Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μνήμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μνήμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Φαντάζομαι την Τζίνα Πολίτη με μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά

 

[...] παρομοιάζω τον εαυτό μου με μια σεβάσμια βικτωριανή οικονόμο, από τη ζώνη της οποίας κρέμεται μια μεγάλη αρμαθιά από κλειδιά [...] *

 Στα κείμενά της η Τζίνα Πολίτη αναζητεί τα κλειδιά που θα την πάνε σε μια άλλη σκέψη, ένα άλλο έργο, μια άλλη ιδέα, θα την οδηγήσουν σ' ένα φως (ή και σ' ένα σκοτάδι, από τα πολλά της ιστορίας των ανθρώπων;). Γράφει:

Πανάρχαιο σύμβολο το κλειδί, και διαχρονικό, όπως το φως και το σκοτάδι, δεν χάνεται ποτέ, από εποχή σε εποχή, μέσα από τη γλώσσα, την ποίηση, τη σκέψη, πάντα, ως τον τελευταίο άνθρωπο, θα μεταβιβάζεται. **

Και μαζί, συνεχώς είναι κεντρικό το ζήτημα της μνήμης. Δυο είναι τα πηγάδια της μνήμης έγραφε, το πηγάδι της ζωής, με τις μνήμες άσβηστες σαν εκείνη της πλατείας Αγάμων όταν ήταν 12 χρονών κοριτσάκι, και το πηγάδι των αναγνωσμάτων, όπου 

από τα κοιτάσματα του αρχείου μιας μισοσκότεινης βιβλιοθήκης, αναδύονται ξάφνου από τα έγκατα [...] απρόσμενοι, συναρπαστικοί συνειρμοί, η επεξεργασία των οποίων καταλήγει κυριολεκτικά στη μετάπλασή τους σε κλειδί».

Το αρχείο, ως «τόπος μνήμης και λήθης» και οι λέξεις που «έχουν τη δύναμη να πληγώνουν, ακόμα και να θανατώνουν» γίνονται τα κλειδιά (συμπεραίνω εγώ) για το «ανεπούλωτο τραύμα που άφησε εντός μου το ήδη και από πάντα απέθαντο Εμφύλιο Σώμα της ιστορίας μας».

Είναι εξαιρετικό το κείμενο με τίτλο «Η ποιητική του Αρχείου» (απ' όπου και τα παραπάνω), όπου κάνει λόγο για τις δορύαιμες και αυτοκτόνες λέξεις, μεταφέροντας λόγια του Ελύτη από το Άξιον εστί, για να καταδείξει τη διαφορά ανάμεσα «στον απαθή λόγο της ιστορίας και εκείνον της λογοτεχνίας».*** Γραμμένο το 2014 με αφορμή το βιβλίο «Εμφύλιο σώμα» του Κώστα Βούλγαρη, αποτελεί ένα εμβληματικό, κατά τη γνώμη μου, κείμενο για τον ρόλο, την αποστολή, τη σύνθεση, την ιστορία, τον «πυρετό» των αρχείων. Και όπως σε όλα της τα κείμενα, βγάζει ένα ένα τα κλειδιά από την αρμαθιά που κρέμονται από τη ζώνη της και μας ανοίγει τις πόρτες και για άλλους κόσμους, μας παραπέμπει σε άλλες πηγές, στα λόγια άλλων δημιουργών, όχι με απλή αναφορά βέβαια, αλλά με ερμηνεία, σύνδεση, σύγκριση. Ας αναφέρω από αυτά, πέρα από τα λεξικά στα οποία προσέτρεξε για να ορίσει αρχικά την έννοια του αρχείου, τα Δοκίμια του Μπόρχες και το βιβλίο της Nicole Loraux Η διχασμένη πόλη: Η λήθη στη μνήμη της Αθήνας (που μόλις τον προηγούμενο μήνα διάβασα, είναι εξαντλημένο από τον εκδότη, το βρήκα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων).

Η μνήμη και οι απώλειες πάντα. Στη διάλεξη με τίτλο «Δαιμονοποίηση και εξιδανίκευση του Νότου» που είχε δώσει στις 13 Φεβρουαρίου 2014 για το Ινστιτούτο Πουλαντζά μας καλεί ν' ακούσουμε αυτή τη διάλεξη σαν το «ρέκβιεμ ενός πανεπιστημιακού λόγου που χάνεται», σε μια εποχή όπου «τα ποτάμια της μνήμης και της προσδοκίας συνεχώς στερεύουν». ****

Η Τζίνα Πολίτη έφυγε χθες στα 93 της χρόνια. Ήταν μια ωραία γυναίκα, μια επιφανής επιστημόνισσα, μια σπουδαία προσωπικότητα της αριστεράς. Αντιγράφω την αρχή από το αναλυτικό πλούσιο βιογραφικό που δημοσιεύεται στο βιβλίο της Αναζητώντας το κλειδί:

Η Τζίνα Πολίτη, ομότιμη καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930 και έζησε από παιδί όλες τις εθνικές τραγωδίες που δοκίμασαν και δοκιμάζουν ακόμα τη χώρα μας. Αυτή η ιστορική εμπειρία καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την διά βίου ένταξή της στην Αριστερά και τις θεωρητικές προσεγγίσεις της λογοτεχνικής έρευνάς της. Η πρώτη εκδοτική της απόπειρα στο χώρο της Λογοτεχνίας ήταν η μετάφραση που έκανε από τα αγγλικά στα ελληνικά του μυθιστορήματος του Joseph Conrad «Ο Νέγρος του Ναρκίσσου», η οποία δημοσιεύτηκε το 1949 σε συνέχειες στη Νέα Εστία. Το 1950 πήρε υποτροφία από το κολλέγιο Barnard του πανεπιστημίου Columbia για να σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία ...

Ιδιαίτερο αντικείμενό της, ανάμεσα στα άλλα, ήταν η αγγλική λογοτεχνία, η ανάλυση της οποίας ήταν ένα βύθισμα στα πίσω από τις λέξεις, στα ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά δεδομένα της εποχής που είχε γραφτεί ή που αναφέρεται κάθε έργο. Έχουν ενδιαφέρον τα κείμενα που έχει συγκεντρώσει στο βιβλίο της «Η διαλεκτική της εξουσίας ...» (αρχικά δημοσιευμένα αλλού) και όπου παρουσιάζει και ερμηνεύει μέσα από έργα της αγγλικής λογοτεχνίας προηγούμενων αιώνων τις αντιλήψεις και τις κατεστημένες ιδέες της εποχής αλλά και την ανάδυση νέων ιδεών και νέων θεσμών. 

Έτσι, για παράδειγμα, στο κείμενο του 2010 με τίτλο «Ο αφηγητής ως μετωνυμία της πολιτικής στο μυθιστόρημα», αναλύοντας έργα του Χένρυ Φίλντινγκ, μας μιλά για την εμφάνιση  της πολιτικής οντότητας «κόμμα» και της πολιτικής τελετουργίας «εκλογές» και μας μεταφέρει λόγια του αφηγητή όπως:

αυτές τις σπουδαίες τέχνες που ο λαός αποκαλεί "απάτη", "υποκρισία", "υποσχέσεις", "ψεύδη" και "δολιότητα" [...] οι μεγάλοι άνδρες τις αποκαλούν χάριν συντομίας με το συλλογικό όνομα "πολίτευμα" ή "πολιτική", ή μάλλον "πόλιτρικς" (politrics). *****

Κάνει αναδρομή στον θεσμό των εκλογών στην Αγγλία του 18ου αιώνα, όπου δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι άντρες και μόνο αυτοί που κατείχαν τίτλους κυριότητας ακινήτου, και αναφέρει περιστατικό από τις βουλευτικές εκλογές της 17ης Απριλίου 1754 στην κομητεία της Οξφόρδης, το οποίο μάλιστα έχει απαθανατιστεί από τον ζωγράφο Ουίλλιαμ Χόγκαρθ (William Hogarth) σε μια σειρά τεσσάρων πινάκων με τίτλο "Humours of an Election" (αστεία από μια εκλογική αναμέτρηση).

Ψηφοθηρία: Ένας από τους πίνακες της σειράς "Humours of an Election" του Hogarth

Συγγραφείς όπως ο Φίλντινγκ, ο Σουίφτ, ο Ντιφόου και άλλοι είχαν σχέση με πολιτικά κόμματα και η Τζίνα Πολίτη αναζητά και συγκρίνει τις σχέσεις με την πολιτική των συγγραφέων και των ηρώων τους στα λογοτεχνικά έργα. Αναζητά τη σχέση πολιτικής και ηθικής στα έργα αυτά, όπου συχνά «η ύπαρξη του ενός αποκλείει την ύπαρξη του άλλου».

Μιλώντας για τη γλώσσα των λογοτεχνικών κειμένων, κάνει αναφορά στην «ανατρεπτική», όπως την ονομάζει, πολιτική της γλώσσας και στο Μανιφέστο της γλώσσας που συνέταξε η Βασιλική Εταιρεία το 1660, το οποίο ευνοεί τον άμεσο, αυθεντικό, απερίφραστο τρόπο ομιλίας, «προτιμώντας εντέλει τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες, οι χωρικοί και οι έμποροι από τη γλώσσα των ευφυολόγων και των λογίων» (και μας θυμίζει δικές μας καταστάσεις από εκείνη την εποχή ακόμη αλλά που κράτησαν πολύ...).

Εκτός από τα πάμπολλα αποκόμματα που έχω στο σπίτι, στη βιβλιοθήκη μου υπάρχουν τα βιβλία της:

ενώ ένα εξαιρετικό κείμενό της υπάρχει στον συλλογικό τόμο 

Δεν εξαντλούνται οι αναφορές στο και από το γραπτό έργο της Τζίνας Πολίτη, η αρμαθιά είναι γεμάτη κλειδιά κι εμείς, μπαίνοντας στους κόσμους της, μπαίνουμε στους κόσμους της γνώσης και των στοχασμών, της λογοτεχνίας, της ιστορίας, της πολιτικής και της ηθικής, της δικαιοσύνης, των αντιφάσεων εξουσίας και δημοκρατίας. Αυτός ήταν ο κόσμος της, κι αυτή ήταν η Τζίνα Πολίτη, μια επιφανής διανοούμενη και μια δυναμική ακτιβίστρια της Αριστεράς (δυναμικές οι παρεμβάσεις της σε ζητήματα διακρίσεων κ.ά., όπως ήταν η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου). Έχω την εικόνα της, μοναδική φορά που τη συνάντησα, 3 Ιουλίου 2017 στο καφέ πάνω από τη Στοά του Βιβλίου (πάει πια και η Στοά Βιβλίου, πάει και η Μυρσίνη Ζορμπά) όταν έγινε παρουσίαση του βιβλίου της «Αναζητώντας το κλειδί».
 
Φαντάζομαι την Τζίνα Πολίτη με μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά περασμένη στη ζώνη της ποδιάς της...
 
 .....................................................................................................

 Παραπομπές

*  «Αναζητώντας το κλειδί», σελ. 156

**  «Αναζητώντας το κλειδί», σελ. 154

*** «Αναζητώντας το κλειδί», σελ. 125. Το κείμενο αυτό έχει δημοσιευτεί και εδώ: https://www.oanagnostis.gr/i-piitiki-tou-archiou/

****  Αξίζει να την δείτε όλη, υπάρχει εδώ: https://vimeo.com/87623705
 
***** Η διαλεκτική εξουσίας.... σελ.17
 
 

 


 

 

 

 

 

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Κλίμακα Μπόγκαρτ, της Μαρίας Φακίνου: μνήμη και διαχείριση του παρελθόντος

Να 'χες ένα όνομα να το 'δινες στην κλίμακα της μνήμης και όλη η ανθρωπότητα [...] παγκοσμίως, Κινέζοι λευκοί Αιθίοπες, να μετρούσαν το βάρος, το βρασμό, το θυμό της μνήμης [..]

Έτσι, η συγγραφέας επινόησε μια τέτοια κλίμακα και της έδωσε το όνομα Μπόγκαρτ, από τον Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ που τον προτίμησε ίσως από τον Αλέν Ντελόν ή τον Μάρλον Μπράντο; Σημασία έχει ότι πρόκειται για ένα πολύ ωραίο βιβλίο που πραγματικά απόλαυσα διαβάζοντάς το.

Πρωτότυπη γραφή, μακροπερίοδος λόγος, χωρίς ή με ελάχιστα σημεία στίξης, όπου η αφήγηση της ιστορίας, σε δεύτερο πρόσωπο,  διακόπτεται με την παρεμβολή, σε πλάγια γραφή, μιας άλλης φωνής που ξεπροβάλλει λες για να συμπληρώσει ή να σχολιάσει, ενίοτε ειρωνικά, τα λόγια του αφηγητή.

[...] πούλησε η γυναίκα σου ένα μικρό χωράφι στο χωριό, την έβαλες και συνεταίρο

Κιμπάρης

γωνία Σόλωνος, τέσσερα τραπεζάκια όλα κι όλα, [...]

Ωραίες εικόνες στις λεπτομέρειές τους, σαν διαδοχικές σκηνές από ντοκιμαντέρ, όταν ας πούμε μιλά για τη ζωή στο χωριό και τη ζωή στο μικρό διαμέρισμα της πόλης

[...] κρύο και στο χωριό τα τζάκια φουντωμένα, οι δρόμοι λασπωμένοι, στο καφενείο έχουν μαζευτεί για να δουν το σήριαλ που βλέπει κι εκείνη, η γυναίκα σου, [...] 

στην πόλη μικρό διαμέρισμα, κεντρική θέρμανση, ο ακάλυπτος σκοτεινός, κάποια παράθυρα φωτίζονται τσαφ για μια στιγμή και μετά σκοτάδι πάλι, [...]

ή εικόνες ανάκατες με συλλογισμούς, όπως όταν μιλά για τις πλατείες

[...] οι πλατείες πάντα θυμίζουν σε κάποιον το χωριό του, ακόμα κι αν δεν έχει χωριό, το χωριό που κάποτε πήγε διακοπές, όλοι θέλουν να γυρίσουν στην πλατεία του χωριού τους [...]

Μα το σπουδαίο στο βιβλίο δεν είναι μόνο η τεχνοτροπία γραφής, ο τρόπος παρουσίασης της ιστορίας, αλλά και η ίδια η ιστορία, με κύριες αιχμές στη μνήμη του παρελθόντος και στον τρόπο που γίνεται η διαχείρισή της από τα διαφορετικά πρόσωπα - πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες του έργου που ως αναγνώστρια παρακολουθώ.

[...] η γυναίκα σου

Η άγια αυτή γυναίκα που ποτέ δεν έχωσε τη μύτη της πουθενά

που ήξερε αλλά ποτέ δεν σε αμφισβήτησε, σε φρόντιζε χωρίς ποτέ να σε ρωτήσει για τα χρόνια που ήσουν φαντάρος, όχι επειδή είχε μεγάλη καρδιά, που είχε, όχι από άγνοια ή αγαθοσύνη, ούτε επειδή πίστευε ότι το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν

Το παρελθόν σου σε ακολουθεί μια ζωή

αλλά επειδή,  [...] Τον άνθρωπό σου τον δέχεσαι με τα καλά του και με τα κακά του

Πρωταγωνιστούν η μάνα  - που ξέρει μα δε μιλά, η κόρη - που βρίσκει μια φωτογραφία του οικογενειάρχη πατέρα της όταν ήταν φαντάρος και ο πατέρας - ο καλός οικογενειάρχης, που έκανε φαντάρος - γραφέας υπασπιστηρίου το 1972. Ήταν

Ο οφθαλμός της επαναστάσεως

Παρακολουθούμε πώς οι τρεις αυτοί άνθρωποι διαχειρίζονται το χουντικό παρελθόν του ενός εξ αυτών. Σε κάποια συνέντευξή της, η συγγραφέας είπε ότι η ιδέα για το βιβλίο γεννήθηκε όταν πριν από λίγα χρόνια είχε διαβάσει πως στην Αργεντινή τα παιδιά των βασανιστών της χούντας του Βιντέλα είχαν δημιουργήσει σύλλογο για να αντιμετωπίσουν  το τραύμα από τη συγγένεια με τα πρόσωπα αυτά. Διαβάζοντας, θυμήθηκα και εκείνο το συγκλονιστικό θεατρικό έργο του Ariel Dorfman «Ο θάνατος και η κόρη» (The death and the maiden).*

Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήθελα να δώσω άλλα στοιχεία για την ιστορία του βιβλίου, αξίζει να διαβαστεί και να προβληματίσει για το ζήτημα που εύστοχα, λιτά, λογοτεχνικά, θίγει η Μαρία Φακίνου˙ είναι το ζήτημα της μνήμης του παρελθόντος και της διαχείρισής της όταν αυτή σχετίζεται με προσωπικά βιώματα, με στενές συγγενικές σχέσεις και ιδίως με τις σχέσεις γονιού με παιδί.

Είναι από τα πολύ ωραία και ιδιαίτερα βιβλία που διάβασα τη χρονιά που πέρασε.

--------------------------------------------------

* Το έργο αφορά τη συνάντηση μέσα στη νύχτα μιας γυναίκας με έναν άνδρα που χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της γιατί αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα˙ και ήταν μια απρόσμενη συνάντηση του θύματος με τον θύτη, ο άνδρας που ζήτησε τη βοήθειά της ήταν ο άνθρωπος που την είχε βασανίσει φριχτά στη διάρκεια της χούντας του Πινοσέτ στη Χιλή.  Έχει γυριστεί και σε ταινία, ενώ στην Ελλάδα έχει ανεβεί στο θέατρο με πρωταγωνίστρια τη Θέμιδα Μπαζάκα. Προσωπικά, ήρθα κοντά στο έργο με μια αξέχαστη παράσταση που είχα παρακολουθήσει το 1992 στο Λονδίνο. Γενικότερα, έχουν γραφτεί πολλά για τη διαχείριση της σχέσης με τους βασανιστές ενός καταπιεστικού καθεστώτος και για την αντιμετώπιση αυτού του τόσο βασανιστικού ζητήματος από τους ανθρώπους που βίωσαν τέτοιες καταστάσεις. Λίγα έχω γράψει σε τούτο το ιστολόγιο, ελάχιστη η συνεισφορά, όπως π.χ στην ανάρτηση Εξορίες γλώσσας και ναζισμός ή η γλώσσα μετά το Άουσβιτς με αναφορά στη γλώσσα ή σε δύο αναρτήσεις για έργα της Έρπενμπεκ ή σε άλλες αναρτήσεις με θέμα τη μνήμη κτλ.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Η εξόντωση από τους Ναζί των 82 παιδιών του Λίντιτσε τον Ιούλιο του 1942: αφιερωμένο στα παιδιά που εμφανίζονται σε προεκλογικό σποτ


Η εξόντωση των 82 παιδιών του Λίντιτσε τον Ιούλιο 1942 - έργο της Marie Uchytilova

Για να μην ξεχνιόμαστε. Εξόντωσαν τους άντρες του χωριού, έκλεισαν τις γυναίκες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μάζεψαν τα παιδιά, κάποια τα έστειλαν σε γερμανικές οικογένειες να γίνουν γνήσια γερμανάκια της άριας φυλής, τα υπόλοιπα 82, 42 κορίτσια και 40 αγόρια, 1-16 χρονών, τα εξόντωσαν με δηλητηριώδη αέρια. Και η αιτία, ή μάλλον η αφορμή; Η θανάτωση του Reinhard Heydrich, ανώτατου στελέχους των Ες Ες, δεύτερου στην ιεραρχία μετά τον Χίμλερ, του δήμιου (henker) όπως ήταν γνωστός, του εμπνευστή της Τελικής Λύσης.

Και πού έγινε; Στην Κάνδανο; Στη Βιάννο; Στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο; Στο Οραντούρ ή στο Μαρσουλά; Έγινε στο μικρό χωριό Λίντιτσε 20 χιλιόμετρα έξω από την Πράγα. Πόσο μοιάζουν οι ιστορίες... Το χωριό ερήμωσε. 



Το 1943, ο Τσέχος μουσικός Bohuslav Martinů συνέθεσε ένα μικρό ορχηστρικό έργο 8 λεπτών στη μνήμη των παιδιών του Λίντιτσε.

Τα παιδιά του Λίντιτσε με το δάσκαλό τους, δυο μέρες πριν από τη σφαγή του 1942 (Πηγή)

Το χωριό ερήμωσε το 1942. Προς τα τέλη της δεκαετίας του '60, η Τσέχα γλύπτρια Marie Uchytilova φιλοτέχνησε τις 82 φιγούρες των παιδιών του Λίντιτσε και το χωριό ξαναζωντάνεψε σαν ένα υπαίθριο μουσείο για να κρατά τη μνήμη ξύπνια, ζωντανή. Θυμήθηκα τα στοιβαγμένα παιδάκια στο καμιόνι να οδηγούνται στο δάσος για εκτέλεση μια νύχτα του 41 σ' ένα χωριό της Ουκρανίας, έτσι όπως τα περιγράφει ο Πιέρ Πεζί στο "Γέλιο του δράκου". Η κτηνωδία του φασισμού δεν έχει όρια.

Πόσο λυπάμαι που βλέπω το προεκλογικό σποτ της Χρυσής Αυγής να το υποστηρίζουν παιδιά, είναι παιδιά στην ίδια ηλικία με αυτά που εξοντώθηκαν με αέρια, έτσι χωρίς λόγο, γιατί ήταν εβραιάκια, γιατί δεν ανήκαν στην άρια φυλή, γιατί δεν ήταν χριστιανάκια, γιατί ήταν ξένα, έτσι όπως βάζουν στο στόμα των σημερινών αυτών παιδιών να λένε, μίσος και χολή και ψέματα γεμίζουν την εύπλαστη ψυχή τους. Τι κρίμα!

Παιδιά,  ο φασισμός και ο ναζισμός δεν έχουν θέση στην καρδιά σας. Σκεφτείτε τα παιδιά του Lidice. Ήταν μια μέρα σαν και σήμερα που οι ναζί τα εξόντωσαν σε θαλάμους αερίων! Γιατί;

Τα παιδιά του Lidice
 

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Όταν γράφει το μολύβι, της Βασιλικής Πέτσα: πολιτική βία και πολιτισμική μνήμη στη λογοτεχνία



Πολιτική βία, δικτατορία, μεταπολίτευση, Μάης του '68, αριστερά, άκρα αριστερά, ένοπλη βία, αντικαθεστωτικές οργανώσεις, Ιταλία, Ελλάδα, μνήμη, συλλογική μνήμη, ιστορική μνήμη, επικοινωνιακή μνήμη, πολιτισμική μνήμη, λογοτεχνία, ιταλική πεζογραφία, ελληνική πεζογραφία. Τόσες κι άλλες τόσες οι λέξεις-κλειδιά που θα 'πρεπε να δώσω για μια κατά το δυνατόν πλήρη τεκμηρίωση του βιβλίου της Βασιλικής Πέτσα με τίτλο "Όταν γράφει το μολύβι: πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία" (Πόλις, 2016).

Η συγγραφέας εστιάζει στη λογοτεχνική αναπαράσταση της πολιτικής βίας στην Ελλάδα και στην Ιταλία, καταλήγοντας στη συγκριτική αποτίμησή τους με λογοτεχνικές και ευρύτερα πολιτισμικές παρατηρήσεις. Δεδομένου ότι το βιβλίο βασίζεται στη διδακτορική της διατριβή, περιέχει ενδελεχή μελέτη του φαινομένου της πολιτικής βίας όπως εκδηλώθηκε στις δύο χώρες και, κυρίως, όπως αποτυπώθηκε στη μνήμη και στη συμπεριφορά του κόσμου και εκφράστηκε στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία. Η έρευνα, λόγω του εύρους και των αποκλίσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, περιορίζεται στη δράση ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων και που στην περίπτωση της Ελλάδας έδρασαν στη διάρκεια της δικτατορίας. 

Στο πλαίσιο εννοιολογικής διερεύνησης της πολιτικής βίας, παρατηρεί ότι υπάρχει νοηματική ευρύτητα και πολυσημία, με αποτέλεσμα τη δυσκολία διατύπωσης οριστικού, ευρέως αποδεκτού, προσδιορισμού της έννοιας. Παρατηρεί, επίσης, ότι οι φορείς («από το Κέντρο ως την άκρα Αριστερά») που άσκησαν ένοπλη πολιτική βία στην Ελλάδα στη διάρκεια της δικτατορίας (ενάντιά της) ονομάστηκαν «αντικαθεστωτικές ένοπλες οργανώσεις», ενώ αντίστοιχα οι οργανώσεις με μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία μετά τη μεταπολίτευση ονομάστηκαν «ένοπλες ακροαριστερές οργανώσεις». 

Σημειώνει ότι η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή με αναφορά στο θέμα της πολιτικής βίας είναι περιορισμένη και ότι, ανεξάρτητα από την όποια λογοτεχνική του αξία, κανένα έργο δεν έχει καθιερωθεί στη συλλογική συνείδηση ως μείζον, το αποδίδει δε αυτό «στην έλλειψη συναινετικών αφηγήσεων του ιστορικού, πολιτικού, κοινωνικού και ευρύτερα δημόσιου λόγου για το φαινόμενο». 

Και συνεχίζει: 

«Επιπλέον, αν στην Ιταλία και τη Γερμανία αφθονούν οι μαρτυρίες, οι ημερολογιακές καταγραφές, οι εκτενείς συνεντεύξεις, οι αυτοβιογραφίες και τα χρονικά από πρώην μέλη ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων και από συγγενείς των θυμάτων, στην Ελλάδα, παρά την ύπαρξη ενός εκτεταμένου καταλόγου ανθρώπινων απωλειών, οι σποραδικές αντίστοιχες εκδόσεις δεν συγκροτούν ένα συνεκτικό corpus.»

Συγκρίνει με το μυθιστόρημα του εμφυλίου, στο οποίο, όπως λέει, η αφήγηση δικαιώνει τις πολιτικές επιλογές της κάθε πλευράς, ενώ «στο μυθιστόρημα της αντιδικτατορικής και μεταπολιτευτικής πολιτικής βίας δεν επιδιώκεται ιδεολογική απενοχοποίηση ή post hoc δικαίωση, αλλά διερευνώνται τα όρια της δυνατότητας ταυτοτικού επαναπροσδιορισμού του υποκειμένου στο παρόν...» 

Αναλύει με λεπτομέρειες έργα των Δημήτρη Νόλλα, Αλέξη Πανσέληνου, Νένης Ευθυμιάδη, Άρη Μαραγκόπουλου, Τάσου Δαρβέρη και άλλων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι κανένα έργο δεν καταλαμβάνει ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτισμικής μνήμης για την ένοπλη βία. Έχει κάποια ενδιαφέροντα παραθέματα σχετικά με το συμπέρασμα αυτό, όπως 

ένα του Ίταλο Καλβίνο «η επιρροή της ιστορίας στη λογοτεχνία είναι έμμεση, αργή και συχνά διφορούμενη και πολλά μεγάλα ιστορικά γεγονότα πέρασαν χωρίς να εμπνεύσουν κανένα σπουδαίο μυθιστόρημα» 

και άλλο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «λένε ότι το αίμα νερό δεν γίνεται – πώς να γίνει μελάνι;»

Το θεωρητικό πλαίσιο διερευνάται αναλυτικά χρησιμοποιώντας ποικίλες πηγές με ιδιαίτερα συχνές αναφορές στον Άγγλο θεωρητικό Τέρυ Ίγκλετον. Εξίσου πολύ ενδιαφέρον στο θεωρητικό επίπεδο είναι το επίμετρο, στο οποίο η συγγραφέας ασχολείται, ανάμεσα στα άλλα, με τις «στοχαστικές διερευνήσεις της πολιτικής βίας» όπως προσλαμβάνεται από την Άρεντ, τον Μπένγιαμιν, τον Καμύ και τον Σαρτρ. (Θα ήθελα εδώ να σημειώσω μάλιστα ότι για τον Καμύ αναφέρεται στον «Επαναστατημένο άνθρωπο» που το έχω διαβάσει εδώ και χρόνια, αλλά θα ήθελα να ξεφυλλίσω και πάλι με βάση τη δική της ανάλυση και τις αναφορές της στις αντιθέσεις με τον Σαρτρ). 

Τέλος, ενδιαφέρον έχει η εννοιολόγηση της πολιτισμικής μνήμης που τη διακρίνει από την επικοινωνιακή, στο ότι η δεύτερη είναι «ενσαρκωμένη, βιωμένη και σωματικά μεταδόσιμη, με δίαυλο κυρίως την οικογένεια», ενώ η πρώτη «προκύπτει από τη θεσμοποίηση και την υλικοποίηση της επικοινωνιακής μνήμης στο πλαίσιο της πολιτιστικής παραγωγής ή τελετουργιών». Η λογοτεχνία, γράφει, για την παραγωγή και τη λειτουργία της πολιτισμικής μνήμης αποτελεί μέσο ενθύμισης, αντικείμενο ενθύμισης και μέσο παρατήρησης του τρόπου με τον οποίο παράγεται η πολιτισμική μνήμη. 

Εδώ θα σταματήσω, προφανώς, δεν είναι δυνατόν και δεν είμαι σε θέση να αναλύσω το θέμα του βιβλίου θεωρητικά, σίγουρα όμως η ανάγνωσή του και από μη ειδικούς στο αντικείμενο της θεωρίας της λογοτεχνίας, αν και καθόλου εύκολη, δίνει τροφή για σκέψεις: για την πολιτική βία, για την ένοπλη βία, για τους φορείς ένοπλης βίας, για τη σχέση της Αριστεράς με την πολιτική βία, για τη σχέση της λογοτεχνίας με την ιστορία, για την πολιτισμική μνήμη, για την καταγραφή και την πρόσληψη της μνήμης... 

Και σταματώ. Πάντως, έχω να σημειώσω ότι η μνήμη, η ιστορική μνήμη, απασχολεί τη συγγραφέα και στα λογοτεχνικά έργα της, σε αυτά τα τρία πρώτα της τουλάχιστον (είχα γράψει εδώ), υποθέτω κάτι αντίστοιχο θα βρούμε και στο καινούριο της που πρόσφατα κυκλοφόρησε (Το δέντρο της υπακοής, Πόλις, 2018).

Σημείωση 

Το βιβλίο περιέχει πλούσια βιβλιογραφία με αναφορές από βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, ηλεκτρονικές πηγές κ.ά., ενώ συχνά χρησιμοποιεί στοιχεία με αποσπάσματα ή άλλα υλικά από τη δίκη της 17 Νοέμβρη (όσον αφορά την ελληνική περίπτωση), με την οποία ασχολείται εκτενώς προκειμένου να καταγράψει τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά της. Μια παρατήρηση θα είχα να κάνω για την παρουσίαση της βιβλιογραφίας. Είναι χωρισμένη σε ενότητες ανάλογα με την κατηγορία των πηγών, με αποτέλεσμα, εάν ο αναγνώστης θέλει να προστρέξει στη σχετική βιβλιογραφική αναφορά, να πρέπει ψάχνει σε όλες τις επιμέρους ενότητες (βιβλία και μελέτες, άρθρα, τύπος κτλ.) προκειμένου να εντοπίσει τη σχετική. 

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Όνειρο αγγελικό, του Αντόν Ρουμπινστάιν


Ο Αντόν Ρουμπινστάιν ήταν Ρώσος συνθέτης και πιανίστας, που γεννήθηκε το 1829 στη σημερινή Μολδαβία και πέθανε το 1894. Οι γονείς του ήταν Εβραίοι, ασπάστηκαν τον χριστιανισμό όταν ήταν μικρός (εποχή τσάρου Νικολάου Α', διωγμοί των Εβραίων), ο ίδιος αργότερα δήλωνε άθεος. Ο πατέρας του είχε εργοστάσιο μολυβιών στη Μόσχα και η μητέρα του ήταν σπουδαία μουσικός και η πρώτη του δασκάλα στο πιάνο. Ο Ρουμπινστάιν ήταν κι αυτός καθηγητής μουσικής, δάσκαλος μάλιστα του Τσαϊκόφσκι στη σύνθεση. Ήταν επίσης ο ιδρυτής του Ωδείου της Αγίας Πετρούπολης (ο αδελφός του δε Νικολάι ίδρυσε το Ωδείο Μόσχας).

Θεωρείται ένας από τους τρεις σπουδαίους πιανίστες του 19ου αιώνα, μαζί με τον Σοπέν από την Πολωνία και τον Λίστ από την Ουγγαρία, ο λιγότερο πάντως γνωστός, αν και η καριέρα του άρχισε πολύ νωρίς· ήδη στα δέκα του χρόνια είχε την πρώτη δημόσια εμφάνιση ως πιανίστας, ενώ στα 14 κυκλοφόρησε το πρώτο του έργο, μια μελέτη για πιάνο πάνω στο ποιητικό θέμα του Undine (δημοφιλές γερμανικό παραμύθι γραμμένο από τον Friedrich de la Motte Fouqué, στο οποίο έχουν βασιστεί μουσικά, κινηματογραφικά, εικαστικά και άλλα έργα).

Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια με τα οποία περιγράφει τον εαυτό του στο βιβλίο του με σκέψεις και αφορισμούς που κυκλοφόρησε στη Λειψία το 1897 με τον γερμανικό τίτλο Gedanken-Korb και το 1901 στα γαλλικά ως Pensées et Aphorismes d'Antoine Rubinstein (το αντιγράφω από τη Βικιπαίδεια):

Οι Ρώσοι με λένε Γερμανό, οι Γερμανοί με αποκαλούν Ρώσο, οι Εβραίοι Χριστιανό και οι Χριστιανοί, Εβραίο. Οι πιανίστες με θεωρούν συνθέτη και οι συνθέτες, πιανίστα. Οι κλασικιστές με αποκαλούν φουτουριστή και οι φουτουριστές με θεωρούν αντιδραστικό. Το συμπέρασμά μου είναι ότι δεν είμαι ούτε ψάρι ούτε πουλί, ... ένα θλιβερό άτομο.




Από τα έργα του (για τα οποία υπάρχουν πολλές πληροφορίες και στο Διαδίκτυο) γνωρίζω και ξεχωρίζω το Rêve Angélique ("Όνειρο αγγελικό") από το έργο του Kamennoi-Ostrow Opus 10 No. 22. Στο πρώτο βίντεο ακούμε μια εκτέλεση του κομματιού από τη Philharmonia Slavonica, ενώ στο δεύτερο ακούγεται μόνο πιάνο και παίζει ο Φινλανδός δεξιοτέχνης Jouni Somero.

Υπάρχει μάλιστα και μια ερμηνεία για το λόγο που ο Ρουμπινστάιν έγραψε το συγκεκριμένο έργο. Kamennoi-Ostrow είναι το νησί Kamennoi, ένα από τα πάμπολλα νησιά πάνω στον ποταμό Νέβα που αποτελούν την Αγία Πετρούπολη. Βρήκα αναφορές του 19ου αιώνα για το νησί στο βιβλίο "The land of Thor." του αμερικανού ιρλανδικής καταγωγής περιηγητή και συγγραφέα John Ross Browne (1867). Εκεί περιγράφεται ως όμορφο χωριό θερινών κατοικιών με ποικίλες δυνατότητες διασκέδασης για κάθε αργόσχολο, όπως χορό, μουσική, τσάι, καφέ, ζαχαροπλαστεία, τυχερά παιγνίδια κτλ. 

Νέοι χωρικοί από τα νησιά του Νέβα στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης,
όπως τους είδε και τους ζωγράφισε ο Browne

Επιστρέφοντας όμως στον Ρουμπινστάιν, στο περιοδικό Etude Magazine, τεύχος Απριλίου του 1912, δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο Why Rubinstein Wrote "Kamennoi Ostrow" (Γιατί ο Ρουμπινστάιν έγραψε το "Kamennoi Ostrow"), στο οποίο μεταφέρεται μια ποιητική εικόνα του νησιού όπου τα κουδουνίσματα από τις καμπάνες ηχούν μελωδικά στ' αυτιά του επισκέπτη και τον κάνουν να πιστεύει πως "η Αρκαδία είναι στη Ρωσία και όχι στην Ελλάδα". Έτσι και ο Ρουμπινστάιν, όταν βρέθηκε στο νησί, μαγεύτηκε από τις μελωδίες αυτές και γυρνώντας στο σαλέ της Μεγάλης Δούκισσας Ελένας, της οποίας ήταν φιλοξενούμενος, έγραψε την περίφημη αυτή σύνθεση.

Όμως, γιατί θυμήθηκα σήμερα τον Αντόν Ρουμπινστάιν. Πρέπει να πω ότι τον γνώρισα από αναφορά σε βιβλίο της Χανιώτισσας συγγραφέα Κλεοπάτρας Πρίφτη (είχα ξαναγράψει εδώ). Συγκεκριμένα, στο βιβλίο της Από τα σημειωματάρια μου : εννιά ιστορίες (Σύγχρονη Εποχή, 1978), σε μια από τις ιστορίες αναφέρεται στα παιδικά της χρόνια στα Χανιά και στις μουσικές σπουδές της στο Ωδείο Χανίων. Το μόνο μουσικό κομμάτι που θυμάται από το Ωδείο Χανίων τόσο έντονα, γράφει, είναι το "Αγγελικό όνειρο" του Αντόν Ρουμπινστάιν. Ήταν το κομμάτι που είχε παίξει η φίλη της η Τζένη, η Εβραιοπούλα, ντυμένη κάτασπρα. Και...


Ήταν οι τελευταίες εξετάσεις στο Ωδείο... Κι ήρθε ο χαλασμός. Φάνηκε το Άγριο πρόσωπο του ανθρώπου... τα παραθύρια σκοτείνιασαν, οι καρδιές σφίχτηκαν, τα χαμόγελα χάθηκαν...

Κανείς δε σώθηκε, ούτε η Τζένη και η αδελφή της η Τζούλια, ούτε ο γέρος Όσμου, ούτε η Εσθήρ, ούτε η Ζιζέλα...
Ήταν καλοκαίρι του 1944, τους μάζεψαν στην Αγιά και από κει στο πλοίο Ταναϊς· στ' ανοιχτά της Μήλου, το βύθισαν το πλοίο. Κανείς δε σώθηκε.


Τους πνίξανε στη μέση του πελάγους!

Και γράφει ακόμη:


Ένας άγγελος κάθεται στην ακροθαλασσιά κι ακούει το κύμα που σπα, απαλά-απαλά. Τραγουδά τη χαρά του κόσμου τούτου και κλαίει... Κλαίει γιατί έχει φτερά, γιατί είναι Άγγελος και ποτέ δε θα χαρεί τις χαρές του ανθρώπου.


Όταν ακούστηκαν οι πρώτες μπατούτες, κράτησα την αναπνοή μαγεμένη, κι ένιωσα όλο τον πόνο του Άγγελου και λυπήθηκα τον Άγγελο που θα μείνει στερημένος αιώνια απ' τις χαρές του κόσμου τούτου... θυμήθηκα τα νεκρά παιδιά που όμοια με τον Άγγελο θα κλαίνε αιώνια όσα στερήθηκαν!


27 Ιανουαρίου σήμερα, παγκόσμια ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, γι' αυτούς που πνίξανε στη μέση του πελάγους, γι' αυτούς που κουβαλούνε μνήμες κι έναν αριθμό στο χέρι, γι' αυτούς που τους έκλεψαν την εφηβεία, γι' αυτούς που γνώρισαν την τραυματισμένη πραγματικότητα της φρίκης του ναζισμού, για όλους εμάς που αντιστεκόμαστε στη δολοφονία της μνήμης...

Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

10 Ιουνίου 1944 στα μαρτυρικά χωριά Δίστομο, Οραντούρ και Μαρσουλά





Ήταν 10 Ιουνίου 1944 ημέρα Σάββατο όταν στο χωριό Δίστομο οι Γερμανοί σκότωσαν 228 κατοίκους του, 53 παιδιά κάτω των 16, 58 άντρες και 117 γυναίκες, ενώ συνολικά στην περιοχή τα θύματα έφτασαν τους 600, αφού η θηριωδία τους δεν είχε σταματημό.


Τα πεντάχρονα δίδυμα αδελφάκια Barbe ήταν ανάμεσα στα θύματα
της ναζιστικής θηριωδίας στο χωριό Μαρσουλά της νότιας Γαλλίας

Ήταν 10 Ιουνίου 1944 ημέρα Σάββατο όταν στο χωριό Marsulas (Μαρσουλά) της νότιας Γαλλίας οι Γερμανοί σκότωσαν 27 αθώους κατοίκους του, 11 παιδιά, 6 γυναίκες και 10 άντρες.



Σε δέκα επιμνημόσυνες πλάκες καταγράφονται όλα τα ονόματα και οι ηλικίες των θυμάτων.
Επιπλέον χωριστές πλάκες με τα ονόματα των Εβραίων και των προσφύγων από Αλσατία και αλλού.

Και ήταν 10 Ιουνίου 1944 ημέρα Σάββατο, λίγες ώρες αργότερα μετά τη σφαγή στο Μαρσουλά, όταν στο χωριό Oradour-sur-Glane (Οραντούρ), 280 χιλιόμετρα μακριά, κοντά στη Λιμόζ, οι Γερμανοί εκτέλεσαν 642 ανθρώπους, άντρες γυναίκες και παιδιά!

Τρεις οι μαζικές εκτελέσεις αθώων ανθρώπων από τους Γερμανούς Ναζί την ίδια μέρα σε διαφορετικά σημεία της Ευρώπης. Τρία τα μαρτυρικά χωριά, ένα ελληνικό και δύο γαλλικά,  που έζησαν, μέσα στην ίδια μέρα, φριχτά εγκλήματα πολέμου. Ειδεχθή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας!

Αιωνία τους η μνήμη! 

Η μνήμη πάλι,  η μνήμη και οι μνήμες. 

Λέμε συχνά ότι δεν έχουμε μνήμη ή ότι έχουμε κοντή μνήμη. 

Ο καθηγητής Χάγκεν Φλάισερ γράφει για τους πολέμους της μνήμης ("Οι πόλεμοι της μνήμης: Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία", Νεφέλη 2008) και συνδέει την εξόντωση της μνήμης με την εξόντωση της αξιοπρέπειας εκατομμυρίων θυμάτων, "με πρόθεση να προλειάνει το έδαφος για ενδεχόμενη «βελτιωμένη» επανάληψη των φασιστικών εγκλημάτων".

Η Ποθητή Χαντζαρούλα, σε κείμενο που δημοσιεύει στο περιοδικό Χρόνος (τ. 9, Ιαν. 2014) με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Αυτό που συνέβη μπορεί να ξανασυμβεί: Γιατί έχει σημασία να σκεφτόμαστε τον φασισμό ιστορικά;", μας παραπέμπει στον Πρίμο Λέβι και στο βιβλίο του "Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν" (Άγρα, 2000), "εμποτισμένο στη μνήμη και ταυτόχρονα με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον", με το οποίο θέλει να μας πει ότι "η συμπεριφορά μας πρέπει να καθορίζεται όχι μόνο από τη γνώση του φρικτού παρελθόντος αλλά και από τη γνώση ότι αυτές οι δυνατότητες είναι πολύ πιο κοντά μας από όσο φανταζόμαστε".

Μήπως αυτές οι δυνατότητες είναι πράγματι πολύ πιο κοντά μας από όσο φανταζόμαστε; 
Όταν μιλάμε για το αυγό του φιδιού, αλήθεια ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε;

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Τάκης Καρβέλης (1925-2017)




Πριν από ένα χρόνο, τέτοιες μέρες ήταν, γνώρισα από πιο κοντά μέρος από το έργο του φιλόλογου και ποιητή Τάκη Καρβέλη. Διάβασα τις ποιητικές συλλογές "Μετάφαση" (Κείμενα, 1972) και "Η μνήμη μισοφέγγαρο" (Γνώση, 1983), καθώς και το λογοτεχνικό δοκίμιο "Η γενιά του 1880" (Σαββάλας, 2003).

Η συλλογή "Μετάφαση" περιέχει είκοσι ποιήματα, χωρίς τίτλους, με αρίθμηση ένα έως είκοσι. Γραμμένα μέσα στη δικτατορία, εκφράζουν μια θλίψη, μια απογοήτευση, ίσως σε κάποιους στίχους να βρίσκεις νύξεις για την κατάσταση στον τόπο και στις ψυχές των ανθρώπων εκείνη την εποχή. Γράφει στην αρχή της συλλογής:

Τώρα που χάσαμε την ευθεία οδό
τίποτε πια δε μας σώζει.

Στο ποίημα 1:

... Σ' αυτούς τους δρόμους πώς να περπατήσεις
μες στα διασταυρούμενα συρίγματα των ερπετών
φωνάζεις κι έρχονται πίσω οι λέξεις
αλλοιωμένες κούφιες αντηχήσεις...

Στο ποίημα 2:

Οι δρόμοι αυτοί δεν είναι πια δικοί μου
        ούτε δικοί σας
σαν τους περνάς βρέχουν μια τέτοια θλίψη
οι δρόμοι αυτοί κάπου γυρνούν σαν ίσκιοι...

Στο ποίημα 15:

... Όπου κι αν σκάψεις
και μια μαχαιρωμένη γλυκύτητα.

Και στο 18:

... κ' είν' η ψυχή μου ένα λιβάδι απ' αγκάθια.

Και η μνήμη παίζει τα παιχνίδια της στην ποίηση του Καρβέλη. Γράφει στο ποίημα 3:

Η μνήμη είναι από πηλό
φλεγομένη βάτος
βουίζει μες στην έρημο
στα μάτια μας καμμένη άμμος.
Η μνήμη είναι η ερημιά του χρόνου
μια κατακόρυφη πτώση
στα νεύρα μας.

Στη μνήμη είναι αφιερωμένη και ολόκληρη η συλλογή "Η μνήμη μισοφέγγαρο". Ποιητικά πεζά θα χαρακτήριζα τα κείμενα. Και γράφει:

Το κέφι έχει κατακάτσει κι η μνήμη αρχίζει το σκάψιμο. Έξαφνα νιώθεις πως κάτι μετατοπίζεται μέσα σου· η πλατεία αδειάζει κι εκεί που χόρευαν οι ζωντανοί τώρα πέφτει ασταμάτητα μια σιγανή βροχή.
....
Καθώς το τρένο έστριβε οι κρεμασμένοι φάνηκαν στη θέση τους με το σκοτάδι στο πρόσωπο. Έπειτα το τρένο προχώρησε. Μα η μνήμη μένει, αυτή δεν προχωρεί κόκκινο στίγμα στους εφιάλτες μου.
...
Το χιόνι φυτεύει τη σιωπή
ναρκώνει τις αισθήσεις.
Μιλάω όταν η σιωπή περσεύει γύρω μου.
Τότε βγαίνουν στην επιφάνεια
πρόσωπα, παγιδευμένα
ανοίγουν χάσματα
που ευθύς γεμίζουν άνθη εφηβικά.
...

Στο βιβλίο για τη γενιά του 1880, ο συγγραφέας ασχολείται με τη γενιά που προέκυψε, όπως γράφει, ύστερα από 50 χρόνια στασιμότητας και η οποία αναπτύχθηκε κάτω από την επιρροή του δημοτικιστικού κινήματος και προετοίμασε το έδαφος για τη γενιά του 1930. Το βιβλίο έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί ασχολείται με τα γενικά χαρακτηριστικά της εποχής και της γενιάς του 1880 (ονομασία που έδωσε ο Κλέων Παράσχος, χαρακτηρίζοντας όσους προσπάθησαν ν' ανοίξουν δρόμους στην ποίηση, την πεζογραφία και την κριτική), αλλά και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιμέρους εκπροσώπων της (αλλά και των επιγόνων της). 

Αναφέρεται στα προηγούμενα 50 χρόνια, όπου κυριαρχεί ο ρομαντισμός και για τούτο ανθίζει περισσότερο η ποίηση και πολύ λιγότερο η πεζογραφία, ενώ αφιερώνει μεγάλο μέρος στη γλώσσα και στη διχοτόμηση της πεζογραφικής γενιάς, καθώς και στην ηθογραφία (ο συγγραφέας παραπέμπει στον ορισμό της από τον Π. Μουλλά, ενώ εγώ, με την ευκαιρία, πολύ ταπεινά, θα παραπέμψω συμπληρωματικά και στις αναφορές που έκανε για το θέμα η πρόωρα και ξαφνικά θανούσα Μάρη Θεοδοσοπούλου στην Εποχή 24/1/2016).

Ο Τάκης Καρβέλης κάνει κρίσεις για τους λογοτέχνες της εποχής, γράφοντας π.χ. για τον Σουρή ότι ανήκει σε αυτούς που δεν έχουν ιδιαίτερη ανησυχία για την ποιότητα της ποίησής τους και για τον Πολέμη ότι είναι ο ποιητής του κοινού γούστου, με αποτέλεσμα τη δυσαρμονία "ανάμεσα στο κοινό αίσθημα που θέλγεται από τη ρηχή ποίηση Σουρή, Πολέμη και δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τις συντελούμενες αλλαγές στο χώρο της ποίησης (Παλαμάς, Σικελιανός)".

Συγκρίνοντας Δροσίνη με Παλαμά, υπογραμμίζει ότι "ο πρώτος δεν τόλμησε να καινοτομήσει όπως ο άλλος, δεν ριψοκινδύνευε σε εκφραστικά ανοίγματα".

Αφιερώνει μεγάλο μέρος στον Παπαδιαμάντη, στο έργο του οποίου κεντρικό ρόλο παίζει η μνήμη (συγκρίνοντας με τον Καρκαβίτσα όπου είναι η παρατήρηση, ενώ και για τους δύο γράφει ότι συνέβαλαν, μαζί με το Βιζυηνό, "στην απαγκίστρωση της πεζογραφίας από την ειδυλλιακή φάση για να περάσει στη ρεαλιστική"), ενώ επίσης γράφει για Μητσάκη, Καμπά, Κονδυλάκη, Βλαχογιάννη, Εφταλιώτη, Μωραϊτίδη, Πορφύρα, Χατζόπουλο και πολλούς άλλους. 

Ταγός της γενιάς του 1880 για τον Καρβέλη είναι ο Κωστής Παλαμάς, "πνεύμα ανήσυχο και αναζητητικό". Τον θεωρεί ως τον πιο αξιόλογο Έλληνα ποιητή και ηγέτη στον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής και το άνοιγμα της ελληνικής λογοτεχνίας προς τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα.

Αξιολογώντας τη γενιά του 1880, ο Τάκης Καρβέλης γράφει ότι πρέπει να εκτιμηθεί η προσφορά και η δυναμική της. Η προσφορά της έχει σχέση με το άνοιγμα στην ευρωπαϊκή πνευματική παραγωγή, στη φιλοσοφία, στην επιστήμη και στη λογοτεχνία, καθώς και με το κίνημα του δημοτικισμού, έναν "δυναμογόνο μοχλό εναντίον της προγονοπληξίας και του λογιοτατισμού". Η δε δυναμική της εκτείνεται μέχρι το 1930, θεωρώντας ότι το ηθογραφικό διήγημα που καλλιέργησαν οι Θεοτόκης και Χατζόπουλος και ενθαρρύνθηκε από τη "σοσιαλιστική ιδεολογία", είχε και ως αρνητική συνέπεια την επιβράδυνση καλλιέργειας του μυθιστορηματικού είδους επικεντρωμένου στο αστικό περιβάλλον.

Αν και όχι ειδική στα θεωρητικά της φιλολογίας, καταθέτω τα παραπάνω στη μνήμη του Τάκη Καρβέλη, που έφυγε χθες στα 92 του χρόνια.

.................................................
Σημ. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να σημειώσω θετικά την ταχύτητα ενημέρωσης της βάσης Biblionet για τον θάνατο του Τάκη Καρβέλη (αν και, όμως, δεν είναι ενημερωμένη για όλο το έργο του, όπως συμβαίνει και σε πολλά άλλα λήμματα συγγραφέων). Επίσης, να παραπέμψω στο πολύ καλό σημείωμα για τον ποιητή που υπάρχει στον ιστότοπο της Παπαχαραλαμπείου Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ναυπάκτου (ο Τάκης Καρβέλης καταγόταν από το Αιτωλικό).

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Περί λογοκρισίας, γραφής και μνήμης: λίγες αναφορές και σκόρπιες σκέψεις



Με αφορμή το κατέβασμα του έργου "Ισορροπία του Nash" της Πειραματικής σκηνής του Εθνικού Θεάτρου ύστερα από τις αντιδράσεις συγκεκριμένων πλευρών, παραθέτω εδώ λίγα για τη λογοκρίσία και την ελευθερία της έκφρασης, αλλά και για τη γραφή, όπως συνδέεται με τη μνήμη και τη λήθη.

Γράφει για τη λογοκρισία το 2006 ο Στάινερ στο βιβλίο του "Η σιωπή των βιβλίων" (Ολκός, 2009):

Η λογοκρισία είναι εξίσου γηραιά  και πανταχού παρούσα με την ίδια τη γραφή. Είδαμε ήδη πως ήταν παρούσα καθ' όλη τη διάρκεια της ρωμαιοκαθολικής Ιστορίας. Συμμετείχε σε κάθε τυραννία, από τη Ρώμη του Αυγούστου έως τα σημερινά απολυταρχικά καθεστώτα. Είναι απλούστατα αδύνατο να καταμετρήσουμε τον εντυπωσιακό αριθμό κειμένων που ευνουχίστηκαν, "καθαρίστηκαν", παραποιήθηκαν ή αποσιωπήθηκαν εξολοκλήρου. Αλλά ούτε και οι λεγόμενες δημοκρατίες έχουν τα χέρια καθαρά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η κλασική και σύγχρονη λογοτεχνία «καθαρίστηκαν» ή αποσύρθηκαν από τις δημόσιες και πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες υπό το παιδαριώδες και ταπεινωτικό πρόσχημα του «πολιτικώς ορθού»... Στο μεγαλύτερο κομμάτι του σύγχρονου κόσμου, στην Κίνα, την Ινδία, το Πακιστάν, παντού όπου η κληρονομιά του φασισμού και του σταλινισμού κρατάει ακόμη, στα ούτε λίγο ούτε πολύ στρατιωτικά κράτη, στις θεοκρατίες ισλαμικού τύπου και, αποσπασματικά, στη Νότια Αμερική, οι συγγραφείς φυλακίζονται, αποκηρύσσονται...



Ο Ουμπέρο Έκο στο "Αναμνήσεις επί χάρτου" (Ελληνικά Γράμματα, 2007) επικαλείται τον Φαίδρο του Πλάτωνα για να αναφερθεί στο ρόλο των νέων μέσων πληροφόρησης στη μνήμη. Ο βασιλιάς Θαμούς αμφισβητεί τα πλεονεκτήματα της γραφής την οποία ανακάλυψε ο θεός Θευθ που ανακάλυψε τη γραφή. Και λέει ο Σωκράτης:

Λοιπόν άκουσα πως κάπου στη Ναύκρατι της Αιγύπτου υπάρχει ένας από τους αρχαίους τοπικούς θεούς, εκείνος, του οποίου είναι το ιερό πουλί που το ονομάζουν ίβι. Το όνομα του ίδιου του θεού είναι Θεύθ. Αυτός είναι που βρήκε πρώτος τους αριθμούς και το μαθηματικό λογισμό και τη γεωμετρία και την αστρονομία, και ακόμα τα παιχνίδια με τους πεσσούς και τους κύβους, και τέλος τους χαρακτήρες των γραμμάτων. Και εκείνη την εποχή βασιλιάς όλης της Αιγύπτου ήταν ο Θαμούς, που έμενε στη μεγάλη πόλη της επάνω περιοχής, την οποία οι Έλληνες την ονομάζουν Αιγυπτιακές Θήβες· και το θεό της τον ονομάζουν Άμμωνα. Ήρθε σε αυτόν ο Θεύθ και του έδειξε τις τέχνες του, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να διαδοθούν και στους άλλους Αιγυπτίους. 
Και ο Θαμούς ρώτησε ποια είναι η χρησιμότητα της καθεμίας· και ενόσω ο Θεύθ τις εξηγούσε μία προς μία, ο βασιλιάς επαινούσε ό,τι έκρινε πως λεγόταν καλά και κατηγορούσε ό,τι έκρινε πως δεν ήταν καλό. Λέγεται πως ο Θαμούς είπε στον Θεύθ πολλά υπέρ και εναντίον κάθε τέχνης, πράγματα, που αν τα εξετάσουμε αναλυτικά, θα μακρηγορούσαμε. 
Πάντως, όταν έφθασαν στα γράμματα, ο Θεύθ είπε: 

«Βασιλιά μου, η γνώση αυτών των πραγμάτων θα κάνει τους Αιγυπτίους πιο σοφούς και δυνατότερους στη μνήμη, γιατί βρέθηκε το φάρμακο της σοφίας και την μνήμης». 

Όμως ο Άμμωνας απάντησε: 

«Θεύθ, που κατέχεις τόσες τέχνες, να ξέρεις πως άλλος έχει την ικανότητα να δημιουργεί τις τέχνες, και άλλος εκείνη που θα του επιτρέπει να κρίνει πόσο πρόκειται να ωφελήσουν και πόσο να βλάψουν όποιους πρόκειται να τις χρησιμοποιήσουν. Και τώρα εσύ, ως πατέρας της τέχνης των γραμμάτων, από ευμενή διάθεση προς το έργο σου, απέδωσες τα αντίθετα από αυτά που μπορεί πραγματικά τούτη η τέχνη....»...

[Αντέγραψα την παραπάνω μετάφραση του Παναγιώτη Δόικου στην οποία παραπέμπει και το βιβλίο του Eco από την Πύλη για την ελληνική γλώσσα].



Αλλά και ο Μπόρχες το 1942 στο "Φούνες, ο Μνήμων" (από τα Άπαντα πεζά σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, είχα διαβάσει την έκδοση στα Ελληνικά Γράμματα του 2005, ενώ τώρα κυκλοφορεί σε δίτομη έκδοση Πατάκη του 2014), δίνει μια ενδιαφέρουσα πλευρά της μνήμης σε σχέση με την υπερπροσφορά πληροφοριών και την αξία που μπορεί να έχουν. Ο Ιρενέο Φούνες μέχρι τα δεκαενιά του ήταν "τυφλός, κουφός, κλούβιος, ξεχασιάρης" όπως όλους τους ανθρώπους όπως λέει, όταν όμως από ένα ατύχημα μένει παράλυτος αποκτά φοβερές δυνάμεις μνήμης.

Εμείς, με μια ματιά, μπορούμε ν' αντιληφθούμε διαμιάς τρία ποτήρια πάνω σ' ένα τραπέζι· ο Φούνες, όλα τα φύλλα, όλες τις ψαλίδες κι όλα τα σταφύλια μιας κληματαριάς. Ήξερε τα σχήματα που είχαν τα σύννεφα του νοτιά το ξημέρωμα της 30ης Απριλίου 1882, και μπορούσε να τα παραβάλει στη μνήμη του με τα "νερά" ενός δερματόδετου βιβλίου που του 'χε ρίξει κάποτε μια ματιά, και με τα σχήματα του αφρού που σήκωσε ένα κουπί στο Ρίο Νέγρο... Μου είπε: "Μόνος μου εγώ έχω πιο πολλές αναμνήσεις απ' όσες είχαν όλοι οι άνθρωποι μαζί από τότε που ο κόσμος είναι κόσμος"· κι ακόμα: "Τα όνειρά μου είναι όπως ο ξύπνος σας"· κι ακόμα, λίγο πριν φέξει: "Η μνήμη μου, κύριε, είναι ένας σωρός από σκουπίδια"....
 .....
Είχε μάθει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια αγγλικά, γαλλικά, πορογαλικά, λατινικά. Υποπτεύομαι, ωστόσο, πως δεν ήταν πολύ ικανός στη σκέψη. Σκέψη είναι να ξεχνάς τις διαφορές, να γενικεύεις, να αφαιρείς. Στον υπερφορτωμένο κόσμο του Φούνες δεν υπήρχαν παρά λεπτομέρειες, σχεδόν σε πλήρη ετοιμότητα.... Σκέφτηκα πως καθεμιά απ' τις λέξεις μου (καθεμιά απ' τις κινήσεις μου) θα επιζούσε στην αμείλεικτη μνήμη του· με κυρίευσε ο φόβος όταν σκέφτηκα τις περιττές χειρονομίες μου να πολλαπλασιάζονται...

Τελικά, αναρωτιέμαι αν έχουν σχέση η λογοκρισία με τη γραφή και τη μνήμη. Η ίδια η γραφή είναι θεματοφύλακας της μνήμης, μπορεί βέβαια η υπερσυγκέντρωση να δημιουργεί και σκουπίδια (είναι εκπληκτικό ότι ο Μπόρχες μίλησε το 1942 για σκουπίδια στη μνήμη, όταν σήμερα, με την εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών, κάνουμε λόγο για περιττές πληροφορίες, για σκουπίδια στο Διαδίκτυο). Μπορεί αυτό να αποτελεί λόγο για αξιολόγηση, για φιλτράρισμα, για επιλογή, μπορεί όμως να αποτελεί αφορμή και για λογοκρισία; Η λογοκρισία έχει κατασταλτικό χαρακτήρα και επιβάλλεται από κάποιο τρίτο μέρος για να περιορίσει όχι τη ροή των πληροφοριών γενικά, αλλά τη ροή συγκεκριμένων πληροφοριών και για συγκεκριμένους λόγους.


Στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στο άρθρο 19 διαβάζουμε:

"Καθένας έχει το δικαίωµα της ελευθερίας της γνώµης και της έκφρασης που σηµαίνει το δικαίωµα να µην υφίστανται δυσµενείς συνέπειες για τις γνώµες του και το δικαίωµα να αναζητεί, να παίρνει και να διαδίδει πληροφορίες και ιδέες, µε οποιοδήποτε µέσο έκφρασης, και από όλο τον κόσµο."

Τι έχει αλλάξει από τις 10 Δεκεμβρίου 1948 που κυκλοφόρησε η Διακήρυξη; 

Στο λεξικό Τριανταφυλλίδη διαβάζουμε:

λογοκρισία η [loγokrisía] Ο25 : 1. ο προληπτικός έλεγχος που ασκείται συνήθ. από μια αρχή σε προϊόντα του γραπτού ιδίως λόγου αλλά και σε θεάματα ή ακροάματα (βιβλία, έντυπα, εφημερίδες, επιστολές, κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα κτλ.) με δικαίωμα επέμβασης στο περιεχόμενό τους (διαγραφές, τροποποιήσεις, απαγόρευση δημοσιοποίησης, κυκλοφορίας κτλ.): Tο δικτατορικό καθεστώς επέβαλε αυστηρή ~ στον τύπο. Οι επιστολές προς και από τους κρατουμένους υποβάλλονται σε ~ από τη διεύθυνση των φυλακών. Προληπτική ~, ο έλεγχος που ασκείται πριν από τη δημοσιοποίηση, την κυκλοφορία των προϊόντων. (έκφρ.) η ψαλίδα της λογοκρισίας. 2. η υπηρεσία που ασκεί τον έλεγχο: H ~ έκοψε μερικές σκηνές του έργου, γιατί τις θεώρησε πολύ τολμηρές.

[λόγ. λογοκρι(τής) -σία απόδ. γαλλ. censure]

Πάντως, για να επιστρέψω στην αφορμή για την ανάρτηση αυτή, τελικά, η ελευθερία θέλει τόλμη ή μήπως άλλα λέμε και άλλα καταλαβαίνουμε; Δηλαδή... γλωσσικό  το πρόβλημα. Κρίμα όμως να μην τολμάμε και ν' αφήνουμε να δηλώνουν δικαιωμένοι αυτοί που δεν θάπρεπε!

Υστερόγραφο: Είχα ετοιμάσει την ανάρτηση πριν από το θάνατο του Ουμπέρτο Έκο. Το πρώτο δικό του βιβλίο που διάβασα ήταν το "Θεωρία σημειωτικής" (Γνώση, 1988, σε μετάφραση Έφης Καλλιφατίδη), στη συνέχεια βέβαια διάβασα και άλλα δικά του και κυρίως αυτά που σχετίζονται με τη γραφή, τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες, Γυρνώντας πίσω σε ανάρτηση του 2012 σχετικά με το αν θα πρέπει να υπάρχει λογοκρισία στην επιλογή των βιβλίων σε μια βιβλιοθήκη, θυμήθηκα ότι στο σημείωμα που αναφέρω εκεί, η συντάκτρια είχε προτείνει να διαβάσουμε το "Όνομα του ρόδου" του Έκο. Ήταν Μάρτιος του 1985. Νάναι καλά.

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Ιστορία του γερασμένου παιδιού, της Τζέννυ Έρπενμπεκ: ιστορία αντίστασης στη λήθη για ένα παιδί πεταμένο έξω απ’ το χρόνο

Στην αρχή μου φάνηκε παράξενο βιβλίο. Η ιστορία εξελίσσεται σιγά-σιγά, με πολλές λεπτομέρειες η ζωή στο ίδρυμα και οι συμπεριφορές των άλλων παιδιών στο δεκατετράχρονο κορίτσι, στην αρχή αναρωτιέσαι ποιο το νόημα, είναι και το ύφος της αφήγησης ιδιαίτερο, ο λόγος γίνεται κοφτός, μερικές φορές αναρωτιέσαι αν φταίει η μετάφραση.

Έτσι νόμιζα, έκανα διάφορες σκέψεις, δεν είχα διαβάσει το επίμετρο του μεταφραστή και προσπαθούσα να καταλάβω τι γίνεται. Όσο προχωρούσε όμως η ανάγνωση, στην αρχή ένιωσα μια συμπάθεια για την ηρωίδα του βιβλίου, ένα παράξενο, μοναχικό πλάσμα, δύσμορφο, παχύ, όμοιο με τις φιγούρες του Μποτέρο, είναι ν' αναρωτιέται κανείς αν τυχαία ταίριαξε η φιγούρα του κοριτσιού στον πίνακα του Μποτέρο (όπως στο παραπάνω εξώφυλλο) ή αν ο Μποτέρο εμπνεύστηκε τις γυναικείες φιγούρες του από τις περιγραφές της Τζέννυ Έρπενμπεκ. Αυτή είναι η συγγραφέας της νουβέλας "Ιστορία του γερασμένου παιδιού" (εκδ. Ίνδικτος 2004, μετάφραση Αλέξ. Κυπριώτης), το οποίο αναφέρεται στην (αληθινή) ιστορία ενός δεκατετράχρονου κοριτσιού σε ένα ίδρυμα μιας πόλης και μιας χώρας.

Αλλά, ας μην πω την ιστορία, αν και το βιβλίο έχει εξαντληθεί (και είναι κρίμα), μπορεί να βρεθεί σε κάποια βιβλιοθήκη (εγώ το βρήκα στη Βιβλιοθήκη του Ευγενίδειου Ιδρύματος) γιατί αξίζει να διαβαστεί. (Σ' αυτό πρέπει να κάνω μνεία στη Βιβή Γ. και στη Λέσχη Ανάγνωσης Degas όπου πρωτοδιάβασα για τη συγγραφέα και το βιβλίο).

Το ονομάζουν πολιτικό βιβλίο, και νομίζω τελικά έτσι είναι, και συγκεκριμένα, όπως διαβάζω στη σελίδα του Ίνδικτου "μια αλληγορικὴ ελεγεία για την πτώση του πάλαι ποτὲ «υπαρκτού σοσιαλισμού», μια παραβολὴ για το κλειστό «ίδρυμα» της Ανατολικής Γερμανίας".

Η ιστορία ξεκινά με την εικόνα ενός παιδιού στο δρόμο μ' ένα κουβά στο χέρι. Δεν θα πω πολλά για το γερασμένο παιδί της ιστορίας, θα πω μόνο πως η χώρα είναι η Ανατολική Γερμανία ή Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και η πόλη είναι η Δρέσδη.

Όταν στο ίδρυμα γιορτάζουν μια επέτειο στις 13 Φεβρουαρίου, όπως σε όλη την πόλη, χωρίς να την κατονομάζουν, καταλαβαίνουμε πως είναι η Δρέσδη. 13 Φεβρουαρίου 1945 ήταν η πρώτη μέρα βομβαρδισμού της από τις συμμαχικές δυνάμεις. Ήταν για ν΄αφήσουν και οι σύμμαχοι το  μήνυμα πως ο πόλεμος, απ’ όπου κι αν προέρχεται, είναι άγριος και απάνθρωπος. Γράφει λοιπόν η Έρπενμπεκ:

«Στις 13 Φεβρουαρίου βομβαρδίστηκε για πρώτη φορά η πόλη, βομβαρδίστηκε μια φορά, κι ύστερα, όταν οι άνθρωποι βγήκανε στα τέσσερα απ’ τα υπόγεια, αμέσως άλλη μία, βομβαρδίστηκε τόσο πολύ που ο ποταμός που βρίσκεται η πόλη άρχισε να βράζει, και δεν έμεινε τίποτα από την πόλη όρθιο».

Ο ποταμός είναι ο Έλβας. Ο διευθυντής του ιδρύματος έβγαλε λόγο για την επέτειο και μίλησε «για τον ποταμό που έβραζε, και που λέει ότι εκείνοι που πέσανε στον ποταμό, για να γλυτώσουνε από τη φωτιά, γίνανε βραστοί».

Το δεκατετράχρονο κορίτσι δεν μπορεί να φάει και ρωτά τη μαγείρισσα: «Γιατί γίνεται γιορτή σήμερα, αφού οι άνθρωποι γίνανε βραστοί;»

Και η μαγείρισσα απαντά: «Πρέπει να γιορτάζουμε αφού δεν μπορούμε να τα ξεχάσουμε».

Η Δρέσδη μετά τους βομβαρδισμούς το Φλεβάρη 1945 (Πηγή φωτογραφίας εδώ)
Πολλοί είπαν πως το βιβλίο αυτό της Έρπενμπεκ είναι μια παραβολή για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Νομίζω πως ο παραπάνω διάλογος είναι σίγουρα μια αλληγορία για το δράμα της χώρας αυτής, τουλάχιστον στα μάτια και στην καρδιά της συγγραφέα, που γεννήθηκε πολύ μετά τον βομβαρδισμό της Δρέσδης, ζει όμως τη χώρα αυτή πριν και μετά την πτώση του Τείχους και την αφομοίωσή της από τη Δυτική Γερμανία (με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει γενικά, αλλά κυρίως για την ίδια).

Ο χρόνος, οι μνήμες και η λήθη φαίνεται ν’ απασχολούν τη συγγραφέα. Λέει σε κάποιο σημείο:
«... το κορίτσι καταλαβαίνει ότι έχει κάνει λάθος στο χρόνο της μέρας. Δεν είναι καθόλου πρωί, είναι βράδυ. Σαν τυφλή έπεσε πάνω στο χρόνο...».

Κι όταν το κορίτσι αναπολεί τα Σάββατα στο σχολείο και «κρατιέται απ’ την ανάμνηση του αδειάσματος των ερμαρίων», της μένει το «κάθε Σάββατο», που «συμβολίζει την τάξη και τον κανόνα, ότι ξέρει κανείς τί να κάνει, τί να περιμένει, κι ότι ξέρει κανείς τί είναι».

Τί άλλο θα μπορούσε να γράψει για να θεωρηθεί πικρή αλληγορία από την ερμηνεία που δίνει για το κορίτσι που προσπαθεί να θυμηθεί και που «φαίνεται σαν να ΄χει χάσει μαζί με την ανάμνηση για κείνο που πρέπει να είναι. Έχει την εντύπωση ότι είναι σαν κάποιον που συρρικνώθηκε, σαν κάποιον που συρρικνώθηκε μέσα στο χρόνο σαν μέσα σε φωτιά, κι είναι τώρα ένα κομματάκι σε κάποιο ίδρυμα για παιδιά». Το παιδί βρίσκεται στο νοσοκομείο, οι συμμαθητές του δεν έρχονται να το δούν, κι αυτό νιώθει «πεταμένο έξω απ’ το χρόνο».

Ο μεταφραστής, Αλέξανδρος Κυπριώτης, μεταφέρει στο επίμετρο την άποψη που υπάρχει για το βιβλίο ότι πρόκειται για παραβολή – ιστορία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας – και για «απάντηση στην καρατομημένη νοσταλγία που επινόησαν οι Δυτικοθρεμμένοι ειδικοί και η βιομηχανία του μάρκετινγκ». Και συνεχίζει:

«Η Τζέννυ Έρπενμπεκ μοιάζει να υπερασπίζεται πεισματικά τη γοητεία του τερατώδους, δεν ωραιοποιεί το παρελθόν, αλλά ούτε το αποποιείται, το απογυμνώνει, του κατεβάζει το «συλλογικό βρακί» και το καταθέτει ως προσωπική εμπειρία, ως βιωμένο παρελθόν, ως μία καταδικασμένη εκ των προτέρων αντίσταση, που πέρα από την πρώτη ανάγνωσή της αντιστέκεται σ’ αυτό ακριβώς  που φαίνεται να ιστορεί: τη λήθη».

Είναι μια ιστορία αντίστασης στη λήθη για κομμάτια της ιστορίας του 20ου αιώνα πεταμένα έξω από το χρόνο, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον καθένα...

Και η Δρέσδη ένα τέτοιο κομμάτι είναι...