Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βάρναλης Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βάρναλης Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν: η αποκαθήλωση και η ταφή στην τέχνη

Η Αποκαθήλωση του Κωνσταντίνου Παρθένη (φωτογραφία από την πρόσφατη έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη) 
 
Η Ταφή του Χριστού του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, Εθνική Πινακοθήκη

Στον πίνακα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου με την ταφή του Χριστού, όπως σημειώνεται στις πληροφορίες της Εθνικής Πινακοθήκης,  απεικονίζεται η μετάβαση του ζωγράφου από τη βυζαντινή στην αναγεννησιακή τέχνη. Ενδιαφέρον έχει η ανάλυση του έργου από την Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, στο οποίο σημειώνει, ανάμεσα στα άλλα, και τις επιδράσεις από άλλους καλλιτέχνες:

Ο Θεοτοκόπουλος, εγκαταλείποντας τη βυζαντινή παράδοση του επίπεδου χώρου, τονίζει ιδιαίτερα την τρίτη διάσταση με τον διαγώνιο άξονα που σχηματίζουν η σαρκοφάγος, το σώμα του Χριστού και οι προβαλλόμενες σκιές.

Στο πρώτο επίπεδο, πλάι στον ακάνθινο στέφανο και τα καρφιά της αποκαθήλωσης, απεικονίζεται το μαγικό φυτό του μανδραγόρα. «Η Ταφή», που χαρακτηρίστηκε από τον Gabriele Finaldi «ως ένα από τα πιο γοητευτικά έργα της βενετικής περιόδου του Γκρέκο», έχει ζωγραφιστεί με μια πλούσια γκάμα χρωμάτων όπου κυριαρχούν τα θερμά πορτοκαλιά και όλοι οι τόνοι του κόκκινου, που συνομιλούν ευχάριστα με τα ψυχρά γαλάζια, τα πράσινα, τα λιλά, ενώ το σπήλαιο, το έδαφος και ο μανδύας του Νικοδήμου αποδίδονται με βυζαντινές ώχρες και σιένες. Η εξέταση της υποδομής του έργου απέδειξε ότι προετοιμάστηκε με πολλή επιμέλεια, με ένα νευρώδες και ακριβές προσχέδιο.

Η Αποκαθήλωση του Άλμπρεχτ Ντύρερ, Εθνική Πινακοθήκη (https://www.nationalgallery.gr/artwork/i-apokathilos

Τα παραπάνω είναι μόνο τρία δείγματα από την απεικόνιση της αποκαθήλωσης και της ταφής στη ζωγραφική και χαρακτική. Το έργο του Παρθένη λιτό μα ιδιαίτερα εκφραστικό, ένα εξαιρετικό δείγμα 

Στη λογοτεχνία, συγκλονιστικό είναι το ποίημα του Κώστα Βάρναλη "Οι πόνοι της Παναγιάς", στο οποίο, ας μου επιτραπεί η χρήση της πρόσφατης αναφοράς του Θανάση Νιάρχου, επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο ότι ο θρήνος ταιριάζει στη λογοτεχνία:

Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα 'χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα 'χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ' απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ' τους λύκους να κρυφογεννήσω!

Και πόσο επίσης συγκλονιστικά το τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης στη σύνθεση του Λουκά Θάνου:



Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Αναστοχασμός...



Για κάποιο λόγο, τα αποτελέσματα των χθεσινών εκλογών μου έφερε στο νου τους Μοιραίους του Κώστα Βάρναλη, το ποίημα που τραγουδούσαμε στις ταβέρνες εκείνα τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια.

Ποιος φταίει; Ποιος φταίει;

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!

Η ποίηση μας δίνει μια ευκαιρία παύσης και αναστοχασμού...


Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

("Μοιραίοι", του Κώστα Βάρναλη. Από την έκδοση με τίτλο "Ποιητικά", Κέδρος 1956, περιλαμβάνει τα μέρη "Το φως που καίει", "Σκλάβοι πολιορκημένοι", "Ποιήματα", αγορασμένο τον Δεκέμβριο του 1974).



Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

"Χτύπησες παιδάκι μου;"



Μέρες που είναι θυμήθηκα ένα παραμύθι που είχα διαβάσει όταν ήμουνα μικρή και μ' είχε τότε συγκλονίσει. Μιλά για μια μάνα που είχε ένα γιο και που η κοπελιά π' αγάπησε του ζήτησε να της φέρει την καρδιά της μάνας του. Κι εκείνος, ξερίζωσε την καρδιά της μάνας του και κίνησε να της την πάει. Στο δρόμο που επήγαινε, σκόνταψε, και τότε άκουσε μια φωνή να λέει: "Χτύπησες παιδάκι μου;" 

Κάπως έτσι είναι το παραμύθι, και το θυμήθηκα ακούγοντας το τραγούδι του Παντελή Θαλασσινού "Η καρδιά της μάνας" (στίχοι Alice Torri, μουσική Γιάννη Νικολάου).

Κι ύστερα θυμάμαι τη Μάνα του Χριστού του Κώστα Βάρναλη

............................................................
Α! πώς είχα σα μάνα κ΄εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ’ εμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ΄από μίση!
....................................................
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Από τα πηγάδια της μνήμης πόσα βγαίνουν!



"Όσο περνούν τα χρόνια και επέρχεται το βαθύ γήρας, τόσο πιο έντονα αισθάνομαι ότι εντός μου υπάρχουν δύο πηγάδια μνήμης: το ένα, θα το ονόμαζα της «Ζωής». Περιέχει σκηνές, έντονες εικόνες και ακούσματα. Ξάφνου, όπως μια στιγμιαία αναλαμπή μες το σκοτάδι,, αναδύονται από τα έγκατα του πηγαδιού αυτού, ως εάν το σύνορο ανάμεσα στο παιδί και τη γραία να μην υπήρχε, διαυγή και ατόφια θαμμένα θραύσματα από εικόνες και ακούσματα. 12 χρονών: στην πλατεία Αγάμων. Το φοβερό συναίσθημα της ωμής βίας: δύο άντρες κρεμασμένοι από τους φανοστάτες.14 χρονών, εκεί, στην ίδια πλατεία, το πρωτοφανέρωτο συναίσθημα του επαναστατικού ενθουσιασμού: οι αντάρτες μας με τα φυσεκλίκια τους, καλπάζουν πάνω στα άλογα, έρχονται, λευτερώθηκε η Αθήνα μας…

Κι ακόμα, ένα παράδειγμα από τα κοιτάσματα της πεζής καθημερινότητας: στα καλά καθούμενα, καθώς κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση μασουλώντας ένα σύκο, αρχίζω νοερά να απαγγέλω: «ανεβαίνω στη συκιά και πατώ στην καρυδιά και φωνάζω κούι-κούι και κανένας δεν μ’ ακούει. Κι ώσπου να φτάσει η μάνα μου και η σκύλα η αδελφή μου, επρόφτασεν ο χάροντας και πήρε την ψυχή μου»! «Πότε ήταν; Ήταν εκείνη τη φορά, ή μια άλλη φορά;». Φύρδην-μίγδην, εκεί, στο αταξινόμητο αρχείο της μνήμης και της λήθης, το «άκουσμα» αυτό, παρέμενε ανέπαφο!..."

Έτσι ξεκίνησε η Τζίνα Πολίτη την ομιλία της στην εκδήλωση που έγινε τον Νοέμβριο στην Αθήνα για την παρουσίαση του συλλογικού έργου "Ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης και η μεταπολεμική αριστερή διανόηση" (επιμέλεια Κώστα Βούλγαρη και Γιάννη Παππά, εκδόσεις Διαπολιτισμός 2016). Τα πηγάδια της μνήμης ήταν ο τίτλος της ομιλίας και σκαλίζοντας τη μνήμη της, ξεκινώντας από το If του Αναγνωστάκη πέρασε από το Άν του Κίπλινγκ για να φτάσει στην παρωδία του Βάρναλη και να καταλήξει στο Γιατρό Ινεότη του Χειμωνά! Έτσι, μέσα από ένα ντόμινο ανάγνωσης (όπως έχω ονοματίσει αυτές τις διακειμενικές δρασκελιές), μας φέρνει με τον όμορφο λόγο της στον κόσμο της μνήμης και του πολιτισμού της η πολύ καλή φιλόλογος (που ο λόγος της πάντα μου αρέσει και τη διαβάζω κι ας μην είμαι φιλόλογος η ίδια). 

Στο βιβλίο, το κείμενό της έχει τον τίτλο "Αναζητώντας το κλειδί", κι εκεί παίζει με το κλειδί για να φτιάξει ακόμη ένα ντόμινο. Και από το ποίημα Εκεί του Αναγνωστάκη

"Εκεί θα τα βρεις .

Κάποιο κλειδί
Που θα πάρεις
Μονάχα εσύ θα το πάρεις
Και θα σπρώξεις την πόρτα
....
Θ΄αφήσεις να κυλίσει στον υπόνομο
Βαθιά-βαθιά μες στα πυκνά νερά"


έρχεται στον Μίλτο Σαχτούρη και στη συλλογή του "Με το πρόσωπο στον τοίχο"

"Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, 
αλλά ο καλλίτερος τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας"

και φτάνει στην "Ιστορία των Μεταμορφώσεων" του Γιάννη Πάνου

"Κλείδωσα το κιβώτιο και το έσπρωξα βαθιά κάτω από τα ξύλα του κρεβατιού. Ύστερα, άφησα το κλειδί να γλιστρήσει σε μια σχισμή του τοίχου ανάμεσα στις πέτρες που το κατάπιαν ως τα θεμέλια... Πέρασε ποτέ από το νου σου πως ίσως κατά βάθος να ήμουν ποιητής;"

(Κι εγώ, συνεχίζοντας εκεί που το άφησε, θα θυμηθώ την Remington του Γιάννη Πάνου).

Αλλά, ας γυρίσουμε στο ίδιο το βιβλίο. Περιέχει 14 κείμενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τα οποία έχουν πολύ ενδιαφέρον, αναφερόμενα σε στοιχεία από τη ζωή και την προσωπικότητα του ποιητή. Ξεχωρίζω, πέρα από το κείμενο της Τζίνας Πολίτη, χωρίς να υποβαθμίζω και τα υπόλοιπα, το κείμενο της Άντειας Φραντζή με τίτλο "Ο θείος Λένον και ο Ανώνυμος: σημειώσεις στο περιθώριο". Επίσης, πολύ ενδιαφέρον είναι το επίμετρο από τον Κώστα Χριστόπουλο "Ιδεολογία και αισθητική στους αριστερούς καλλιτέχνες" με αναφορά στο παράδειγμα του χαράκτη Τάσσου, αλλά και με πολλές αναφορές σε έννοιες όπως πατριωτικιή αριστερά, μεσσιανισμός, Ρωμιοσύνη, ελληνικότητα και σε πρόσωπα όπως Σβορώνος, Αυγέρης, Γληνός, Ζντάνοφ, Λεοντάρης, Κόντογλου κ.ά. 

Παραθέτω παρακάτω τα ποιήματα τα οποία ανασκάλισε από τα πηγάδια της μνήμης της η Τζίνα Πολίτη στην ομιλία της, ξεκινώντας από το If του Μανόλη Αναγνωστάκη.

If...

                                         του Μανόλη Αναγνωστάκη

Αν — λέω αν…Αν όλα δε συνέβαιναν τόσο νωρίςΗ αποβολή σου απ’ το Γυμνάσιο στην Ε΄ τάξη,Μετά ΧαϊδάριΑϊ-ΣτράτηςΜακρονήσιΙτζεδίν,
Αν στα 42 σου δεν ήσουν με σπονδυλαρθρίτιδαΎστερα από τα είκοσι χρόνια της φυλακήςΜε δύο διαγραφές στην πλάτη σου, μια δήλωσηΑποκηρύξεως όταν σ’ απομονώσαν στο ΨυχιατρείοΑν —σήμερα λογιστής σ’ ένα κατάστημα εδωδίμων—
Άχρηστος πια για όλους, στυμμένο λεμόνι,Ξοφλημένη περίπτωση, με ιδέες από καιρό ξεπερασμένες,Αν — λέω αν…Με λίγη καλή θέληση ερχόνταν όλα κάπως διαφορετικάΉ από μια τυχαία σύμπτωση, όπως σε τόσους και τόσους
Συμμαθητές, φίλους, συντρόφους — δε λέω αβρόχοις ποσίΑλλά αν…
(Φτάνει. Μ’ αυτά δε γράφονται τα ποιήματα. Μην επιμένεις.Άλλον αέρα θέλουν για ν’ αρέσουν, άλλη «μετουσίωση».
Το παραρίξαμε στη θεματογραφία).

Άν μπορείς...

                                                         του Κίπλινγκ

Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να 'χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να 'σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν' αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ' το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,

αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν' ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν' αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,

αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ' αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ' την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν' αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν' αντέξεις σ' αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα 'χεις
άλλο εξόν απ' τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,

αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ' άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα 'ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και —περισσότερο ακόμα— θε να 'σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.




Αν μπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ' όσα ψέματα σου λεν με πιότερ' απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.

Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι' αληθινό - να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·
αν λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά κι εσύ ξαναμολάς καινούριον.

Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το 'χεις·
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν' αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός!» εσύ φωνάζεις «πίσω!»

Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ' εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα 'ναι τούτ' η Γης μ' όλα τα κάλλη που 'χει
κι έξοχος θα 'σαι Κύριος, αλλ' Ανθρωπος δε θα'σαι!


Και ας μου επιτραπεί να σκαλίσω ακόμη παραπέρα, αναζητώντας εγώ στον Καβάφη λίγα λόγια:



Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική. 


Από τα πηγάδια της μνήμης μας πόσα βγαίνουν...

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Οι πόνοι της Παναγιάς, του Κώστα Βάρναλη


Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας (Μουσείο Μπενάκη)

Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα 'χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα 'χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.



Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου (Μουσείο Μπενάκη


Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ' απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...



Χαρακτικό σε πέτρα: Βάσω Κατράκη (Μουσείο Βάσως Κατράκη)



Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.




Käthe Kollwitz (Käthe-Kollwitz-Museum Berlin)

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ' τους λύκους να κρυφογεννήσω!




Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Κώστας Βάρναλης: "Να βάζετε στόχους"

1912 στο Κράσι της Κρήτης. Διακρίνονται από αριστερά Γαλάτεια  Καζαντζάκη, Έλλη Αλεξίου, Μάρκος Αυγέρης, Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καζαντζάκης και Χαρίλαος Στεφανίδης.

Σαν σήμερα, στις 16 Δεκέμβρη 1974, έφυγε ο ποιητής Κώστας Βάρναλης. Παρακολουθώντας τη Διδώ Σωτηρίου, τον Κώστα Κουλουφάκο, τον Γιάννη Δάλλα και τους υπόλοιπους να μιλάνε για τον ποιητή στο αφιέρωμα της ΕΤ1 για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του (1984), σκέφτηκα να παρουσιάσω μια πλευρά του ποιητή πιο ... λαϊκή, που με τον τρόπο τους την επεσήμαναν και οι παραπάνω (ολόκληρη η εκπομπή στο αρχείο της ΕΡΤ).

Έτσι, στο βιβλίο του Γιώργου Βοϊκλή με τίτλο "Το τέλος της Άνοιξης: Με τη γενιά των Λαμπράκηδων" (εκδ. Νέα Σύνορα, 1989), περιέχεται η παρακάτω ιστορία με τίτλο "Κώστας Βάρναλης: "Να βάζετε στόχους":


Το 1964 ο Κώστας Βάρναλης γιόρταζε τα ογδόντα χρόνια του.  Μια αντιπροσωπεία της Νεολαίας, αποτελούμενη από έναν εργάτη, έναν υπάλληλο, ένα μαθητή - εμένα - και μια φοιτήτρια επικεφαλής, τον επισκεφθήκαμε στο σπίτι του, στα σκαλοπάτια του Λυκαβηττού, για να του ευχηθούμε. Ήταν εκεί όλη η "διανόηση της Αριστεράς"... Ο Βάρναλης κουβέντιαζε μαζί τους κι εμείς περιμέναμε υπομονετικά σε μια γωνιά. Κάποτε μας πλησιάζει. Η φοιτήτρια μας εκπροσωπεί επάξια:

- Χρόνια πολλά δάσκαλε...
- Ευχαριστώ παιδιά μου, κι εσείς καλή πρόοδο.
- Δάσκαλε, δε θα μας πείτε κάτι; Τα παιδιά ήρθαν να σας ακούσουν.
- Ξέρεις, παιδί μου, εμείς οι καλλιτέχνες μιλάμε με το έργο μας. Αν σας αρέσει, μπορείτε να το διαβάζετε...
- Αυτό κάνουμε, αλλά θέλουμε να μας πείτε κάτι. Κάτι απ' την πείρα σας, απ' τη ζωή σας...

Ενοχλημένος ο Βάρναλης άρχισε να λέει: "Έχω να σας δώσω μια συμβουλή: Στη ζωή σας να βάζετε στόχους. Δε μιλάω για τους μεγάλους και μακρινούς κοινωνικούς στόχους, αλλά για τους ατομικούς, τους καθημερινούς. Μόνο με τέτοιους στόχους θα αξιοποιήσετε όλες τις δυνάμεις που κρύβονται μέσα σας... Θα σας πω ένα παράδειγμα: Κάθε μεσημέρι που σχολάω από την "Αυγή" παίρνω το καπελάκι μου και το μπαστούνι μου κι ανηφορίζω για το σπίτι. Φτάνοντας στα σκαλιά είμαι κατάκοπος. Κάθομαι λοιπόν στο πεζούλι και περιμένω. Είναι η ώρα που σχολάει η γειτόνισσα του επάνω ορόφου. Μια τριαντάρα μπουκιά και συχώριο! Σε λίγο φτάνει προχωρώντας λυγιστή και κουνιστή... Την αφήνω να προχωρήσει τέσσερα πέντε σκαλιά και ξεκινάω πίσω της... Μέχρι να φτάσουμε στην εξώπορτα την έχω προλάβει. Κάνω μια έτσι... και της λέω: Γεια σου γειτόνισσα!"

   Με το "έτσι..." επαναλαμβάνει τη χειρονομία στα ...μαλακά της φοιτήτριας που τσιρίζει ξαφνιασμένη κάνοντας τους παρευρισκόμενους να γυρίσουν παραξενεμένοι προς το πηγαδάκι μας, ενώ ο Δάσκαλος απομακρύνεται χαμογελώντας πονηρά και λέγοντας:

"Αυτό εννοούσα όταν σας έλεγα να βάζετε ατομικούς, καθημερινούς στόχους !"

Στην κηδεία του, ανάμεσα στο πλήθος που τον συνόδευε στα δρομάκια του νεκροταφείου ήταν πολλά ζευγαράκια σφιχταγκαλιασμένα. Σ' άλλες περιπτώσεις μ' ενοχλούν. Σ' αυτήν, όχι... Νομίζω πως ήταν ο πιο ταιριαστός φόρος τιμής στο δημιουργό της "Αληθινής απολογίας του Σωκράτη"...

Η "παιγνιώδης διάθεση" του Κώστα Βάρναλη γίνεται πολύ φανερή και στα κατοχικά χρονογραφήματα που δημοσίευε καθημερινά στη στήλη "Τέχνη και Ζωή" της εφημερίδας "Πρωία" την περίοδο 1941-1944 και που εκδόθηκαν το 2007 από τον Καστανιώτη με τον τίτλο "Φέιγ βολάν της Κατοχής". Ιμπρεσιονιστικά ονομάζει τα κείμενα στην εισαγωγή του ο επιμελητής Γιώργος Ζεβελάκης, που περνάνε το κλίμα της Κατοχής και κυρίως την πείνα, καταδεικνύοντας  τον "απελπισμένο αγώνα των κατοίκων της Αθήνας" για εξεύρεση τροφής, αλλά συχνά με σατιρική διάθεση και με χαλαρό λόγο, "ένα λόγο προσωπικό, άδολο, στοχαστικό".

Αντιγράφω ένα απόσπασμα από το χρονογράφημα με τίτλο "Μισογυνισμός" (στο οποίο μια παντρεμένη γυναίκα διαμαρτύρεται ως "αγνοηθείσα" από τα συσσίτια σύζυγος ):

... Μισογυνισμός δεν υπάρχει ούτε ως φυσιολογικό φαινόμενο, ούτε ως φιλοσοφική θεωρία, ούτε ως πολιτικό δόγμα. Υπάρχει μονάχα ως ... φιλολογία. Μονάχα ποιητές (Ευριπίδης, Στρίντμπεργκ), ή ποιητικίζοντες φιλόσοφοι (Σοπενάουερ, Νίτσε) "εμίσησαν" τις γυναίκες με τα ... λόγια. Γιατί στην πραγματικότητα όλοι όσοι κάνουνε το μισογύνη, αγαπούνε και λατρεύουνε τις γυναίκες˙ και μοναχά γιατί δεν αγαπηθήκανε οι ίδιοι όσο κι όπως θέλανε τις βρίζουν... Επομένως όλο το ζήτημα ανάγεται στην υποδεέστερη κοινωνική και νομική θέση που έχει η γυναίκα στα παλιά και στα νέα κράτη, αφού πρώτα-πρώτα εκυριάρχησε αυτή στις πρωτόγονες κοινωνίες με τη "μητριαρχία" της.

... Οι άντρες δεν πολεμούνε τη γυναίκα. Πολεμούνε μεταξύ τους για τη γυναίκα - για την κατοχή της...

                      Ο Κώστας Βάρναλης κυνηγήθηκε αρχικά ως "μαλλιαρός" γιατί ήταν δημοτικιστής και αργότερα ως κομμουνιστής. Και  βρέθηκε στην εξορία με το Γληνό, το Ρίτσο και άλλους ... ανυπάκουους. Εδώ, στις 25 Οκ.  1935, στο βαπόρι «Μαρία Λ.» που τον μετέφερε, μαζί με άλλους εξόριστους, στον Αϊ-Στράτη. Κάτω πρώτη σειρά από αριστερά, δεύτερος ο Γληνός, τέταρτος ο Βάρναλης.
 Ω!  πόσο βάσανο μεγάλο, το βάσανο είναι της ζωής... 

Υ.Γ. Για την εκδήλωση που είχαμε οργανώσει στο Πολιτιστικό του ΕΜΠ στη μνήμη του, έχω γράψει σε προηγούμενη ανάρτηση.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Για την Έλλη Αλεξίου - μια προσωπική μαρτυρία

Με αφορμή την παρουσίαση στο ιστολόγιο  Γυρίζω σελίδα  βιβλίων και βιογραφικών στοιχείων για την  Έλλη Αλεξίου, θυμήθηκα τη γνωριμία μου μαζί της κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '70.

Ήταν λίγο μετά το θάνατο του Κώστα Βάρναλη (πέθανε το Δεκέμβρη του 1974, θυμάμαι την κοσμοσυρροή στην κηδεία του, τα τραγούδια) και στο Πολιτιστικό του ΕΜΠ του οποίου ήμουν από τα ιδρυτικά μέλη τότε μετά τη μεταπολίτευση, προγραμματίσαμε εκδήλωση στη μνήμη του. Κύριος ομιλητής θα ήταν ο Ασημάκης Πανσέληνος (ένας γλυκύτατος άνθρωπος, είχα πάει στο σπίτι του κάπου στην Κηφισιά να τον καλέσω, μου είχε χαρίσει κι ένα βιβλίο του με ποιήματα), ενώ είχαμε καλέσει επίσης την Έλλη Αλεξίου και το Βασίλη Ρώτα (δεν θυμάμαι ποιους άλλους, δυστυχώς). 

Είχα αναλάβει να πάω στο σπίτι της Αλεξίου να την φέρω στο Πολυτεχνείο εκείνη τη μέρα, έμενε κάπου Αλεξάνδρας (επίσης δεν θυμάμαι πού ακριβώς...). Όταν πήγα λοιπόν, βρήκα μια πολύ κομψή κυρία μεγάλης ηλικίας, γιαγιά, γεματούλα, με κότσο στα μαλλιά που τα είχε πιάσει με ένα επίσης κομψό κοκαλάκι και... φόραγε πλουμιστό πασουμάκι με τακούνι και χωρίς φτέρνα παρακαλώ! 

Για μένα, τότε που οι φοιτήτριες φοράγαμε φαρδιές φούστες "τσιγγάνικες" (μάλιστα  για... χρώμα  προτιμούσα το μωβ σικλαμέν λόγω... γυναικείου κινήματος), κρατούσαμε ταγάρι και αφήναμε τα μαλλιά ατημέλητα μακριά, ήταν η μεγάλη έκπληξη, η απομυθοποίηση του αριστερού "καλόγερου". Μου έδωσε να κρατώ ένα σακουλάκι κουλουράκια να τα δώσω, μου είπε, στο Ρώτα. Και του τα έδωσα. Ήταν ο πιο παππούς. Καθόταν ήσυχα στην καρέκλα του του, τον θυμάμαι σα μια σταλιά. Έχω πάντα την εικόνα του παππού που λέει παραμύθια και ήταν ωραίος παραμυθάς ...

Το σύντομο βιογραφικό που έδωσε χειρόγραφο στις 5/2/1977.
Πηγή:  Αρχείο ΕΛΙΑ, το βρήκα στη σχετική σελίδα του ΕΚΕΒΙ)
Πλήρες βιογραφικό για την Έλλη Αλεξίου βρίσκονται στο ΕΛΙΑ. Στο σύντομο χειρόγραφο σημείωμα που έδωσε στις 5 Φεβρουαρίου 1977 στο Μάνο (προφανώς Μάνο Χαριτάτο, ιδρυτή και ψυχή του ΕΛΙΑ), καταλήγει:

"... Επειδή είμαι 82 χρονώ, για να σου εξιστορούσα αγαπητέ μου Μάνο, τη ζωή μου, θα χρειαζόμουν ένα κατάστιχο κι ούτε θα 'φτανε. Και προς τι ο τόσος μόχθος.
Με την αγάπη μου πάντα
Έλλη Αλεξίου"


Με την αγάπη μας στη γυναίκα Έλλη Αλεξίου!

Για τη σημερινή μέρα
24 Ιουλίου 1974  Κάτω η χούντα!

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Όταν ζηλεύουμε ήθος και ταπεινότητα



Είδα την ταινία της Αλίντας Δημητρίου "Τα κορίτσια της βροχής". Είναι η τρίτη μιας τριλογίας που αφιερώνει στους αγώνες των γυναικών στην Κατοχή αρχικά, στο Βουνό με το Δημοκρατικό Στρατό στη δεύτερη και ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών στην τρίτη. Αφηγήσεις γυναικών χωρίς σταματημό, η μία μετά την άλλη και ξανά πάλι, δεν παρεμβαίνουν άλλα πρόσωπα ούτε άλλες εικόνες. Βλέπουμε και ακούμε μόνο γυναίκες, κοπέλες τότε, που φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν και άντεξαν, δεν μίλησαν, δεν κατέδωσαν, δεν έκαναν δήλωση.

Δύσκολο να καταγραφεί ο προφορικός λόγος και να γίνει ιστορία. 

"Τις τελευταίες δεκαετίες οι ιστορικοί προβληματίζονται έντονα γύρω από το ζήτημα της «προφορικής μνήμης» και πώς αυτή προσεγγίζεται ή αποτυπώνεται φιλμικά, τη σχέση μεταξύ ατομικής και συλλογικής μνήμης, τον ρόλο της βιωμένης εμπειρίας... Η προφορική ιστορία αναδεικνύεται προνομιακό εργαλείο για να μελετηθούν οι τρόποι με τους οποίους τα δρώντα υποκείμενα εκφράζουν ρήξεις μέσα στον ιστορικό χρόνο, εμπειρίες ανάτασης, αλλά και οδύνης. Αναμφίβολα, η προφορική ιστορία συνδέεται επίσης με τον εκδημοκρατισμό της Ιστορίας και την ανάδειξη προσώπων που είχαν αποκλειστεί ή είχαν περιθωριοποιηθεί στην ιστορική αφήγηση" (Από το αφιέρωμα στην Αυγή της περασμένης Κυριακής).

Κι επειδή ο νούς κάνει ταξίδια περίεργα, θυμήθηκα την πρώτη στροφή από την Μπαλάντα του Κυρ Μέντιου του Κώστα Βάρναλη και μετά μου ήρθε στο νου η εκδήλωση που οργανώσαμε ως Πολιτιστικό του Πολυτεχνείου λίγο μετά το θάνατό του μπάρμπα Κώστα, όπου μίλησε η Έλλη Αλεξίου (όταν πήγα να την πάρω από το σπίτι της κάπου στην Αλεξάνδρας, ήταν έτοιμη, κοκέτα πάντα, με κομψά πασουμάκια και καλοχτενισμένο κότσο, μου έδωσε να κρατώ ένα σακούλι με κουλουράκια να τα δώσω λέει στο Βασίλη Ρώτα που επίσης θα ήταν στη γιορτή).

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!

Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

...................................

Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,

χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.                  

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".



Αλλά, είπαμε, ο νούς ταξιδεύει και να ομολογήσω ότι το ταξίδι είχε ξεκινήσει κάπως αλλιώς. Από τον Κύρ Αντώνη του Μάνου Χατζηδάκη ξεκίνησε λόγω της μέρας (και θυμήθηκα το καλοκαίρι του 1974), πήγε αμέσως στην άλλη φιγούρα με αντίστοιχη προσφώνηση, στον Κυρ Μέντιο και η πρώτη (ή μήπως και η τελευταία;) στροφή με έφερε στα Κορίτσια της βροχής... 

Είπε γι' αυτά τα κορίτσια  η Αλίντα Δημητρίου: 

"... Είναι αυτές που έλαβαν μέρος στη Νομική και μετά στο Πολυτεχνείο. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι το ήθος και η ταπεινότητά τους. Τις χαρακτηρίζει η αντοχή και η πίστη σε αυτό που κάνανε. Δεν ξεπούλησαν τίποτε στα χρόνια που ακολούθησαν... 
... Όλες αυτές οι γυναίκες δεν ζήτησαν να ηγηθούν, δεν εκμεταλλεύτηκαν τις ταλαιπωρίες τους, και η επίσημη ιστορία τις «αντάμειψε» με σχεδόν μηδενική αναφορά... 
... Σε όλες τις φυλακές και τις εξορίες έβγαζαν φωτογραφίες, ακόμα και στο Μακρονήσι. Έδειχναν ανέμελες, κεφάτες, για να τις βλέπουν έτσι οι δικοί τους και να μη στενοχωριούνται. Ήταν κι αυτό ένας τρόπος αντίστασης...

... Τι διδάχθηκα από αυτές τις γυναίκες; Πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα το ήθος τους. Ζήλεψα την αντοχή τους..."

Ήθος και ταπεινότητα!
Τι λέξεις!
Γνωρίζουμε άραγε πώς ορίζονται;