Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πέτσα Βασιλική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πέτσα Βασιλική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Όταν γράφει το μολύβι, της Βασιλικής Πέτσα: πολιτική βία και πολιτισμική μνήμη στη λογοτεχνία



Πολιτική βία, δικτατορία, μεταπολίτευση, Μάης του '68, αριστερά, άκρα αριστερά, ένοπλη βία, αντικαθεστωτικές οργανώσεις, Ιταλία, Ελλάδα, μνήμη, συλλογική μνήμη, ιστορική μνήμη, επικοινωνιακή μνήμη, πολιτισμική μνήμη, λογοτεχνία, ιταλική πεζογραφία, ελληνική πεζογραφία. Τόσες κι άλλες τόσες οι λέξεις-κλειδιά που θα 'πρεπε να δώσω για μια κατά το δυνατόν πλήρη τεκμηρίωση του βιβλίου της Βασιλικής Πέτσα με τίτλο "Όταν γράφει το μολύβι: πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία" (Πόλις, 2016).

Η συγγραφέας εστιάζει στη λογοτεχνική αναπαράσταση της πολιτικής βίας στην Ελλάδα και στην Ιταλία, καταλήγοντας στη συγκριτική αποτίμησή τους με λογοτεχνικές και ευρύτερα πολιτισμικές παρατηρήσεις. Δεδομένου ότι το βιβλίο βασίζεται στη διδακτορική της διατριβή, περιέχει ενδελεχή μελέτη του φαινομένου της πολιτικής βίας όπως εκδηλώθηκε στις δύο χώρες και, κυρίως, όπως αποτυπώθηκε στη μνήμη και στη συμπεριφορά του κόσμου και εκφράστηκε στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία. Η έρευνα, λόγω του εύρους και των αποκλίσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, περιορίζεται στη δράση ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων και που στην περίπτωση της Ελλάδας έδρασαν στη διάρκεια της δικτατορίας. 

Στο πλαίσιο εννοιολογικής διερεύνησης της πολιτικής βίας, παρατηρεί ότι υπάρχει νοηματική ευρύτητα και πολυσημία, με αποτέλεσμα τη δυσκολία διατύπωσης οριστικού, ευρέως αποδεκτού, προσδιορισμού της έννοιας. Παρατηρεί, επίσης, ότι οι φορείς («από το Κέντρο ως την άκρα Αριστερά») που άσκησαν ένοπλη πολιτική βία στην Ελλάδα στη διάρκεια της δικτατορίας (ενάντιά της) ονομάστηκαν «αντικαθεστωτικές ένοπλες οργανώσεις», ενώ αντίστοιχα οι οργανώσεις με μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία μετά τη μεταπολίτευση ονομάστηκαν «ένοπλες ακροαριστερές οργανώσεις». 

Σημειώνει ότι η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή με αναφορά στο θέμα της πολιτικής βίας είναι περιορισμένη και ότι, ανεξάρτητα από την όποια λογοτεχνική του αξία, κανένα έργο δεν έχει καθιερωθεί στη συλλογική συνείδηση ως μείζον, το αποδίδει δε αυτό «στην έλλειψη συναινετικών αφηγήσεων του ιστορικού, πολιτικού, κοινωνικού και ευρύτερα δημόσιου λόγου για το φαινόμενο». 

Και συνεχίζει: 

«Επιπλέον, αν στην Ιταλία και τη Γερμανία αφθονούν οι μαρτυρίες, οι ημερολογιακές καταγραφές, οι εκτενείς συνεντεύξεις, οι αυτοβιογραφίες και τα χρονικά από πρώην μέλη ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων και από συγγενείς των θυμάτων, στην Ελλάδα, παρά την ύπαρξη ενός εκτεταμένου καταλόγου ανθρώπινων απωλειών, οι σποραδικές αντίστοιχες εκδόσεις δεν συγκροτούν ένα συνεκτικό corpus.»

Συγκρίνει με το μυθιστόρημα του εμφυλίου, στο οποίο, όπως λέει, η αφήγηση δικαιώνει τις πολιτικές επιλογές της κάθε πλευράς, ενώ «στο μυθιστόρημα της αντιδικτατορικής και μεταπολιτευτικής πολιτικής βίας δεν επιδιώκεται ιδεολογική απενοχοποίηση ή post hoc δικαίωση, αλλά διερευνώνται τα όρια της δυνατότητας ταυτοτικού επαναπροσδιορισμού του υποκειμένου στο παρόν...» 

Αναλύει με λεπτομέρειες έργα των Δημήτρη Νόλλα, Αλέξη Πανσέληνου, Νένης Ευθυμιάδη, Άρη Μαραγκόπουλου, Τάσου Δαρβέρη και άλλων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι κανένα έργο δεν καταλαμβάνει ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτισμικής μνήμης για την ένοπλη βία. Έχει κάποια ενδιαφέροντα παραθέματα σχετικά με το συμπέρασμα αυτό, όπως 

ένα του Ίταλο Καλβίνο «η επιρροή της ιστορίας στη λογοτεχνία είναι έμμεση, αργή και συχνά διφορούμενη και πολλά μεγάλα ιστορικά γεγονότα πέρασαν χωρίς να εμπνεύσουν κανένα σπουδαίο μυθιστόρημα» 

και άλλο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «λένε ότι το αίμα νερό δεν γίνεται – πώς να γίνει μελάνι;»

Το θεωρητικό πλαίσιο διερευνάται αναλυτικά χρησιμοποιώντας ποικίλες πηγές με ιδιαίτερα συχνές αναφορές στον Άγγλο θεωρητικό Τέρυ Ίγκλετον. Εξίσου πολύ ενδιαφέρον στο θεωρητικό επίπεδο είναι το επίμετρο, στο οποίο η συγγραφέας ασχολείται, ανάμεσα στα άλλα, με τις «στοχαστικές διερευνήσεις της πολιτικής βίας» όπως προσλαμβάνεται από την Άρεντ, τον Μπένγιαμιν, τον Καμύ και τον Σαρτρ. (Θα ήθελα εδώ να σημειώσω μάλιστα ότι για τον Καμύ αναφέρεται στον «Επαναστατημένο άνθρωπο» που το έχω διαβάσει εδώ και χρόνια, αλλά θα ήθελα να ξεφυλλίσω και πάλι με βάση τη δική της ανάλυση και τις αναφορές της στις αντιθέσεις με τον Σαρτρ). 

Τέλος, ενδιαφέρον έχει η εννοιολόγηση της πολιτισμικής μνήμης που τη διακρίνει από την επικοινωνιακή, στο ότι η δεύτερη είναι «ενσαρκωμένη, βιωμένη και σωματικά μεταδόσιμη, με δίαυλο κυρίως την οικογένεια», ενώ η πρώτη «προκύπτει από τη θεσμοποίηση και την υλικοποίηση της επικοινωνιακής μνήμης στο πλαίσιο της πολιτιστικής παραγωγής ή τελετουργιών». Η λογοτεχνία, γράφει, για την παραγωγή και τη λειτουργία της πολιτισμικής μνήμης αποτελεί μέσο ενθύμισης, αντικείμενο ενθύμισης και μέσο παρατήρησης του τρόπου με τον οποίο παράγεται η πολιτισμική μνήμη. 

Εδώ θα σταματήσω, προφανώς, δεν είναι δυνατόν και δεν είμαι σε θέση να αναλύσω το θέμα του βιβλίου θεωρητικά, σίγουρα όμως η ανάγνωσή του και από μη ειδικούς στο αντικείμενο της θεωρίας της λογοτεχνίας, αν και καθόλου εύκολη, δίνει τροφή για σκέψεις: για την πολιτική βία, για την ένοπλη βία, για τους φορείς ένοπλης βίας, για τη σχέση της Αριστεράς με την πολιτική βία, για τη σχέση της λογοτεχνίας με την ιστορία, για την πολιτισμική μνήμη, για την καταγραφή και την πρόσληψη της μνήμης... 

Και σταματώ. Πάντως, έχω να σημειώσω ότι η μνήμη, η ιστορική μνήμη, απασχολεί τη συγγραφέα και στα λογοτεχνικά έργα της, σε αυτά τα τρία πρώτα της τουλάχιστον (είχα γράψει εδώ), υποθέτω κάτι αντίστοιχο θα βρούμε και στο καινούριο της που πρόσφατα κυκλοφόρησε (Το δέντρο της υπακοής, Πόλις, 2018).

Σημείωση 

Το βιβλίο περιέχει πλούσια βιβλιογραφία με αναφορές από βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, ηλεκτρονικές πηγές κ.ά., ενώ συχνά χρησιμοποιεί στοιχεία με αποσπάσματα ή άλλα υλικά από τη δίκη της 17 Νοέμβρη (όσον αφορά την ελληνική περίπτωση), με την οποία ασχολείται εκτενώς προκειμένου να καταγράψει τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά της. Μια παρατήρηση θα είχα να κάνω για την παρουσίαση της βιβλιογραφίας. Είναι χωρισμένη σε ενότητες ανάλογα με την κατηγορία των πηγών, με αποτέλεσμα, εάν ο αναγνώστης θέλει να προστρέξει στη σχετική βιβλιογραφική αναφορά, να πρέπει ψάχνει σε όλες τις επιμέρους ενότητες (βιβλία και μελέτες, άρθρα, τύπος κτλ.) προκειμένου να εντοπίσει τη σχετική. 

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Αληθινές ιστορίες για καθημερινούς ανθρώπους και η Θεσσαλία στο επίκεντρο από τη Βασιλική Πέτσα





Ποιο ρόλο μπορεί να έχουν ο κόρακας, οι σκύλοι, το φίδι, το άλογο ή το αρνί σε μια συλλογή διηγημάτων; Και πώς μπορεί ο Σολωμός, ο Μαγιακόφσκι, ακόμη ακόμη και η Παλαιά Διαθήκη να εμπνεύσουν τέτοια διηγήματα; 

Αυτό κάνει  η Βασιλική Πέτσα στο τελευταίο της βιβλίο,  μια συλλογή τεσσάρων διηγημάτων με τίτλο "Μόνο το αρνί". Ο τίτλος  είναι εμπνευσμένος, όπως σημειώνει η συγγραφέας, από το ποίημα του Διον. Σολωμού "Ο θάνατος της ορφανής", όπου

"κανείς δεν την ακλούθαε πάρεξ το αρνί μονάχο"

ιδέα που χρησιμοποιεί και στο τελευταίο διήγημα ως κατακλειδα: "Μόνο τ' αρνιά βοσκούσανε αμέριμνα, ανέγγιχτα απ' των ανθρώπων τις χαρές, μα και τις λύπες". Το διήγημα αυτό έχει τίτλο "Άνθρωποι και σκύλοι" (που σε μένα θύμισε και λίγο το "Άνθρωποι και ποντίκια" του Τζων Στάινμπεκ).

Εξάλλου, όπως η ίδια σημειώνει, και οι τίτλοι δύο διηγημάτων είναι εμπνευσμένοι από άλλα διαβάσματα. Συγκεκριμένα, ο τίτλος "Ο κόραξ εξελθών" είναι από την Παλαιά Διαθήκη, και συγκεκριμένα από τη Γένεση, το κεφάλαιο για το τέλος του κατακλυσμού, όπου έστειλε ο Νώε τον κόρακα έξω από την κιβωτό να δει αν σταμάτησε το νερό, και που ποτέ δεν ξαναγύρισε

"καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ· 
καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς"

Το διήγημα αυτό, γραμμένο στη ντοπιολαλιά της γενέτειράς της, της Καρδίτσας, μπορεί να δυσκολέψει στην κατανόηση λόγω της γλώσσας, δείχνει όμως εντυπωσιακή γνώση της  συγγραφέα, τόσο για το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, αλλά και για την ιστορία του τόπου και μάλιστα την περίοδο της κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, όπου στα μέρη της το φορτίο της Ιστορίας εκείνης της εποχής είναι ιδιαίτερα βαρύ. Είναι μια συγκινητική ιστορία και παράλληλα μια καταγραφή των καταστάσεων και των αισθημάτων που πρωταγωνιστούσαν την περίοδο εκείνη στα μέρη της Καρδίτσας  (και όχι μόνο βέβαια, θα έλεγα στην ηπειρωτική Ελλάδα περισσότερο).

"... Τι μ' ένοιαζε, σι λέω ιγώ, τι σημασία να 'χει, στου μήνα τ'σ δεακαοχτώ ή τ'ς εικοσιμία, Παλαιοκαρυά μεριά ή στης Βλαχοκρανιάς τα μέρη αν τον βρήκε το κακό, κι ούτε που ψάξαμε μετά να ιδούμε ποια η αλήθεια, για πάντα απόυ τον έχανάμαν και κατά τον Άδη απού τραβούσε, νιρό μας είπαν που σταμάτ'σε να πιει σε δροσερή βρυσούλα, το στόμα τ' να βράξει μια στιγμή γι' αναπαμό, απού 'ταν και γλυκός καιρός, και λέω για παρηγοριά, θε ν' άν'ξε λίγο η καρδιά τ', το χωριό τ' να θ'μήθ'κε και τη ρεματιά που θα φουντώναν τα πλατάνια τ'σ, χαρά Θεού η άν'ξη το χρόνο εκείνο κι άκαφτα τα παλούκια σαν μπήκε ο Μάης..."

Το δεύτερο διήγημα έχει τον τίτλο "Ο καθένας άλογο", εμπνευσμένο από το ποίημα του Μαγιακόφσκι "Δείχτε συμπάθεια στ' αλογα" (μετάφραση Μήτσου Αλεξανδρόπουλου).

«...
Άλογο, μη!
Άλογο, ακούστε με:
Τάχα χειρότερο είσαι από δαύτους;
Άκου, παιδί μου,
από λίγο λίγο
άλογα είμαστε όλοι μας
άλογα - ο καθένας με την αναλογία του...»

Και να πώς τελειώνει το διήγημα:

"... Η Ρηνιώ απλώνει το χέρι της προς τη μουσούδα του αλόγου, το υψώνει αργά, στο άλλο κρατά ένα γυαλιστερό χαρτάκι. Το ζώο δεν αντιδρά, την αγνοεί, έπειτα σκύβει και, καθώς καταπίνει τη ζαχαρίτσα, γλείφει απαλά το χέρι της. Η Ρηνιώ έχει αφήσει το χαρτάκι να πέσει στο χώμα και με το άλλο χέρι χαϊδεύει τις μαυριδερές, σκληρές τούφες του αλόγου."

Τέλος, το τρίτο διήγημα της συλλογής έχει τον τίτλο "Φίδι στον κόρφο":

"...Ηρέμησε, μαϊμού, κι άλλο θα χορέψεις, θα σου βαρέσουν κι άλλα νταούλια για να κουνηθείς, δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα, έπαιζε το φίδι, σε κορόιδευε, νά το, δες, ξεμακραίνει στη φωλιά του..."

Δεν αποκαλύπτω τις ιστορίες γιατί αξίζουν να διαβαστούν, έχω όμως να σημειώσω ότι και στα τέσσερα διηγήματα βρίσκεις να ξεδιπλώνεται η ζωή στα θεσσαλικά χωριά, από τον πόλεμο μέχρι τη μεταπολίτευση, με φανερά τα σημάδια από τη φτώχεια, τις δυσκολίες, τις συγκρούσεις, τα κυνηγητά, τα αδιέξοδα, τις μοναξιές, Εικόνες, που όσο κι αν νομίζονται μακρινές, φανταστικές, άλλο τόσο είναι  αληθινές, 



Αλλά και στο πρώτο της βιβλίο, τη νουβέλα "Θυμάμαι", είχα εντυπωσιαστεί με το ιδιαίτερο στυλ γραφής στο δέσιμο της πλοκής. Κάθε κεφάλαιο αφηγείται τη συνέχεια της ιστορίας από το σημείο που την άφησε στο προηγούμενο, αλλά από την πλευρά ενός διαφορετικού ήρωα της ιστορίας. Έτσι, διατηρώντας για όλα τα πρόσωπα πρωταγωνιστικό, αλλά και διακριτό ρόλο, εξετάζει τις διαφορετικές οπτικές και εν τέλει κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση αναμένοντας την αιτία και την εξέλιξη των συμβάντων. Και σε αυτό το βιβλίο, είχα επίσης σημειώσει τις πολλές της αναφορές στην ελληνική ιστορία, κυρίως από τη δεκαετία του '40, με πηγή και πάλι τα μέρη της Καρδίτσας.

".... Με βαθύ κόκκινο, ο τοίχος έγραφε "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ", με κεφαλαία, έγερναν τα γράμματα, κατηφορίζανε, το "Α" είχε φτάσει σχεδόν στο πάτωμα. Ένα κόκκινο βαθύ, ίδιο με το ηλιοβασίλεμα που χαζεύαμε στο κατάστρωμα, στο καράβι της επιστροφής, αγκαλιασμένοι και σιωπηλοί. Γύρισα τη στρόφιγγα, το νερό ξεπήδησε με ορμή. Τα γράμματα κύλησαν σε στάλες προς το πάτωμα, χάθηκαν. Ένιωσα σαν να κατέστρεφα έργο τέχνης..."

Και στα δύο βιβλία που διάβασα, έχει απλές, καθημερινές ιστορίες, γραμμένες με πολλή τρυφερότητα, με πολλή ευαισθησία, με όμορφες, λεπτομερείς περιγραφές απλών πραγμάτων και απλών ανθρώπων. Η Καρδίτσα και όλη η Θεσσαλία σε πρώτο πλάνο. Η Ιστορία παντού, και οι συνέπειές της. Νιώθεις ότι καταγράφει τις ιστορίες που άκουγε από τον παπού ή τη γιαγιά, τις ιστορίες που έρχονται από την κατοχή και τον εμφύλιο, κυρίως τον εμφύλιο. Η Βασιλική Πέτσα είναι νέα, έχει ταλέντο, έχει έμπνευση, δείχνει να κατέχει τα εργαλεία γραφής και να τα χρησιμοποιεί ποικιλοτρόπως και πρωτότυπα. Αξίζει να διαβάζεται.