Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Για το Νίκο Πλουμπίδη: Σε τούτη την πατρίδα τί γυρεύω, με μισθοφόρους και πραιτωριανούς...

Αρχείο οικογένειας Νίκου Πλουμπίδη, επιμέλεια: Αλέκος Π. Ζάννας, Μουσείο Μπενάκη, 2008

Το αρχείο του Νίκου Πλουμπίδη δόθηκε στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη το 2005 από τον γιο του Δημήτρη. Ήταν το αρχείο που φύλαγε η μητέρα του Ιουλία Παπαχρήστου - Πλουμπίδη μετά την εκτέλεσή του το 1954.

Όπως γράφει ο Ζάννας στην εισαγωγή, μέσα από τα έγγραφα διαφαίνεται η φροντίδα αλλά και "η αγωνία της οικογένειας για τη διάσωση του υλικού, που θα επέτρεπε την αποκατάσταση του ονόματός του". Αναφέρεται επίσης στις τρεις ξεχωριστές προσωπικότητες, Βελουχιώτη, Μπελογιάννη και Πλουμπίδη, για τους οποίους γράφει ότι ανήκουν "στο μεταπολεμικό πάνθεον των μαρτύρων της κομμουνιστικής αριστεράς" και ότι "στην προσωπική τους ιστορία εμφανίζεται στην πράξη αυτό που ονομάζουμε σταλινισμό".

Το βιβλίο περιέχει χρονολόγιο, περιγραφή του αρχείου και φωτογραφίες.


.....................................
Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι
κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά
ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι
απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη.
Οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά, οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά.
Σε τούτη την πατρίδα τί γυρεύω,
με μισθοφόρους και πραιτωριανούς.

(από τα Τροπάρια για φονιάδες, σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου και μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Ολόκληρος ο δίσκος εδώ

Σαν αύριο, 14 Αυγούστου, εκτελέστηκε ο Νίκος Πλουμπίδης, πριν από εξήντα χρόνια, στο Δαφνί. Νωρίτερα, πριν από δύο χρόνια, είχε προσπαθήσει να γλυτώσει το Νίκο Μπελογιάννη από την εκτέλεση. Ήταν μια εξαιρετική περίπτωση ανιδιοτελούς σύντροφου αγωνιστή.

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Αγαπητέ μου Γιάννη... Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης.


Αγαπητέ μου Γιάννη... Τρία γράμματα. Γιάννης Τσαρούχης. Γιάννης Μόραλης. Ίκαρος, 1997



Μικρό βιβλίο, 66 σελίδων, περιλαμβάνει επιστολές που αντάλλαξαν οι Γιάννης Μόραλης και Γιάννης Τσαρούχης το 1958, όταν ο Τσαρούχης βρισκόταν στο Ντάλας του Τέξας για την παράσταση της Μήδειας με τη Μαρία Κάλλας.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει η συζήτηση που περιέχεται στην αρχή του βιβλίου ανάμεσα στον Διονύση Φωτόπουλο και τον Γιάννη Μόραλη και που πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο 1996 στο πατάρι του Ίκαρου. Ο Μόραλης θυμάται τα παιδικά του χρόνια, τα χρόνια στη σχολή, τη γνωριμία του με τον Τσαρούχη. Στην Αθήνα είχαν έρθει το 1927, ήταν 11 χρονών τότε. Θυμάται ότι τις Κυριακές, όταν ήταν 15 χρονών, πήγαινε με τον πατέρα του στο Πολυτεχνείο που είχε το “Κυριακάτικο Σχολείο” με καθηγητή τον Λάντζα. Δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το Μετσόβιο, διηγούμενος τις εμπειρίες του εκείνες στο Φωτόπουλο: 

Στο κεντρικό κτίριο, μπαίνοντας, στο Αβερώφειο, κάνοντας αριστερά και αμέσως δεξιά, ήταν αίθουσες τις οποίες είχε η Σχολή Καλών Τεχνών, και μόνον όταν ήρθε ο πόλεμος μας τα πήρανε, και αυτός ήτανε ο καυγάς με το Πολυτεχνείο. Γιατί το ισόγειο, το μισό ήταν δικό μας, ο πάνω όροφος ήταν των αρχιτεκτόνων, ο μισός και δεξιά ήταν η Πινακοθήκη και στο βάθος το Ιστορικό Μουσείο. Στο ισόγειο, όπου το μισό αριστερά είχε η Σχολή Καλών Τεχνών, όπως σου είπα, το άλλο μισό δεξιά ήταν Πολυτεχνείο, Χημικοί Μηχανικοί. Λοιπόν εκεί, πώς ήταν τότε το μάθημα. Ήταν κάτι πάγκοι που καθόσουν και άλλος ένας πάγκος μπροστά σου, προς τον τοίχο, στον οποίο ήταν ακουμπισμένα διάφορα γύψινα εκμαγεία από άκανθες, από τμήματα αγαλμάτων, μέλη κλπ...”. 

Συνάντησε τον Νικολάου, τον Καπράλο, τον Διαμαντόπουλο, τον Εγγονόπουλο. Μιλά για τους καθηγητές που γνώρισε, τον Κεφαλληνό, τον Δημητριάδη, τον Παρθένη. Μιλάει όμορφα για τον Τσαρούχη με τον οποίο έκαναν πολλή παρέα. 

 
Τσαρούχης, Σπιτέρης, Σώχος, Μόραλης, στη Βενετία το 1958
Όταν μιλάγαμε με το Γιάννη, έτσι για αστειάκι και διαφωνούσαμε, έλεγε “Πάψε μικρέ”. Αλλά βέβαια, αυτός με εισήγαγε στα ρεμπέτικα και πηγαίναμε στην οδό Δούρου όπου ήτανε η Εσκενάζυ. Ήταν ένα στενό μαγαζί και είχε στο βάθος το πατάρι για τους μουσικούς, και στο μέσον ήταν η Εσκενάζυ και τραγουδούσε, και ήταν και μια σειρά τραπεζιών”. 

 
Ο φάκελος επιστολής του Τσαρούχη στο Μόραλη
Οι επιστολές ανταλλάχτηκαν το φθινόπωρο του 1958, όταν ο Τσαρούχης είχε μεταβεί στο Ντάλας για τα σκηνικά της παράστασης “Μήδεια” του Ευριπίδη με τη Μαρία Κάλλας, τον Αλέξη Μινωτή και την Teresa Berganza. Ο Μόραλης τον πληροφορούσε για τα νέα στην Αθήνα και για το σπίτι του, ενώ ο Τσαρούχης έδινε πληροφορίες για τις εργασίες κατασκευής των σκηνικών (και τις συνήθειες των εργαζομένων εκεί) και για την παράσταση στην οποία αποθεώθηκαν: 

Η Κάλλας έκλαιγε και μοίραζε από αμηχανία τα τριαντάφυλλα σε όλους τους συνεργάτες της. Ήταν μεγάλη όσο ο Γκρέκο, έδωσε την ιδιοφυία και την αξιοπρέπεια της φυλής, την πεμπτουσία αυτής της αξιοπρέπειας, για να ζωντανέψει ένα παλιό ξεχασμένο έργο και να το κάνει αγνώριστο...” 

 
Μινωτής, Κάλλας, Μόραλης, Ντάλας 1958
Κάνει όμως παρατηρήσεις και για την πόλη που έδωσαν την παράσταση, το Ντάλας: 

Νεοπλουτισμός και αντιθέσεις, δίπλα ένα κομμάτι από τη Νέα Υόρκη, ακριβώς δίπλα βλέπεις το Μοσχάτο με τα βενζινάδικα. Η Ελευσίνα με τα χαλασμένα τραίνα δίπλα στα τραίνα που πετάνε, όλο αλουμίνιο. Ωραία σπίτια νεοκλασικά να σε παίρνουν τα κλάματα από την ομορφιά. Μια ιδιοτυπία της Αμερικής, τα Μορτίσιανς. Μεγάλες πανέμορφες βίλες νεοκλασικές ή μοντέρνες, που είναι για τους πεθαμένους...”

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Σαν ένας κόμπος στο στήθος το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας της Νίκης Τρουλλινού...




"Κλείνω τα μάτια και βλέπω να περνούν από μπροστά μου σαν τρέιλερ ταινίας "προσεχώς" οι αφηγήσεις τους, ή μάλλον όχι, εικόνες που αναζητούν το δικό τους νόημα, συμπτώσεις - μασκαρεμένες επιθυμίες -, μικρές ιστορίες - μεταφυσικές ακροβασίες -, να παραδίδονται στην αγάπη της μνήμης και της γραφής: εδώ είναι το δικό μου λιμάνι, ο δικός μου αστρολάβος, το δικό μου χαμένο ρο."

Θα μπορούσε να είναι δικές μου οι παραπάνω σκέψεις, οι εντυπώσεις από τα διηγήματα της Νίκης Τρουλλινού στην τελευταία της συλλογή "Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας" (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014). Είναι λόγια που βάζει στο διήγημα "Μεταφυσικές ακροβασίες", μα που περιγράφουν αυτό ακριβώς που κάνει ολόκληρο το βιβλίο. Μικρές ιστορίες για την Ιστορία, για τόπους και γεγονότα και ανθρώπους που σημάδεψαν το πέρασμα των λίγο παλιότερων χρόνων. Πινελιές από Χανιά και από Ηράκλειο - και τα δυό πατρίδες της εξάλλου - μα και από Αθήνα, ακόμη και η Βαστίλη και  το Κατίν υπάρχουν στις ιστορίες της. 

Εδώ ξεχωρίζω δύο διηγήματα του βιβλίου, μα όλα έχουν την ιδιαίτερη αναφορά και σημασία τους.

Στο διήγημα "Η φωτογραφία" περιγράφει όμορφα την Καλοβασίλαινα μέσα από μια φωτογραφία της που είναι στο σαλόνι ενός σπιτιού.

"... Άσπρο φόντο, μάλλον ασβεστωμένο ντουβάρι, ο φακός την έχει φυλακίσει από το στήθος και πάνω, τρόπος του λέγειν στήθος, βαθιά γεράματα φωνάζουν από παντού ... Τα χέρια έχουν ανέβει από τους διπλωμένους αγκώνες, βγαίνουν από τα μανίκια του ρούχου και ανηφορίζουν προς το πρόσωπο. Το δέρμα, σ' εκείνα ακριβώς τα σημεία που τα χέρια αποχωρίζονται το ύφασμα, στρίβουν σαν κορμός βασανισμένων μπονζάι, και, ακριβώς εκεί, συμβαίνειτο απρόσμενο: τα χέρια, της φύσης έργο, της ανάγκης απόκτημα, καλύπτουν παντελώς το πρόσωπο, είναι στραμμένα όμως προς τα έξω, οι παλάμες κλειστές και ανάποδες κοιτούν τον φωτογράφο, τακτοποιημένες η μια δίπλα στην άλλη, οι αντίχειρες μπλέκονται· η οικονομία της κίνησης, η βέρα στο μεσιανό δάχτυλο του δεξιού χεριού, χωμένη ως βαθιά στο δέρμα, ..., και πάλι ο χρόνος, τα σημάδια του στα κότσια των κοκάλων στις άκρες, η αρθρίτιδα ήρθε στην ώρα της να υπογραμμίσει τον μόχθο του ταξιδιού και το πένθος των άκλαυτων παιδιών..."

Δεν συγκρίνω, μα ευθύς θυμήθηκα τα χέρια που περιγράφει ο Μιχάλης Γκανάς στη συλλογή του "Γυναικών".

Η γάτα η Τόντο από το ομώνυμο διήγημα μου θύμισε τη δική μας Σούλα και όλη της την οικογένεια στο χωριό
Συγκλονιστική για μένα είναι η αναφορά (στο "Μεταφυσικές ακροβασίες") στο γιατρό παθολόγο Κώστα και στο γιο του ψυχίατρο Ανθούση και η περιγραφή της σκηνής όταν σέρνεται ο μικρός πάνω στο καράβι από τη μάνα του και από τη θεία του, την παιδίατρο Παρή, για να δει τους άντρες στο καίκι που πάει παράλληλα μ' αυτούς και που ήταν μαζί ο πατέρας του, που δεν τον είχε γνωρίσει, γιατί έλειπε στη θάλασσα, έτσι τούχανε πει, έλειπε σε νησί για να γιατροπορεύει τους αρρώστους. "Χαιρέτα, χαιρέτα", τούλεγε η θεία του.

"...Κοντά τους, σε μικρή απόσταση που όλο και λιγόστευε, μια μεγάλη βάρκα, ή ίσως πάλι να 'τανε καϊκι, άσπρο με γαλάζιο σιρίτι, η καμπίνα του καπετάνιου γαλάζια και τούτη, ύστερα τίποτα που να θυμίζει καράβι, ξύλινοι πάγκοι μόνο, και πάνω καθισμένοι κάμποσοι άντρες, μόνο άντρες, του φάνηκε  παράξενο, συνηθισμένος να ζει ανάμεσα σε γυναίκες συνεχώς, κάτι σαν βαλιτσούλες ξεδιάκρινε στα πόδια τους, ή μπόγους σκούρους, "χαιρέτα", να φωνάζει η μάνα, κι η θεία μαζί τώρα, "χαιρέτα", και καθώς ξεμάκραινε το καράβι τους από το καϊκι, τον σήκωσαν, τον έσερναν με βία, από την πλώρη στην πρύμνη η πορεία τους, παράλληλα με την πορεία του καϊκιού ... "χαιρέτα, να, βλέπεις; αυτός είναι ο μπαμπάς σου, Κώστα, Κώστα, ο Ανθούσης μας", κι ένας άντρας με θαλασσιά μάτια, δεν τα διέκρινε μα ήξερε από τότε πως μόνο θαλασσιά θα μπορούσαν να είναι τα μάτια του πατέρα του, σηκώθηκε από τον πάγκο κι άρχισε να κουνά και τα δυο χέρια, φτερούγες ίδιες, τα 'βλεπαν οι γλάροι κι ακολουθούσαν τ' απόνερα του πλεούμενου..."

Σαν απότιση φόρου τιμής στη μνήμη του Κώστα και του Ανθούση το κείμενο αυτό της Τρουλλινού. Και οι δυο πια δεν ζούν. Ο Κώστας είναι ο Χανιώτης αγωνιστής γιατρός Κώστας Χιωτάκης, ο γιατρός για τους φτωχούς της πόλης μας, όσο την κατοικούσε βέβαια, αφού έλειπε στη θάλασσα, σε άλλα νησιά, μικρά και αφιλόξενα. Πόσο όμορφα περιγράφει εκείνα τα θαλασσιά του μάτια, είναι σαν να τον βλέπω δίπλα μου, στητό, σοβαρό μα προσιτό και αγαπητό σε όλους...

Η συγγραφέας ξεκινά τα διηγήματα με έναν στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη από την ποιητική του συλλογή ΥΓ.:

 Όμως γιατί αυτός ο κόμπος εδώ στο στήθος…

Δείχνει να έχει ένα κόμπο στο στήθος όταν αφηγείται τις ιστορίες των ηρώων της, οι ιστορίες της είναι βιώματα, άλλωστε ο συγγραφέας είναι πλαστογράφος του εαυτού του, όπως διάβασα πρόσφατα από τον Κλαούντιο Μάγκρις. Γράφει ο Μάγκρις στο "Δούναβη"*: 

"Οποιοσδήποτε γράφει είναι ένας πλαστογράφος του εαυτού του, που κολλά με παθιασμένη ειλικρίνεια, αλλά και προβαίνοντας σε μια αυθαίρετη υποκατάσταση προσώπου, την αντωνυμία "εγώ" σε κάποιον άλλο, που στην πραγματικότητα βαδίζει τον δικό του δρόμο".

Αυτός ο κόμπος μπορεί να βρεθεί και στο δικό μας στήθος, κοινά βιώματα, γνώριμες φιγούρες και αγαπημένοι τόποι μας δένουν  με τις ιστορίες της, όταν οι περιγραφές είναι τόσο οικείες και τόσο δυνατές.
.........................................................................................
* Η μικρή αναφορά στον Δούναβη του Μάγκρις είναι μόνο γιατί έχω πολύ πρόσφατο το διάβασμά του, ελπίζω να αναφερθώ εκτενέστερα σε όλο το βιβλίο αργότερα, γιατί το αξίζει..

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Εμείς οι δυο θα κάνουμε τον κόσμο παραμύθι...




Μια φορά γιε μου κι έναν καιρό
βασιλιάς καλός όριζε τόπο μακρινό...


Θυμούμαι ως τώρα τη γιαγιά
έτοιας λογής ν’ αρχίζει
και σε καιρούς αλλοτινούς
ο νους τση ν’ αρμενίζει.
 

 Να μου μιλεί σιργουλευτά
για κείνα και για τ’ άλλα
για μαγικά, για έρωτες,
για φονικά μεγάλα.

Για βασιλιάδες νιους καλούς
που κάστρα επατούσαν
τσι μάισσες και τα θεριά
σκοτώναν κι ενικούσαν.

Κι όντεν ο ύπνος ο γλυκύς
δόξευγε το μυαλό μου
στον κόσμο των παραμυθιών
γύριζ’ ο λογισμός μου.

Έσβησ’ ο χρόνος ο κακός
μαζί με τη χαρά μου
τσι ιστορίες τση γιαγιάς
από τα όνειρά μου.
 

 Κι έρχουντ’ απ’ τον παλιό καιρό
Θε μου να `ταν αλήθεια
ώρες αεροφύσημα
κείνα τα παραμύθια.
 

Μην κλαις μικρή μου και πληγές
ανοίγεις μου στα στήθη
εμείς οι δυο θα κάνουμε
τον κόσμο παραμύθι.



Κι ήτανε λέει μια φορά κι ένα καιρό έν' αγοράκι, και μια γιαγιά που του 'λεγε παραμύθια, και το αγοράκι μεγάλωσε και θυμόταν τα παραμύθια εκείνα, και τη γιαγιά μέσα από τα παραμύθια και τραγουδούσε όπως οι Χαϊνηδες όσα έγραψε ο Δημήτρης Αποστολάκης.

Κι η γιαγιά, λέει, θα ήμουν εγώ! Που και βέβαια θα λέω παραμύθια στον εγγονό μου, παραμύθια για βασιλιάδες και για μάγισσες, για καλούς και για κακούς ανθρώπους, θα του πω για την Κοκκινοσκουφίτσα και τον κακό το λύκο, που δεν είναι όμως και τόσο κακός, γι' αυτό θα του πω και τα άλλα που ξέρω για το λύκο (και είχα γράψει ήδη εδώ). Και για τα ταξίδια του Γκιούλιβερ θα του πω και για τον Τομ Σόγιερ και για τα τρόλς της Νορβηγίας. Και βέβαια θα του αφηγηθώ τα δικά μας παραμύθια. Αλλά βέβαια δεν θα παραλείψω για το δικό μου ήρωα να του μιλήσω, για τον Πινόκιο!

Μήπως να επιστρατεύσω τη βιβλιοθήκη μου; Έχω από ελληνικά μέχρι του κόσμου παραμύθια, έχω βιβλία της Ζωής Βαλάση, του Τζιάνι Ροντάρι και άλλων παραμυθολόγων. Πρέπει.

Πρέπει; Ο εγγονός μου είναι μόλις 9 ημερών! Ένα πανέμορφο παιδάκι, ένας γλυκός μικρός άνθρωπος, ένας καινούριος άνθρωπος! 

Ένας καινούριος άνθρωπος, σε μια καινούρια ζωή. Θα είναι και μια καινούρια κοινωνία άραγε;

Εγώ πάντως θα του λέω παραμύθια. Γιατί,όπως έγραψε ο Χρήστος Μπουλώτης, η αλήθεια φανερώνεται μόνο με παραμύθια!

(Σημ. Αντέγραψα την εικόνα από εδώ)

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

10ήμερο πολιτισμού στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγίας Παρασκευής - Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου




Για 10 βράδυα, και φέτος όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, ο κήπος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αγίας Παρασκευής και του Μουσείου Αλέκου Κοντόπουλου γεμίζει ασφυκτικά από κόσμο. Άνθρωποι κάθε ηλικίας έρχονται από νωρίς να πιάσουν θέση, με ολοφάνερη στα πρόσωπά τους την ανάγκη να ψυχαγωγηθούν, να τραγουδήσουν και να γελάσουν, να συναντηθούν και να συνομιλήσουν. Το άξιο προσωπικό της Βιβλιοθήκης, συνεχώς στο πόδι, πρόθυμοι όλοι και όλες να βοηθήσουν ώστε να μην δυσαρεστηθεί κανείς, να βρουν όλοι τη θέση τους στον κήπο.  Και βέβαια παντού ανάμεσά μας, η ψυχή του 10ήμερου, η Αθηνά Κοντοπούλου, κληρονόμος του Αλέκου Κοντόπουλου του οποίου το εργαστήριο - μουσείο στεγάζεται δίπλα στο χώρο που έχει παραχωρηθεί για τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Πρέπει ν' αναφερθώ επίσης στην Πρόεδρο και στα μέλη του Δ.Σ. της Βιβλιοθήκης που αντιμετωπίζουν θετικά, όπως φαίνεται, όχι μόνο τις εκδηλώσεις αυτές αλλά και συνολικά τη λειτουργία της Βιβλιοθήκης. Και αυτή είναι μια θετική εικόνα για τη δημοτική αρχή, και αυτή πρέπει να είναι η στάση κάθε δημοτικής αρχής.

Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν την Παρασκευή με τη Σαββίνα Γιαννάτου τραγούδι και την Ευγενία Καρλαύτη στο πιάνο. Ήταν μια εξαιρετική βραδυά, η Σαββίνα είναι γνωστή και καταξιωμένη, όμως και η Ευγενία Καρλαύτη είναι μια αποκάλυψη, όχι μόνο στην τέχνη του πιάνου, αλλά και στα φωνητικά, και μάλιστα σε κομμάτια τζαζ ή με τζαζίστικο στυλ (δεν ξέρω αν είναι μουσικά σωστή αυτή η διατύπωση, όμως έτσι εισέπραξα τα ακούσματά της και μου άρεσαν πολύ). Πρέπει να πω ότι τις είχα ξανακούσει τον Απρίλιο στα Χανιά, όταν συμμετείχαν στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Λεωνίδα Κακάρογλου "Μνήμη σχεδόν πλήρης". 

Η προχθεσινή βραδυά στον κήπο της Βιβλιοθήκης είχε και μία χαρούμενη εξέλιξη. Ενώ έφταναν προς το τέλος του πρώτου μέρους, στο οποίο μας χάριζαν εξαίρετες μελωδίες από τις χώρες της Μεσογείου και όχι μόνο, άρχισε να βρέχει, στην αρχή από λίγο, εκείνες έπαιζαν και τραγουδούσαν, όμως η βροχή δυνάμωνε, κι εκείνες συνέχιζαν να τραγουδούν και να παίζουν, και η βροχή δυνάμωνε, κάποιοι από τους θεατές είχαν προβλέψει να φέρουν ομπρέλλες, κι εκείνες συνέχιζαν, η Γιαννάτου τραγούδησε υπέροχα "Χάρτινο το φεγγαράκι" και "Πορνογραφία", και τραγουδούσε όλος ο κόσμος στη βροχή και έβαλε κάπου στη μέση "Singing in the rain" και συνέχιζαν... Βέβαια, δεν μπορούσε αυτό να κρατήσει άλλο, όμως η βραδυά τελείωσε τόσο όμορφα, τόσο ζεστά!

Η χθεσινή εκδήλωση του Σαββάτου ήταν με το Μίλτο Λογιάδη στο πιάνο και τον Χρήστο Ζερμπίνο στο ακορντεόν, που επίσης αποτελούσαν εγγύηση για μια όμορφη μελωδική βραδυά. Απόψε, οι τρείς νέοι ηθοποιοί Γιώργος Χατζηπαύλου, Χρύσα Κατσαρίνη και Διονύσης Ατζαράκης, σε νούμερα μορφής stand-up comedy, μας έκαναν για δύο περίπου ώρες να γελάμε συνεχώς με τα κωμικά, ευρηματικά και πολύ αληθινά τελικά νούμερα που μας πρόσφεραν με κέφι και αγάπη.

Θα ακολουθήσουν ο Παναγιώτης Μάργαρης  στην κιθάρα με το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα στο τραγούδι, η παρουσίαση του βιβλίου «Ένας κι ένας…» του Δημήτρη Γκιώνη , η μουσική κωμωδία «Δυο Τενόροι στα μπουζούκια» των αδερφών Τάκη και Γιάννη Φίνα, η θεατρική παράσταση «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» με τη Νένα Μεντή, παρουσίαση βιβλίου και συναυλία-αφιέρωμα για τον Γιώργο Ζαμπέτα, μουσική βραδυά με το Λουδοβίκο των Ανωγείων και τέλος η μουσική βραδυά «Από τον Τσιτσάνη στον Reinhardt» με τους Gadjo Dilo. Μπράβο για το τέλος, γιατί ο Reihardt ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα, όπως και ο δικός μας ο Τσιτσάνης βέβαια.

Η Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αγίας Παρασκευής είναι ένας ζωντανός οργανισμός μέσα στην πόλη. Μαζί με το Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου και με το παράρτημα της βιβλιοθήκης στο Κοντόπευκο αποτελούν ζωντανές κυψέλες Παιδείας και Πολιτισμού, κι αυτό χάρη στους ανθρώπους που τα λειτουργούν. Εμείς, αυτό εισπράττουμε, και δεν είναι λίγο...

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Το γέλιο του δράκου και η κτηνωδία των πολέμων






Έχω συνδέσει το βιβλίο με τη σφαγή στα Καλάβρυτα. Γιατί εκεί, στο Μουσείο, πριν μερικά χρόνια, και όταν ο τότε δήμαρχος μας μίλησε και μας έδειξε τι έγινε στην πόλη του εκείνο το μαύρο Δεκέμβρη του 1943, ένας από την ομάδα μας σύστησε να διαβάσουμε  "Το γέλιο του δράκου" του Γάλλου συγγραφέα Πιέρ Πεζί (εκδ. Ποταμός 2007, σε μετάφραση Κατερίνας Δασκαλάκη). Το χαρακτήρισε μάλιστα ως ένα από τα συγκλονιστικότερα αντιπολεμικά και αντιφασιστικά βιβλία που έχει διαβάσει.

Από τότε, το έχω χαρίσει δώρο σε πολλούς φίλους. Το θεωρώ κι εγώ συγκλονιστικό στην περιγραφή και στην παρουσίαση των σκέψεων του συγγραφέα γύρω από τον πόλεμο και το φασισμό, γύρω από τις μνήμες και γύρω από τις εικόνες και τα τραύματα της παιδικής ηλικίας. Τους τελευταίους μήνες όμως, από τότε που εντάθηκαν τα γεγονότα στην Ουκρανία, είχα ένα λόγο παραπάνω να επιστρέψω στο βιβλίο.

Ένας 16χρονος Γάλλος, ο Πωλ, φιλοξενείται από μια οικογένεια στο Κελστάιν της Γερμανίας το καλοκαίρι του 1963. Κι ενώ κάνει γνωριμίες με παιδιά της ηλικίας του και συμμετέχει στις εκδηλώσεις της μικρής πόλης, ένας θάνατος, μάλλον μια αυτοκτονία, έρχεται να ταράξει τα νερά. Δεν θα αναφέρω λεπτομέρειες από την ιστορία, όμως να πω ότι ο συγγραφέας γυρνά στο 41 και ξανά στη δεκαετία του 60 και ξανά στο '41 και στο '44 και έρχεται στα πιο πρόσφατα χρόνια αλλά μεταπηδά και στο μέλλον!

Τοποθετεί ένα καθοριστικό μέρος της ιστορίας του στην Ουκρανία του 1941, κατά την εισβολή των Ναζί στη Ρωσία, και περιγράφει τις θηριωδίες ενάντια στο ντόπιο πληθυσμό και κύρια ενάντια στους Εβραίους. Ο Λαφοντέν και ο Μόριτζ από το Κελστάιν, οι ήρωες της ιστορίας του Πεζύ εδώ στην Ουκρανία του '41. Φορτηγά με στοιβαγμένα παιδάκια οδηγούνται στο δάσος, για να εκτελεστούν. Ο δρόμος δύσβατος, τα εξαντλημένα παιδιά πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο καθώς οι κινητήρες ζορίζονται να προχωρήσουν. Αλλά πρέπει να περάσουν το ξέφωτο, να φτάσουν στον προορισμό, είναι εβραιάκια, σκέφτεται ο Μόριτζ!

"...Η αλήθεια είναι ότι νιώθει μόνο περιφρόνηση και αηδία γι' αυτούς τους κουρελιάρηδες πολιτοφύλακες που ανυπομονούν να ξεμπερδεύουν, στο χείλος του λάκκου που έχουν σκάψει. Θα πρέπει να περιμένουν μες  στη σιωπή, στο τραγούδι των πουλιών, στο βόμβο των εντόμων και στο θρόισμα των φύλλων της σημύδας..."

Οι Ουκρανοί πολιτοφύλακες έκαναν τη "βρώμικη" δουλειά. Είναι γνωστός εξάλλου ο ρόλος των Ουκρανών στη διάρκεια του πολέμου, κι έτσι η ανάληψη της εξουσίας τώρα από ακροδεξιά, φασιστικά στοιχεία δεν μπορεί παρά να φέρει, έστω και συνειρμικά, τέτοιες αντιστοιχίες αλλά και ανησυχίες για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης (σε συνδυασμό με ανάλογες καταστάσεις και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες).

Οι σκηνές που περιγράφει στις σελίδες αυτές είναι φρικτές, είναι συγκλονιστικές!
Δυό παιδάκια σφίγγουν τα χέρια του Μόριτζ, αυτός αναστατώνεται, δεν τα απωθεί, και προχωρούν μαζί προς τους σκαμμένους λάκκους:

"... Ξαφνικά, βλέπει τους πολιτοφύλακες και τα τουφέκια τους. Είναι περισσότεροι απ' ό,τι νόμιζε. Μαυριδεροί, ανήσυχοι. Βλέπει επίσης την τρύπα που χάσκει, για να θάψουν τα παιδιά. Βλέπει τον ουρανό πάνω απ' το ξέφωτο και τα πουλιά που φεύγουν ... ¨Επειτα, όλα γίνονται πολύ γρήγορα. Ώσπου ν' αλλάξει δυο λόγια με τον αρχηγό της σπείρας, έναν μεγαλόσωμο θορυβώδη τύπο με σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος του και με χρυσά και κοκάλινα μπρελόκ, ο Μόριτζ ακούει στην πλάτη του την κλαγγή των τουφεκιών που οπλίζουν οι Ουκρανοί μουρμουρίζοντας... Ενας δράκος που το δειλινό σπάει τα χέρια των παιδιών προτού συντρίψει τα ωραία τους πρόσωπα..."

Ο Πωλ, μεγάλος πια και καλλιτέχνης, ταξιδεύει στο Βερκόρ, περιοχή στη νοτιοανατολική Γαλλία, γνωστή από τη Γαλλική Αντίσταση, εκεί όπου το καλοκαίρι του 1944 οι Γερμανοί της Βέρμαχτ εκτέλεσαν πάνω από 200 κατοίκους. Ο παχύσαρκος ιδιοκτήτης του πανδοχείου που βρίσκει στο δρόμο του, του περιγράφει τι έγινε τότε, από τότε που "ούτε μισός Γερμαναράς" δεν πέρασε από τα μέρη τους και που "το πρωί οι αντάρτες παρουσίαζαν όπλα και χαιρετούσαν τα γαλλικά χρώματα" μέχρι που κατέφτασαν οι Γερμανοί μια μέρα "απ' τον ουρανό, μες στη μαύρη νύχτα, σαν όρνια, σαν άγρια ζώα":

"... Η γκρίζα κάμπια προχωρούσε. Καταβροχθίζοντας τα πάντα στο πέρασμά της. Ακόμα και τις αγελάδες. Και τα σκυλιά.  Παλούκωναν από δω. Κάρφωναν ζωντανά τα παιδιά στις πόρτες των αχυρώνων από κεί. Φωτιές παντού... Έτσι είναι αγόρι μου!...
Λοιπόν, μπορείς ωραιότατα να περπατήσεις στους δρόμους μας, να πας παντού πεζή, τα φαντάσματα δεν θα τα δεις ποτέ όλα. Δεν θα τα δεις καθόλου μάλιστα! Ο πόλεμος δεν είναι τόσο πολύ οι μάχες, όσο μια αφάνταστη ανθρώπινη κτηνωδία..."

Η κτηνωδία του πολέμου παντού. Και αποτυπωμένη, λαξευμένη σε μια μεγάλη πέτρα, σ' ένα γλυπτό από κομμάτια ανεπεξέργαστου βράχου, όπου κανείς "καταλαβαίνει ότι βρίσκεται σε σώματα βασανισμένα, ότι αγγίζει την οδύνη τους.... σώματα σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο σαν ξύλα για τη φωτιά".

Ο δράκος κυνηγά παντού τον ήρωα (ή και το συγγραφέα;).  Κι όταν κατασκευάζει τους όγκους των αγαλμάτων για μια έκθεση στο Παρίσι, ονομάζει ένα έργο του, σε σκληρό ασβεστόλιθο, "το Γέλιο του δράκου". "Βλέπει κανείς τα μικρά λεία κεφάλια να γυαλίζουν ανάμεσα στα μπράτσα ή στις πτυχές της κοιλιάς αυτού του τέρατος που το κορμί του είναι αυλακωμένο, όπως ο φλοιός ενός γέρικου δέντρου".

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Χανιά, στο παλιό λιμάνι



Μια βόλτα στα Χανιά, στο παλιό λιμάνι, ένα σούρουπο του Ιούνη. Χθες, στους ίδιους χώρους, διαδηλώναμε ενάντια στα χημικά του πολέμου. Σήμερα το λιμάνι γεμίζει από κόσμο που κάνουν τη βόλτα τους. Γύρω από το ΚΑΜ (Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου) υπάρχει κινητικότητα. Στα σκαλάκια στο πλάι του Κέντρου, μια ομάδα δοκιμάζει μηχανήματα και σε λίγο θα ξεκινήσει η προβολή μιας ταινίας μικρού μήκους για τη χρήση του δημόσιου χώρου στα Χανιά (εντάσσεται στο πρόγραμμα UiPS - Ο χρήστης στο δημόσιο χώρο, εδώ τμήμα της ταινίας). Μπροστά στην πλατεία Κατεχάκη, ετοιμάζονται για ένα πάρτυ. Πρόκειται για τις πρώτες εκδηλώσεις στο πλαίσιο τριήμερου φεστιβάλ που διοργανώνονται (όπως κάθε χρόνο) από την ομάδα p-public μαζί με το Σύλλογο αρχιτεκτόνων της πόλης και έχουν ως θέμα "δημόσιος χώρος και η συμπεριφορά του εμείς". Ενδιαφέρον θέμα στ' αλήθεια.



Και λίγες ακόμα εικόνες από το παλιό λιμάνι, σούρουπο Παρασκευής, λίγο πριν νυχτώσει για καλά, το κόκκινο στο βάθος τ' ουρανού προμηνύει μια ζεστή μέρα γι' αύριο.



Τώρα τα άλογα ειναι κάτι σαν τουριστική ατραξιόν. Κάποτε ήταν τα ταξί της πόλης.

Ο φάρος και αριστερά το φρούριο Φιρκά.

Περπατώντας στο πλακόστρωτο, αριστερά το Γυαλί Τζαμισί.

Το Σαντριβάνι, στο τέρμα της οδού Χάληδων και αρχή του λιμανιού. Απέναντι, η παλιά συνοικία Καστέλλι όπου ξεκινά η οδός Κανεβάρο, γνωστή από τα χρόνια των Ενετών ακόμα.

Χανιά
.......
Στους δρόμους σου έχουμε ξεχαστεί από καιρό

περιηγητές της παιδικής σου ηλικίας

ερασιτέχνες αλιείς εικόνων

με ήλιο και σκιά

φωτογράφοι της ζωής σου

πλανόδιοι, μικροπωλητές στα πανηγύρια

ηδονοβλεψίες της αβάσταχτής σου ομορφιάς.
............................
(με τα λόγια της Χανιώτισσας ποιήτριας Ελένης Μαρινάκη)
δημόσιος χώρος και η συμπεριφορά του “εμείς”
δημόσιος χώρος και η συμπεριφορά του “εμείς”

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Το κόκκινο μπαλόνι - Καλό μήνα!


Πρώτη του μήνα σήμερα. Πρώτη του καλοκαιριού.  Σα σήμερα μας εσκοτώσανε οι Γερμανοί, μου είπε πρωί πρωί η μάνα μου. Στο χωριό της, το Κυρτωμάδω, κάνουν σήμερα εκδήλωση όπως και κάθε χρόνο. Είναι ένα από τα χωριά του κάμπου της Κυδωνίας Χανίων που ξεκλήρισαν οι Γερμανοί εκείνες τις αποφράδες μέρες του '41. Κάνουν εκδηλώσεις για να θυμούνται. Όπως γίνονται και στ' άλλα χωριά εδώ γύρω. Όπως γίνονται στη Βιάννο, στην Κάνδανο, στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στο Κομμένο... Για να θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μην ξεχνούν, και για να μαθαίνουν οι νεότεροι, και να μην ξεχνούν. Άραγε, υπάρχει μνήμη; Φοβάμαι πως είναι ζητούμενο των καιρών...



Αλλά, για να ξεκινήσουμε όμορφα το μήνα και επειδή "Δεν θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας", όπως πολύ όμορφα γράφει ο Θεόδωρος Τσελεπής στο χθεσινό Δρόμο της Αριστεράς, προτείνω να δούμε μια τρυφερή γαλλική ταινία του 1956.

Γιατί αριστερός, γράφει ο Τσελεπής, "πρώτα από όλα και πάνω από όλα, είναι αυτός που αγαπά τη ζωή και ζει με αισιοδοξία την κάθε της μέρα... [είναι αυτός] που ερωτοτροπεί με την ουτοπία, [...] που θέλει το αδύνατο, [...] που παλεύει καθημερινά να αλλάξει την μοίρα του...


Ενα μικρό αγόρι βρίσκει ένα κόκκινο μπαλλόνι και μ' αυτό τριγυρίζει στους δρόμους του Παρισιού. Η ταινία άρεσε τότε, είχε μάλιστα βραβευτεί στις Κάννες. Η διάρκειά της είναι λίγο παραπάνω από μισή ώρα. 


Ας απολαύσουμε λοιπόν τις περιπλανήσεις του μικρού στο Παρίσι της δεκαετίας του '50, την ίδια εποχή που η Αριστερά στην Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά Αξιωματική Αντιπολίτευση...


Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Πρώτη φορά Αριστερά!

Δεν είναι λίγο. Εγώ τουλάχιστον έτσι το νιώθω απόψε, νιώθω τη χαρά που δεν ένιωσε ο πατέρας μου ας πούμε, που ψήφιζε μια ζωή Αριστερά μα ποτέ δεν χάρηκε ένα βράδυ εκλογών.  Κι εγώ, μια το 2012 και άλλη μια απόψε, ένιωσα όμορφα, χάρηκα. Δεν είναι λίγο, δεν σκέφτομαι τί θα γίνει, μπορεί έτσι και μπορεί αλλιώς, εύχομαι να μη γίνουν αλλιώς τα πράγματα, όμως αυτά τ' αφήνω (προς το παρόν) για τους γκρινιάρηδες (καλοπροαίρετους και κακοπροαίρετους)  ...σκεπτικιστές.

Για την ώρα, χαίρομαι.
Πρώτη φορά Αριστερά! Δεν είναι λίγο. Έστω κι έτσι. Να βγούν οι εφιάλτες και τα φαντάσματα που φοβόταν ο κ. Σαμαράς και να γίνουν ελπίδα και γέλιο και προσδοκία. Αυτό ζητάμε. Η νέα γενιά μπορεί να γίνει καλύτερη από τη δική μας.

Μες στα πανηγύρια της αποψινής βραδυάς, ας παραθέσω λίγες γραμμές από την Καντάτα του αγαπημένου μου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη  (αντιγραφή από την έκδοση 1991 του Κέδρου, αξίζει όμως να διαβαστεί ολόκληρη):


......................
Α, οι ηλίθιοι, που πήγαμε και χαθήκαμε στη ξενιτιά,
     κάτω απ' τα τείχη της Ιερουσαλήμ, ή στην παλιά
     πολυτραγουδημένη Τροία
χωρίς κανένας Όμηρος να πεί κάτι για μας. Μα νά,
     που όπως ύστερ' από καιρό μπαίνει κανείς στο σπί-
    τι που του λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και
    μπαίνουμε
στην Ιστορία.
.......................
Και τότε είδαμε τη γη που χρόνια ψάχναμε, πως δεν
    την έγραφε κανένας χάρτης κι ουδέ καμμιά ΓΡαφή
    τραγουδούσ' εκείνη.
Και χτίσαμε την πιο μεγάλη ήπειρο μέσα μας. Και την
    καλέσαμε: αδερφωσύνη.
.............................
Η σημαία μας είναι αγέρωχη σαν τη φαρέτρα
η σημαία μας είναι αναμάρτητη σαν τις μητέρες
η σημαία μας είναι σκληρή σαν το Θεό -
Κι ω μή, μή μας στερήσεις ποτέ, ώ άγια, γλυκειά ζωή
την αγάπη μας για σένα.

Γιατί, αλήθεια, φίλοι μου, πέστε μου, τί άλλο είναι, λοι-
     πόν, η παντοδυναμία
απ' την απέραντη τούτη δίψα. Νάσαι τόσο πρόσκαιρος,
     και να κάνεις όνειρα
τόσο αιώνια!

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Τρίτη, 20 Μαίου 1941



Άγνωστος στρατιώτης

του Γιώργη Μανουσάκη

Κάτω από γκρίζες ή λευκές ταφόπετρες
αναπαύονται σ' άψογες σειρές
οι νεκροί της μάχης Γερμανοί κι Ιγγλέζοι.

Εκείνος, ένας Έλληνας φαντάρος
από τους τελευταίους των εμπέδων
τους μισογυμνασμένους, θάφτηκε
εκεί που τόνε βρήκε η σφαίρα
- στην πλαγιά του λόφου.

Κανείς δεν ξανανοιάστηκε γι' αυτόν.

Είκοσι χρόνια αργότερα ένα τρακτέρ
έσκαβε την περιοχή για να φυτέψουν.
Το υνί - "βαθείας αρόσεως" - βούτηξε
μέσα στο λάκκο κι έφερε τα κάτω απάνω.
Πέτρες και κόκκαλα σκορπίστηκαν.
Στη θέση του τάφου φυτεύτηκε μια ελιά.

Διαβάζω το ποίημα του σπουδαίου Χανιώτη ποιητή Γιώργη Μανουσάκη (1933-2008) από τη συλλογή του Άνθρωποι και σκιές (Αστρολάβος/Ευθύνη, 1995) και διαβάζω από τη σημερινή στήλη του Βαγγέλη Κακατσάκη στα Χανιώτικα Νέα μια μαρτυρία που έχει πάρει από το βιβλίο του Ι.Δ. Αναστασάκη "Η Μάχη της Κρήτης και η Γερμανική κατοχή 1941-45 μέσα από τα μνημεία":

Όταν μετά την απελευθέρωση οι Καζαντζάκης, Κακριδής, Καλιτσουνάκης έκαναν έρευνα για τις ωμότητες των Γερμανών στην Κρήτη κι ήρθαν στα Μεσκλά βρέθηκαν ανάμεσα στα ερείπια σε κάποια πόρτα με τρεις σταυρούς σημειωμένους σ’ αυτήν. Οταν ρώτησαν τη μαυροφορεμένη μάνα, γιατί σημειώνονται οι τρεις σταυροί στην πόρτα εκείνη απάντησε: “Γιατί παιδί μου οι Γερμανοί σκότωσαν τον άντρα μου και τους δυο γιους μου”. “Και γιατί τους σκότωσαν”. “Γιατί κρύβαμε Αγγλους στρατιώτες”. “Και γιατί τους έκρυβες;”. “Γιατί συλλογιζόμουν, παιδί μου, τις μανάδες τους που τους περίμεναν να γυρίσουν και ξέρω τι πάει να πει πόνος της μάνας”.


Κατεστραμμένους τόπους άφησαν οι Γερμανοί το 1945 όταν έφυγαν από την Κρήτη!
 Μέρα μνήμης για τους Κρητικούς η σημερινή. Ημέρα που άρχισε η Μάχη της Κρήτης, ημέρα που οι Κρητικοί αντιστάθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις και όσο άντεχαν στη λαίλαπα του ναζισμού. Σε κάθε σπίτι έχουμε μια ιστορία ν' ακούσουμε, σε κάθε χωριό του κάμπου των Χανίων, μα και παραπέρα, υπάρχουν μαρτυρίες ανθρώπων που τα έζησαν από κοντά.


Ο "στύλος της Αγιάς" ήταν το κοντάρι που έδεναν οι Γερμανοί αυτούς που προόριζαν για εκτέλεση. Εκεί βρίσκεται ο Γολγοθάς ή Κρανίου Τόπος, το "Χαϊδάρι της Κρήτης" (Πηγή φωτογραφίας: Χανιώτικα Νέα, 18/5/2013)
 
Ο 86χρονος Γιάννης Σκαλίδης διηγήθηκε στα περσινά Χανιώτικα Νέα πώς ξεψύχισε ο αδερφός του στα χέρια του, την απάνθρωπη συμπεριφορά των ναζί, τα φριχτά βασανιστήρια που υπέβαλαν στους κρατουμένους


«Όσοι μαύροι σταυροί στις πόρτες, τόσοι άντρες σκοτωμένοι. Κάποτε τέσσερεις και πέντε στην ίδια πόρτα…» (Πηγή: Εφημ. Πατρίς)


Αντιγράφω άλλο ένα ποίημα του Γιώργη Μανουσάκη από την ίδια συλλογή:

1941

Εκείνο το πρωί όλος ο αέρας
βούιζε κι ο ουρανός είχε γεμίσει
μεγάλα εξωτικά λουλούδια που κατέβαζαν
αργά, λικνιστικά στη γη σπόρους θανάτου.

Κι όταν στου καταφλυγιου την πόρτα
φάνηκε ο πρώτος κρανοφόρς με τ' αυτόματο
όλοι σηκώσαμε τα χέρια μας ψηλά
σαν ικεσία για τη ζωή μας
σαν αρχή για σύθρηνο.

                                Κι αναρωτήθηκα
τί ν' άλλαξε σε μια στιγμή
ολόγυρά μου και προπάντων μέσα μου
κι έγινε ξαφνικά έτσι βαρειά η ζωή
και πώς θε να 'ταν από 'δώ κι εμπρός
μια ζωή αιχμάλωτη.


Αντιγράφω από το απόρρητο προσωπικό ημερολόγιο του Γκαίμπελς, όπως το μεταφράζει και παρουσιάζει ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ιστορικός, ερευνητής στο ΕΙΕ:


21 Μαϊου 1941 (Τετάρτη)  Χθες: ... Επιτιθέμεθα κατά της Κρήτης με αερομεταφερόμενα τμήματα. Ένα επικίνδυνο εγχείρημα. Έχει όμως προετοιμαστεί ως την τελευταία λεπτομέρεια. Ελπίζουμε στο θεό να πετύχει...
...............
27 Μαϊου 1941 (Τρίτη) Χθες: Η μάχη για την Κρήτη συνεχίζεται... Ο Έλληνας Βασιλιάς πέταξε στο Κάιρο, αφήνοντας πίσω του μια πομπώδη διακήρυξη που την κάνουμε κομματάκια μεθοδικά...
--------------
16 Ιουνίου 1941 (Δευτέρα) Χθες: ... Η Κρήτη έπρεπε να κατακτηθεί...

------------------------------------
Σημείωση: Και μια σύμπτωση. Θυμήθηκα διαβάζοντας τον "Άγνωστο στρατιώτη" του Μανουσάκη ότι στο διήγημα του Γιώργου Ιωάννου 13-12-43 που αναφέρεται στα μαρτυρικά Καλάβρυτα μετά από είκοσι χρόνια μάζευαν οστά των εκτελεσμένων συγγενών...


Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Ημέρα της αντιφασιστικής Νίκης η σημερινή!



"Στις 9 Μαίου του 2005 πραγματοποιήθηκε στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας μια μεγαλειώδης εκδήλωση για τον εορτασμό της εξηκοστής επετείου της "Ημέρας της Νίκης", της επετείου δηλαδή του τέλους του Β' Παγκοσμίου πολέμου και της "νίκης εναντίον των φασιστών", όπως λένε οι Ρώσοι. Η "Ημέρα της Νίκης" γιορτάζεται κάθε χρόνο στη Ρωσία με πολύ μεγάλη επισημότητα. Σε όλες τις πόλεις πραγματοποιούνται παρελάσεις, βετεράνοι του πολέμου κυκλοφορούν με αρμαθιές τα παράσημα στο πέτο τους, ηλικιωμένοι δέχονται λουλούδια από νεαρούς περαστικούς, πατεράδες με παιδιά στους ώμους τραγουδάνε σε συναυλίες, και γενικά όλοι συμμετέχουν στον εορτασμό μ' έναν τρόπο που δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις αποτελούν για τον ρωσικό λαό όχι απλώς έναν τυπικό εορτασμό, αλλά μια βαθειά και ειλικρινή εκδήλωση μνήμης..."

Έτσι ξεκινά τον πρόλογο στο "Ταξίδι στην Αρμενία" του Όσιπ Μαντελστάμ ο μεταφραστής Γιώργος Χαβουτσάς (Ίνδικτος, 2007).




Και συνεχίζει  περιγράφοντας τις γιορτές όπως τις παρακολουθεί από κρατικά κανάλια της Ρωσίας. Και φτάνει στο ηρωικό Λένινγκραντ (που κοντά 900 μέρες κράτησε η πολιορκία του από το '41 ως το '44, οι άνθρωποί του μαζί και ο Κόκκινος Στρατός αντιστάθηκαν γενναία και νίκησαν το φασισμό), τη σημερινή αλλά και παλιότερη Αγία Πετρούπολη (καημένο Πετερμπούργκ, ποια άλλη πόλη έχει τόσα σημάδια πολιτικών αλλαγών χαραγμένα στο όνομά της...). 

Και ακούγεται η 7η Συμφωνία του Σοστακόβιτς, αυτή που συνέθεσε ο μεγάλος συνθέτης για το Λένινγκραντ και που παρουσιάστηκε τον Αύγουστο του '42 στην πόλη, εν μέσω της πολιορκίας, από μουσικούς που ήταν στα χαρακώματα. 

Και μια φωνή ακούγεται ν' απαγγέλλει ένα ποίημα. Είναι το "Λένινγκραντ". Και είναι ο Όσιπ Μαντελστάμ που το είχε γράψει.

Στην πόλη γύρισα που ξέρω ώσμε το δάκρυ
ως τις πρησμένες παιδικές άμυγδαλές. Στην άκρη

την γνώριμη ξανάρθες, πιες το γρήγορα λοιπόν
το μουρουνόλαδο των ποταμίσιων φαναριών.

Τη μέρα γνώρισε γοργά τη δεκεμβριανή
όπου σαν μίγμα ο κρόκος και μια πίσσα μοχθηρή.

Πετρούπολη! δε θέλω ακόμα να πεθάνω, ακούς;
Εσύ κρατάς των τηλεφώνων μου τους αριθμούς.

Πετρούπολη! διευθύνσεις έχω ακόμα και μπορώ
των πεθαμένων τις φωνές μ' αυτές να βρω.

Στον κρόταφο μου με χτυπάει (σε πίσω σκάλα μένω)
με ρίζες και με σάρκα το κουδούνι εξορυγμένο,
κι ως το πρωί τους ακριβούς μου ξένους στέκω καρτερώντας
της πόρτας μου την αλυσίδα ως χειροπέδη αχνοκουνώντας.
  
Το ίδιο το βιβλίο του Μαντελστάμ είναι ένα ποίημα. Καθώς το ξεφυλλίζω να το θυμηθώ (το είχα διαβάσει αρχές του 2008), βρίσκω τις υπογραμμίσεις και τις σημειώσεις στα πλαϊνά των κειμένων τόσο του συγγραφέα όσο και του μεταφραστή, για τον Κούζιν το φίλο του και για το Λυσένκο το βιολόγο (τον τσαρλατάνο, όπως τον αποκαλεί ο Γ.Χ.), για την αρχιτεκτονική στους τόπους που γύρισε, για τα φυτά, για τη ζωγραφική και τα χρώματα, το Σεζάν, το Ματίς και τον Βαν Γκογκ, για τη μουσική, το Χάυδν, τον Γκλούκ και το Μότσαρτ, για τη φυσιολογία και το δαίμονα της ανάγνωσης, για τον Αριστοτέλη, το Λινναίο, το Δαρβίνο και τον Ντίκενς και πολλά άλλα.

Κι εκεί που ψάχνω, πέφτω σε δυο αποκόμματα από σελίδες περιοδικού. Είναι ένα άρθρο με τίτλο "Ξανακοιτάζοντας τα ερείπια του παρελθόντος: η περιπλάνηση ως δοκιμασμένη μέθοδος επιβίωσης", γραμμένο από το Γιώργο Βέη και δημοσιευμένο στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 30 Νοεμβρίου 2007. Γνωστός για τις ταξιδιωτικές περιπλανήσεις του ο Γιώργος Βέης, γράφει για το Ταξίδι στην Αρμενία:

"... Ο νομάδας - εσωτερικός μετανάστης εξ απαλών ονύχων- ταξιδευτής - επιτήδειος φυγάς - εξόριστος κατάδικος Οσιπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ (1891 - 1938), τέκνο εξαιρετικά δυσμενών συγκυριών, οι οποίες από πολλές απόψεις καταταλαιπώρησαν τη Ρωσία, αρνείται συνειδητά, ως επαρκής ποιητής που είναι, να δει τα δεδομένα και τις εγγενείς παραμέτρους της γενέθλιας ή της ξένης γης κατά τρόπο μονοσήμαντο ή απλώς επιφανειακό. Ετοιμη ανά πάσα στιγμή να αποκωδικοποιηθεί πλήρως ή ακόμη και να απαντήσει στα ζέοντα υπαρξιακά ερωτήματα του ευαίσθητου δέκτη και αναστοχαζομένου αντικαθεστωτικού πομπού - συγγραφέα, η αρμενική χωροταξία στο σύνολό της αναδεικνύεται ως το κατ εξοχήν κείμενο προσωπικής και εθνικής Ανεξαρτησίας. Το βλέμμα αποκαθιστά αλήθειες . Το περιβάλλον ενσωματώνεται στα αισθητήρια, το παιχνίδι της γραφής σοβαρεύει. Η ομολογία είναι χαρακτηριστική των ισχυρότατων έλξεων, οι οποίες αναπτύσσονται μεταξύ των πεδίων εγώ - αυτό. Οι ταχύτητες πρόσληψης αυξάνονται γεωμετρικά. Παραπέμπω: «Γρήγορα και αρπακτικά, εξέτασα με φεουδαλική μανία την επικράτεια του οπτικού πεδίου»...
...Το ταξίδι για τον Οσιπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ ήταν το ασφαλές μέσον της αισθητικής πλήρωσης και ταυτοχρόνως η δοκιμασμένη μέθοδος της επιβίωσης, μακριά από τον αυταρχισμό της κεντρικής εξουσίας. Αλλά και αντιστρόφως, η επιβίωση του ίδιου του τοπίου αποδείχτηκε δυνατή μέσα από τη δημιουργική γραφή του..."

Αλλά ας ξαναγυρίσω στην 9η του Μάη, όχι του 1945, μα του 2014. Τι άσχημη μέρα! Στην Ουκρανία σήμερα δε γιόρτασαν. Στη Μαριούπολη έγιναν σφαγές γιατί κάποιοι θέλησαν να γιορτάσουν την "Ημέρα της Νίκης". Ήταν λέει "ρωσόφιλοι". Κι αυτοί που τους κατέσφαξαν είναι... "φιλοευρωπαίοι". Έτσι ξεκίνησε το μακελιό στην Ουκρανία. Για την Ευρώπη! Λένε. Δεν είναι όμως έτσι και το ξέρουμε όλοι. Τελικά, αυτή την Ευρώπη θέλουμε; Τελικά, το σύνθημα μπορεί άραγε να είναι "Μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή;" Ίσως, αν πάρουμε στα σοβαρά αυτά που είπε χθες ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς  στο Ακροπόλ, που μίλησε για την ανάγκη μιας Ευρωκυβέρνησης και όχι Ευρωδιακυβέρνησης!

........................
Σημειώσεις
  1. Αντέγραψα την παραπάνω εκδοχή στα ελληνικά του ποιήματος "Λένινγκραντ", όπως το απέδωσε ο Άρης Αλεξάνδρου, από το  βιβλίο  "Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα: Επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις" (με ανθολόγηση από τη Μαρία Λαϊνά, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2007). Υπάρχει επίσης η απόδοση από το Μήτσο Αλεξανδρόπουλο στο βιβλίο του "Όσιπ Μαντελστάμ : Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι" (Ελληνικά Γράμματα, 2008), αυτήν παραθέτει και ο Χαβουτσάς στον πρόλογό του. Αν και το βιβλίο είναι πολύ καλό, προτιμώ στο συγκεκριμένο ποίημα τη μετάφραση του Αλεξάνδρου, ήταν εξάλλου ο γενέθλιος τόπος του.
  2. Στη χώρα μας, η 9η Μαίου δεν γιορτάζεται, γιορτάζεται η έναρξη και όχι η λήξη του πολέμου. Έχει τις ερμηνείες του. Να μην ξεχνάμε πάντως ότι ο πόλεμος δεν τελείωσε τότε για κάποια μέρη, όπως στη Δυτική Κρήτη και στη Μήλο. Αυτό είναι και το θέμα του τελευταίου μυθιστορήματος της Μάρως Δούκα "Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ", βασισμένο στο εμβληματικό βιβλίο του Σταύρου Βλοντάκη "Η "Οχυρά θέσις Κρήτης" : χρονικό της γερμανικής κατοχής στα Χανιά απ' τον Οχτώβρη του 1944 ως το Μάη του 1945 και της αγγλογερμανικής απ' το Μάη ως τον Ιούλη του 1945"  (έχω γράψει εδώ κι εδώ) 
  3. Αφορμή να θυμηθώ τον Μαντελστάμ και την εισαγωγή για το Λένινγκραντ ήταν σχετική ανάρτηση του Λύσιππου.

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Οι βιβλιοθήκες ως χώροι κατανάλωσης ή ως χώροι ειδικών λειτουργιών; Μερικές σκέψεις και πολλά ερωτήματα


Με αφορμή το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του αρχιτέκτονα Χάρη Χεϊζάνογλου που αναρτήθηκε χθες στο ιστολόγιο του Βιβλιοθηκάριου με τίτλο "Οι βιβλιοθήκες ως χώροι κατανάλωσης", διατυπώνω λίγες σκέψεις ως πιθανή αφορμή για παραπέρα προβληματισμό και συζήτηση. 

Η άποψη του γράφοντος έχει ενδιαφέρον, όταν μάλιστα είναι αρχιτέκτονας, δηλαδή άνθρωπος, καλύτερα επιστήμονας/επαγγελματίας/μελετητής του χώρου και των λειτουργιών του. Σημειώνει ότι " οι χώροι πια δεν ταυτοποιούνται τυπολογικά όπως στο παρελθόν, σύμφωνα με την λειτουργία τους, ούτε σχεδιάζονται ως τέτοιοι",κι ενώ οι βιβλιοθήκες, όπως και τα μουσεία, "εξακολουθούν να υφίστανται ως λειτουργίες, σχεδιάζονται πλέον ως δημόσιοι χώροι με μια κυρίαρχη λογική που πριμοδοτεί ισχυρά το στοιχεία του θεάματος, της κατανάλωσης (εμπορικής και οπτικής) και της συνάθροισης με στόχο τα παραπάνω".

Δεν είμαι ειδική σε θέματα του χώρου, τα οποία όμως παρακολουθώ, ακριβώς γιατί θεωρώ ότι ο χώρος αποτελεί στοιχείο της ζωής μας και του πολιτισμού μας, διαμορφώνει την καθημερινότητά μας, την κουλτούρα μας, τις συνθήκες που αυτά αναπτύσσονται και λειτουργούν. Και μιας και χρησιμοποίησα την έννοια της λειτουργίας που και ο συντάκτης του κειμένου επικαλείται συνεχώς, αναρωτιέμαι αν αρκεί αυτό για να δώσουμε χαρακτήρα σε ένα χώρο, και συγκεκριμένα στο χώρο της βιβλιοθήκης. Και ποιες είναι οι λειτουργίες αυτές σήμερα;

Η αλήθεια είναι ότι, ακριβώς και επειδή υπάρχει αυτή η εξέλιξη και "εισβολή" της τεχνολογίας, γίνεται διεθνώς μια κουβέντα για το τι είναι και τι κάνει μια βιβλιοθήκη σήμερα, ακόμη και πώς πρέπει να ονομάζεται πλέον (για παράδειγμα εδώ). Και δυστυχώς, εμείς δεν συμμετέχουμε σ' αυτό το διάλογο και τον προβληματισμό, αλλά οι μισοί απλά αντιγράφουμε/μεταφέρουμε αυτά που φαίνονται πιο "μοντέρνα" (όχι νεωτερικά) και οι άλλοι μισοί τα κρίνουμε ή τα απορρίπτουμε χωρίς όμως πολλή παραπέρα επεξεργασία της σκέψης μας. Η κάθε πλευρά λειτουργεί μόνη της. Δεν υπάρχει πεδίο διαλόγου, δεν προσφέρεται από τους θεσμικούς φορείς, είτε είναι επίσημοι, δημόσιοι, κρατικοί φορείς ή είναι εκπαιδευτικοί ή είναι συνδικαλιστικοί/επιστημονικοί φορείς.

Κι έτσι, αντιγράφονται μοντέλα, καλλιεργείται όντως μία κουλτούρα θεάματος και κατανάλωσης, οι βιβλιοθήκες μετατρέπονται σε χώρους παιδικής χαράς, σε χώρους "εργαστηρίων τεχνολογίας", όπου αναρωτιέται κανείς αν οι  επισκέπτες ή χρήστες ή εν τέλει καταναλωτές τους, όπως τους ορίζει ο Χεϊζάνογλου, γνωρίζουν - τουλάχιστον - ότι η βιβλιοθήκη έχει και βιβλία, ότι δηλαδή οι χώροι που πηγαίνουν για να περιηγηθούν στους υπολογιστές ή για να χορέψουν ή για να μάθουν κηπουρική είναι - και - βιβλιοθήκες!

Θα έλεγα όμως από την άλλη ότι η βιβλιοθήκη είναι (ή πρέπει να είναι) ΚΑΙ ανοιχτός, δημόσιος, κοινωνικός χώρος, ένας "τρίτος χώρος", που όμως τα χαρακτηριστικά του δεν είναι είναι όπως αυτά του καφενείου ή του δημόσιου πάρκου (ή δεν μπορεί να είναι μόνο αυτά, ας αρχίσουμε να το συζητάμε και αυτό). Δανείζομαι τις ιδιότητες για το χώρο από τον David Harvey όταν ορίζει ότι ο δημόσιος χώρος είναι κατάλληλος για επικοινωνία και για κοινωνική συμμετοχή και παρέμβαση και από τον Ray Oldenburg όταν ορίζει τον τρίτο χώρο ως τον άτυπο δημόσιο χώρο πέραν της κατοικίας και της εργασίας και όπου περιλαμβάνει καφενεία, βιβλιοπωλεία, διάφορα στέκια, ακόμη και κομμωτήρια και στον οποίο εγώ θα πρόσθετα τη βιβλιοθήκη (αναφορές κάνω εδώ)

Κι επίσης, ας το συζητήσουμε, για ποιους είναι απαραίτητη η βιβλιοθήκη; Και ποιοι είναι οι εργάτες της γνώσης; Μήπως στενεύει την έννοια της βιβλιοθήκης ο περιορισμός αυτός;

Κι αφού καταθέτω μερικές σκέψεις και βάζω ερωτήματα, ας μου επιτραπεί να παραθέσω δυο τσιτάτα του Μανώλη Παπαδολαμπάκη (αρχτέκτονας επίσης, ήταν καθηγητής στο ΑΠΘ) από το βιβλίο του "Χώροι της ελευθερίας, 1. Δοκίμια για μια διαλεκτική της χωροποιητικής" (Εξάντας, 1988).
Το πρώτο αφορά τη δομή και τη μορφή του χώρου:

"Δείξε μου τη γεωμετρία σου 
να σου πώ την ιδεολογία σου"

ενώ το δεύτερο είναι ένα τρίπτυχο που χαρακτηρίζει την υποβάθμιση, όπως λέει, της ποιότητας της καθημερινότητας και του χώρου της:

"Fast-food, Fast-love, Fast-culture"

 Κι επειδή συμφωνώ ότι υπερέχει το θέαμα και το κλίμα ευφορίας και καταναλωτισμού, θα επικαλεστώ τον Zygmunt Bauman που στο εξαιρετικό βιβλίο του "Ζωή για κατανάλωση" (Πολύτροπον, 2008) - και στο οποίο δεν χαρίζεται ούτε στον καταναλωτισμό της πληροφορίας - γράφει  για "μια νέα μορφή εκπολιτιστικής διαδικασίας, για ένα εναλλακτικό και φαινομενικά βολικότερο τρόπο επιτέλεσης του έργου της διαδικασίας αυτής", που θα είναι λιγότερο ευεπίφορος σε συγκρούσεις:

"... Ο νέος αυτός τρόπος, τον οποίο εφαρμόζει η ρευστή μοντέρνα κοινωνία των καταναλωτών, προκαλεί ελάχιστες ή μηδενικές αντιρρήσεις, αντιστάσεις ή εξεγέρσεις, χάρη στη μεθόδευση της παρουσίασης της νέας υποχρέωσης (της υποχρέωσης να επιλέγει κανείς) ως ελευθερίας επιλογής....".

Και βέβαια δεν πρέπει να παραλείψω ότι αν και δεν αναφέρθηκα εδώ καθόλου στη σημερινή δεινή κατάσταση που βιώνουμε στη χώρα μας ούτε και σε αιτίες κτλ (έχω εξάλλου αναφερθεί σε άλλες αναρτήσεις και αυτά ισχύουν), για τα όποια ερωτήματα και προβληματισμούς έθεσα, οπωσδήποτε οι σκέψεις και οι απαντήσεις δεν μπορούν να είναι σε  άλλο, θεωρητικό, εκτός πραγματικότητας πλαίσιο.

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Στον καιρό της σχόλης: αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αιώνα, του Τζουάνε Παπαδόπουλου




Τι κάνει ένας συνταξιούχος για να περάσει τον καιρό του; Γράφει, ανιστορεί και διηγείται τη ζωή του και τη ζωή του τόπου του. Αυτό κάνει ο Τζουάνες Παπαδόπουλος από τον Χάνδακα, στα 78 του χρόνια. Είχε αναγκαστεί ν' αφήσει τον τόπο του το 1669, όταν τον κατέλαβαν οριστικά οι Οθωμανοί και μέσω Κέρκυρας είχε εγκατασταθεί στην Ίστρια αρχικά και αργότερα στην Πάδοβα. 


Με απλό και γλαφυρό τρόπο δίνει στοιχεία για τον Χάνδακα, αλλά και για όλη την Κρήτη σε πολλές περιπτώσεις, του 17ου αιώνα, για τον τόπο, τους ανθρώπους, τον τρόπο ζωής, τις συνήθειες, τις γιορτές. Αναφέρεται σε τοπωνύμια που ακόμα υπάρχουν (π.χ. Μασταμπάς), στο ιστορικό κατασκευής της κρήνης Μορεζίνι (κρήνη Μοροζίνι, πρόκειται για τα γνωστά Λιοντάρια στο κέντρο του Ηρακλείου), στις εφτά πύλες της πόλης, στα οχυρωματικά της έργα.



Περιγράφοντας την κοινωνική διαστρωμάτωση, μας μιλά για τη διάκριση στους Βενετούς της αποικίας (ήταν η ελίτ της κοινωνίας, λέγονταν επίσης άρχοντες ή ευγενείς, ήταν καθολικοί, με εξαίρεση τους Καλλέργηδες), στους Κρητικούς ευγενείς (ορθόδοξοι ή και καθολικοί Κρητικοί που έπαιρναν τον τίτλο ως αντάλλαγμα) και στους τσιταδίνους (αστοί, ξεχωριστή κάστα πριν γίνουν ευγενείς). Οι Βενετοί μπορούσαν να παντρεύονται κορίτσια ορθόδοξων Κρητικών, ο γάμος γινόταν με το καθολικό τυπικό, στη συνέχεια όμως καθένας ήταν ελεύθερος ν' ακολουθήσει το δικό του δόγμα.

Μας πληροφορεί ότι οι ευγενείς είχαν στο σπίτι τους έξι ή περισσότερους μπράβους (φονιάδες, όχι απλά παλληκαράδες), που τους συνόδευαν όταν έβγαιναν έξω.  Και μας διηγείται το πάθημα του Τζαν Αντώνιου Μοάτσου όταν έβαλε τους μπράβους του να χτυπήσουν το φτωχό Τσεζαρίνι.

Δίνει πληροφορίες για τα επαγγέλματα της εποχής του, για τα δικαστήρια, για την αγροτική παραγωγή, για την καθημερινή ζωή, για τα φαγητά. Περιγράφει τις γιορτές, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, τις Απόκριες (με το έθιμο του πορτοκαλοπόλεμου κτλ.).

Ο Τζουάνες Παπαδόπουλος προς το τέλος της ζωής του υπέγραφε ως Κομνηνός-Παπαδόπουλος, υποστηρίζοντας ότι ήταν απόγονος της βυζαντινής οικογένειας των Κομνηνών. Έτσι υπέγραφε και ο γιος του Νικόλαος, τον οποίο μάλιστα αναφέρει συχνά στο βιβλίο. Πρόκειται για τον λόγιο Νικόλαο Κομνηνό Παπαδόπουλο (1651-1740), θεολόγο, φιλόσοφο και νομομαθή. (Πάντως, ένα ενδιαφέρον στοιχείο που παραθέτει ο επιμελητής του βιβλίου στην εισαγωγή του είναι ότι οι Παπαδόπουλοι είχαν καταγωγή από τα Σφακιά και ήταν ίδια οικογένεια με τους Σκορδίληδες - αυτά για όσους ψάχνουν από πού τραβά η σκούφια τους, σήμερα πάντως δεν υπάρχουν Παπαδόπουλοι στην Κρήτη, απ' όσο ξέρω ...).


Το στοιχείο που ξεχωρίζει στο βιβλίο δεν είναι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και ο τρόπος συγγραφής του. Ο  Παπαδόπουλος δίνει τίτλους περιεχομένων στο πλάι των σελίδων (κάτι σαν τα σημερινά αναρτήματα - ετικέτες - tags) που μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες με μια γρήγορη ματιά, ίδια κείμενα που παραθέτει και στο τέλος με τίτλο "Πίνακας των περιεχομένων αυτού του βιβλίου από άξεστη πένα". Στην αρχή του κειμένου του ο συγγραφέας σημειώνει ότι οι πληροφορίες που παρουσιάζει "με άξεστη πένα και άτεχνα λόγια" είναι πέρα για πέρα αληθινές. Προφανώς χρησιμοποιεί τη φράση αυτή για να δείξει ότι γράφει απλά, όπως του έρχονται στη μνήμη τα πράγματα, χωρίς διορθώσεις, εξάλλου είναι 78 χρονών. Και η πένα είναι άξεστη, υποθέτουμε ότι δεν χρησιμοποιεί ξέστρο "για την απόξεση της μελάνης σε περίπτωση λαθών ή κηλίδων", όπως μας περιγράφει ο Μιχάλης Καϊρης στο θαυμάσιο βιβλίο του "Χαρτί και καλαμάρι: τα εργαλεία της γραφής" στη σελίδα 85  (εκδ. Πορεία 2008).




Το βιβλίο είναι άλλη μια εξαιρετική έκδοση από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης (2012), αφιερωμένο στον καθηγητή Νικ. Παναγιωτάκη (1935-1997, σπουδαίο φιλόλογο, διευθυντή του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας μέχρι το θάνατό του, με καθοριστική συμβολή στην αποκάλυψη και ανάδειξη στοιχείων του πολιτισμού της βενετοκρατούμενης Κρήτης). Έχει μεταφραστεί από τη Ναταλία Δεληγιαννάκη, προλογίζει η Χρύσα Μαλτέζου, σπουδαία ιστορικός, διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, ενώ η επιμέλεια, η εισαγωγή και ο σχολιασμός είναι του Alfred Vincent.Η δουλειά του Vincent είναι εξαιρετική, δίνοντας πολλές πληροφορίες για το συγγραφέα και το έργο του, αλλά και για το κοινωνικό, ιστορικό και επιστημονικό πλαίσιο που σχετίζεται με αυτό, ενώ παραθέτει πλούσια βιβλιογραφία, πολύ χρήσιμη για έναν μελετητή αλλά και για όποιον ενδιαφέρεται για σχετικά θέματα.

Ο πρωτότυπος τίτλος του ήταν L' Occio, δηλαδή στα ιταλικά σήμερα ozio ή στα λατινικά otium, που σημαίνει, όπως μας πληροφορεί ο επιμελητής, ελεύθερος χρόνος, αργία, έλλειψη δουλειάς. Ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα για τον ελεύθερο χρόνο, μα... και μια καλή ιδέα, κάτι σαν ... πρόταση (;), για μια διαφορετική, πιο παραγωγική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Μήπως και το ιστολογείν είναι κάτι ανάλογο για ... τον καιρό της σχόλης σήμερα; Ίσως.