Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 2 Απριλίου 2022

Ήλιος ήλιος και βροχή, αγαπημένο παιδικό βιβλίο από τη Ζωή Βαλάση

 
Μια φορά κι έναν καιρό, Άνοιξη ήταν, σηκώθηκε πρωί πρωί η κυρά-βροχούλα και είπε:
- Δε βάζω μπουγάδα να τα ΄χω όλα πλυμένα καθαρά πριν φύγω για τις διακοπές μου; Το καλοκαίρι όπου να 'ναι φτάνει.
Αυτό που σας λέω κι όλα όσα θα σας πω να τα πιστέψετε, γιατί γίνανε παλιά, πολύ παλιά, κι εγώ δεν ξέρω πόσο...
 

Ξανάπιασα στα χέρια μου τα παραμύθια της Ζωής Βαλάση και συγκινήθηκα. Το παιδικό βιβλίο Ήλιος ήλιος και βροχή (Κέδρος, 1982), εμπνευσμένο από τη λαϊκή παράδοση, αποτελεί ένα στολίδι στην παιδική λογοτεχνία. Οι ιστορίες από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, παραμύθι και ιστορία και γεωγραφία και ομορφιά και καλοσύνη και φαντασία, η αφήγηση, η γλώσσα, η εξαιρετική εικονογράφηση, όλα μαζί αφήνουν μια τέτοια γλυκύτητα! Κρίμα που έχει εξαντληθεί.

Το παραπάνω απόσπασμα από Το παραμύθι της γλυκόπικρης νεράιδας μας ταξιδεύει στη Ρόδο. Κι ύστερα μας πάει στα Γιάννενα για να μας πει το Παραμύθι για ένα παλικάρι με γαλάζιο άλογο. Και κατεβαίνει στο Κάστρο με τις σαράντα κάμαρες που είναι πιο κάτω από τη Χαλκίδα και φυλάει το πηγαινέλα της θάλασσας κι ακούμε τους πραματευτάδες να τραγουδάνε
 
Να 'μουν στη Σκύρο λεμονιά
στη Σκιάθο κυπαρίσσι
να 'μουν νερό στης Κάρυστος
την κρουσταλλένια βρύση.

Και το ταξίδι συνεχίζεται...
 
Πρωί πρωί, την άλλη μέρα, σηκώνεται ο ήλιος, κοιτάζει τον ουρανό, εντάξει ήταν, καθαρός, δίχως γκρίζους αφρούς, κοιτάζει τη γη, εντάξει ήταν, δίχως δράκους.
«Ε, ας βγω να πάω στη δουλειά μου», είπε ο ήλιος και πήρε ήσυχα το δρόμο τους.
Μα κει που πήγαινε, άκουσε γέλια και φωνές κι ένα τραγούδι μαγικό... 
[...]
Το τραγούδι, όμως, ήταν στ' αλήθεια μαγικό κι όποιος τ' άκουγε ξεχνούσε τον τόπο του κι έμενε για πάντα στην Κρήτη!
[...]
 

Για κοπιάστε! Για κοπιάστε!

Είμαι ο πραματευτής 

με τις πολλές πραμάτεις!

Πουλώ το χιόνι του βουνού 

και τις ελιές του κάμπου!

Πουλώ τον Ψηλορείτη μας

με τις χρυσές κορφούλες!

Πουλώ τον ήλιο γι’ άλογο

και τ’ άστρα για κοπάδι!

Γρήγορ’ αφέντη, διάλεξε

και πλήρωσε ως το βράδυ!


Γέλασε ο ήλιος.

- Αχ πώς μου αρέσουν οι πολιτείες της Κρήτης, είπε και τράβηξε παραπάνω.

 

Παραπάνω βρήκε το ρήγμα της Κρήτης που έπινε κόκκινο κρασί από μία δίκαιη κούπα, που χώραγε όσο κρασί έπρεπε, ούτε στάλα παραπάνω ούτε στάλα παρακάτω.

 

Ο Ρήγας της Κρήτης κέρασε κόκκινο κρασί τον ήλιο και γίνανε φίλοι και τραγούδησαν οι δυο τους.

 

Τ' Ανώγεια έχουν λυγερές 

και το Λασίθι μύλους

κι εγώ έχω το γλυκό κρασί

για τους οχτρούς και φίλους!

 

Δάκρυσε ο ήλιος.

-  Αχ πώς μου αρέσει το κρασί της Κρήτης! είπε και κίνησε παρακάτω.

Παρακάτω ήταν ένα καλύβι μοναχό και μέσα ένας γέροντας τηγάνιζε ψάρια.

- Γιατί τηγανίζεις ψάρια, αφού πέρασε το μεσημέρι; ρώτησε ο ήλιος το γέροντα.

Κι ο γέροντας του αποκρίθηκε:

 

Στα κυπαρίσσια του Ομαλού 

έστησα δέκα δίχτυα

κι έπιασα ψάρια μπόλικα

 ψάρια με μαύρα μάτια.

Σαν καλοτηγανιστούν 

τρεις κοπέλες θα γενούν

να μαζέψουν το μαλλί 

της γαϊδούρας της κουφής 

να το γνέσουν, να το υφάνουν

και μία βράκα να μου κάνουν!...

 

- Χα! χα! χα! ο ήλιος τρελάθηκε στα γέλια. Αχ! πώς μου αρέσουν τα ψέματα της Κρήτης! Και πήρε να κατέβει το βουνό.

[...]

Και πιάνει τις ακτίνες του, τις κάνει κουβαράκια, τα κρεμάει στις πορτοκαλιές της Κρήτης και παρατάει τον ουρανό!

Τώρα, ποιος και πώς τον ξανά ανέβασε στον ουρανό, θα τα πούμε την άλλη φορά. 

 
Και συνεχίζουμε το ταξίδι! Και πάμε στον Πηνειό να δούμε Το γεφύρι κι ύστερα στη Θράκη να βρούμε Το τελευταίο χρυσό παξιμάδι και στη Ζάκυνθο με Τα εφτά πετράδια και καταλήγουμε στον Πειραιά και στην Αθήνα για να συναντήσουμε Τον παράξενο πραματευτή
 
[...]
Κάθισε τότε στο μόλο και κοίταξε τα καράβια κι έλεγε: «Άμα πέσει ένας σπόρος στη γη γίνεται λουλούδι κι άμα ανέβει μια στάλα στον ουρανό γίνεται σύννεφο κι άμα γλιστρήσει ένα βότσαλο στη θάλασσα γίνεται μαργαριτάρι... Μα, αν χαθεί το κλειδάκι της αγάπης, πώς θα γίνονται φίλοι οι άνθρωποι;»
 
Κι έκλαιγε κι έλεγε πως δεν είναι καλός πραματευτής, αφού έχασε την πιο πολύτιμη πραμάτεια του.
 
Γι' αυτό λέω ν' αρχίσουμε όλοι μαζί το ψάξιμο. Μπορεί να το βρούμε μεις το κλειδάκι. Και τότε - πού ξέρεις; - ίσως να γίνουμε όλοι παράξενοι μικροί πραματευτάδες μ' ένα μαγικό κλειδάκι της αγάπης για τις καρδιές των φίλων μας.



Τελειώνοντας, θα πρέπει να σταθώ στην εξαιρετική εικονογράφηση του Διονύση Βαλάση, είναι όλη του η συνεισφορά στη βιβλιοδεσία και στην εικονογράφηση των βιβλίων τόσο σημαντική. Τα λίγα δείγματα που καταθέτω εδώ το μαρτυρούν άλλωστε. Να συμπληρώσω πως ήταν ο αγαπημένος, ευγενής καθηγητής των φοιτητών και φοιτητριών στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας του ΤΕΙ Αθήνας. 
 
Και την ομορφιά του βιβλίου συμπληρώνει ο αγαπητικός σαν παραμύθι πρόλογος του Αντώνη Σαμαράκη:
 
Άλλο τι να σας πω; Το καλό παραμύθι είναι χαρά και ομορφιά στον κόσμο μας, που τόσα βάσανα έχει. [...] Είναι όπως η ανατολή ή το ηλιοβασίλεμα, μαγεύει κι αυτό την ψυχή μας με τη δική του και μόνο δύναμη. Είναι όπως ένα τριαντάφυλλο ή ένα αγριολούλουδο, όπως η ζωγραφιά της φύσης: ήλιος, ήλιος και βροχή. Πρώτα, πρώτα, όμως, είναι όπως εσείς, παιδιά, που δεν έχετε ανάγκη να σας προλογίσει ένας άλλος, γιατί η παρουσία σας μιλάει και συγκινεί και μας κερδίζει από μόνη της.
 
Γεια σας



Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου η σημερινή, ημέρα γέννησης του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (2 Απριλίου 1805), του παραμυθά από τη Δανία.

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν...



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που μια μέρα μάζεψε όλους τους σοφούς και τους είπε:

- Θέλω να μου βρείτε όλη τη σοφία του κόσμου και να τη χωρέσετε στο πιο μικρό δωμάτιο του παλατιού.

Κι εκείνοι σκέφτηκαν, διαβουλεύτηκαν, συμφώνησαν, διαφώνησαν και κουβεντιάζαν για καιρό, ώσπου κάποτε κατάληξαν σ' έναν κατάλογο βιβλίων και γέμισαν το πιο μικρό δωμάτιο του παλατιού με τόμους από το πάτωμα ως το ταβάνι, που είχαν όλη τη σοφία του κόσμου.

Όμως, ο βασιλιάς βρήκε πως ήτανε πολλά όλα εκείνα τα βιβλία.

- Θέλω να πυκνώσετε όλη τη σοφία του κόσμου τόσο, που να χωράει σ' έναν μονάχα τόμο.

Και οι σοφοί σκέφτηκαν και διαβουλεύτηκαν. Και μετά συμφώνησαν κι ύστερα διαφώνησαν και κατάληξαν, μετά από πολύ καιρό, σ' ένα μονάχα βιβλίο.

Όμως είχανε περάσει τα χρόνια κι όταν ο βασιλιάς πήρε στα χέρια του το βιβλίο που περιείχε πυκνή πυκνή όλη τη σοφία του κόσμου, τους είπε:

- Είναι πολύ μεγάλο. Δεν προλαβαίνω να το μελετήσω, όπως θα 'θελα. Θέλω να βάλετε όλη τη σοφία του κόσμου σ' ένα μονάχα κεφάλαιο.
...

[Και πέρασαν τα χρόνια κι ο βασιλιάς ήταν πολύ γέρος όταν του φέρανε τις λίγες σελίδες με όλη τη σοφία του κόσμου, όπως είχε ζητήσει. Δεν μπορούσε πια να διαβάσει και κάλεσε τον πιο σοφό από τους σοφούς γέρους  να του πει με λίγες λέξεις ποια είναι όλη η σοφία του κόσμου.]

Κι ο πιο σοφός απ' τους σοφούς, χωρίς καθόλου να σκεφτεί, έσκυψε πάνω στο προσκέφαλο του βασιλιά και του ψιθύρισε στ' αυτί:

- Βασιλιά, όλη η σοφία του κόσμου είναι να ζεις την κάθε στιγμή!...


Αυτό ήταν ένα από τα έντεκα, δηλαδή από τα δέκα  και ένα, παραμύθια της Λίλης Λαμπρέλλη που περιέχονται στο μικρό καλαίσθητο βιβλίο της "Δέκα και ένα παραμύθια σοφίας για καιρούς κρίσης και άλλων δεινών" (Πατάκης, 2012/2019). Είναι το παραμύθι "Η σοφία του κόσμου".  Ενδεικτικά, αναφέρω μερικούς ακόμη τίτλους παραμυθιών: "Η καλή ερώτηση", "Η φωνή της άμμου", "Το μπαστούνι του Σελίμ", "Ελευθερίας εγκώμιο", "Οι δυο ποντικίνες", "Τα χνάρια" κ.ά.

Παραμύθια για μικρούς και μεγάλους "για να ενισχύσουν και να μερέψουν όσους θα ζήσουν ανατροπές", γράφει στην Εισαγωγή η συγγραφέας.

Είναι όλα απολαυστικά, διαβάστε τα, θα μερέψουν οι καρδιές σας, πιστέψτε με κι αλήθεια λέω!

"Καλησπέρα της αφεντιάς σας!"

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Υμνώ τον χρόνο που περνά και τον χρόνο που έρχεται...


Έτσι καταγράφεται το παραμύθι για την γεροντοκτονία στον ιστότοπο του Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Σε καλύτερη παραλλαγή το άκουσα χθες να το αφηγείται ο Μάρκος (κατά κόσμον Νίκος Κουρής), όπως του το αφηγούνταν η γιαγιά του, όπως είπε, στην ταινία "Λιμουζίνα" του Νίκου Παναγιωτόπουλου (ΕΡΤ2). (Εκεί, ο γέρος έσωσε τον γιο από τα τρία κακά, τον λιμό, τον σεισμό, την τρέλα στα νερά).
Πώς μου 'ρθε τώρα το παραμύθι για την γεροντοκτονία...  Ίσως άλλα διαβάσματα που έκανα πρόσφατα.




Ο γέρος είναι φορέας πολιτιστικής κληρονομιάς, γνωρίζει από την εμπειρία του αυτό που δεν ξέρουν αλλά έχουν ανάγκη να μάθουν στη σφαίρα της ηθικής, των ηθών, των τεχνικών επιβίωσης.
Παροιμιώδης η φιγούρα του γέρου landator temporis acti*:  όταν μιλά για το παρελθόν ο γέρος αναστενάζει: "Στην εποχή μου!".  όταν κρίνει το παρόν, καταριέται: "Τί εποχή κι αυτή!"
Και όσο προχωρούν τα χρόνια, "μένει ακίνητος ανάμεσα σε δυο αποξενώσεις, την πρώτη σε σχέση με το προηγούμενο, τη δεύτερη σε σχέση με το επόμενο".
Όπως έγραφε και ο Jean Amery**, ο γέρος μένει πιστός στο σύστημα αρχών και αξιών που έμαθε γιατί δεν καταλαβαίνει το καινούριο και δεν έχει διάθεση να το καταλάβει.


Αυτά κι άλλα πολλά είναι λόγια από διάφορες περιστάσεις, συγκεντρωμένα σ' ένα βιβλίο, του Ιταλού διανοούμενου της Αριστεράς Νορμπέρτο Μπόμπιο, καθηγητή πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και ισόβιου γερουσιαστή της Ιταλικής Δημοκρατίας. Το βιβλίο έχει τίτλο "Γερνώντας και άλλα αυτοβιογραφικά κείμενα" (Πόλις, 1998) και περιλαμβάνει το κείμενο "Γερνώντας" το οποίο αποτελείται από την ομιλία που είχε εκφωνήσει το 1994 σε τιμητική εκδήλωση για το πρόσωπό του, συμπληρωμένο με ένα κείμενο γραμμένο για το παρόν βιβλίο, ενώ στο δεύτερο μέρος του περιέχονται αυτοβιογραφικά κείμενα που έχουν χαρακτήρα κυρίως συγκέντρωσης και απολογισμού του έργου του. Ο Μπόμπιο πέθανε το 2004 σε ηλικία 95 ετών και η έκδοση αυτή στην Ιταλία έγινε το 1996.

"Όποιος υμνεί τα γηρατειά, την όψη τους δεν είδε", έλεγε ο Έρασμος και σ' αυτό συμβάλλει "η χαρούμενη επιστήμη της γηριατρικής", συμπληρώνει ο Μπόμπιο. Και τονίζει ότι αυτό που χαρακτηρίζει τα γηρατειά είναι η αργή κίνηση, αναφέρεται στη μνήμη και στο χρόνο, σημειώνει τη δυσκολία ν' αποδεχτεί τα όριά του. 

Κοντεύοντας τα ενενήντα, ο Ιταλός διανοούμενος ανατρέχει στη ζωή του, στο παρελθόν που "ξαναζεί μέσα στις μνήμες", απαριθμεί τις ικανοποιήσεις από "τον υπέροχο αυτό κόσμο [...] που σε βοηθάει να καταφεύγεις στον εαυτό σου, να ξαναφτιάχνεις την ταυτότητά σου, [...] , σε βοηθά να επιβιώσεις".
Όμως, το βιβλίο δεν το διάλεξα βέβαια μόνο για τις αναφορές στα γηρατειά, σαν μια προσπάθεια θα 'λεγε κανείς να δικαιολογήσει και τη δική μου - του καθενός - ύπαρξη, αλλά και γιατί έχουν ενδιαφέρον και τα άλλα κείμενα, αυτά που γράφει για τη χώρα του, την Ιταλία, για την προσωπική του πορεία σ' αυτήν, για τους κλασικούς, για τον πολιτισμό, για την Ευρώπη.

Αφιερώνει πολλές σελίδες στον γενέθλιο τόπο, το Τορίνο και στους ανθρώπους που συνέβαλαν στην εξέλιξη της πόλης. Αναφέρεται στον θετικισμό και τον σοσιαλισμό που κυριαρχούσαν, όπως λέει, από τα μέσα του 19ου αιώνα, στην ανάπτυξη της πόλης που την κατέστησε τη μεγαλύτερη βιομηχανική πόλη της Ιταλίας, αλλά για την οποία γράφει επίσης: "Στο κατώφλι της νέας εποχής η συμβολή της στην ιταλική ιστορία δεν υπήρξε η δημιουργία ενός περιοδικού αλλά η ίδρυση της Φίατ. Ειπώθηκε ότι η ιταλική ιντελιγκέντσια δεν ανταποκρίθηκε στο καθήκον της να συνοδεύσει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας με μια προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εποχής πολιτιστική ζωή..."

Αφιέρωσε, γράφει, μεγάλο μέρος της ζωής του στο διάβασμα, αξιοποιούσε και τα μικρότερα διαστήματα της μέρας για να μην χάνει χρόνο. "Τώρα πια έχω αποκτήσει την ήσυχη πλην δυστυχισμένη συνείδηση πως έφτασα μόνο στα πόδια του δέντρου της γνώσης".

Οι αρετές του λαϊκού, όπως χαρακτηρίζει και τον εαυτό του, είναι: "η κριτική αυστηρότητα, η μεθοδική αμφιβολία, η μετριοπάθεια, η μη κατάχρηση, η ανεκτικότητα, ο σεβασμός στις ιδέες του άλλου". Τα άλλα δύο βιβλία του που επίσης έχω διαβάσει, Δεξιά και αριστερά και  Εγκώμιο της πραότητας, αποτελούν καλά δείγματα των παραπάνω.

Παραπέμπει στους Έλληνες που διέκριναν τα πράγματα σε "κατά φύσιν" και σε καθ' έξιν", τοποθετώντας τα γηρατειά στα δεύτερα. Παραπέμπει και στον Μακιαβέλι που τα διακρίνει σε αρετή και τύχη, τοποθετώντας τα γηρατειά στην τύχη, συμπληρώνοντας ότι

"μπορεί να είναι αρετή η προσπάθεια να αποθησαυρίσεις ό,τι περισσότερο μπορείς απ' την τύχη".

Υστερόγραφο

Επιστρέφοντας στο παραμύθι με το γέρο, που η καταγραφή του έγινε στο χωριό Μαργαρίτα της Πέλλας το 1961 (όπως αναφέρεται στη σχετική εγγραφή της Ακαδημίας),  έχει ενδιαφέρον ότι βρήκα το ίδιο παραμύθι να περιλαμβάνεται στη συλλογή παραμυθιών της Στ' τάξης του Δημοτικού Σχολείου Φανερωμένης της Λευκωσίας. Εκεί αναφέρεται ότι το παραμύθι προέρχεται από τη Βουλγαρία. Το παραπάνω σκίτσο περιέχεται στη συλλογή αυτή και έγινε από τον Μιχάλη Ροσένοβ.


----------------------------------------------

Σημειώσεις

* υμνητής του χρόνου που περνά


** Ο Ζαν Αμερύ ήταν Αυστριακός συγγραφέας, πήρε μέρος στην Αντίσταση κατά των ναζί, κλείστηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, επέζησε, αλλά είχε την τραγική μοίρα πολλών άλλων σαν αυτόν, δεν άντεξε το βάρος του να είναι Εβραίος, διωγμένος, θύμα του ναζισμού και αυτοκτόνησε το 1978. Δυστυχώς στα ελληνικά κυκλοφορεί μόνο ένα βιβλίο του, με τίτλο "Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση: απόπειρες ενός εκμηδενισμένου να υπερβεί το ανυπέρβλητο" (Άγρα, 2010), το οποίο είναι συγκλονιστικό και αξίζει να διαβαστεί. Εδώ ο Μπόμπιο αναφέρεται στο βιβλίο του Αμερύ με τίτλο στα ελληνικά "Εξέγερση και παραίτηση. Γύρω από τα γεράματα", την ιταλική έκδοση του οποίου, μάλιστα, προλογίζει ο Κλαούντιο Μάγκρις, άλλος σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας (ο δημιουργός, ανάμεσα στα άλλα, του μνημειώδους "Δούναβης", αναζητήστε το κι αυτό).

Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Ο Πήτερ Παν στη Χώρα του Ποτέ-Ποτέ και ο πόνος της παιδικής ηλικίας




Όλα τα παιδιά, εκτός από ένα, μεγαλώνουν. Μαθαίνουν από νωρίς ότι θα μεγαλώσουν και νά πώς το έμαθε η Γουέντυ: Μια μέρα, όταν ήταν δυο χρονώ, έπαιζε σ' έναν κήπο, κι έκοψε ακόμα ένα λουλούδι και το πήγε τρέχοντας στη μητέρα της. Μάλλον πρέπει να έδειχνε τρισχαριτωμένη, γιατί η κυρία Ντάρλινγκ έβαλε το χέρι της στο μέρος της καρδιάς της και φώναξε: "Αχ, γιατί να μη μείνεις έτσι για πάντα!" Αυτό ήταν όλο κι όλο που συνέβη μεταξύ τους σχετικά με το ζήτημα αυτό, κι από τότε έμαθε πια η Γουέντυ ότι πρέπει να μεγαλώσει. Πάντα το ξέρεις όταν περάσεις τα δύο. Τα δύο είναι η αρχή του τέλους...

Είναι η αρχή του διάσημου παραμυθιού "Πήτερ Παν ή το παιδί που αρνιόταν να μεγαλώσει" (του Τζέιμς Μάθιου Μπάρι, από τις εκδόσεις Άγρα, 1987, σε μετάφραση Βασίλη Βασικεχαγιόγλου και εικονογράφηση από τον Edward Ardizzone με τις εξαιρετικές σαν γκραβούρες ζωγραφιές του).

Κι όταν περιγράφει τη Χώρα του Ποτέ-Ποτέ, πώς μας ταξιδεύει...

... η Χώρα του Ποτέ-Ποτέ είναι πάντοτε λίγο πολύ ένα νησί, με εκπληκτικές χρωματιστές πιτσιλιές εδώ κι εκεί, και υφάλους με κοράλλια, και ένα πειρατικό πλοίο στ' ανοιχτά, και άγριες φυλές και μοναχικές φωλιές αγριμιών, και στοιχειά που είναι τα περισσότερα, και σπηλιές που ανάμεσά τους τρέχει ένας ποταμός, και πρίγκηπες με έξι μεγαλύτερους αδελφούς, και μια αχυρένια καλύβα που γρήγορα θα σαπίσει, και μια μικροσκοπική γριούλα με γαμψή μύτη....
Ασφαλώς οι Χώρες του Ποτέ-Ποτέ διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους. Του Τζων, για παράδειγμα, είχε μια λιμνούλα με φλαμίνγκο, που πετούσαν από πάνω της και που τα πυροβολούσε ο Τζων, ενώ του Μάικλ, που ήταν μικρός, είχε ένα φλαμίνγκο με λιμνούλες που πετούσαν από πάνω του....


Κι όταν η Γουέντυ κάνει λόγο στη μαμά της, την κυρία Ντάρλινγκ, για ένα αγόρι τον Πήτερ, τον Πήτερ Παν, αυτή παραξενεύτηκε, κάπου θυμήθηκε αμυδρά έναν Πήτερ Παν από την παιδική της ηλικία, που έλεγαν  ότι ζούσε με τ' αερικά.

"Θάναι μεγάλος τώρα πια" είπε στη Γουέντυ.
"Α όχι, δεν είναι μεγάλος", τη διαβεβαίωσε η Γουέντυ εμπιστευτικά, "και ίσα ίσα που είναι σαν κι εμένα".

Και η ιστορία συνεχίζεται, η Γουέντυ μεγαλώνει, γίνεται μια ψηλή και όμορφη γυναίκα, και όταν άναψε το φως και την είδε ο Πήτερ, έβγαλε μια κραυγή πόνου.

"Είμαι μεγάλη, Πήτερ. Είμαι μάλιστα πολύ μεγαλύτερη από είκοσι. Μεγάλωσα από καιρό".
"Υποσχέθηκες να μη μεγαλώσεις".
"Δεν μπορούσα να κάμω αλλιώς. Είμαι παντρεμένη γυναίκα, Πήτερ".

Η θλίψη αρχίζει να μεγαλώνει και μέσα μας. Ο Πήτερ Παν γύρισε για τη μητέρα του, λέει, για να την πάρει στη Χώρα του Ποτέ-Ποτέ. Έχει ανάγκη από μια μητέρα, λέει η Τζεην. Σηκώθηκε στον αέρα ο Πήτερ, παίρνοντας μαζί του και τη Τζέην. Και το παραμύθι τελειώνει:

Καθώς κοιτάζετε τη Γουέντυ μπορείτε να δείτε τα μαλλιά της ν' ασπρίζουν, και τη μορφή να ξεμακραίνει, γιατί όλα αυτά έγιναν πολύν καιρό πριν. Η Τζέην είναι τώρα μια συνηθισμένη μεγάλη, με μια κόρη που τη λένε Μάργκαρετ· και κάθε φορά που φτάνει η εποχή του ανοιξιάτικου καθαρίσματος, εκτός απ'  όταν ξεχνάει, ο Πήτερ έρχεται για τη Μάργκαρετ και την παίρνει στη Χώρα του Ποτέ-Ποτέ, όπου αυτή του λέει ιστορίες για τον εαυτό του κι εκείνος τις ακούει πρόθυμα. Όταν η Μάργκαρετ μεγαλώσει θα κάνει μια κόρη, που πρόκειται με τη σειρά της να γίνει μητέρα του Πήτερ· κι έτσι θα γίνεται, όσον καιρό τα παιδιά θα συνεχίζουν να είναι χαρούμενα και αθώα και ανέμελα.

Ο James Matthew Barrie* γεννήθηκε στις 9 Μαίου του 1860 στη Σκωτία. Τον γνωρίζουμε κυρίως από το παραμύθι του Πήτερ Παν, του παιδιού που δεν ήθελε να μεγαλώσει! Άραγε, γι'αυτό αρέσει ο μικρός αυτός σε μικρούς και μεγάλους, στους μικρούς για τις φανταστικές και ονειρεμένες περιπέτειες στη Χώρα του Ποτέ και στους μεγάλους γιατί συμβόλιζε αυτό που κατά βάθος όλοι επιθυμούμε, να μη μεγαλώνουμε, να παραμένουμε παιδιά; Ίσως. 



Για τον Πήτερ Παν όμως έχει γράψει ένα καταπληκτικό βιβλίο και η ψυχαναλύτρια Κάθλην Κέλλυ-Λαινέ (Kathleen Kelley - Lainé), το Πήτερ Παν ή Το θλιμμένο παιδί (εκδ. Άγρα 2005, σε μετάφραση Βάνας Χατζάκη). Η συγγραφέας γεννήθηκε στην Βουδαπέστη, είναι εβραϊκής καταγωγής και ζει στη Γαλλία, ενώ στα παιδικά της χρόνια έζησε ναζιστικές αλλά και σταλινικές διώξεις της οικογένειάς της. Στο βιβλίο της προσπαθεί να αναλύσει μέσα από τον μύθο του Πήτερ Παν την παιδική ηλικία. Ειδικότερα, επιχειρεί να αναλύσει τον πόνο, μέσα από τη δική της ζωή και μέσα από τη ζωή του συγγραφεα του Πήτερ Παν Τζέημς Μπάρι.

Η αφορμή για να γράψει το βιβλίο, όπως σημειώνει η ίδια, ήταν όταν, ετοιμάζοντας μια διάλεξη για την κατάθλιψη, δουλεύοντας πάνω στο "Πένθος και μελαγχολία" του Φρόυντ, άκουσε "ξαφνικά να κλαίει ένα θλιμμένο παιδί." Ήταν σίγουρη ότι ο Πήτερ Παν ήταν ένα θλιμμένο παιδί και ο Μπάρι το επινόησε για να θρηνήσει τη δική του θλιμμένη παιδική ηλικία.

Γράφει στην Εισαγωγή:

Το βιβλίο αυτό μαρτυρεί τα διαφορετικά επίπεδα στα οποία λειτουργεί το ασυνείδητο: η ιστορία του Πήτερ Παν, όπως άλλωστε και το αινιγματικό χαμόγελο της Μόνα Λίζα, είναι προϊόν παιδικού πόνου· του πόνου ενός θλιμμένου παιδιού που αντιστέκεται στην πλήρη κατάρρευση και του οποίου η ζωή και το έργο είναι χτισμένα πάνω σ' αυτή του την ικανότητα να αντιστέκεται... 
Αν επέλεξα να εξερευνήσω τον πόνο του Πήτερ Παν και να ψυχαναλύσω τον James Matthew Barrie, ασυνείδητα η πρόθεσή μου ήταν να επιχειρήσω τη δική μου αναζήτηση της αλήθειας. Καταπώς φαίνεται είναι ευκολότερο να προσεγγίσεις την ιστορία σου μέσα από την ιστορία κάποιου άλλου...

Τρεις ιστορίες στο ίδιο βιβλίο, το παραμύθι του Πήτερ Παν, η βιογραφία του Μπάρι και η αυτοβιογραφική αφήγηση της δικής της παιδικής ηλικίας. Μέσα από τις περιγραφές της, κάνει λόγο για αναβίωση στιγμών της παιδικής ηλικίας, για τις τραγωδίες που επαναλαμβάνονται κι εμείς είμαστε στο μυστυριώδες "ήδη γνωστό". Μιλά για τη Γενεύη όπου καταλήγουν όλοι οι εκπατρισμένοι. Για το Τορόντο και το Παρίσι, όπου τελικά έμεινε. Μιλά για την Ουγγαρία, τον τόπο της Χώρας του Ποτέ-Ποτέ, το "νησί της καταγωγής" της. Αναζητά τη δικιά της αλήθεια. "Μόνο που έπρεπε να μιλήσω στη μητρική μου γλώσσα, γιατί το κλειδί της Χώρας του Ποτέ-Ποτέ βρίσκεται κρυμμένο στις εσοχές των πρώτων λέξεων".

Πάνε χρόνια που διάβασα το βιβλίο, θυμάμαι όμως τις συγκινητικές αναφορές που κάνει στον πατέρα της και στις τελευταίες του ώρες. Διαβάζω το τέλος:

Η λέξη που μου ήταν αδύνατον να προφέρω ήταν η λέξη "Αντίο", το αντίο στον πατέρα μου. Τη γράφω τώρα στις σελίδες αυτές και δεν τις σκίζω πια, αλλά τις προσφέρω στη μνήμη ενός θλιμμένου παιδιού... -

......................................................

Σημείωση

Για τον Τζέημς Μπάρι και στοιχεία για τον Πήτερ Παν, μπορεί κανείς να διαβάσει (στα αγγλικά) στο ενδιαφέρον άρθρο του Anthony Lane με τίτλο "Lost Boys: Why J. M. Barrie created Peter Pan" (New Yorker, 22/11/2004). Yπάρχει επίσης ο ιστότοπος http://www.jmbarrie.co.uk/ με φωτογραφίες, άλλα τεκμήρια και συζητήσεις για το ίδιο θέμα.

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

"Χτύπησες παιδάκι μου;"



Μέρες που είναι θυμήθηκα ένα παραμύθι που είχα διαβάσει όταν ήμουνα μικρή και μ' είχε τότε συγκλονίσει. Μιλά για μια μάνα που είχε ένα γιο και που η κοπελιά π' αγάπησε του ζήτησε να της φέρει την καρδιά της μάνας του. Κι εκείνος, ξερίζωσε την καρδιά της μάνας του και κίνησε να της την πάει. Στο δρόμο που επήγαινε, σκόνταψε, και τότε άκουσε μια φωνή να λέει: "Χτύπησες παιδάκι μου;" 

Κάπως έτσι είναι το παραμύθι, και το θυμήθηκα ακούγοντας το τραγούδι του Παντελή Θαλασσινού "Η καρδιά της μάνας" (στίχοι Alice Torri, μουσική Γιάννη Νικολάου).

Κι ύστερα θυμάμαι τη Μάνα του Χριστού του Κώστα Βάρναλη

............................................................
Α! πώς είχα σα μάνα κ΄εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ’ εμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ΄από μίση!
....................................................
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Για τη μεγάλη Κυρία των Νομισμάτων από την Ειρήνη Γρατσία





Έλα να μιλήσουμε για την κυρία Αδαμαντία την αρχαιολόγο, είπα στον εγγονό μου και κάθισε στην καρέκλα ν’ αρχίσει το παραμύθι...

«Μια φορά κι έναν καιρό πριν από πολλά μα όχι πάρα πολλά χρόνια. Η κυρία Αδαμαντία, η αρχαιολόγος, πήρε, όπως κάθε πρωί το δρόμο για το Αρχαιολογικό Μουσείο. Η μέρα ήταν γεμάτη ήλιο και είχε ήδη αρχίσει να κάνει πολλή ζέστη...

... Πάμπολλες ήταν οι εργασίες που έπρεπε να γίνουν και σήμερα. Ωστόσο παραμέρισε για λίγο τα γράμματα και διάβασε πάλι την εκατοστή σελίδα του χοντρού δερματόδετου βιβλίου. Τα λόγια του αρχαίου συγγραφέα επιβεβαίωναν τις σκέψεις που κυκλοφορούσαν συνεχώς τις τελευταίες ημέρες στο μυαλό της. Ο θησαυρός με τα αρχαία νομίσματα ήταν σίγουρα κρυμμένος στην Κόρινθο και έπρεπε να τον βρουν και να τον φέρουν στο Μουσείο...»






Έτσι, η κυρία Αδαμαντία, μια και δυο, πήρε το λεωφορείο κι έφτασε στην Κόρινθο στο εκεί Μουσείο, όπου συναντήθηκε με τον κύριο Χρήστο τον αρχαιολόγο, συνεργάτη από παλιά, πήραν και τους εργάτες και ξεκίνησαν για το λόφο όπου υπέθεταν ότι θα βρουν τα αρχαία νομίσματα! Και ξεκινάει η περιπέτεια της ανασκαφής. Κι από κοντά η μικρή φτερωτή θεά, η θεά Νίκη, σαν εκείνη που ήταν χαραγμένη σε ένα πανέμορφο νόμισμα με τη θεά Αθηνά στην άλλη πλευρά!


Αλλά, το ίδιο ενδιαφέρον έχουν και τέσσερις άντρες, ο «Αρχηγός με το γκρι κοστούμι και τα μακριά λεπτά δάχτυλα» και οι τρεις συνεργάτες του, μαυρισμένοι όλοι από τον ήλιο κα με τα χέρια τους άγρια και σκληρά, σαν να έσκαβαν μέρες. Και όντως έσκαβαν, είκοσι μέρες έσκαβαν στην Κόρινθο και δεν είχαν καταφέρει να ανακαλύψουν το θησαυρό με τα χρυσά νομίσματα. Αποφάσισαν, λοιπόν, να ξαναδοκιμάσουν παίρνοντας μαζί τους και το Μηχάνημα με τη μεγάλη μύτη που ... όταν μυρίσει θησαυρό, θ’ αρχίσει να κάνει ντρουν, ντρουν, ντρουννννν... Και ξεκίνησαν κι αυτοί... Με προσοχή όμως, μην τους πάρουν χαμπάρι από την Αστυνομία γιατί αυτοί ήθελαν να πουλήσουν τα χρυσά νομίσματα στο εξωτερικό και να κερδίσουν χρήματα. 




Δεν θα μαρτυρήσω τις λεπτομέρειες στην εξέλιξη της ιστορίας, μόνο θα πω ότι τελικά τα χρυσά νομίσματα βρέθηκαν από την κυρία Αδαμαντία και τους συνεργάτες της και τώρα μπορεί καθένας και καθεμιά μας να τα απολαύσουμε στο Νομισματικό Μουσείο της Αθήνας, σ’ εκείνο το όμορφο κτίριο της Πανεπιστημίου, το Ιλίου Μέλαθρον, το οποίο είχε χτίσει ο Ερνέστος Τσίλλερ για να γίνει αρχικά κατοικία του αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν (που είχε κάνει τις ανασκαφές στο Ίλιον, την Τροία δηλαδή).

Και ... για να πούμε την αλήθεια, η κυρία Αδαμαντία του παραμυθιού είναι η μεγάλη Κυρία των Νομισμάτων, είναι δηλαδή η σπουδαία αρχαιολόγος Μάντω Οικονομίδου, στην οποία και οφείλεται η ίδρυση του Μουσείου των Νομισμάτων. Και όλα αυτά μας τα διηγείται μια άλλη σπουδαία γυναίκα, αρχαιολόγος επίσης, πολύ νεώτερη της κυρίας Αδαμαντίας, κάτι σαν ... μαθήτριά της δηλαδή αφού δούλεψε κοντά της, η Ειρήνη Γρατσία. Όσοι δεν γνωρίζετε την Ειρήνη, μπορεί να έχετε ακούσει τη Monumenta, τη μη κερδοσκοπική εταιρεία που ασχολείται με πολύ πάθος και μεράκι για την προστασία των μνημείων στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, παντού (δείτε και εδώ επίσης). 




Με την ιστορία αυτή, η Ειρήνη δεν λέει στα παιδιά μόνο ένα απλό παραμύθι, με τους καλούς και τους κακούς (γιατί όχι;), αλλά δίνει την ευκαιρία να κάνουμε κουβέντα μαζί τους, να μιλήσουμε για έννοιες όπως μουσείο, αρχαιολόγος, ανασκαφή, αρχαιοκάπηλοι, νομίσματα, κι ακόμη να πάμε μαζί τους στο Μουσείο, σε όποιο μουσείο και να τους δείξουμε νομίσματα, αμφορείς, πιθάρια, αντικείμενα δηλαδή σαν αυτά που βρήκαν με το σκάψιμο η κυρία Αδαμαντία και οι συνεργάτες της. 


Το βιβλίο για το οποίο μιλάω εδώ έχει τον τίτλο «Η Μεγάλη Κυρία των Νομισμάτων και το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού», είναι γραμμένο από την Ειρήνη Γρατσία και αφιερώνεται στη Μάντω Οικονομίδου, «την αληθινή μεγάλη Κυρία των Νομισμάτων». Να μην ξεχάσω να αναφέρω την όμορφη εικονογράφηση από τη Μαγδαληνή Θεοχάρη, τόσο χρήσιμη και τόσο απαραίτητη στα παιδικά βιβλία, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν απευθύνονται και σε παιδιά προσχολικής ηλικίας. 


Και κάτι ακόμα. Το βιβλίο έχει εκδοθεί από τη Monumenta. Τα έσοδα από την πώληση του παραμυθιού θα διατεθούν στη Στέγη Κοριτσιού "Αγία Άννα" και στη MONUMENTA. Το παραμύθι, το οποίο κοστίζει μόνο 9 ευρώ, μπορεί ν’ αγοραστεί από τα γραφεία της MONUMENTA, καθώς και από κεντρικά βιβλιοπωλεία. Αξίζει ένα παραπάνω την υποστήριξή μας.


Το Ιλίου Μέλαθρον (Πηγή)

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Για τα τρολ στα παραμύθια


Μια φορά κι έναν καιρό, ο μπαμπάς τρολ πήγε να κοιμηθεί μέσα  σ' ένα σωρό από χιόνια. Σκεπάστηκε με μια παλιά κουβέρτα και σύρθηκε κάτω από το χιόνι περιμένοντας την άνοιξη. Ήταν όλα τόσο σκοτεινά και στενάχωρα, που δεν είχε τι άλλο να κάνει παρά να κοιμηθεί. Δεν ξέρει πόσο κράτησε ο ύπνος του, όταν όμως ξύπνησε, το χιόνι είχε εξαφανιστεί. Η Σάρα και ο μικρός της αδελφός ήρθαν κοντά του. Στα χέρια τους κρατούσαν μαργαρίτες και μπλε ανεμώνες. Είχε έρθει η άνοιξη. Ο μπαμπάς τρολ ήταν όλο ζωντάνια...



Δεν είναι ο Ριπ Βαν Ουίνκλ, ο ήρωας των αμερικάνικων παραμυθιών που κοιμόταν 20 χρόνια. Είναι ένα τρολ, ένα από τα γιγαντιαία ξωτικά που ζούνε στα βουνά και στα δάση της Νορβηγίας και των άλλων σκανδιναβικών χωρών. Στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica διαβάζω πως είναι πλάσματα με μαγικές ικανότητες, κακοποιά προς τον άνθρωπο, που ζουν σε κάστρα κι εμφανίζονται σαν στοιχειά τη νύχτα στις γύρω περιοχές.





Όμως τα τρολ του παραπάνω νορβηγικού παραμυθιού (το αγόρασα στο Όσλο πριν από 20 χρόνια που βρέθηκα εκεί) δεν είναι κακά, ζουν, τρώνε και μεγαλώνουν στο τρολοδάσος, παίζουν και χαίρονται τη φύση, αγαπούν τα λουλούδια, τις ανεμώνες, τις μαργαρίτες, τις ορχιδέες, μαζεύουν μπαμπάκι και υφαίνουν τα ρούχα τους, ψαρεύουν στα ποτάμια και στις λίμνες, κόβουν ξύλα για το χειμώνα.



Από το βιβλίο "Ο θαυμαστός κόσμος των παραμυθιών: Αρχέτυπα στοιχεία και συμβολισμοί στα κλασσικά παραμύθια" του J. Cooper (Θυμάρι, από την έκδοση του 1988), διαβάζω τι έγραφε ο Robert Kirk στο βιβλίο του με τίτλο "Τα μυστικά των Νάνων, Φαύνων και Ξωτικών":



"Πιστεύεται ότι τα ξωτικά ανήκουν στη μέση Φύση, ανάμεσα στον άνθρωπο και τον άγγελο, όπως πιστευόταν παλιότερα για τους δαίμονες. Έχουν έξυπνα, φίλεργα πνεύματα, και ελαφρά, εύπλαστα κορμιά, όπως τα σύννεφα τη δύση....
... Αυτοί οι περιπλανώμενοι αέρινοι άνθρωποι δεν έχουν καμιά προδιάθεση και ροπή προς την αμαρτία όπως ο άνθρωπος, επειδή δεν είναι κλεισμένοι σε τόσο αδέξια και βαριά σώματα όπως εμείς, αλλά είναι σε μιαν ενδιάμεση κατάσταση... Αν και το καθένα τους είναι δυνατότερο από πολλούς ανθρώπους, δεν θέλουν να βλάπτουν την ανθρωπότητα, παρά μόνο σαν τιμωρία για μια μεγάλη αδικία..."


Ο Ρόμπερτ Κερκ ήταν Σκωτσέζος πάστορας που έζησε τον 17ο αιώνα. Ολόκληρο το βιβλίο του με τίτλο "The Secret Commonwealth of Elves, Fauns and Fairies" μπορεί να διαβαστεί ελεύθερα εδώ:

Ο Ίψεν έγραψε το έργο Πέερ Γκυντ, ένα νορβηγικό παραμύθι για το περιπλανώμενο παλληκάρι που συνάντησε τα τρολ στο δρόμο του, τον βασιλιά των Ορέων, τη θυγατέρα του, τα ξωτικά του δάσους και αρχίζει μια περιπέτεια ζωής. Και ο Έντβαρντ Γκριγκ έγραψε τη θαυμάσια μουσική για το έργο αυτό. Αξίζει να διαβάσουμε και ν' ακούσουμε (εδώ από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου και τη Χορωδία της Φιλαρμονικής του Όσλο με μαέστρο τον Per Dreier https://www.youtube.com/watch?v=YIk5oxSnrIw)



Γιατί τώρα τα παραμύθια για τρολ και ξωτικά; Και τι είναι τελικά τα τρολ στη γλώσσα μας; Στο χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών διαβάζω ότι τρολ στη σκανδιναβική μυθολογία είναι "τέρας μεγάλων διαστάσεων που ζει σε δάση και βουνά", ενώ στην αργκό του Διαδικτύου είναι "το πρόσωπο που τρολάρει". Για το τρολάρω γράφει: "διατυπώνω ηλεκτρονικά προκλητικές ή λανθασμένες απόψεις, με σκοπό να διαταράξω μια διαδικτυακή συζήτηση".

Αυτές τις μέρες έχει ανοίξει μια πρωτοφανής κουβέντα με επιθετικές εκφράσεις για τα τρολ του Διαδικτύου μετά το θάνατο του δημοσιογράφου Πέτρου Παπαθανασίου, του Γαλαξιάρχη ή Μάλλον Ακίνδυνου όπως εμφανιζόταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακούγονται, λέγονται και γράφονται πολλά, βεβηλώνοντας, κατά τη γνώμη μου, τη μνήμη ενός ανθρώπου που δεν ζει για να αμυνθεί έστω, ενός ανθρώπου που είχε τον δικό του τρόπο να εκφράζεται γιατί δεν άντεχε τη "μεγάλη αδικία" και γι' αυτό δεν άξίζει αυτή τη μεταθανάτια πολεμική. Τελικά, ο Πέτρος Παπαθανασίου ήταν μάλλον σαν τα ξωτικά που περιέγραφε ο Κέρκ. Ήταν Ακίνδυνος, αλλά και Μάλλον Διαφορετικός! Όπως τα τρολ στα νορβηγικά παραμύθια.