Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δούκας Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δούκας Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

η θήβα μέμφις του γιάννη δούκα: ένα μακρύ αφηγηματικό ποίημα μέσα από τις σιωπές της ευρώπης

 

Θέλοντας να χαρακτηρίσω την τελευταία ποιητική συλλογή του Γιάννη Δούκα "η θήβα μέμφις" (Πόλις, 2020), χωρίς να είμαι ειδική στη θεωρία της λογοτεχνίας ούτε στην ιστορία, παρά μόνο αναγνώστρια και των δύο, ας μου επιτραπεί να δώσω δυο πλευρές της όπως τις αντιλήφθηκα διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντάς την. Είδα ποιητικές αφηγήσεις από τις σιωπές της μικροϊστορίας. Είδα κι ένα συνεχές αφηγηματικό ποίημα, τόσο λόγω της μορφής (το ένα ποίημα ακολουθεί το άλλο χωρίς αλλαγή σελίδας), αλλά κυρίως λόγω του ίδιου του περιεχομένου και του τρόπου ποιητικής παρουσίασης.

Για τις ερμηνείες αυτές, βοήθησε και ο ίδιος ο ποιητής. Στον πρόλογό του εξηγεί ότι με τα ποιήματά του επιχειρεί να δώσει φωνή σε ανθρώπους που έζησαν κι έδρασαν κατά την περίοδο 1914-1945, στα χρόνια δηλαδή που ο Έντσο Τραβέρσο αποκαλεί "ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο". Δίνει φωνή σε ανθρώπους των χρόνων αυτών, μια ευκαιρία που δεν τους δόθηκε όσο ζούσαν. Κάθε ποίημα είναι μια ιστορία, μια ποιητική αφήγηση ή σωστότερα ένα αφηγηματικό ποίημα, από διαφορετικά γεγονότα, "αφορμές" όπως τα ονομάζει, που αφορούν όχι έναν άνθρωπο, αλλά δύο, τρεις, ακόμη και τέσσερις, και που δεν είναι πάντα από την ίδια χρονιά. Τα γεγονότα, οι αφορμές, πέρα από προσωπικές ιστορίες ανθρώπων, μπορεί να είναι  εκθέσεις, θεατρικές παραστάσεις, προβολές ταινιών.

Είναι ιστορίες που μάλλον περνούν απαρατήρητες, που έρχονται από τις σιωπές της ιστορίας, ο ίδιος τις βρίσκει στη Βικιπαίδεια, ένα μέσο που, όπως λέει, "αποτελεί αντικείμενο διαρκούς επεξεργασίας, έργο εν εξελίξει, έργο αδιάκοπα ρευστό". Ο Γιάννης Δούκας παίρνει τις δύο, τρεις, τέσσερις διαφορετικές ιστορίες και φτιάχνει μια νέα δική του, με κανονική ροή, χωρίς σημάδια συγκόλλησης. 

Γράφει στον πρόλογο, επικαλούμενος τον ανθρωπολόγο από την Αϊτή Μισέλ-Ρολφ Τρουιγιό (Michel-Rolph Trouillot, 1949 – 2012):

Οι σιωπές εισέρχονται στη διαδικασία της ιστορικής παραγωγής σε τέσσερις κρίσιμες στιγμές: τη στιγμή της δημιουργίας δεδομένων (δημιουργία των πηγών)· τη στιγμή της συνάθροισης δεδομένων (δημιουργία των αρχείων)· τη στιγμή της ανάκτησης δεδομένων (δημιουργία αφηγήσεων)· και τη στιγμή της αναδρομικής σημασίας (δημιουργία της ιστορίας στον ύστατο βαθμό).

Δεν γνώριζα τον Τρουιγιό, το παραπάνω απόσπασμα όμως μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον, οι σιωπές του νομίζω αντιστοιχούν με κάποιο τρόπο σ' αυτό που λέμε "σιωπές της ιστορίας", κι είναι τόσες οι σιωπές αυτές... (Για τις σιωπές έχει γράψει το βιβλίο "Silencing the Past: Power and the Production of History", Beacon Press 1995, με πολλές επανεκδόσεις έκτοτε, κρίμα που δεν υπάρχει έργο του μεταφρασμένο στη γλώσσα μας). 

Ξεκίνησα να διαβάζω χωρίς βοήθεια, στη συνέχεια ανέτρεξα στις Αφορμές που έχει στο τέλος και ξαναδιάβασα και είδα κομμάτια της ευρωπαϊκής μικροϊστορίας κι ένιωσα σιωπές να ζωντανεύουν, την ίδια την Ευρώπη να ζει και μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων αυτών.

κι ανοίγει

τις πύλες της ανατολής,

σα να 'ναι προμηθέας λακεδαίμων,

το σταθερό του μέτωπο σχεδιάζει,

μια μεσοθάλασσα περίκλειστη

ομόσπονδων ομαίμων τον πνίγει

ο φύλακας ψυχρός σε μια προληπτική

κι ακήρυχτη σκακιέρα


Έδωσε τον τίτλο στις δύο αρχαίες αιγυπτιακές πρωτεύουσες, τη Θήβα και τη Μέμφιδα. Για την επιλογή των τοπωνυμίων αυτών με διττή σημασία, λέει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή:

Είναι και η Θήβα της Βοιωτίας, με τη μυθική φόρτιση που φέρει από τον κύκλο των Λαβδακιδών, είναι και το Μέμφις του Τενεσί, ως κοιτίδα της μαύρης μουσικής. Είναι, θα λέγαμε, το σημείο εκείνο στο οποίο συνενώνονται το τρίστρατο του Οιδίποδα με το σταυροδρόμι όπου ο Ρόμπερτ Τζόνσον, κιθαρίστας των μπλουζ, συνάντησε τον διάβολο και του πούλησε την ψυχή του.

Αν ήθελα να δώσω κάποιο συνδετικό στοιχείο του έργου αυτού με την προηγούμενη ποιητική συλλογή του Γιάννη Δούκα "Το Σύνδρομο Σταντάλ", θάλεγα ότι κι εκεί ο ποιητής συνομιλούσε με την ιστορία, με τον τρόπο του, κι έγραφε τις δικές τους ποιητικές ιστορίες. Κι εκεί, όπως και τώρα, καταθέτει μια "προσωπική πινακοθήκη" για να δανειστώ τα δικά του λόγια. Κι αν ήθελα να τον φέρω κοντά με άλλον δημιουργό, στα γρήγορα μου ήρθε ο Κόλεριτζ στη "Μπαλλάντα του γέρου ναυτικού", κι ύστερα πιο κοντά ο Πάουντ που τον μνημονεύει κιόλας, ο Κάμινγκς, ο Σεφέρης, ο Καρούζος ...

Το πρώτο ποίημα έχει τον τίτλο "αιθιοπία ανάβαση" κι αρχίζει έτσι:

το χέρι στη χορδή 

κινείται σβέλτα,

πλασμένο

από την άργιλο

του δέλτα, από διχαλωτούς

εργάτες δρόμους

και τη νομάδα σκόνη τους

 

κρατάει την κιθάρα 

ο κουρδιστής,

στο κοιμητήρι παίζει,

το πνεύμα φιλοδώρημα ζητά

κι εκείνος, ενορίτης του,

ως τη στρυχνίνη σύφιλη θα φτάσει

................

Γράφει στην πρώτη αφορμή:

Ο Ρόμπερτ Τζόνσον εκπληρώνει τη συμφωνία του με τον διάβολο (1938) ...

Δεν συνεχίζω, πραγματικά αξίζει να διαβαστεί, δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα, κι εγώ ίσως στραβά να αντιλήφθηκα κάποιες ερμηνείες, πάλι όμως είναι συγκλονιστικός ο τρόπος της ποιητικής γραφής, αλλά και η αποτύπωση της ευρωπαϊκής ιστορίας μέσα από τη μικροϊστορία των ανθρώπων της και από τις σιωπές που ζωντάνεψαν.

Συγκινητική η αφιέρωση στη μνήμη των δύο γιαγιάδων του, της Αριάδνης και της Βαρβάρας, "που έζησαν κατά μήκος αυτού του χρόνου και μου παρείχαν σπαράγματα της αυτοψίας τους".

Υστερόγραφο: Γράφω όλο τον τίτλο της ανάρτησης με πεζά σεβόμενη τον τύπο της έκδοσης, προφανώς επιθυμία του ποιητή. Μήπως και γι' αυτό μου ήρθε στο νου ο Κάμινγκς;

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Το ύφος μιας μέρας, Γιώργος Σεφέρης

                  


 
  Το ύφος μιας μέρας
                              
Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε
ξένο τόπο
ο αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής που φτερούγισε
κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου
η φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση
και με τόσο κόπο·
ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου
Σεπτεμβρίου.

Καινούρια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά
παράθυρα φερετροποιεία…
Συλλογίστηκε κανένας τί υποφέρει ένας ευαίσθητος
φαρμακοποιός που διανυκτερεύει;
Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες
ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία·
ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει
αστρονομίζεται γυρεύει.

Στενοχωριέται: ά χτυπήσουν την πόρτα ποιός θ’ ανοίξει;
Αν ανοίξει βιβλίο ποιόν θα κοιτάξει; Αν ανοίξει
την ψυχή του ποιός θα κοιτάξει; Αλυσίδα.
Πού ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα
στα δυο και τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος
μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει.

Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι ακολουθάει
το στοχασμό του που άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι.
Πώς μεγαλώσαν τα νύχια του καπετάνιου… κι ο ναύκληρος
αξούριστος που ’χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα…
Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ’ άρμενα καμαρώνουν κι
η μέρα πάει να γλυκάνει.
Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η
γοργόνα, κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη
γάμπια καβάλα.



Το ποίημα περιέχεται στην πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Σεφέρη "Στροφή" (1931) και συγκεκριμένα στο μέρος "Κοχύλια, Σύννεφα" (το άλλο μέρος έχει τον τίτλο "Ερωτικός λόγος"). Όπως γράφει ο Μάριο Βίτι στο βιβλίο του "Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη" (Εστία, 1978 η 1η έκδοση), με τα ποιήματα της συλλογής αυτής ο Σεφέρης δοκιμάζει και δοκιμάζεται σε μια ποίηση, πέραν της "καθαρής" των Μαλαρμέ και Βαλερύ, "που δεν φοβάται την ταπείνωση της πεζής καθημερινότητας, την αποσύνθεση, τη φθορά και την ευτέλεια του εκφραστικού προφορικού υλικού", κάνοντας λόγο για "ακάθαρτα" ποιήματα όπως τα είχε αρχικά ονομάσει ο Τάκης Σινόπουλος.
Για τα ποιήματα, μάλιστα, αυτού του μέρους, ο Βίτι γράφει ότι "ο Σεφέρης μπαίνει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει με προκλητικότητα την «παράφωνη ρίμα»". Αναφέρεται με λεπτομέρειες στο παραπάνω ποίημα, το οποίο μάλιστα παραθέτει ολόκληρο, ενώ γράφει και για τον διάλογο με τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, μια και στην κεφαλή του ποιήματος δεσπόζει η φράση "We plainly saw that not a soul lived in that fated vessel! " από το έργο του Αμερικανού συγγραφέα "Αι Περιπέτειαι του Αρθούρου Γόρδωνος Πυμ".

Να σημειώσω, τέλος, ότι το μέρος "Κοχύλια, Σύννεφα" ξεκινά με δυο στίχους από τον Ερωτόκριτο:

Μα όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω κάτω,
για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω.

Η ανάρτηση του ποιήματος έγινε με αφορμή τις μαγνητοσκοπημένες αναγνώσεις αγαπημένων κειμένων στο πολύ ενδιαφέρον ηλεκτρονικό περιοδικό "Χάρτης". Το ποίημα του Σεφέρη διαβάζει ο ποιητής Γιάννης Δούκας (έχω γράψει εδώ και εδώ).

------------------------------
 
Σημειώσεις:

1. Η παραπάνω εικόνα είναι το εξώφυλλο του βιβλίου του Πόε στο οποίο αναφέρεται ο Σεφέρης. Αναφορά κάνει ο Βίτι με πηγή το βιβλίο του Κατσίμπαλη "Ελληνική βιβλιογραφία Εντγκαρ Πόε (Edgar Allan Poe)" (όλο το βιβλίο του Κατσίμπαλη σε ψηφιακή μορφή στην Ανέμη).
2. Η αντιγραφή του ποιήματος έγινε από τη συλλογή Ποιήματα (Ίκαρος 1998).

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Αριστερή μελαγχολία και ποίηση

Αριστερή μελαγχολία είναι έννοια που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1931 ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Έχουν γραφτεί πολλά έκτοτε, κυκλοφορεί και το εξαιρετικό βιβλίο του Έντσο Τραβέρσο "Αριστερή μελαγχολία: η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2017).

Διαβάζοντας για τη σχέση της νεοελληνικής ποίησης με την αριστερή μελαγχολία, έρχεται πρώτος στο μυαλό μου ο Μανόλης Αναγνωστάκης και τα πικρά, τα πονεμένα λόγια του στο ποίημα που αρχίζει "στ' αστεία παίζαμε" και καταλήγει "στα ψέματα παίζαμε"!!!

Στ’ αστεία παίζαμε!

Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναί-
                                  κες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως της ημέρας-
Μήπως πέρασαν χρόνια; σάπισαν τα φύλλα του 
                                                                 ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιός θα μας δεχτεί;

Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά 
                                                                                     μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!

[Μανόλης ΑναγνωστάκηςΣτ' Αστεία παίζαμε... από τη συλλογή "Η συνέχεια ΙΙΙ, 1962" (αντιγραφή από το Μ. Αναγνωστάκης. Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο, Ερμής, 2000).]

Για σχετικά διαβάσματα, ενδεικτικά αναφέρω ένα ενδιαφέρον άρθρο στο περιοδικό Χρόνος (τεύχος 8, 2013) του Κώστα Καραβίδα με τίτλο "«το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες»: Ο «πολιτικός» Αναγνωστάκης και η αριστερή μελαγχολία του Μπένγιαμιν". Και πιο πρόσφατα, τα άρθρα του Βασίλη Λαμπρόπουλου (καθηγητή στην έδρα Νεοελληνικών Σπουδών C.P. Cavafy στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν) με τίτλο "Η ποιητική ως πολιτική θεωρία: Ήττα, απόγνωση και μελαγχολία στη μετεμφυλιακή αριστερή ποίηση" και "Η αριστερή μελαγχολία στην ελληνική ποιητική γενιά του 2000". Στο δεύτερο άρθρο παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά δείγματα από το έργο ποιητών της νεότερης γενιάς όπου εκφράζουν τη ματιά τους απέναντι στις κρίσεις και τις ήττες των τελευταίων δεκαετιών.

  Παραθέτω δύο από αυτά:


Η ήττα που πιστέψαμε 

ότι δεν είναι δική μας 


μεγαλύτερη καθώς ήταν 

και από τον ίσκιο της 
μικρότεροι καθώς ήμασταν 
και από το άθροισμά μας 

μας βρήκε στο χάρτη 
....................................

[Φάνης Παπαγεωργίου (περιέχεται στο άρθρο του Βασίλη Λαμπρόπουλου, με τη σημείωση: Άτιτλο, Ανέκδοτο ποίημα, στην κατοχή του συγγραφέα).]

Στεφάνους καταθέτουμε και κλαίμε
μα είμαστε ό,τι θάβουμε, ό,τι καίμε

[Γιάννης Δούκας (οι τελευταίοι στίχοι από το ποίημα Επιτάφιος της συλλογής Το σύνδρομο Σταντάλ, Πόλις 2013).]

Του τελευταίου, παραθέτω συμπληρωματικά ένα ακόμη, χαρακτηριστικό κατά τη γνώμη μου, απόσπασμα από το ποίημα Ο Λένιν ζει, της συλλογής Στα μέσα σύνορα (Πόλις, 2011, βλ. και παλαιότερη ανάρτηση).

............................................
Βαδίζοντας, πού φτάνουμε;
Για πες μου τι να κάνουμε
Στο διεθνές εμπόριο
Μένει στο περιθώριο
Και γίνεται αυταπάτη
Το δίκιο του εργάτη
......................................

Βαδίζοντας, βαδίζοντας
Καινούριο κόσμο χτίζοντας
Τίποτα δεν ανέτρεψα
Στα όνειρα επέτρεψα
Να μπουν σε μαυσωλείο
Μαζί τους καταλύω

Ο Λένιν ζει
Στην Άπω Ανατολή
Τρώει ξερό ψωμί και το ξερνάει
Τα σύνολα περνάει
Αλλά στο τέλος πιάνεται
Γίνεται σκόνη του καιρού
Και μες στον κόσμο χάνεται


Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, 12 Φεβρουαρίου 1945
(Πηγή φωτογραφίας)

Η αριστερή μελαγχολία ταιριάζει στη σημερινή μέρα.
12 Φεβρουαρίου 1945, η υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας. Και η συνέχεια γνωστή...

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Γιάννης Δούκας: δείγματα ποίησης



Το σύνδρομο Σταντάλ είναι μια παράξενη ψυχοσωματική διαταραχή που παθαίνει ο άνθρωπος όταν εκτίθεται σε έργα τέχνης. Μελετήθηκε από την Ιταλίδα ψυχίατρο Γκρατσιέλα Μαγκερίνι και πήρε το όνομα από τον γνωστό Γάλλο συγγραφέα του 19ου αιώνα, που πάθαινε τέτοιες διαταραχές όταν αντίκρυζε τις τοιχογραφίες της Φλωρεντίας! Νά πώς το περιγράφει ο ίδιος στο ημερολόγιό του:

"... Είχα φτάσει στο σημείο εκείνο της συγκίνησης, όπου οι ουράνιες αισθήσεις, χαρισμένες καθώς είναι από τις καλές τέχνες, συναντούν τα παράφορα συναισθήματα. Βγαίνοντας από τη Σάντρα Κρότσε, μ' έπιασε ταχυπαλμία, αυτό που στο Βερολίνο αποκαλούν νευρική διαταραχή..."

Δεν μπορούσα να φανταστώ ποια μπορεί να είναι η σχέση του συνδρόμου αυτού με την τελευταία ποιητική συλλογή του Γιάννη Δούκα (απ' όπου και το παραπάνω απόσπασμα και οι πληροφορίες). Κι όμως, δεν θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό τίτλο (Το σύνδρομο Σταντάλ, εκδόσεις Πόλις 2013). Ο ποιητής γράφει 53 ποιήματα, εμπνευσμένα από αγάλματα που βρίσκονται κύρια στην Αθήνα και στο Λονδίνο αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Πόσες φορές δεν έχουμε βρεθεί μπροστά στα τόσα αγάλματα της Αθήνας και δεν τα γνωρίζουμε. Ο Γιάννης Δούκας μας δίνει μια ευκαιρία να τα γνωρίσουμε και να φανταστούμε μια ιστορία γύρω απ' αυτά. Και φαντάζομαι ένα λεύκωμα με τα ποιήματα όλα και μια φωτογραφία δίπλα με τις πληροφορίες που δίνει στο τέλος του βιβλίου.



Πάντως κι έτσι, το απόλαυσα. Ιδιαίτερη γραφή, όχι εύκολη, δείχνει ένα νέο ποιητή με γνώση, ευαισθησία και βάθος σκέψης. Αντιγράφω εδώ το ποίημα "Ο γεωμέτρης του βυθού", εμπνευσμένο από το έργο Newton (για τον Ισαάκ Νεύτωνα) του Eduardo Paolozzi στην είσοδο του νέου κτιρίου της Βρετανικής Βιβλιοθήκης στο Λονδίνο .

Σ' αυτό το μυστικό τυπογραφείο
ο ποιητής σαμάνος αναδεύει
τα χρώματα και ψάχνει στα ερέβη
να δώσει μια φωνή: "Μέσα σου δύω,

του κόσμου γνώση, δέντρο του θανάτου".
Κι ο γεωμέτρης του βυθού πνιγμένος,
στο "δεν" του μηδενός κατορθωμένος,
κρατάει τον διαβήτη, τα χαρτιά του,

σαν ψάρι που ο καιρός θ' απολιθώσει
επάνω σε βουνό. Αρμολογείται 
το σώμα φανερά και δεν κινείται,
σκυμμένο στον αυλόγυρο, να νιώσει

το φως που' ναι σβηστό, κι εκεί την ψύξη,
τις πύλες που 'χουν όλες τους ανοίξει.



Η προηγούμενη ποιητική του συλλογή "Στα μέσα σύνορα" (Πόλις, 2011) δείχνει ν' αναμετράται με το παρελθόν και με τις μνήμες,

"Στο πορτμπαγκάζ
Φορτώσαμε τη μνήμη
Μα ξέφυγε στο δάσος
Σαν αγρίμι"


περισσότερο με το παρελθόν και με τις μνήμες όχι της δικής του γενιάς μα των παλαιότερων.



Αντιγράφω το ποίημα "Οι Γέροι της Σιδώνος":

Είπαν ψωμί και λευτεριά, είπαν παιδεία
Μάκρυναν λίγο τα μαλλιά με συστολή
Τους βρήκε ο Φοίνικας κι από την εφηβεία
Τους πήρε απότομα, τους φόρεσε στολή
Βρήκαν στον δρόμο τους μπροστά την Ιστορία
Αλλά δεν έμοιαζε σκιά, μήτε γιορτή
Ήταν αδιάκοπη στην έρημο πομπή
Κι ήταν ασπρόμαυρη στην πόλη τους ταινία


Έπειτα άλλαξαν τα χρόνια, μα εκείνοι χώρεσαν
Σαν καινούργια παντελόνια τον καιρό τους φόρεσαν


Γήπεδα γέμιζαν και γέμιζαν πλατείες
Στου αμφιθέατρου την ξύλινη βουή
Αγώνες, χρόνια της αιχμής και αγωνίες
Γι’ αυτό που βάφτιζαν καλύτερη ζωή
Βρήκαν στον δρόμο τους μπροστά την Ιστορία
Κι ας ήταν φάρσα που μετρούσε ποσοστά
Καθώς περνούσαν απ’ το μέλλον τους ξυστά
Να νοσταλγούν την κατοχή, την εξορία


Έπειτα άλλαξαν τα χρόνια, μα εκείνοι χώρεσαν
Σαν καινούργια παντελόνια τον καιρό τους φόρεσαν


Και τότε βρήκαν ανοιχτή την ευκαιρία
Και την κυνήγησαν — γιατί να της κρυφτούν;
Αν τ’ ομολόγησαν, ουκ έστιν αμαρτία
Φτηνά τα λόγια, μ’ ευκολία θα τους βγουν
Βρήκαν στον δρόμο τους μπροστά την Ιστορία
Έχτιζαν σπίτια και μεγάλωναν παιδιά
Ήταν που πέρναγε απ’ τις φλέβες στην καρδιά
Κείνο το πρόσταγμα, να ζεις μ’ ευημερία


Έπειτα άλλαξαν τα χρόνια, μα εκείνοι χώρεσαν
Σαν καινούργια παντελόνια τον καιρό τους φόρεσαν


Κι όσο τους έπλαθε η κάθε δεκαετία
Όπως το χέρι του τεχνίτη τον πηλό
Δεν πήραν πρέφα πως η τρίτη ηλικία
Τους είχε ήδη ροκανίσει το μυαλό
Για πάντα νέοι κι αν προσπάθησαν να μείνουν
H Ιστορία δεν μπορούσε να σταθεί
Βαθιές ρυτίδες, μα το τραύμα πιο βαθύ
Στο τέλος τίποτα δεν μπόρεσαν να γίνουν


Περιγράφει εικόνες της καθημερινότητας από "την εποχή του κάτι σαν" (ομώνυμο ποίημα), όπου

"... Εδώ που οι δρόμοι είναι παλιοί
Αλλά η πόλη μας καλεί
Για να εφευρεθεί ξανά
Μέσα από στάχτη και φωτιά
Τούτο το αλωνάκι".