Ο Σέσαρ Βαγιέχο ήταν σπουδαίος Περουβιανός ποιητής, τον κατατάσσουν στους σουρρεαλιστές, λένε ακόμη ότι ήταν ο σπουδαιότερος ποιητής της Λατινικής Αμερικής, οπωσδήποτε τον βάζουν δίπλα στον Πάμπλο Νερούντα, ο οποίος εμπνεύστηκε απ' αυτόν, του αφιέρωσε μάλιστα μια ωδή. Είχα γράψει για τον Βαγιέχο μια ωραία ιστορία που αναφέρει ο Γκαλεάνο στο "Βιβλίο των εναγκαλισμών". Από την ποίηση του Βαγιέχο έχει εμπνευστεί ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου τον "Διάφανο" :
Στου δειλινού την άκρη αποκοιμήθηκα σαν ξένος,
σαν ξενάκι, σαν πάντα ξένος
κι ήρθε και κατακάθησε πάνω μου σα σεντόνι
όλη της γης η σκόνη,
όλη της γης η σκόνη...
Όμως, εδώ μιλούμε για τον πεζογράφο Σέσαρ Βαγιέχο και τη νουβέλα, ή κατ' άλλους παιδικό αφήγημα, Πάκο Γιούνκε (Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2017). Θάλεγε κανείς ότι η ιστορία είναι βγαλμένη από την ίδια την παιδική και νεανική ζωή του Βαγιέχο, που ήταν μέσα στη φτώχεια, την κακή υγεία και τα κυνηγητά για πολιτικούς λόγους. Οπωσδήποτε, είναι μια ιστορία για τους φτωχούς, για τους φτωχούς και τους πλούσιους, για τους αφέντες και τους υπηρέτες τους, μια ιστορία για τις διακρίσεις. Αλλά και μια ιστορία για τη βία στην παιδική ηλικία και μια ιστορία για τον φόβο, αυτών που υφίστανται τη βία και αυτών που παρακολουθούν από απέναντι ή από δίπλα. Στην απλότητά της, είναι μια ιστορία για τον σχολικό εκφοβισμό, το μπούλινγκ, η οποία γράφτηκε το 1931!
Η ιστορία αναφέρεται στην κακοποίηση ενός μαθητή, του Πάκο, από τον συμμαθητή του Ουμπέρτο, στο σπίτι του οποίου εργάζεται η μητέρα του πρώτου ως παραδουλεύτρα. Οι συμμαθητές διχάζονται, ο δάσκαλος μάλλον αγνοεί το πρόβλημα για να μην τα χαλάσει με τον πλούσιο πατέρα που έχει την εξουσία του χρήματος, αλλά και η ίδια η μητέρα του Πάκο παρακολουθεί με συγκατάβαση την κακή συμπεριφορά του Ουμπέρτο στο γιο της για να μην χάσει τη δουλειά της.
Έχει συζητηθεί η εξέλιξη και το τέλος της ιστορίας, αλλά αυτό καλύτερα να το δει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο.
Το έργο έχει μεταφραστεί από ομάδα μεταφραστών στο πλαίσιο προγράμματος μετάφρασης με την επιμέλεια του Νίκου Πρατσίνη. Η αλήθεια είναι ότι η συλλογική μετάφραση είναι ένα ενδιαφέρον εγχείρημα, τόσο γλωσσικά αλλά και ως προς τον τρόπο αντίληψης και προσέγγισης του πρωτότυπου έργου (είχα παροσυσιάσει ακόμη ένα παλαιότερα). Σε μια άλλη συζήτηση, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τον ρόλο του μεταφραστή και τη σχέση του ως προς αυτή την αντίληψη και προσέγγιση του πρωτότυπου έργου, αλλά και του ίδιου του συγγραφέα του. Οι μεταφραστές αυτού του εγχειρήματος είναι: Κατερίνα Δημητροπούλου, Χαράλαμπος Θεοδόσης, Μαρία Καραλή, Ντίνα Κιοσέ, Άννα Λυράκη, Νίκος Πρατσίνης, Σοφία Σίμου, Σοφία Φερτάκη.
Ο Νίκος Πρατσίνης υπογράφει και το επίμετρο, στο οποίο διαβάζουμε για τον συγγραφέα, για το έργο, αλλά και για τον ιθαγενισμό (indigenismo), το κίνημα για την ανάδειξη της ζωής και του πολιτισμού των ιθαγενών της Λατινικής Αμερικής.
Γράφει για το μπούλινγκ, για το οποίο μάλιστα θεωρεί αδόκιμη την απόδοση "σχολικός εκφοβισμός":
Υπήρχε, βέβαια, πάντοτε: πάντα κάποια παιδιά ήταν πιο αδύναμα και ευάλωτα ή πιο ευαίσθητα από τα άλλα, και τα παιδιά είναι σκληρά, ή μάλλον δεν έχουν μάθει ακόμη να μεταμφιέζουν τεχνηέντως τη σκληρότητά τους όπως οι μεγάλοι... Αυτό που "κάνει τη διαφορά" στο μπούλινγκ σήμερα είναι η αυξανόμενη και εμφανής κοινωνική ανισότητα και η συγκαλυμμένη δαιμονοποίηση της διαφορετικότητας, παρά τα κατά συνθήκην περί ανεκτικότητας κηρύγματα. Και στο "σκληρό παιχνίδι" παίρνουν μέρος όλοι, γονείς, παιδιά, δάσκαλοι, κοινωνικός περίγυρος, όλοι με τις παρωπίδες...
Επίκαιρο, λοιπόν, το έργο. Στη μνήμη του Ζαχαρία (Ζακ) Κωστόπουλου. Στη μνήμη του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Στη μνήμη του δεκαπεντάχρονου που αυτοκτόνησε γιατί δεν είχαν μάθει οι συμμαθητές του να έχουν αναγνώριση και σεβασμό στη διαφορετικότητα. Αλλά και για τα παιδιά της Σάμου, της Χίου, της Λέσβου, της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της Ελλάδας, τα παιδιά Ελληνάκια και τα παιδιά προσφυγάκια και για τους φράχτες που υψώνουν ανάμεσά τους. Μήπως να ξαναδιαβάσουμε το νεαρό Τέρλες του Μούζιλ; Ή τον Άρχοντα των μυγών του Γκόλντινγκ; Ή τον Τρομάρα του Βιζυηνού;