Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιακωβίδης Γεώργιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιακωβίδης Γεώργιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

Κωνσταντίνος Καβάφης, Κεριά

Γεώργιος Ιακωβίδης, Το κερί της βλάχας

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

 Η καλή και η άσχημη όψη της ζωής, βαραίνει η καλή, η αισιόδοξη,  μα στις μνήμες μας χωρούν και τα σβυσμένα κεριά, κρύα, κυρτά, λυωμένα, που μας λυπεί σαν περάσει από μπροστά μας η εικόνα από το πρώτο τους το φως το χρυσό, το ζωηρό. 

Θάλεγε κανείς πως ο Γερμανός καλλιτέχνης Gerhard Richter εμπνεύστηκε από τον Καβάφη την ιδέα για τον πίνακα "Δυο κεριά", το ένα στο σκοτεινό φόντο που λυώνει πιο γρήγορα, το άλλο πιο ζωηρό.

Gerhard Richter, Zwei Kerzen (https://www.gerhard-richter.com/en/art/paintings/photo-paintings/candles-6/two-candles-6475)

Ήταν μια μέρα σαν κι αυτή που γεννήθηκε ο Αλεξανδρινός ποιητής της οικουμένης Κωνσταντίνος Καβάφης, ίδια κι η μέρα που τα κεράκια του έσβυσαν όλα, που σώθηκε το λάδι.

Όχι ότι χρειαζόταν αφορμή για την ανάρτηση, αλλά ήταν ένα κίνητρο το όμορφο αφιέρωμα με το ποίημα Κεριά και τη σχετική ανάλυση στον ιταλικό ιστότοπο για το βιβλίο και τον πολιτισμό Libreriamo που μου κοινοποίησε πρωί πρωί ένα φίλος.Και να πώς το μεταφράζει στα ιταλικά ο Filippo Maria Pontani.

Candele

Stanno i giorni futuri innanzi a noi
come una fila di candele accese,
dorate, calde e vivide.
Restano indietro i giorni del passato,
penosa riga di candele spente:
le più vicine danno fumo ancora,
fredde, disfatte, e storte.
Non le voglio vedere: m’accora il loro aspetto,
la memoria m’accora il loro antico lume.
E guardo avanti le candele accese.
Non mi voglio voltare, ch’io non scorga, in un brivido,
come s’allunga presto la tenebrosa riga,
come crescono presto le mie candele spente.

 

Στα αγγλικά, η μετάφραση του Daniel Mendelsohn όπως το βρήκα δημοσιευμένο στο twitter από τον @CCavafy:


Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Τι έγιναν τα παιδιά του Καρόλου Ντίκενς;

Γ. Ιακωβίδη "Η προσφυγοπούλα ή Κοιμισμένη ανθοπώλις"
(Εθνική ΠΙνακοθήκη)



Χάθηκαν προσωρινά, γίνανε σκιές,
με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα
μέσα από την ομίχλη,
πιάνουν την άκρη του παλτού μου.
Χειμώνας είναι γι αυτά, βαρύς, με χιόνια.
Με παπούτσια χαλασμένα, με αισθήματα
κουρέλια τριγυρνάνε άσκοπα στους δρόμους,
κάτω από φανάρια του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Το χιόνι σφυρίζει και τα χτυπάει αλύπητα.
Προσπαθεί να τα σβήσει από τις σελίδες των
βιβλίων. Αυτά όμως επιμένουν να τριγυρνάνε
στη μνήμη μας, να μας τυραννούν, να μας συντροφεύουν.
Χλομά και πεινασμένα μας περιμένουν
στη γωνιά, με τους ώμους να διψούν
για χάδι. Σούρουπο τα είδαμε για πρώτη
φορά και μα έφεραν τα πιο παράτολμα σχέδια.
Εκεί που σβήνει η μουσική, κρύβονται φοβισμένα
τα παιδάκια κοιτώντας το φεγγάρι.



Το ποίημα "Τι έγιναν τα παιδιά του Καρόλου Ντίκενς" του Γιάννη Κοντού (από τη συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα», Κέδρος, 1997) αναθυμήθηκα διαβάζοντας στη σελίδα του BBC  για τη χριστουγεννιάτικη ιστορία που έγραψε ο Κάρολος Ντίκενς το 1843. Δύσκολη περίοδος για τη Βρετανία, η βιομηχανική επανάσταση στο ζενίθ και από κοντά οικονομική κρίση, αύξηση τιμών, ανεργία και πείνα, πολλή πείνα, πεινασμένα παιδιά και ολόκληρες οικογένειες στους δρόμους. Πεινασμένη δεκαετία του 19ου αιώνα είπαν εκείνη τη δεκαετία του '40. Και ο Ντίκενς, βλέποντας τις εικόνες αυτές και βλέποντας τη φτώχεια, την αδυναμία και τη μιζέρια στις ζωές των παιδιών, έγραψε μια νουβέλα με τίτλο A Christmas Carol: A Ghost Story of Christmas, με τη σκέψη να δώσει λίγη χαρά κι αισιοδοξία στους ανθρώπους, να τους κάνει να θυμηθούν και να νοσταλγήσουν τις καλύτερες μέρες που είχαν ζήσει, να νιώσουν την αξία της αγάπης και της αλληλεγγύης.


Η πρώτη έκδοση του A Christmas Carol του Ντίκενς κυκλοφόρησε στις 19 Δεκεμβρίου 1843

Πρωταγωνιστής ο τσιγκούνης, ιδιότροπος και αγέλαστος Σκρούτζ. Αγέλαστος; Όχι για πάντα...

Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀσταμάτητα. Τὸ δωμάτιο ἦταν μᾶλλον κρύο, γιατί τὰ λιγοστὰ κάρβουνα στὴ σόμπα δὲν ζέσταιναν ἀρκετά. Ὄχι ὄχι ἔλειπαν τοῦ Σκροῦτζ τὰ χρήματα γιὰ ν᾿ ἀγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Ἀλλὰ ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ ἦταν ἕνας φοβερὸς τσιγκούνης! Στὸ διπλανὸ δωμάτιο, χωρὶς θερμάστρα, ἐργαζόταν ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, ὁ κλητήρας του, ποὺ ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χαμογελαστὸς ἄντρας μπῆκε στὸ γραφεῖο.

«Θεῖε, Καλὰ Χριστούγεννα!».

«Κακά, ψυχρὰ κι ἀνάποδα...» γκρίνιαξε ὁ Σκροῦτζ.

«Θεῖε μου, μὴ μουτρώνεις. Ἦρθα νὰ σὲ καλέσω γιὰ τὸ μεσημέρι», εἶπε ὁ Φρέντ, ὁ ἀνιψιός του.

Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ποτέ του δὲν γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα. Τὰ θεωροῦσε χάσιμο χρόνου. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Σκροῦτζ δὲ χάλασε τὸ κέφι τοῦ Φρέντ. Ἔφυγε χαμογελαστός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντάλλαξε εὐχὲς μὲ τὸν Μπὸμπ Κράτσιτ.

Λίγα λεπτὰ ἀργότερα χτύπησαν τὴν πόρτα. Ὁ ὑπάλληλος ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξει. Παρουσιάστηκαν δυὸ κύριοι.

«Ἐδῶ εἶναι ἡ ἑταιρεία Σκροῦτζ καὶ Μάρλεϊ;» ρώτησε ὁ πρῶτος.

«Ὁ συνέταιρός μου, ὁ Μάρλεϊ, πέθανε σὰν ἀπόψε πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια», τοῦ ἀπάντησε ψυχρὰ ὁ Σκροῦτζ.

«Τὰ συλλυπητήρια μου», εἶπε ὁ δεύτερος.

«Ἐμεῖς κάνουμε ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχούς. Αὔριο, ποὺ ξημερώνει μέρα χαρᾶς, ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ συνδρομή σας;».

Ὁ γέρο-σπαγκοραμμένος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξοδέψει οὔτε μία πένα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπάντησε ἀρνητικὰ στοὺς δυὸ ἐπισκέπτες.

...................................................................................

«Ποιὸς εἶναι;» ρώτησε ἔκπληκτος ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Σκροῦτζ γυρνώντας τὸ κεφάλι του.

«Ὁ θεῖος σου ὁ Σκροῦτζ», τοῦ ἀπάντησε. «Ἦρθα γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι ποὺ μὲ κάλεσες!».

Ὁ Φρὲντ καὶ ἡ γυναίκα του χάρηκαν πολὺ ποὺ τελικὰ ὁ Σκροῦτζ ἀποφάσισε νὰ τοὺς κάνει τὴν τιμή. Καὶ ἡ γιορτὴ ἐξελίχτηκε θαυμάσια. Τὸ γεῦμα ἦταν νοστιμότατο. Ἀκολούθησαν μουσικὴ καὶ χορός. Ἔπαιξαν διάφορα διασκεδαστικὰ παιχνίδια καὶ φυσικὰ παντομίμα. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἐκείνη ἡ ξέφρενη χαρὰ ποὺ ἔνιωθε μέσα του ὁ Σκροῦτζ.

Τὴν ἑπομένη, ὁ Σκροῦτζ πῆγε πολὺ νωρὶς στὸ γραφεῖο. Ἤθελε νὰ κάνει ἔκπληξη στὸν κλητήρα του, ποὺ ἤξερε ὅτι θὰ ἀργοῦσε νὰ φανεῖ στὴ δουλειά. Καὶ πράγματι, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἦρθε λίγο πρὶν τὶς δέκα. Κάθησε ἀθόρυβα στὴ θέση του, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Σκροῦτζ δὲ θὰ ἔπαιρνε εἴδηση τὴν καθυστέρησή του.

«Ἄαα!» γκρίνιαξε τότε ὁ Σκροῦτζ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὸ γνωστὸ κακότροπο ὕφος του. «Τί σημαίνει πάλι αὐτό;».

«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, «δὲν πρόκειται νὰ ξαναργήσω».

«Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ δίνεις τέτοιες ὑποσχέσεις;» τοῦ εἶπε μουτρωμένος ὁ Σκροῦτζ. Ὁ Μπὸμπ ἄρχισε νὰ τρέμει. Φοβήθηκε τὴν ἀπόλυση.

«Πάντως, γιὰ τούτη τὴ φορά...» συνέχισε ὁ Σκροῦτζ «νομίζω ὅτι πρέπει νὰ σοῦ αὐξήσω τὸ μισθό σου!».

Κατάπληκτος ὁ Μπὸμπ σκέφτηκε νὰ τρέξει γιὰ βοήθεια. Νόμισε ὅτι ὁ ἐργοδότης του τρελάθηκε!

«Καλὰ Χριστούγεννα, ἀγόρι μου», τοῦ εἶπε τότε ἤρεμος καὶ χαμογελαστὸς ὁ Σκροῦτζ, μὲ τρόπο τόσο εἰλικρινῆ, ὥστε τελικὰ τὸν ἔπεισε ὅτι τὰ εἶχε τετρακόσια. «Καὶ ὄχι μόνο θὰ σοῦ κάνω αὔξηση, ἀλλὰ θὰ βοηθήσω καὶ τὴν οἰκογένειά σου. Πήγαινε, ὅμως, πρῶτα σὲ παρακαλῶ, νὰ ἀγοράσεις κι ἄλλα κάρβουνα, θὰ ζεσταθοῦμε καλὰ κι ἔπειτα καθισμένοι δίπλα στὴ φωτιὰ θὰ συζητήσουμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες.

Ὁ Σκροῦτζ κράτησε τὸ λόγο του. Καὶ σύντομα ὁ μικρὸς Τὶμ ξεπέρασε τὴν ἀρρώστια, ἀπέκτησε δυνάμεις κι ἔγινε ἕνα γελαστὸ καὶ ὄμορφο ἀγόρι, ποὺ ὁ Σκροῦτζ τὸ φρόντισε σὰν νὰ ἦταν δικό του παιδί. Ὁ πρώην τσιγκούνης ἔγινε πολὺ γενναιόδωρος κι ἦταν πάντα εὐγενικός με ὅλους. Μερικοὶ βέβαια τὸν κορόιδεψαν γιὰ τὴ μεταβολὴ τοῦ χαρακτήρα του. Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ δὲν ἐνοχλήθηκε γιατί, ὅπως εἶπε πολὺ σοφά: «Καλύτερα νὰ σὲ περιγελοῦν παρὰ νὰ σὲ περιφρονοῦν!».

Ὁ Σκροῦτζ δὲν ξαναεῖδε τὰ πνεύματα. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅπως λένε, δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ γιορτάζει καλύτερα τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸν Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ.

Τα παιδιά του Ντίκενς ακόμη περιμένουν ένα χάδι, κι αυτό τον πεινασμένο 21ο αιώνα!

Καλά Χριστούγεννα!

--------------------------------------------------
Σημείωση
Στα ελληνικά, το βιβλίο κυκλοφορεί με τους τίτλους "Χριστουγεννιάτικη ιστορία" ή "Χριστουγεννιάτικα κάλαντα". Το παραπάνω απόσπασμα είναι πιστή αντιγραφή από εδώ