή και τον άνθρωπο, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). 


Στα ελληνικά λέμε φιλαναγνώστης / φιλαναγνώστρια και εννοούμε το άτομο που αγαπά το διάβασμα και διαβάζει πολύ, και βιβλιόφιλος / βιβλιόφιλη το άτομο που αγαπά τα βιβλία. Στα αγγλικά χρησιμοποιείται ο όρος bibliophile, librophile (ή και readophile πρόσφατα) και book lover, πολύ σπάνια δε το reading lover, και ορίζεται ως “someone who loves (and usually collects) books”. Υπάρχει επίσης το bookworm, που είναι ο βιβλιοσκώληκας κυριολεκτικά και ο βιβλιοφάγος μεταφορικά, αυτός δηλαδή που διαβάζει πολλά βιβλία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ο φιλαναγνώστης/η φιλαναγνώστρια. Χρησιμοποιείται επίσης το avid reader, για τον φανατικό αναγνώστη. 

Αλλά εδώ ας σταματήσω με τη διαστροφή της ορολογίας και να συνεχίσω με τις σκέψεις μου πάνω στο περιεχόμενο του βιβλίου. 

Ξεκινώντας από τη σχέση των Ελλήνων με το βιβλίο και με την ανάγνωση, θα αναφέρω την ίδρυση και το κλείσιμο έπειτα του ΕΚΕΒΙ, που για μένα ήταν ένας από τους πιο προοδευτικούς, δημοκρατικούς θεσμούς στον τόπο μας, και πιστεύω ότι, με όποια προβλήματα υπήρχαν (και υπήρχαν προφανώς), θα έπρεπε να επιλεγεί άλλος τρόπος αντιμετώπισης... 


Επίσης, όταν κλείνουν βιβλιοπωλεία, δεν είναι σίγουρα μια καλή στιγμή για το χώρο του βιβλίου και της παιδείας μας γενικότερα. Με αφορμή το πρόσφατο κλείσιμο του Ελευθερουδάκη, υπήρξαν αρκετές δημοσιεύσεις και συζητήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γύρω από το χώρο του βιβλίου, την τιμή του βιβλίου[1] κτλ. Είδαμε και απόψεις όπως:


«Άμα δεν έχει λεφτά ο κόσμος δεν θα αγοράσει βιβλία. Τα βιβλία είναι είδος πολυτέλειας. Οπότε με κατώτερη τιμή ή όχι, το ίδιο.»

Αναρωτιέται κανείς αν πράγματι θεωρείται (ή πρέπει να θεωρείται) είδος πολυτελείας το βιβλίο και αν το πρόβλημα είναι η τιμή του βιβλίου ή μόνο αυτή.

Υπάρχουν πολλά δημοσιεύματα, παλιότερα και σύγχρονα, για τη σχέση των Ελλήνων με το διάβασμα και με το βιβλίο, και στα οποία μπορούμε να διαπιστώσουμε (όπως δυστυχώς και σε άλλους τομείς) τη διαχρονικότητα κάποιων αδυναμιών μας ή και κακοδαιμονιών μας !!!


Θα αναφέρω μόνο μερικά.

Τον Αύγουστο του 1906 δημοσιεύτηκε στα Παναθήναια με τίτλο «Για να συνηθίσουν οι Έλληνες να διαβάζουν» μια έρευνα που έκανε το περιοδικό, ζητώντας από γνωστούς ανθρώπους των γραμμάτων ν’ απαντήσουν αν και γιατί δεν διαβάζουν οι Έλληνες. Κοινή διαπίστωση ήταν ότι οι Έλληνες δεν διαβάζουν και σε αυτό φταίνε η ανάγνωση εφημερίδων, ο πολλαπλασιασμός του προϊόντος με έκπτωση της ποιότητας, ο αγώνας για την επιβίωση, τα μέσα μεταφοράς («τα μέσα τα καταπληκτικά της κινήσεως»), καθώς επίσης και «το μέγα ύπαιθρον και η έλξις του Ηλίου». Και τι μπορεί να γίνει, αναρωτιέται στο εισαγωγικό σημείωμα ο Παύλος Νιρβάνας, ώστε να συνηθίσουν οι Έλληνες να διαβάζουν;


Αφού δεν μπορούμε να καταργήσουμε τον ήλιο και το ύπαιθρο, λέει, να τα συμβιβάσουμε με την ανάγνωση. «Να φέρωμε την τέχνη του λόγου εις το ύπαιθρον, εις τας στοάς, εις τα θέατρα. Να δημιουργήσωμεν διαλέξεις υπαιθρίους, να κάμωμεν τον Έλληνα ν’ αγαπήσει τον λόγον, … να τον προπαρασκευάσωμεν δηλαδή δια το βιβλίον... Ένα βιβλίον που να συμβιβάζεται με το ύπαιθρον, με τον δρόμον, με την πλατείαν, με το παράλιον, με την εξοχή…»


Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ένας από τους ερωτώμενους, είναι απόλυτος:


«Αν αναγινώσκουν δεν ξέρω – ξέρω πως δε διαβάζουν. Ο Ρωμηός ποτέ δεν αγάπησε το διάβασμα. Ούτε τώρα, ούτ’ αμέσως έπειτα από την Επανάσταση, ούτε πριν στα χρόνια της σκλαβιάς του… Σκίσιμο, κάψιμο τα βιβλία σα να ήταν οχτροί μας θανάσιμοι. Γιατί; Δεν μας έμαθαν τίποτα; Δεν μας χαροποίησαν καμιά φορά; Καμιά. Μας δυσκόλεψαν μονάχα τα παιχνίδια μας, τα μαλώματά μας, τους συλλόγους και τις παρλάτες μας. Φταίει θα πεις το σκολικό μας σύστημα· φταίει, δε λέω τ’ όχι. Μα πιο πολύ φταίει το νευρικό μας σύστημα. Το μυαλό μας είναι που δεν υποφέρει στ’ αληθινά ζυγό και όχι ο τράχηλός μας….»


Ο Κλέων Παράσχος έγραφε το 1931: 


«Είμαστε ένας λαός (και μικρός μάλιστα, και πολύ στενοχωρημένος, και πολύ φτωχός) που βρίσκεται ακόμη στο στάδιο των πρώτων, των κατωτέρων βιωτικών του προσαρμογών. Στερούμεθα υπονόμων και κτίζομεν μέγαρα, καθώς έλεγε, μου φαίνεται, ο μακαρίτης Ροϊδης. Η λογοτεχνία στον τόπο μας δεν είναι ανάγκη, είναι πολυτέλεια. Δεν είναι κάτι φυσικό, είναι κάτι τεχνητό: ένα λουλούδι που μεταφυτεύθηκε και που εκατό χρόνια τώρα παιδευόμαστε για να πιάσει και στην Ελλάδα και που δεν εννοεί να πιάσει…». 


Ο Κ.Θ. Δημαράς σε άρθρο του για το διάβασμα βάζει στην κουβέντα τόσο τον αναγνώστη όσο και τον συγγραφέα (αυτό που σε πρόσφατο άρθρο της η Βενετία Αποστολίδου αποκαλεί «προβληματικό ζευγάρι») και τη μεταξύ τους αληλεπίδραση.


Ο Νιρβάνας, γράφει το 1937:


«…Για να ξαναγίνει το διάβασμα ανάγκη, το βιβλίο πρέπει να γίνει ανώτερο από τη ζωή. Και θα γίνει παίρνοντας απ΄ αυτήν την ευγενικότερή της ουσία και κάνοντας από το διάβασμα ένα ωραίο, ευγενικό και αναγκαίο συμπλήρωμα της ζωής».


Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Κυριάκος Ντελόπουλος στο πολύ όμορφο βιβλίο του «Το βιβλίο των βιβλίων» (Κέδρος 1981), δίνοντας συμβουλές ανάγνωσης και μελέτης στο παιδί, γράφει :


«Για ένα καλό και αποδοτικό διάβασμα χρειάζεται κέφι, όρεξη και καλή διάθεση. Πρέπει να το θέλεις, να το έχεις αποφασίσει. Διαφορετικά να ξέρεις πως με την πίεση δε θα κερδίσεις τίποτα. Κάπου στον «Ερωτόκριτο» ακούγεται τούτο: «το πράμα οπούναι στανικώς ογλήγορα σκολάζει».


Σχετικά με την απόλαυση της ανάγνωσης, η Βενετία Αποστολίδου σε άρθρο της στο περιοδικό ο αναγνώστης διερωτάται μήπως χρειάζεται να ξαναδούμε τι θα πει απόλαυση της ανάγνωσης, μήπως ταυτίσαμε την απόλαυση του κειμένου με την απλή ψυχαγωγία. Και όταν παρατηρεί ότι η ανάγνωση παρουσιάζεται σαν μια παιδική χαρά όπου μόνον ευχάριστα πράγματα συμβαίνουν, τραγουδάμε, χορεύουμε, παίζουμε, ζωγραφίζουμε κ.ο.κ., διερωτάται: «πότε όμως θα πάμε παραπέρα;» 


Και συνεχίζει: 


«...Θα πρέπει να δημιουργήσουμε πολλές και διαφορετικές προσδοκίες από την ανάγνωση και όχι μόνο εκείνη της απόλαυσης... Να αναδείξουμε την ανάγνωση σε πολυδύναμο μέσο απόλαυσης, γνώσης και κοινωνικής συμμετοχής. Το χρωστάμε σε όλα τα παιδιά αλλά ιδίως στα παιδιά που στερούνται πολλών ευκαιριών.»


Αυτό, να κάνω μια παρένθεση εδώ, το παραθέτω γιατί ισχύει και για τις βιβλιοθήκες



Γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία; Η Μάρω Δούκα είπε στη Μικέλα Χαρτουλάρη σε πρόσφατη συνέντευξή της:


«Διαβάζουμε λογοτεχνία, πρωτίστως, λέω, από ανάγκη, για να παρηγορηθούμε κάπως, για να ακυρώσουμε τη μοναξιά μας, να φωτίσουμε την καθημερινότητά μας, να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, να επικοινωνήσουμε με διαφορετικούς πολιτισμούς, άλλους λαούς, να ταξιδέψουμε στον χρόνο, να οραματιστούμε τον καλύτερο κόσμο που δικαιούμαστε. Διαβάζουμε όμως και για να μάθουμε, να διδαχτούμε, να γίνουμε απλώς καλύτεροι άνθρωποι. Και πάνω απ’ όλα, πιστεύω, διαβάζουμε για την απόλαυση του κειμένου, τη χαρά της λέξης, την έκπληξη του απρόβλεπτου…»










Σε όλη τη μέχρι τώρα φλυαρία μου, δεν έκανα αναφορά στο συγγραφέα και το βιβλίο του. Κι όμως, οι δικοί μου προβληματισμοί και οι παραπάνω αναζητήσεις μου πηγάζουν από τις σκέψεις που ξεδιπλώνει ο Νίκος στο βιβλίο του, προσπαθώντας κι εγώ, μέσα από τα λεγόμενα των άλλων να αναζητήσω την έννοια και την αναγκαιότητα της αναγκαιότητας… Και διαπιστώνουμε, όντως, τη διαχρονικότητα των εννοιών που απασχολούν το Νίκο.



Θα ήθελα όμως, πριν αναφερθώ λίγο περισσότερο στο βιβλίο, να πω και δυο λόγια για την ιδιότητα του συγγραφέα και να τη συνδέσω με το αντικείμενο του βιβλίου του. Ο Νίκος είναι βιβλιοθηκονόμος. Κι ένα ζήτημα που στ’ αλήθεια με απασχολεί και ομολογώ καμιά φορά με προβληματίζει, είναι αν οι βιβλιοθηκονόμοι διαβάζουν.

Κάνοντας μια αναζήτηση και πέρα από τα δικά μας σύνορα, διαπίστωσα ότι υπάρχει παρόμοιος προβληματισμός παντού. Η εντύπωση είναι ότι οι βιβλιοθηκονόμοι διαβάζουν πάνω από το μέσο όρο του γενικού πληθυσμού (που σε κάποια σχετική έρευνα στην Αμερική αναφέρθηκε ότι αυτός ο μέσος όρος είναι 5 βιβλία το χρόνο! – να σημειώσω εδώ ότι στην τελευταία έρευνα αναγνωστικής συμπεριφοράς του ΕΚΕΒΙ το 2010, ο δικός μας μέσος όρος ήταν 5.9…), υπήρξε και μια απάντηση ότι «οι καλύτεροι βιβλιοθηκονόμοι είναι αυτοί που διαβάζουν κιόλας». Υπήρξε επίσης μία βιβλιοθηκονόμος, συνταξιούχος πλέον μετά από 30 χρόνια στο επάγγελμα, η οποία δήλωσε ότι διαβάζει πάνω από 200 βιβλία το χρόνο και μάλιστα κρατάει σημειώσεις (μπορώ να πώ ότι συμπίπτουμε στα χρόνια υπηρεσίας και στις σημειώσεις!).

Επομένως, δεν μπορώ να μην καταγράψω με θαυμασμό τα τόσα βιβλία που αναφέρει ο Νίκος, συνδέοντάς τα με τις σκέψεις που αναλύει κάθε φορά, και είναι ακόμη πολύ νέος... Μακάρι οι βιβλιοθηκονόμοι στην πλειονότητά τους να διαβάζουν, γιατί σίγουρα θα είναι καλοί στη δουλειά τους, και όχι μόνο βέβαια.

Ο λόγος που το ξεχωρίζω ως ζήτημα είναι γιατί οι βιβλιοθηκονόμοι είναι καταρχάς καλοί σε αυτό που σπουδάζουν, δηλαδή στο να γνωρίζουν τι υπάρχει και να το κοινοποιούν στους χρήστες τους. Είναι καλοί δηλαδή στην παροχή πληροφοριών, όμως ακόμη και από τη θεωρία, αυτή η παροχή πληροφοριών περιέχει στοιχεία όχι μόνο ποσότητας αλλά και ποιότητας που επίσης έτσι κι αλλιώς διδάσκονται. Επομένως, μπορούμε να φανταστούμε πόσο πιο καλά θα κάνει τη δουλειά βιβλιοθηκονόμος που δουλεύει π.χ. σε δημόσια ή σε σχολική βιβλιοθήκη και αγαπά να διαβάζει λογοτεχνία ή ιστορία. Εξάλλου, έχει τονιστεί ο ιδιαίτερος, καθοριστικός και θεμελιώδης ρόλος των βιβλιοθηκονόμων στην καλλιέργεια της ανάγνωσης και του γραμματισμού γενικότερα. Όταν μάλιστα συζητείται έντονα ο ρόλος των βιβλιοθηκών στην εποχή μας, όπου το ζητούμενο από τις βιβλιοθήκες και τους βιβλιοθηκονόμους δεν είναι πλέον μόνο η παροχή πληροφοριών, αλλά και η συμβολή τους στη μάθηση, στην κοινωνική ένταξη και συμμετοχή, στην αλληλεγγύη.

Αλλά αυτό είναι μεγάλο, ξεχωριστό θέμα και ας είναι ένα από τα προς προβληματισμό. Άλλωστε, αυτό που κάνω εδώ δεν είναι άλλο από μια παράταξη συλλογισμών και προβληματισμών με αφορμή το βιβλίο του Νίκου.

Γυρνώντας λοιπόν στο βιβλίο, προσπάθησα να κωδικοποιήσω κάποια θέματα που αναπτύσσει και που για μένα θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν χωριστά ζητήματα για συζήτηση και προβληματισμό. Αυτό είναι και το πολύ ενδιαφέρον του βιβλίου, σε βάζει να σκεφτείς…

Καταρχάς χωρίζει το θέμα του σε δύο κύρια μέρη: Περί ανάγνωσης και περί αναγνωσμάτων και αναγνωστών. Ξεκινά με την εντύπωση από το «Χρονικό του κόσμου» του Ασίμοφ, με το οποίο ένιωσε το βάρος δεκαπέντε δισεκατομμυρίων ετών να τον συναρπάζει. Ήταν και το βιβλίο που τον κέντρισε να γράψει, μάλλον του έβαλε την ιδέα.

Ας δούμε λοιπόν ποια ζητήματα βάζει ο Νίκος, όπως τα διάβασα και τα ξεχώρισα βέβαια εγώ.

· Ο τίτλος του βιβλίου. Αναγκαιότητα του βιβλίου ή αναγκαιότητα της ανάγνωσης;

· Γιατί μανιφέστο; Όχι μόνο διακήρυξη θέσεων και πεποιθήσεων, λέει, αλλά και αγωνίας και προβληματισμού.

· Τι είναι ανάγνωση; Είναι «η δημιουργική αφομοίωση του πνευματικού έργου από τον αναγνώστη... Δεν εννοείται απλά το διάβασμα λέξεων… δεν είναι το ξεφύλλισμα ή μια μηχανική πράξη… είναι η προσωπική κατάδυση του αναγνώστη… μια βαθιά πνευματική πράξη, μια διεργασία κατανόησης και δημιουργικής αφομοίωσης…» 

· Μορφές ανάγνωσης. Χρησιμοποιεί έναν πρωτότυπο τρόπο να παρουσιάσει μορφές μέσα από πλειάδα επιθετικών προσδιορισμών.

· Ανάγνωση και χρόνος. Πώς διαφοροποιείται η ανάγνωση ανάλογα με την ηλικία του αναγνώστη, με το χρόνο δημιουργίας του έργου και με το χρόνο που επιτελείται η ανάγνωση.

· Ανάγνωση και επίδραση. Το μήνυμα του συγγραφέα, πώς προσλαμβάνεται και/ή πώς διαφοροποιείται από τον αναγνώστη, ποια η διάρκειά του.

· Ανάγνωση και απόλαυση. Το ταξίδι. Ένας χορός των αισθήσεων.

· Παιδικές αναγνώσεις. Ένα μοναδικά σπουδαίο θέμα.

· Περιθωριοποίηση λογοτεχνίας και γενικά γραμμάτων και τεχνών τα τελευταία χρόνια. (;) Περιορισμός ανθρωπιστικών σπουδών και προτίμηση υλικών απολαύσεων.

· Μαθητές και λογοτεχνία. Απαξίωση και περιφρονητική αντιμετώπιση. (;) 

· Γιατί να διαβάζουμε λογοτεχνία. «Μέσα στη λογοτεχνία άλλοτε κρύβονται και άλλοτε πασχίζουν να αποκαλυφθούν ιδέες, ήθη, προβληματισμοί, αγωνίες και αρετές παρατημένες στη λήθη. Η ανάγνωση μπορεί να αποτελέσει το σκαλιστήρι για να φυτευτούν τόσο στον αναγνώστη όσο και στη συλλογική συνείδηση δεξιότητες, αρετές και αξίες».

· Οι λογοτεχνικοί ήρωες και η επίδρασή τους στους ανθρώπους. (Εδώ θα μπορούσα να συμπληρώσω σε αυτά που αναφέρει π.χ. τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι που πολύ συχνά αναφέρεται ως το βιβλίο που πρέπει να διαβάσουν όσοι ηγούνται μικρών ή μεγάλων ομάδων, προσθέτοντας όμως εγώ και τον Ηγεμόνα του Πατριάρχη Φωτίου).

· Το βιβλίο-προϊόν.

· Η ανάγνωση σε έναν κόσμο που για όλα υπάρχει μια μονάδα μέτρησης και όλα κοστολογούνται για να θεωρούνται χρήσιμα. (Εδώ μου θυμίζει, για να κάνω εφαρμογή και σε αυτό που έχω ονομάσει «ντόμινο ανάγνωσης», τα βιβλία «Χειμώνας στον πολιτισμό» του Jean Clair και «Η χρησιμότητα του άχρηστου» του Nuccio Ordine).

· Συνομιλία του αναγνώστη με τον συγγραφέα.

· Μηχανισμός συνάντησης αναγνώστη με ανάγνωσμα. 

· Υπάρχουν αναγνώστες; Δεν έχουμε χρόνο για να διαβάσουμε, ακούμε συχνά.

· Αποσπάσματα και τσιτάτα. (Και πάλι να συμπληρώσω σε ό,τι γράφει με την έννοια της ημιμάθειας του Αντόρνο και της αμάθειας του Μισεά).

· Μπορεί η ανάγνωση να αλλάξει τον κόσμο;

Στους προβληματισμούς μας, θα ήθελα να παραβάλλω επίσης το βιβλίο του Νίκου με το βιβλίο του Ντανιέλ Πενάκ «Σαν ένα μυθιστόρημα», στο οποίο ο Γάλλος συγγραφέας παρουσιάζει και αναλύει τα δέκα δικαιώματα του αναγνώστη. Στο πρώτο, έχουμε την ανάγκη ν’ αγαπήσουμε το βιβλίο, να καλλιεργήσουμε την ανάγνωση προκειμένου να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι ή και να αλλάξουμε τον κόσμο. Στο δεύτερο, μάλλον έχουμε αντιληφθεί αυτή την αναγκαιότητα ως αυτονόητη (έννοια που την αναφέρει συχνά ο Νίκος) και πάμε παραπέρα, διατυπώνοντας την αξίωση και απαιτώντας να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά μας ως αναγνωστών/αναγνωστριών να μη διαβάζουμε, να πηδάμε σελίδες, να μην τελειώνουμε ένα βιβλίο, να ξαναδιαβάζουμε, να διαβάζουμε οτιδήποτε, να μπερδεύουμε το βιβλίο με την πραγματική ζωή, να διαβάζουμε οπουδήποτε, να τσαλαβουτάμε, να διαβάζουμε μεγαλόφωνα, να σωπαίνουμε. Υπό συζήτηση βέβαια όλα αυτά!

Ο Νίκος Σιδέρης ψάχνει να βρει απάντηση στο αν η ανάγνωση καλυτερεύει τον κόσμο, ο ίδιος έχει βαθιά πεποίθηση ότι μπορεί. Ειλικρινά, αν και διαβάζω και κατά βάθος το πιστεύω κι εγώ, μου έρχονται και εικόνες εποχών που μόνο αυτό δεν εξασφάλισαν άνθρωποι που είχαν την εξουσία, και που μολονότι διάβαζαν πολύ οι ίδιοι, δεν έφτιαξαν έναν καλύτερο κόσμο. Σίγουρα όμως συμβάλλει. Μπορεί και να τον αλλάζει.

«Πόσο καλύτερος θα ήταν αυτός ο κόσμος αν διαβάζαμε;…» αναρωτιέται ο Νίκος, αν κάθε παιδί είχε γνωριστεί με τον Τομ Σόγιερ, τη Χιονάτη, την Αλίκη, τον Αίσωπο … αν οι απανταχού υπεύθυνοι είχαν διαβάσει Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Θουκυδίδη, Σενέκα, Οβίδιο, Σαίξπηρ, Μολιέρο, Όστεν, Μπέκετ, Φιτζέραλντ, Ντίκενς (να σημειώσω εδώ ότι … ξέχασε Ρουσώ και Μοντεσκιέ τους οποίους όλοι τελευταία φαίνεται να γνωρίζουμε καλά, σημάδι της ημιμάθειάς ή και αμάθειάς μας).

Η εποχή μας, λέει, δεν υστερεί στα μέσα, αλλά στους στόχους. Να γίνω πρακτική εδώ και να το μεταφράσω ότι υστερούμε σε όραμα και σε πολιτική, εννοώ την ξεκάθαρα διατυπωμένη με αποστολή, σκοπό, στόχους, δυνατότητες και πρόγραμμα; Μήπως υστερούμε και στη βούληση; Μήπως και από άγνοια; Και να μιλήσω ξανά για το ΕΚΕΒΙ;

Ο Νίκος λέει πως γίνεται καλύτερος ο κόσμος, ομολογώντας στο τέλος ότι έτσι πιστεύει, ακόμη και αν τον πουν γραφικό ή έστω μόνο ρομαντικό. Σε κάθε περίπτωση, ας συμφωνήσουμε μαζί του ότι «η ανάγνωση συμφιλιώνει το παρελθόν με το παρόν και χτίζει γερά θεμέλια για το μέλλον». Μα μήπως είναι λίγο αυτό;

Να συγχαρώ άλλη μια φορά το Νίκο, να τον θαυμάσω ειλικρινά γι’ αυτά που έχει γράψει αλλά και γιατί μας κάνει κοινωνούς και συνοδοιπόρους στο όμορφο ταξίδι του. Και να του ευχηθώ καλή δύναμη και καλή συνέχεια σε όλα!"




Να ευχηθώ και από δω στο Νίκο καλή δύναμη και καλή συνέχεια. Και καλοτάξιδο το βιβλίο του!

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Ο "πιτόρε" Δημήτρης Κοκότσης στα χανιώτικα νεανικά περιοδικά τη δεκαετία του 1920


Το χανιώτικο περιοδικό "Δομένικος Θεοτοκόπουλος" είχε διαχειριστή το νεαρό Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο)


Στην προηγούμενη ανάρτηση, στο στιγμιότυπο που καταγράφει ο Μανόλης Κριαράς από την παραμονή του Γιάννη Ψυχάρη στα Χανιά, γίνεται αναφορά σε κάποιον "αρκετά γνωστό" Χανιώτη ζωγράφο. Ο φίλος Γιώργος Πιτσιτάκης μου έστειλε σε μήνυμα ότι "ο ζωγράφος (πιτόρε) που καταχέριασε ο Ψυχάρης ήταν ο σπουδαίος Δημήτρης Κοκότσης (έχει αγιογραφήσει τμήμα της Τριμάρτυρης)". Και μου έστειλε άρθρο του που είχε δημοσιεύσει στο 4ο τεύχος του χανιώτικου ηλεκτρονικού περιοδικού Κεδρισός πριν από ένα χρόνο. Το άρθρο είχε τίτλο "Ο Κ. Π. Καβάφης και ο Χανιώτης ζωγράφος Δημήτρης Κοκότσης στα χανιώτικα νεανικά περιοδικά την δεκαετία του 1920" και αναφέρεται στα περιοδικά "Αυγερινός" και "Δομένικος Θεοτοκόπουλος" και τα αφιερώματα που είχαν στον Κωνσταντίνο Καβάφη και στον Δημήτρη Κοκότση αντίστοιχα. Αντιγράφω εδώ απόσπασμα του άρθρου που αναφέρεται στον "πιτόρε" Κοκότση:


Ο Δημήτρης Κοκότσης στο ατελιέ του

Ο Δημήτριος Κοκότσης και ο «Δομένικος Θεοτοκόπουλος»

Ο Δημήτρης Κοκότσης (1894-1961) υπήρξε ένας σπουδαίος χανιώτης ζωγράφος στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα (5). Γεννημένος στον Άγ. Γεώργιο Κισάμου, έδειξε το ταλέντο του από μικρός και πρώτος του δάσκαλος στη ζωγραφική ήταν ο Κρητικός ζωγράφος Ιωάννης Σταυράκης. Το 1912, δεκαοχτάχρονος, κατατάχθηκε στον φοιτητικό λόχο Χανίων και τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος, στη μάχη του Μπιζανίου. Μετά τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, επιστρέφει στα Χανιά μετά το 1922 και συμμετέχει ενεργά στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της πόλης. Με περαιτέρω πνευματικό εφόδιο τη φοίτησή του στη φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών κάνει παρέα με τους νέους του Κρητικού Φιλολογικού Συλλόγου, τους πνευματικούς ανθρώπους και τους καλλιτέχνες της πόλης συμμετέχοντας στις συζητήσεις για τα φλέγοντα θέματα της εποχής όπως ο δημοτικισμός κ.ά. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που διηγείται ο Μανώλης Κριαράς στην αυτοβιογραφία του (6) όταν ο Ψυχάρης το 1925 επισκέφθηκε τα Χανιά:

«[…] Το βαπόρι που έφερε τον Ψυχάρη στα Χανιά είχε αγκυροβολήσει έξω από το λιμάνι, όπως γινόταν τότε και με βάρκα τον παραλάβαμε από το βαπόρι. […] Του κρατούσαμε συντροφιά στο ξενοδοχείο όπου τον εγκαταστήσαμε, φροντίσαμε για την ευχάριστη διαμονή του, συζητήσαμε πολλές φορές μαζί του για λογοτεχνικά πρόσωπα και πράγματα του τόπου μας, που τα αντιμετώπιζε με το δικό του πάθος και τη δική του αδιαλλαξία. […] Ποιοι ήμασταν εμείς που με συγκίνηση υποδεχτήκαμε τότε τον Ψυχάρη; Μερικοί φιλολογούντες νέοι των Χανίων: ο μουσικός Μανώλης Σκουλούδης, μεγαλύτερος μας, ο Γιώργος Σπυριδάκης, ο Πολυδεύκης Καλδής, ο Στέλιος Καψωμένος, αυτός που γράφει τις γραμμές τούτες και μερικοί άλλοι. Θυμούμαι και μια σκηνή από δείπνο που εμείς οι νέοι παραθέσαμε τότε σε παραλιακό κέντρο των Χανίων στον Ψυχάρη. Ένας από τους συνδαιτημόνες, ο χανιώτης ζωγράφος Δημήτρης Κοκοτσάκης, του είχε διατυπώσει κάποια ερώτηση που θύμωσε τον Ψυχάρη. Ο Δάσκαλος του απάντησε κοφτά και αποστομωτικά: “Τα πινέλα σου πιτόρε (ζωγράφε)!” Δεν ανεχόταν αντιρρήσεις ο Ψυχάρης […]».

Τον Δεκέμβρη του 1927, στο δεύτερο τεύχος του, το χανιώτικο νεανικό περιοδικό «Δομένικος Θεοτοκόπουλος» με διευθυντή τον ποιητή Σπύρο Παπαδαντώνη και διαχειριστή τον 16χρονο Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), εκτιμώντας το μέχρι τότε έργο του ταλαντούχου ζωγράφου, του έκανε ένα αφιέρωμα δημοσιεύοντας οκτώ πίνακές του, που τους συνόδευσε με ένα κείμενο που περιείχε βιογραφικά στοιχεία με άγνωστες λεπτομέρειες και εύστοχες επισημάνσεις, κρίσεις και σχόλια για τον ζωγράφο, τα έργα και την τέχνη του. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο το ανασύρουμε από την αφάνεια.

Ο Κοκότσης υπήρξε μαέστρος στις προσωπογραφίες, γι αυτό ήταν και ο μόνος ζωγράφος που ο Ελευθ. Βενιζέλος δέχτηκε να του ποζάρει για να φτιάξει το πορτραίτο του. Τα έργα του βέβαια τα πουλούσε για βιοπορισμό. Ένα απ’ αυτά, που φιλοτεχνήθηκε το 1923 και τυχαίνει να είναι μεταξύ των οκτώ που παρουσίασε ο «Δομένικος Θεοτοκόπουλος», το αγόρασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στην απαντητική – ευχαριστήρια επιστολή του, της οποίας η αρχή και το τέλος παρατίθεται ως εικόνα, ο Δημ. Κοκότσης γράφει: 

«Εν Χανίοις τη 22α Απριλίου Νοεμβρίου 1924. Προς Την Α. Εξοχότητα τον κ. Ελευθέριον Κ. Βενιζέλον. Κύριε Πρόεδρε, Σας υπερευχαριστώ δια την τιμήν και την υποστήριξιν, την οποίαν μου παρέχετε δια της αγοράς του υπό τον τίτλον «Les derniers jours des deux héros» (Οι τελευταίες μέρες δυο ηρώων) πίνακος, όπως μου γνωστοποιείτε δια της από 11 λήγοντος μηνός επιστολής του ιδιαιτέρου γραμματέως της Υ. Εξοχότητος. Μόλις έλαβα την επιστολήν ταύτην έγραψα εις την Πράγαν να αποσταλεί το ζητηθέν έργον προς Υμάς και ελπίζω εντός ολίγου, να έχετε τούτο, ώτε κ. Πρόεδρε, κανονίζετε, όπως σας είναι ευκολώτερον, την αποστολήν της τιμής του δια της Εθνικής ή της Τραπέζης Αθηνών. Το έργον δε αυτό είναι από τα πλέον αγαπημένα μου, διότι οι δύο Μάντακες οι οποίοι επόζαραν, με είχαν βαθύτατα συγκινήσει, περισσότερον δε ο Κοκόλης ο οποίος προ μηνών και απέθανε. Αισθάνομαι, κ. Πρόεδρε μεγάλην χαράν, που γίνεσθε Σεις κάτοχος τούτου, επειδή εις το δικό Σας σπίτι ταιριάζει να βρίσκονται, περισσότερο από κάθε άλλο, πίνακες με τέτοιες παραστάσεις. Πάντοτε δικός Σας Δ. Κοκότσης». 

Αφίσα με το Βενιζέλο, έργο Δ. Κοκότση (Πηγή: ΕΛΙΑ από Europeana)

Παρακάτω, ο Πιτσιτάκης παραθέτει το κείμενο του περιοδικού "Δομένικος Θεοτοκόπουλος" για τον Κοκότση:

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΤΣΗΣ

Δεν κρίνουμε άσκοπο να δώσουμε μαζί με τα έργα που δημοσιεύουμε στο παράρτημα του φυλλαδίου μας αυτό του Δημήτρη Κοκότση και μερικές σημειώσεις της ζωής και της δράσης του. Ο Κοκότσης γεννήθηκε στα Χανιά. Άρχισε να ιχνογραφεί αυτοδίδαχτος από παιδί έντεκα χρόνων ώσπου στα 1916 μπήκε στο Πολυτεχνείο στη Σχολή των Καλών Τεχνών της Αθήνας παίρνοντας την υποτροφία Σταθάτου. Απ’ εκεί βγήκε με δίπλωμα το 1923, αφού πήρε το Χρυσοβέργειο μετάλλιο και 4 φορές τ’ Αβερώφειο. 

Απ’ τα 1923 ως τα 1926 έμεινε καθηγητής των τεχνικών μαθημάτων σε Γυμνάσιο στα Χανιά. Το 1924 έστειλε το σχεδιαγράφημα «Εργάτης δημιουργός» για την διεθνή πανήγυρη της Πράγας, η οποία δέχτηκε και 25 πίνακές του απ’ τη ζωή του τόπου του («οι τελευταίες μέρες δύο ηρώων»). Τα 1925 έλαβε μέρος με επιτυχία στην Πανελλήνια έκθεση των Αθηνών. Αργότερα συμμετείχε στην διεθνή έκθεση της Βενετίας με το έργο του «Το λιοτριβειό». Το έργο αυτό ήταν το μόνο π’ αντιπροσώπευσε την Ελλάδα, από πολλά που εστάλθηκαν χωρίς να γίνουν δεκτά. Τον ίδιο χρόνο άνοιξε στην Αθήνα δική του έκθεση («Αυράρης», «Γυροκόμος»). 

Έπειτα απ’ αυτή ξαναπήρε την υποτροφία Σταθάτου για την Ευρώπη κι έφυγε για το Παρίσι. Στο Παρίσι βραβεύτηκε απ’ την ακαδημία Jullian μέσα σε πολλούς εκθέτες. Τον περασμένο Μάρτη παρουσίασε νέα έκθεσή του στη Γκαλερί Lorencou («Καπνιστής ναργιλέ», «Ονειροπόλημα», «Κόρη στη βρύση», «Γέρος»). Κατόπι το Salon de la Nationale δέχτηκε 2 πίνακ;eς του και στην έκθεση της Ντωβίλ τον περασμένο Αύγουστο του ζητήθηκαν 2 έργα του. Τέλος και στο Salon des Hellenesαντιπροσώπεψε την τέχνη του με πίνακές του. Τώρα ετοιμάζεται να περιοδέψει στην Ισπανία. Αυτή είναι ως τώρα η δράση του ζωγράφου μας. Από επιτυχία σ’ επιτυχία. 

Ο Κοκότσης αντίς ν’ ακολουθήσει τις παρακινδυνευμένες μοντέρνες τεχνοτροπίες της ζωγραφικής προτίμησε κλασικός ν’ αφήσει την ψυχή του να διερευνήσει μέσα στον τόσο καλλιτεχνικό, το πλούσιο υλικό της Κρητικής ζωής, π’ ακόμα στις ρίζες ψηλά μένει αγνή κι ανέπαφη απ’ τη σύγκαιρη πρόοδο διατηρώντας το δικό της χαρακτήρα και της Όμορφης φύσης του νησιού μας. 

Προικισμένος με μια οξεία παρατηρητικότητα κι ένα σπάνιο συναίστημα της πλαστικότητας και του φωτός κατορθώνει κάθε τι που του κινά την εντύπωση και το ζωγραφίζει, να το περιβάλλει μέσ’ σε μια ατμόσφαιρα τέλεια αισθητική. Εδώ θα δείτε μια σκηνή απ’ τη χωριάτικη δουλειά: Πώς αλέθουν τις ελιές π.χ. στο Λιοτριβειό, έπειτα πως φτιάνουν το τυρί στη Μαδάρα. Εκεί ένα τύπο αντιπροσωπευτικό, του γέρου που καπνίζει μ’ όλη την ανατολίτικη νωχέλεια το ναργιλέ του ή το λυράρη που με το δοξάρι του μεθάει την ψυχή των πανηγυριωτών. Αλλού μια χωριατοπούλα να πηγαίνει μ’ όλη τη σεμνότη στη βρύση με τη λαγήνα στον ώμο, κι αλλού την αρραβωνιαστικιά σκυμμένη πάνω στη προίκα της, στον αργαλειό να ονειροπολεί. 

Ο Κοκότσης είναι ο εξαιρετικά κι ιδιαίτερα Κρητικός ζωγράφος. Η αποκάλυψη του ταλέντου αυτού στο Παρίσι στις εκθέσεις του που μετέφερε όλες τις ομορφιές και τις ιδιοτυπίες της Κρητικής ζωής χαιρετίστηκε απ’ τα πιο διαλεχτά Γαλλικά περιοδικά και διακριμένους κριτικούς και καθηγητές, ως ο διευθυντής της Ακαδημίας Zullian

Ακόμα ο Κοκότσης κρίνεται κι ως ένας δυνατός και μετρημένος πορτρετίστας. Ιδίως κάποια έργα του σαν το «Ονειροπόλημα» και ο «Καπνιστής Ναργιλέ» θεωρούνται ως αληθινά έργα μαιτρ. Μπορούμε να προσθέσουμε πως τα νέα του έργα τον καιρό αυτό, που κατέβηκε απ’ την Ευρώπη κι ύστερα από περιοδεία του σ’ όλη την Αγροτική Κρήτη, λογαριάζονται πολύ ανώτερα απ’ τα παλιά. Τα περισσότερα είναι πορτραίτα. 

Ο «Δομένικος Θεοτοκόπουλος» λογιάζεται ευτυχισμένος που δίνει σήμερα μέσα στις άλλες και την συνεργασία του Κοκότση. Η Κρήτη και με χώριο καμάρι βλέπουμε και η δυτική, δείχνει, πως δε θα μείνει χωρίς συνεχιστές το έργο κάποιων άλλων τέκνων της.

Η μητέρα του Κοκότση (Πηγή: Κίσσαμος-Κίσαμος)
Η Ζωζώ Σαπουντζάκη όπως την είδε ο Κοκότσης το 1958 (Πηγή: Περιοδικό "Οδός Θ'", τεύχος 1, 2001)
Ο Ελευέριος Βενιζέλος από τον Κοκότση (Πηγή: Πανδέκτης ΕΚΤ μέσω Europeana)
Δυο Κρητικοί γέροντες, οι Λακκιώτες Μάρκος και Κοκκόλης Μάντακες,  έργο Δ.Κοκότση (Πηγή: Αρχείο Ιδρ. Βενιζέλου)
Άλλο ένα ντόμινο λοιπόν κι ευχαριστώ γι' αυτό το φίλο Γιώργο Πιτσιτάκη.