Έβαζες ψεύτικες φωνές,
γελούσες κι έκανες πως κλαιςκι εγώ παιδί, α ρε μαμά.
Πίσω μου τρέχεις μια ζωή
με ένα πιάτο και μια ευχή.
Τότε με κράταγες σφιχτά,
τώρα κοιτάς από μακριά.
Μέσα απ' τα δόντια να μιλάς,
σ' ακούω σαν τώρα, μη με σκας.
Δε θα σε ανεχτεί κανείς,
θα πας χαμένος, θα το δεις, α ρε μαμά.
Α ρε μαμά.
Ύστερα λόγια στο χαρτί,
συγγνώμη, σ' αγαπώ πολύ,
είμαι εδώ, α ρε μαμά.
Ζωγράφιζες και μια καρδιά,
με νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Άβε Μαρία.
Άβε Μαρία.
Χανόσουνα στη μουσική,
εσύ γινόσουν το παιδί
κι εγώ ένας άγγελος στη γη
να σε προσέχω μια ζωή.
Τις πόρτες άνοιγες στο φως,
να μπει ο ήλιος κι ο θεός,
να μας φυλάει, α ρε μαμά.
Τα βράδια ήσουν μια αγκαλιά
κι ανάμεσα απ' τα φιλιά
έκανες τη φωνή λαγού,
το λύκο και την αλεπού.
Και όταν γύριζα αργά,
θα σου τα πάρω τα κλειδιά,
θα βρεις τις πόρτες πια κλειστές,
θα με πεθάνεις, αυτό θες; α ρε μαμά.
Α ρε μαμά.
Ύστερα λόγια στο χαρτί,
συγγνώμη, σ' αγαπώ πολύ,
είμαι εδώ, α ρε μαμά.
Ζωγράφιζες και μια καρδιά,
με νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Άβε Μαρία.
Άβε Μαρία.
Χανόσουνα στη μουσική,
εσύ γινόσουν το παιδί
κι εγώ ένας άγγελος στη γη
να σε προσέχω μια ζωή.
Μαμά που πας;
Που πας μαμά;
Μαμά που πας;
Έτσι τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου το τραγούδι για τη Μαμά με τα λόγια του Οδυσσέα Ιωάννου, αποδίδοντας στα ελληνικά το ομώνυμο τραγούδι του Σαρλ Αζναβούρ.
Α ρε μαμά, α ρε μαμά...