ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ [ΠΟΘΟΣ]
Αφιερούται σε μια πεισματάρα
Αυγούλες απριλιάτικες χαράζουν στα βουνά μας,
Αυγούλες χαμογέλαστες, αυγούλες διαμαντένιες.
Και τα λουλούδια ανοίγουνε στους κάμπους, στα βουνά μας,
Και ροβολάνε οι λαγκαδιές καθάριες ασημένιες.
Στες περσυνές των τις φωλιές ήρθαν τα χελιδόνια
Και σχίζουν γύρω μας τρελά το δροσερό τ’ αγέρι.
Όξω στα δάση τα σκιερά λαλούν γλυκά τ’ αηδόνια
Και τα τρυγόνια, οι πέρδικες πετάνε ταίρι-ταίρι.
Να την προβάλλ’ η Πασχαλιά ξανθή, χρυσοντυμένη,
Και με λουλούδια εδώ κι εκεί χίλια φιλιά σκορπάει.
Όλοι φιλιούνται σήμερα, εχθροί κι αγαπημένοι,
Την έχθρα και το πείσμωμα καθένας λησμονάει.
Έλα και συ, που όμορφη μοιάζεις αυγή τ’ Απρίλη,
Ξανθούλα πεισματάρα μου. Το πείσμα σου λησμόνει,
Και δός μου το γλυκό φιλί στα ροδαλά στο χείλη…
Γελάει καθένας σήμερα, φιλιέται, δεν πεισμώνει.
1888, Ιωάννινα
Το ποίημα είναι του Κώστα
Κρυστάλλη, του ποιητή "που γίνεται λαός", όπως είπε ο Κωστής Παλαμάς, αλλά και ζωγράφου ποιητή, όπως τον ονόμασε πάλι ο Παλαμάς, με αρνητικό, μάλλον πρόσημο αυτό, θεωρώντας την ποίησή του μόνο εικόνες και χωρίς έμπνευση.
Μπορεί, βέβαια, σήμερα πια έτσι να είναι, δεν παύει όμως ν' αποτελεί μια
ξεχωριστή φωνή, μια φωνή που προσπαθούσε με αγωνία να εκφράσει, να προλάβει να
εκφράσει μιας και έφυγε στα εικοσιέξι του, τα ήθη και τα έθιμα, τις ομορφιές και
τους καημούς του γενέθλιου τόπου του, της Ηπείρου.
Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στο
διήγημά του «Το Πάσχα στον Πίνδο»*:
Ὅλο τὸ χειμῶνα ὁ Πίνδος μένει
βουβός, ἥσυχος δὲν ἀκούγεται καθόλου. Νομίζει
κανείς, πὼς κοιμᾶται κάτω ἀπ’ τὸ παχὺ κάτασπρο
πάπλωμα τῶν χιονιῶν, βυθισμένος σ’ ἕναν ὕπνο ὁλοκλήρων μηνῶν.
[...]
Οἱ γυναῖκες κι οἱ κοπέλλες
οἱ
ερωτιάρικες δὲν κλείνουν πιὰ ὁρμητικὰ τὰ παράθυρα καὶ τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν. Παρατοῦν κάπου - κάπου τὸ μελαγχολικὸ ἀργαλειὸ καὶ πιάνουν τ’ ἀνοιχτὰ λιακωτά, μὲ τὴ ρόκα στὴ μασχάλη καὶ μὲ τὸ τραγούδι στὰ χείλη τους, τὸ τραγούδι τῆς ἐλπίδας, τοῦ γυρισμοῦ τῶν ξενητεμένων τους.
Κι αὐτοί, ἀφοῦ γεμίσουν τὰ πορτοφόλια
τους μὲ παρᾶδες, ἀφήνουν πιὰ τὴν ξενητειὰ καὶ ξεκινᾶνε γιὰ τὴν πατρίδα τους, γιὰ τὸ σπίτι τους, γιὰ τὸν Πίνδο.
- Μέρες Λαμπριάτικες ...
θὰ γυρίσω τώρα στὸν τόπο μου, λέει
χαρούμενο κάθε ξενητεμένο παιδὶ τοῦ Πίνδου.
[…]
Τὸ Μεγαλοβδόμαδο οἱ ξενητεμένοι βρίσκονται ὅλοι στὸ δρόμο καὶ φτάνουν στὶς πατρίδες τους,
ὣς τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Εἶναι συνήθεια
νὰ πᾶνε ὅλοι στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ χωριοῦ τους ἐκείνη τὴ νύχτα καὶ να ἀκολουθήσουν τὸ γύρισμα τοῦ ᾽Επιταφίου.
Πόση συγκίνηση, πόση χαρά, πόση ποίηση ἔχει ὁ γυρισμὸς αὐτῶυ τῶν ξενητεμένων ! Κι οἱ καμπάνες ποὺ στολίζουν, ἀπὸ τρεῖς κι ἀπὸ πέντε μαζί, τὰ ψηλὰ καμπαναριὰ τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Πίνδου, ἀναστατώνουν
αὐτὲς τὶς ἡμέρες μὲ τοὺς ἤχους των ὅλη τὴν ἕκτασι τῶν βουνῶν καὶ τὰ βάθη τῶν ἀγρίων ἐκείνων φαραγγιῶν. Νομίζει κανείς πὼς ἀλαλάζουν κι αὐτὰ ἀπ’ τὴ χαρὰ τους γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῶν ξενητεμένων.
Πιὸ χαρωπὲς ὅμως ἀντηχοῦν οἱ καμπάνες στὸν ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, στὴν πρώτη Ἀνάσταση. Καὶ σημαίνουν, σημαίνουν ἀδιάκοπα τότε, σὰν νὰ θέλουν νὰ ξυπνήσουν καὶ τοὺς νεκροὺς ἀπ’ τὰ μνήματά τους, γιὰ νὰ γιορτάσουν στὴν ἐκκλησιὰ τὴ μεγάλη Ἀνάσταση.[...]
Τα παραπάνω περιλαμβάνονται
στον τόμο των Απάντων του που αγόρασα μαθήτρια Γυμνασίου το 1969. Ήταν τότε ο
αγαπημένος μου ποιητής, γνώριζα όλο το έργο του. Ο τόμος Άπαντα Κρυστάλλη κυκλοφόρησε το 1960 από τον εκδοτικό οίκο "Βιβλιοαθηναϊκή" με πρόλογο, εισαγωγή και επιμέλεια του Κώστα Βαλέτα.
|
Το απόκομμα από το Φαντάζιο με το κείμενο του Λειβαδίτη για τον Κρυστάλλη. Το κομμάτι που λείπει πρέπει να είχε κάποιο σκίτσο, ίσως του Κρυστάλλη, μπορεί να το είχα κόψει για το τετράδιο με τις φωτογραφίες και τα κείμενα που συγκέντρωνα. |
Μέσα στον τόμο, μάλιστα, βρήκα ένα κιτρινισμένο δίφυλλο από ελληνικό περιοδικό της εποχής με το άρθρο "Κώστας Κρυστάλλης: ένας αητός χωρίς φτερά". Το υπογράφει ο Α. Ρόκος. Γράφει:
Σ' όλη τη σύντομη ζωή του, είκοσι έξη μόνο χρόνια, έμεινε ο ξερριζωμένος, ο βουνήσιος, ο σταυραετός με τις σπασμένες φτερούγες, που ζυγιάζεται πάνω από τις ρεματιές στα Τζουμέρκα. Η σκληρή πολιτεία, η φτ΄ψχεια, ο ερωτικός καημός και το σαράκι της αρρώστειας, έτρωγαν τα σπλάχνα του, ενώ αυτός αναζητούσε πάντοτε κάποια ψηλή κορφή ή κάποια σκιερή λαγκαδιά...
Το περιοδικό ήταν το Φαντάζιο. Η χρονιά μάλλον το 1970. Στο τέλος του άρθρου ανακοινώνεται ότι στο επόμενο τεύχος θα έχει το άρθρο: "Γεώργιος Βιζυηνός: Από τον έρωτα στην τρέλλα". Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι συγγραφέας των άρθρων αυτών με την υπογραφή, δηλαδή το ψευδώνυμο, Α. Ρόκος ήταν ο Τάσος Λειβαδίτης. Ο Τερζόπουλος, εκδότης του περιοδικού, του είχε δώσει τη δυνατότητα στη διάρκεια της δικτατορίας να βγάζει ένα μεροκάματο γράφοντας άρθρα αρχικά για Έλληνες λογοτέχνες και στη συνέχεια για λογοτέχνες απ' όλο τον κόσμο. Τα κείμενα με τους Έλληνες, με τον τίτλο "Μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας", κυκλοφόρησαν το 2008 από τον Καστανιώτη σε επιμέλεια Θανάση Νιάρχου.
Στα χαρτιά μου βρήκα κι ένα παλιό τεύχος του περιοδικού Διαβάζω με αφιέρωμα στον Κρυστάλλη. Είναι το τεύχος 326 του 1994 και γράφουν σ' αυτό οι Ερατοσθένης Καψωμένος, Γερασιμία Μελισσαράτου, Γεωργία Λαδογιάννη, Σόνια Ιλίνσκαγια, Δημήτρης Κόκορης κ.ά. Ενδιαφέρον, ανάμεσα στα άλλα, έχει το άρθρο της Ιλίνσκαγια με τίτλο "Ρωσικά παράλληλα του Κ. Κρυστάλλη", στο οποίο η συγγραφέας εντοπίζει αναλογίες και συγγένειες του Κώτα Κρυστάλλη (1868-1894) με τον Ρώσο ποιητή Αλεξέι Κολτσώφ (1809-1842). Είναι δυο λογοτέχνες, γράφει, που δεν στρέφονται προς το λαό αλλά βγαίνουν από το λαό, τον αντιπροσωπεύουν και τον εκφράζουν.
Γιατί τόσο Κρυστάλλη. Διάβασα πρόσφατα το τελευταίο βιβλίο του Ευάγγελου Αυδίκου "Οδός Οφθαλμιατρείου" (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2019). Πλέον ειδικός, βέβαια (ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας και λαϊκού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), και Ηπειρώτης, είχε κι αυτός, όπως φαίνεται, αγάπη για τον ποιητή και την έκανε μυθιστόρημα, ζωντανεύοντας τον Κρυστάλλη στη σημερινή Αθήνα να κουβεντιάζει για πράγματα που αγαπούσε και που δεν πρόλαβε στα λίγα χρόνια που έζησε την κανονική του ζωή. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο με ευαισθησία, με λόγια συχνά στο ύφος και στο πνεύμα του Κρυστάλλη, μιλά για την ξενητειά, για την ανέχεια στα χωριά της Ηπείρου τότε, για τη σκλαβιά, για τους ανολοκλήρωτους έρωτες του ποιητή, για τους πολιτικούς που ξεχνάνε, για τα στέκια στην Αθήνα, του Γαμβέτα, του Απότσου, του Ζαχαράτου, τη Δεξαμενή, για τοπωνύμια στον κοινό γενέθλιο τόπο τους την Ήπειρο ("που αναζητούσα μάταια στα λεξικά", γράφει), το πηγάδι του Αζώηρου, την Τσουκαρέλα, την Καραβατιά, το Συρράκο, τον Άγιο Γεώργιο, τον Χρούσια, τον Γαλαρόκαμπο... Γράφει για το σατιρικό περιοδικό "Καραβίδα"** που έβγαινε κείνα τα χρόνια στα Γιάννενα.
Ο Κώστας Κρυστάλλης πέθανε φθισικός το Πάσχα του 1894. Τα λόγια που βάζει τον ποιητή να λέει ο Αυδίκος νομίζω δίνουν και το λόγο που έγραψε το βιβλίο:
"Μεγάλη η τύχη μου που βρήκα εσάς. Μου δανείζετε την ύπαρξή σας να μιλήσω για τα ανομολόγητα. Είναι για τις λέξεις μου μια δεύτερη ζωή. Η τέχνη έχει ανάγκη από λιακωτό. Να βγει από τα υπόγεια της μνήμης, όπου ο σκόρος τρώει τα σωθικά της. Να νιώσει τις ηλιαχτίδες της έγνοιας των νεότερων. Να 'ξερες πόσοι σαν και μένα πεθαίνουν στον κόσμο των σκιών, πεταμένοι σε κάποιο δωμάτιο. Αποσυνάγωγοι. Το χειρότερο στην άλλη όχθη του Αχέροντα είναι η καταχνιά και η μούχλα. Οι νεκροί είναι σαν το έμβρυο μιας παλίνδρομης κύησης. Σουφρώνουν. Συρρικνώνονται. Γίνονται λίπασμα μιας μνήμης που χάνει συνεχώς τη δύναμή της και χρειάζεται καινούρια ξύλα, σαν τη φωτιά που πάει να σβήσει."
------------------------------
* Η αντιγραφή του αποσπάσματος έγινε ακριβώς όπως δημοσιεύεται στα Άπαντα που αναφέρω παραπάνω.
**Βρήκα το πρώτο τεύχος της Καραβίδας στην Ανέμη εδώ. Επίσης, ο Ευάγγελος Αυδίκος έχει δημοσιεύσει ένα άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών εδώ.