Ακόμα τούτη η άνοιξη, το δάκρυ δε στεγνώνει, δάκρυ στα μάτια ποταμός, κυλάν ποτάμια οι χρόνοι.
Δεν είναι τούτη άνοιξη, δεν είναι καλοκαίρι. Μόν' είναι σύννεφο βαρύ, βαρύ, χειμώνας το 'χει φέρει.
Αν είναι να θερίσουμε, να μπούμε για τ' αλώνι, τι μου φωνάζει ο κύρης μου κι η μάνα με μαλώνει.
Δεν είναι τούτη άνοιξη, δεν είναι καλοκαίρι. Μόν' είναι σύννεφο βαρύ, βαρύ, χειμώνας το 'χει φέρει.
Χειμώνας εκρατάει πολύ, η νύχτα όλο μακραίνει, τσακάλι πέφτει στο μαντρί και τρώει και δε χορταίνει.
Δεν είναι τούτη άνοιξη, δεν είναι καλοκαίρι. Μόν' είναι σύννεφο βαρύ, βαρύ, χειμώνας το 'χει φέρει.
Έτσι ένιωσε ο Βαγγέλης Γκούφας* την Άνοιξη το 1974 όταν έγραψε τους στίχους των τραγουδιών για τη θεατρική παράσταση του Γ. Ρούσσου «Μαντώ Μαυρογένους» σε σκηνοθεσία Κώστα Μιχαηλίδη. Έπαιζαν Αλίκη Βουγιουκλάκη, Μάνος Κατράκης, Νικήτας Τσακίρογλου, Βύρων Πάλλης, Άννα Παϊταζή κ.ά. Τα τραγούδια της παράστασης περιλαμβάνονται στον δίσκο «Προδομένος λαός», τη μουσική έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης και τραγούδησαν η Χάρις Αλεξίου, ο Κώστας Σμοκοβίτης και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Το τραγούδι για την Άνοιξη ερμηνεύεται από τον Κώστα Σμοκοβίτη.**
Θα μπορούσε να πει κανείς ... ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα; ή η ιστορία συνεχίζεται ή κάνει κύκλους; και ο αγώνας συνεχίζεται; Ναι, ο αγώνας συνεχίζεται, μα οι ήττες πολλές, οι απώλειες πολλές, οι ελπίδες τσακίζονται στα βράχια αντιλαϊκών και ιδιοκτησιακών, αλλά και αδέξιων, αδιέξοδων και μίζερων τακτικών και πολιτικών, ευτυχώς πάντα γεννιούνται νέες, ελπίζουμε στην άνοιξη. Και γι' αυτό επιλέγουμε ως εικόνα τον Ανοιξιάτικο χορό, έναν δοξαστικό χορό για την Άνοιξη, του Μέμου Μακρή. Γιατί, όπως έγραψε ο μεγάλος Οδυσσέας Ελύτης, «την άνοιξη αν δεν την βρεις την φτιάχνεις». Εκεί είμαστε, να φτιάξουμε την Άνοιξη. Μπορούμε; Θέλουμε;
* Για τον Βαγγέλη Γκούφα (και ... Βρανά στα χρόνια των κυνηγητών) είχα γράψει σε παλαιότερη ανάρτηση με αφορμή τον θάνατό του το 2016. Για τον Μίκη εδώ όλες οι αναρτήσεις.
Κοιμήθηκα κοιμήθηκα στου γιασεμιού την ευωδιά στην ερημιά του φεγγαριού στο κυματάκι του γιαλού Οι άνθρωποι μ’ αρνήθηκαν κανείς δεν μου σιμώνει μόνο μου κάνει συντροφιά της νύχτας το τριζόνι
Έννοια σου, λέει, έννοια σου κι εγώ είμαι εδώ κοντά σου για συντροφιά στην έγνοια σου και για παρηγοριά σου
Τρι και τρι και τρι και τρι τι πικρή που ’ναι η ζωή τι γλυκιά και τι πικρή τρι και τρι και τρι και τρι
Κοιμήθηκε κοιμήθηκε στων αρχαγγέλων τη σκιά, στων γιασεμιών την ευωδιά ο Μίκης. Διάλεξα το τραγούδι με την ερμηνεία του Πέτρου Πανδή γιατί θεώρησα πιο ταιριαστό για τη μέρα (αν και υπάρχουν πολύ καλές ερμηνείες από Ντόρα Γιαννακοπούλου, Σούλα Μπιρμπίλη κ.ά.). Εδώ παραπέμπω από δίσκο με μπαλάντες του Μίκη (https://music.youtube.com/watch?v=5TcE8Yj7vY8). Στη συλλογή μου έχω έναν άλλο δίσκο LP με ζωντανές ηχογραφήσεις από συναυλίες στην Ευρώπη.
Το εξώφυλλο του δίσκου με τον Πέτρο Πανδή
Το οπισθόφυλλο του δίσκου
Το Μουσικό Σύμπαν του Μίκη ήταν τεράστιο. Η παρακάτω εικόνα είναι μέρος από το σύμπαν αυτό, σχεδιασμένο από τον ίδιο σε
σελίδες Α4 (ανάμεσα στα έργα, διακρίνεται
και η συλλογή "Μικρές Κυκλάδες" που περιέχει το τριζόνι). Πηγή της εικόνας είναι το εκπαιδευτικό υλικό (εγχειρίδιο και δύο CD) με τίτλο Μίκη Θεοδωράκη Ιστορίεςπου παρήγαγε το 2005 η Νομαρχία Χανίων στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 80χρονα ου Μίκη. Ένα αξιόλογο έργο που παρουσιάζει το σύμπαν του Μίκη Θεοδωράκη με σεβασμό και αγάπη. Τότε μοιράστηκε στα σχολεία των Χανίων, όμως πιστεύω θα άξιζε οι φορείς να επανέλθουν με επικαιροποίηση και ευρύτερη δημοσιοποίηση.
Ο Μίκης σήμερα αναπαύθηκε στη φιλόξενη γη του Γαλατά!
Και να τί λέει για τον Γαλατά (περιέχεται στο δεύτερο CD του παραπάνω έργου):
Κοιμήθηκα κοιμήθηκα στων αρχαγγέλων τη σκιά στων φύλλων το μουρμουρητό στων άστρων το χρυσό γιαλό Τι να ’φταιξα της μοίρας μου κι έτσι με φαρμακώνει μονάχα μου αποκρίνεται της νύχτας το τριζόνι
Είμαι μικρό πολύ μικρό μα είναι ο Θεός μεγάλος αυτό ποτέ δε θα σ’ το πω μήτε κανένας άλλος
Τρι και τρι και τρι και τρι τι πικρή που ’ναι η ζωή τι γλυκιά και τι πικρή τρι και τρι και τρι και τρι
Σημ. Η πρώτη φωτογραφία είναι από τη συναυλία που έδωσε ο Μίκης στις 17 Σεπτεμβρίου 1951 στα Χανιά (πηγή: ιστότοπος του Παγκρήτιου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκηhttps://mikisguide.gr/).
Χρόνια σαν τα φτερά. Τι θυμάται τ’ ακίνητο κοράκι; τί θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων; Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει. Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή. Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ’ αστέρια ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ’ τον αγέρα την άλλη θάλασσα σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν κοιτάζοντας ένα κοράκι σ’ ένα ξερό κλωνί, τι θυμάται. Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ’ αυτό το πουλί χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα. Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται; Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή. Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα τάχα να βαραίνει πουθενά; Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη στρώνοντας το πέλαγο ώς πέρα στον ορίζοντα στα νησιά. Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ’ απ’ τη βροχή· τι θυμάται η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη, σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας δε σώνει η δική μου πνοή, ποιος θα το μετακινήσει; ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα — ένα ξαφνισμένο στήθος ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή. Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου χαϊδεύοντας τ’ όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά…
Το παραπάνω ποίημα "Raven” του Γιώργου Σεφέρη μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και αφιέρωσε στον Γιάννη Χρήστου όταν πέθανε το 1970 (σκοτώθηκε μαζί με τη γυναίκα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα). Γράφει στο βιβλίο του «Ανατομία της Μουσικής» (είχα γράψει συνολικά για το βιβλίο εδώ):
[…] Βρισκόμουν τότε στον Ωρωπό και συγκλονίστηκα. Του αφιέρωσα το «Raven» ως ελάχιστο δείγμα αγάπης και εκτίμησης.
Στις 20 Απριλίου του 1967, την παραμονή της δικτατορίας, μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Όπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι του 1967 θα παρουσιάζαμε στον Λυκαβηττό έργα μετασυμφωνικής μουσικής (λαϊκά ορατόρια) διαφόρων Ελλήνων συνθετών και ανάμεσά τους και του Γιάννη Χρήστου, που με εξουσιοδότησε να αναφέρω στην πρες-κόνφερανς που θα έδινα την επομένη, δηλαδή την 21η Απριλίου, ότι θα παρουσίαζε έργο του (Ορατόριο) ειδικά γραμμένο για μας.
Λίγο καιρό πριν είχε έλθει σπίτι μου, μαζί με τον φίλο συνθέτη Νίκο Μαμαγκάκη, για να μου πει ότι άκουσε το «Άξιον Εστί» και ότι αρχίζει να πιστεύει ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί προς κάποια λύση…
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο Χρήστου, όπως κάθε δημιουργός, έψαχνε, δραματικά θα λέγαμε, να βρει τη «λύση» μέσα στο χάος που είναι η σύγχρονη μουσική. Γνήσιος συνθέτης με δημιουργικούς χυμούς, φιλοδοξούσε να συνθέσει έργα ζωντανά και όχι ρομπότ ή Φράνκεστάιν… Έθετε ίσως και αυτός το ερώτημα: «Για ποιον γράφω; Με ποιον θέλω να συνομιλήσω; Σε ποιον απευθύνομαι;»
Ο Μίκης αυτά τα ερωτήματα έθετε ο ίδιος στη ζωή του και στο έργο του. Σήμερα κλείνει τα 94. Νάναι καλά και να ξεπεράσει τα εκατό!
Tο
Ζαχαροπλαστείο "Πέτρογραδ" της οικογένειας Γιάκοβλεφ. Ανοιξε το 1935
στην οδο Σταδίου 29 και έκλεισε το 1969. (Πηγή)
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο βιβλίο του «Ανατομία της Μουσικής» (είχα γράψει εδώ), κάνει εκτενή αναφορά στον Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949), τον οποίο αγαπά και κάνει παρέα μέχρι τον θάνατό του (ήταν μόλις 25 χρονών τότε ο Μίκης) παρότι δεν δείχνει να τρέφει τα ίδια φιλικά αισθήματα για όλη τη μουσική του και για το ρεύμα της «πρωτοποριακής» μουσικής, που εκπροσωπείται τότε κυρίως από τον Σένμπεργκ (για τον οποίο, μάλιστα, γράφει ότι η συμβολή του περιορίζεται «στην προσφορά νέων αρμονικών και μελωδικών τρόπων… παρά στην ίδια τη δημιουργία»). Ας αφήσουμε όμως στους ειδικούς τη μουσική αποτίμηση και ας δούμε την πιο προσωπική προσέγγιση του Μίκη για τον άνθρωπο και μουσικό Σκαλκώτα.
[…] Μέχρι προχτές ζούσε ανάμεσά μας ο σιωπηλός συνθέτης. Πού ήσαν τότε οι φίλοι του νεκρού Σκαλκώτα; Μήπως δεν ήταν γνωστό σε όλους το πλούσιο έργο του, το βάθος του χαρακτήρα του, η σοβαρότητα της μόρφωσής του; Κι όμως ο Σκαλκώτας ξεχάστηκε πίσω απ’ το τελευταίο αναλόγιο της Κρατικής, ως την ώρα που έσβησε πάνω στην ακμή της ηλικίας του. Θλιβερή κοινωνία, θλιβεροί «φίλοι», ν’ αγαπούνε πιότερο τους νεκρούς από του ζωντανούς.
Τον θυμάμαι τον Νίκο Σκαλκώτα όταν πηγαίναμε μαζί στο ζαχαροπλαστείο της οδού Σταδίου «Πέτρογκραντ», ιδιοκτησίας του συνθέτη ελαφράς μουσικής Νίκυ Γιάκοβλεφ. Πεινασμένοι περιμέναμε στο γωνιακό τραπεζάκι να μας φέρει από μια μπύρα και ένα πιροσκί. Αυτή ήταν η αμοιβή μας! Μετά ο Γιάκοβλεφ καθόταν στο πιάνο και αφηνόταν στους αυτοσχεδιασμούς. Ήθελε να γράψει κοντσέρτο για πιάνο. Μόνο που δεν ήξερε καλά μουσική. Έτσι εμείς, ο Σκαλκώτας κι εγώ, σημειώναμε στο πεντάγραμμο ό,τι μπορούσαμε. Αυτή η χαμάλικη δουλειά του Σκαλκώτα ήταν τεράστια. Μπορούσε να δουλεύει νύχτες ολόκληρες νηστικός για λογαριασμό ξένων προκειμένου να κερδίσει λίγες δραχμές. Την ημέρα πήγαινε στις πρόβες της Κρατικής. Σιωπηλός, θα ’λεγα φοβισμένος, σπάνια μιλούσε. Πάντα ευγενικός μέχρι υπερβολής. Δεχόταν με χαμόγελο τις ειρωνείες που του πετούσαν «ευγενικά» οι συνάδελφοί του σε κάθε πρώτη εκτέλεση έργου του.
Και όταν πέθανε ξαφνικά, η ορχήστρα τήρησε ενός λεπτού σιγή για τον «τύπο αυτόν που χάθηκε», όπως είπαν τότε κάποια επίσημα χείλη… Πού ήσαν, αλήθεια, όλον αυτόν τον καιρό οι φίλοι του ζωντανού Σκαλκώτα;
Μπορώ να πω ότι αγαπούσα πολύ τον Σκαλκώτα κι εκείνος με τιμούσε με την αγάπη και τη φιλία του. Ίσως να ήμουν απ’ τους ελάχιστους που μαζί τους κουβέντιαζε για το έργο του και συχνά με καλούσε στο σπίτι του να δω τις παρτιτούρες που έγραφε εκείνη την εποχή. Ήξερα ότι είχε πολύ δυνατό αυτί. Η τεχνική του ήταν άρτια. Πολλές φορές όμως του παρατήρησα ότι φόρτωνε υπερβολικά την ορχήστρα του. Κάθε μέρα έβλεπα νέες γραμμές. Ένα πυκνό, όλο και πιο πυκνό κοντραπούντο. Όταν παίζαμε το έργο στην Κρατική – έπαιζα τότε κι εγώ – με τις λίγες πρόβες και το σχετικά χαμηλό επίπεδο πολλών μουσικών, ακούγονταν όλα μπερδεμένα, χαοτικά. Δεν ήταν, όμως, μόνον αυτό η αιτία. Για μένα, έφταιγε κυρίως το γράψιμο. Ήμουν σίγουρος ότι από ένα σημείο και πέρα δεν τον ενδιέφερε τόσο το ακουστικό φαινόμενο, αλλά πιο πολύ το γεγονός ότι όλες αυτές οι γραμμές υπήρχαν σαν σκέψεις, σαν ιδέες επάνω στο χαρτί.
Είχαν διατυπωθεί, στριμωγμένες θα ‘λεγες από μια εσωτερική διανοητική και ψυχική αναγκαιότητα να ζήσουν ιδανικά – υποκειμενικά – φυλακισμένες στο πεντάγραμμο, κάθε μία γραμμή με τη δική της ιστορία. […]
Και συνεχίζει παρακάτω μ’ ένα σημείωμα που είχε δημοσιεύσει στις 2 Νοεμβρίου του 1952 στην «Προοδευτική Αλλαγή»:
Εκείνος που θα ήθελε να έχει μια άμεση και γνήσια επαφή με ό,τι ονομάζουμε στη μουσική «φορμαλισμό», δεν έχει παρά ν’ ακούσει το “Largo Ostinato” του Νίκου Σκαλκώτα… Το έργο του, πολυσύνθετο, πλατύ, δε βρήκε στον καιρό του αξιόλογη απήχηση εξόν απ’ τους «χορούς» του.
Δεν είναι, όμως, που η εποχή του δεν τον κατάλαβε. Η αιτία βρίσκεται μέσα στις ίδιες του τις συνθέσεις, με το ακαθόριστο, το σκοτεινό τους περιεχόμενο, την εγκεφαλική τους διάθεση, τον μηδενιστικό τους προσανατολισμό.
Ναι ο Σκαλκώτας ήταν ένας φορμαλιστής. Η λεπτή, η τρομακτικά ευαίσθητη φύση του, τυλίχτηκε ασφυκτικά απ’ τους πλοκάμους μιας σαπισμένης, δίχως ορίζοντα εποχής. Η σκληρότητα και η αδιαφορία των ανθρώπων τον ανάγκασε να κλειστεί στον εαυτό του. Και όταν ακόμα σου μιλούσε, η φωνή του έπαιρνε έναν σιγανό, φοβισμένο τόνο, τα λόγια του με δυσκολία φτάνανε στ’ αυτιά σου. […]
Ήταν τότε 27 χρονών ο Μίκης, αγαπούσε τον Νίκο Σκαλκώτα και τον θεωρούσε «τραγική μορφή». Καταλήγοντας, ξεχωρίζει τον Σκαλκώτα και τον Χρήστου από «το κύκλωμα της λεγόμενης πρωτοποριακής μουσικής», όπως, λέει, εννοούν κάποιοι «ιδιόρρυθμοι εγκέφαλοι» την «κάθε είδους εκκεντρικότητα». Αυτοί, γράφει, «αποδείξανε ότι είναι γνήσιοι μουσικοί, γνήσιοι καλλιτέχνες και γνήσιοι δημιουργοί».
Με αφορμή, και όχι μόνο, το Έτος Σκαλκώτα που γιορτάζουμε φέτος.
.................................................
Σημειώσεις:
Πληροφορίες για το ζαχαροπλαστείο Πέτρογκραντ υπάρχουν στις ιστοσελίδες:
Θυμάμαι πως μου είπες μια λέξη Κι εγώ έκοψα λίγο χορτάρι με τις ρίζες γιομάτες από χώμα να τρίψω την καρδιά μου να ευωδιάσει.
Σου είπα πως όταν ήμουνα παιδί μου άρεσε να τυλίγομαι μες στο χώμα και να μιλώ με τις μακριές σκουληκαντέρες για τα μυστικά της γης. Μου φέρνει η κάθε μια κι από ‘να μήνυμα κι η φωνίτσα τους χάνεται μες στο θόρυβο που κάνουν οι λογής-λογής ρίζες καθώς χώνουνται όλο και βαθύτερα μες στη γης. Πώς τρομάζαμε όταν έσκαγε κάποιος σπόρος και ξεπήδαγε καινούριο φυτό...
Όχι δε μου άρεσε να κοιτάζω τ’ αστέρια μου φαίνονταν σαν πολύ μακρινά και ξένα ο Ήλιος μου αρέσει πιο πολύ ιδίως όταν το καλοκαίρι οι αχτίδες του χορεύουν πάνω στο δέρμα τραγουδώντας ένα παράξενο τραγούδι που τα λόγια του χάνουνται τώρα βαθειά μες στη μνήμη μου.
............................................
Στο παραπάνω ποίημα, αφιερωμένο σε μια Μυρτώ, ο συντάκτης του ήταν μόλις 21 ετών και υπογράφει ως Μιχ. Γ. Θεοδωράκης. Προφανώς είναι ο Μίκης και το ποίημα το αφιερώνει στην αγαπημένη του Μυρτώ, τότε φοιτήτρια Ιατρικής. Ολόκληρο το ποίημα εδώ: http://www.mikistheodorakis.gr/el/poems/?nid=4493.
Της έχει επίσης αφιερώσει τέσσερα τραγούδια σε ποίηση δική του και του Λορέντζου Μαβίλη. Διαβάζουμε για το έργο αυτό από το κανάλι του Γιώργου Βιδάκη στο youtube: Ο κύκλος τραγουδιών Έρως και θάνατος, είναι ένα από τα πλέον προσωπικά του συνθέτη. Πρόκειται για τέσσερα τραγούδια αφιερωμένα στη Μυρτώ Αλτίνογλου, σύντροφο ζωής του δημιουργού. Το πρώτο, Απρίλης, το συνέθεσε σε δικούς του στίχους στις 8 Απριλίου 1945, όπως αποκαλύπτει η ιδιόχειρη αφιέρωσή του, περιμένοντας τη Μυρτώ στη στροφή της Νέας Σμύρνης. Το δεύτερο, το Αν Γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη Χαρά, γεννήθηκε λίγες μέρες αργότερα, πάλι σε στίχους δικούς του. Και τα δυο είναι αμιγώς ερωτικά. Όταν το 1948, εκτοπισμένος στη Δάφνη της Ικαρίας, γνώρισε τα σονέτα του Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912), μελοποίησε δυο από αυτά, που γράφτηκαν το 1896: το Έρως και θάνατος και τη γνωστή Λήθη (Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε...), η οποία έχει αποτελέσει αντικείμενο μουσικού πόθου και άλλων Ελλήνων συνθετών.
Στον χώρο της μουσικής σύνθεσης υπάρχουν μια σειρά παραγόντων, μια σειρά προϋποθέσεων που πρέπει να εναρμονίζονται. Κατ' αρχήν πρέπει να υπάρχει η έμπνευση. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η βασική λειτουργία. Είναι ο σπόρος σε σχέση με τον φυτικό και το σπέρμα σε σχέση με τον ζωικό κόσμο.
Στη λειτουργία της μουσικής, η έμπνευση εμφανίζεται σαν μια ηχητική ενόραση, σαν ένα ηχητικό σχήμα· ακόμα ακόμα και σαν μια ηχητική διάθεση. Πού βρίσκεται ο ήχος; Ο ήχος βρίσκεται μέσα στο μυαλό, στη φαντασία του συνθέτη. Τον "ακούει", όπως ακούμε μέσα μας τα λόγια από κάποιο ποίημα ή κάποιο γνωστό κείμενο.
Αυτό το ηχητικό σχήμα παρουσιάζεται κατ' αρχήν 'άμορφο και αόριστο. Σαν μια διάθεση συναισθηματική-ψυχική. Σαν ένας ακαθόριστος ζωγραφικός πίνακας φτιαγμένος με ηχητικά χρώματα. Και όταν λέμε χρώματα, εννοούμε πραγματικά χρώματα. Σαν να υπάρχει δηλαδή πράσινος, κόκκινος, γαλάζιος ήχος.
...
Έτσι αρχίζει ο Μίκης Θεοδωράκης το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του "Ανατομία της Μουσικής" (Γνώσεις, 1990). Το βιβλίο αποτελείται από 19 κεφάλαια. Τα τρία πρώτα κεφάλαια είναι το περιεχόμενο δύο διαλέξεων που έδωσε για την παρουσίαση της Τρίτης Συμφωνίας του, στις 7 Μαρτίου 1983 στα Χανιά και στις 26 Απριλίου του ίδιου χρόνου στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ξεκινά σ' αυτά με την έμπνευση, το περιεχόμενο, τη μορφή, την κοινωνική και ιστορική σημασία της και με την αναδρομή στη δική του εμπλοκή με τον κόσμο της μουσικής, με τη μονοφωνική, τη συμφωνική και την έντεχνη λαϊκή περίοδο.
Συνεχίζει με τη λαϊκή και έντεχνη μουσική, με την απόλυτη μουσική, τη μελωδία και τη φούγκα, με τη συμφωνική μουσική, το γερμανικό πνεύμα και τον ιταλικό αισθησιασμό, με το Διονυσιακό και το Απολλώνιο πνεύμα, με τους συλλαβιστές, την ολιγαρχία και την αβάν-γκαρντ, με την ηλεκτρονική μουσική, με τη μουσική ως κοινωνικό φαινόμενο, με την παγκόσμια μουσική, με τη μυθολογία της μουσικής, με τους ποιητές, με την καταναλωτική τέχνη, με τη δημοτική και βυζαντινή μουσική· πολλές αναφορές σε μουσικούς για κάθε περίπτωση και διάχυτη παντού η ιδιαίτερη συμπάθεια, αγάπη στον Στραβίνσκι, το μεγάλο Ρώσο συνθέτη όπως και ο ίδιος τον αποκαλεί.
Πλούσιο το περιεχόμενο, αναφέρεται σε όλα τα θεωρητικά ζητήματα στο πεδίο της Μουσικής, όχι με διδακτικό, "ακαδημαϊκό" τρόπο, αλλά όπως νομίζει ότι θα γίνει κατανοητό. Και είναι, πράγματι, ένα βιβλίο που εύκολα διαβάζεται, όχι μόνο από μουσικούς, αλλά καθένα και καθεμιά μας που λίγο αγαπάμε τη μουσική. Δίνει στοιχεία από την προσωπική πορεία του και καταθέτει τις ιδεολογικές θέσεις του για την εξέλιξη, τις επιδράσεις, το ρόλο της μουσικής στις διάφορες εποχές. Κάνει εκτεταμένη αναφορά στην έντεχνη μουσική που την αντιπαραβάλλει με την ατονική, ενώ έχει μεγάλα κομμάτια αφιερωμένα στην ποίηση, με έμφαση στον Σολωμό που θεωρεί πρωτεργάτη της σύγχρονης ελληνικής ποίησης (είναι για μας, γράφει, ό,τι ο Μπαχ για τους Γερμανούς), χρησιμοποιεί μάλιστα αποσπάσματα από το σχετικό δοκίμιο του Βάρναλη "ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική".
Γράφει για την έμπνευση, την "ψυχική διαταραχή" όπως την αποκαλεί ο Στραβίνσκι (τον οποίο πολύ συχνά ανακαλεί):
Το κύριο χαρακτηριστικό είναι η ψυχική ευφορία και ένα αίσθημα αποστασιοποίησης από την πραγματικότητα. Ακόμα και τα πιο σημαντικά πράγματα ή γεγονότα μονομιάς χάνουν τη σημασία τους, μικραίνουν, γίνονται αδιάφορα.Υπάρχει ένα στοιχείο διαχρονικό, υπάρχει κάποιο μέγεθος πνευματικό, υπάρχει μια βαθιά χαρά που φωτίζει με άπλετο φως νου και ψυχή, καμιά φορά τόσο εκτυφλωτικά ώστε όλα τα υπόλοιπα γύρω να γίνονται σκοτεινά και δυσδιάκριτα. Εφήμερα. Γνωρίζω τότε ότι ήρθε η στιγμή της δημιουργίας...
Γράφει πολλά για τη μουσική έμπνευση που βρίσκεται στη ρίζα κάθε μουσικού έργου.Ακολουθεί "η εξόρυξη της πρώτης ύλης που είναι το μουσικό μοτίβο". Και ύστερα έρχεται "η παραπέρα μετάπλαση-μορφοποίηση της αρχέγονης μουσικής" που εξαρτάται από το κοινωνικό περιβάλλον, δηλαδή "την πνευματική, πολιτιστική, στάθμη της συγκεκριμένης κοινωνίας όπου γεννήθηκε και ζει ο συνθέτης". Η έμπνευση, γράφει, μπορεί να είναι αυθόρμητη ή λειτουργική. Όσο για το όνειρο...
Έχω κι εγώ μια εμπειρία συγκλονιστική. Ήταν την εποχή που έμενα στο υπόγειο του Μιχάλη κατσαρού στο Χαλάνδρι, αμέσως μετά τη Μακρόνησο, στα 1950-52. Κάποια νύχτα άκουσα με όλες του τις λεπτομέρειες ένα ολόκληρο συμφωνικό έργο για πιάνο και ορχήστρα. Νομίζω όμως ότι πίστευα πως δεν ήταν δικό μου. Ήταν του Σκαλκώτα ή του καλομοίρη. Κατάπληκτος και μαγεμένος έβλεπα σαφώς τον μαέστρο, τον πιανίστα, την ορχήστρα. Ήσαν όλοι ξένοι. Η μουσική ήταν πρωτότυπη. Κι εγώ θαύμαζα και ζήλευα τους υποθετικούς συνθέτες. Όμως για μια στιγμή συνειδητοποίησα ότι το έργο αυτό ήταν δικό μου. Μια απέραντη ψυχική ευφορία με κατέλαβε και θα πρέπει να γελούσα στο όνειρό μου. Το πρωί θυμόμουν σαφώς όλες τις λεπτομέρειες της σύνθεσης. Στη συνέχεια και για πολλά χρόνια προσπάθησα να βάλω στο χαρτί ό,τι μπόρεσα να συγκρατήσω. Ίσως ακόμα και σήμερα να υπάρχουν κατάλοιπα από κείνη τη συγκλονιστική βραδιά.
Κάνοντας αναδρομή στην εξέλιξη της μουσικής, αναφέρεται στη μονοφωνική περίοδο, περνά στην Αναγέννηση με τη συμφωνική, αρχικά θρησκευτικού περιεχομένου με Χαίντελ και Μπαχ και στη συνέχεια με Χάυντν, Μότσαρτ, Μπετόβεν, σημειώνοντας ότι "η συμφωνική μουσική αποτελεί καθαρά ταξικό φαινόμενο, από την άποψη ότι δημιουργείται αποκλειστικά μέσα στις κοινωνικές νησίδες των ταξικά προνομιούχων κύκλων της κάθε εποχής". Και αναφέρει χαρακτηριστικά το παράδειγμα της Ελλάδας όπου η μοναδική συμφωνική ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών ήταν ιδιωτική, ανήκε στις "περίφημες 100 οικογένειες" όπως γράφει (του Συλλόγου Αθηναίων) και είχε κανονισμό που δεν επέτρεπε την εκτέλεση έργων Ελλήνων συνθετών. Αυτό σταμάτησε όταν ο Φ. Οικονομίδης κατάφερε τον "φιλόμουσο Γερμανό γκαουλάιτερ στα 1941-42 να υπογράψει " το διάταγμα κρατικοποίησης της ορχήστρας.
Ξεκίνησε γράφοντας συμφωνική μουσική και μόνο από τη δεκαετία του '60 στράφηκε στην έντεχνη λαϊκή, αναζητώντας νέες φόρμες, αλλά και κάτω από την επίδραση, θα έλεγα εγώ, των κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων της εποχής και έχοντας ως δεδομένο ότι πάντα ήταν σκεπτόμενος και ανήσυχος. Έγραψε τον Επιτάφιο, συνέχισε με "μετασυμφωνική μουσική" - λαϊκό ορατόριο, Άξιον εστί, Πνευματικό εμβατήριο, Κάντο Χενεράλ - που τη διακρίνει από τη συμφωνική γιατί περιέχει λαϊκό τραγούδι, λαϊκά όργανα και λαϊκούς τραγουδιστές, συμφωνικά όργανα, χορωδιακά σύνολα, ποιητικό κείμενο. Έγραψε στη φόρμα "τραγούδι-ποταμός", Επιφάνεια Αβέρωφ, Κατάσταση πολιορκίας.
Αναφέρεται στην Τρίτη Συμφωνία του βασισμένη στο έργο του Σολωμού "η Τρελή Μάνα" (παρεμβάλλοντας τρεις βυζαντινές μελωδίες και τον στίχο του Καβάφη "Δεν έχει πλοίο διά σε, δεν έχει οδό"). Την έγραφε, λέει, σαράντα χρόνια, αρχίζοντας από τις αρχές της δεκαετίας του '40, από τον κήπο του στον Γαλατά Χανίων, μια κοιτάζοντας τα Λευκά Όρη "μεγαλόπρεπα, μακρινά, τυραννικά", την άλλη στρέφοντας το βλέμμα "στο απέραντο Κρητικό Πέλαγος".
Η κοινωνική και πολιτική διάσταση στον τρόπο που σκέφτεται και γράφει μουσική, έντεχνη ή συμφωνική, είναι φανερή σε όλο το βιβλίο. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν η ανάλυση των συμφωνικών του έργων, η σημασία και ο συμβολισμός των ποιητικών κειμένων που έχει χρησιμοποιήσει, η δική του ευαισθησία να αφουγκράζεται τα μηνύματα και τους τριγμούς των καιρών. Όπως έγινε με το ποίημα του φίλου του και συνεξόριστου στη Μακρόνησο Γιώργου Κουλούκη για τη νεαρή αντάρτισσα Αθηνά που εκτελέστηκε στην Τρίπολη το 1948, που συμπεριέλαβε στην Εβδόμη Συμφωνία του.
Γράφει κι άλλα, για τη γερμανική και την ιταλική μουσική, για την ατονική μουσική και τον Σένμπεργκ, για τις εθνικές σχολές, τη γαλλική, τη ρωσική, για τη μουσική στις χώρες της Αφρικής και τη δημιουργία της λαϊκής μουσικής, για τα εμπόδια που βρήκε (όπως την άρνηση των αμερικανικών υπηρεσιών στην Ελλάδα το 1952 να του δώσουν τη δυνατότητα να ταξιδέψει στην Αμερική για να διευθύνει έργο του ο Μητρόπουλος), για τον Μάλερ, τον Σοστακόβιτς, τον Ντεμπισύ και πολλούς άλλους, για τον Σκαλκώτα τον αγνοημένο από τους συμπατριώτες του, για πολλά που θα χρειάζονταν πολλές αράδες ακόμη. Θα μείνω μόνο σ' αυτό που γράφει:
"Η λαϊκή τέχνη, και πιο ειδικά η μουσική, χρειάζεται κοινωνικές συνθήκες που να εξασφαλίζουν την ελεύθερη συνείδηση".
Κοιμήθηκα κοιμήθηκα στου γιασεμιού την ευωδιά στην ερημιά του φεγγαριού στο κυματάκι του γιαλού Οι άνθρωποι μ’ αρνήθηκαν κανείς δε με σιμώνει Μόνο μου κάνει συντροφιά της νύχτας το τριζόνι
Έννοια σου λέει, έννοια σου Κι εγώ είμαι εδώ σιμά σου Για συντροφιά στην έγνοια σου Και για παρηγοριά σου.
Τρι και τρι και τρι και τρι Τι γλυκιά που είν’ η ζωή Τι γλυκιά και τι πικρή Τρι και τρι και τρι και τρι
Το τριζόνι, του Οδυσσέα Ελύτη σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και (πρώτη) εκτέλεση από τη Ντόρα Γιαννακοπούλου.
Τριζόνι, γρύλος (ή και τροξαλίδα στην Κρήτη) μας συντροφεύει με το τραγούδι του τις ήσυχες νύχτες στο χωριό.
"...Μέναμε στην αρχή, στο προάστιο Vitry με την οικογένεια του τραγουδιστή Αντώνη Καλογιάννη. Μετά νοικιάσαμε ένα διαμέρισμα στο προάστιο Villejuif. Τέλος, πήγαμε σ' ένα πολύ ωραίο διαμέρισμα στο δήμο του Ivry-sur-Seine, σε μικρή απόσταση με το μετρό από το κέντρο του Παρισιού. Το οικοδομικό συγκρότημα που βρισκόταν το διαμέρισμά μας είχε κτίσει ο Renaudie, ένας πολύ καλός αρχιτέκτονας. Τα σπίτια είναι από μπετόν γκρίζο, άβαφο και μοιάζουν σαν δαντέλες..." *
Μου 'χε μιλήσει για τον Καλογιάννη η Άννα. Και χθες βράδυ που έβλεπα μια πρόσφατη εκπομπή της Έλενας Κατρίτση από τη σειρά Προσωπικά με τον Αντώνη Καλογιάννη (δείτε την, αξίζει, ο Καλογιάννης είναι αυθεντικός), όταν προς το τέλος τον ρώτησε η δημοσιογράφος τι θάθελε να κρατήσει, είπε το "Κράτησα τη ζωή μου". Είναι το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη "Επιφάνια, 1937", που το τραγούδησε ο ίδιος αξεπέραστα πάνω στη μουσική του παντοτινού Μίκη Θεοδωράκη. Ένιωσα ότι ταιριάζει στην Αννούλα, τη Σολωμίτσα μας (είχα γράψει εδώ και εδώ και εδώ).
Αντιγράφω το ποίημα από τη σελίδα του ΕΚΕΒΙ (φάκελο"Ταξιδεύοντας με το Γιώργο Σεφέρη" στο πρόγραμμα του ... πάλαι ποτέ "προγράμματος εμψύχωσης σχολικών βιβλιοθηκών" - και με την ευκαιρία, τι γίνεται με το ΕΚΕΒΙ και με την περίφημη πολιτική βιβλίου;;;)
Επιφάνια, 1937 Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγ- γαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλ- λιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδε- βαράν.
Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους' βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου. στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά. μελανιασμένες λαγκαδιές. ο χιονι- σμένος κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι. Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ. ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία». Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλει- στά πηγάδια ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής. Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ' αγγίζει στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτε- ρά του, δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τούς πελαγίσιους τάφους, όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου, ο δρόμος δεν έχει αλλαγή. κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.
"[…] Τρεις μέρες περπατούσανε να φτάσουνε στα Χανιά. Μπαίνουν στο φρούριο, το Φιρκά, ανοίγουν τη μεγάλη πόρτα της φυλακής και τους σπρώχνουν στο σκοτάδι. Παλιό βενετσιάνικο κάστρο, στην είσοδο του λιμανιού, με τοίχους φαρδιούς όσο ένα σπίτι, με πολεμίστρες και πύργους, είχε τη φυλακή πέντε μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. […] Σ’ αυτό το φρούριο- φυλακή κλείστηκαν ο ένας μετά τον άλλον όλες οι γενιές των Θεοδωράκηδων και τελευταίος ο παππούς μου, ο Μιχαήλ. Εγώ , πιο τυχερός, υπηρέτησα φαντάρος στα 1951. […]
[…] Ο λογαχός κ. Σαραντινάκης με τοποθέτησε στο Γραφείο Κινήσεως, όπου, εκτός από μένα υπηρετούσε ο δεκανεύς Γιώργος απ’ το Ναύπλιο. Η δουλειά μας ήταν να προμηθεύουμε τους σοφέρ με καύσιμα, να περνάμε τις ποσότητες στα δελτία Κινήσεως και να κρατάμε βιβλίο. Στην αρχή, εγκαταστάθηκα μέσα στο σημαιοστάσιο, και αργότερα, μαζί με το Γιώργο, σ’ ένα δωματιάκι που χτίσανε στο βάθος της ταράτσας ειδικά για μας. Έτσι, όλη την ημέρα βρισκόμουν πάνω απ’ τη θάλασσα. Αριστερά, στο βάθος, το νησάκι Θοδωρού, απέναντι απ’ το χωριό μου. Μπροστά μου το Κρητικό Πέλαγο. Δεξιά ο Φάρος και ακόμα πιο δεξιά το λιμάνι. Όταν αγρίευε η θάλασσα, ο αφρός των κυμάτων μας έλουζε. Σκουπίζαμε την υγρασία απ’ τα πρόσωπα μας και με τη γλώσσα γλείφαμε το αλάτι…Όταν δεν είχαμε δουλειά, καθόμουν μπροστά στις λευκές νότες, προσπαθώντας να συνεχίσω την σύνθεση της “ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ” …Με τις μοτοσικλέτες και τα τζιπ πηγαίναμε συχνά στη Σούδα, στο Μάλεμε και στο Ακρωτήρι για δουλειές. Τις περισσότερες ώρες τις περνάγαμε έξω απ’ το Φρούριο, στην προκυμαία.
Μερικοί ψάρευαν, άλλοι έπιναν μπίρες στα καφενεία κι όταν το βραδάκι άρχιζε ο περίπατος , ντυνόμαστε, χτενιζόμαστε και μπαίναμε και μείς στη σουλάτσα πάνω κάτω πειράζοντας τα κορίτσια, που τα τραβούσε σα μαγνήτης η στολή. Δε λέω. Ήμαστε νέοι, ανέμελοι, γελαστοί. Όμως η στολή είναι το κάτι άλλο… Ποτέ δεν είδα γυναίκες να λιώνουν έτσι, παρά τότε που φόραγα το χακί…Ίσως να τραβούσε το γεγονός ότι ήμαστε ανώνυμοι. Ένα νούμερο… Άρα ελεύθεροι. Άρα ακίνδυνοι, υπεράνω υποψίας για τα ήθη και έθιμα της επαρχιακής πόλης. Άλλωστε, αυτό το γεγονός της ανωνυμίας, του νούμερου έδινε και σε μας ένα διαφορετικό αέρα, που ίσως να ήταν αυτός που γοήτευε και αιχμαλώτιζε τα κορίτσια. Σ’ αυτούς τους περιπάτους, εκείνο που έμεινε ήταν τα σπινθιροβόλα βλέμματα. Η ομορφιά των ματιών . Το κρυφό γέλιο στα ηδονικά χείλη…"
Σαν σήμερα, κάθε χρόνο, γίνονται γιορτές στα Χανιά, κάτω από το Φρούριο Φιρκά στο παλιό λιμάνι, απέναντι από το Φάρο, γιατί εκεί, 1 Δεκεμβρίου 1913, υψώθηκε η ελληνική σημαία και πραγματοποιήθηκε η Ένωση, η ένωση της Κρήτης με τη "Μητέρα Ελλάδα" όπως λέγαμε στο σχολείο. Ο Φιρκάς έχει λοιπόν για μας τους Κρητικούς, και ιδίως τους Χανιώτες, μια ξεχωριστή σημασία, ένα δέος, αλλά και μια ξεχωριστή ομορφιά.
Για τη μέρα, προτίμησα να παραθέσω ένα κείμενο με αναφορά στο Φιρκά, γραμμένο από το Μίκη Θεοδωράκη. Ήταν στρατώνας και φυλακή και εκεί, το 1951, ο Μίκης Θεοδωράκης στάλθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του μετά την εξορία του στη Μακρόνησο. Εκεί (ξανα)έγραψε μάλιστα και την Πρώτη Συμφωνία του, που τις παρτιτούρες της είχε χάσει κατά την εξορία του στη Μακρόνησο το 1948 (βλ. περισσότερα εδώ).
Το κείμενο προέρχεται από την αυτοβιογραφία του Μίκη «Οι Δρόμοι τον Αρχάγγελου». Για την αποψινή ανάρτηση, το αντέγραψα από το Λεύκωμα με τίτλο "Τα Χανιά στη Λογοτεχνία: 750 χρόνια από την ανοικοδόμησή τους" (ημερολόγιο 2002, επιμέλεια: Αγγελική Καραθανάση, Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Χανίων, Δήμος Χανίων, 2002 - ήταν μια πολύ καλή έκδοση, μέρος του λευκώματος μπορεί κανείς να δει στον ιστότοπο του Δήμου Χανίων).
Κύριε Πρόεδρε, δεν θέλω να πάω στον πόλεμο, να σκοτώσω αθώους ανθρώπους, δεν θέλω να σ' ενοχλήσω, όμως πήρα την απόφασή μου, θα λιποτακτήσω...
Από τότε που γεννήθηκα, είδα τον πατέρα μου να πεθαίνει, είδα τ' αδέρφια μου να φεύγουν, είδα τα παιδιά μου να κλαίνε, είδα τη μάνα μου στον τάφο να περιγελά τις βόμβες και τα σκουλήκια, κι όταν ήμουνα στη φυλακή μου πήραν τη γυναίκα, μου πήραν την ψυχή...
Θα γυρίζω στους δρόμους της Γαλλίας, από τη Βρετάνη μέχρι την Προβηγκία, και θα λέω στους ανθρώπους να μην υπακούσουν, να μην πάνε στον πόλεμο, να μη φύγουν, κι αν με κυνηγήσετε, πείτε στους άντρες σας πως δεν κρατώ όπλο...
Περίπου αυτά λέει στο εμβληματικό, βαθειά αντιπολεμικό τραγούδι του ο Μπόρις Βιάν, ο Γάλλος συγγραφέας, ποιητής, μουσικός και πολλά άλλα (και μηχανικός στο επάγγελμα), που έζησε για 39 μόλις χρόνια, 1920-1959. Είναι το τραγούδι με τίτλο "Le déserteur", ο λιποτάκτης.
Ο Μπόρις Βιάν δεν είναι ο συγγραφέας που μπορεί να συνιστούσα. Δεν μου άρεσε η υπερβολή στο λόγο του, ο μηδενισμός που εξέπεμπε (ή που νόμιζα ότι εξέπεμπε). Δεν μου άρεσε ο τίτλος του πολύ γνωστού βιβλίου του "Θα φτύσω στους τάφους σας". Έπαιζε θαρρείς με τις λέξεις, σα να τις πασπάλιζε με βία και με μίσος κι έφτανε στα άκρα του λόγου και της σκέψης. Έτσι τον έχω περιγράψει μέσα μου. Γνώρισα και ξεφύλλισα βιβλία του πριν από δυόμισι δεκαετίες και κάτι παραπάνω. Τα έβρισκα πάνω στο γραφείο του Γιώργου, του νεαρού τότε βιβλιοθηκονόμου που δούλεψε για λίγα χρόνια κοντά μας, στη Βιβλιοθήκη του ΤΕΕ. Θυμάμαι πως του άρεσε ο Βιαν, του άρεσε ο αντιπολεμικός, ο αντιρατσιστικός, ο αντισυμβατικός λόγος του.
Στη Βιβλιοθήκη ΤΕΕ, από δεξιά: Γιώργος Αθανασιάδης, Μαρία Αραπάκη, Μαρία Καρανικόλα, Μαρία Γατσούλη, Ντίνα Θαλασσινού, Βούλα Γεροστάθη
Λιποτάκτης είναι αυτός που εγκαταλείπει τους συναγωνιστές, την κοινή προσπάθεια, τους κοινούς αγώνες, είναι κι αυτός που εγκαταλείπει χωρίς άδεια, έτσι διαβάζω στα λεξικά. Αυτό έκανε ο Γιώργος Αθανασιάδης τούτες τις μέρες. Λιποτάκτησε. Έφυγε αθόρυβα και απρόσμενα, χωρίς ειδοποίηση, χωρίς άδεια. Πολύ νωρίς, κρίμα. Ίσα ίσα που πρόλαβε να χαρεί την επιστροφή στη δουλειά. Ήταν από τους διαθέσιμους του Πανεπιστημίου. Να χαρεί; Δεν ξέρω αν χαιρόταν, με τι χαιρόταν. Είχα να τον δω κάτι χρόνια. Κρατώ το νεανικό, καλοσυνάτο του χαμόγελο. Και τον ευγνωμονώ, κι ας μην τ' ακούει πια, για τα παιχνίδια που έπαιξε με τα παιδιά μου κάποιες δύσκολες μέρες.
Σήμερα τον αποχαιρετήσαμε. Και νάναι αλήθεια τυχαίο που μια φίλη του είπε λόγια λες από τους Λιποτάκτες του Θεοδωράκη, ίδια με το τραγούδι "Χάθηκα"; Ήταν πάντα μόνος είπε ... Χάθηκα, Μέσα στους δρόμους που μ’ έδεσαν για πάντα Μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια
Χάθηκα, Γιατί δεν είχα τα φτερά και είχα εσένα Κατινιώ Γιατ’ είχα όνειρα πολλά Και το λιμάνι, και το λιμάνι είναι μικρό Γιατ’ ήμουν πάντα μόνος Και θα `μαι πάντα μόνος.
Καλό σου ταξίδι Γιώργο!
Το Σαββάτο το βράδυ φτάνει δώσ’ μου μάνα καινούρια αλλαξιά τα παιδιά με προσμένουν στο λιμάνι στο μπαλκόνι καθισμένη η κοπελιά. Μοσχοβολούν οι γλάστρες, μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός μοσχοβολάει κι η αγάπη κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός. Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά να πάρουμε μια βάρκα με πανιά Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά. Το Σαββάτο το βράδυ φως μου είμαι πρίγκιπας, είμαι υπουργός έχω όλα τα πλούτη του κόσμου δικιά μου η θάλασσα κι ο ουρανός δικός. Το μπαλκονάκι σου δικό μου δικές μου οι γλάστρες κι ο σγουρός βασιλικός κι αν με κοιτάξεις μες στα μάτια σκλάβος σου γίνομαι κι υπήκοος πιστός Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά να πάρουμε μια βάρκα με πανιά. Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.
Μοσχοβολούν οι γλάστρες μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός μοσχοβολάει κι η αγάπη κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός. Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά να πάρουμε μια βάρκα με πανιά Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.
Το τραγούδι το' γραψε το 1959 ο Μίκης Θεοδωράκης (στίχοι και μουσική)
Άνευ φόβου και άνευ πάθους
αντιμετώπιζε ο Μάνος Χατζηδάκις την ενοποιημένη κουλτούρα της Ευρώπης. «Δεν μας τρομάζει απ’ τη στιγμή που μας
περιέχει», απάντησε σε σχετικό ερώτημα Γαλλίδας δημοσιογράφου.
Είχε ζητηθεί από τον Μάνο
Χατζηδάκι, την ημέρα που υπογραφόταν στο Ζάππειο η ένταξή της Ελλάδας στην ΕΟΚ
(28 Μαίου 1979) να δώσει συνέντευξη σε ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης.
Μίλησε για πολλά, για την Αθήνα
και τους εσωτερικούς μετανάστες, για τα μπουζούκια, για τα καλά και τα κακά που
μας εκπροσωπούν, για την καλοζωία «χωρίς περιεχόμενο και ευτελούς αισθητικής»
που βασίζεται «περισσότερο στη νευρωτική
εκτόνωση παρά στην απόλαυση», για την αβεβαιότητά μας για το μέλλον και το
νεοκλασικό μας πάθος (που τα χαρακτηρίζει ωραία γιατί μας προσδίδουν νεότητα), για
αυτά που ελκύουν τους Ευρωπαίους και που δεν είναι «το νεοελληνικό μας πνεύμα ή τα γραφτά των νεοελλήνων θεατρικών
συγγραφέων...», για την «γεροντολατρεία» μας και για την «παραδημοσιογραφία»
που «υπάρχει, λειτουργεί και
επιβάλλεται».
Παρουσίασε τη συνέντευξη στην
εκπομπή του «Σχόλια» στο Τρίτο Πρόγραμμα, την Κυριακή 15 Ιουλίου 1979, μιας και
όπως είπε, δεν βρήκαν τις απαντήσεις του ευχάριστες για να τις μεταδώσουν στην
τηλεόραση (εκεί, λέει, «σέβονται το κοινό
[...] αφού τ’ αποβλακώσαν πρώτα, τώρα εννοούν να το υπηρετούν πιστά και να το
διασκεδάζουν»).
Κι όταν τον ρώτησε ο συνεργάτης
του Ραδιοφωνικού σταθμού του Λουξεμβούργου τι περιμένει ότι θα βρει στην
Ευρώπη, απάντησε:
«Επιτρέψτε μου νάμαι προσωπικός σ’ αυτή μου την απάντηση, τούς είπα.
Και πρώτ’ απ’ όλα, το τρομαχτικό, σε υπερμεγέθη παρουσία με εκπροσώπους τον
Έιτς Πι Λόβκραφτ, τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τον Κάρολο Μπωντλαίρ. Μετά, μια
ευρωπαϊκή ταυτότητα για απογευματινούς περιπάτους, ιδίως τις Κυριακές, πότε στο
Κιρινάλε, ή στην Πλατεία Βαντόμ και πότε στη Σεβίλλη. Τέλος. Ένα ευρωπαϊκό
κοιμητήριο για μια εφησυχασμένη δημοκρατική μας αποχώρηση σαν έρθει η ώρα μας
που λένε».
Κι όταν «αυτός απ’ τη Γερμανική τηλεόραση μου λέει ξαφνικά: Νιώθετε Έλληνας,
για Ευρωπαίος; Τι ερώτημα, σκέφτομαι».
Ο Μάνος Χατζηδάκις με το
ιδιαίτερο πνεύμα του απάντησε κατάλληλα και το διηγείται στην εκπομπή:
«Και βέβαια του απαντώ, Έλληνας αν αυτό σημαίνει Ευρωπαίος. Κι
Ευρωπαίος αν αυτό συμπεριλαμβάνει την Ελληνικότητά μου. Σας ενδιαφέρει η
ελληνική σας ιθαγένεια; Μού κάνει αυτός από το Λουξεμβούργο.
Του απαντώ: Αν με εξουθενώσετε, όχι. Ή τουλάχιστον θα μ’ ενδιαφέρει όσο
ενδιαφέρει ένα φυλακισμένο στο Άουσβιτς, αν είναι απόγονοςτου Μεγαλέξαντρου ή του μεγάλου Τσέγκις Χαν.
Άν πάλι μείνω ελεύθερος, η ελληνική μου ιθαγένεια θάναι μια πραγματικότητα που
δε θάμαι σε θέση να την αρνηθώ, έτσι καθώς θάναι συνυφασμένη με τη γλώσσα και
με την προσωπική μου ιστορία. Το μόνο που μπορώ να ελπίζω είναι να γίνει μια αλήθεια
και για σάς.
Ερώτηση: Ποιοι θα μας κυβερνήσουνε μελλοντικά στην ενωμένη Ευρώπη;
Κι απάντησα: Ελπίζω για τους επερχόμενους, μια δημογεροντία του
πνεύματος κι όχι η άγια κι αποστολική οικογένεια του πρίγκηπος Φράνκεστάιν.»
(Από την έντυπη έκδοση: Μάνος Χατζιδάκις, Η δημογεροντία του μέλλοντος,Από: Τα σχόλια του Τρίτου: Μια νεοελληνική μυθολογία, Εξάντας, 2007, σελ. 171-177).
Σε κάποιο σημείο, μιλώντας για τη μετανάστευση και την περιπέτεια των
ελληνικών πόλεων, αναθυμάται την «Ελλαδογραφία» του Νίκου
Γκάτσου. Βρίσκω συγκλονιστική τη συνύπαρξη των τριών μεγάλων Γκάτσου
(στίχοι) – Χατζηδάκι (μουσική) – Θεοδωράκη (τραγούδι) στο εμβληματικό αυτό
έργο.
Ο Μάνος Χατζηδάκις γεννήθηκε σαν σήμερα το
1925 στην Ξάνθη.