Τα ρούχα τους πληγωμένους και τους σκοτωμένους να τα πετάξουμε. Αλλά εγιώ έτσι πράμαν εν ημπόρουν να κάμω. Πολλοί που τούτους που ετραυματίζουνταν επεθανίσκαν τζιόλας τζιαι εν εγένητουν τα ρούχα τους να τα πετάξεις, για να τα κρούσεις. Εν αμαρτία μεγάλη. Λαλούν γυρίζει η ψυχή του πεθαμένου, γεμάτη παράπονο, τζιαι εν εβρίσκει ησυχία. Επιανα τζιαι εγιώ τα ρούχα τους σκοτωμένους κρυφά, έπιανα τζιαι τα παπούτσια τους, εδίπλωνά τα καλά τζιαι επήαινα τζιαι έθαφκά τα μες στο τζιηπούιν του νοσοκομείου. Έπιανα τα ρούχα τα γαιματωμένα τζιαι τα παπούτσια τα κότσινα τα φατσημένα τζιαι επήαινα τζιαι έθαφκά τα μαζί. Εν εξεχώριζα αν ήταν Τούρκου για δικού μας. Έθαφκά τα τζιαι ελάλουν τζιαι μια προσευκή. Να αναπαυτεί η ψυχούλα του αδρώπου που επέθανε. Έτσι ήτουν το πρέπον.
Πρώτα αυτό, το φωνές από χώμα (Πατάκης, 2017) κι ύστερα το "Πικρία χώρα", δυο αριστουργήματα από την Κύπρια Κωνσταντία Σωτηρίου. Το δράμα της Κύπρου, το δράμα των ανθρώπων της Κύπρου κι από τις δυο πλευρές, στην ουσία το δράμα του πολέμου, της βίας, της απώλειας από δω κι από κει. Σ' αυτό εδώ, Δεκέμβρης του 1963, τότε που οδήγησε στη χάραξη της Πράσινης γραμμής στη Λευκωσία και 13 γυναίκες, από τη μια κι από την άλλη πλευρά, αφηγούνται τα γεγονότα.
Μέχρι που µου τα πρόφτασε τα μαντάτα ένας Τούρκος που πουλά μελιτζάνες, ένας χωρικός που πουλά τις καλύτερες μελιτζάνες του κόσμου, πάντα πηγαίνω τις Τετάρτες σ᾽ εκείνον να πάρω μελιτζάνες και µου ψιθυρίζει στο αυτί συνταγές για ντομάτες και σκόρδο και όπλα, βάζεις, µου λέει, τις μελιτζάνες σε νερό να ξεπικρίσουν […]
Μ΄έναν έξυπνο, πρωτότυπο τρόπο, θεατρικό λες, η Σωτηρίου μπήγει το μαχαίρι στο κόκαλο, σε κάνει να πονάς, να νιώθεις τι πα να πει "Κυπριακό". Χωρίς να κάνει μάθημα, χωρίς να υψώνει κανένα δάχτυλο, μια νέα γυναίκα που άκουσε ασφαλώς ιστορίες από παλιότερους, που νιώθει πως η βία έφερε βία και διάσπαση και έχθρα και αδιέξοδο, βάζει πρόσωπα, γυναίκες, που έχασαν παιδιά, άντρες, που σκοτώθηκαν οι ίδιες, τις βάζει ν' αφηγούνται, με φυσικό τρόπο και χωρίς περιττές εξάρσεις του λόγου, τα μεμονωμένα γεγονότα του χαμού, τα μικρά, και μας κάνει κοινωνούς των μεγάλων, του μεγάλου δράματος μιας διαμελισμένης, χωρισμένης, χαμένης στα πολιτικά παιχνίδια αδιέξοδης Κύπρου. Συγκλονιστικός ο τρόπος της συγγραφέα, πιο συγκλονιστικό αυτό που συμβαίνει.
Τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα καλά, γιατί είχα
βγει το πρωί να αγοράσω παπούτσια, εκείνες τις ψηλές γόβες με το λουράκι στο
πλάι, που είχα δει πριν μέρες στη βιτρίνα, σε χρώμα βαθύ κόκκινο, εκείνο που
μοιάζει με τη ζεστή λαμπερή καραμέλα που τρώνε τα παιδιά τα Χριστούγεννα, και
ήτανε Πέμπτη ή Τετάρτη, δεν θυμάμαι, ήτανε πάντως λίγο πριν τις γιορτές των
χριστιανών…
Τα κόκκινα παπούτσια της Κάρεν στο παραμύθι του Άντερσεν, όπως τα φαντάστηκε η Αμερικανίδα καλλιτέχνισσα Alexis Amman (Πηγή εικόνας) |
Η Τζεμαλιγιέ μαζί με τον Τουρκοκύπριο εραστή της Ζεκή,
σκοτώθηκαν σ' ένα μπλόκο της αστυνομίας ένα βράδυ του Δεκέμβρη του 1963, αυτό
που αργότερα ονομάστηκε Ματωμένος Δεκέμβριος. Κι ύστερα άρχισαν ταραχές, κι έγινε ύστερα η διχοτόμηση και η Πράσινη γραμμή (που όταν πήγα μια φορά στη Λευκωσία δάκρυσα στη θέα της) και τα γεγονότα του '74 και το κυπριακό ζήτημα που λύση δεν έχει (λίγα για την ιστορία εδώ και για τη θεατρική παράσταση στην Κύπρο εδώ).
Στη μνήμη εκείνης της νεαρής τουρκάλας, της Τζεμαλιγιέ που αγάπησε τον Ζεκή, ας τραγουδήσουμε τα κόκκινα πατίνια μαζί με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά: