Πολύς λόγος γίνεται για το βιβλίο, μόλις που τελείωσε η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη και μόλις που ανακοινώνεται το κλείσιμο οργανισμών και μαζί μ' αυτούς και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, γιατί κατά τον αρμόδιο υπουργό δεν φαίνεται να έχει λόγο ύπαρξης (τον είπαν και
υπουργό της καταστροφής).
Σήμερα ακούσαμε για 46 δημόσιες βιβλιοθήκες που θα συγχωνευθούν (για να δοθεί ευκαιρία, λέω εγώ και όχι μόνο εγώ, να απολυθούν εργαζόμενοι), προ καιρού έκλεισε το ιστορικό βιβλιοπωλείο της Εστίας, ακούμε κατά καιρούς για εκδοτικούς οίκους και για βιβλιοπωλεία που δεν πάνε καλά, κάποια ιστολόγια πήραν πρωτοβουλία και διεκδίκησαν μείωση της
τιμής του βιβλίου, οι βιβλιοθήκες δυσκολεύονται ή δεν αγοράζουν καθόλου νέα βιβλία, για σχολικές βιβλιοθήκες ούτε λόγος, οι ακαδημαϊκές στενάζουν, πολιτική καλλιέργειας της αγάπης στο βιβλίο και στην ανάγνωση δεν υπάρχει, πολιτική βιβλίου γενικότερα δεν υπάρχει. Ποικίλα τα προβλήματα, λοιπόν, στο χώρο του βιβλίου.
Στο βιβλίο της "
Το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου: Οι εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα" (εκδόσεις Παπαζήση 2012), η Χριστίνα Μπάνου αποπειράται και επιτυγχάνει να καλύψει, να αποκαλύψει, να περιγράψει και να ερμηνεύσει το χώρο του βιβλίου, κυρίως από την πλευρά των εκδοτών, δίνοντας στους αναγνώστες πολύτιμες πληροφορίες και στοιχεία.
Το θέμα του βιβλίου ανήκει στα επιστημονικά και ερευνητικά ενδιαφέροντα της συγγραφέως (είναι επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχειονομίας - Βιβλιοθηκονομίας του Ιόνιου Πανεπιστημίου), ενώ η παρούσα έκδοση μπορεί να θεωρηθεί ως συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου της "
Διαχρονικά γνωρίσματα της εκδοτικής βιομηχανίας στον δυτικό πολιτισμό" (Κότινος 2008), το οποίο ασχολείται με τη διαμόρφωση και τα γνωρίσματα της εκδοτικής βιομηχανίας από τον Άλδο Μανούτιο και τον Le Breton μέχρι σήμερα, όπως χαρακτηριστικά γράφει η ίδια.
Το παρόν βιβλίο ασχολείται με την κατάσταση της εκδοτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, κυρίως τα τελευταία χρόνια. Ξεκινά με σύντομη καταγραφή της αντίστοιχης εικόνας διεθνώς, γύρω από το εκδοτικό σκηνικό και τις σχέσεις ανάμεσα στους μεγάλους και τους μικρούς εκδοτικούς οίκους (κυριαρχία, εξάρτηση, εξαγορές, συγχωνεύσεις, αλυσίδες, πολιτική προώθησης, ευπώλητα κτλ.), βιβλιοπαραγωγή, βιβλιοπωλεία, νέες τεχνολογίες, επίδραση της οικονομικής ύφεσης.
Όλα τα παραπάνω ζητήματα μεταφέρονται και στη συζήτηση για τα γνωρίσματα της ελληνικής εκδοτικής βιομηχανίας. Τα στοιχεία που δίνει η συγγραφέας είναι πολλά, βασίζονται σε έρευνες που έχει κάνει η ίδια στο πλαίσιο των διδακτικών και ερευνητικών της δραστηριοτήτων, αλλά και σε αναφορές από πληθώρα ελλήνων και ξένων ειδικών. Εξάλλου, είναι εντυπωσιακά πολλές οι αναφορές σε δημοσιεύματα ελληνικών εφημερίδων για τα θέματα αυτά (πράγμα που μαρτυρεί τη συνεπή παρακολούθηση του τύπου πέραν της επιστημονικής βιβλιογραφίας), ενώ πρέπει να επισημάνω και τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούνται οι αναφορές αυτές, δίνοντας το λόγο σε εκδότες, συγγραφείς ή δημοσιογράφους να μιλούν, στο κατάλληλο σημείο, επανειλημμένα και εναλλακτικά, για τα διάφορα και πολλά ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται.
Σημαντικό συστατικό της εργασίας είναι ότι για κάθε ζήτημα, πέραν της αναλυτικής παρουσίασης των στοιχείων μέσα στο κείμενο (όπου βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την παράθεση κάθε φορά των κριτηρίων ή των παραγόντων επίδρασης, στοιχεία που δίνουν τροφή για περαιτέρω ανάλυση και διερεύνηση), στη συνέχεια ανακεφαλαιώνει εκθέτοντας συνοπτικά τα προηγουμένως λεχθέντα, ενώ επίσης πολύ συχνά χρησιμοποιεί πίνακες για την παρουσίαση κριτηρίων, εναλλακτικών περιπτώσεων, δυνατών και αδύνατων σημείων κατά περίπτωση κτλ.
|
Στον παραπάνω πίνακα αναλύονται τα κριτήρια με βάση τα οποία οι έλληνες εκδότες επιλέγουν κείμενα για έκδοση |
Είναι δύσκολο να αναφερθώ διεξοδικά στα περιεχόμενα του βιβλίου, μπορώ όμως να επισημάνω μερικά σημεία. Κατ' αρχήν, όσον αφορά τα περιεχόμενα συνολικά, το βιβλίο ασχολείται με ζητήματα που διαμορφώνουν την ταυτότητα των εκδοτικών οίκων στην Ελλάδα τις αρχές του 21ου αιώνα, όπως: βιβλιοπαραγωγή, αριθμός και οργάνωση των εκδοτικών οίκων, γνωρίσματα μικρών, μεσαίων και μεγάλων, διαφορές, ρόλος του εκδότη και του επιμελητή, κριτήρια επιλογής κειμένων για έκδοση, μηχανισμοί παραγωγής και ανάδειξη βιβλίων-επιτυχιών ("ευπώλητων"), τιμή βιβλίου, νέες τεχνολογίες, αναγνωστική συμπεριφορά, ρόλος του κράτους, αισθητική ταυτότητα εκδοτικού οίκου, προώθηση και διαφήμιση, πανεπιστημιακά συγγράμματα, επίδραση της οικονομικής κρίσης. Για να φτάσει στο σήμερα, κάνει μια αναδρομή, από τα τέλη του 19ου αιώνα, στους σταθμούς της εκδοτικής παραγωγής με τα χαρακτηριστικά της κάθε περιόδου: πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30 (πολύ χρήσιμη η συσχέτιση με την σημερινή κρίση ως προς τις δυνατότητες ερμηνείας αντίστοιχων ζητημάτων), δικτατορία του Μεταξά, Κατοχή, δεκαετίες 1950 και 1960, δικτατορία, πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, δεκαετία 1980 μέχρι σήμερα.
Πώς είναι η βιβλιοπαραγωγή στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια και ποια μεταβολή παρατηρείται στα χρόνια της κρίσης; Τι προβλήματα αντιμετωπίζουν οι εκδοτικοί οίκοι, στην πλειονότητά τους οικογενειακές επιχειρήσεις, τι απόψεις εκφράζουν γύρω από τα κριτήρια επιλογής, το οικονομικό όφελος, την παραγωγή μεγάλου ή μικρού αριθμού τίτλων ετησίως, τα "ευπώλητα" (best-sellers) και τα μακράς πνοής (long-sellers), τη νέα τεχνολογία, την αισθητική, τις μεταφράσεις, τις σχέσεις με τους συγγραφείς, την τιμή του βιβλίου. Πώς εντοπίζεται και πώς αντιμετωπίζεται το αναγνωστικό κοινό και τι σημαίνει ο όρος "δημιουργία και επινόηση του κοινού"; Τι γίνεται με τα βιβλιοπωλεία, τις αλυσίδες και τα παραδοσιακά; Τι γίνεται με τις βιβλιοθήκες, αν και πώς στηρίζουν τους εκδοτικούς οίκους και ασκούν αναγνωστική πολιτική; (Δεν έχουν κατορθώσει να διαδραματίζουν τέτοιο ρόλο στην Ελλάδα οι βιβλιοθήκες, αλλά ούτε και οι λέσχες ανάγνωσης, υποστηρίζει η συγγραφέας, και συμφωνώ μαζί της, όμως αν αυτό δεν γινόταν τα προηγούμενα χρόνια, πολύ περισσότερο τώρα που δεν υπάρχει μέριμνα και πολιτική, κατ' αρχήν από το κράτος).
Ποιος είναι ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης; Αναφέρονται προβλήματα ρευστότητας, μείωση παραγωγής, πτωχεύσεις, επαναπροσδιορισμός πολιτικών, μείωση προσωπικού (υπάρχουν εκδότες που τυπώνουν στο εξωτερικό, ενώ συχνά προτιμάται η διεκπεραίωση κάποιων εργασιών με εξωτερικούς συνεργάτες).
Η εκδοτική βιομηχανία είναι "υψηλού ρίσκου", αλλά και "υψηλού επιπέδου",
ασχολούμενη με ένα "ιδιαίτερο" και "εύθραυστο" προϊόν, όπως είναι το
βιβλίο. Έτσι, και όποιος ασχολείται με τα ζητήματα αυτά, χρειάζεται να
τα προσεγγίσει με γνώση, με ιδιαίτερο σεβασμό και ευαισθησία. Νομίζω αυτό κάνει η Χριστίνα Μπάνου. Εγώ, πέραν των χρήσιμων στοιχείων που πήρα, πέραν της αναγνωστικής απόλαυσης που πραγματικά εισέπραξα διαβάζοντας το βιβλίο, σημείωσα και πολλές αναφορές που θα αναζητήσω για ανάγνωση (εκτός βέβαια από το πολύ καλό βιβλίο του Λουκά Αξελού που ήδη έχω κι έχω διαβάσει "
Εκδοτική δραστηριότητα και κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα", Στοχαστής, 2008). Νιώθω επίσης την ανάγκη να διαβάσω ένα βιβλίο που έχω στη βιβλιοθήκη μου αλλά δεν το έχω ακόμη διαβάσει και στο οποίο αναφέρεται συχνά: "
Οι μέλισσες και η σφήκα" του François Maspero (Σοκόλη 2005).
Αξίζει επίσης να αναφέρω ότι αναφέρεται συχνά στη συμβολή του
ΕΚΕΒΙ στην καλλιέργεια και προώθηση του βιβλίου και της αναγνωστικής πολιτικής, ενώ σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιεί στοιχεία από έρευνές του για να στηρίξει και να ερμηνεύσει τις δικές της τοποθετήσεις. Αναφέρεται επίσης σε σχετικές έρευνες της
Μονάδας Διασφάλισης Ποιότητας Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών.
Αναμφισβήτητα το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί από οποιονδήποτε ενδιαφέρεται να δει πώς συγκροτείται και πώς λειτουργεί ο εκδοτικός χώρος στην Ελλάδα. Παράλληλα όμως, με τον πλούτο των ζητημάτων που ανοίγει, μπορεί να λειτουργήσει ως ένας οδηγός ερευνητικών εργασιών γύρω από τα θέματα του βιβλίου, της ανάγνωσης, της συγγραφής, των βιβλιοθηκών, του πολιτισμού κτλ. Και μία πρόταση. Το βιβλίο ασχολείται κυρίως με εκδοτικούς οίκους - ιδιωτικές επιχειρήσεις, κάνει μικρή αναφορά σε οργανισμούς, θα είχε ενδιαφέρον η αντίστοιχη λεπτομερής αποτύπωση. Θα ... περιμένουμε.
Και τελικά, ποιο θα είναι
το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου; Η συγγραφέας, αφού συνδέει την εκδοτική βιομηχανία με την παγκοσμιοποίηση και την οικονομική κρίση, κάνει προβλέψεις, μιλά για την αναγκαία αυτο-κριτική του κλάδου και κάνει λόγο για το άμεσο στοίχημα που είναι "
η οικονομικότερη μορφή και η χαμηλότερη τιμή του βιβλίου, καθώς και οι απ' ευθείας πωλήσεις". Και αναφερόμενη στη λέξη "επανάσταση" σχετικά με το βιβλίο, τη θεωρεί πως έχει πάντα νόημα, τη συνδέει με την επανάσταση της πληροφόρησης, συνδέει το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες με τη μνήμη, τη δική μας την προσωπική και τη μνήμη της ανθρωπότητας και καταλήγει, χρησιμοποιώντας και φράση του Μπόρχες :
Συνεπώς, το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου - ούτως ή άλλως σημαντικό και κατ' αρχήν κάπως μετέωρο σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον - όπως το προσδιορίζει η διαδοχή των επαναστάσεων, δεν μπορεί παρά να είναι ένα βήμα κατάφασης στις βεβαιότητες του εντύπου, που θα οδηγήσει στη "φιλική βαρύτητα του βιβλίου", γιατί το "βιβλίο αποτελεί μια από τις δυνατότητες ευτυχίας που έχουμε εμείς οι άνθρωποι".