Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τρουλλινού Νίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τρουλλινού Νίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Οδός Σόλωνος, της Νίκης Τρουλλινού: οδός ονείρων ή και χαμένων προσδοκιών;

Από ένα οδοιπορικό στη Σόλωνος και στους γύρω δρόμους των Εξαρχείων και της Νεάπολης, γυρνώντας πίσω στους δρόμους της γενέθλιας πόλης, στα Χανιά, και ύστερα για λίγο στους δρόμους της δεύτερης αγαπημένης πόλης, στο Ηράκλειο, η Νίκη Τρουλλινού ξεδιπλώνει μνήμες πίσω μπρος, από τη δικτατορία, τη Νομική και το Πολυτεχνείο, γυρίζει πιο πίσω και πιο πίσω και πάλι μπροστά και φτάνει μέχρι το σήμερα. Πρόκειται για το πιο πρόσφατο βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού με τίτλο «Οδός Σόλωνος» (εκδ. Ποταμός, 2024), όπου σκιαγραφεί μέσα από 18 διηγήματα, όπως τα ονομάζει εκείνη, ιστορίες θα έλεγα εγώ, το οδοιπορικό στους τόπους και στα χρόνια. Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, γράφοντας έναν εξαιρετικό πρόλογο και με τα εργαλεία του ιστορικού που χρησιμοποιεί ο ίδιος,  αναγνωρίζει πως την εποχή εκείνη «μια άλλη εξίσου σημαντική διαδρομή λάμβανε χώρα, μια διαδρομή που οι σταθμοί της σχετίζονταν με ένα σύνολο κοινωνικών αντιλήψεων και πρακτικών». Τέτοιες εικόνες μας δίνει η Νίκη Τρουλλινού στο βιβλίο της.

Θυμίζεται πρόσωπα και γεγονότα, καταγράφει προσωπικές στιγμές, δεν νοσταλγεί ή μπορεί και να νοσταλγεί, εγώ ένιωσα κι έτσι, μια κι έχουμε ίδιες περίπου καταβολές και παρόμοιες εμπειρίες, ίδια γενέθλια πόλη, γνωστά και οικεία πρόσωπα περνούν από μπροστά μου καθώς γυρίζω τις σελίδες ή φαντάζομαι μην είναι ο τάδε και η δείνα...

Δεν ωραιοποιεί, δεν καταγγέλλει· καταγράφει, αστειεύεται, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται· περιγράφει την τοπογραφία μιας μεγάλης, ιστορικής γειτονιάς στο κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στα εμβληματικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, το Μετσόβιο και το Καποδιστριακό, και αποτυπώνει μια εποχή. Κατηφορίζει στα Χανιά, μιλά για τις δυο συνοικίες της πόλης, τις Κόκκινες Μόσχες, τη Νέα Χώρα και τη Σπλάντζια, αναφέρει ονόματα και περιγράφει στιγμές. Κι εγώ θυμίζομαι κείνα τα χρόνια, τον επαναστατικό ενθουσιασμό και τις τρέλες της νεαρής ηλικίας. Εδώ στέκω περισσότερο στα Χανιά, ίσως από δική μου ανάγκη και νοσταλγία, μα όλες οι εικόνες και κυρίως αυτές γύρω από τη Σόλωνος είναι ίσως και οι πιο συνταρακτικές, οι πιο εμβληματικές εκείνων των χρόνων. 

Ανάκατες μνήμες, δεν προλαβαίνουν να σταθούν, λες κι η μια βιάζεται να περάσει μιαν άλλη, κάποια ονόματα βγαίνουν μπροστά, σαν το Βασίλη το Φθενάκη, πάντα γελαστό και πειραχτήρι, τους δυο Μήτσους (πώς δεν σκοτωθήκαμε κείνο το βράδυ που πήγαμε μαζί 6-7 άτομα νύχτα με ένα αυτοκίνητο στις Βουκολιές (κόκκινο χωριό κι αυτό τότε), τον Αντώνη τον Μπαλωμενάκη, το Μανώλη, τη Μαρία· θυμίζομαι το σύλλογο της Ξαστεριάς στα Χανιά και τη Φοιτητική Ένωση Κρητών στο Παγκράτι, το φροντιστήριο του Μπάτση με τον χημικό Θόδωρο Ξενάκη και τον φυσικό Γιάννη Παπαδομανωλάκη  και κείνο το βράδυ, ήταν Φλεβάρης του '73 κι εγώ στην Στ' Γυμνασίου, ακούγαμε ψιθυριστά τα νέα της Νομικής, τα νέα της Καρυστιάνη που την είχαμε ηρωίδα και πρότυπο· θυμίζομαι τους χορούς και τα πανηγύρια στο φροντιστήριο της Αλέκας (η Αλέκα Μαρκογιαννάκη ήταν φιλόλογος, πολύ δραστήρια έως επαναστάτρια στα μάτια μας τότε, αργότερα ενεργοποιήθηκε στην πολιτική με το ΠΑΣΟΚ και ήταν αυτή που ως νομάρχισσα Ηλείας γκρέμισε αυθαίρετα κτίσματα στις παραθαλάσσιες περιοχές του νομού). 

Η Τρουλλινού γράφει για τα σχολεία της Κοραή απέναντι από το Στάδιο, γράφει για την Αμπελά τη φιλόλογο του Α' Θηλέων (άραγε είναι η ίδια που μας έκανε Γαλλικά στο Β' Θηλέων;), γράφει για τον αρχαιολόγο "κύριο Γιάννη" κι εγώ υποθέτω αναφέρεται στον επιφανή αρχαιολόγο Γιάννη Τζεδάκη και τότε θυμίζομαι την κυρία Τζεδάκη, τη φιλόλογο που μας έμαθε για την «πόλη-κράτος», γράφει για τη μουσικό, για το Ωδείο της πόλης (όπου μάθαινα κι εγώ κιθάρα για ένα διάστημα), για τη γυμνάστρια και τα πηδήματα στο εφαλτήριο και μου θύμισε που εγώ μόλις κατάφερνα να καθίσω στο εφαλτήριο, ποτέ δεν έφτανα στην άλλη μεριά, για τις επιδείξεις στο τέλος του χρόνου στο σχολείο, για τα σορτς και τις κοντές φούστες, κι εγώ θυμάμαι τον παιδονόμο που γύριζε στην πόλη μ' ένα ποδήλατο μπας και τσακώσει την παρανομία... 

Γράφει και για το «Ολύμπια», τον κινηματογράφο, κλειστός από χρόνια ήταν, τα 'μαθες Νίκη τα τελευταία νέα; τον γκρέμισαν πριν είκοσι μέρες, και οι πληροφορίες λένε ότι «θα ανεγερθεί νέα οικοδομή με μικρά διαμερίσματα, βασισμένη στις σύγχρονες ανάγκες για μίσθωση τουριστική ή κατοικίας» (η βαριά βιομηχανία μας, ο τουρισμός και θεός μας, τα φράγκα). 

Σε κάποιες σελίδες μου θυμίζει κάτι από την Αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα, εκείνη κατέγραψε τη γενιά του 60 και του 114, η Τρουλλινού πήγε λίγο παραπέρα κι έφτασε στη γενιά της δικτατορίας και του Πολυτεχνείου. 

Απεγνωσμένα σχεδόν, ρίχνανε γέφυρες πάνω από χάσματα που ήταν εκεί ορθάνοιχτα μπροστά τους, γέφυρες σαθρές, που στο πέσιμό τους έκαναν έναν υπόκωφο λίγο στριγκό ήχο, δεν τον άκουγαν; Τι κάνει ο ένας κι ο άλλος; Ποιος διορίστηκε στο Δημόσιο, ποιος έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, πόσους εραστές μάζεψε η όμορφη γιατρέσσα του έτους. [...] Ο Κούντερα παίρνει το αίμα του πίσω, σκέφτηκε. [...] Και τα χρόνια σωστά τα 'χε μετρήσει: τόσα στη δικτατορία, τόσα στις νόμιμες συνεδριάσεις, τόσα στη φθορά - ποια απ' όλες - και την αυταπάτη. Και το τέλος της αυταπάτης. Να' χαμε ακόμα λίγη. 

[...]

Υποθέτει ότι δεν θέλεις να δει την ταπεινή σου κατοικία με τους κήπους και την πισίνα. Και τη Γεωργία να επιθεωρεί τους ακριβούς καναπέδες διά χειρός Βαράγκη και να επιβλέπει τον Αλβανό κηπουρό. «Μην πατήσεις το χαλί, χρυσό μου, είναι Μπουχάρα» φέρεται να είπε στη Γιάννα 

Ζωγραφίζει με τη δική της παλέτα, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς βερμπαλισμούς και ηρωισμούς, μια εποχή και μια γενιά. Και κάποτε ο σαρκασμός βγάζει απογοήτευση και πίκρα, πίκρα άραγε μόνο για κείνο το ζόφο που  κυρίευε κι έπνιγε τη χώρα και τους ανθρώπους της, ή και πίκρα για το μετά, για το σήμερα, για την κληρονομιά στις γενιές που ακολούθησαν. Κι εμείς αναρωτιόμαστε: ήταν ηρωική εκείνη η εποχή; Ήταν ξεχωριστή εκείνη η γενιά;

Ας παραθέσω καλύτερα λίγα λόγια της ίδιας της συγγραφέα:

Οδός Σόλωνος, οδός ονείρων συλλογικών και ατομικών. Οδός διαδηλώσεων, ερώτων, χαφιέδων, χαμένων προσδοκιών. Μυστικά και βλέμματα, αγγίγματα βιαστικά και καφές στο κυλικείο. Πεταμένα τσιγάρα, παλιά βιβλία, γέλια και ελπίδες. Όταν βρέχει γλιστρούν οι σπασμένες πλάκες στα πεζοδρόμιά της, φοβάσαι μην πέσεις, μεγάλωσες πια, τι κάνω εδώ πάλι; αναρωτιέσαι. Αλλά είσαι εδώ, στην οδό Σόλωνος, χαμογελώντας: ωραία ήταν, λες, και αφήνεις τις ματαιώσεις να παρασυρθούν με τα βρομόνερα και τ' αποτσίγαρα στα ρείθρα του δρόμου. "Είμαστε τυχερή γενιά", ακούς καθαρά μέσα σου. 

Το ερωτηματικό στον τίτλο της ανάρτησης είναι δικό μου. Η συγγραφέας ακούει καθαρά μέσα της και καταλήγει πως ανήκει σε «τυχερή γενιά». Μπορεί νάναι κι έτσι. Μπορεί να μην δώσαμε να το καταλάβουν οι επόμενες γενιές, τα παιδιά μας. Μπορεί...

Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί, για την ήρεμη ματιά στους χρόνους εκείνους, για το καταστάλαγμα που φέρνει ο μισός και πάνω αιώνας από τότε, για τους τόπους που έχουν την ιστορία τους και την ομορφιά τους, για τους ανθρώπους που αξίζουν να τους θυμηθούμε και κάποιους να τους μνημονεύσουμε, για τις παρέες που γράφουν ιστορία, για την ιστορία την ίδια...

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Χανιά όμορφη πόλη: η μνήμη της πόλης με τα λόγια ανθρώπων που την αγάπησαν


Βρίσκεται (η πόλη) στο βάθος ενός κόλπου με πλάτος τριάντα μίλια, μεταξύ του Κάστρου της Σούδας στα ανατολικά και του ακρωτηρίου της Σπάντας στα δυτικά. Είναι χτισμένο πάνω σ’ ένα μικρό βραχώδη λόφο δίπλα στη θάλασσα. Καταλαμβάνει χώρο τριών μιλίων κι έχει περίμετρο έξι χιλιάδες βήματα. Οι ελληνικές ιστορίες γράφουν προς το εσωτερικό φρούριο χτίστηκε από τον Μεγαλέξανδρο. [...] Το λιμάνι χωρά με άνεση διακόσια πλοία και φτάνει μέχρι το εσωτερικό της πόλης. Ολόγυρα υπάρχουν σαράγια, αγορές και παζάρια. Υπάρχουν τέσσερις χιλιάδες σαράγια και σπίτια ευρωπαϊκής τεχνοτροπίας, που βλέπουν προς τη θάλασσα, με σαχνισιά και χωρίσματα από καφασωτά. Οι τοίχοι τους είναι σοβαντισμένοι με ασβέστη. Το νερό της βροχής μαζεύεται σε στέρνες που το διατηρούν παγωμένο ακόμη και τον Ιούλιο. [...] Υπάρχουν ακόμη πεντακόσια καταστήματα, είκοσι καφενέδες, έξι χαμάμ και καπηλειά έξω από το κάστρο.

Έτσι περιγράφει την πόλη των Χανίων ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή στο Οδοιπορικό στην Ελλάδα 1668-1671.1 Το απόσπασμα περιέχεται στο βιβλίο Χανιά, όμορφη πόλη: Σελιδοδείκτες μνήμης & λογοτεχνίας. Η επιλογή των κειμένων έγινε από τη Χανιώτισσα συγγραφέα Νίκη Τρουλλινού, οι φωτογραφίες είναι από την Ένη Κούκουλα και η έκδοση έγινε από την Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης - Πυξίδα της πόλης και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων. Το βιβλίο εκδόθηκε στο πλαίσιο του Δεύτερου Φεστιβάλ Βιβλίου που διοργανώθηκε τον Ιούνιο 2023 στα Χανιά.2

 

Τα κείμενα είναι πολλά και όλα εξαιρετικά για τον τόπο «που κατοικούν οι Κύδωνες» από την εποχή του Ομήρου (Οδύσσεια, ραψωδία τ) και λίγα μόνο αποσπάσματα παραθέτω εδώ ως εγκώμιο της πόλης, της έκδοσης και της αγαπημένης Νίκης Τρουλλινού.

Εκεί στα βράχια όπου σωριάζονται τα κύματα, στην παραλία που απλώνεται από τα Χανιά ως τη Χαλέπα, οι γλάροι βυθίζουν τα κεφάλια τους στις υγρές κοιλότητες ψάχνοντας για καβούρια, αυτά που έχουν καταφέρει να κρατηθούν εκεί με κάποιο τρόπο. Κι επειδή δε βρίσκουν θυμώνουν με τους βράχους. Στρίβουν προς τα μέσα και κρώζοντας πεινασμένα τραβούν για την αγορά, στην Κανεβάρο. Πηγαίνουν εκεί να ψάξουν ό,τι άφησαν τα άλλα πουλιά.
[...]
Χανιά! Η ομορφιά της Κρήτης!

γράφει η Σαμπά Αλντισάι στο Κρήτη μου (Κέδρος, 2008).


Κοίταζα κάθε λίγο τα λουστρίνια μου και καμάρωνα. Έφτασα στα Στιλβωτήρια, δίπλα στην Αγορά. Είδα τον υπαίθριο φωτογράφο. Τον πλησίασα και του ζήτησα να με φωτογραφήσει. Άφησα στο στραβοκάνικο τραπέζι το πακετάκι με το βελούδο και στάθηκα να ποζάρω. Δίπλα μου το άλογό της άμαξας έδιωχνε με την ουρά τις μύγες που τον βασάνιζαν.

Από Τα μαύρα λουστρίνια της Μάρως Δούκα, εκδόσεις Πατάκη 2005.


Στην πόλη τριγυρνώ
Και προσπαθώ ν' ανακαλύψω τα περάσματα
Στις γειτονιές που συναντιόμαστε

από τον Σπιούνο της αγάπης του Λεωνίδα Κακάρογλου


Λίγο νοικοκυριό, λίγο κέντημα, λίγη μελέτη και το βραδάκι περίπατο στο λιμάνι του Χανιών ή στου Μπόλαρη. Παντού θάλασσα στη ζωή μας. Η Μαρίκα μας και εγώ, η Ίρμα κι η Κική, η Τζούλια κι η Τζένη. Τρία ζευγάρια αδερφές. Η Τζούλια κι η Τζένη ήταν Εβραιοπούλες. Είχανε μεγάλο εμπορικό μαγαζί οι γονείς τους, κι ήταν ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι. Κι είχαμε πολλούς Εβρέους στα Χανιά. Και στο Ωδείο πολλά κορίτσια.

της Κλεοπάτρας Πρίφτη Από τα σημειωματάριά μου εννιά ιστορίες, Σύγχρονη Εποχή 1978.3

Αξίζουν πολλά ευχαριστώ στη Νίκη Τρουλλινού που τα διάλεξε με τόση αγάπη και τόση προσοχή.4 Επειδή, βέβαια, δεν είναι δυνατόν να αναφερθώ σε πολλά κείμενα, που καθένα είναι ξεχωριστό, παραθέτω τα περιεχόμενα στις σημειώσεις.5 Πραγματικά αξίζει να τα διαβάσουμε όλα και αξίζει να προστρέξουμε στις πηγές τους. Προσωπικά το κάνω, αν και νιώθω ικανοποίηση που πολλά τα έχω ήδη διαβάσει.

Και τελικά, τι είναι εκείνο που έφτιαξε το μύθο της όμορφης πόλης, αναρωτιέται η Νίκη Τρουλλινού κι απαντά, όπως θ' απαντούσαμε κι εμείς μαζί της:

Δεν ξέρω να απαντήσω,  ξέρω μόνο να χάνομαι στα σοκάκια του Τοπανά, να περνάω απέναντι τη Χάληδων στο Λαβύρινθο γύρω από την Τριμάρτυρη και το λόφο του Καστελλιού, να «πορίζω» στα στενά γύρω από το Πηγάδι του Τούρκου ως την Σπλάντζια, και τους Αγίους Αναργύρους ως τις κάποτε παράγκες των προσφύγων στον προμαχώνα της Αγίας Λουκίας,  τεντωμένα τα αυτιά να ακούνε ιστορίες, ιστορίες και προσευχές των πιο διαφορετικών ανθρώπων, στις πιο διαφορετικές γλώσσες, ξέροντας πάντα σε κάθε στιγμή που οι δρόμοι με πνίγουν, πως, να, βγήκα κιόλας στη θάλασσα.  Από τη Νέα Χώρα στο παλιό λιμάνι, στην Πύλη της Άμμου σύριζα στο κύμα, ως να βγεις παρακάμπτοντας και ξανασυναντώντας συνεχώς το κύμα, άλλοτε τρυφερό και άλλοτε εκδικητικό, στην Αγιά Κυριακή. [...]

Δεν έχουμε άλλο από το να πάμε μια βόλτα στα Χανιά, όπου 

Μοσχοβολούν οι γλάστρες, 
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός 
μοσχοβολάει κι η αγάπη 
κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός

...................................................................................................................................................

Σημειώσεις

1 Το απόσπασμα είναι μετάφραση του Δημ. Λούπη από τις Εκδόσεις Εκάτη 2005. Είχα ξαναγράψει για τον Τσελεμπί με αναφορά στο νησί της Κω εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.com/2017/07/blog-post_23.html

2 Η Νίκη Τρουλλινού εμπνεύστηκε τον τίτλο στο τόσο εμπνευσμένο βιβλίο για την πόλη μας από το ποίημα «Όμορφη πόλη» του Γιάννη Θεοδωράκη που μελοποίησε ο Μίκης και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Λιποτάκτες».

Όμορφη πόλη φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές...

 

 

Για τις εβραιοπούλες φίλες της Κλεοπάτρας Πρίφτη στο Ωδείο Χανίων είχα γράψει περισσότερα  εδώ https://katerinatoraki.blogspot.com/2015/09/blog-post.html και εδώ https://katerinatoraki.blogspot.com/2018/01/blog-post_69.html

Θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαίτερα στον Χανιώτη Ματθαίο Φραντζεσκάκη, υπεύθυνο έκδοσης του βιβλίου, ψυχή του φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων που έχει γίνει πια ένας καταξιωμένος θεσμός για την πόλη και πέρα από τα όρια της πόλης και υπεύθυνο των εκδόσεων «Πυξίδα της πόλης» που πήρε το όνομα από το ομώνυμο μηνιαίο περιοδικό που κυκλοφορούσε για χρόνια, δικής του επίσης δημιουργίας. Κι επίσης, δεν θα παραλείψω να αναφερθώ στις όμορφες καλλιτεχνικές φωτογραφίες της Ένης Κούκουλα. Το συνολικό αποτέλεσμα έχει δώσει ένα πολύ όμορφο, ποιοτικό βιβλίο, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα.

5 Περιεχόμενα βιβλίου:
  • Ομήρου Οδύσσεια
  • Μίκης Θεοδωράκης, Πάμε μια βόλτα στα Χανιά
  • Ηρόδοτος, Ιστορίαι
  • Πολύβιος, Άπαντα
  • Dr. Olfert Dapper, Περί της νήσου Κρήτης
  • Σταυρούλα Μαρκουλάκη, Η ωραία Αλεξανδρινή
  • Χριστόφορος Μπουαντελμόντι, Περιγραφή της νήσου Κρήτης
  • Καστροφύλακας, Απογραφή του 1583
  • Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Οι Κρητικοί γάμοι
  • Ονόριο Μπέλι, Αναφορά στον Αλφόνσο Ραγκόνα
  • Μπενέτο Μόρο, Αναφορά προς τον Γενικό Προβλεπτή
  • Τζουάνες Παπαδόπουλος, Στον καιρό της σχόλης
  • Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής, Ο Κρητικός Πόλεμος
  • Εβλιγιά Τσελεμπή, Οδοιπορικό στην Ελλάδα
  • Ιωάννης Μ. Δαμβέργης, Ο γερω - Μπραΐμης
  • Νικόλαος Τωμαδάκης, Παλαιόν Τελωνείον
  • Franz. W. Seiber, Αγοραπωλησία σκλάβων
  • Ζαχαρίου Πρακτικίδου, Περί της πόλεως των Χανίων
  • Αγαπίου μοναχού του Κρητός, Καλλιέργειαι
  • Αντωνούσα I. Καμπουράκη, Ποιήματα τραγικά
  • Ελπίς Μέλαινα - Βαρόνη Σβαρτς, Χανιά
  • Άγγελος Ποθουλάκης, Οικία Σβαρτς
  • Ιωσήφ Χατζηδάκις, Περιήγησις εις Κρήτην
  • Νικόλαος Β. Πιμπλής, Βιογραφία
  • Στέργιος Σπανάκης, Πόλεις και Χωριά της Κρήτης
  • Λεωνίδας Κακάρογλου, Η Νεραντζιά
  • Κωνστ. Γ. Φουρναράκης, Ο Βομβαρδισμός του 1897
  • Μιχάλης Μαλανδράκης, Μια μικρή παράκαμψη
  • Λεωνίδας Κακάρογλου, Σπιούνος της Αγάπης
  • Ιωάννης Κονδυλάκης, Κρητικαί εικόνες
  • Γεώργιος Σουρής, Το Κρητικό ζήτημα στον Ρωμηό
  • Παντελής Πρεβελάκης, Το χρονικό μιας πολιτείας
  • Φλαφλατάς, Ο χορός του Χρυσόστομου
  • Σαμπά Αλτινσάϊ, Κρήτη μου
  • Κώστας Γ. Καρυωτάκης, Διαβαίνουν
  • Γεώργιος Δημοτάκης, Στιβανάδικα
  • Νικόλας Κακατσάκης, Παλιά πόλη
  • Μίκης Θεοδωράκης, Οι δρόμοι του Αρχάγγελου
  • Λευτέρης Λαμπράκης, Τα πρώτα σινεμά
  • Κώστας Γ. Καρυωτάκης, Ανταποκρίσεις 1912
  • Emilia de Sanctis, Από τα Χανιά στην Τρίπολη
  • Κώστας Γ. Καριωτάκης, Ανταποκρίσεις 1913
  • Μίνως Ζ. Νικολακάκις, Η έλλειψη των κρεμμυδιών
  • Απόφαση 144
  • Αιμιλία Κλάδου - Μπλέτσα, Η Αγορά
  • Αλέξης Μινωτής, Αυτοβιογραφικό
  • Ιτζεδίν, Επιστολή φυλακισμένων στον Τόπο, 1915
  • Φυλακές Καλαμίου - Ιτζεδίν, Επιστολή φυλακισμένου, 1956
  • Μίνως Ζ. Νικολακάκις, Παλιά Χανιά
  • Cevat Capan, Ένας ανταλλάξιμος απ' την Κρήτη
  • Cevat Capan, Προσφυγιά
  • Γιάννης Ρίτσος, Από το ημερολόγιον ενός φθισικού
  • Μάρω Δούκα, Αθώοι και φταίχτες
  • Βικτωρία Θεοδώρου, Θούριος
  • Ιωάννα Καρυστιάννη, Η κυρία Κατάκη
  • Γρηγόρης Γεωργουδάκης, Κάτι για τα Χανιά
  • The London Bar
  • Ρέα Γαλανάκη, Η κηδεία του Ελ. Βενιζέλου
  • Γιάννης Θεοδωράκης, Ένα τραγούδι του καιρού μας
  • Κλεοπάτρα Πρίφτη, Εννιά ιστορίες
  • Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο, Απρίλης 1941
  • Antony Beevor, Κρήτη, η Μάχη και η Αντίσταση
  • Γιώργης Μανουσάκης, Η εκτέλεση
  • Ιωσήφ Βεντούρα, Ταναΐς
  • Σταύρος Βλοντάκης, Η Οχυρά Θέσις Κρήτης
  • Αντόνιο Ταμπούκι, Το ποτάμι
  • Γιάννης Κιουρτσάκης, Σαν Μυθιστόρημα
  • Κώστας Λειβαδάς, Εντός των Τειχών
  • Νίκη Τρουλλινού, Η αλήθεια της θείας
  • Τύνια Μποτονάκη, Άσ' το κι ας αποθάνει
  • Βικτωρία Θεοδώρου, Καινούρια Χώρα
  • Κώστας Χιωτάκης, Το παρελθόν
  • Γιάννης Τζεδάκης, Ένα μαγευτικό ταξίδι
  • Μαρινέλλα Βλαχάκη, Χρονιάρες μέρες
  • Ελένη Μαρινάκη, Περνώντας βάφεσαι μπλε
  • Μάρω Βαμβουνάκη, Το πιο μεγάλο ταξίδι μου
  • Μανώλης Σκουλούδης, Στα Ταμπακαριά
  • Καρυστιάννη Ιωάννα, Το φαράγγι
  • Μάρω Δούκα, Τα μαύρα λουστρίνια
  • Τίτος Πατρίκιος, Επιμονή μιας πόλης
  • Γιάννης Θεοδωράκης, Όμορφη Πόλη

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Χριστουγεννιάτικο τσάι της αλληλεγγύης

[…] Απόψε, παραμονή Χριστουγέννων, η μονοτονία της "υποδοχής" των ξένων έσπασε. "Γεννάει, μωρέ", φώναξε δυνατά η κυρά-Χαϊδεμένη ή Χάιδω ή Χαδούλα, όπως την έλεγε ο γιατρός. Κάτι τα μάτια της, κάτι που ήταν η μάνα της Μικέλας, κάτι οι δικές του ενοχές για πράγματα παλιά, της οικογένειάς του, κάτι τα χέρια της, αεικίνητα, σβέλτα κι ας ήταν γερασμένα. "Γεννάει η δόλια, δεν μ' ακούτε;" Η μελαψή όμορφη γυναίκα, κρυμμένη στη μαντίλα της, γύρω στα είκοσι, στη γωνιά της τάξης. [...] Και πάνω στη συνθετική κουβέρτα είχε ανοίξει η ξένη τα πόδια της και βογκούσε. Πλησίαζε δώδεκα όταν της πήραν το μικρό αγόρι από την κοιλιά. Η κυρά Χαδούλα, η Μικέλα του φαρμακοποιού κι ο αγροτικός γιατρός, με μεθοδικές ήρεμες κινήσεις, συντονισμένες στην εντέλεια, λες και βρίσκονταν στο πιο τακτοποιημένο χειρουργείο, ξεγέννησαν την ξένη, καθάρισαν τον μικρούλη από τα υγρά της ζωής και του θανάτου, ένα βήμα απόσταση όλα.

 

Το απόσπασμα είναι από το μικρό βιβλιαράκι με τίτλο "Χριστουγεννιάτικο τσάι της αλληλεγγύης (Te natalizio - di solidarietà = Te navideno solidario)" της Νίκης Τρουλλινού. Κυκλοφόρησε το 2018 εκτός εμπορίου και περιέχει το κείμενο στα ελληνικά, στα ιταλικά (μεταφρασμένο από τη Λήδα Παναγιώτου), στα ισπανικά (από τον Ευρυβιάδη Σοφό και επιμέλεια από Eusebi Ayensa Prat) και στα αραβικά (από τον Hassan Hesham).

 

Σηκώθηκε, παραμονή Χριστουγέννων, βαρύθυμος και μελαγχολικός. Δεν του άρεσαν ποτέ οι Άγιες Ημέρες. Ίσως κάποτε. Τότε που ήταν μικρός με την οικογένεια όλη εν ζωή ακόμη, να περιμένει πώς και πώς τη μέρα που τέλειωνε το σχολείο. Κι ύστερα η αδημονία για τα κάλαντα.  Πόσοι θα πάνε μαζί  και ποιοι, το τρίγωνο ποιος θα το κρατεί,  αφού ένα μόνο τρίγωνο είχαν στην παρέα, τι εισπράξεις θα κάνουνε, αν η μάνα θα θέλει να κρατήσει τίποτα δεκάρες για τον γαλατά, αν θα τους αφήσουνε να βγούνε μετά βόλτα στα μαγαζάκια της πόλης. Εκείνη την μπάλα την είχε βάλει στο μάτι από καιρό. [...]


 […]Ο γιατρός, Ρόδη τον λένε, έβαλε τον βραστήρα να φτιάξει τσάι από ένα πανέμορφο κουτί… «Christmas tea» γράφει πάνω στο μέταλλο, με στολίδια κόκκινα και φύλλα ελάτου, πράσινο τσάι με κομμάτια ξεραμένων φρούτων, μοσχομύρισε σπίτι και ιατρείο. Γεμίζει δυο φλιτζάνια, μια γ’ αυτόν και μια για τη λεχώνα, και προχωρεί στο διάδρομο. “Τσάι της αλληλεγγύης θα το λέμε τώρα πια” ψιθύρισε[…]».

Καλά Χριστούγεννα!

Και του χρόνου καλύτερα!

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Ουρανός από στάχτη: η Νίκη Τρουλλινού ως ληξίαρχος της μνήμης και των οραμάτων


Η έλλειψη οράματος κουβαλάει μιαν αφόρητη μοναξιά, μια μοναξιά που φέρνει φόβο, γράφει στο ηλεκτρονικό μήνυμά της η Θάλεια, αναφερόμενη στις «Ζωές των άλλων», την εκπληκτική γερμανική ταινία που σε όλους μας έφερε τις ίδιες πικρές και αναστοχαστικές σκέψεις.

Η Θάλεια είναι η πρωταγωνίστρια στο τελευταίο βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού "Ουρανός από στάχτη" (Ποταμός, 2020). Είναι από την Κρήτη, από το Ηράκλειο συγκεκριμένα, καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης στην Αθήνα, κάτοικος Εξαρχείων (ιδιαίτερη η αγάπη της Τρουλλινού για την περιοχή των Εξαρχείων, αναφορές βρίσκονται συνεχώς στα βιβλία της).

Η Θάλεια συνομιλεί, ανταλλάσσοντας ηλεκτρονικά μηνύματα, με τον Τηλέμαχο, που είναι θείος της, αν και μικρότερος στην ηλικία, υπήρξε κάποτε και εραστής, και που είναι στέλεχος σε υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, με μια ζωή γεμάτη συσκέψεις και ταξίδια, ένας «πολυάσχολος τεχνοκράτης του κέντρου της Ευρώπης». Κι όμως ούτε αυτοί οι τεχνοκράτες μπόρεσαν να προβλέψουν ούτε να δαμάσουν το ηφαίστειο «με το παράξενο όνομα» που απλώθηκε στον ουρανό της Ευρώπης την Άνοιξη του 2010. Αρχή της οικονομικής κρίσης για την Ευρώπη, η Ισλανδία έχει ήδη περάσει από το στάδιο αυτό, έχει πονέσει, έχει πτωχεύσει, και τώρα εκδικείται.

Αλήθεια, η Ισλανδία εκδικείται ή η φύση η ίδια; Να μια κουβέντα που είναι πάλι τόσο επίκαιρη. Την κάνουμε τόσο συχνά, αλλά μέχρι εκεί. Τι κι αν η εκδίκηση λέγεται Αϊγιαφγαϊλαγιέκουλ (τόσο παράξενο για τη δική μας – γλωσσική και όχι μόνο – κανονικότητα είναι το όνομα του ισλανδικού ηφαιστείου), τι κι αν λέγεται φονική φωτιά στο Μάτι το 2018, φονική φωτιά στην Ηλεία το 2007, φονική φωτιά στην Πεντέλη το 1997, τι κι αν λέγεται πλημμύρες στη Μάνδρα το 2017, πλημμύρες στην Εύβοια το 2020, πλημμύρες στον Ποδονίφτη το 1994 (ποιος τις θυμάται αλήθεια…), τι κι αν λέγεται κορονοϊός το 2020… Τι σύμπτωση, αλήθεια, δέκα χρόνια από την έκρηξη του ηφαιστείου, μια άλλη έκρηξη δοκιμάζει όλο τον κόσμο ή, καλύτερα, σ’ αυτήν εδώ η φύση δοκιμάζει τις αντοχές της…

Μπορεί η καταστροφή να είναι τόσο όμορφη; ρωτά η Θάλεια τον Τηλέμαχο, κι εκείνος απαντά: Στη φύση, ναι. Κι εκείνη φτάνει τις περιγραφές εικόνων μέχρι την Πομπηία, εικόνες όπως τις θυμάμαι κι εγώ από εκείνη τη ζωντανή νεκρόπολη στη μοναδική φορά που την επισκέφτηκα πριν από πολλά χρόνια:

Ανάγλυφα κορμιά, πτυχώσεις από τα ιμάτια, οι ίδιοι εκείνοι που λάμπρυναν την Τέχνη στις τοιχογραφίες της πόλης τους, οι ίδιοι που έπιναν και γλεντούσαν στους ανασκαμμένους δρόμους της Πομπηίας. Ήταν άραγε πλεονέκτες και κείνοι;

Πλεονέκτες; Ε όχι δα, ο τεχνοκράτης των Βρυξελλών διορθώνει την «μεταφυσική» φίλη του: «συνδέεις την πλεονεξία με τη φυσική καταστροφή;»

Η Θάλεια είναι φιλόλογος σε γυμνάσιο. Τα παιδιά τρελαμένα με το ηφαίστειο. Η Ευρώπη όλη έχει παραλύσει κι εκείνα λες το απολαμβάνουν: «μα κυρία, τα πρωτόκολλα της σύγχρονης επιστήμης δεν προβλέπουν τον έλεγχο της Φύσης;», της λένε και ξεκαρδίζονται. Και τότε ακούγεται «το ατακτούλικο του τελευταίου θρανίου»:

Ρε κουφάλες δεν τα ελέγχετε όλα!

Δεν τα ελέγχουν; Ε και; Ακούστε μάθημα ιστορίας και γεωγραφίας μαζί. Κοντά τρεις εκατοντάδες νεκροί και αγνοούμενοι σε ανθρακωρυχείο του Βελγίου, ήταν Αύγουστος ’56 ή ’57, όλοι μετανάστες. Μαρσινέλ το μέρος.[1] Ανάμεσά τους κι ο Χαράλαμπος από την Πόμπια, Αρετή λέγαν την καλή του. Ποια ποινή επιδικάστηκε στον υπεύθυνο; 300 σημερινά ευρουλάκια. Το σημερινό μάθημα της καθηγήτριας Θάλειας: Μετανάστευση, η μυστική ιστορία της Ευρώπης. Άλλη μια ευκαιρία για τη συγγραφέα να μιλήσει για την πολιτική, για την Ευρώπη, για την ευρωπαϊκή αισιοδοξία του ’91 και την αυταπάτη, για την «βρυξελλιώτικη νομενκλατούρα», για τους ναζί («συνεπικουρούμενοι από τη σιωπή μιας ολόκληρης κοινωνίας»), για την πλατεία Μπέμπελ του Βερολίνου που έριχναν στην πυρά Κανέτι, Μούζιλ, Μαν, Ροτ, Μπρεχτ και όλη τη γερμανόφωνη λογοτεχνία της εποχής, για την Κρουπ που οδήγησαν στην κρεατομηχανή του πολέμου (μην ξεχνάμε και την Ζίμενς, συμπληρώνω εγώ)…

Η Κρήτη, το Ηράκλειο, ο κόσμος, η Θάλεια, ο Τηλέμαχος, οι μεγάλες πια γυναίκες της οικογένειας η Ερασμία και η Θεοδοσία, με βοηθό τη Νατάλια από το Ντονέτσκ, που ζουν σε μια πολυκατοικία (από αντιπαροχή) στη γειτονιά της Βαλιδέ Σουλτάνας (το οθωμανικό παρελθόν παρόν στην ιστορία της πόλης) και η ιστορία της οικογένειας, η κρητική οικογένεια, τα σόγια, η εξιστόρηση από τη γιαγιά Αργυρή παλιά δασκάλα, και το απόσταγμα:

Έγραψα όσα μπορούσα… Δεν είναι πάντα εύκολο… Βεβαίως. Σιγά που θα γκρέμιζες το μύθο του σογιού.

Κι ο μύθος του σογιού καλά κρατεί. Κι ας δοκιμάζει να τον αποδομήσει η εγγονή, η Θάλεια. "Οι οικογένειες της Κρήτης, οι οικογένειες παντού, τα μυστικά και οι ψίθυροι..."

Η ιστορία και η πολιτική δεν λείπουν από την ιστορία της οικογένειας, ο Βενιζέλος, οι βενιζελικοί και οι αντιβενιζελικοί, ο Στεργιάδης, οι αριστεροί διωγμένοι και αντάρτες στον Ψηλορείτη...

Περιπλάνηση στην πόλη, το Ηράκλειο, τη δεύτερη αγαπημένη της συγγραφέα μετά τη γενέθλια τα Χανιά· η Τρουλλινού το αγαπά πολύ το Ηράκλειο, είναι ζωντανή παρουσία στα δρώμενα και στην ιστορία του κι έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της δημιουργίας της στην ανάδειξη ξεχωριστών στοιχείων της πόλης. Το κάνει και σε τούτο το βιβλίο.

Περιπλάνηση και στις πόλεις της Ευρώπης. Η Τρουλλινού είναι μια φλανέρ, ταξιδεύει και παρατηρεί σημεία που συχνά ξεφεύγουν από το μάτι των τουριστικών οδηγών και τις φωτογραφικές μηχανές των μυριάδων ταξιδιωτών (δεν θα ξεχάσω από τα πολλά εκείνη την ωραία περιγραφή στο προηγούμενο βιβλίο της Με θέα στο Λεβάντε για το κατώφλι της Αγιά Σοφιάς όπου "τα δεκάδες εκατομμύρια πόδια που το πάτησαν ... το έτριψαν... το μετέτρεψαν από έργο Τέχνης σε έργο Ζωής, δηλαδή Τέχνης πάλι"). 

Κι εδώ μας δίνει πάλι τέτοιες εικόνες. Δίνει μια εξαιρετική τοιχογραφία των γειτονιών της Αθήνας και ιδιαίτερα των Εξαρχείων. Και από τις μυρωδάτες νεραντζιές της Διδότου, πετιέται στην Αντιβουνιώτισσα της Κέρκυρας με τις παλιές εικόνες του Κλώντζα και του Δαμασκηνού κι από κει στις "μεγάλες πολιτείες του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης". Και πάει στην ενιαία Γερμανία που "ναρκισσεύεται στα αμπέλια της και αγοράζει φτηνά ό,τι απόμεινε από την πάλαι ποτέ κραταιά βιομηχανία των Όστις" (ποιος ήταν ο μεσίτης αυτό δεν γράφεται στη Λογοτεχνία, συμπληρώνει με τον πάντα θαρραλέο λόγο της η συγγραφέας). Και γυρνά πίσω στο Δυτικό Βερολίνο, εκεί που άκουσε για πρώτη φορά μουσική με στίχους στα γίντις από μια μπάντα με Εσκεναζίμ νεαρούς που έπαιζαν ακορντεόν και τραγουδούσαν, κάτω από την ίδια τέντα "που ο Βέντερς γύρισε την ταινία O YES", την αγαπημένη της· στο Δυτικό Βερολίνο "μ’ εκείνο το εμμονικό προαίσθημα μιας εποχής που τελειώνει".

Ταξιδεύει στην αγαπημένη μου Κρακοβία (η πρώτη μου ταξιδιωτική εμπειρία το ‘75) και βλέπει "τον μουσικό με την τρομπέτα στην κορφή του καμπαναριού να μετρά τις ώρες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα". [2]  Κι ύστερα βλέπει καμιόνια και στοιβαγμένους γέροντες, σοφούς γιατρούς και τις κόρες του ράφτη της γωνίας, τις εύπορες κυρίες με τα καπελίνα τους και τις υπηρέτριες στριμωγμένες στο σίδερο της άκρης «μια ολόκληρη κοινωνία με όλα κείνα που την ενώνουν και τη χωρίζουν πάνω σε φορτηγά προς τον όλεθρο». Στην έξοδο από το Μπίρκεναου μια γυναίκα από το Ρέθυμνο έβγαλε σταφίδες και ρακί, χοές στη μνήμη όλων των χαμένων.

Είναι η νοσταλγία των ταξιδιών που τρώει τη Θάλεια; Είναι η αίσθηση του επείγοντος, οι αλλαγές που έρχονται και που μας ξεπερνούν, γράφει.

Ο συγγραφέας, λέει, είναι ληξίαρχος της μνήμης, είναι επεξεργαστής της μνήμης, είναι παραγωγός φρέσκιας μνήμης από παλιά υλικά, αντιγράφοντας, όπως σημειώνει, τον Δ.Κ.[3] Αυτό ακριβώς κάνει η Νίκη Τρουλλινού και το κάνει τόσο καλά, το κάνει όταν αναφέρεται στους τόπους και όταν αναφέρεται στα γεγονότα και στους ανθρώπους. Την χαρακτηρίζει η παρατήρηση της παραμικρής λεπτομέρειας, αυτό που φαίνεται κι αυτό που είναι από κάτω. Βρίσκει αφορμή από τα πράγματα που παρατηρεί, από ανθρώπους, καταστάσεις και γεγονότα για να κάνει τα, συχνά καυστικά αλλά πάντα εύστοχα, θαρραλέα σχόλιά της.

Και σ’ όλη αυτή την περιπλάνηση, σαν κεντρική ιδέα πλανιέται η ερώτηση που απευθύνει σ’ ένα από τα μηνύματά της η Θάλεια στον Τηλέμαχο:

«Πού πάει η Ευρώπη που ονειρευτήκαμε;»

Κι ύστερα, σκέψεις, λόγια βαλμένα σε μικρές ενότητες, σαν παρατηρήσεις κοινωνικής ανθρωπολογίας που νιώθει την ανάγκη να καταθέσει, νομίζεις διακόπτοντας τη ροή της ιστορίας της και τα μηνύματα στον Τηλέμαχο· ή μήπως είναι μέρος της ιστορίας; Είναι οι σκόρπιες σημειώσεις της Θάλειας, μιας γυναίκας που μεγαλώνει, ωριμάζει, ασπρίζουν τα μαλλιά της, και οι μνήμες ανακατεύονται με τις σημειώσεις.

Κι ύστερα, η επιστροφή στις ρίζες. Γιατί αλήθεια; Νίκησαν η μοναξιά, η απογοήτευση κι ο φόβος; Η Ιστορία, γράφει, «μας είχε ξεχάσει στη βολή μας, μας ξαναθυμήθηκε με βία και πείσμα – τη φωνάξαμε κι εμείς, δεν αντέχουμε χωρίς την απαισιόδοξη εκδοχή της».

Η Νίκη Τρουλλινού παίζει με το στυλ γραφής, γράφει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μα δοκιμάζει και τριτοπρόσωπη κάποια στιγμή, γράφει για τα χρόνια της κρίσης που όλα ήρθαν τα πάνω κάτω και γράφει για όλους εμάς που κοιτάμε όλα να περνούν μπροστά από τις οθόνες μας, κι εμείς

αλαλία, ουσιαστικό με δύο λάμδα, λέξη που θέλει να ουρλιάξει

Επειδή στο τέλος με αναζητάς την αναγνώστρια (τον αναγνώστη), εδώ είμαι· κρατώ το βιβλίο σου· δεν μπορώ να ουρλιάξω· δεν ξέρω αν θέλω να ουρλιάξω· συλλογιέμαι· αναστοχάζομαι. Τι μέρα η σημερινή: 21 Αυγούστου του 1866 ξεκίνησε η επανάσταση για την απελευθέρωση της Κρήτης (1866-18969), 21 Αυγούστου 1916 ξεσηκώνονται οι μεταλλωρύχοι της Σερίφου, 21 Αυγούστου του 1968 η Πράγα. 

Τι καλοκαίρι κι αυτό...

Αύγουστος του 2020


[1] Πιο συγκεκριμένα, ήταν 8 Αυγούστου του 1956, 262 οι νεκροί, εργάτες ανθρακωρύχοι, μετανάστες από 15 χώρες (περισσότερα εδώ και εδώ). Ας θυμηθούμε και το τραγούδι του Καζαντζίδη σε στίχους Κώστα Βίρβου "Στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές".

[2] Κι εγώ θυμούμαι στο ταξίδι του ’99 να περπατώ στο κάστρο της πόλης και ν’ ακούω μια μουσική π’ απλώνεται σ’ όλο το λόφο και αναζητώντας από πού έρχεται ανακάλυψα ένα όμορφο μικρό δισκάδικο σε μια τρύπα του λόφου κι αγόρασα τον δίσκο. Ήταν το Rondò Veneziano. Πρόκειται για έναν από τους πρώτους δίσκους (κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1980) της ομώνυμης ιταλικής ορχήστρας δωματίου που ίδρυσε ο Gian Piero Reverberi το '79 (ο οποίος υπογράφει και τη μουσική της ορχήστρας) και εξειδικεύεται σε μουσική μπαρόκ. Ένα δείγμα από τον δίσκο εδώ με το πρώτο κομμάτι που επίσης ονομάζεται Rondo Veneziano.

[3] Στο Σώμα Νέων Ελληνικών Κειμένων που έχει συγκεντρωθεί στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα  βρήκα το κείμενο του Δημοσθένη  Κούρτοβικ με τίτλο «Η τυφλή μνήμη μας», όπου κι αυτός περιδιαβαίνει πόλεις, δημοσιευμένο στο Βιβλιοδρόμιο των Νέων, 15-3-2003.

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Μάσκες


Τα παιδιά φτιάχνουν και ζωγραφίζουν μάσκες (Πηγή εδώ)
Η παραπάνω ζωγραφιά είναι από ένα εργαστήριο μάσκας που είχε διοργανώσει το 2016 το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού (με τότε πρόεδρο την Μυρσίνη Ζορμπά) για τα προσφυγόπουλα στις δομές Σχιστού κι Ελληνικού. Από το αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής, μάλιστα, προέκυψε έκθεση φωτογραφίας του Νίκου Κολοβού. Στο παρακάτω βίντεο υπάρχουν κι άλλες εικόνες των παιδιών με τις μάσκες.





Ζωγραφιές με μάσκες κάνουν και σήμερα τα παιδιά, όπως αυτή παρακάτω που προέκυψε από σχετική δράση των προσκόπων. 

Παιδική ζωγραφιά από δράση του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων (Πηγή)

Μάσκες ζωγραφίζουν και οι γκραφιτάδες σε όλο τον κόσμο.


Σας ευχαριστούμε, γράφει το γκράφιτι στον τοίχο ενός νοσοκομείου του Μπέργκαμο (Πηγή)

Keep calm, είναι το θέμα του γκράφιτι σε δρόμο του Μουμπάι στην Ινδία (Πηγή)

Τριδιάστατης τεχνικής γκράφιτι στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης (Πηγή)

Μάσκες φέραμε και από κάποιο ταξίδι μας στη Βενετία...




Μάσκες αγοράσαμε και σε κάποιες μακρινές Απόκριες...





Πόσοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα χωριό στα Πιέρια, η Μελίκη, που διαθέτει το Εθνογραφικό Κέντρο Γιώργη  Μελίκη - Κέντρο Έρευνας Μάσκας; (Πληροφορίες στη σελίδα του Κέντρου https://www.facebook.com/GeorgeMelikisMuseum/).

Από τη συλλογή του Εθνογραφικού Κέντρου Γιώργη Μελίκη (Πηγή)
Οι μάσκες που φορούν οι ηθοποιοί του Ιαπωνικού θεάτρου Νο έχουν μακρά ιστορία, αφού ξεκίνησαν τον 14ο αιώνα. Εδώ η μάσκα μιας μεσήλικης γυναίκας από τις δεκάδες που περιγράφονται στη σχετική βάση δεδομένων του Θεάτρου (http://www.the-noh.com/en/world/mask.html).



Και στο δικό μας αρχαίο θέατρο οι υποκριτές και τα μέλη του χορού φορούσαν μάσκες, τα προσωπεία.


Ομοίωμα θεατρικής μάσκας ηθοποιού από τη Θήβα, 3ος αι. π.Χ. (Πηγή)
Και στο σύγχρονο θέατρο οι μάσκες παίζουν το ρόλο τους. Έχει ενδιαφέρον μια αναζήτηση στον ιστότοπο του ΕΛΙΑ με ψηφιοποιημένες συλλογές προγραμμάτων και άλλου σχετικού υλικού από τον 19ο και 20ο αιώνα (http://eliaserver.elia.org.gr:8080/lselia/geniki.aspx).


Φυλλάδια για θέατρο και τέχνη από το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών του Βασίλη Ρώτα (Πηγή)

Γράφει η Δήμητρα Μήττα στη μελέτη της για τις Μάσκες που έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (http://www.komvos.edu.gr/masks/masks.html):

Προσωπείο φορά ο θεός, λ.χ. ο Διόνυσος, ο νεκρός, ο πιστός, ο μύστης, ο ηθοποιός, ο κλόουν, ο δήμιος, ο μεταμφιεσμένος του καρναβαλιού. Μιλούμε ακόμη για μάσκα ομορφιάς, αυτή δηλαδή που θα επιτρέψει τη διατήρηση μιας κατάστασης και την ανάσχεση του χρόνου, για μάσκα οξυγόνου που δίνει ζωή. μιλούμε για μάσκες προστατευτικές από αέρια, για μάσκα ξιφασκίας, τεχνιτών όπως οι οξυγονοκολλλητές, πυροσβεστών, δυτών αλλά και για τις μάσκες του αθλητισμού, εννοώντας τα φάρμακα ή τα φαρμάκια που μπορεί να πάρει ένας αθλητής για να ανεβάσει την απόδοσή του αλλά και που δρουν στα νεφρά σαν φίλτρο μη επιτρέποντας την ανίχνευση στα ούρα των απαγορευμένων ουσιών κατά τον αντιντόπινγκ έλεγχο. Μάσκα ονομάζεται και το κυρτό μέρος της πλώρης ενός σκάφους από την καρίνα μέχρι το ανώτερο κατάστρωμα, όπου χτυπούν τα κύματα κατά την κίνηση του πλοίου. Μιλούμε ακόμη για μασκάρισμα στη φωτογραφία –επιτρέπει στον φωτογράφο να σκιάσει περισσότερο ένα μέρος της φωτογραφίας και να φωτίσει ένα άλλο, να αναδείξει κάτι σκοτεινιάζοντας κάτι άλλο-, μιλούμε για το προσωπείο της Κου Κλουξ Κλαν, του κλέφτη και του τρομοκράτη, του καταδότη, του χούλιγκαν και των ράμπο, για τον άνθρωπο με το σιδερένιο προσωπείο, τον Ζορό και το Φάντασμα της Όπερας που κρύβει το παραμορφωμένο πρόσωπό του πίσω από μια μάσκα.
Κι επειδή το θέμα είναι ανεξάντλητο, θα τελειώσω με την αναφορά στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο της Νίκης Τρουλλινού - οδοιπορικό στην Αβινιόν του 14ου αιώνα, στο τοπίο των ποταμών, των αμπελιών και της λεβάντας, στην πόλη που σάρωσε η πανούκλα στο Μεσαίωνα  (https://www.efsyn.gr/nisides/241560_i-arrostia-ston-hrono).  "Η αρρώστια στο χρόνο" επιγράφεται το άρθρο και αναφέρεται στον "μαύρο θάνατο" που έπληξε την Ευρώπη για τρεις αιώνες και σκότωσε χιλιάδες ανθρώπους. Γράφει για τις μάσκες:

Στις πανούκλες του Μεσαίωνα οι μάσκες που φορέθηκαν ήταν εξαιρετικά ευφάνταστες κυρίως όσον αφορούσε τη μορφή των πουλιών. Λογής προσωπίδες με τις μορφές των πουλιών κατασκευάζονται και είναι πολύτιμο εμπόρευμα. Στα χειρόγραφα της εποχής απεικονίζονται κάπως τρομακτικά, πάνω από τα μακριά ενδύματα, συχνά πολυτελέστατα, η μουτσούνα–ράμφος ενός αρπακτικού πουλιού. Λες και ήταν ένας τρόπος να απομακρυνθεί από την επιθυμία το κάθε είδος φιλιού. Και για να μην ξεχάσουμε τον Βοκάκιο, όχι μόνο η δική του Φλωρεντία ερήμωσε στον θάνατο της πανούκλας αλλά και συνεχώς, μετά τη γνωριμία τους, καθώς ακολουθούσε τον Πετράρχη, δεν μπορεί, είχε και προβηγκιανές προσλαμβάνουσες. Κι ύστερα, μπορεί μαζί να ξεγελούσαν τον Θάνατο. Να τον μαστιγώνουν με τις λέξεις.
Γιατρός του 17ου αιώνα κυνηγώντας τον "μαύρο θάνατο"

Ποιος θα το 'λεγε πως η μάσκα θα 'μπαινε για καλά στη ζωή μας τη φετινή Άνοιξη!  

Άσχημη μάλλον διάλεξα εποχή
μάσκες πουλάνε στο παζάρι...