τις πληγές της
αρνούμενη ότι οι πληγές της προέρχονταν από την ίδια την πηγή της δύναμης της [1, 2]
Παρουσιάζει όλες τις πτυχές ζωής της Μαρίας Κιουρί και της οικογένειάς της, το πάθος για την επιστήμη, την ανησυχία για τα αποτελέσματα εφαρμογής της, τον θάνατο του Πιέρ, την ασθένεια της ίδιας αλλά και το πείσμα της να μην εγκαταλείπει το εργαστήριο, τα προβλήματα και την (όχι πάντα καλή) στάση της Γαλλίας απέναντί της, τις δράσεις στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (όπου εφοδίασε, με δικά της έξοδα, πολλά πολεμικά νοσοκομεία με ακτινολογικό εξοπλισμό), το πάθος της για την ειρήνη. Προσθέτει στο συνολικό αποτέλεσμα της παράστασης και η σκηνοθετική ιδέα της παράλληλης προβολής εικόνων εποχής σε βίντεο. Το κείμενο, πιστό στα γεγονότα και δυνατό, σε πολλά σημεία συνταρακτικό, καθηλώνει και συγκινεί, όπως στο σημείο που αναφέρεται στο ράδιο και τη ραδιενέργεια, στις δοκιμές για τη θεραπεία από τους καρκίνους (το 1907 άρχισαν ήδη οι πρώτες χημειοθεραπείες) και καταλήγει με την παραδοχή (;) «το ράδιο, αυτός ο ακτινοβόλος άγγελος του ελέους και του θανάτου...».
Σελίδες από το «Εφημερίς Των Κυριών» (Ψηφιοθήκη ΑΠΘ) |
Ταπεινή και μαυροντυμένη - διότι πενθεί την απώλειαν του επίσης μεγάλου συντρόφου της – άσχημη, αλλά συμπαθής όσο είναι αι άσχημοι γυναίκες, αι οποίαι δεν υπάρχει ανάγκη να είνε ωραίαι, ελαφράς σλαβικής φυσιογνωμίας, με ένα υπερήφανομ μέτωπον, σεμνοτάτη, απλή, αυστηρά, μόλις δίδουσα υποψίαν γυναικός που ζητεί θέσιν διδασκαλίσσης η διπλογράφου, ολιγώτερον ενδιαφέρουσα από κάθε καμαριέραν, ιδού η κυρία Curie.
Και συνεχίζει, περιγράφοντας την επιστημόνισσα Κιουρί, καταθέτοντας σκέψεις και προβληματισμούς, που άρμοζαν εκείνη την εποχή, αλλά και σήμερα, σε σχέση τόσο με την ομορφιά και το δέος της επιστήμης, όσο και κυρίως με τον σκοπό και τα όρια, με την ηθική της επιστήμης:
Όταν έκαμε το πείραμα δεικνύον την φωτιστικήν δύναμιν του ραδίου διέταξε να πέσουν τα παραπετάσματα των παραθύρων, η αίθουσα έγινε κατασκότεινη, και τότε μέσα εις το πυκνό σκότος είδομεν ένα μικρόν πρασινοκίτρινον φως…
Ένα μικρόν φως, που μόλις εφαίνετο…
Ήτο το φως του ραδίου.
Ω! από πού μας έρχεται αυτός ο απροσδόκητος επισκέπτης;
[…]
Τι είναι αυτό το φως; Είναι χαιρετισμός που μας έρχεται από μακράν; Έχει ανοιχθή μια μικρή τρύπα μόλις, και βλέπομεν προς άλλον κόσμον; Τι γνωρίζομεν; Τι θα μάθωμεν; Τι μας περιμένει; Πότε; Μετά πόσον καιρόν, μετά τον θάνατον πόσων ανθρωπίνων γενεών, θα ανοιχθή περισσότερον αυτό το μικροσκοπικόν παράθυρον που ανοίγεται δια του ραδίου εις τα σκοτεινά εργαστήρια της Φύσεως και πότε αυτό το μικρόν πρασινοκίτρινον λαμπύρισμα, το οποίον ύψωνε την στιγμήν εκείνην η χειρ του Αγνώστου δια της κυρίας Curie θα γίνη η λυχνία με την οποίαν θα προχωρήσωμεν εις την μεγάλην Νύκτα;
Προς το παρόν γνωρίζουμε μόνον τούτο: ότι ένα σώμα […] αυτό το ονομαζόμενον οξυμώρως με την Ελληνικήν λέξιν «Ράδιον» (ενώ βλέπετε καταφανώς ότι είναι «ου ράδιον») περιέχει μέσα του, άγνωστον πώς, θερμότητα ιδικήν του και φως ιδικόν του.
Όμως, αυτά τα όρια και η ηθική ξεπεράστηκαν ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όταν εκείνο το «πρασινοκίτρινον λαμπύρισμα» έδωσε σε κάποιους την ιδέα και την ευκαιρία να φτιάχνουν χρώματα ραδίου. Αφού ήταν χρήσιμο για τους καρκίνους, γιατί όχι και για κάθε άλλη χρήση, τάχα; «Ραδιενεργά σπίρτα. Ραδιενεργά τσιγάρα. Ραδιενεργός σοκολάτα. Ραδιενεργός οδοντόπαστα. Ραδιενεργός κρέμα προσώπου». Ακόμη και χορευτικό κομμάτι εμφανίστηκε το 1904, το Radium Dance και το μιούζικαλ Piff, Paff, Pouf (αρχικά στις ΗΠΑ, φυσικά). Κι επειδή το ράδιο ήταν πολύ ακριβό, τα προϊόντα απευθύνονταν κυρίως στους έχοντες, το κέρδος ήταν ο μόνος σκοπός των επιχειρηματιών.
- Επιστήμη;
Ανακατεύαμε κόλλα, νερό και ράδιο
φτιάξαμε μια λαμπερή πρασινόλευκη μπογιά
και βάφαμε καντράν ρολογιών με ένα μικρό πινέλο
το ένα νούμερο μετά το άλλο, το ένα καντράν μετά το άλλο,
όλη την ημέρα, εκεί, τα παίρναμε από τα ράφια
που βρίσκονταν πλάι μας.
Μετά από λίγο, το πινέλο έχανε το σχήμα του,
και τα αφεντικά μάς είπαν να το ισιώνουμε με τα χείλη μας.
- Αυτό ήταν επιστήμη;
[…]
Ακούσαμε την επιστήμονα στη Γαλλία, Marie Curie,
να λέει πως δεν μπορούσε να πιστέψει «τον τρόπο
που δουλεύαμε» και που γευόμασταν
αυτό το όμορφο χρώμα εκατό φορές την ημέρα.
Τώρα, ακόμα και τα ετοιμόρροπα οστά μας
θα λάμπουν για πάντα στη μαύρη γη.
..................................................................................
Σημειώσεις
Living in the earth-deposits of our history
Today a backhoe divulged out of a crumbling flank of earth
one bottle amber perfect a hundred-year-old
cure for fever or melancholy a tonic
for living on this earth in the winters of this climate.
Today I was reading about Marie Curie:
she must have known she suffered from radiation sickness
her body bombarded for years by the element
she had purified
It seems she denied to the end
the source of the cataracts on her eyes
the cracked and suppurating skin of her finger-ends
till she could no longer hold a test-tube or a pencil
She died a famous woman denying
her wounds
denying
her wounds came from the same source as her power.
“We sat at long tables side by side in a big
dusty room where we laughed and carried
on until they told us to pipe down and paint.
The running joke was how we glowed,
the handkerchiefs we sneezed into lighting
up our purses when we opened them at night,
our lips and nails, painted for our boyfriends
as a lark, simmering white as ash in a dark room.
“Would you die for science?” the reporter asked us,
Edna and me, the main ones in the papers.
Science? We mixed up glue, water and radium
powder into a glowing greenish white paint
and painted watch dials with a little
brush, one number after another, taking
one dial after another, all day long,
from the racks sitting next to our chairs.
After a few strokes, the brush lost its shape,
and our bosses told us to point it with
our lips. Was that science?
I quit the watch factory to work in a bank
and thought I’d gotten class, more money,
a better life, until I lost a tooth in back
and two in front and my jaw filled up with sores.
We sued: Edna, Katherine, Quinta, Larice and me,
but when we got to court, not one of us
could raise our arms to take the oath.
My teeth were gone by then. “Pretty Grace
Fryer,” they called me in the papers.
All of us were dying.
We heard the scientist in France, Marie
Curie, could not believe “the manner
in which we worked” and how we tasted
that pretty paint a hundred times a day.
Now, even our crumbling bones
will glow forever in the black earth.”